Η ιστορία των πυρηνικών όπλων (Πέμπτο Μέρος)

Οι επιστήμονες παίρνουν θέση στον αγώνα δρόμου για την κατασκευή της ατομικής βόμβας

Αυτοί που έμειναν (συνέχεια)

Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (1901 – 1976)

Ο Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1901 στο Βίρτσμπουργκ, στο νότιο γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας. Ήταν ο δεύτερος γιος του Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, διακεκριμένου φιλολόγου κλασικών γλωσσών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αργότερα καθηγητή μεσαιωνικών και σύγχρονων ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο, και της Άννα (Άννι), κόρης του κλασικού φιλολόγου, ειδικού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Νικόλαου Βέκλεϊν. Ο πρώτος τους γιος, ο Έρβιν, γεννήθηκε το 1900.

Η οικογένεια ανήκε στην ανώτερη μεσαία τάξη της Γερμανίας, με έντονη ακαδημαϊκή και πολιτιστική παράδοση. Ο Βέρνερ μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η αριστεία ήταν αυτονόητη απαίτηση. Ο ανταγωνισμός με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδελφό του, Έρβιν, που αργότερα έγινε χημικός, ενίσχυσε την επιθυμία του να διακρίνεται σε κάθε τομέα. Το 1909, όταν ο Βέρνερ ήταν οκτώ ετών, ο πατέρας του διορίστηκε καθηγητής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον Ιούνιο του 1910, λίγους μήνες αφότου ο πατέρας του ανέλαβε τη θέση του καθηγητή, ο Βέρνερ και η υπόλοιπη οικογένεια μετακόμισαν στο Μόναχο, όπου ολοκλήρωσε την τελευταία του χρονιά στο δημοτικό σχολείο εκεί.

Τον Σεπτέμβριο του 1911 εισήλθε στο κλασικό γυμνάσιο Μαξιμιλιανού του Μονάχου, όπου ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν διευθυντής.  Ξεχώρισε για την ευφυΐα, την αυτοπεποίθηση και τη φιλοδοξία του, ενώ οι δάσκαλοί του τον περιέγραφαν ως «εξαιρετικά ανεπτυγμένο προς τη λογική και πάντα πρόθυμο να υπερέχει»1.

Εκείνη την εποχή μόνο αγόρια φοιτούσαν στο Γυμνάσιο και δίδασκαν εκεί μόνο άνδρες δάσκαλοι. Τα κύρια μαθήματα ήταν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, στα οποία ο Χάιζενμπεργκ λάμβανε βαθμούς 1, με μία μόνο εξαίρεση βαθμό 2 (το 1 ήταν το υψηλότερο, το 4 το χαμηλότερο). Τα καλύτερα του μαθήματά ήταν τα δευτερεύοντα: τα μαθηματικά, η φυσική και τα θρησκευτικά. Τα χειρότερα του μαθήματα ήταν τα γερμανικά και η γυμναστική.

Παρά την έμφαση που έδινε το σχολείο στην κλασική γλώσσα και λογοτεχνία, το ενδιαφέρον του Χάιζενμπεργκ στράφηκε στα μαθηματικά και τη φυσική. Αυτό προέκυψε εν μέρει στις τεχνολογικές εξελίξεις της περιόδου, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τηλέφωνα και ραδιόφωνο, και εν μέρει από την ενθάρρυνση του εξαιρετικού καθηγητή του στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες, Κρίστοφ Βολφ. Ο Χάιζενμπεργκ θυμόταν: «Προσπάθησε να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον και να μου δώσει ειδικά προβλήματα. Μου είπε, “Προσπάθησε να λύσεις αυτό και εκείνο”»2.

Σύντομα ο Χάιζενμπεργκ είχε προχωρήσει ακόμη περισσότερο από τον δάσκαλό του. Τα μαθηματικά και οι εργασίες για το σπίτι δεν ήταν οι μόνες δραστηριότητες του Χάιζενμπεργκ εκείνα τα χρόνια. Ο Βέρνερ ενδιαφερόταν εξίσου για τη μουσική. Σπούδασε κλασικό πιάνο με έναν από τους μεγάλους δασκάλους του Μονάχου και παρουσίαζε σχολικές συναυλίες από την ηλικία των 12 ετών. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιου παιδικού φίλου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου3.

Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η ζωή στη Βαυαρία έγινε πολύ δύσκολη. Λόγω του συμμαχικού αποκλεισμού της Γερμανίας, τα τρόφιμα και τα καύσιμα άρχισαν να εξαντλούνται. Το σχολείο έκλεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα λόγω έλλειψης άνθρακα. Οι περισσότεροι άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα και των δασκάλων του Χάιζενμπεργκ, βρίσκονταν στο μέτωπο. Ο Βέρνερ, όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του, υπηρέτησε σε μια σχολική στρατιωτική μονάδα εκπαίδευσης. Η μονάδα αυτή κλήθηκε να βοηθήσει στη συγκομιδή στα τέλη του καλοκαιριού και το φθινόπωρο του 1918, υπό δύσκολες συνθήκες.   

Μετά την Ανακωχή τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η επανάσταση σάρωσε τη Γερμανία, αντικαθιστώντας τη μοναρχία με μια σοσιαλδημοκρατική δημοκρατία. Στη Βαυαρία, ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1919 η Βαυαρική Σοβιετική Δημοκρατία, εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση, η οποία επιδίωξε την ανεξαρτησία της από τη νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χάιζενμπεργκ μαζί με μια μικρή ομάδα αγοριών από τη στρατιωτική μονάδα του Γυμνασίου του, συνδέθηκε με τους Νέους Προσκόπους (Bund Deutscher Neupfadfinder), οι οποίοι αποτελούσαν ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα αντιμοντερνιστικού ρομαντισμού και δεξιάς πολιτικής. Στην πραγματικότητα, τα μέλη των προσκόπων επιθυμούσαν τόσο έντονα την επιστροφή της μοναρχίας ώστε ονειρεύονταν ένα νέο «Τρίτο Ράιχ» για να αντικαταστήσει εκείνο που, κατά την αντίληψή τους, είχε πέσει στα χέρια της σοσιαλδημοκρατίας.

Η κυβέρνηση της Βαυαρίας, που είχε καταφύγει στο Μπάμπεργκ τον Μάιο του 1919, κάλεσε σε βοήθεια τον στρατό και παραστρατιωτικές ομάδες, γνωστές ως Φράικορπς, για να καταστείλουν την επανάσταση. Το 1919 ο δεκαοχτάχρονος Χάιζενμπεργκ έφτασε στο Μόναχο ως μέλος των Φράικορπς του Λύτσοφ για να πολεμήσει τη Βαυαρική Σοβιετική Δημοκρατία. Τα Φράικορπς συγκέντρωναν εθνικιστές, αντισοσιαλιστές και πρώην στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους αργότερα ηγήθηκαν του Ναζιστικού Κόμματος όπως ο Ερνστ Ρεμ, ο Χάινριχ Χίμλερ, ο Ρούντολφ Ες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο Χάιζενμπεργκ δεν ήταν πολιτικά ουδέτερος  στην εφηβεία του, αν και ο ίδιος αργότερα περιέγραψε τη συμμετοχή του ως «προτίμηση να είναι με τους φίλους του»4. Η επιχείρηση καταστολής ήταν βίαιη και αιματηρή, με πάνω από 2 000 νεκρούς ή φυλακισμένους επαναστάτες και πολίτες.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Χάιζενμπεργκ ήταν αναποφάσιστος ως προς το αν θα σπουδάσει μουσική ή φυσικές επιστήμες και μαθηματικά. Μια αποθαρρυντική συνάντηση με τον καθηγητή μαθηματικών Φέρντιναντ φον Λίντεμαν τον οδήγησε να στραφεί στη θεωρητική φυσική, όπου ο Άρνολντ Σόμερφελντ αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο του και τον ενέταξε στο περίφημο σεμινάριό του.

Ο Σόμερφελντ, χαρισματικός δάσκαλος, του μετέδωσε αισιοδοξία, μεθοδικότητα και την πεποίθηση ότι η φυσική απαιτεί τόσο δημιουργικότητα όσο και αυστηρή μαθηματική θεμελίωση. Υπό την καθοδήγησή του, ο Χάιζενμπεργκ ασχολήθηκε με το πρόβλημα του ανώμαλου φαινομένου Ζέεμαν, παρουσιάζοντας ήδη από το πρώτο εξάμηνο μια κβαντοθεωρητική ανάλυση που αποτέλεσε τη βάση της πρώτης του δημοσίευσης το 1921.

Το σεμινάριο του Σόμερφελντ αποτελούσε φυτώριο ταλέντων, με μέλη όπως ο Βόλφγκανγκ Πάουλι, ο Γκρέγκορ Βέντζελ και αργότερα ο Ότο Λαπόρ, Καρλ Ρίχαρντ Μπέχερτ. Στο Μόναχο  ο Χάιζενμπεργκ ανέπτυξε στενή φιλία με τον Πάουλι, έναν χρόνο μεγαλύτερό του και εξίσου λαμπρό φυσικό. Η φιλία αυτή εξελίχθηκε σε μια από τις πιο παραγωγικές επιστημονικές συνεργασίες του 20ού αιώνα, με εκτενή αλληλογραφία και αμοιβαία κριτική που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της κβαντομηχανικής5.

Το καλοκαίρι του 1922, ο Σόμερφελντ πήρε τον Χάιζενμπεργκ στο «Φεστιβάλ Μπορ» στο Γκέτινγκεν, όπου ο Νιλς Μπορ έδωσε μια σειρά διαλέξεων διάρκειας δύο εβδομάδων για τη δομή του ατόμου. Μετά από μία από τις διαλέξεις του Μπορ, ο Χάιζενμπεργκ έκανε ισχυρή εντύπωση στον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της κβαντικής θεωρίας, ασκώντας λεπτομερή κριτική σε ένα από τα επιχειρήματά του.

Στο φεστιβάλ αυτό ο Χάιζενμπεργκ γνώρισε κορυφαίους φυσικούς, όπως τον Μαξ Μπορν, τον Πάουλ Έρενφεστ, τον Τζέιμς Φρανκ, τον Χέντρικ «Χανς» Κράμερς και τον Άλφρεντ Λαντέ, γεγονός που διεύρυνε το επιστημονικό του δίκτυο και ενίσχυσε τη φήμη του ως ανερχόμενου θεωρητικού6.

Όταν ο Σόμερφελντ αναχώρησε για διαλέξεις στην Αμερική, στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν στο Μάντισον, για το ακαδημαϊκό έτος 1922-23, έστειλε τον Χάιζενμπεργκ να θητεύσει ως βοηθός του Μαξ Μπορν στο Γκέτινγκεν, με τη συμφωνία ότι θα επέστρεφε για την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής. Πράγματι το Μάιο του 1923 ο Σόμερφελντ επέστρεψε στο Μόναχο και, στο τέλος του ίδιου μήνα επέστρεψε και ο Χάιζενμπεργκ.

Η διδακτορική του διατριβή ανήκε στο πεδίο της μαθηματικής ρευστομηχανικής και αφορούσε τον προσδιορισμό της μετάβασης από τη στρωτή ροή στην τυρβώδη ροή για υγρά που διοχετεύονται σε κανάλια. Ο τίτλος της ήταν: «Περί ευστάθειας και τύρβης υγρών ρευμάτων». «Δεν θα είχα προτείνει ένα θέμα αυτής της δυσκολίας ως διατριβή σε κανέναν από τους άλλους μαθητές μου», έγραψε ο Σόμερφελντ7.

Παρά το γεγονός ότι δεν ανήκε στο πεδίο της κβαντικής φυσικής, η διατριβή του έδειξε την ικανότητά του στη μαθηματική ανάλυση και την αφηρημένη σκέψη. Ωστόσο, κατά την τελική αξιολόγηση, τον Ιούλιο του 1923, ο καθηγητής πειραματικής φυσικής Βίλχελμ Βιν, ο οποίος επέμενε στη σημασία της πειραματικής κατάρτισης, βαθμολόγησε αυστηρά τον Χάιζενμπεργκ στις προφορικές εξετάσεις, κυρίως λόγω της αδυναμίας του να απαντήσει σε ερωτήσεις πειραματικής φυσικής. Το αποτέλεσμα ήταν να λάβει το χαμηλότερο από τα τρία επιτρεπτά βαθμολογικά επίπεδα.

Ο Σόμερφελντ σοκαρίστηκε. Ο Χάιζενμπεργκ ταπεινώθηκε. Συνηθισμένος να βρίσκεται πάντα στην κορυφή της τάξης του, δυσκολευόταν να δεχτεί έναν μέτριο βαθμό για το διδακτορικό του. Ο Σόμερφελντ διοργάνωσε ένα μικρό πάρτι στο σπίτι του αργότερα εκείνο το βράδυ για τον νέο διδάκτορα Χάιζενμπεργκ, αλλά ο στεναχωρημένος και απογοητευμένος Χάιζενμπεργκ στην αρχή της συγκέντρωσης ζήτησε συγγνώμη και αποχώρησε. Ετοίμασε την βαλίτσα του και πήρε το μεταμεσονύχτιο τρένο για το Γκέτινγκεν, εμφανιζόμενος στο γραφείο του Μαξ Μπορν το επόμενο πρωί.

Ο Μπορν είχε ήδη προσλάβει τον Χάιζενμπεργκ ως βοηθό του για την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Αφού τον ενημέρωσε για την αποτυχία του στις προφορικές εξετάσεις, ο Χάιζενμπεργκ ρώτησε αμήχανα: «Αναρωτιέμαι αν ακόμα με θέλετε». Ο Μπορν δεν τον απέρριψε. Εκείνο το φθινόπωρο, όμως, ο ανήσυχος πατέρας του Βέρνερ έγραψε στον διάσημο πειραματιστή του Γκέτινγκεν, Τζέιμς Φρανκ, ζητώντας του να διδάξει στον γιο του πειραματική φυσική. Ο Φρανκ έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος του Χάιζενμπεργκ και εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (1901 – 1976)

Το Γκέτινγκεν, υπό τη διεύθυνση του Μαξ Μπορν, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα μαθηματικής φυσικής στην Ευρώπη. Η στενή συνεργασία μεταξύ του Τμήματος Φυσικής και του Τμήματος Μαθηματικών, με προσωπικότητες όπως ο Ντέιβιντ Χίλμπερτ και ο Ρίτσαρντ Κουράν, προσέφερε στους νέους φυσικούς πρόσβαση σε προηγμένα μαθηματικά εργαλεία, όπως οι χώροι Χίλμπερτ και οι πίνακες (μήτρες).

Ο Μπορν, μεθοδικός και ανοιχτός σε νέες ιδέες, ενθάρρυνε τον Χάιζενμπεργκ να εμβαθύνει στα μαθηματικά της φυσικής και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ατομικής θεωρίας με αυστηρότητα και δημιουργικότητα. Μαζί ασχολήθηκαν με το πρόβλημα των ενεργειακών καταστάσεων του ατόμου του ηλίου και την ανάλυση των φασματικών γραμμών, ενώ ο Χάιζενμπεργκ ολοκλήρωσε την υφηγεσία του (Habilitation) το καλοκαίρι του 1924, σε ηλικία μόλις 22 ετών8.

Η μηχανική των μητρών

Η κβαντική θεωρία του ατόμου Μπορ – Σόμερφελντ αποδείχθηκε αξιοσημείωτα επιτυχημένη για την απλούστερη περίπτωση, ένα άτομο υδρογόνου, δηλαδή ένα ηλεκτρόνιο σε τροχιά γύρω από έναν πυρήνα. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 άρχισαν να προκύπτουν δυσκολίες για πιο περίπλοκα άτομα. Μέχρι το 1924, οι φυσικοί στο Γκέτινγκεν και την Κοπεγχάγη συμφωνούσαν ότι η παλιά κβαντική θεωρία έπρεπε να αντικατασταθεί από κάποια νέα «κβαντομηχανική». Ο Χάιζενμπεργκ έθεσε στον εαυτό του το καθήκον να βρει αυτή τη νέα κβαντομηχανική.

Χάρη σε μία μεταδιδακτορική υποτροφία που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ροκφέλερ, ο Χάιζενμπεργκ μπόρεσε να περάσει το ακαδημαϊκό έτος 1924-25 στο πρόσφατα ιδρυθέν Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και να θητεύσει κοντά τον Νιλς Μπορ και τον βοηθό του, Χ.Α. Κράμερς.

 Αργότερα ο Χάιζενμπεργκ θα πει: «Διδάχτηκα μαθηματικά στο Γκέτινγκεν (εννοεί κοντά στον Μαξ Μπορν), αισιοδοξία από τον Ζόμερφελντ και φυσική από τον Μπορ»9. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κοπεγχάγη από τον Σεπτέμβριο του 1924 μέχρι τον Απρίλιο του 1925, ο Χάιζενμπεργκ εμβάθυνε στη χρήση της «Αρχή της Αντιστοιχίας», όπως διατυπώθηκε από τον Νιλς Μπορ, για πρώτη φορά το 191810

Η συνεργασία και οι συζητήσεις με τον Μπορ, τον Κράμερς και άλλους νέους φυσικούς υπήρξαν καταλυτικές για την ωρίμανση των ιδεών του και τελικά για τη  διατύπωση της «μηχανικής των πινάκων (μητρών)», μιας νέας μηχανικής για τον υπολογισμό της κβαντικής συμπεριφοράς των σωματιδίων.

Τον Απρίλιο του 1925 ο Χάιζενμπεργκ επέστρεψε στο Γκέτινγκεν και, στις αρχές Μαΐου, ανέλαβε ένα δύσκολο πρόβλημα, τον υπολογισμό των φασματικών γραμμών του υδρογόνου. Δεδομένου ότι οι τροχιές των ηλεκτρονίων στα άτομα δεν μπορούσαν να παρατηρηθούν, ο Χάιζενμπεργκ προσπάθησε να αναπτύξει μια κβαντομηχανική χωρίς αυτές. Βασίστηκε, αντ’ αυτού, σε ό,τι μπορεί να παρατηρηθεί, δηλαδή στο φως που εκπέμπεται και απορροφάτε από τα άτομα.

Στις 7 Ιουνίου, για να ξεφύγει από τις επιπτώσεις μιας οξείας κρίσης αλλεργικής ρινίτιδας, ο Χάιζενμπεργκ κατέφυγε στο νησί Ελιγολάνδη στη Βόρεια Θάλασσα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στην αναρρίχηση και την απομνημόνευση στίχων του Γκαίτε, συνέχισε να σκέφτεται το φασματικό πρόβλημα και τελικά συνειδητοποίησε ότι η υιοθέτηση μη μεταβαλλόμενων παρατηρήσιμων μεγεθών θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα. Αργότερα έγραψε:

«Ήταν περίπου τρεις η ώρα το πρωί όταν εμφανίστηκε μπροστά μου το τελικό αποτέλεσμα του υπολογισμού. Στην αρχή σοκαρίστηκα βαθιά. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσα να σκεφτώ τον ύπνο. Έτσι έφυγα από το σπίτι και περίμενα την ανατολή του ηλίου στην κορυφή ενός βράχου»11.

Αφού ο Χάιζενμπεργκ επέστρεψε στο Γκέτινγκεν, στις 19 Ιουνίου 1925, έδειξε στον Βόλφγκανγκ Πάουλι τους υπολογισμούς του, σχολιάζοντας σε κάποιο σημείο: «Όλα είναι ακόμα ασαφή για μένα, αλλά φαίνεται ότι τα ηλεκτρόνια δεν θα κινούνται πλέον σε τροχιές12. Αυτό διότι η κβαντωμένη τροχιά δεν είναι προσιτή σε πειραματικό έλεγχο. Άρα, κατά τον Χάιζενμπεργκ θα πρέπει να εξοστρακιστεί από το κβαντικό οικοδόμημα ως απολύτως μεταφυσική οντότητα και οι κβαντικοί νόμοι να διατυπωθούν μόνο μέσω μαθηματικών ποσοτήτων με άμεσο πειραματικό αντίκρισμα.

Στις 9 Ιουλίου, πριν φύγει για ένα μήνα διαλέξεων στην Ολλανδία και την Αγγλία και για ένα κάμπινγκ στη Σκανδιναβία με την ομάδα των Νέων Προσκόπων, ο Χάιζενμπεργκ έδωσε την ολοκληρωμένη εργασία του με τίτλο: «Περί της κβαντοθεωρητικής επανερμηνείας των κινηματικών και μηχανικών σχέσεων», επίσης γνωστό ως «Επανερμηνεία», στον Μαξ Μπορν. Του είπε ότι «είχε γράψει μια τρελή εργασία και δεν τόλμησε να την στείλει για δημοσίευση»13και ότι ο Μπορν έπρεπε να τη διαβάσει και να τον συμβουλεύσει πριν από τη δημοσίευση. Ο Χάιζενμπεργκ ανέφερε αυτή του τη μελέτη και στον Πάουλ Έρενφεστ στο Λέιντεν και στον Ραλφ Φάουλερ στο Κέμπριτζ.

Ο Μπορν, διαβάζοντας τη μελέτη, παρατήρησε ότι ο Χάιζενμπεργκ πρότεινε μια ριζική επανερμηνεία της κβαντικής θεωρίας. Η νέα προσέγγιση ενδιαφερόταν αποκλειστικά για παρατηρήσιμες παραμέτρους, όπως οι πιθανότητες μετάβασης και οι συχνότητες που προκύπτουν από τα κβαντικά άλματα, και αγνοούσε πλήρως τις μη παρατηρήσιμες παραμέτρους, όπως τις τροχιές των ηλεκτρονίων. Ως συνέπεια αυτής της επιλογής, ο Χάιζενμπεργκ εισήγαγε δύο δείκτες για τη θέση, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στις αρχικές και τελικές καταστάσεις των κβαντικών μεταβάσεων. Το σύστημα αυτό με δείκτες επέτρεπε τον πολλαπλασιασμό των αντίστοιχων «μεγεθών» με έναν κανόνα μη αντιμεταθετικό. Το γινόμενο της μεταβλητής Α επί τη μεταβλητή Β διέφερε από το γινόμενο της Β επί την Α, κάτι ασυνήθιστο και βαθιά καινοτόμο για τη φυσική της εποχής14.

Ο Μαξ Μπορν, όταν διάβασε την εργασία, αναγνώρισε ότι οι εξισώσεις του Χάιζενμπεργκ δεν ήταν τίποτε άλλο από κανόνες πολλαπλασιασμού πινάκων (μητρών), όπως αυτοί ήταν ήδη γνωστοί στην καθαρή μαθηματική θεωρία. Η μη αντιμεταθετική φύση του πολλαπλασιασμού, την οποία ο Χάιζενμπεργκ είχε επισημάνει ως «σημαντική δυσκολία», ταυτοποιήθηκε από τον Μπορν ως άμεση συνέπεια των ιδιοτήτων του πολλαπλασιασμού πινάκων.

Ο Μπορν συνειδητοποίησε ότι οι φυσικοί διέθεταν πλέον μια νέα μηχανική για τον υπολογισμό της κβαντικής συμπεριφοράς των σωματιδίων, τη μητρομηχανική. Αντέδρασε άμεσα με δύο κινήσεις. Πρώτον, έστειλε τη μελέτη του Χάιζενμπεργκ για δημοσίευση. Δεύτερον, μαζί με τον βοηθό του Ερνστ Πάσκουαλ Γιόρνταν, αναδιατύπωσε τον φορμαλισμό του Χάιζενμπεργκ σε πλήρη και συστηματική μαθηματική γλώσσα μηχανικής πινάκων. Έτσι έδωσαν αυστηρή μαθηματική βάση σε μια δομή που ο Χάιζενμπεργκ είχε ήδη χρησιμοποιήσει, χωρίς όμως να την έχει ονομάσει ή τυποποιήσει ρητά. Μέχρι τότε, οι πίνακες χρησιμοποιούνταν σπάνια από τους φυσικούς και θεωρούνταν εργαλείο της καθαρής μαθηματικής ανάλυσης. Ο Γκούσταβ Μίε τους είχε αξιοποιήσει σε εργασία για την ηλεκτροδυναμική το 1912, ενώ ο ίδιος ο Μπορν τους είχε χρησιμοποιήσει το 1921 στη θεωρία πλέγματος των κρυστάλλων.

Ο Μπορν και ο Γιόρνταν δημοσίευσαν την εργασία τους στις 27 Σεπτεμβρίου στο Zeitschrift für Physik με τίτλο «Περί Κβαντομηχανικής». Στις 16 Νοεμβρίου, μαζί με τον Χάιζενμπεργκ παρουσίασαν μια συμπληρωματική εργασία στο ίδιο περιοδικό με τίτλο «Περί Κβαντομηχανικής II». Η κβαντομηχανική μητρών αποτέλεσε το πρώτο πλήρως αυτόνομο και λογικά συνεπές πλαίσιο της κβαντομηχανικής, και άνοιξε τον δρόμο για την στενή σύνδεση της φυσικής των ατόμων και των μορίων με τη γραμμική άλγεβρα και τους χώρους Χίλμπερτ.  

Με την εισαγωγή πρόσθετων εννοιών, όπως το «σπιν» του ηλεκτρονίου και η «αρχή του αποκλεισμού» του Πάουλι, οι Χάιζενμπεργκ, Μπορν, Γιόρνταν, Πάουλι και άλλοι έδειξαν ότι η νέα κβαντομηχανική μπορούσε να εξηγήσει πολλές από τις ιδιότητες των ατόμων και των ατομικών γεγονότων.

Οι περισσότεροι φυσικοί άργησαν να αποδεχτούν τη μηχανική πινάκων λόγω της αφηρημένης φύσης της και των άγνωστων μαθηματικών που απαιτούσε. Αντίθετα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την εναλλακτική κυματομηχανική του Έρβιν Σρέντινγκερ η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 1926 και παρουσιάζεται στο τρίτο μέρος του αφιερώματος, επειδή βασιζόταν σε πιο οικείες έννοιες και διαφορικές εξισώσεις και έδινε την εντύπωση ότι καταργούσε τα κβαντικά άλματα και τις ασυνέχειες. Σημαντικό θεωρητικό υπόβαθρο για αυτή την εξέλιξη είχε ήδη προσφέρει ο Γάλλος φυσικός Λουί ντε Μπρολί, ο οποίος είχε προτείνει ότι όχι μόνο το φως αλλά και η ύλη μπορεί να παρουσιάζει κυματική συμπεριφορά, εισάγοντας την ιδέα του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού15.

Βασιζόμενος σε αυτή την ιδέα, την οποία είχε ήδη υποστηρίξει ο Αϊνστάιν, ο Σρέντινγκερ απέδωσε τις κβαντισμένες ενέργειες των ηλεκτρονιακών τροχιών της παλιάς κβαντικής θεωρίας στις συχνότητες δόνησης των «κυμάτων ύλης» των ηλεκτρονίων γύρω από τον ατομικό πυρήνα. Όπως μια χορδή πιάνου ταλαντώνεται μόνο σε συγκεκριμένους ιδιοτόνους, έτσι και το κύμα του ηλεκτρονίου θα αντιστοιχούσε σε διακριτές ενεργειακές στάθμες. Αυτή η προσέγγιση οδήγησε σε απλούστερους υπολογισμούς και σε πιο οικείες απεικονίσεις των ατομικών φαινομένων σε σύγκριση με τη μηχανική πινάκων του Χάιζενμπεργκ, όπου η ενέργεια προέκυπτε από έναν ιδιαίτερα αφηρημένο φορμαλισμό.

Τον Μάιο του 1926, ο Σρέντινγκερ δημοσίευσε εργασία στην οποία έδειξε ότι η μηχανική πινάκων και η κυματομηχανική οδηγούσαν σε ισοδύναμα αποτελέσματα και ότι, από μαθηματική άποψη, αποτελούσαν διαφορετικές διατυπώσεις της ίδιας θεωρίας. Παράλληλα, υποστήριξε την ανωτερότητα της κυματομηχανικής έναντι της μηχανικής πινάκων. Η θέση αυτή προκάλεσε έντονη αντίδραση από τον Χάιζενμπεργκ, ο οποίος εκείνη την περίοδο εργαζόταν δίπλα στον Νιλς Μπορ στο Ινστιτούτο της Κοπεγχάγης ως λέκτορας και διάδοχος του Χέντρικ Κράμερς. Ο Χάιζενμπεργκ επέμενε στην ύπαρξη ασυνεχών κβαντικών αλμάτων και απέρριπτε μια θεμελίωση της θεωρίας αποκλειστικά σε συνεχή κύματα.

Η διαμάχη κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1926, όταν ο Σρέντινγκερ επισκέφθηκε την Κοπεγχάγη για να συζητήσει τις ανταγωνιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις με τον Μπορ και τον κύκλο του. Οι έντονες και μακρές συζητήσεις που ακολούθησαν δεν οδήγησαν σε σύγκλιση απόψεων, αλλά ανέδειξαν με καθαρό τρόπο το βαθύ εννοιολογικό χάσμα ανάμεσα στις δύο ερμηνείες της κβαντικής θεωρίας.

Η Αρχή της Αβεβαιότητας

 Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε τον Χάιζενμπεργκ σε βαθύτερη φιλοσοφική και επιστημονική διερεύνηση. Μέσα από τη μελέτη των κβαντικών μεταβλητών ως μη αντιμεταθετικών ποσοτήτων και από την πιο ώριμη κατανόηση των ορίων ακρίβειας των μετρήσεων στον μικρόκοσμο, κατέληξε το 1927 στη διατύπωση της αρχής της αβεβαιότητας ή απροσδιοριστίας.

Ο Χάιζενμπεργκ παρουσίασε για πρώτη φορά τη νέα αυτή αρχή σε επιστολή δεκατεσσάρων σελίδων προς τον Βόλφγκανγκ Πάουλι, την οποία απέστειλε στις 23 Φεβρουαρίου 1927. Τον Μάρτιο υπέβαλε τη σχετική εργασία για δημοσίευση στο περιοδικό Zeitschrift für Physik με τίτλο «Περί του διαισθητικού περιεχομένου της κβαντικής κινηματικής και μηχανικής», αφού προηγουμένως είχε λάβει την έγκριση του Νιλς Μπορ.

Ο Μπορ, όπως και ο Πάουλι, επεσήμανε ορισμένες αδυναμίες στο νοητικό πείραμα του Χάιζενμπεργκ, συμφώνησε όμως ότι η ίδια η αρχή της αβεβαιότητας ήταν ορθή και βαθιά θεμελιωμένη. Σε απάντηση αυτών των παρατηρήσεων, ο Χάιζενμπεργκ πρόσθεσε επισυναπτόμενη σημείωση στο τέλος του άρθρου, όπου κατέγραφε και σχολίαζε τις επισημάνσεις του Μπορ16.

Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά ούτε και θεωρητικά, η θέση και η ταχύτητα ή ορμή, ενός σωματιδίου, όπως ενός φωτονίου ή ενός ηλεκτρονίου. Όσο ακριβέστερα καθορίζεται η θέση του σωματιδίου, τόσο λιγότερα μπορούν να ειπωθούν για την ταχύτητά του και αντίστροφα.

Σε αντίθεση με την αρχή της αιτιοκρατίας, η αρχή της απροσδιοριστίας υποστηρίζει ότι υπάρχουν γεγονότα των οποίων η εκδήλωση δεν υπαγορεύεται από κάποια προσδιορίσιμη αιτία. Η απροσδιοριστία αυτή δεν αφορά την αδυναμία του ανθρώπου να παρατηρήσει ορισμένα φαινόμενα στον μικρόκοσμο, ούτε συνιστά φιλοσοφική αγνωσία. Αποτελεί πραγματική ιδιότητα του φυσικού κόσμου, η οποία επιβεβαιώνεται και πειραματικά. Ο λόγος που δεν γίνεται αντιληπτή στην καθημερινή εμπειρία είναι ότι εκδηλώνεται σε εξαιρετικά μικρές κλίμακες και γίνεται εμφανής κυρίως στον μικρόκοσμο17.

Σε αντίθεση με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και τον Λουί ντε Μπρολί, οι οποίοι υιοθετούσαν έναν ρεαλιστικό τρόπο σκέψης και πίστευαν ότι τα σωματίδια διαθέτουν αντικειμενικά καθορισμένη θέση και ορμή ανά πάσα στιγμή, ακόμη και αν αυτές δεν είναι ταυτόχρονα μετρήσιμες, ο Χάιζενμπεργκ υιοθέτησε μια αντιρεαλιστική στάση. Υποστήριζε ότι η άμεση γνώση του τι είναι «πραγματικό» υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής της επιστήμης.

Στο βιβλίο του «Η αντίληψη της φύσης από τον φυσικό», ο Χάιζενμπεργκ διατύπωσε τη θέση ότι μπορεί κανείς να μιλά μόνο για τη γνώση, δηλαδή για μαθηματικά μεγέθη και αριθμούς σε πίνακες, που περιγράφουν πτυχές της συμπεριφοράς των σωματιδίων, χωρίς ποτέ να έχει άμεση και «αληθινή» πρόσβαση στα ίδια τα σωματίδια. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά:

«Δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για τη συμπεριφορά του σωματιδίου ανεξάρτητα από τη διαδικασία της παρατήρησης. Ως τελική συνέπεια, οι φυσικοί νόμοι που διατυπώνονται μαθηματικά στην κβαντική θεωρία δεν ασχολούνται πλέον με τα ίδια τα στοιχειώδη σωματίδια, αλλά με τη γνώση μας γι’ αυτά. Ούτε είναι πλέον δυνατό να ρωτήσουμε αν αυτά τα σωματίδια υπάρχουν αντικειμενικά στον χώρο και τον χρόνο… Όταν μιλάμε για την εικόνα της φύσης στην ακριβή επιστήμη της εποχής μας, δεν εννοούμε τόσο μια εικόνα της φύσης όσο μια εικόνα των σχέσεών μας με τη φύση. …Η επιστήμη δεν αντιμετωπίζει πλέον τη φύση ως αντικειμενικό παρατηρητή, αλλά βλέπει τον εαυτό της ως δρώντα σε αυτή την αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Η επιστημονική μέθοδος ανάλυσης, εξήγησης και ταξινόμησης έχει συνειδητοποιήσει τους περιορισμούς της, οι οποίοι προκύπτουν από το γεγονός ότι με την παρέμβασή της η επιστήμη μεταβάλλει και αναδιαμορφώνει το αντικείμενο της έρευνας. Με άλλα λόγια, η μέθοδος και το αντικείμενο δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν18.

Η Αρχή της Συμπληρωματικότητας

Η διατύπωση της αρχής της αβεβαιότητας προκάλεσε έντονες συζητήσεις αρχικά ανάμεσα στον Μπορ και τον Χάιζενμπεργκ, αν και  μέχρι το φθινόπωρο του 1927, οι διαφορές απόψεων συνέκλιναν σε μια συναίνεση βασισμένη στην αρχή της συμπληρωματικότητας του Νιλς Μπορ. Την ίδια περίοδο ο Χάιζενμπεργκ διορίστηκε καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και σε ηλικία είκοσι έξι ετών έγινε ο νεότερος τακτικός καθηγητής της Γερμανίας.

 Η αρχή της συμπληρωματικότητας υποστηρίζει ότι ένα φυσικό φαινόμενο παρατηρείται με δύο διαφορετικούς «συμπληρωματικούς» τρόπους ανάλογα με την πειραματική διάταξη. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το φως, το οποίο σε ορισμένα πειράματα εμφανίζεται με κυματική συμπεριφορά και σε άλλα με σωματιδιακή. Και οι δύο περιγραφές είναι αναγκαίες για μια πλήρη κατανόηση του φαινομένου, παρότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν ταυτόχρονα.

Ο Νιλς Μπορ παρουσίασε για πρώτη φορά αυτή τη ριζοσπαστική άποψη σε συνέδριο στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 1927 και την επανέλαβε λίγες εβδομάδες αργότερα στη Διάσκεψη του Σολβέ. Η προσέγγιση αυτή, που το 1955 ονομάστηκε από τον Χάιζενμπεργκ «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης», αποτέλεσε τη βάση για τις περίφημες αντιπαραθέσεις μεταξύ του Μπορ και του Άλμπερτ Αϊνστάιν στις Διασκέψεις του Σολβέ το 1927 και το 1930.

Πολλοί από τους κορυφαίους φυσικούς της δεκαετίας του 1930, ανάμεσά τους οι Χάιζενμπεργκ, Πάουλι και Γιόρνταν, υιοθέτησαν με θέρμη τη φιλοσοφία της συμπληρωματικότητας και τη θεώρησαν τον ουσιαστικό εννοιολογικό πυρήνα της κβαντικής μηχανικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι αποδέχθηκαν πλήρως τη σκοπιά του Μπορ διατηρούσαν στενή προσωπική επαφή μαζί του και είχαν εργαστεί ή φιλοξενηθεί στο ινστιτούτο του στην Κοπεγχάγη. Έξω από τον κύκλο της Κοπεγχάγης, η φιλοσοφία της συμπληρωματικότητας αντιμετωπίστηκε αισθητά πιο ψυχρά. Οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από ευγενική αδιαφορία έως, σε λίγες περιπτώσεις, ανοιχτή εχθρότητα. Ο Πολ Ντιράκ, για παράδειγμα, παρότι διατηρούσε στενές σχέσεις με τους φυσικούς του Ινστιτούτου της Κοπεγχάγης και έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον Μπορ, δεν έβλεπε τίποτε ουσιαστικό στη συζήτηση περί συμπληρωματικότητας. Παρόμοια στάση υιοθέτησαν και πολλοί άλλοι νεότεροι κβαντικοί φυσικοί.

Ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επιρροή του Μπορ ως κεντρικής φιγούρας της κβαντικής θεωρίας ήταν σαφώς περιορισμένη σε σύγκριση με την Ευρώπη, γεγονός που συνέβαλε στη συγκρατημένη υποδοχή των φιλοσοφικών του θέσεων. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Έρβιν Σρέντινγκερ υπήρξαν οι πιο εμβληματικοί διαφωνούντες. Μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν αποδέχθηκαν ποτέ πλήρως το δόγμα της Κοπεγχάγης, παραμένοντας σταθερά επικριτικοί απέναντι στις εννοιολογικές του παραδοχές.

Όρθιοι πίσω σειρά (από αριστερά): Ο. Πικάρ, E. Ενριό, Π. Έρενφεστ, E. Ερζέν, Τ. ντε Ντοντέ, E. Σρέντινγκερ, Ζ.-E. Βερσαφέλτ, Β. Πάουλι, Β. Χάιζενμπεργκ, Ρ.Χ. Φάουλερ, Λ. Μπριλουέν.
Μεσαία σειρά (από αριστερά): Π. Ντεμπέι, M. Κνούντσεν, Ο.Λ. Μπραγκ, Χ.A. Κράμερς, Π.A.M. Ντιράκ, A.Χ. Κόμπτον, Λ. ντε Μπρολί, M. Μπορν, N. Μπορ.
Πρώτη σειρά (από αριστερά): I. Λάνμουρ, M. Πλανκ, Μ. κιουρί, Χ.Α. Λόρεντζ, A. Αϊνστάιν, Π. Λανζεβέν, Σ.-E. Γκυ, Τ.T.Ρ. Γουίλσον, O.Γ. Ρίτσαρντσον.

Ίσως το πιο διάσημο και ταυτόχρονα το πιο μυθοποιημένο επεισόδιο στην ιστορία της φυσικής του 20ού αιώνα είναι η αντιπαράθεση του Άλμπερτ Αϊνστάιν με τον Νιλς Μπορ γύρω από την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. Παρότι η νέα θεωρία όφειλε πολλά στις θεμελιώδεις συμβολές του Αϊνστάιν την περίοδο 1905 έως 1925, ο ίδιος δεν έδειξε εξαρχής ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξή της.

Σταδιακά διαμόρφωσε μια συνολική στάση σκεπτικισμού. Για λόγους κυρίως φιλοσοφικούς και όχι αυστηρά επιστημονικούς, αρνήθηκε να αποδεχθεί ότι ο μικρόκοσμος περιγράφεται μόνο με στατιστικούς όρους. Σε επιστολή του προς τον Μαξ Μπορν τον Δεκέμβριο του 1926, μιλώντας για την «εσωτερική του φωνή», έγραψε ότι η κβαντική μηχανική «ουδόλως μας φέρνει πιο κοντά στο μυστικό του Υψίστου» και κατέληξε στη φράση που έμεινε στην ιστορία. «Είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια»19.

Αϊνστάιν – Μπορ

Στο 5ο Συνέδριο του Σολβέ, τον Οκτώβριο του 1927, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν συμμετείχε σε μια ιστορική συνάντηση αφιερωμένη αποκλειστικά στη νέα κβαντική θεωρία. Από τους 29 συμμετέχοντες, οι 17 ήταν ή θα γίνονταν κάτοχοι βραβείου Νόμπελ. Ήταν μια συμπύκνωση της παγκόσμιας θεωρητικής φυσικής σε μία αίθουσα20.

Ο Νιλς Μπορ παρουσίασε εκεί τις νέες του ιδέες για τη συμπληρωματικότητα. Ο Αϊνστάιν τις άκουσε για πρώτη φορά και αντέδρασε άμεσα. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί μια φυσική θεωρία που εγκατέλειπε την κλασική αιτιότητα. Υποστήριξε ότι μια τέτοια θεωρία δεν μπορεί να είναι πλήρης. Για να το δείξει, κατέφυγε σε νοητικά πειράματα, επιχειρώντας να αποδείξει ότι είναι δυνατός ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός θέσης και ορμής ενός σωματιδίου.

Ο Μπορ απάντησε αναλύοντας προσεκτικά κάθε πείραμα. Έδειξε ότι τα επιχειρήματα του Αϊνστάιν παραβίαζαν τις ίδιες τις φυσικές προϋποθέσεις των μετρήσεων που υπέθεταν. Ο Αϊνστάιν επανήλθε με νέο νοητικό πείραμα. Ο Μπορ το αντέκρουσε και αυτό. Για τον Μπορ, η κβαντική μηχανική, μαζί με τις σχέσεις αβεβαιότητας, αποτελούσε μια πλήρη θεωρία. Δεν άφηνε περιθώριο για μια βαθύτερη περιγραφή των παρατηρήσιμων φαινομένων.

Η γενική εντύπωση στο συνέδριο ήταν σαφής. Ο Μπορ είχε επικρατήσει στη συζήτηση. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη δύναμη και τη συνοχή των επιχειρημάτων του. Ο Αϊνστάιν αναγνώρισε την οξυδέρκεια του Μπορ ως συνομιλητή. Δεν αποδέχτηκε όμως την ορθότητα της ερμηνείας του.

Τρία χρόνια αργότερα, στο 6ο Συνέδριο του Σολβέ το 1930, ο Αϊνστάιν επέστρεψε με πιο εκλεπτυσμένα νοητικά πειράματα. Η έκβαση υπήρξε η ίδια. Η μποριανή ερμηνεία ενισχύθηκε περαιτέρω. Ο σκεπτικισμός του Αϊνστάιν παρέμεινε ακλόνητος.

Την άνοιξη του 1935, εγκατεστημένος πλέον στις ΗΠΑ, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε, μαζί με τους νεαρούς συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Μπόρις Ποντόλσκι και Νάθαν Ρόσεν, μια σύντομη αλλά ιστορική εργασία με τίτλο «Μπορεί να θεωρείται πλήρης η κβαντομηχανική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας;». Το συμπέρασμα ήταν κατηγορηματικό. Η κβαντομηχανική, όπως διατυπώθηκε από την Κοπεγχάγη, δεν αποτελεί πλήρη περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας.

Τη δεκαετία του 1930 αυτός ο τρίτος γύρος της αντιπαράθεσης Μπορ – Αϊνστάιν δεν προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στους φυσικούς. H εργασία των EPR (από τα αρχικά των ονομάτων τους) δεν επέτυχε να πείσει τους φυσικούς να εγκαταλείψουν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, και η γενική εντύπωση που δημιουργήθηκε ήταν ότι ο Μπορ είχε και πάλι αντικρούσει ικανοποιητικά τις ενστάσεις του Αϊνστάιν. Για τους κβαντικούς φυσικούς του κυρίαρχου ρεύματος, απλώς λειτούργησε ως επιβεβαίωση αυτού που ανέκαθεν σκέπτονταν, ότι δηλαδή ο Αϊνστάιν και οι σύμμαχοι του – «οι συντηρητικοί, γηραιοί κύριοι», όπως τους περιέγραφε ο Πάουλι σε μια επιστολή του προς τον Σρέντινγκερ – βρίσκονταν απελπιστικά σε διάσταση με την εξέλιξη. H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών φαίνεται ότι απλώς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Μπορούσαν εύκολα να βρουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να προσπαθούν να καταλάβουν φιλοσοφικά επιχειρήματα που δεν άπτονταν καθόλου της καθημερινής τους δουλειάς21.

Το Βραβείο Νόμπελ

Οι ανακαλύψεις στη θεωρητική φυσική προκάλεσαν επίσης επιπλοκές για την Επιτροπή Νόμπελ Φυσικής με την  εμφάνιση της νέας κβαντομηχανικής. Στις 9 Νοεμβρίου 1933, η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών ανακοίνωσε ότι το βραβείο Νόμπελ Φυσικής για το 1932 θα πήγαινε στον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και το βραβείο του 1933 θα μοιραζόταν μεταξύ του Έρβιν Σρέντιγκερ και του Πολ Ντιράκ. Όταν έγινε αυτή η ανακοίνωση, είχαν περάσει τρία χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ Φυσικής, το μεγαλύτερο κενό σε καιρό ειρήνης στην ιστορία της. Αυτό το κενό αντανακλά τον αγώνα της επιτροπής να αντιμετωπίσει τη νέα κβαντομηχανική.

Το παρασκήνιο των υποψηφιοτήτων για τα έτη 1931, 1932 και 1933 είναι ενδιαφέρον και για τις προτιμήσεις των δύο μεγάλων της Επιστήμης: Αϊνστάιν και Μπορ. Το 1931, ο Σρέντιγκερ είχε λάβει  41 υποψηφιότητες, ο Χάιζενμπεργκ 29 και ο Ντιράκ 3. Ο Μπορ πρότεινε τον Χάιζενμπεργκ, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να είναι ο πρώτος στη σειρά που θα αναγνωριζόταν για την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής. Τοποθέτησε τον Σρέντιγκερ δεύτερο και δεν ανέφερε καθόλου τον Ντιράκ.

Από την άλλη, ένα άλλο μέλος της επιτροπής, ο Αϊνστάιν, ο οποίος εκπρόθεσμα έστειλε την επιστολή με τις προτιμήσεις του (η προθεσμία για τις υποψηφιότητες έληγε στις 31 Ιανουαρίου, αλλά η επιστολή του Αϊνστάιν, έφερε  ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1931), ανέφερε ότι  δύο άνδρες στέκονταν στην πρώτη γραμμή για ένα Νόμπελ: ο Σρέντιγκερ και ο Χάιζενμπεργκ. Αν και ο Αϊνστάιν διαφωνούσε φιλοσοφικά με ορισμένες πτυχές της κβαντομηχανικής, εκτίμησε την επιστημονική αξία του έργου του Χάιζενμπεργκ. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Ήδη στις προτάσεις του για το Νόμπελ του 1928, ο  Αϊνστάιν τον πρότεινε μαζί με τους Μπορν και Γιόρνταν, αναγνωρίζοντας την καινοτόμο συμβολή τους στη θεμελίωση της κβαντομηχανικής22.

Στο σκεπτικό της νέας του πρότασης το 1931, ο Αϊνστάιν υποστήριξε ότι το έργο τους ήταν τόσο σημαντικό που δεν έπρεπε να μοιραστεί ένα κοινό βραβείο. Αναγκασμένος να κάνει σύσταση για το ποιος θα έπρεπε να λάβει πρώτος το βραβείο, ο Αϊνστάιν έθεσε τον Σρέντιγκερ ελαφρώς μπροστά από τον Χάιζενμπεργκ. Για άλλη μια φορά, ο Ντιράκ δεν αναφέρθηκε και, στην πραγματικότητα, δεν προτάθηκε ποτέ από τον Αϊνστάιν.

Μη μπορώντας να συμφωνήσουν για το βραβείο είτε στον Χάιζενμπεργκ είτε στον Σρέντιγκερ, τα μέλη της επιτροπής αποφάσισαν τελικά να αναβάλουν την απονομή του βραβείου Φυσικής του 1931, όπως επιτρέπει ο κανονισμός. Τα βραβεία παρακρατούνται ή δεν απονέμονται μέχρι το επόμενο έτος, όταν δεν μπορεί να βρεθεί κάποιος άξιος υποψήφιος κατά την έννοια της διαθήκης του Νόμπελ ή όταν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συλλογή των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης.

Την ίδια διχογνωμία είχαν όμως τα μέλη της επιτροπής και το 1932, και πάλι αποφάσισαν να «παρακρατήσουν» το βραβείο για το 1932. Αυτό σήμαινε ότι  το χρηματικό ποσό και το βραβείο του 1931 δεν δινόταν και επιστρεφόταν στο Ταμείο. Έτσι, την επόμενη χρονιά, όταν θα αποφασιζόταν το βραβείο για το 1933, μπορούσε να δοθεί βραβείο και για το 1932. Έτσι και έγινε. Όπως είπαμε το πήρε ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ.

Λίγες μέρες πριν την απονομή, στις 25 Νοεμβρίου 1933, ο Μπορν έλαβε ένα γράμμα από τον Χάιζενμπεργκ, στο οποίο ανέφερε ότι είχε θέμα με τη συνείδησή του για το ότι αυτός μόνο είχε ανταμειφθεί με το Βραβείο «για δουλειά που είχε γίνει συνεργατικά στο Γκέτινγκεν — από εσένα, τον Γιόρνταν και μένα»23. Συνέχιζε λέγοντας πως η συνεισφορά των Μπορν και Γιόρνταν στην κβαντομηχανική δεν μπορεί να αναιρεθεί από «μία λάθος απόφαση εκ των έξω»24. Το 1954 επίσης, ο Χάιζενμπεργκ έγραψε ένα άρθρο που τιμούσε τον Πλανκ για τη διαίσθησή του το 1900, όπου πιστώνει στους Μπορν και Γιόρνταν την τελική μαθηματική διατύπωση της μηχανικής των πινάκων και υπογραμμίζει το πόσο σημαντικές ήταν οι συνεισφορές τους στην κβαντομηχανική, παρά το ότι δεν «αναγνωρίσθηκαν κατάλληλα δημοσίως»25.

Ακαδημαϊκή καριέρα στη Λειψία

Η ανακάλυψη και διατύπωση των κβαντικών νόμων στη γλώσσα των μητρών το 1925, θεωρείται ευλόγως ως ένα διανοητικό επίτευγμα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της φυσικής και ήταν αρκετό για να βραβευτεί ο Χάιζενμπεργκ με το Νόμπελ Φυσικής26. Όμως η συνεισφορά του συνεχίζεται με την Αρχή της Αβεβαιότητας (1927) και όχι μόνο.

Η αναγνώριση των επιστημονικών επιτευγμάτων του Χάιζενμπεργκ οδήγησε σε προσκλήσεις από τα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Ζυρίχης. Όπως είπαμε, επέλεξε αυτό της Λειψίας. Τον Οκτώβριο του 1927, σε ηλικία 25 ετών, ο Χάιζενμπεργκ διορίστηκε τακτικός καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, διαδεχόμενος τον Πίτερ Ντεμπάι. Διατήρησε αυτή τη θέση μέχρι το 1942. Στο ινστιτούτου ο Χάιζενμπεργκ ηγήθηκε του νέου κέντρου θεωρητικής φυσικής που έμελλε να γίνει το κορυφαίο της  Γερμανίας. Άλλοι συνάδελφοί του ήταν ο Γκρέγκορ Βέντζελ και ο Φρίντριχ Χουντ, ενώ πρώτος βοηθός του ήταν ο Γκουίντο Μπεκ.

Κατά καιρούς, η ομάδα μαθητών και συνεργατών του Χάιζενμπεργκ περιελάμβανε τους Χανς Μπέτε, Έντουαρντ Τέλλερ, Φέλιξ Μπλοχ, Ρούντολφ Πάιερλς, Ούγκο Φάνο, Ρόμπερτ Μιούλικεν, Τζορτζ Πλάτσεκ, Έριχ Χιούκελ, Καρλ Φρίντριχ φον Βάιτσεκερ, Βίκτορ Βάισκοπφ,  Κλάρενς Μ. Ζένερ, Ίσιντορ Ισαάκ Ράμπι, Ζίγκφριντ Φλούγκε, Χανς Όιλερ, Έριχ Μπάγκε, Χέρμαν Άρθουρ Γιαν, Χέλμουτ Ρέχενμπεργκ και πολλούς άλλους.

Το 1928, ο Χάιζενμπεργκ χρησιμοποίησε την αρχή του Πάουλι για να εξηγήσει το φαινόμενο του σιδηρομαγνητισμού και να το περιγράψει ποσοτικά μέσω του περίφημου μοντέλου Χάιζενμπεργκ, το οποίο συνεχίζει να είναι το πιο επιτυχημένο φαινομενολογικό μοντέλο για τον σιδηρομαγνητισμό μέχρι σήμερα27. Με τον Βόλφγκανγκ Πάουλι και τους συνεργάτες του στη Ζυρίχη, ο Χάιζενμπεργκ και οι συνεργάτες του στη Λειψία έκαναν τεράστια βήματα προς την ένωση της κβαντομηχανικής και της θεωρίας της σχετικότητας σε μια σχετικιστική κβαντική θεωρία πεδίων. Το 1929, σε συνεργασία με τον Πάουλι, δημοσίευσαν δύο εργασίες, την πρώτη τον Ιούλιο και τη δεύτερη το Σεπτέμβριο, που έθεταν αυτά τα θεμέλια.

Το 1928, ο Βρετανός μαθηματικός φυσικός Πωλ Ντιράκ είχε εξάγει την σχετικιστική κυματική εξίσωση της κβαντομηχανικής, η οποία υποδήλωνε την ύπαρξη θετικών ηλεκτρονίων (η «τρύπα» του Ντιράκ). Το 1932, μελετώντας τις τροχιές των σωματιδίων των κοσμικών ακτίνων σε έναν θάλαμο νέφους, ο Καρλ Ντέιβιντ Άντερσον ανακάλυψε ένα θετικά φορτισμένο σωματίδιο με μάζα φαινομενικά ίση με αυτή ενός ηλεκτρονίου. Ήταν το πρώτο αντισωματίδιο που αποδείχθηκε πειραματικά και ονομάστηκε «ποζιτρόνιο». Οι Πάτρικ Μπλάκετ και Τζουζέπε Οκιαλίνι επιβεβαίωσαν την ανακάλυψη αυτή την επόμενη χρονιά, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα και τη θεωρητική πρόβλεψη του Πολ Ντιράκ για ύπαρξη αντισωματιδίου του ηλεκτρονίου. Η ανακάλυψη αυτή αποτέλεσε τον καταλύτη που μετέτρεψε τη θεωρία του Ντιράκ από μαθηματική υπόθεση σε φυσική πραγματικότητα.

Ο Χάιζενμπεργκ αξιοποιώντας την ανακάλυψη του Άντερσον αναδιατύπωσε τη θεωρία μέσω της δεύτερης κβάντωσης. Σε αυτή τη νέα γλώσσα, το ποζιτρόνιο δεν είναι απλώς μια «τρύπα», αλλά ένα ανεξάρτητο σωματίδιο (αντισωματίδιο) που περιγράφεται από το ίδιο κβαντικό πεδίο με το ηλεκτρόνιο. Σε δημοσίευσή του με τίτλο «Παρατηρήσεις στη θεωρία του ποζιτρονίου του Ντιράκ», (1934), ο Χάιζενμπεργκ έδειξε ότι η ύπαρξη των ποζιτρονίων σημαίνει πως το «κενό» δεν είναι άδειο, αλλά περιέχει «εικονικά» ζεύγη σωματιδίων-αντισωματιδίων. Αυτά τα ζεύγη αντιδρούν στην παρουσία ηλεκτρικών πεδίων, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε πόλωση του κενού.

Σε μια δεύτερη εργασία του, σε συνεργασία με τον Χανς Όιλερ, που δημοσιεύτηκε το 1936 με τίτλο «Συνέπειες της θεωρίας του ποζιτρονίου του Ντιράκ», ο Χάιζενμπεργκ έδειξε ότι λόγω της ύπαρξης των ποζιτρονίων, οι εξισώσεις Μάξγουελ για τον ηλεκτρομαγνητισμό δέχονται διορθώσεις τις οποίες και υπολόγισε. Αυτό οδηγεί στο φαινόμενο όπου δύο φωτόνια μπορούν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους (σκέδαση φωτός από φως), κάτι που απαγορευόταν στην κλασική φυσική.

 Το 1932, λίγο μετά την ανακάλυψη του νετρονίου από τον Τσάντγουικ, τρεις διαδοχικές εργασίες του Χάιζενμπεργκ θεμελίωσαν τη σύγχρονη πυρηνική φυσική, βασισμένη στη λεγόμενη ισοτοπική συμμετρία. Σύμφωνα με αυτήν, από πλευράς ισχυρών πυρηνικών δυνάμεων, το πρωτόνιο και το νετρόνιο δεν είναι παρά οι δύο όψεις ενός ενιαίου πυρηνικού σωματιδίου γνωστού έκτοτε ως νουκλεόνιο. Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο Χάιζενμπεργκ θεώρησε ότι οι δύο δυνατές καταστάσεις του νουκλεονίου  -το πρωτόνιο και το νετρόνιο- είναι μαθηματικά ισοδύναμες με τις καταστάσεις «σπιν πάνω» και «σπιν κάτω» ενός σωματιδίου με σπιν 1/2, και έδωσε το όνομα «ισοτοπικό σπιν» στη μαθηματική έννοια που εκφράζει αυτή την ισοδυναμία28.

Εκτός από τις διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ο Χάιζενμπεργκ οργάνωνε εβδομαδιαίο σεμινάριο για την ατομική θεωρία, που περιλάμβανε τόσο έντονες επιστημονικές συζητήσεις όσο και πάρτι τσαγιού, τα οποία μερικές φορές εξελίσσονταν σε αγώνες πινγκ πονγκ — ο νεαρός καθηγητής έπαιζε με μεγάλο πάθος και επιδεξιότητα. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, Νέβιλ Μοτ και Ρούντολφ Πάιερλς, η πρώιμη φήμη δεν τον είχε επηρεάσει αρνητικά, καθώς παρέμενε σεμνός και ντροπαλός29.

Ο Χάιζενμπεργκ ταξίδεψε επίσης εκτενώς κατά τη διάρκεια των χρόνων του στη Λειψία. Εκτός από τις συχνές επισκέψεις του με τον Μπορ στην Κοπεγχάγη και τον Πάουλι στη Ζυρίχη, ο Χάιζενμπεργκ παρακολούθησε συνέδρια στη Ρώμη και την Κοπεγχάγη. Έδωσε μια σειρά διαλέξεων για την κβαντική φυσική στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο το 1929, επιστρέφοντας στη Λειψία μέσω Ιαπωνίας και Ινδίας. Έδωσε διαλέξεις σε αρκετές περιπτώσεις στο Κέμπριτζ της Αγγλίας, παρακολούθησε όπως είδαμε τα επίλεκτα συνέδρια του Σολβέ στις Βρυξέλλες.

Το κύρος του Χάιζενμπεργκ ενισχύθηκε περαιτέρω από τη συμμετοχή του σε αναγνωρισμένου κύρους ξένες ακαδημίες, όπως η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών και η Παπική Ακαδημία στη Ρώμη. Αυτές οι τιμές, σε συνδυασμό με το Νόμπελ, τον κατέστησαν κεντρική προσωπικότητα στην κβαντική επανάσταση.

«Λευκός Εβραίος»

Οι ναζιστικές πολιτικές που απέκλειαν τους «μη Άριους» ή τους πολιτικά «αναξιόπιστους» από τη δημόσια διοίκηση, σήμαιναν την απόλυση ή την παραίτηση πολλών καθηγητών και ακαδημαϊκών, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, των Μπορν, Αϊνστάιν, και Σρέντινγκερ και αρκετών μαθητών και συναδέλφων του Χάιζενμπεργκ στη Λειψία. Η απάντηση του Χάιζενμπεργκ, μετά και την συμβουλή του Μαξ Πλανκ (βλ. Τέταρτο Μέρος) ήταν κυρίως σιωπηλές παρεμβάσεις εντός της γραφειοκρατίας παρά απροκάλυπτη δημόσια διαμαρτυρία, καθοδηγούμενη από την ελπίδα ότι το ναζιστικό καθεστώς ή οι πιο ακραίες εκδηλώσεις του δεν θα διαρκούσαν πολύ.  

Το 1935, οι ναζί ψήφισαν έναν νόμο βάσει του οποίου οι καθηγητές άνω των 65 ετών έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν. Ο τακτικός καθηγητής θεωρητικής φυσικής και επικεφαλής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Άρνολντ Σόμερφελντ, ήταν 66 ετών και έπρεπε να βγει στη σύνταξη.  Μέχρι όμως να επιλεχθεί ο διάδοχός του, παρέμεινε στην έδρα του, ως ομότιμος καθηγητής. Ωστόσο, η διαδοχή του εξελίχθηκε σε μια από τις πιο χρονοβόρες και διαβόητες συγκρούσεις μεταξύ της επιλογής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και αυτής του υπουργείου Παιδείας του Ράιχ και των υποστηρικτών της «Γερμανικής Φυσικής».

Το Ινστιτούτο υποστήριξε σθεναρά τρεις υποψήφιους, όλοι τους πρώην μαθητές του Σόμερφελντ: τον Χάιζενμπεργκ, τον Πίτερ Ντεμπάι, και τον Ρίχαρντ Μπέκερ. Ο  Χάιζενμπεργκ, βεβαίως ήταν η πρώτη επιλογή τόσο του ίδιου του Σόμερφελντ, όσο και των υπολοίπων.

Ο Χάιζενμπεργκ όμως είχε απέναντί του τους ναζιστές νομπελίστες Γιοχάνες Σταρκ και Φίλιπ Λέναρντ, που αποτελούσαν το αρχηγικό δίδυμο της «Γερμανικής Φυσικής». Ο Σταρκ και ο Λέναρντ ήταν οι πρώτοι εξέχοντες επιστήμονες που υποστήριξαν δημόσια το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ήδη από τον Μάιο του 1924, δημοσίευσαν ένα κοινό άρθρο με τίτλο «Το Πνεύμα του Χίτλερ και η Επιστήμη», παρουσιάζοντας τον Αδόλφο Χίτλερ και τους ναζί ως ενσαρκωτές μιας ζωτικής δύναμης, ικανής να αναζωογονήσει τη γερμανική επιστημονική προσπάθεια μέσω πειθαρχημένης ηγεσίας και απόρριψης των αντιληπτών δημοκρατικών αδυναμιών. 

Μετά την συνταξιοδότησή του το 1932, ο Λέναρντ έλαβε πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις από το ναζιστικό καθεστώς ως ηγετική φυσιογνωμία στη φυσική, συμπεριλαμβανομένης της Ασπίδας του Αετού του Γερμανικού Ράιχ ήδη από το 1933. Εκείνο το έτος έγινε μέλος και της Γερουσίας της Εταιρείας Κάιζερ Γουλιέλμος. Το 1935, το Ινστιτούτο Φυσικής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης μετονομάστηκε σε «Ινστιτούτο Φίλιπ Λέναρντ». Το 1936, έλαβε από τον Χίτλερ το βραβείο NSDAP για την Τέχνη και την Επιστήμη. Η πιο σημαντική δημοσίευση του Λέναρντ ήταν το τετράτομο εγχειρίδιο «Γερμανική Φυσική», που εκδόθηκε μεταξύ 1936 και 1937, το οποίο βασίστηκε στις δεκαετίες διαλέξεών του για την πειραματική φυσική και σε ανθολογημένα θεμελιώδη έργα Γερμανών επιστημόνων όπως ο Χέρμαν φον Χέλμχολτς και ο Χάινριχ Χερτζ, ενώ παραλείπει συστηματικά τις συνεισφορές θεωρητικών της σχετικότητας και άλλων προσωπικοτήτων που σχετίζονται με αφηρημένες μαθηματικές προσεγγίσεις. Οι ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής εξηγούνται αντ’ αυτού από τη θεωρία του αιθέρα και το ατομικό μοντέλο του Γιοχάνες Σταρκ.

Ο πρόλογος του εγχειριδίου του περιέχει το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο νοείται ως το άτυπο πρόγραμμα της Γερμανικής Φυσικής: «Γερμανική Φυσική; θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς. Θα μπορούσα επίσης να πω Άρια Φυσική ή Φυσική των ανθρώπων με σκανδιναβικό πνεύμα, Φυσική όσων εξερευνούν την πραγματικότητα, όσων αναζητούν την αλήθεια, Φυσική όσων ίδρυσαν τη φυσική επιστήμη. […] Στην πραγματικότητα, η επιστήμη, όπως όλα όσα παράγουν οι άνθρωποι, καθορίζεται φυλετικά, με βάση το αίμα30.

Πάνω αριστερά: Φίλιπ Λέναρντ (1862-1947),
Πάνω δεξιά: «Γερμανική Φυσική» – το τετράτομο εγχειριδίου φυσικής του Λέναρντ
Κάτω: Γιοχάνες Σταρκ (1874 – 1957)
 

Ενώ ο Λέναρντ είχε αναλάβει τον ρόλο του ιδεολόγου, συμβουλεύοντας τον υπουργό Πολιτισμού του Ράιχ, Μπέρνχαρντ Ραστ, ο Γιοχάνες Σταρκ ήταν ο σημαντικός οργανωτής. Τον Μάιο του 1933, ο Σταρκ διορίστηκε πρόεδρος του Φυσικοτεχνικού Ινστιτούτου του Ράιχ (PTR) στο Βερολίνο από τον υπουργό Εσωτερικών του Ράιχ, Βίλχελμ Φρικ, διαδεχόμενος τον Φρίντριχ Πάσχεν, ο οποίος είχε απολυθεί βάσει του Νόμου για την Αποκατάσταση της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας. Τον Σεπτέμβριο του 1933, σε ένα συνέδριο Γερμανών φυσικών, ο Σταρκ δήλωσε ότι τώρα, ακριβώς όπως «ο Φύρερ αναλάμβανε την ευθύνη για τον γερμανικό λαό, αυτός ήθελε να αναλάβει την ευθύνη για τη φυσική». Από τον Ιούνιο του 1934 έως το 1936, ο Σταρκ διετέλεσε ταυτόχρονα πρόεδρος της Γερμανικής Ένωσης για τη Διατήρηση και Προώθηση της Έρευνας (DFG), του κύριου φορέα χρηματοδότησης της γερμανικής επιστημονικής έρευνας, ανακατευθύνοντας τις επιχορηγήσεις μακριά από «εβραϊκά επηρεασμένους» τομείς όπως η σχετικότητα και η κβαντομηχανική προς εμπειρικές, κλασικές προσεγγίσεις που ευθυγραμμίζονται με την «Γερμανική Φυσική». Μέσω της DFG, ο Σταρκ επηρέασε τους ακαδημαϊκούς διορισμούς και επέβαλε πολιτικές Αρειανοποίησης, για να αναδιαμορφώσει την έρευνα φυσικής σύμφωνα με φυλετικά και εθνικιστικά κριτήρια31.

Στις 15 Ιουλίου 1937, ένα ανώνυμο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα των SS, «Das Schwarze Korps» με τίτλο «Λευκοί Εβραίοι της Επιστήμης», κατηγορώντας τον Χάιζενμπεργκ ως «λευκό Εβραίο» και «Οσιέτσκι της φυσικής». Ο όρος «λευκός Εβραίος» περιέγραφε έναν «Άριο» που είχε μολυνθεί από το «εβραϊκό πνεύμα». Η εξίσου απειλητική ετικέτα «Οσιέτσκι της φυσικής» αναφερόταν στον σοσιαλιστή δημοσιογράφο Καρλ Οσιέτσκι, ο οποίος είχε προκαλέσει την οργή του Χίτλερ λαμβάνοντας το Νόμπελ Ειρήνης το 1935, ενώ ήταν φυλακισμένος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου και πέθανε32. Η εφημερίδα, όργανο των SS, κάλεσε τον Γιοχάνες Σταρκ για σχόλιο, το οποίο ενσωματώθηκε στο ίδιο φύλλο. Ουσιαστικά οι περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές συμφωνούν ότι το ανώνυμο άρθρο ήταν και αυτό του Σταρκ. «Το πόσο ασφαλείς αισθάνονται οι “Λευκοί Εβραίοι” στη θέση τους», έγραψε ο Σταρκ, «αποδεικνύεται από τις ενέργειες του καθηγητή θεωρητικής φυσικής στη Λειψία, καθηγητή Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ο οποίος… δήλωσε ότι η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι “η προφανής βάση για περαιτέρω έρευνα…”». Ο Σταρκ συνέχισε κατηγορώντας τον Χάιζενμπεργκ για αντικαθεστωτικές απόψεις, ότι ήταν «εραστής των Εβραίων» και «πιόνι των Εβραίων»33.

Από μόνη της, η επίθεση αποδείχθηκε αρκετή για να στερήσει από τον Χάιζενμπεργκ την έδρα του Μονάχου. Τώρα όμως βρισκόταν αντιμέτωπος με μια σκοτεινή επιλογή. Η σιωπή μπροστά σε τέτοιες κατηγορίες θα υποδήλωνε συνενοχή, θέτοντας τόσο τον ίδιο όσο και τη νέα (και πλέον έγκυο) σύζυγό του Ελίζαμπεθ σε έναν κίνδυνο από τον οποίο η φυσική εξορία από τη Γερμανία και τη γερμανική επιστήμη θα ήταν η μόνη διαφυγή. Τα σκυλιά των Ναζί θα τον κυνηγούσαν έξω από τη χώρα που αγαπούσε. Η εναλλακτική λύση ήταν να υπερασπιστεί αυτό που θεωρούσε «τιμή» του, να δηλώσει τον πατριωτισμό του και, συνεπώς, την αφοσίωσή του στον ναζιστικό σκοπό. «Τώρα δεν βλέπω άλλη πιθανότητα παρά να ζητήσω την απόλυσή μου (από την καθηγητική του έδρα στη Λειψία) εάν η υπεράσπιση της τιμής μου απορριφθεί εδώ», έγραψε στον Σόμερφελντ34.

Προς τα τέλη Ιουλίου του 1937, ο Χάιζενμπεργκ έγραψε απευθείας στον Χάινριχ Χίμλερ, ζητώντας του είτε να εγκρίνει είτε να απορρίψει την επίθεση του Σταρκ εναντίον του. Η έγκριση της καταγγελίας του Σταρκ από τον Χίμλερ θα οδηγούσε τον Χάιζενμπεργκ σε παραίτηση από τη θέση του. Η αποδοκιμασία θα τον οδηγούσε να απαιτήσει την αποκατάσταση της τιμής του και την προστασία του από τυχόν μελλοντικές τέτοιες επιθέσεις.

Αυτή δεν ήταν μια επιστολή που θα μπορούσε να εμπιστευτεί κανείς στα συνηθισμένα κανάλια, καθώς αυτά θα λειτουργούσαν πολύ αργά, αν λειτουργούσαν καθόλου. Αντ’ αυτού, η μητέρα του Χάιζενμπεργκ προσφέρθηκε να περάσει την επιστολή στον Χίμλερ μέσω της μητέρας του Χίμλερ, την οποία γνώριζε προσωπικά. Συναντήθηκαν είτε στα τέλη Ιουλίου είτε στις αρχές Αυγούστου του 1937, με τη μητέρα του Χάιζενμπεργκ να επικαλείται το μητρικό ένστικτο της κυρίας Χίμλερ: «…εμείς οι μητέρες δεν ξέρουμε τίποτα για πολιτική – ούτε του γιου σας ούτε του δικού μου», της εκμυστηρεύτηκε, «αλλά ξέρουμε ότι πρέπει να φροντίζουμε τα αγόρια μας. Γι’ αυτό ήρθα σε εσάς»35.

Ο Χίμλερ πιθανότατα έλαβε την επιστολή αργότερα τον Αύγουστο και ξεκίνησε μια προκαταρκτική εσωτερική έρευνα. Αυτή εξελίχθηκε σε μια πιο εντατική έρευνα των SS που διήρκεσε περισσότερο από οκτώ μήνες. Ο Χάιζενμπεργκ γνώρισε τον πραγματικό φόβο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η Γκεστάπο παρακολούθησε το σπίτι του και έβαλε κατασκόπους στα μαθήματα φυσικής του. Μια φαινομενική προτίμηση για τη συντροφιά νεαρών ανδρών και η βιασύνη με την οποία ο 35χρονος Βέρνερ είχε παντρευτεί την 22χρονη  Ελίζαμπεθ Σουμάχερ εξελίχθηκαν σε σκοτεινές νύξεις ομοφυλοφιλίας, ένα έγκλημα που τιμωρούνταν με άμεση φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τέτοιοι ισχυρισμοί χρησιμοποιούνταν συχνά από τα SS για να αποσπάσουν ομολογίες για μικρότερα εγκλήματα. Τι θα μπορούσε να είχε ειπωθεί στον Χάιζενμπεργκ κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών του στα διαβόητα υπόγεια του αρχηγείου των SS στο Βερολίνο; Αν και δεν υποβλήθηκε σε σωματικό βασανισμό, επέστρεφε σπίτι από κάθε ανάκριση εξαντλημένος και βαθιά ταραγμένος.

Αρκετά μέλη της ερευνητικής ομάδας των SS είχαν σπουδάσει φυσική και ο Χάιζενμπεργκ είχε μάλιστα ενεργήσει ως εξεταστής διδακτορικής διατριβής στη Λειψία για έναν από αυτούς. Η έρευνα κατέληξε θετικά, απαλλάσσοντας τον Χάιζενμπεργκ από όλες τις κατηγορίες που του απήγγειλε ο Σταρκ. Η εφαρμογή περαιτέρω, ήπιας διπλωματικής πίεσης στον Χίμλερ οδήγησε τελικά σε συμβιβασμό και σε ολοκλήρωση της υπόθεσης, ένα χρόνο αφότου οι κατηγορίες του Σταρκ εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον τύπο.

Στις 21 Ιουλίου 1938, ο Χίμλερ έστειλε επιστολή στον Χάιζενμπεργκ εκφράζοντας την αποδοκιμασία του για την επίθεση: «…Εξέτασα την υπόθεσή σας με ιδιαίτερη προσοχή και εξονυχιστικό τρόπο, όπως μου σύστησε η οικογένειά μου. Χαίρομαι που μπορώ να σας ενημερώσω σήμερα ότι δεν εγκρίνω το προσβλητικό άρθρο της “Das Schwarze Korps” και ότι έχω βάλει τέλος σε οποιαδήποτε περαιτέρω επίθεση εναντίον σας…..»36. Ο Χίμλερ επέτρεψε στον Χάιζενμπεργκ να διδάξει τη θεωρία της σχετικότητας, αλλά του έδωσε οδηγίες να διακρίνει την επιστημονική αξία από το «πρόσωπο» του Αϊνστάιν, αποσυνδέοντας ουσιαστικά τη φυσική από τον Εβραίο δημιουργό της για να ευθυγραμμιστεί με την ιδεολογία του καθεστώτος.

 Την ίδια μέρα ο Χίμλερ έδωσε εντολή στον Ράινχαρντ Χάιντριχ, επικεφαλής της ναζιστικής υπηρεσίας πληροφοριών SD, να προστατεύσει τον Χάιζενμπεργκ από οποιαδήποτε μελλοντική επίθεση: «Αγαπητέ Χάιντριχ, έλαβα την πολύ τεκμηριωμένη και θετική έκθεση για τον καθηγητή Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, Λειψία… Σας ζητώ επιπλέον να κλείσετε την υπόθεση... ο Χάιζενμπεργκ είναι αξιοπρεπής και δεν θα μπορούσαμε να χάσουμε ή να φιμώσουμε αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος είναι σχετικά νέος και μπορεί να εκπαιδεύσει μια νέα γενιά»37.

Μπορεί ο Χίμλερ να μην είχε εγκρίνει το προσβλητικό άρθρο και να είχε δώσει οδηγίες στον Χάιντριχ να κλείσει την υπόθεση, αλλά ο Σταρκ και το υπουργείο Παιδείας επέβαλαν τελικά τον διορισμό του φυσικού Βίλχελμ Μύλερ, ο οποίος αντικατέστησε την 1η Δεκεμβρίου 1939 τον Σόμερφελντ στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου.  Ο Μύλερ δεν ήταν θεωρητικός φυσικός, δεν είχε δημοσιεύσει σε περιοδικό φυσικής και δεν ήταν μέλος της Γερμανικής Φυσικής Εταιρείας, αλλά ήταν φανατικός εθνικοσοσιαλιστής. Ο διορισμός του θεωρήθηκε παρωδία και επιζήμιος για την εκπαίδευση των θεωρητικών φυσικών.

Samuel Goudsmit, Clarence Yoakum, Werner Heisenberg, Enrico Fermi και Edward H. Kraus
Στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1939

Ο Χάιζενμπεργκ ήταν τακτικός επισκέπτης στα θερινά σχολεία θεωρητικής φυσικής στο Αν Άρμπορ του Μίσιγκαν. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου από αυτά, οι συνάδελφοί του στις Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να τον πείσουν να παραμείνει εκεί, αλλά αρνήθηκε. Λίγο μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Χίτλερ εξαπέλυσε τις δυνάμεις του στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Χάιζενμπεργκ και άλλοι φυσικοί έλαβαν διαταγές να παρουσιαστούν όχι στο μέτωπο, αλλά στο Γραφείο Όπλων του Στρατού (Heereswaffenamt – HWA) στο Βερολίνο. Εκεί, υπό την εποπτεία του φυσικού Κουρτ Ντίμπνερ, ανατέθηκε στον κορυφαίο γερμανό φυσικό και σε άλλους επιστήμονες να διερευνήσουν αν η πυρηνική σχάση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας ή ως εκρηκτική ύλη. Η εμπλοκή του Χάιζενμπεργκ και των υπόλοιπων γερμανών επιστημών θα αποτελέσει το θέμα του έκτου μέρους του αφιερώματός μας.

