Στις 28 Νοεμβρίου 2025, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκανε δεκτή και προώθησε προς εξέταση δύο προσφυγές που είχαν καταθέσει στις 15 Σεπτεμβρίου 2025 το πολιτικό κόμμα «Αναγέννηση» μέσω του ευρωβουλευτή του Станислав Стоянов και δεκατρείς Βούλγαροι πολίτες (Румен Гечев, Григор Сарийски, Любомир Христов, Георги Димов, Соня Момчилова, Александра Сорокина, Мирослав Гайдошик, Станимир Минков, Тодор Беленски, Симеон Миланов, Роман Кендеров, Биляна Григорова και Росен Миленов). Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ, της 8ης Ιουλίου 2025, με την οποία εγκρίθηκε η έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Βουλγαρίας στη ζώνη του ευρώ, εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιωδών διατάξεων των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις προσφυγές προβάλλονται ισχυρισμοί περί παραποίησης στατιστικών δεδομένων σχετικά με τον πληθωρισμό, το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον βαθμό ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας. Την αιτιολογική έκθεση της προσφυγής των δεκατριών πολιτών συνέταξαν ο καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου Εθνικής και Παγκόσμιας Οικονομίας Ρούμεν Γκέτσεφ, ο αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών Γκριγκόρ Σαρίισκι και ο διδάκτωρ οικονομικών Λιουμπομίρ Χρίστοφ. Η αγωγή συντάχθηκε από τη δικηγόρο Ρουμιάνα Τσενάλοβα και τον Στάνιμιρ Μίνκοφ.
Η καταχώριση των προσφυγών από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αριθμό υπόθεσης T-653/25, η επίδοσή τους στο Συμβούλιο και η ανάθεση σε τριμελές δικαστικό σώμα συνιστούν το πρώτο διαδικαστικό στάδιο. Η ενέργεια αυτή δεν προδικάζει την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Δηλώνει μόνο ότι η υπόθεση προωθείται και ότι τα διάδικα μέρη έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τους νομικούς ισχυρισμούς τους στο πλαίσιο της επόμενης φάσης.

Δεξιά: Η πράξη κοινοποίησης της καταχώρησης της προσφυγής από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τον διάδικο Ρούμεν Γκέτσεφ και τους υπόλοιπους
Έλεγχος παραδεκτού: Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν οι προσφεύγοντες έχουν έννομο συμφέρον. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα πολιτικά κόμματα ή τα σωματεία και οι σύλλογοι δυσκολεύονται να αποδείξουν ότι θίγονται άμεσα και ατομικά από μια απόφαση του Συμβουλίου που αφορά ζητήματα νομισματικής πολιτικής. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει τέτοιο συμφέρον, η υπόθεση περατώνεται χωρίς να εισέλθει στην ουσία.
Ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων: Αν το παραδεκτό γίνει δεκτό, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καταθέτουν υπομνήματα υπεράσπισης. Ακολουθούν απαντήσεις και ανταπαντήσεις μεταξύ των διαδίκων. Η διαδικασία αυτή είναι κατεξοχήν γραπτή και απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακροαματική διαδικασία: Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναπτύσσουν προφορικά τα επιχειρήματά τους και απαντούν σε ερωτήσεις των δικαστών.
Απόφαση: Η απόφαση εκδίδεται πολλούς μήνες ή και χρόνια μετά. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την προσφυγή, ή μπορεί να ακυρώσει την πράξη του Συμβουλίου, ή μπορεί να ακυρώσει μόνο τμήμα της πράξης. Ακόμη και αν η προσφυγή γίνει δεκτή, η ένταξη δεν ανατρέπεται αυτομάτως. Το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να εκδώσει νέα απόφαση με διορθωμένο νομικό σκεπτικό.
Τι να περιμένουμε. Εκτιμώ ότι η προσφυγή θα απορριφθεί στο στάδιο του ελέγχου παραδεκτού. Στην ενωσιακή νομολογία, το «άμεσο και προσωπικό συμφέρον» λειτουργεί ως φίλτρο. Το Γενικό Δικαστήριο δεν θέλει να μετατραπεί σε θεσμικό χώρο όπου κάθε κόμμα, σωματείο ή ομάδα πολιτών επιχειρεί να μπλοκάρει πολιτικές αποφάσεις της Ένωσης μόνο και μόνο επειδή διαφωνεί με το περιεχόμενο τους.
Το «άμεσο και προσωπικό συμφέρον» έχει δύο σκέλη. Πρώτον, η πράξη πρέπει να επηρεάζει τον προσφεύγοντα άμεσα και όχι μέσω γενικών ή έμμεσων συνεπειών. Πράξεις που αφορούν ένα κράτος μέλος στο σύνολο του σπανίως θεωρούνται ότι θίγουν συγκεκριμένα έναν πολίτη ή έναν οργανισμό. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει προσωπική θιγόμενη κατάσταση. Ο προσφεύγων οφείλει να αποδείξει ότι ανήκει σε συγκεκριμένη και περιορισμένη κατηγορία προσώπων που υφίστανται ιδιαίτερη επίπτωση. Η επίκληση γενικής ιδιότητας πολίτη ή κομματικού φορέα δεν αρκεί.
Ενδεικτικά, όταν το Συμβούλιο θεσπίζει δασμούς για ένα συγκεκριμένο προϊόν και κάποιος ανήκει στις ελάχιστες επιχειρήσεις που το παράγουν, θεωρείται ότι διαθέτει άμεσο και προσωπικό συμφέρον. Αντιθέτως, όταν το Συμβούλιο λαμβάνει απόφαση για την ένταξη ενός κράτους μέλους στη ζώνη του ευρώ, η απόφαση αφορά τον πληθυσμό στο σύνολο του και δεν παράγει ατομική επίδραση σε πολίτες, συλλόγους ή κόμματα. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό η προσφυγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς το Δικαστήριο να χρειαστεί να εισέλθει στην ουσία των ισχυρισμών περί παραποίησης στατιστικών δεδομένων.
Άρα, ακόμη και σε περίπτωση παραποίησης στοιχείων και εσφαλμένης αξιολόγησης των κριτηρίων σύγκλισης, συγκεκριμένοι έχουν πραγματική νομική δυνατότητα να προσβάλουν την πράξη. Πρώτον, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη μέλη. Δεύτερον, το ίδιο το Δικαστήριο στο πλαίσιο διακρατικών διαφορών.
Μετά την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα το 2004, η νέα ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών πραγματοποίησε «απογραφή» των δημοσιονομικών στοιχείων. Η Eurostat κλήθηκε να τα επανεξετάσει. Το αποτέλεσμα δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2004. Η Eurostat ανακοίνωσε ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία των ετών πριν από την ένταξη στο ευρώ ήταν ανακριβή. Το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβαινε το όριο του 3 τοις εκατό. Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, η Ελλάδα δεν πληρούσε τα κριτήρια το 2000. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε πολιτική ένταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άνοιξε τη συζήτηση για το «πώς μπήκε η Ελλάδα στο ευρώ».
Δεν κινήθηκε όμως καμία δικαστική διαδικασία που να αμφισβητεί την ίδια την ένταξη. Δεν προσέφυγαν ιδιώτες. Δεν προσέφυγαν πολιτικά κόμματα. Δεν προσέφυγαν θεσμικά όργανα. Ο λόγος είναι απλός. Η ένταξη στο ευρώ είναι πολιτική πράξη του Συμβουλίου. Δεν ανατρέπεται εκ των υστέρων λόγω μεταγενέστερων αναθεωρήσεων στατιστικών δεδομένων. Για να ανοίξει θέμα ακύρωσης, απαιτείται προσφυγή από κράτος μέλος ή από θεσμικό όργανο της Ένωσης. Κανένα κράτος δεν είχε λόγο να το πράξει. Κανένα θεσμικό όργανο δεν είχε πολιτική βούληση να το επιχειρήσει. Η Ελλάδα δέχτηκε πολιτική κριτική και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Το παράδειγμα δείχνει τα όρια της νομικής οδού σε θέματα ένταξης στη ζώνη του ευρώ. Δεν αφήνει περιθώριο σε πολίτες, συλλογικότητες ή κόμματα να επιχειρήσουν ανατροπή πολιτικών αποφάσεων μέσω δικαστικών προσφυγών.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .