Στις 4 Ιουνίου 1880 τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος περί Δικαιώματος Κοπής Νομισμάτων στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, με τον οποίο το βουλγαρικό λεβ ορίστηκε ως εθνικό νόμισμα. Το λεβ υποδιαιρείται σε 100 στοτίνκι. Κατά τη διάρκεια των σχετικών συζητήσεων που προηγήθηκαν, ο Στέφαν Σταμπολόφ επέμενε το νόμισμα να ονομάζεται «frank» και η υποδιαίρεσή του «santim», κατά το πρότυπο του Βελγίου. Ο Ιβάν Μπογκορόφ πρότεινε τη λέξη «свободник», από τη βουλγαρική λέξη «свобода», που σημαίνει «ελευθερία». Τελικά επικράτησε η άποψη του βουλευτή Ιωσήφ Κοβάτσεφ για την ονομασία «λεβ» (левъ, όπως γραφόταν έως τον 19ο αιώνα η λέξη «лъв», που σημαίνει λιοντάρι).
Ο Νόμος περί Δικαιώματος Κοπής Νομισμάτων στο Πριγκιπάτο καθόριζε την περιεκτικότητα των διαφόρων νομισμάτων σε χρυσό, άργυρο ή χαλκό και περιόριζε τη συνολική προσφορά χρήματος στα 15 εκατομμύρια λεβ. Το λεβ εισήχθη σε ισοτιμία 1:1 με το γαλλικό φράγκο και συνεπώς είχε την ίδια χρυσή κάλυψη δηλαδή 0,290323 γραμμάρια καθαρού χρυσού. Επιτρεπόταν η κυκλοφορία νομισμάτων τόσο των χωρών της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία Ελβετία, Ελλάδα, Ισπανία) όσο και άλλων κρατών, τα οποία το κράτος αποδεχόταν με ισοτιμίες εγκεκριμένες από το υπουργείο Οικονομικών.
Παρότι ο νόμος καθιέρωνε τριμεταλλικό κανόνα και τα πρώτα κέρματα των 2, 5 και 10 στοτίνκι ήταν χάλκινα και κόπηκαν στο Νομισματοκοπείο του Μπίρμινγκαμ στην Αγγλία το 1881, στην πράξη στην κυκλοφορία κυριάρχησαν τα αργυρά νομίσματα. Η βασική αιτία ήταν το υψηλότερο εκδοτικό δικαίωμα δηλαδή η πρόσοδος που αποκόμιζε το κράτος (seigniorage) από τα αργυρά νομίσματα, λόγω της διαρκούς πτώσης της τιμής του αργύρου έναντι του χρυσού στα τέλη του 19ου αιώνα.
Το 1882, στο Νομισματοκοπείο της Αγίας Πετρούπολης στη Ρωσία, κόπηκαν αργυρά κέρματα των 1 και 2 λεβ, τα πρώτα βουλγαρικά νομίσματα που περιείχαν ευγενή μέταλλα.
Το 1888 κόπηκαν τα πρώτα βουλγαρικά χαλκονικέλινα κέρματα ονομαστικής αξίας 2, 5, 10 και 20 στοτίνκι, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες συναλλαγών μικρής ονομαστικής αξίας.
Το 1894 πραγματοποιήθηκε η πρώτη βουλγαρική έκδοση χρυσών κερμάτων, ονομαστικής αξίας 10 και 20 λεβ, τα οποία κόπηκαν στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Με νόμο του 1885, είχε δοθεί άδεια έκδοσης τραπεζογραμματίων με χρυσή κάλυψη σε ποσοστό 33,33%, στη Βουλγαρική Λαϊκή Τράπεζα. Το 1891 η ΒΛΤ εκδίδει και τραπεζογραμμάτια με αργυρή κάλυψη στο ίδιο ποσοστό.
Μετά την αύξηση των εξαγωγών της χώρας τη διετία 1895 – 1896 και τη σύναψη σημαντικού εξωτερικού δανείου, το 1897 ψηφίστηκε νέος Νόμος περί Νομισμάτων στο Πριγκιπάτο, ο οποίος προέβλεπε την εισαγωγή χρυσού κανόνα και τη σταδιακή απόσυρση των αργυρών νομισμάτων από την κυκλοφορία. Τα επόμενα δύο έτη ήταν ιδιαίτερα δυσμενή για τη γεωργία και το εμπορικό ισοζύγιο και τα αποθέματα χρυσού της ΒΛΤ ήταν ελάχιστα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την εισαγωγή χρυσού κανόνα.

Με την επιδείνωση της κρίσης στα τέλη του 1899, η ΒΛΤ ανέστειλε τη μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων σε χρυσό και άρχισε να εκδίδει τραπεζογραμμάτια μόνο με αργυρή κάλυψη. Με τον τρόπο αυτό παγιώθηκε και τυπικά ο de facto αργυρός κανόνας στη χώρα.
Το 1902 η κυβέρνηση εξασφάλισε σημαντικό δάνειο από τη γαλλική τράπεζα Paribas, με το οποίο αποπλήρωσε μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών της προς τη ΒΛΤ. Η μετατρεψιμότητα των χρυσών τραπεζογραμματίων σε χρυσό αποκαταστάθηκε και τα επόμενα χρόνια η τράπεζα εξέδιδε ολοένα και περισσότερα τραπεζογραμμάτια σε χρυσά λεβ, τα οποία το 1907 υπερέβησαν για πρώτη φορά τα τραπεζογραμμάτια με αργυρή κάλυψη.
Μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, στη Βουλγαρία λειτουργούσε στην πράξη καθεστώς χρυσού κανόνα και το λεβ διατηρούσε σταθερή ισοτιμία έναντι των νομισμάτων της πρώην Λατινικής Νομισματικής Ένωσης. Η σχετική αυτή σταθερότητα οφειλόταν στη ευνοϊκή διεθνή συγκυρία και στη σύναψη σειράς εξωτερικών δανείων από τις κυβερνήσεις, αλλά διακόπηκε από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι προκάλεσαν ένα ισχυρό πληθωριστικό κύμα.
Κατά την περίοδο των πολέμων, η αξία του βουλγαρικού λεβ μειώθηκε περίπου 14 φορές. Μετά το τέλος του Α’ ΠΠ, η Βουλγαρία δεν επιχείρησε να αποκαταστήσει τον χρυσό κανόνα, αλλά επιδίωξε τη σταθεροποίηση του λεβ στο νέο υποτιμημένο επίπεδό του, καθορίζοντας τη συναλλαγματική του ισοτιμία με το δολάριο ΗΠΑ. Η προσπάθεια αυτή στέφθηκε με επιτυχία μόνο το 1929, μετά τη χορήγηση του Δανείου Σταθεροποίησης του 1928 και τη μεταρρύθμιση της ΒΛΤ.
Για σύντομο χρονικό διάστημα καθιερώθηκε καθεστώς χρυσού συναλλάγματος, με την αξία του λεβ σε σταθερή ισοτιμία προς το δολάριο και, μέσω αυτού, προς τον χρυσό σε αναλογία 1 λεβ προς 0,1086956 γραμμάρια καθαρού χρυσού, δηλαδή υποτιμημένη κατά είκοσι επτά φορές.
Η Μεγάλη Ύφεση άλλαξε ριζικά το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το 1931, η Μεγάλη Βρετανία και το 1933 οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τον χρυσό κανόνα και υποτίμησαν τα νομίσματά τους. Η Βουλγαρία, όπως πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προσπάθησε να αποφύγει μια ανοιχτή υποτίμηση που θα αύξανε το ονομαστικό βάρος του δημόσιου χρέους, αλλά ήδη από το 1931 κατάργησε τη μετατρεψιμότητα του λεβ σε χρυσό. Παρότι το λεβ παρέμεινε επίσημα συνδεδεμένο αρχικά με το δολάριο και μετά το 1933 με το γαλλικό φράγκο, καταργήθηκε η υποχρέωση της ΒΛΤ να ανταλλάσσει λεβ με νομίσματα υποστηριζόμενα από χρυσό. Ταυτόχρονα επιβλήθηκαν αυστηροί διοικητικοί περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και στις εισαγωγές αγαθών. Στα επόμενα χρόνια, ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου διεξαγόταν μέσω διακρατικών συμφωνιών εκκαθάρισης.
Τον Μάιο του 1935, η κάλυψη της έκδοσης χαρτονομισμάτων έπεσε κάτω από το νόμιμα καθορισμένο επίπεδο του 33,3%, ωθώντας τη διοίκηση της ΒΛΤ να προβεί σε διάφορους λογιστικούς χειρισμούς για να αποκρύψει την πραγματική κατάσταση της τράπεζας. Μέχρι το τέλος του έτους, αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές και η νόμιμα καθορισμένη ελάχιστη κάλυψη της έκδοσης μειώθηκε στο 25%.
Σε σχέση με τα τέλη του 1939, όταν η νομισματική κυκλοφορία ανερχόταν σε 5,7 δις λεβ, στα τέλη του Αυγούστου 1944, δηλαδή πριν τη μεταβολή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στη Βουλγαρία, έφτασε τα 51,4 δις λεβ, σημειώνοντας αύξηση κατά περίπου εννέα φορές.
Με στόχο την ανάσχεση του πληθωρισμού και της υποτίμησης του λεβ, το νέο καθεστώς προχώρησε τον Μάρτιο του 1947, με το Διάταγμα αριθ. 1 του Υπουργικού Συμβουλίου, σε νομισματική μεταρρύθμιση. Εντός μίας εβδομάδας, τραπεζογραμμάτια ονομαστικής αξίας από 200 έως 5.000 λεβ αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και αντικαταστάθηκαν από νέα με τις ίδιες ονομαστικές αξίες. Τα τραπεζογραμμάτια των 20 έως 100 λεβ, καθώς και όλα τα κέρματα, παρέμειναν σε ισχύ. Για απεριόριστο αριθμό παλαιών τραπεζογραμματίων που προσκομίζονταν, κάθε άτομο μπορούσε να λάβει νέα σε αναλογία 1 προς 1, αλλά έως το ανώτατο όριο των 2.000 λεβ. Ποσά πέραν αυτού κατατίθεντο σε δεσμευμένο λογαριασμό και, λίγο αργότερα, με την εισαγωγή προοδευτικού φορολογικού συστήματος, φορολογήθηκαν με συντελεστές από 5% έως 70% για ποσά άνω των 15.000 λεβ. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν το δικαίωμα να ανταλλάξουν έως το 50% του ταμείου μισθοδοσίας του προηγούμενου μήνα. Μόνο οι κρατικές επιχειρήσεις μπορούσαν να ανταλλάξουν το σύνολο των ταμειακών τους διαθεσίμων. Ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης, η ποσότητα χρήματος σε κυκλοφορία μειώθηκε κατά περίπου 50 δισεκατομμύρια λεβ σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις 12 Μαΐου 1952, το Διάταγμα αριθ. 405 επέφερε τη δεύτερη νομισματική μεταρρύθμιση. Η κλίμακα τιμών αυξήθηκε κατά 25 φορές, ενώ η χρυσή κάλυψη του λεβ ορίστηκε σε 1 λεβ προς 0,130867 γραμμάρια καθαρού χρυσού, δηλαδή αυξήθηκε κατά 12 φορές. Τα παλαιά τραπεζογραμμάτια αντικαταστάθηκαν με νέα σε αναλογία 100 προς 1. Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου του πληθυσμού επανεκτιμήθηκαν έως τα 50.000 λεβ με συντελεστή 100 προς 3, από 50.000 έως 200.000 λεβ με συντελεστή 100 προς 2 και άνω των 200.000 λεβ με συντελεστή 100 προς 1. Τα ταμειακά διαθέσιμα των κρατικών επιχειρήσεων, των οικονομικών οργανισμών, καθώς και οι μισθοί, οι συντάξεις και κάθε άλλη μορφή εργασιακών αποδοχών επανεκτιμήθηκαν σε αναλογία 100 προς 1. Οι λογαριασμοί πρώην κεφαλαιούχων, οι οποίοι είχαν δεσμευθεί κατά την περίοδο των εθνικοποιήσεων, επανεκτιμήθηκαν σε αναλογία 200 προς 1 και μεταφέρθηκαν στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Ταυτόχρονα καταργήθηκε το σύστημα δελτίων για τα βιομηχανικά αγαθά και τα τρόφιμα και πραγματοποιήθηκε η μετάβαση σε ενιαίες κρατικές τιμές. Από το 1952 έως το 1956 εφαρμόστηκαν έξι διαδοχικές μειώσεις των λιανικών τιμών.
Για την κοπή όλων των κερμάτων έως το 1951 χρησιμοποιούνταν ευρωπαϊκά νομισματοκοπεία. Το 1952 δημιουργήθηκε το Βουλγαρικό Νομισματοκοπείο και έκτοτε όλες οι εκδόσεις κερμάτων συναλλαγής σχεδιάζονται και κόβονται εκεί.
Ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, με το Διάταγμα αριθ. 255 του 1962, πραγματοποιήθηκε η τρίτη κατά σειρά νομισματική μεταρρύθμιση. Η χρυσή κάλυψη του λεβ ορίστηκε σε 1 λεβ προς 0,759548 γραμμάρια καθαρού χρυσού, δηλαδή αυξήθηκε κατά 4,8 φορές, η κλίμακα τιμών αυξήθηκε κατά δέκα φορές και καθορίστηκε επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία με το σοβιετικό ρούβλι σε αναλογία 1 ρούβλι προς 1,30 λεβ και με το δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών σε αναλογία 1 δολάριο προς 1,17 λεβ. Οι μισθοί, οι συντάξεις, οι υποτροφίες, τα επιδόματα και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου του πληθυσμού επανεκτιμήθηκαν σε αναλογία 10 προς 1.
Έκτοτε, και για περίπου τρεις δεκαετίες, το λεβ παρέμεινε σταθερό, αν και δεν ήταν μετατρέψιμο νόμισμα, όπως συνέβαινε με όλα τα νομίσματα των χωρών του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Από το 1975 η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας διαμόρφωνε την ισοτιμία του λεβ βάσει της μεθόδου του νομισματικού καλαθιού. Σε αυτό συμμετείχαν δέκα μετατρέψιμα νομίσματα, με τα οποία πραγματοποιούνταν το 99% των πληρωμών του εισαγωγικού εμπορίου με τις δυτικές χώρες. Το δολάριο ΗΠΑ κατείχε ποσοστό 60,8% και το μάρκο Δυτικής Γερμανίας 18% του καλαθιού, ενώ ακολουθούσαν η αγγλική λίρα με 4,8%, το αυστριακό σελίνι με 4,2% και άλλα νομίσματα. Με τον τρόπο αυτό η Βουλγαρική Λαϊκή Τράπεζα καθόριζε την επίσημη κεντρική ισοτιμία του δολαρίου σε 1 δολάριο ΗΠΑ προς 0,97 λεβ. Η ισοτιμία αυτή χρησιμοποιούνταν ως βάση για τον υπολογισμό των ισοτιμιών των λοιπών μετατρέψιμων νομισμάτων έναντι του λεβ. Στην πράξη, η εκτεταμένη μαύρη αγορά αποτιμούσε το δολάριο τρεις έως πέντε φορές ακριβότερα. Πριν από το 1989 κυκλοφορούσαν κέρματα από μία στοτίνκα έως και ένα λεβ, καθώς και τραπεζογραμμάτια από 1 έως και 20 λεβ.

Αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος, η χώρα εισήλθε σε περίοδο υπερπληθωρισμού και αλλεπάλληλων υποτιμήσεων του λεβ. Κατά την περίοδο αυτή εκδόθηκαν κέρματα έως και 50 λεβ, καθώς και χαρτονομίσματα έως και 50.000 λεβ.
Η ολοκληρωτική απώλεια εμπιστοσύνης στο εθνικό νόμισμα τον χειμώνα του 1996, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, κατέστησαν αναγκαίες θεμελιώδεις παρεμβάσεις θεσμικού χαρακτήρα. Η καταλληλότερη λύση ήταν η αυστηρή δέσμευση στην «εισαγωγή» νομισματικής πολιτικής από άλλη κεντρική τράπεζα, με μακρόχρονη εμπειρία και αναγνωρισμένο κύρος στην άσκηση ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής. Η επιλογή του καθεστώτος του Νομισματικού Συμβουλίου (αγγλιστί currency board, βουλγαριστί паричен съвет ή валутен борд) άρχισε να συζητείται από το φθινόπωρο του 1996, επί κυβερνήσεως Βίντενοφ, και τελικά επιβλήθηκε από το ΔΝΤ ως ενδεδειγμένη λύση μετά την κατάρρευση της βουλγαρικής οικονομίας τον χειμώνα του ίδιου έτους.

Τελικά, επί κυβερνήσεως Κόστοφ, στις 10 Ιουνίου 1997, η 38η Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον νέο νόμο για τη Βουλγαρική Λαϊκή Τράπεζα, με τον οποίο αναδιοργανώθηκε το νομισματικό σύστημα της χώρας και τέθηκε σε λειτουργία, από την 1η Ιουλίου 1997, το Νομισματικό Συμβούλιο. Η επιλογή του «αποθεματικού νομίσματος», αρχικά του γερμανικού μάρκου και στη συνέχεια του ευρώ, αντανακλούσε πολιτική απόφαση που εξυπηρετούσε τον μακροπρόθεσμο στόχο ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατ’ επέκταση, στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στον νόμο για τη ΒΛΤ (άρθρο 29, παράγραφος 1) ορίστηκε ισοτιμία 1.000 λεβ (BGL) προς 1 γερμανικό μάρκο, στην οποία η κεντρική τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει και να πωλεί μάρκα έναντι λεβ.
Στις 5 Ιουλίου 1999, νέα νομισματική μεταρρύθμιση, η τέταρτη στη ιστορία του λεβ, αφαίρεσε τρία μηδενικά από το νόμισμα. Έτσι, ένα νέο λεβ αντιστοιχούσε σε 1.000 παλαιά λεβ ή σε ένα γερμανικό μάρκο. Το νέο λεβ έλαβε τον κωδικό ISO 4217 BGN, ενώ το προηγούμενο έφερε τον κωδικό BGL. Η ισοτιμία προβλεπόταν να υπολογιστεί εκ νέου μετά την εισαγωγή του ευρώ, όπως και συνέβη. Το 1999, μετά την αντικατάσταση του γερμανικού μάρκου από το ευρώ σε αναλογία 1 προς 1,95583, το λεβ παρέμεινε προσδεδεμένο στο ευρώ στη νέα ισοτιμία των 1,95583 λεβ προς 1 ευρώ, η οποία διατηρείται έως σήμερα.
Στις 8 Ιουλίου 2025, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε οριστικά την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωζώνη από την 1η Ιανουαρίου 2026 με τη ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά 1 ευρώ. Κατά τον πρώτο μήνα, έως τις 31 Ιανουαρίου 2026, το λεβ και το ευρώ θα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, ως νόμιμο χρήμα. Από την 1η Φεβρουαρίου 2026, το λεβ παύει να αποτελεί νόμιμο χρήμα για πληρωμές στη Βουλγαρία. Ωστόσο, οι εμπορικές τράπεζες και τα ταχυδρομεία θα μπορούν να ανταλλάσσουν λεβ σε ευρώ χωρίς χρέωση μέχρι το τέλος Ιουλίου 2026, δηλαδή τους πρώτους έξι μήνες μετά την εισαγωγή του ευρώ. Στη ΒΛΤ ανταλλαγή λεβ σε ευρώ θα γίνεται χωρίς χρέωση και χωρίς χρονικό περιορισμό.
Βιβλιογραφία
БНБ, 2022. КАТАЛОГ МОНЕТИ. Част 1. София Издателство БНБ. https://www.bnb.bg/bnbweb/groups/public/documents/bnb_publication/pub_np_catalogues_coins_p1_bg.pdf
БНБ, 2022. КАТАЛОГ МОНЕТИ. Част 2. София Издателство БНБ. https://www.bnb.bg/bnbweb/groups/public/documents/bnb_publication/pub_np_catalogues_coins_p2_bg.pdf
БНБ, 2022. КАТАЛОГ БАНКНОТИ. София Издателство БНБ. https://www.bnb.bg/bnbweb/groups/public/documents/bnb_publication/pub_np_catalogues_notes_bg.pdf
Dimitrova D., Ivanov M., Bulgaria: from 1879 to 1947 https://www.bnb.bg/bnbweb/groups/public/documents/bnb_publication/pub_np_seemhn_02_06_en.pdf
Русенов М. (гл. ред.), 1981. Финансова и кредитна енциклопедия Том1,2. Варна: Книгоиздателство „Георги Бакалов“
SIMEONOVA-GANEVA R., IVANOV M., GANEV K., 2023. CURRENCY REFORMS AND INFLATION IN COMMUNIST AND POST-COMMUNIST BULGARIA. https://csii.bg/wp-content/uploads/2023/11/21-Ganeva-Ivanov-Ganev-236-251_DOI.pdf
Сотирова Е., 2008. Паричният сектор в България: развитие, проблеми, интеграция. София: УНИВЕРСИТЕТСКО ИЗДАТЕЛСТВО „СТОПАНСТВО“
УКАЗ № 200 Закон за въвеждане на еврото в Република България ДВ брой: 70, от дата 20.8.2024 г. Официален раздел/НАРОДНО СЪБРАНИЕ https://dv.parliament.bg/DVWeb/showMaterialDV.jsp?idMat=224950