Σημειώσεις

  1. Family Matters – HEISENBERG Web Exhibit, American Institute of Physics. Στο: https://history.aip.org/exhibits/heisenberg/family-matters.html
  2. High School Student – HEISENBERG Web Exhibit, American Institute of Physics Στο: https://history.aip.org/exhibits/heisenberg/high-school.html
  3. Πάλι εκεί
  4. Youth Movement (1911-1920) – HEISENBERG Web Exhibit, American Institute of Physics. Στο: https://history.aip.org/exhibits/heisenberg/youth-movement.html
  5. https://link.springer.com/chapter/10.1007/978-3-642-70079-8_1
  6. https://mediatheque.lindau-nobel.org/laureates/heisenberg/research-profile
  7. The Sad Story of Heisenberg’s Doctorate (1920-1927) – HEISENBERG Web Exhibit, American Institute of Physics. Στο: https://history.aip.org/exhibits/heisenberg/sad-story.html
  8. https://mediatheque.lindau-nobel.org/laureates/heisenberg/research-profile
  9. https://history.aip.org/exhibits/heisenberg/university-student.html
  10. Σύμφωνα με αυτή την αρχή «σε κάθε μετάπτωση ανάμεσα σε δύο επιτρεπόμενες καταστάσεις, όπως αυτές καθορίζονται με βάση τη κβαντική θεωρία, είναι δυνατόν να αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη αρμονική συνιστώσα (μιας μόνης συχνότητας) της κίνησης των ηλεκτρονίων όπως αυτή περιγράφεται από την κλασική Μηχανική»
  11. https://en.wikipedia.org/wiki/Matrix_mechanics#cite_note-5
  12. Πάλι εκεί
  13. Πάλι εκεί
  14.  Αντιμεταθετική ιδιότητα στα μαθηματικά σημαίνει ότι μια πράξη βγάζει το ίδιο αποτέλεσμα ανεξάρτητα από τη σειρά των όρων: ό,τι κάνεις στη μια κατεύθυνση μπορείς να το κάνεις και στην άλλη. Είτε πολλαπλασιάζοντας τρεις φορές το πέντε είτε πέντε φορές το δύο, το γινόμενο είναι το ίδιο.
  15.  Ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της κβαντικής θεωρίας, και μία ειδοποιός διαφορά της σε σχέση με την κλασική θεώρηση της φύσης. Συνίσταται στο γεγονός ότι οι θεμελιώδεις οντότητες της φύσης παρουσιάζουν και κυματική και σωματιδιακή συμπεριφορά. Τα σωματίδια (ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο κ.α.) στην κλασσική φυσική θεωρούνται ως «τμήματα ύλης», παρόμοια με τα μακροσκοπικά αντικείμενα (κάτι σαν την μπάλα του γκολφ αλλά πολύ μικρότερων διαστάσεων).Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι είναι εντοπισμένα στο χώρο, δηλαδή μπορούμε με κάποια ακρίβεια να περιγράψουμε τις συντεταγμένες τους με 3 αριθμούς (στον τρισδιάστατο χώρο). Από την άλλη μεριά, το «κύμα» είναι μία διαταραχή ενός ελαστικού μέσου, ή ενός πεδίου, που διαδίδεται με κάποια ταχύτητα. Το πεδίο “απλώνεται” στο χώρο και για να το περιγράψουμε απαιτείται ένα ορισμένο πλήθος αριθμών (βαθμοί ελευθερίας) για κάθε σημείο του χώρου. Οι δύο εικόνες, αν κριθούν με βάση τις αισθήσεις μας, είναι τελείως ασύμβατες: το κύμα και το κομμάτι ύλης που λέμε σωματίδιο φαίνονται διαφορετικά πράγματα. Σε κάποια φαινόμενα εκδηλώνεται η κυματική φύση ενός σωματιδίου, ενώ σε κάποια άλλα εκδηλώνεται η σωματιδιακή του φύση. Η διαφορά με την κλασική θεώρηση του κύματος, στην περίπτωση που ένα σωματίδιο εκδηλώνει την κυματική του φύση, είναι ότι δεν πρόκειται για υλικό κύμα αλλά για κύμα πιθανότητας. Οι δύο φύσεις αυτές είναι συμπληρωματικές. Η μία δεν αναιρεί την άλλη. Στο: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%83%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%B4%CF%85%CF%8A%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
  16.  https://www.aps.org/archives/publications/apsnews/200802/physicshistory.cfm
  17. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%B1%CF%82
  18. https://en.wikipedia.org/wiki/Werner_Heisenberg
  19. https://physics4u.wordpress.com/2009/10/10/%CE%AF-%CF%8C-%CE%AD-%CE%AE-iot/
  20. Τα συνέδρια Σολβέ διεξάγονταν περίπου κάθε τρία χρόνια, πάντα στο Βέλγιο, με την υποστήριξη του Βέλγου χημικού βιομηχάνου Ernest Solvay. Η πρώτη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε το 1911, είχε ως θέμα την ακτινοβολία και τα κβάντα.
  21. https://physics4u.wordpress.com/2009/10/10/%CE%AF-%CF%8C-%CE%AD-%CE%AE-iot/
  22. https://mediatheque.lindau-nobel.org/laureates/heisenberg/research-profile
  23. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BE_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%BD#CITEREFGreenspan2005
  24. Πάλι εκεί
  25.  Πάλι εκεί
  26. Τραχανάς Σ., 2014, σ. 46
  27. Πάλι εκεί, σσ. 48-49
  28. Πάλι εκεί, σ. 49
  29. https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%93%D0%B5%D0%B9%D0%B7%D0%B5%D0%BD%D0%B1%D0%B5%D1%80%D0%B3,_%D0%92%D0%B5%D1%80%D0%BD%D0%B5%D1%80
  30. https://de.wikipedia.org/wiki/Philipp_Lenard
  31. https://www.dfg.de/en/about-us/about-the-dfg/history/national-socialist-era/conformation#293604
  32. https://www.britannica.com/biography/Werner-Heisenberg/Heisenberg-and-the-Nazi-Party
  33. Baggott J., 2011, σ. 33
  34. Πάλι εκεί
  35. Πάλι εκεί, σ. 34
  36. https://43806364.weebly.com/heisenberg-controversies.html
  37. Πάλι εκεί

Βιβλιογραφία

Al – Khalili J., 2005. ΚΒΑΝΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΤΡΑΥΛΟΣ

Αραμπατζής Θ.  –  Γαβρόγλου Κ. (επιμ.), 2012. Η κρίση στη Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης – Η πολιτισμική ιστορία της Κβαντικής Θεωρίας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

ΑΣΙΜΩΦ Ι., 1982.   ΠΩΣ ΒΡΗΚΑΜΕ ΤΗΝ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Φ. ΚΑΪΑΦΑ & ΣΙΑ Ο.Ε.

ΒΑΡΒΟΓΛΗΣ Χ., 2009. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ

Baggott J., 2011. The First War of Physics: The Secret History of the Atom Bomb, 1939-1949. Publisher:

Pegasus Books

Berend I.T., 2009. Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου Αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg

Bernstein J., 2001. Hitler’s Uranium Club – The Secret Recordings at Farm Hall. Publisher: Copernicus

BIRD K. & SHERWIN M.J., 2008. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΤΡΑΥΛΟΣ  

BYNUM W., 2014. ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Cooper D., 1998. Enrico Fermi and the Revolutions of Modern Physics. Published by Oxford University Press, Inc

Davenport K. & Kimball D. G., 2025. Nuclear Weapons: Who Has What at a Glance. Arms Control Association. https://www.armscontrol.org/factsheets/nuclear-weapons-who-has-what-glance

Gosling F.G., 2010. The MANHATTAN PROJECT. Making the Atomic Bomb. UNITED STATES DEPARTMENT OF ENERGY

Gaddis J.L., 2018. Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ, ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ, ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ, ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Groves L. R., 1962. Now It Can Be Told: The Story of the Manhattan Project. Publisher Harper & Row

HEILBRON J. L., 1986. THE DILEMMAS OF AN UPRIGHT MAN. MAX PLANCK AS SPOKESMAN FOR GERMAN SCIENCE. UNIVERSITY OF KALIFORNIA PRESS.

Hewitt P. G., 1997. Οι Έννοιες της Φυσικής Τόμος II. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Isaacson W., 8/15/2018. Einstein Helped Invent the A-Bomb, But He Watched Its Deployment in Horror. HISTORYNET. https://www.historynet.com/einstein-and-the-bomb/

Kelly C. C. (Ed), 2006. Oppenheimer and the Manhattan Project: Insights into J. Robert Oppenheimer, Father of the Atomic Bomb. Publisher: World Scientific Publishing Company

KERSHAW I., 2020. Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΔΙΝΗ 1950 – 2017. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Kragh H., 2004. ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ ΤΩΝ ΚΒΑΝΤΩΝ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Εκδότης ΚΑΤΟΠΤΡΟ

Kristensen H.M. & Korda M., 2025. World nuclear forces. SIPRI Yearbook 2025: Armaments, Disarmament and International Security www.sipriyearbook.org

Kunetka J., 2015. The general and the genius: Groves and Oppenheimer: the unlikely partnership that built the atom bomb. Washington, DC: Publisher Regnery Publishing

Lanouette W., 2013. Genius in the shadows a biography of Leo Szilard, the man behind the bomb. NY: Publisher Skyhorse

LaRue R., 6/12/2006. J. Robert Oppenheimer and America’s Quest Build an Atomic Bomb. https://www.historynet.com/weaponry-scientists-meet-at-berkeley-to-lay-foundation-to-build-an-atomic-bomb/

Mearsheimer J., 2011. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ

MEDAWAR J. & PYKE D., 2012.  HITLER’S GIFT.  The True Story of the Scientists Expelled by the Nazi Regime. New York: Publisher Arcade

NORRIS R.S.,   Racing for the Bomb: General Leslie R. Groves, the Manhattan Project’s indispensable man. Publisher: STEERFORTH PRESS

Οικονόμου Λ., 1991. ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ. ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Powers T., 2000. Heisenberg’s War: The Secret History of the German Bomb. Boston: Da Capo Press

Poolos J., 2008. The Atomic Bombings of Hiroshima and Nagasaki. Publisher: Chelsea House Publications

Rhodes R., 1986. The Making of the Atomic Bomb. New York: Publisher Simon & Schuster

Schweber S.S., 2008. ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΣ. ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ – ΜΠΕΤΕ. Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΥΚΑΜΙΣΑΣ

Sime R. L., 1996. Lise Meitner: A Life in Physics. Publisher: University of California Press

Szanton A., 2003. The Recollections of Eugene P. Wigner: As Told to Andrew Szanton. Publisher: Basic Books

Walker M., 1995. Nazi Science: Myth, Truth, and the German Atomic Bomb. NY: Plenum Press

Σαπουντζής Π., Τραχανάς Σ, Αρχοντής Σ., Βαμβάκος Σ., Ζούρος Λ., Παυλίδου Β., 2023. Ανορθολογισμός και ψευδοεπιστήμη: Ένα μάθημα για τον πολίτη του καιρού μας. Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Τραχανάς Σ., 2008. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Τραχανάς Σ., 2014. Μεγάλη επιστήμη ενδιαφέρουσες ζωές. ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ & ΣΤΕΦΑΝΟΣ Λ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ

Τραχανάς Σ., 2014. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Τραχανάς Σ., 2025. Ο ΒΟΜΒΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ. Ιστορώντας την κβαντική επανάσταση, 1900-2025. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Wallace C. & Weiss M., 2021. ΧΙΡΟΣΙΜΑ 1945. Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ. Οι 116 μέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ  

Young J. W., 2006. Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. 1945 – 1991: Πολιτική Ιστορία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

Veisdal J. 20 Jan 2020. The Great Purge of 1933. How Nazism Destroyed Science in Germany. https://www.cantorsparadise.org/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9/

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment