Οι επιστήμονες παίρνουν θέση στον αγώνα δρόμου για την κατασκευή της ατομικής βόμβας
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Ευρώπη ήταν το κέντρο των νέων εξελίξεων στη φυσική. Το εργαστήριο Κάβεντις του Κέμπριτζ ήταν το σημαντικότερο κέντρο πειραματικής φυσικής με τους Έρνεστ Ράδερφορντ, Τζόζεφ Τζων Τόμσον, Τζέιμς Τσάντγουικ, Φράνσις Άστον, Τζον Κόκροφτ, Πάτρικ Μπλάκετ, Έρνεστ Γουόλτον, Τζορτζ Π. Τόμσον, Έντουαρντ Βίκτορ Άπλετον, κ.ά.
Το Γκέτινγκεν ήταν αναμφίβολα το κέντρο της θεωρητικής φυσικής, με τους Μαξ Μπορν, Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, Τζέιμς Φρανκ, Πάσκουαλ Γιόρνταν, Γιούτζιν Βίγκνερ, Έντουαρντ Τέλλερ, Βάλτερ Χάιτλερ, Φριτς Λόντον, κ.ά.
Σπουδαίο επιστημονικό κέντρο ήταν επίσης το Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης με τους Νιλς Μπορ, Πολ Ντιράκ, Χανς Κράμερς, το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, στη Ζυρίχη με τους Βόλφγκανγκ Πάουλι, Έρβιν Σρέντινγκερ, Γκρέγκορ Βέντζελ, αλλά και το Βασιλικό Ινστιτούτο Φυσικής του Πανεπιστημίου Σαπιέντσα της Ρώμης με τους Ενρίκο Φέρμι, Φράνκο Ραζέτι, Εμίλιο Σεγκρέ κ.ά.
Η Μεγάλη Εκκαθάριση
Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία είχε ηγηθεί παγκοσμίως στις επιστήμες. Τη φήμη της για την αριστεία στη χημεία, τη φυσική, τη βιολογία, την ιατρική και τα μαθηματικά ανταγωνιζόταν, δεύτερη από απόσταση, μόνο η Μεγάλη Βρετανία. Από τα εκατό βραβεία Νόμπελ που απονεμήθηκαν μεταξύ 1901 και 1932 (το έτος πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία), τα τριάντα τρία απονεμήθηκαν σε Γερμανούς ή σε επιστήμονες που εργάζονταν στη Γερμανία. Η Βρετανία είχε κερδίσει δεκαοκτώ και οι Ηνωμένες Πολιτείες μόλις έξι. Από τους Γερμανούς βραβευμένους, περίπου το ένα τέταρτο των επιστημόνων ήταν εβραϊκής καταγωγής, αν και ο εβραϊκός πληθυσμός δεν αποτελούσε περισσότερο από το ένα τοις εκατό του πληθυσμού της Γερμανίας εκείνη την εποχή1.
Με την άνοδο τους στην εξουσία, το 1933, οι ναζί είχαν ως στόχο να μετατρέψουν τη Γερμανία σε «judenrein» (κράτος απαλλαγμένο από τους Εβραίους) κάνοντάς τους τη ζωή τόσο δύσκολη που δε θα είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη χώρα. Στις 7 Απριλίου 1933, το Υπουργικό Συμβούλιο, ενέκρινε τον πρώτο νόμο της αντισημιτικής νομοθεσίας, τον «Νόμο περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας» («Berufsbeamtengesetz»).

Αριστερά : Φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν καίνε βιβλία που θεωρούνταν «εβραϊκά», «αριστερού τύπου» ή «φιλελεύθερα» στις 10 Μαΐου 1933. Δεξιά : Η ψήφιση του νόμου «Περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας» («Berufsbeamtengesetz») που επέτρεπε την απόλυση «μη Άριων» δημοσίων υπαλλήλων από τις θέσεις τους. Πηγή: https://www.cantorsparadise.org/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9/
Ουσιαστικά, στόχος του νόμου ήταν να αναμορφώσει ολόκληρη την κρατική μηχανή, προκειμένου να εξασφαλίσει την αφοσίωσή της στο νέο καθεστώς. Αφορούσε περισσότερους από 2 000 000 υπαλλήλους του Δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης, και περιείχε μέτρα αποκλεισμού όσων θεωρούνταν πολιτικά αναξιόπιστοι – κυρίως κομμουνιστές και άλλοι αντιναζιστές – καθώς και Εβραίοι. Στη παράγραφο 3, που αργότερα έγινε γνωστή ως «Αρία Παράγραφος», αναφερόταν: «1. Δημόσιοι υπάλληλοι που δεν είναι Αρίας καταγωγής θα χάνουν τη θέση τους…»2.
Λίγο μετά την ψήφιση του νόμου, επιστήμονες και ακαδημαϊκοί άρχισαν να απολύονται από τις θέσεις τους στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου και σε άλλα εξέχοντα γερμανικά πανεπιστήμια, ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα παγκόσμιας φήμης.
Πριν από τον 19ο αιώνα, το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν ήταν γνωστό κυρίως για τη Νομική Σχολή του. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ωστόσο, εξελίχθηκε στο κορυφαίο ερευνητικό ίδρυμα για τα μαθηματικά ή, όπως θα αποκαλείτο, «το μαθηματικό κέντρο του σύμπαντος» (Καρλ Φρίντριχ Γκάους, Μπέρνχαρντ Ρίμαν, Ρίχαρντ Ντέντεκιντ, Λεζέν Ντίριχλετ, Ντέιβιντ Χίλμπερτ, Τζον φον Νόιμαν). Με τον ερχομό του Μαξ Μπορν το 1904 και, αργότερα, του Χάιζενμπεργκ το 1924, το Γκέτινγκεν έγινε και το κέντρο της θεωρητικής φυσικής, θέση που διατήρησε μέχρι τους διωγμούς του 1933, όταν πολλοί από τους πιο ταλαντούχους ακαδημαϊκούς του εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία για πανεπιστήμια στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου που ιδρύθηκε το 1810, και ήταν γνωστό την περίοδο 1828 – 1949 ως Πανεπιστήμιο Φρίντριχ-Βίλχελμ του Βερολίνου, είχε στο διδακτικό του προσωπικό πολλούς από τους σημαντικότερους διανοητές της Γερμανίας. Εδώ δίδαξαν οι φιλόσοφοι Φρίντριχ Χέγκελ, Άρθουρ Σοπενχάουερ, Φρίντριχ Σέλινγκ, οι μαθηματικοί Ερνστ Κούμερ, Λέοπολντ Κρόνεκερ, Καρλ Βάιερστρας, οι καθηγητές ιατρικής Γιοχάνες Μίλερ, Ρούντολφ Βίρχοβ, οι χημικοί Άουγκουστ Βίλχελμ φον Χόφμαν, Εμίλ Φίσερ, οι φυσικοί Άλμπερτ Αϊνστάιν, Μαξ Πλανκ και Έρβιν Σρέντιγκερ.
Την περίοδο 1933-1934, με βάση τον «Νόμο περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας». από το Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου απολύθηκαν 250 Εβραίοι καθηγητές και υπάλληλοι και ανακλήθηκαν πολυάριθμες διδακτορικές διατριβές. Το ίδιο συνέβη και στα ερευνητικά ιδρύματα εκτός του πανεπιστημιακού συστήματος, όπως στην «Εταιρεία Κάιζερ Γουλιέλμος» (Kaiser Wilhelm Gesellschaft – KWG), που στόχευε στην προώθηση των συμφερόντων του γερμανικού κράτους και του κεφαλαίου μέσω της ανάπτυξης επιστημονικής γνώσης σχετικής με βιομηχανικές και στρατιωτικές εφαρμογές. Τα ινστιτούτα που την αποτελούσαν ιδρύθηκαν διαδοχικά και τέθηκαν υπό την καθοδήγηση διαπρεπών διευθυντών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν οι φυσικοί και χημικοί Βάλτερ Μπότε, Πίτερ Ντεμπάι, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Φριτς Χάμπερ και Ότο Χαν. Πρόεδρος της KWG την περίοδο 1930–1937 ήταν ο Μαξ Πλανκ.

Αριστερά: Στις 10 Μαΐου 1933, στην πλατεία Μπέμπελπλατς στο Βερολίνο, ο υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς απευθύνθηκε σε ένα κοινό 40 000 ατόμων και εκφώνησε μια πύρινη ομιλία με θέμα «Όχι στην παρακμή και την ηθική διαφθορά». Δεξιά: Την ίδια ώρα η τελετουργική καύση βιβλίων στην πλατεία Μπέμπελπλατς στο Βερολίνο
Οι καύσεις βιβλίων, οι πορείες και η προπαγάνδα κατά ιδεών, ατόμων και έργων που θεωρούνταν εβραϊκά, φιλελεύθερα ή κομμουνιστικά, βρίσκονταν στην καθημερινή ημερήσια διάταξη των ναζί, από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1933. Το βράδυ της 10ης Μαΐου 1933, στις περισσότερες πανεπιστημιακές πόλεις, δεξιοί φοιτητές οργάνωσαν λαμπαδηδρομίες «κατά του αντιγερμανικού πνεύματος». Στα σημεία συγκέντρωσης, φοιτητές πετούσαν τελετουργικά τα λεηλατημένα και «επιβλαβή και εκφυλισμένα» βιβλία συνολικά 282 συγγραφέων όπως των Καρλ Μαρξ, Φρ. Ένγκελς, Καρλ Κάουτσκι, Φέρντιναντ Λασάλ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Γκέοργκ Λούκατς, Τόμας Μαν, Χάινριχ Μαν, Χάινριχ Χάινε, Ζίγκμουντ Φρόυντ, Μαξιμίλιαν Χάρντεν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά και του Άλμπερτ Αϊνστάιν, σε πυρές υπό τη συνοδεία μουσικών συνόλων, ενώ έδιναν και τους λεγόμενους «πύρινους όρκους»3.
Οι επιπτώσεις της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία ήταν τόσο γρήγορες και έντονες, ώστε πολλοί Γερμανοεβραίοι έκαναν βήματα για να εγκαταλείψουν τη χώρα, ακόμη και πριν απολυθούν. Εκατοντάδες έφυγαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αυτό ίσχυε για τους Εβραίους σε όλα τα επαγγέλματα, αλλά οι ακαδημαϊκοί επλήγησαν ιδιαίτερα, καθώς σχεδόν όλοι εργάζονταν σε πανεπιστήμια, τα οποία διοικούνταν από το κράτος. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Αν και βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση επειδή ήταν κρατικοί υπάλληλοι, είχαν το πλεονέκτημα ότι το επάγγελμά τους ήταν διεθνές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, είχαν ήδη ταξιδέψει στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, φυσικοί, βιολόγοι και χημικοί ήταν συχνά γνωστοί μέσω των επιστημονικών τους δημοσιεύσεων.
Ο πιο διάσημος, βεβαίως, επιστήμονας του 20ου αιώνα ήταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879 – 1955). O Αϊνστάιν, καθηγητής από το 1914 στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου και από το 1917 διευθυντής του «Ινστιτούτου Φυσικής Κάιζερ Γουλιέλμος» (Kaiser-Wilhelm-Institut für Physik – KWIP), ήταν από τον Δεκέμβριο του 1930 για ένα δίμηνο κάθε έτος και επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech) στην Πασαντίνα.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ ανακοίνωνε το διορισμό του Αδόλφο Χίτλερ στη θέση του καγκελάριου της Γερμανίας, ο Αϊνστάιν εκτελούσε για τρίτη χρονιά τα δίμηνα καθήκοντά του στο Caltech. Αμέσως ακύρωσε μια διάλεξη στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών που επρόκειτο να δώσει όταν θα επέστρεφε. Σε μια δήλωση Τύπου που έδωσε στην New York World Telegraph, όταν άκουσε ότι ο Χίτλερ είχε γίνει Καγκελάριος, δήλωσε: «Όσο έχω οποιαδήποτε επιλογή στο θέμα αυτό, θα ζω μόνο σε μια χώρα όπου επικρατούν η πολιτική ελευθερία, η ανοχή και η ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου. Η πολιτική ελευθερία συνεπάγεται ελευθερία έκφρασης των πολιτικών πεποιθήσεων, προφορικά και γραπτά. Η ανοχή συνεπάγεται σεβασμό στις πεποιθήσεις των άλλων, όποιες κι αν είναι αυτές…Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν στη Γερμανία αυτή τη στιγμή»4.
Την επόμενη μέρα έφυγε από την Καλιφόρνια με τη σύζυγό του Έλσα για τη Νέα Υόρκη, όπου μίλησε ανοιχτά για τον κίνδυνο στη Γερμανία. Ο Αϊνστάιν διάβαζε στις εφημερίδες ότι εξέχοντες Εβραίοι καταγγέλλονταν από ναζί αξιωματούχους, δέχονταν επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης και υποβάλλονταν σε βία και συλλήψεις από τους ναζί και τους συνεργάτες τους. Ως ένθερμος αντίπαλος του ναζισμού και ένθερμος υποστηρικτής του ειρηνισμού, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν ένας ιδιαίτερα ελκυστικός στόχος. Τον Φεβρουάριο πληροφορήθηκε ότι η Γκεστάπο έκανε επανειλημμένες επιδρομές στο διαμέρισμα της οικογένειάς του στο Βερολίνο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημόσια κριτική του προκάλεσε αντιδράσεις στη Γερμανία. Εν μέσω της έκρηξης αντιεβραϊκού μίσους στον γερμανικό τύπο, ο Αϊνστάιν κατηγορήθηκε συγκεκριμένα για «πολιτιστικό διεθνισμό», «διεθνή προδοσία» και «ειρηνιστικές υπερβολές». Μια εφημερίδα του Βερολίνου έγραψε: «Καλά νέα από τον Αϊνστάιν – δεν επιστρέφει». Κάτω από μια φωτογραφία του Αϊνστάιν εμφανίζονταν οι λέξεις «δεν έχει ακόμη απαγχονιστεί» και μια αμοιβή 5 000 δολαρίων για το κεφάλι του5.
Η σκηνοθεσία της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, έδωσε ένα σαφές σημάδι ότι οι ναζί δεν ήταν απλώς ένα ακόμη γερμανικό πολιτικό κόμμα που θα κυβερνούσε για λίγο και μετά θα εξαφανιζόταν. Θα ακολουθήσουν στις 5 Μαρτίου 1933, οι γενικές εκλογές προκειμένου ο Χίτλερ να νομιμοποιήσει και με την εντολή του λαού, την εξουσία του. Το κόμμα του, το NSDAP ήρθε πρώτο, με 43.9% και 288 έδρες σε σύνολο 647. Την επόμενη μέρα, η πρώτη κίνηση της νέας κυβέρνησης είναι να κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – KPD (με βάση το «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ») και να καταργήσει τις 81 έδρες του στο Κοινοβούλιο. Ήδη κατά την προεκλογική περίοδο το KPD τελούσε υπό διωγμό, αφού 4 000 μέλη του, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του Έρνστ Τέλμαν, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Έτσι στο νέο Κοινοβούλιο, με 566 έδρες συνολικά, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα είχε την απόλυτη πλειοψηφία.
Ο Γερμανός πρόξενος στη Νέα Υόρκη είχε πει επίσημα στον Αϊνστάιν ότι θα ήταν ασφαλές να επιστρέψει, αλλά κατ’ ιδίαν τον συμβούλεψε να μην το κάνει6. Παρά τις προειδοποιήσεις φίλων ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να επιστρέψει, ο Αϊνστάιν και η σύζυγός του αποφάσισαν τελικά να ταξιδέψουν πίσω στη Γερμανία, στις 15 Μαρτίου, σκοπεύοντας να επισκεφθούν το εξοχικό τους.
Καθώς βρίσκονταν εν πλω μαθαίνουν ότι οι ναζί είχαν λεηλατήσει και την εξοχική τους κατοικία στο Κάπουθ, κοντά στο Βερολίνο. Όταν στις 28 Μαρτίου 1933, το πλοίο τους έδεσε στην Αμβέρσα του Βελγίου πληροφορήθηκαν ότι στις 20 Μαρτίου 1933, ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ, ανακοίνωσε την έναρξη λειτουργίας του «πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους» στην πόλη Νταχάου. Οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στις 22 Μαρτίου. Ήταν κυρίως Γερμανοί κομμουνιστές. Επίσης έμαθαν ότι το γερμανικό Ράιχσταγκ είχε ψηφίσει τον «Εξουσιοδοτικό Νόμο» στις 23 Μαρτίου, με βάση τον οποίο παραχωρούνταν όλη η νομοθετική εξουσία στη χιτλερική κυβέρνηση για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Με την απόφαση αυτή άρχιζε στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράιχ».

Ο Αϊνστάιν αποκηρύσσει την υπηκοότητα καθώς οι Ναζί συνεχίζουν τον πόλεμο κατά των Εβραίων. Πέμπτη, 30 Μαρτίου 1933, The Nashville Tennessean. Πηγή: https://newspapers.ushmm.org/historical-article/1933-einstein-renounces-citizenship-as-nazis-continue-war-on-jews-18843
Ο Αϊνστάιν αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Την ίδια μέρα, 28 Μαρτίου 1933, εμφανίστηκε στο γερμανικό προξενείο στις Βρυξέλλες, όπου παρέδωσε το γερμανικό του διαβατήριο και παραιτήθηκε επίσημα από τη γερμανική του υπηκοότητα, διατηρώντας όμως την ελβετική του υπηκοότητα. Αυτό εξόργισε τις γερμανικές αρχές, οι οποίες δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν μια τέτοια εθελοντική ενέργεια – ήταν περισσότερο συνηθισμένες να στερούν από τους ανθρώπους τα δικαιώματά τους, όχι να τους τα παραδίδουν. Η είδηση αμέσως έκανε το γύρο του κόσμου. Η γερμανική κυβέρνηση φοβόταν την πιθανότητα να του δοθεί βρετανική υπηκοότητα από τους Άγγλους. Για ένα διάστημα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι να κάνουν γι’ αυτόν. Δεν ήθελαν να δημιουργήσουν υπερβολική εχθρότητα στο εξωτερικό, επειδή ήταν μακράν ο πιο διάσημος από όλους τους Εβραίους επιστήμονες, αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν ήθελαν να εκδώσουν μια λίστα με όσους θα απελαύνονταν, η οποία να μην περιλαμβάνει το όνομά του. Τελικά προχώρησαν στην κατάσχεση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Αϊνστάιν που βρισκόταν στη Γερμανία.
Ο Αϊνστάιν έδωσε και την παραίτησή του από την Πρωσική Ακαδημία Επιστημών. Η Ακαδημία στην απάντησή της, μίλησε για την αγανάκτησή της για τη «συμμετοχή του Αϊνστάιν σε υποκίνηση φρικαλεοτήτων» και τις «δραστηριότητές του ως υποκινητή σε ξένες χώρες», προσθέτοντας ότι «δεν είχε κανέναν λόγο να μετανιώσει για την αποχώρηση του Αϊνστάιν». Η Ακαδημία συμπεριφέρθηκε ως όργανο του Πρωσικού Κράτους, και η στάση της αντικατοπτριζόταν και σε άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Μερικοί ακαδημαϊκοί διαμαρτυρήθηκαν, για την στάση της Ακαδημίας, κυρίως ο Μαξ φον Λάουε, ο πιο γενναίος από όλους τους Γερμανούς επιστήμονες που παρέμειναν στη χώρα. Ο Μαξ Πλανκ, από τη μία πλευρά, μίλησε για το μεγαλείο του Αϊνστάιν, συγκρίνοντάς τον με τον Κέπλερ και τον Νεύτωνα· από την άλλη, πρόσθεσε ότι οι ίδιες οι πράξεις του Αϊνστάιν είχαν καταστήσει αδύνατη την παραμονή του στην Ακαδημία7.

Στις 5 Απριλίου 1933, ο Αϊνστάιν δήλωσε ότι τις προηγούμενες μέρες και οι δύο κόρες του είχαν επιτυχώς διαφύγει από τη Γερμανία. Η μεγαλύτερη κόρη έφτασε στη νότια Ολλανδία και η μικρότερη στη Γαλλία.
Ο Αϊνστάιν ήταν πλέον χωρίς μόνιμη κατοικία, αβέβαιος για το πού θα ζούσε και θα εργαζόταν, και εξίσου ανησυχούσε για την τύχη αμέτρητων άλλων επιστημόνων που βρίσκονταν ακόμα στη Γερμανία.
Με πρωτοβουλία του Βρετανού φιλελεύθερου πολιτικού και διευθυντή του London School of Economics Γουίλιαμ Μπέβεριτζ, τον Απρίλιο του 1933 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Ακαδημαϊκής Βοήθειας (ΣΑΒ) με πρόεδρο, τον λόρδο Έρνεστ Ράδερφορντ, τον πρόεδρο της Βασιλικής Εταιρείας. Σκοπός του ΣΑΒ, όπως εξηγήθηκε, ήταν «να συγκεντρώσει ένα κεφάλαιο που θα χρησιμοποιηθεί κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, για την παροχή συντήρησης σε εκτοπισμένους εκπαιδευτικούς και ερευνητές, και να τους δώσει την ευκαιρία να εργαστούν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα… Ζητάμε μέσα για να αποτρέψουμε τη σπατάλη εξαιρετικών ικανοτήτων που έχουν εκπαιδευτεί εξαιρετικά… Οι μόνοι μας στόχοι είναι η ανακούφιση από τα βάσανα και η υπεράσπιση της μάθησης και της επιστήμης»8. Μέχρι την πρώτη συνεδρίασή της, την 1η Ιουνίου, το ΣΑΒ είχε ήδη συγκεντρώσει 10 000 λίρες. Στα πρώτα τρία χρόνια λειτουργίας του, το AAC βοήθησε 1300 εκτοπισμένους καθηγητές πανεπιστημίου, ενώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξεύρεση μόνιμων θέσεων εργασίας για πολλούς άλλους. Παρείχε επίσης προσωρινή βοήθεια ενώ οι πρόσφυγες αναζητούσαν μόνιμες θέσεις εργασίας.
Με τη βοήθεια του ΣΑΒ, ο Αϊνστάιν νοίκιασε ένα σπίτι στο Ντε Χάαν του Βελγίου, όπου έζησε για μερικούς μήνες. Στα τέλη Ιουλίου του 1933, επισκέφθηκε την Αγγλία για περίπου έξι εβδομάδες, κατόπιν πρόσκλησης του Βρετανού βουλευτή, διοικητή Όλιβερ Λόκερ-Λάμπσον, με τον οποίο είχε γίνει φίλος τα προηγούμενα χρόνια. Ο Λόκερ-Λάμπσον τον προσκάλεσε να μείνει κοντά στο σπίτι του στο Κρόμερ, σε ένα απομονωμένο ξύλινο σπιτάκι στο Ρόουτον Χιθ, στο Νόρφολκ.

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, με τον Διοικητή Λόκερ-Λάμπσον καθισμένος δίπλα του. Αρχείο Daily Herald | Εθνικό Μουσείο Μέσων Ενημέρωσης | Βιβλιοθήκη Εικόνων Επιστήμης & Κοινωνίας. https://collection.sciencemuseumgroup.org.uk/objects/co8223551/professor-einstein-with-commander-locker-lampson-gelatin-silver-print-photograph
Αργότερα, ο Αϊνστάιν θα συναντηθεί με τον Ουίνστων Τσόρτσιλ, τον Όστιν Τσάμπερλεϊν και τον πρώην πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ. Τους ζήτησε να βοηθήσουν στην απομάκρυνση Εβραίων επιστημόνων από τη Γερμανία. Ο Βρετανός ιστορικός Μάρτιν Γκίλμπερτ σημειώνει ότι ο Τσόρτσιλ ανταποκρίθηκε αμέσως και έστειλε τον φίλο του, φυσικό και Διευθυντή του Εργαστηρίου Clarendon στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Φρέντερικ Λίντεμαν, στη Γερμανία για να αναζητήσει Εβραίους επιστήμονες και να τους τοποθετήσει σε βρετανικά πανεπιστήμια. Η πρώτη επίσκεψη του Λίντεμαν ήταν στον φυσικό Μαξ Μπορν. Ο Τσόρτσιλ αργότερα παρατήρησε ότι, ως αποτέλεσμα της εκδίωξης των Εβραίων από τη Γερμανία, είχαν υποβαθμίσει τα «τεχνικά τους πρότυπα» και είχαν θέσει την τεχνολογία των Συμμάχων πάνω από τη δική τους.
Στις 3 Οκτωβρίου 1933, ο Αϊνστάιν εκφώνησε μια ομιλία για τη σημασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενώπιον ενός κατάμεστου κοινού στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο. Οι Times ανέφεραν ότι δέχθηκε θερμές επευφημίες καθ’ όλη τη διάρκεια. Τέσσερις ημέρες αργότερα επέστρεψε στις ΗΠΑ και ανέλαβε θέση στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον, γνωστό για το ότι έγινε καταφύγιο για επιστήμονες που έφευγαν από τη ναζιστική Γερμανία. Εκείνη την εποχή, τα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων των Χάρβαρντ, Πρίνστον και Γέιλ, είχαν ελάχιστο ή καθόλου εβραϊκό διδακτικό προσωπικό ή φοιτητές, λόγω των εβραϊκών ποσοστώσεων, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ο Αϊνστάιν θα λάβει την αμερικανική υπηκοότητα το 19409.
Αν και από μακριά, ο Αϊνστάιν θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις διάσωσης που θα λάμβαναν χώρα από το 1933 μέχρι την έναρξη του πολέμου. Γράφοντας στον καθηγητή Μαξ Μπορν στο Γκέτινγκεν στα τέλη Μαΐου, τα ανάμεικτα συναισθήματα ενθουσιασμού και απελπισίας του για την επιχείρηση που βρισκόταν σε εξέλιξη είναι εμφανή:
Επιστολή από τον Αϊνστάιν προς τον Μπορν (30 Μαΐου 1933)
«Αγαπητέ Μπορν,
Ο Έρενφεστ μου έστειλε την επιστολή σου. Χαίρομαι που παραιτήθηκες από τις θέσεις σου (εσύ και ο Φρανκ). Δόξα τω Θεώ, δεν υπάρχει κανένας άμεσος κίνδυνος για κανέναν από τους δύο. Η καρδιά μου όμως πονάει στη σκέψη των νέων. Ο Λίντεμαν έχει πάει στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο για μία εβδομάδα. Ίσως θα μπορούσες να του γράψεις για τον Τέλλερ. Άκουσα ότι εξετάζεται αυτή τη στιγμή η ίδρυση ενός καλού Ινστιτούτου Φυσικής στην Παλαιστίνη (Ιερουσαλήμ). […] Πριν από δύο χρόνια προσπάθησα να απευθυνθώ στη συνείδηση του Ροκφέλερ σχετικά με την παράλογη μέθοδο κατανομής επιχορηγήσεων, δυστυχώς χωρίς επιτυχία. Τώρα ο Μπορ πήγε να τον δει, προσπαθώντας να τον πείσει να αναλάβει κάποια δράση για τους εξόριστους Γερμανούς επιστήμονες. Ελπίζουμε ότι θα πετύχει κάτι. Ο Λίντεμαν έχει σκεφτεί τον Λόντον και τον Χάιτλερ για την Οξφόρδη. Έχει δημιουργήσει έναν δικό του οργανισμό για τον σκοπό αυτό, που περιλαμβάνει όλα τα αγγλικά πανεπιστήμια. Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι όσοι έχουν ήδη κάνει όνομα θα τύχουν φροντίδας. Αλλά οι άλλοι, οι νέοι, δεν θα έχουν την ίδια ευκαιρία να αναπτυχθούν.
[…] Δικός σου, Αϊνστάιν»10.

Ο Γερμανός φυσικός Μαξ Μπορν (1882–1970) ήταν ένας από τους έξι Εβραίους καθηγητές που την άνοιξη του 1933 είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα από τις θέσεις τους στο Γκέτινγκεν λόγω του νόμου «Περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας». Εκείνη την εποχή ήταν μεταξύ των 3-4 κορυφαίων αυθεντιών στον κόσμο στην κβαντική φυσική.
Μαζί με τον Πωλ Γιόρνταν διατύπωσε σε ολοκληρωμένη μορφή τη μηχανική των μητρών του Χάιζενμπεργκ και το 1926 πρότεινε τη στατιστική ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης ψ, η οποία έγινε θεμέλιο του κβαντικού οικοδομήματος. Για αυτή τη συμβολή του τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1954.
Ο Μαξ Μπορν συνέβαλε επίσης καθοριστικά στην ανάπτυξη της σύγχρονης μοριακής φυσικής, μέσω της προσέγγισης Μπορν – Οπενχάιμερ, και στη φυσική της στερεάς κατάστασης. Επιπλέον, είναι ο θεμελιωτής της κβαντικής θεωρίας της σκέδασης, με την προσεγγιστική μέθοδο που φέρει το όνομά του να αποτελεί σήμερα θεμελιώδες εργαλείο στην κβαντική θεωρία11.
Στο βιβλίο του «Οι Επιστολές Μπορν-Αϊνστάιν» (1971), ο Μπορν αφηγήθηκε τη δική του εκδοχή των γεγονότων που ακολούθησαν: «Μια μέρα (στα τέλη Απριλίου του 1933) βρήκα το όνομά μου στην εφημερίδα ανάμεσα σε μια λίστα με άτομα που θεωρούνταν ακατάλληλα για δημόσιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τους νέους «νόμους». Αφού μου δόθηκε «άδεια μετ’ αποδοχών», αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως από τη Γερμανία. […].Έτσι, φύγαμε για το Νότιο Τιρόλο στις αρχές Μαΐου 1933. Πήραμε μαζί μας τον δωδεκάχρονο γιο μας, Γκούσταβ, αλλά αφήσαμε τις κόρες μας στα γερμανικά σχολεία τους.»12.
Λίγο μετά την άφιξή τους στον προορισμό τους, ο Λίντεμαν επισκέφθηκε τον Μπορν, προσπαθώντας να τον δελεάσει να δεχτεί μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ωστόσο, έχοντας περάσει χρόνο στο Κέμπριτζ τη δεκαετία του ’20, ο Μπορν επέλεξε το St. John’s College του Κέμπριτζ.
Φτάνοντας στο Κέμπριτζ το 1933, ο Μπορν βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη να περνά από τη θέση του καθηγητή και επικεφαλής τμήματος σε αυτή του απλού ερευνητή, σε ένα μόνο γραφείο. Σύντομα όμως, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες της εποχής, ανακάλυψε πως η αλλαγή περιβάλλοντος και κύρους – για να μην αναφερθεί η γλώσσα – μπορούσε να αποδειχθεί αναζωογονητική, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά.
Στο Κέμπριτζ τον υποδέχτηκαν θερμά, όμως ύστερα από δύο χρόνια δέχτηκε πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ήταν ως ένα βαθμό τυχερός που του προσφέρθηκε η έδρα της Φυσικής εκεί, αφού αρχικά είχε προταθεί στον Σρέντιγκερ. Η αργοπορία του Βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών έκανε τον Σρέντιγκερ να αποσύρει το ενδιαφέρον του, και τότε ο διευθυντής του Πανεπιστημίου πίεσε το υπουργείο να εγκρίνει γρήγορα τον διορισμό του Μπορν, όπως και τελικά συνέβη13.
Όπως αναφέρει η επιστολή του Αϊνστάιν προς τον Μπορν, ο Λίντεμαν σκέφτηκε επίσης να στρατολογήσει τους πρώην μαθητές του Μπορν, Βάλτερ Χάιτλερ (1904–1981) και Φριτς Λόντον (1900–1954). Ο Χάιτλερ ήταν Γερμανός φυσικός που συνέβαλε στην κβαντική ηλεκτροδυναμική και την κβαντική θεωρία πεδίου και εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός του Έρβιν Σρέντιγκερ. Μετά την αποφοίτησή του το 1929 υπό τον Μπορν, παρέμεινε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν ως υφηγητής μέχρι το 1933, όταν και απολύθηκε. Όταν ήρθε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Μπορν αργότερα κανόνισε να του βρει μια θέση ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, εργαζόμενος υπό τον Νέβιλ Φράνσις Μοτ (1905–1996). Ο Φριτς Λόντον, επίσης βοηθός του Σρέντιγκερ, έχασε ομοίως τη θέση του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μετά την ψήφιση του Berufsbeamtengesetz. Μετά την απόλυσή του, ανέλαβε θέσεις επισκεπτών στην Αγγλία και τη Γαλλία πριν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1939.
Ο άλλος καθηγητής που αναφέρει ο Αϊνστάιν, ο Τζέιμς Φρανκ (1882- 1964), ήταν Γερμανός φυσικός και το 1925 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής (μαζί με τον συχνό συνεργάτη του Γκούσταβ Χερτζ ) κυρίως για το έργο του, της περιόδου 1912-1914, το οποίο περιλάμβανε το πείραμα Φρανκ-Χερτζ, μια σημαντική επιβεβαίωση του «ατομικού πρότυπου» του Μπορ. Την εποχή της εκκαθάρισης την άνοιξη του 1933, ο Φρανκ ήταν ο επικεφαλής πειραματικός φυσικός στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, μια θέση που κατείχε για πάνω από δεκατρία χρόνια. Ως τακτικός καθηγητής, ήταν επίσης Διευθυντής του Δεύτερου Ινστιτούτου Πειραματικής Φυσικής στο Γκέτινγκεν. Παράλληλα με τον Μπορν, ο Φρανκ είχε αναδείξει το Τμήμα Φυσικής του Γκέτινγκεν σε ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Αν και εξαιρέθηκε από τον νόμο Berufsbeamtengesetz ως βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αφηγείται ο Αϊνστάιν στον Μπορν, ο Φρανκ υπέβαλε την παραίτησή του στο Γκέτινγκεν, ο πρώτος ακαδημαϊκός που είναι γνωστό ότι παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους νέους νόμους. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αργότερα ανέλαβε θέση στο Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης κοντά στον Νιλς Μπορ, πριν επιστρέψει στις ΗΠΑ το 1938, αποδεχόμενος μια θέση εργασίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Από αριστερά προς δεξιά : Έντουαρντ Τέλλερ (1908-2003), Γιούτζιν Βίγκνερ (1902–1995) και Λέο Σίλαρντ (1898-1964)
Η επιστολή του Αϊνστάιν προς τον Μπορν αναφέρει επίσης τον τότε επίδοξο νεαρό Ούγγρο Έντουαρντ Τέλλερ (1908 – 2003), έναν από τους εξέχοντες «Αρειανούς της Βουδαπέστης» οι οποίοι, λόγω της εβραϊκής καταγωγής τους και των ανοιχτά αντισημιτικών πολιτικών των ουγγρικών πανεπιστημίων εκείνη την εποχή, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη για την Αμερική τη δεκαετία του 1930. Άλλοι «Αρειανοί» ήταν οι Γιούτζιν Βίγκνερ, Λέο Σίλαρντ, Τέοντορ φον Κάρμαν και Τζον φον Νόιμαν.
Ο Τέλλερ, μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο τον Ιούνιο του 1925, ήθελε να σπουδάσει μαθηματικά, αλλά συνάντησε την αντίσταση του πατέρα του, ο οποίος τα θεωρούσε «χαμένα» μαθήματα και έπεισε τον γιο του να σπουδάσει χημικός μηχανικός. Ο Τέλλερ πέρασε το πρώτο του εξάμηνο σπουδάζοντας στη Βουδαπέστη. Εκεί συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό φυσικής και μαθηματικών στον οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο. Στις αρχές του 1926, ο Τέλλερ πήρε μεταγραφή στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης το οποίο εκείνη την εποχή είχε εξαιρετική φήμη στη χημεία. Εκτός από τα μαθήματα χημείας, ο Τέλλερ παρακολούθησε επίσης διαλέξεις μαθηματικών και φυσικής. Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τον αναδυόμενο τομέα της κβαντομηχανικής. Μετά από δύο χρόνια σπουδών χημείας, ο Τέλλερ ζήτησε και τελικά πήρε από τον πατέρα του την άδεια να αλλάξει κατεύθυνση σπουδών και να στραφεί στη φυσική. Το 1928, μετακόμισε στο Μόναχο για να σπουδάσει φυσική υπό τον Άρνολντ Σόμερφελντ, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ωστόσο, δεν εντυπωσιάστηκε πολύ από τον Σόμερφελντ. Στις 14 Ιουλίου 1928, ενώ κατέβαινε από το σκαλί ενός κινούμενου τραμ, το πόδι του Τέλλερ πιάστηκε κάτω από τους τροχούς του τραμ και έπρεπε να ακρωτηριαστεί. Έκτοτε θα φοράει προσθετικό πόδι για όλη του τη ζωή. Το 1929 ο Τέλλερ πήρε μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας όπου το 1930 έλαβε το διδακτορικό του στη φυσική υπό τον Χάιζενμπεργκ. Από εκεί θα πάει στο Γκέτινγκεν για να σπουδάσει υπό τον Μαξ Μπορν και Τζέιμς Φρανκ. Εκεί βρισκόταν όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία. Με τη βοήθεια του Συμβουλίου Ακαδημαϊκής Βοήθειας έφυγε από τη Γερμανία, για το Λονδίνο όπου θα δουλέψει λίγο καιρό ως βοηθός του Φρέντερικ Τζορτζ Ντόναν στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο. Το 1934, ο Τέλλερ πήγε στην Κοπεγχάγη με υποτροφία Ροκφέλερ για να εργαστεί υπό τον Νιλς Μπορ. Στη Δανία, γνώρισε τον Ρώσο φυσικό Τζορτζ Γκάμοφ. Όταν ο Γκάμοφ αποδέχτηκε μια θέση στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον στην Ουάσινγκτον, ο Τέλλερ τον ακολούθησε το 1935 και μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη σύζυγό του. Αρχικά, ο Τέλλερ διεξήγαγε έρευνα στην κβαντική, μοριακή και πυρηνική φυσική. Τον Ιούνιο του 1939, ο Τέλλερ μετακόμισε από την Ουάσιγκτον στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη για να συνεργαστεί με τον Ενρίκο Φέρμι και τον Λέο Σίλαρντ στην κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα για την παραγωγή ενέργειας. Το 1941, ο Έντουαρντ Τέλλερ έγινε πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών14.
Ο Γιούτζιν Βίγκνερ (1902–1995) γεννήθηκε στη Βουδαπέστη της Αυστροουγγαρίας, από Εβραίους γονείς μεσαίας τάξης. Εκπαιδεύτηκε στο σπίτι από επαγγελματία δάσκαλο μέχρι την ηλικία των εννέα ετών, όταν ξεκίνησε το σχολείο στην τρίτη δημοτικού. Στο ίδιο σχολείο, στη δευτέρα δημοτικού, φοιτούσε ο Νόιμαν Γιάνος Λάγιος (Τζον φον Νόιμαν).
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1920, ο Βίγκνερ εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας και Οικονομικών της Βουδαπέστης. Δεν ήταν όμως ικανοποιημένος με τα μαθήματα που προσφέρονταν εκεί και το 1921 εγγράφηκε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου σπούδασε χημικός μηχανικός. Παρακολουθούσε επίσης κάθε Τετάρτη τα απογευματινά σεμινάρια της Γερμανικής Φυσικής Εταιρείας, όπου δίδασκαν προσωπικότητες όπως οι Μαξ Πλανκ, Μαξ φον Λάουε, Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, Βάλτερ Νερνστ, Βόλφγκανγκ Πάουλι και Άλμπερτ Αϊνστάιν. Τα σεμινάρια αυτά προσέλκυαν φοιτητές από διάφορα ιδρύματα του Βερολίνου. Εκεί ο Βίγκνερ συναντούσε συχνά και τους συμπατριώτες του Σίλαρντ, φον Νόιμαν, Γκάμπορ. Με τον Λέο Σίλαρντ ανέπτυξαν στενή φιλία και έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ο Βίγκνερ εργάστηκε στο Ινστιτούτο Φυσικοχημείας και Ηλεκτροχημείας Κάιζερ Γουλιέλμου, όπου γνώρισε τον Μίκαελ Πολάνυι, ο οποίος επέβλεψε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Σχηματισμός και διάσπαση των μορίων».
Στη συνέχεια επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε αρχικά στο βυρσοδεψείο του πατέρα του. Το 1926, όμως, δέχθηκε μια πρόταση από τον αυστριακό φυσικό Καρλ Βάισενμπεργκ για το Ινστιτούτο Φυσικής Κάιζερ Γουλιέλμου στο Βερολίνο. Ο Βάισενμπεργκ αναζητούσε συνεργάτη για την κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ, και ο Πολάνυι τού είχε συστήσει τον Βίγκνερ.
Μετά από ένα εξάμηνο ως βοηθός του Βάισενμπεργκ, ο Βίγκνερ εργάστηκε για ένα χρόνο με τον Ρίχαρντ Μπέκερ. Τότε άρχισε να μελετά σε βάθος την κβαντομηχανική, εξετάζοντας τη δουλειά του Έρβιν Σρέντινγκερ.
Αργότερα, ο Βίγκνερ αποδέχθηκε την πρόταση του Άρνολντ Σόμμερφελντ να εργαστεί στο Γκέτινγκεν ως βοηθός του μεγάλου μαθηματικού Ντέιβιντ Χίλμπερτ. Σύντομα όμως απογοητεύτηκε, καθώς ο ηλικιωμένος Χίλμπερτ δεν ήταν πλέον παραγωγικός. Παρ’ όλα αυτά, ο Βίγκνερ μελέτησε ανεξάρτητα και έθεσε τα θεμέλια για τη θεωρία των συμμετριών στην κβαντομηχανική, εισάγοντας το 1927 αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πίνακας D του Βίγκνερ.
Οι Βίγκνερ και Χέρμαν Βάυλ εισήγαγαν τη θεωρία των ομάδων στην κβαντομηχανική. Ο δεύτερος είχε συγγράψει το «Θεωρία των ομάδων και Κβαντομηχανική» (1928), το οποίο όμως ήταν δυσνόητο, ιδίως για τους νεαρούς φυσικούς. Αντίθετα, το σύγγραμμα του Βίγκνερ «Θεωρία των ομάδων και η εφαρμογή της στην Κβαντομηχανική των ατομικών φασμάτων» (1931) κατέστησε τη θεωρία των ομάδων προσιτή σε ευρύτερο κοινό15.
Από το 1929, οι δημοσιεύσεις του Βίγκνερ άρχισαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των φυσικών. Το 1930, το Πανεπιστήμιο Πρίνστον τον «στρατολόγησε» για μία προσωρινή, ενός έτους, θέση λέκτορα, με μισθό επταπλάσιο από αυτόν που είχε στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα το Πρίνστον προσέλαβε τον φον Νόιμαν.
Ο Βίγκνερ και ο φον Νόιμαν είχαν ήδη συνεργασθεί σε τρεις εργασίες το 1928 και σε δύο το 1929. Μετέτρεψαν τα μικρά τους ονόματα σε «Γιούτζιν» (Ευγένιος) και «Τζον», αντίστοιχα. Με τη λήξη του έτους τους, το Πανεπιστήμιο Πρίνστον τους προσέφερε πενταετές συμβόλαιο ως επισκέπτες καθηγητές για έξι μήνες το έτος. Το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου απάντησε με συμβόλαιο διδασκαλίας για το υπόλοιπο εξάμηνο. Η εξέλιξη αυτή ήρθε πάνω στην ώρα, καθώς το ναζιστικό κόμμα ανέλαβε στην εξουσία στη Γερμανία16. Το 1934, η μικρή αδερφή του Βίγκνερ, η Μάργκιτ – ή «Μάντσι», όπως την αποκαλούσε – έφτασε στο Πρίνστον για να μείνει κοντά του. Είχε μόλις χωρίσει από τον πρώτο της σύζυγο και, όπως αναφέρει, ο Βίγκνερ ανησυχούσε για εκείνη και πίστευε πως μια αλλαγή περιβάλλοντος θα της έκανε καλό. Τη φιλοξένησε προσωρινά, αλλά επειδή το δωμάτιό του ήταν μικρό, ζήτησε από τον φίλο του, Τζον φον Νόιμαν, να την φιλοξενήσει στο σπίτι του. Οι φον Νόιμαν διέθεταν μεγάλο σπίτι και διοργάνωναν συχνά κοινωνικές συγκεντρώσεις Γερμανών και Ούγγρων επιστημόνων που είχαν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες17. Σε μία από αυτές τις συγκεντρώσεις, η Μάντσι γνώρισε τον Πωλ Ντιράκ, τον Βρετανό φυσικό με τον οποίο ο Βίγκνερ ήδη διατηρούσε στενή φιλία. Όπως αναφέρει, η φιλία του με τον Ντιράκ βάθυνε, αλλά ταυτόχρονα μετατράπηκε και σε οικογενειακό δεσμό, όταν εκείνος παντρεύτηκε τη Μάντσι18.
Το Πρίνστον δεν επαναπροσέλαβε τον Βίγκνερ όταν έληξε το συμβόλαιό του το 1936. Με τη βοήθεια του Αμερικανού φυσικού Γκρέγκορι Μπράιτ, ο Βίγκνερ εξασφάλισε θέση στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν–Μάντισον. Εκεί γνώρισε την Αμέλια Φρανκ, φοιτήτρια της φυσικής. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 1936. Ο Βίγκνερ γράφει ότι ένιωσε για πρώτη φορά πως η ζωή του αποκτούσε συναισθηματικό νόημα, ότι «όλα τα επιτεύγματα της φυσικής ωχριούσαν μπροστά στη συντροφικότητα».
Στις 8 Ιανουαρίου 1937 ο Βίγκνερ απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα και έφερε μαζί του τους γονείς του στις ΗΠΑ. Όμως η ευτυχία δεν κράτησε πολύ. Η ανατροπή ήρθε μέσα σε λίγους μήνες: η σύζυγός του διαγνώστηκε με καλπάζων καρκίνο και, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Βίγκνερ στη βιογραφία του, «…στις 16 Αυγούστου 1937, η όμορφη σύζυγός μου Αμέλια Φρανκ Βίγκνερ εγκατέλειψε τον κόσμο για πάντα. Ο πόνος μου ήταν μεγάλος και πολύχρονος. Εάν είχε αρρωστήσει πριν τον γάμο, κανείς μας δεν το γνώριζε. Ο τρόμος της απώλειας με καταπλάκωσε.»19.
Μετά τον θάνατό της, ο Βίγκνερ απομονώθηκε. Στο βιβλίο του αναφέρει ότι ένιωθε πως «η αγάπη που τον είχε ευλογήσει άρχισε να μοιάζει με κατάρα». Απέφευγε τις κοινωνικές συναναστροφές, περιόριζε την επικοινωνία ακόμη και με τους φίλους του και ρίχτηκε στην εργασία του ως τρόπο διαφυγής. Το 1938 δέχθηκε πρόσκληση από το Πρίνστον, προκειμένου να επιστρέψει και να συνεχίσει την έρευνά του στη θεωρητική φυσική.
Ο Λέο Σίλαρντ (1898-1964), γεννήθηκε ως Λέο Σπιτς στη Βουδαπέστη, Βασίλειο της Ουγγαρίας, στις 11 Φεβρουαρίου 1898. Οι Εβραίοι γονείς του από τη μεσαία τάξη, ο Λάγιος Σπιτς, πολιτικός μηχανικός, και η Τέκλα Βίντορ, μεγάλωσαν τον Λέο στο Βαροσλιγκέτι Φάσορ στην Πέστη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Μπέλα (γεν. 1900) και τη Ρόσι (1901)20.
Στις 4 Οκτωβρίου 1900, υποκύπτοντας στην αυξανόμενη κυβερνητική πίεση για την ουγγροποίηση των ονομάτων που ακούγονται ξένα, η οικογένεια άλλαξε το επώνυμό της από το γερμανικό «Σπιτς» στο ουγγρικό «Σίλαρντ», ένα όνομα που σημαίνει «συμπαγής» στα ουγγρικά21. Παρά το γεγονός ότι είχε θρησκευτικό υπόβαθρο, ο Σίλαρντ έγινε αγνωστικιστής.
Από το 1908 έως το 1916 παρακολούθησε το Τεχνικό Γυμνάσιο της πόλη, γνωστό για τον άρτιο επιστημονικό του εξοπλισμό22. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται, ο Σίλαρντ έλαβε ειδοποίηση στρατολόγησης στις 22 Ιανουαρίου 1916, αλλά του επετράπη να συνεχίσει τις σπουδές του μέχρι το καλοκαίρι του 1917. Τον Σεπτέμβριο του 1916 εγγράφηκε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, και συμμετείχε σε εθνικό διαγωνισμό, όπου κέρδισε το δεύτερο βραβείο. Χωρίς προφανή λόγο, τον Ιανουάριο του 1917 δεν έδωσε εξετάσεις στο τέλος του εξαμήνου και μεταγράφηκε στη Σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών, όπου παρακολούθησε νέες διαλέξεις και εργαστήρια. Εκεί ήταν καλός αλλά όχι λαμπρός φοιτητής. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1917, ο Σίλαρντ κατατάχθηκε στον Αυστροουγγρικό στρατό ως εθελοντής ενός έτους στο Τέταρτο Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού. Τοποθετήθηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Βουδαπέστη και συνέχισε να επισκέπτεται την οικογένειά του, παρακολουθώντας ακόμη και μαθήματα στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο23. Επανήλθε στο σύνταγμά του τον Μάιο του 1918, αλλά τον Σεπτέμβριο αρρώστησε από ισπανική γρίπη και επέστρεψε για νοσηλεία, γεγονός που πιθανώς του έσωσε τη ζωή, καθώς το σύνταγμά του είχε αποδεκατιστεί στη μάχη. Απολύθηκε τιμητικά τον Νοέμβριο του 1918, μετά την ανακωχή.
Τον Ιανουάριο του 1919, ο Σίλαρντ συνέχισε τις σπουδές του στη μηχανική, αλλά λόγω της πολιτικής αναταραχής στην Ουγγαρία και της ανόδου της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας υπό τον Μπέλα Κουν, μετανάστευσε στο Βερολίνο μέσω Αυστρίας στις 25 Δεκεμβρίου 1919 και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ24.
Εκεί παρακολούθησε διαλέξεις των Άλμπερτ Αϊνστάιν, Μαξ Πλανκ και Μαξ φον Λάουε. Κάθε Τετάρτη παρακολουθούσε και τα απογευματινά σεμινάρια της Γερμανικής Φυσικής Εταιρείας, όπου συνδέθηκε φιλικά με άλλους Ούγγρους φοιτητές, όπως τους Βίγκνερ, φον Νόιμαν και Γκάμπορ. Το χειμερινό εξάμηνο του 1921, με δική του πρωτοβουλία, ζήτησε από τον Αϊνστάιν να διοργανώσει ειδικό σεμινάριο στη στατιστική μηχανική για αυτόν και τους Ούγγρους συμφοιτητές του. Όπως ανέφερε αργότερα ο Γιούτζιν Βίγκνερ, το σεμινάριο προβλημάτισε τον Σίλαρντ, καθώς «φάνηκε να τον έπεισε ότι δεν ήταν αρκετά καλός στα μαθηματικά για να αλλάξει τη θεωρητική φυσική»25. Την εποχή εκείνη, ο Σίλαρντ έλεγε στον Γκάμπορ: «Δεν υπάρχει λόγος να σπουδάσεις μαθηματικά. Μπορεί κανείς πάντα να ρωτήσει τον μαθηματικό!»26.
Η διδακτορική του διατριβή στη θερμοδυναμική, με τίτλο «Σχετικά με την εκδήλωση των θερμοδυναμικών διακυμάνσεων», υπό τον καθηγητή Μαξ φον Λάουε (Νόμπελ Φυσικής 1914), επαινέθηκε από τον Αϊνστάιν και κέρδισε κορυφαίες διακρίσεις το 1922. Το 1925 ο Σίλαρντ διορίστηκε βοηθός του φον Λάουε στο Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής και το 1927 έγινε υφηγητής φυσικής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του παραμονής του στο Βερολίνο, ο Σίλαρντ εργάστηκε σε πολλές τεχνικές εφευρέσεις. Το 1928 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τον γραμμικό επιταχυντή, χωρίς να γνωρίζει το προγενέστερο επιστημονικό άρθρο του 1924 του Γκούσταβ Ίσινγκ και τη συσκευή του Νορβηγού φυσικού Ρολφ Βιντερόε, και το 1929 υπέβαλε αίτηση ευρεσιτεχνίας για το κύκλοτρο. Ήταν επίσης ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και υπέβαλε αντίστοιχο δίπλωμα το 1928. Ωστόσο, δεν κατασκεύασε όλες αυτές τις συσκευές ούτε δημοσίευσε τις ιδέες σε επιστημονικά περιοδικά, με αποτέλεσμα τα εύσημα να αποδίδονται συχνά σε άλλους. Για αυτό δεν έλαβε ποτέ το Νόμπελ, ενώ ο Έρνεστ Λόρενς παρέλαβε το 1939 για το κύκλοτρο και ο Ερνστ Ρούσκα το 1986 για το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο27.
Το 1930 έλαβε τη γερμανική υπηκοότητα. Όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, προέτρεψε την οικογένεια και τους φίλους του να εγκαταλείψουν την ηπειρωτική Ευρώπη όσο ήταν ακόμη δυνατό. Ο ίδιος μετακόμισε στην Αγγλία, όπου βοήθησε στην οργάνωση οικονομικής βοήθειας για πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία, ενώ εργαζόταν ως φυσικός στο Νοσοκομείο St. Bartholomew’s, μελετώντας ραδιενεργά ισότοπα για ιατρική χρήση. Το 1935 ανέλαβε θέση στο Εργαστήριο Clarendon του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά τον Ιανουάριο του 1938 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, θεωρώντας αναπόφευκτο έναν νέο πόλεμο στην Ευρώπη μετά τη συμφωνία του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938). Τον χειμώνα του 1938–1939 διέμεινε στο Kings Crown Hotel και συμμετείχε ανεπίσημα στο πυρηνικό σεμινάριο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ως εξωτερικός ομιλητής.
Ο Σίλαρντ, όπως αναφέρθηκε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος, συνέταξε το προσχέδιο της επιστολής προς τον πρόεδρο Ρούζβελτ, που προειδοποιούσε για την πιθανή ανάπτυξη από τη Γερμανία εξαιρετικά ισχυρών βομβών νέου τύπου, και έπεισε τον Αϊνστάιν να υπογράψει ο ίδιος το τελικό κείμενο, προσδίδοντας την απαραίτητη βαρύτητα στην προειδοποίηση. Η επίσημη πρόσληψή του Σίλαρντ στο Κολούμπια έγινε τον Ιανουάριο του 194228.
Ο Τέοντορ φον Κάρμαν (1881 – 1963) σπούδασε μηχανικός στο Βασιλικό Πολυτεχνείο της Βουδαπέστης. Μετά την αποφοίτησή του το 1902, μετακόμισε στη Γερμανική Αυτοκρατορία και έλαβε το διδακτορικό του το 1908. Δίδαξε στο Γκέτινγκεν για τέσσερα χρόνια. Το 1912 δέχτηκε θέση ως διευθυντής του Αεροναυτικού Ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο RWTH του Άαχεν. Ανησυχώντας για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και την άνοδο του ναζισμού, το 1930 ο Κάρμαν, άφησε τη θέση του στο Άαχεν και αποδέχτηκε τη διεύθυνση του Αεροναυτικού Εργαστηρίου Γκούγκενχαϊμ στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech).

Τζον φον Νόιμαν (1903 – 1957)
Ο πέμπτος της ομάδας των «Αρειανών της Βουδαπέστης», και ίσως ο πιο γνωστός από όλους, ήταν ο Τζον φον Νόιμαν (1903 – 1957) «ο τελευταίος εκπρόσωπος των μεγάλων μαθηματικών». Αποφοίτησε ως χημικός μηχανικός από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης και απέκτησε διδακτορικό στα μαθηματικά από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης το 1926, σε ηλικία 24 ετών, με άριστα. Το φθινόπωρο του 1926 έφτασε στο Γκέτινγκεν για να συνεχίσει τις σπουδές του υπό τον Ντέιβιντ Χίλμπερτ, πιθανώς τον κορυφαίο μαθηματικό της εποχής. Μέχρι το 1927 είχε δημοσιεύσει δώδεκα σημαντικές εργασίες στα μαθηματικά.
Η εξειδίκευσή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1927 και το 1928 άρχισε να διδάσκει ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, σε ηλικία 25 ετών, καθιστώντας τον τον νεότερο υφηγητή στην ιστορία του Πανεπιστημίου για οποιοδήποτε μάθημα. Μέχρι το τέλος του 1929, είχε δημοσιεύσει 32 σημαντικές εργασίες, σχεδόν μία ανά μήνα. Το 1929 διετέλεσε για λίγο υφηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και προσκλήθηκε να δώσει διαλέξεις για την κβαντική θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Η επίσκεψη αυτή οδήγησε σε πρόσκληση για επιστροφή ως επισκέπτης καθηγητής κατά τα έτη 1930–1933. όλες τις ακαδημαϊκές του θέσεις στην Ευρώπη, δηλώνοντας για το ναζιστικό καθεστώς: «Αν αυτά τα παιδιά συνεχίσουν για δύο ακόμη χρόνια, θα καταστρέψουν τη γερμανική επιστήμη για μια γενιά — τουλάχιστον»29. Την επόμενη χρονιά, όταν ο ναζί υπουργός Παιδείας Μπέρνχαρντ Ρουστ ρώτησε «Πώς πάνε τα μαθηματικά στο Γκέτινγκεν, τώρα που είναι απαλλαγμένα από την εβραϊκή επιρροή;», λέγεται ότι ο Χίλμπερτ απάντησε: «Δεν υπάρχουν πια μαθηματικά στο Γκέτινγκεν.»30.
Το 1933 στον τριαντάχρονο Τζον φον Νόιμαν προσφέρθηκε ισόβια θέση καθηγητή στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών (IAS) στο Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϊ, που είχε ιδρυθεί μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Έγινε ένας από τους πρώτους έξι καθηγητές του IAS. Οι τρεις ήταν Αμερικανοί (Τζέιμς Γουάντελ Αλεξάντερ, Μάρστον Μορς, Όσβαλντ Βέμπλεν) και οι άλλοι τρεις Γερμανοί (Άλμπερτ Αϊνστάιν, Τζον φον Νόιμαν και Χέρμαν Βάυλ).
Ο τελευταίος Γερμανός, ο Χέρμαν Βάυλ (1885 – 1955), ήταν επίσης μαθηματικός, θεωρητικός φυσικός και φιλόσοφος. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική, στο Γκέτινγκεν και στο Μόναχο και απέκτησε διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν υπό την επίβλεψη του Ντέιβιντ Χίλμπερτ. Μετά από μερικά χρόνια διδασκαλίας, μετέβη στη Ζυρίχη για να αναλάβει την προεδρία των μαθηματικών στο ETH, όπου υπήρξε συνάδελφος του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Το 1930 επέστρεψε στο Γκέτινγκεν για να διαδεχθεί τον Χίλμπερτ, αλλά εγκατέλειψε τη θέση όταν οι ναζί ανέλαβαν την εξουσία το 1933, κυρίως λόγω της εβραϊκής καταγωγής της συζύγου του. Αρχικά απέρριψε μία από τις πρώτες θέσεις στο IAS του Πρίνστον, προτιμώντας να παραμείνει στη Γερμανία. Η θέση δόθηκε στον μαθητή του, Τζον φον Νόιμαν. Καθώς όμως η κατάσταση στη Γερμανία χειροτέρευε, άλλαξε γνώμη και τελικά αποδέχτηκε τη θέση όταν του προσφέρθηκε ξανά31.
Ο Φέλιξ Μπερνστάιν (1878–1956) και ο Έντμουντ Λαντάου (1877–1938) ήταν επίσης μαθητές του Χίλμπερτ στο Γκέτινγκεν και αναγκάστηκαν επίσης να εγκαταλείψουν τη Γερμανία λόγω των ναζί.
Ο Μπερνστάιν διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν το 1921 και απολύθηκε το 1934. Την ειδοποίηση της απόλυσής του την έλαβε κατά τη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού στις ΗΠΑ και επέλεξε να μη γυρίσει πίσω. Εργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια έως το 1936 και ως καθηγητής Βιομετρίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης από το 1936 έως το 1943.
Ο Λαντάου δίδαξε ως αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου από το 1899 έως το 1909. Μετά τον θάνατο του Μινκόφσκι το 1909, ανέλαβε την έδρα του και έγινε καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Το 1921 εκλέχθηκε πρόεδρος της Γερμανικής Μαθηματικής Εταιρείας, μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας Φυσικών Επιστημών και μέλος της Βασιλικής Δανικής Ακαδημίας Επιστημών. Το 1924 έγινε επίτιμο μέλος της Μαθηματικής Εταιρείας του Λονδίνου και αντίστοιχο μέλος της Πρωσικής και της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών.
Το 1925, ο Λαντάου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του «Ινστιτούτου Μαθηματικών Αϊνστάιν» στο νεοσύστατο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Έγινε ο πρώτος καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο και διαπραγματεύτηκε τη μεταφορά της βιβλιοθήκης του Φέλιξ Κλάιν από το Γκέτινγκεν στην Ιερουσαλήμ, η οποία χρησίμευσε ως βάση για νέα βιβλιοθήκη μαθηματικών. Η εναρκτήρια διάλεξη για τα ανώτερα μαθηματικά δόθηκε από τον Λαντάου στα σύγχρονα εβραϊκά. Όταν το 1928 ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου, Τζούντα Μάγκνες, πρότεινε τον Λαντάου για πρύτανη, ο Αϊνστάιν και ο Βάιζμαν υποστήριξαν τον Σέλιγκ Μπροντέτσκι. Προσβεβλημένος, ο Λαντάου επέστρεψε στο Γκέτινγκεν και παρέμεινε μέχρι που αναγκάστηκε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα το 1934. Μέχρι τον θάνατό του δίδασκε μόνο σποραδικά στις Βρυξέλλες και στο Κέμπριτζ.
Μεταξύ άλλων εξεχόντων Εβραίων μαθηματικών που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από τη ναζιστική Γερμανία ήταν ο Ρίτσαρντ Κουράν (1888 – 1972), ένας από τους τρεις επικεφαλής του Ινστιτούτου του Γκέτινγκεν. Έφυγε από τη Γερμανία για το Κέμπριτζ το 1933, καθώς είχε χάσει τη θέση του, όχι επειδή ήταν Εβραίος (τον εξαιρούσε ο νόμος Berufsbeamtengesetz ως βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά λόγω της συμμετοχής του στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Пροσπάθησε αρχικά να παραμείνει κοντά στη Γερμανία, πιστεύοντας ότι το ναζιστικό καθεστώς δεν θα διαρκούσε. Πήγε πρώτα στο Κέμπριτζ, αλλά δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί εκεί. Νοσταλγούσε τόσο πολύ την πατρίδα του που επέστρεψε στη Γερμανία πριν μεταναστεύσει ξανά то 1934, αυτή τη φορά για μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Χανς Μπέτε (1906 – 2005)
Άλλο ένα θύμα της «Μεγάλης Εκκαθάρισης» ήταν και ο φυσικός Χανς Μπέτε (1906 – 2005). Ο Μπέτε γεννήθηκε στο Στρασβούργο, όταν η Αλσατία ανήκε στη Γερμανία υπό τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο τον Β’. Ο πατέρας του ήταν προτεστάντης και η μητέρα του ήταν Εβραία, αλλά ασπάστηκε το λουθηρανισμό πριν γνωρίσει τον πατέρα του Χανς. Όταν ο Χανς ήταν εννέα ετών η οικογένεια μετακόμισε στη Φρανκφούρτη. Τα ταλέντα του Μπέτε, ειδικά στα μαθηματικά, φανερώθηκαν νωρίς. Όταν ο Χανς τελείωσε το Gymnasium, ήξερε ότι ήθελε να γίνει φυσικός. Μετά από δύο χρόνια σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης παρακολούθησε το σεμινάριο του Άρνολντ Ζόμερφελντ στο Μόναχο, από όπου απέκτησε το διδακτορικό του το 1928. Μετά από μια σύντομη παραμονή στη Στουτγάρδη ως βοηθός του Πολ Έγουολντ, επέστρεψε στο Μόναχο για να ξεκινήσει τη διατριβή του επί υφηγεσία και την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία με τον Ζόμερφελντ. Κατά την περίοδο 1930-1931 ήταν συνεργάτης με την υποτροφία Ροκφέλερ στο Εργαστήριο Κάβεντις στο Κέμπριτζ και στη Ρώμη στο Ινστιτούτο του Ενρίκο Φέρμι. Το 1932 πέρασε πάλι έξι μήνες στη Ρώμη εργαζόμενος με τον Φέρμι. Μέχρι το 1933 είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους εξέχοντες θεωρητικούς της γενιάς του. Τα μεγάλα άρθρα που δημοσίευσε στο Handbuch der Physik για την κβαντική θεωρία σε συστήματα με ένα και δύο ηλεκτρόνια και για την κβαντική θεωρία των στερεών σωμάτων έγιναν κλασικά αμέσως μόλις δημοσιεύτηκαν. Τον Απρίλιο του 1933, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Μπέτε εκδιώχθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιου του Τίμπινγκεν, επειδή είχε δύο Εβραίους παππούδες. Έφυγε για την Αγγλία όταν έλαβε προσφορά για θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ μέσω του διδακτορικού του επιβλέποντα Άρνολντ Ζόμερφελντ (1868–1951) και του συνεργάτη του εκεί Ουίλιαμ Λώρενς Μπραγκ (1890–1971). Τελικά το Φεβρουάριο του 1935 ο Μπέτε εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Κορνέλ32.
Άλλος ένας διαπρεπής γερμανός φυσικός που μετανάστευσε ήταν ο Ρούντολφ Πάιερλς (1907 – 1995). Ο Πάιερλς σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με τον Άρνολντ Σόμερφελντ, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας με τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και στο ETH Ζυρίχης με τον Βόλφγκανγκ Πάουλι. Αφού έλαβε το διδακτορικό του από τη Λειψία το 1929, έγινε βοηθός του Πάουλι στη Ζυρίχη. Το 1932, του απονεμήθηκε η υποτροφία Ροκφέλερ, την οποία χρησιμοποίησε για σπουδές στη Ρώμη με τον Ενρίκο Φέρμι και στη συνέχεια στο Εργαστήριο Κάβεντις στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ με τον Ραλφ Χ. Φάουλερ. Λόγω της εβραϊκής του καταγωγής, επέλεξε να μην επιστρέψει στην πατρίδα του μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, αλλά να παραμείνει στη Βρετανία, όπου εργάστηκε με τον Χανς Μπέτε στο Πανεπιστήμιο Βικτώρια του Μάντσεστερ και στη συνέχεια στο Εργαστήριο Μοντ στο Κέμπριτζ. Το 1937, ο Μαρκ Όλιφαντ, νεοδιορισμένος Αυστραλός καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, τον προσέλαβε για μια νέα έδρα εφαρμοσμένων μαθηματικών.
Στον μακρύ κατάλογο αυτώντωνεπιστημόνων που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν το 1933 ήταν και ο φυσικοχημικός και φυσικός Φράνσις Σάιμον (1893 – 1956). Γεννημένος ως Φραντς Όιγκεν Σάιμον από εβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο, ο Φραντς ήταν γιος του Ερνστ Σάιμον και της Άννας Μέντελσον, κόρης του μαθηματικού Φίλιμπερτ Μέντελσον. Δύο από τα ξαδέρφια του, ο Κουρτ Μέντελσον και ο Χάινριχ Μέντελσον, ήταν επίσης επιστήμονες. Στο Βερολίνο, φοίτησε στο γυμνάσιο «Kaiser-Friedrich-Reform» στο Σαρλότενμπουργκ, όπου οι κλίσεις του προς τις φυσικές επιστήμες ήταν ήδη εμφανείς από τα σχολικά του χρόνια. Με πρόταση του βιοχημικού και γιατρού Λέονορ Μικαέλις, φίλου της οικογένειας, ο Φραντς σπούδασε φυσικές επιστήμες. Ξεκίνησε τις σπουδές του, πρώτα στο Γκέτινγκεν και στη συνέχεια στο Μόναχο, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει το φθινόπωρο του 1913 όταν κλήθηκε να υπηρετήσει ως εθελοντής για ένα έτος. Λίγο πριν το τέλος της θητείας του, ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Φραντς συνέχισε να υπηρετεί στο πυροβολικό, στο Δυτικό Μέτωπο, από το 1914 έως το 1918. Δηλητηριάστηκε σε επίθεση με αέριο και τραυματίστηκε δύο φορές. Το δεύτερο τραύμα, που έλαβε μόλις δύο ημέρες πριν από την Ανακωχή της Κομπιέν (11 Νοεμβρίου 1918), ήταν τόσο σοβαρό που δεν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο μέχρι την άνοιξη του 1919. Για το προσωπικό του θάρρος, ο Σάιμον τιμήθηκε με τον Σιδερένιο Σταυρό Α’ Τάξης, αν και αργότερα δεν ήθελε να θυμάται αυτό το κεφάλαιο της ζωής του.
Ο Σάιμον ανήκε σε μια γενιά που είχε χάσει πολλά χρόνια ακαδημαϊκής εκπαίδευσης λόγω της συμμετοχής της στον πόλεμο. Ξεκίνησε ξανά τις σπουδές του, αυτή τη φορά στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου παρακολουθώντας διαλέξεις των Μαξ Πλανκ, Μαξ φον Λάουε, Φριτς Χάμπερ και Βάλτερ Νερνστ. Ο τελευταίος, γνωστός για το θεώρημα θερμότητας Νερνστ που χρησιμοποιήθηκε από τον Μαξ Πλανκ στην ανάπτυξη του τρίτου νόμου της θερμοδυναμικής, έγινε επιβλέπων του Σάιμον για τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα τη συμπεριφορά της ειδικής θερμοχωρητικότητας των ουσιών σε χαμηλές θερμοκρασίες. Αφού έλαβε το διδακτορικό του τον Δεκέμβριο του 1921, ο Σάιμον διορίστηκε το 1922 βοηθός του Νερνστ. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Σαρλότ Μύνχχαουζεν, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Το 1924 έγινε λέκτορας και το 1927 έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια των χρόνων του στο Βερολίνο ανέπτυξε εξαιρετική επιστημονική παραγωγικότητα και δημοσίευσε συνολικά 50 επιστημονικές εργασίες μεταξύ 1922 και 1931. Οι περισσότερες από αυτές ασχολήθηκαν με προβλήματα θερμοδυναμικής και φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών.

Φράνσις Σάιμον (1893 – 1956)
Το 1931, ο Σάιμον αποδέχτηκε μια θέση στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μπρέσλαου, όπου έγινε διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας. Ενώ ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να φύγει από το Βερολίνο, ένα από τα πιο διάσημα επιστημονικά κέντρα στον κόσμο, το Μπρέσλαου του πρόσφερε την προοπτική να κατασκευάσει ένα μεγάλο και καλύτερα εξοπλισμένο εργαστήριο χαμηλών θερμοκρασιών από αυτό που είχε κάνει στο Βερολίνο. Προσκλήθηκε επίσης από τον φυσικοχημικό Γκίλμπερτ Νιούτον Λιούις να διδάξει στο εαρινό εξάμηνο του επόμενου έτους στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ. Δέχτηκε, αλλά, λόγω των κακών προαισθημάτων του, επέμεινε να μετακομίσουν η γυναίκα του και τα παιδιά του στην Ελβετία και να παραμείνουν εκεί μέχρι να επιστρέψει. Τον Απρίλιο τηλεφώνησε στη γυναίκα του από το Μπέρκλεϋ για να τη συμβουλεύσει να μην τολμήσει να επιστρέψει, καθώς θεωρούσε τον ναζισμό «αναπόφευκτο». Παρ’ όλα αυτά, εκείνη επέστρεψε και ο Σάιμον αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο τον Ιανουάριο του 193333. Επιστρέφοντας στο Μπρέσλαου, διορίστηκε κοσμήτορας της Σχολής Χημείας και Μεταλλείων και ασχολήθηκε με διοικητικά ζητήματα. Τον Ιανουάριο του 1933, μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία στη Γερμανία, ο Σάιμον συνειδητοποίησε την ανάγκη να μεταναστεύσει. Αν και οι αντιεβραϊκοί νόμοι δεν επηρέαζαν ακόμη την κατάστασή του εκείνη την εποχή (οι βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αποβλήθηκαν από τα πανεπιστήμια), άρχισε να αναζητά μια κατάλληλη θέση στο εξωτερικό. Τον Ιούνιο του 1933 έλαβε πρόσκληση από τον Φρέντερικ Λίντεμαν, Διευθυντή του Εργαστηρίου Clarendon στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και την αποδέχτηκε με χαρά.
Ενώ ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, ένας αξιωματούχος απαίτησε να παραδώσουν τα διαβατήριά τους στην αστυνομία. Καθώς το έκανε αυτό, ο Σάιμον πέταξε τον Σιδερένιο Σταυρό του και άλλα μετάλλια στο τραπέζι, επαναλαμβάνοντας περιφρονητικά τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο Κάιζερ όταν τον παρασημοφόρησε στον Μεγάλο Πόλεμο: «Η Πατρίδα θα σας είναι για πάντα ευγνώμων». Τα διαβατήρια αργότερα επιστράφηκαν, αν και οι Σάιμον δεν έμαθαν ποτέ γιατί. Όταν ο Σάιμον έφυγε από τη Γερμανία, χάρη σε έναν διεφθαρμένο τελωνειακό υπάλληλο, μπόρεσε να πάρει μαζί του τον εξοπλισμό του εργαστηρίου του. Η Σαρλότ ακολούθησε δύο μήνες αργότερα με τα κορίτσια, έναν φίλο και μια τεράστια ποσότητα αποσκευών34.
Ο Λίντεμαν κατάφερε να εξασφαλίσει ερευνητικές επιχορηγήσεις από την Imperial Chemical Industries (ICI) για τον Σάιμον και τρεις άλλους φυσικούς πρόσφυγες (επίσης ειδικούς στη φυσική χαμηλών θερμοκρασιών και επίσης από το Μπρέσλαου) – τον Κουρτ Μέντελσον (ξάδερφο του Σάιμον), τον Νίκολας Κούρτι και τον Χάιντς Λόντον35.
Στην Αγγλία ο Φραντς Σάιμον αυτοαποκαλούνταν πλέον «Φράνσις Σάιμον». Οι ευκαιρίες εργασίας του εκεί ήταν αρχικά πολύ περιορισμένες και δεν είχε σχεδόν τους πόρους που είχε στο Μπρέσλαου ή στο Βερολίνο. Η επιχορήγηση του ICI ήταν 800 λίρες ετησίως, μόνο για δύο χρόνια. Χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό που είχε φέρει μαζί του από τη Γερμανία, πραγματοποίησε πρωτοποριακή εργασία στη φυσική χαμηλών θερμοκρασιών.
Ο Σάιμον άρχισε να αναγνωρίζεται διεθνώς. Το 1935 έδινε μία από τις διαλέξεις του Βασιλικού Ιδρύματος κάθε Παρασκευή βράδυ, για την οποία έλαβε μεγάλη αποδοχή. Εκλέχτηκε επίσης μέλος της Φυσικής Εταιρείας. Καθώς δεν είχε ισχυρό ηλεκτρομαγνήτη στο Κλάρεντον, άρχισε με τον Κούρτι να επισκέπτονται τα εργαστήρια στο Μπελβιού κοντά στο Παρίσι. Εκεί, την άνοιξη του 1936, οι δύο στενοί συνεργάτες πέτυχαν την πρώτη υγροποίηση του ηλίου με μαγνητική ψύξη, το οποίο έδωσε θερμοκρασία 0,01° πάνω από το απόλυτο μηδέν36.
Η επιχορήγηση του ICI παρατάθηκε έως το 1938, γεγονός που του επέτρεψε να απορρίψει μια προσφορά δεκαετούς συμβολαίου με ετήσιο μισθό 2 000 λίρες, ως καθηγητή φυσικοχημείας στην Κωνσταντινούπολη. Το 1936, παρά την υποστήριξη των Αϊνστάιν, Νερνστ, Πλανκ και Ράδερφορντ, δεν κατάφερε να νικήσει τον Μαρκ Όλιφαντ για την Έδρα Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ. Η εργασιακή του ασφάλεια στην Οξφόρδη βελτιώθηκε το 1936, όταν διορίστηκε λέκτορας Θερμοδυναμικής37. Το 1939 ο Σάιμον απέκτησε τελικά τη βρετανική υπηκοότητα.
Ο Φριτς Χάμπερ (1868 – 1934), ίσως περίμενε να γλιτώσει από τις ναζιστικές διώξεις, παρόλο που ήταν Εβραίος. Ήταν ένας διάσημος χημικός που είχε σώσει μαζί με τον Καρλ Μπος τη Γερμανία τους πρώτους μήνες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένας αφομοιωμένος Εβραίος και ένας ένθερμος πατριώτης Γερμανός. Για αυτόν, οι αντισημιτικές πολιτικές του Χίτλερ ήταν απίστευτες. Ήταν τόσο πιστός στο Κράτος όσο οποιοσδήποτε άλλος. Ο λόγος για την αυτοπεποίθηση του Χάμπερ ήταν ότι χωρίς αυτόν η Γερμανία θα είχε χάσει τον Μεγάλο Πόλεμο μέσα σε ένα χρόνο. Ο Κάιζερ είχε στοιχηματίσει σε έναν γρήγορο πόλεμο όταν η Γερμανία επιτέθηκε τον Αύγουστο του 1914. Ωστόσο, μετά από μια ορμητική επίθεση τις πρώτες εβδομάδες, ο στρατός βυθίστηκε στον πόλεμο των χαρακωμάτων.

Φριτς Χάμπερ και Άλμπερτ Αϊνστάιν
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή πυρομαχικών απαιτούσε μεγάλες ποσότητες νιτρικών αλάτων. Οι Σύμμαχοι είχαν πρόσβαση σε μεγάλα κοιτάσματα νιτρικού νατρίου στη Χιλή που ελέγχονταν από τις βρετανικές εταιρείες. Η Γερμανία δεν είχε τέτοιους φυσικούς πόρου. Ήδη όμως το 1909, ο Χάμπερ είχε καταφέρει, σε εργαστηριακή κλίμακα, να μετατρέψει άζωτο σε συνθετική αμμωνία. Η όλη διαδικασία μετατρέπει το ατμοσφαιρικό άζωτο (N2) σε αμμωνία (NH3) μέσω μιας -αμφίπλευρης- αντίδρασης με υδρογόνο (H2) χρησιμοποιώντας έναν μεταλλικό καταλύτη (το όσμιο) υπό πολύ υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις. Η όλη ιδέα της μεθόδου και τα δικαιώματα χρήσης της αγοράστηκαν άμεσα από τη γερμανική χημική εταιρεία BASF, η οποία με τη σειρά της ανέθεσε στον χημικό και μηχανικό Καρλ Μπος το δύσκολο έργο της κλιμάκωσης της εργαστηριακής συσκευής του Χάμπερ σε πλήρη παραγωγή βιομηχανικού επιπέδου. Αυτός το επέτυχε ένα έτος αργότερα, το 1910. Πλούσιος και με φήμη ο Χάμπερ το 1911 μετακόμισε στο Βερολίνο για να διευθύνει το Ινστιτούτο Φυσικοχημείας και Ηλεκτροχημείας Κάιζερ Γουλιέλμος. Εκεί θα γίνει φίλος με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν. Αμμωνία παρασκευάστηκε για πρώτη φορά χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Χάμπερ-Μπος σε βιομηχανική κλίμακα το 1913 στο εργοστάσιο του Λούντβιχσχαφεν (Oppau) της εταιρείας BASF στη Γερμανία, φτάνοντας τους 20 τόνους αμμωνίας την ημέρα, το επόμενο έτος. Η συνθετική αμμωνία προερχόμενη από τη μέθοδο Χάμπερ-Μπος χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή νιτρικού οξέος, μιας πρόδρομης ένωσης των νιτρικών αλάτων που χρησιμοποιούνται στα εκρηκτικά και στα πυρομαχικά38. Έτσι, απεριόριστες ποσότητες εκρηκτικών μπορούσαν να παρασκευαστούν χωρίς την ανάγκη εισαγωγών από τη Χιλή. Το πιο σημαντικό για την ανθρωπότητα μακροπρόθεσμα, τα νιτρικά άλατα αποτελούν τη βάση για τα λιπάσματα και η ανακάλυψη του Χάμπερ οδήγησε σε τεράστια αύξηση της γονιμότητας του εδάφους σε όλο τον κόσμο.
Οι Χάμπερ και Μπος έλαβαν αργότερα βραβεία Νόμπελ Χημείας, το 1918 και το 1931, αντίστοιχα, για το συνολικό έργο τους στην αντιμετώπιση των χημικών και μηχανικών προβλημάτων της τεχνολογίας μεγάλης κλίμακας, συνεχούς ροής και πολύ υψηλής πίεσης.
Ο Χάμπερ όμως έγινε διάσημος, για μια ακόμη υπηρεσία στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις: εισήγαγε το δηλητηριώδες αέριο. Είχε απαγορευτεί από τη Σύμβαση της Χάγης, την οποία είχε υπογράψει η Γερμανία. Το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο απέφυγε το ζήτημα λέγοντας ότι τα βλήματα που περιείχαν δηλητήριο είχαν απαγορευτεί, αλλά όχι το αέριο που απελευθερωνόταν απευθείας από κυλίνδρους. Ο Χάμπερ δεν ανησυχούσε για το ζήτημα της νομιμότητας, ισχυριζόμενος ότι οι Γάλλοι το είχαν χρησιμοποιήσει πρώτοι, κάτι που ήταν αναληθές, και αγνόησε τις αντιρρήσεις του νεότερου του, Ότο Χαν. Ρίχτηκε στο έργο, στο οποίο τον βοήθησαν επίσης οι Τζέιμς Φρανκ και Γκούσταβ Χερτζ, και οι δύο μελλοντικοί νικητές του βραβείου Νόμπελ. Ωστόσο ο Μαξ Μπορν αρνήθηκε39.
Η σύζυγος του Χάμπερ, Κλάρα Ίμερβαρ, που ήταν και η ίδια χημικός (από τις πρώτες γυναίκες κατόχους διδακτορικού Χημείας στην Ιστορία παγκοσμίως), ήταν αντίθετη με την ενασχόληση του συζύγου της με τα δηλητηριώδη αέρια και τελικώς αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του πιστόλι στον κήπο τους (2 Μαΐου 1915), αντιδρώντας στην επιτόπια παρουσία του κατά την πρώτη επιτυχημένη χρήση χλωρίου στη δεύτερη Μάχη του Υπρ (22 Απριλίου 1915). Την ίδια ημέρα ο Χάμπερ ανεχώρησε για το Ανατολικό Μέτωπο, για να οργανώσει και να επιβλέψει προσωπικά την απελευθέρωση δηλητηριωδών αερίων κατά των Ρώσων. Οι Σύμμαχοι ανέπτυξαν παράλληλα τα δικά τους χημικά όπλα, όπως το καυστικό αέριο μουστάρδας. Μάλιστα σε μία από τις επιθέσεις τους, στις 14 Οκτωβρίου 1918, ένα από τα θύματα ήταν ο νεαρός δεκανέας Αδόλφος Χίτλερ ο οποίος πέρασε μήνες στο νοσοκομείο στο Πάσεβαλκ, κοντά στο Βερολίνο, με φριχτούς πόνους στα μάτια40.
Ο Χάμπερ ονομάστηκε εγκληματίας πολέμου από τους νικηφόρους συμμάχους, και του απαγόρευσαν να εργάζεται πάνω σε δηλητηριώδη αέρια για στρατιωτικούς σκοπούς μετά το τέλος του πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να συνεργάζεται κρυφά για την Ισπανία μέχρι το 1925, όταν τα δηλητηριώδη αέρια απαγορεύτηκαν από τις Συνθήκες του Λοκάρνο. Στη συνέχεια, εργάστηκε πάνω στη χρήση τους σε ζώα. Μέσω της Εταιρείας για την Καταπολέμηση των Παρασίτων, την οποία ίδρυσε, πραγματοποίησε πειράματα που οδήγησαν άμεσα στην παραγωγή του Zyklon B, του αερίου που θα χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για την εξόντωση των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου κατά τον Β’ΠΠ.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι κατονόμασαν τον Χάμπερ ως εγκληματία πολέμου. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι το έργο του δεν εξασφάλισε την έγκριση των Ναζί. Ο αντισημιτισμός απέκλειε κάθε εκτίμηση για τις παρελθούσες ή μελλοντικές υπηρεσίες στις πολεμικές προσπάθειες της Γερμανίας. Θα μπορούσε να είχε εξοικονομήσει χρόνο στους Ναζί στην ανάπτυξη και την αξιοποίηση μεταγενέστερων τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία Εβραίων.
Όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, ο Χάμπερ δεν απελάθηκε, αλλά η ζωή του δυσκόλεψε: το εβραϊκό προσωπικό του απολύθηκε και δεν του επιτράπηκε να επιλέξει τους αντικαταστάτες του. Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και πήγε στο Κέμπριτζ, όπου τον δέχτηκε το Τμήμα Χημείας. Παρά την υποστήριξη που έλαβε στην αίτησή του να εγκατασταθεί στην Αγγλία, η διαδικασία δεν ήταν εύκολη, καθώς υπήρχε ακόμα κάποια δυσαρέσκεια γι’ αυτόν ως εφευρέτη του δηλητηριώδους αερίου. Ο Ράδερφορντ, ενώ υποστήριζε την αίτηση του Χάμπερ, αρνήθηκε να τον συναντήσει και ο νεοφερμένος αντιμετώπισε επίσης εχθρότητα μεταξύ του προσωπικού του εργαστηρίου. Λίγους μήνες αργότερα, ο Χάμπερ πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Βασιλεία, σε ηλικία 65 ετών. Στη Γερμανία, ο θάνατός του οδήγησε σε μία ακόμη εκδήλωση της ναζιστικής αποδοκιμασίας. Όταν πραγματοποιήθηκε μια επιμνημόσυνη δέηση, η κυβέρνηση απαγόρευσε στους πρώην συναδέλφους του να παραστούν. Δεν επιτράπηκε η δημοσιότητα και ο Μαξ φον Λάουε, ο οποίος είχε γράψει νεκρολογία, επιπλήχθηκε41.
H Λιζ Μάιτνερ (1878 – 1968), γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1878 στη Βιέννη. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά του ζεύγους Μάιτνερ. Ο πατέρας της, Φίλιπ, εβραϊκής καταγωγής, ήταν ευκατάστατος δικηγόρος και η μητέρα της, Χέντβιχ της καλλιέργησε την αγάπη για τη μουσική. Από την παιδική της ηλικία η Λιζ εκδήλωσε την ισχυρή της κλίση προς τα μαθηματικά και τη φυσική. Πρότυπό της ήταν η Μαρί Κιουρί, και αποφάσισε ότι ήθελε και αυτή να ασχοληθεί με τη ραδιενεργή ακτινοβολία. Παρά το ότι η εκπαίδευση στην Αυστρία της εποχής δεν προετοίμαζε κορίτσια για είσοδο στο πανεπιστήμιο (τα αυστριακά πανεπιστήμια άνοιξαν τις πόρτες τους στις γυναίκες το 1897), οι γονείς της προσέλαβαν κατ’ οίκον εκπαιδευτικούς και, το 1901, η Λιζ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου είχε καθηγητή τον Λούντβιχ Μπόλτσμαν. Το 1905 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με διδακτορικό στη φυσική. Ήταν το πρώτο διδακτορικό στη φυσική που απένειμε το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο σε γυναίκα.
Η Λιζ Μάιτνερ έφτασε στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ-Βίλχελμ του Βερολίνου τον Σεπτέμβριο του 1907. Υπολόγιζε να σπουδάσει εκεί μερικά εξάμηνα· θα έμενε όμως για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Επέλεξε το Βερολίνο επειδή, όπως της είχε πει ο Μπόλτσμαν ήταν πόλος έλξης για τον γερμανόφωνο κόσμο, αλλά πάνω απ’ όλα, επειδή γνώριζε το όνομα του Μαξ Πλανκ και τον είχε δει όταν είχε προσκληθεί στη Βιέννη ως πιθανό διάδοχο του Μπόλτσμαν. Δεν είχε ακούσει για την κβαντική θεωρία του, αν και είχε δημοσιευτεί το 1900, και δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για το Βερολίνο, ούτε καν ότι οι γυναίκες εξακολουθούσαν να αποκλείονται από τα πρωσικά πανεπιστήμια42.
Η Λιζ αναγκάστηκε να ζητήσει ειδική άδεια από τον Μαξ Πλανκ για να παρακολουθήσει τις διαλέξεις του: «Με δέχτηκε πολύ ευγενικά και λίγο αργότερα με κάλεσε στο σπίτι του. Την πρώτη φορά που τον επισκέφτηκα εκεί, μου είπε: “Μα είσαι ήδη Διδάκτωρ! Τι άλλο θέλεις;” Όταν απάντησα ότι θα ήθελα να κατανοήσω πραγματικά τη φυσική, είπε μόνο μερικά φιλικά λόγια και δεν επεξήγησε περαιτέρω το θέμα. Φυσικά, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να έχει πολύ καλή γνώμη για τις φοιτήτριες, και πιθανώς αυτό να ήταν αρκετά αληθινό εκείνη την εποχή.»43. Η Μάιτνερ είχε δίκιο. Η γνώμη του Πλανκ ήταν στην πραγματικότητα καταγεγραμμένη, δημοσιευμένη το 1897 από έναν δημοσιογράφο του Βερολίνου που ρώτησε περίπου εκατό καθηγητές, δασκάλους και συγγραφείς για τις απόψεις τους σχετικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση των γυναικών. Η απάντηση του, τότε 39χρονου, Μαξ Πλανκ ήταν σαφώς προς το συντηρητικό άκρο του φάσματος: «Αν μια γυναίκα διαθέτει ένα ιδιαίτερο χάρισμα για τα καθήκοντα της θεωρητικής φυσικής, καθώς και την ορμή να αναπτύξει το ταλέντο της, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει κατά καιρούς, τότε θεωρώ άδικο, από προσωπική αλλά και από αντικειμενική άποψη, να της αρνούμαστε κατηγορηματικά τα μέσα για σπουδές κατ’ αρχήν· αν αυτό είναι καθόλου συμβατό με την ακαδημαϊκή τάξη, θα την δεχτώ πρόθυμα, δοκιμαστικά και πάντα ανακλητά, στις διαλέξεις και στα πρακτικά μου μαθήματα… Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εμείνω στην άποψη ότι μια τέτοια περίπτωση πρέπει πάντα να θεωρείται εξαίρεση … η ίδια η Φύση έχει ορίσει για τη γυναίκα την κλίση της ως μητέρας και νοικοκυράς και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αγνοηθούν οι φυσικοί νόμοι χωρίς σοβαρή ζημιά, η οποία σε αυτή την περίπτωση θα εμφανιζόταν ιδιαίτερα στην επόμενη γενιά …»44.
Η Λίζα σύντομα συνειδητοποίησε ότι οι διαλέξεις του Πλανκ δεν θα της απασχολούσαν όλο τον χρόνο και έψαξε για ένα μέρος για να κάνει κάποια πειραματική εργασία. Όταν απευθύνθηκε στον καθηγητή Χάινριχ Ρούμπενς, επικεφαλής του Ινστιτούτου Πειραματικής Φυσικής, εκείνος της πρόσφερε μια θέση στο δικό του εργαστήριο. Πάνω από πενήντα χρόνια αργότερα, ο Όττο Χαν θα ανέφερε την 28η Σεπτεμβρίου 1907 ως την ημέρα που γνώρισε για πρώτη φορά τη Λιζ Μάιτνερ. Θα εργάζονταν κάτω από την ίδια στέγη για τα επόμενα τριάντα ένα χρόνια, αρχικά μαζί και στη συνέχεια ανεξάρτητα, οι πιο στενοί συνάδελφοι, οι καλύτεροι φίλοι45. Στις κοινές τους έρευνες η Μάιτνερ ήταν η φυσικός και ο Χαν ο χημικός. Η συνεργασία αυτή κατέληξε, στην ανακάλυψη μιας σειράς ισοτόπων, συμπεριλαμβανομένου, το 1917, του πρωτακτινίου, του χημικού στοιχείου με ατομικό αριθμό 91. Για την ανακάλυψη αυτή τιμήθηκε με το «Μετάλλιο Λάιμπνιτς» από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου. Το 1923 η Λιζ ανακάλυψε μια σημαντική ιδιότητα των ατόμων, όταν εκπέμπουν ένα ηλεκτρόνιο και απελευθερώνουν κάποια προηγουμένως συσσωρευμένη ενέργεια. Αυτή η ιδιότητα θα ανακαλυφθεί ανεξάρτητα λίγο αργότερα από τον Γάλλο φυσικό Πιερ Οζέ. Σήμερα το φαινόμενο ονομάζεται φαινόμενο Οζέ – αγνοώντας το όνομα και τη συμβολή της Λιζ Μάιτνερ46.
Το 1926 η Μάιτνερ έγινε η πρώτη γυναίκα στη Γερμανία που ανέλαβε την έδρα Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ-Βίλχελμ του Βερολίνου. Το 1929 στην ομάδα Χαν – Μάιτνερ προστέθηκε και ο χημικός Φριτς Στράσμαν.
Με την άνοδο στην εξουσία του ναζιστικού καθεστώτος, σχεδόν όλοι οι συνεργάτες της Μάιτνερ, έχοντας εβραϊκή καταγωγή, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν ή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να διαφύγουν στο εξωτερικό. Η ίδια η Μάιτνερ, επίσης εβραϊκής καταγωγής, προστατεύτηκε αρχικά από την αυστριακή της υπηκοότητα, παραμένοντας σιωπηλή στη θέση και στις έρευνές της. Αργότερα παραδέχτηκε ότι αυτό ήταν σφάλμα, κι έπρεπε να είχε αποχωρήσει μαζί τους. Το 1938, όμως, ύστερα από την Προσάρτηση της Αυστρίας, όλοι οι Αυστριακοί υποχρεώθηκαν να εναρμονιστούν με τους νόμους της Ναζιστικής Γερμανίας, εφόσον θεωρούνταν πλέον πολίτες της. Η ναζιστική κυβέρνηση δεν χορηγούσε πλέον βίζες εξόδου στους επιστήμονες και η Μάιτνερ βρέθηκε παγιδευμένη. Θέλοντας, ωστόσο, να εγκαταλείψει οπωσδήποτε τη χώρα, αποφάσισε να «πάει διακοπές» στην Ολλανδία, για την οποία δεν χρειαζόταν βίζα. Στις 13 Ιουλίου 1938 στα σύνορα το τρένο που τη μετέφερε σταμάτησε και όλοι οι επιβάτες πέρασαν από έλεγχο. Η περίπολος ελέγχου εξέτασε εξονυχιστικά το αυστριακό διαβατήριό της, ληγμένο ήδη από δεκαετίας. Ο Χαν της είχε δώσει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, ώστε να δωροδοκήσει, αν χρειαζόταν, τους συνοριοφύλακες. Με τη βοήθεια, όμως, των Ολλανδών συναδέλφων της φυσικών Ντιρκ Κόστερ και Άντριααν Φόκκερ, που κατάφεραν να πείσουν την περίπολο ότι η Μάιτνερ είχε άδεια για να πραγματοποιήσει το ταξίδι, η περίπολος τελικά της επέτρεψε να συνεχίσει το ταξίδι χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει το δαχτυλίδι. Φθάνοντας στην Ολλανδία οι συνάδελφοί της φρόντισαν να τη φυγαδεύσουν στη Σουηδία, αφού πρώτα προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να της βρουν μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν. Την 1η Αυγούστου 1938, η Μάιτνερ τελικά έφτασε στη Στοκχόλμη. Τον ίδιο μήνα έλαβε πρόσκληση από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια και από τον Ε. Ο. Λόρενς στο Μπέρκλεϋ για να δώσει μερικές διαλέξεις το φθινόπωρο. Η Μάιτνερ θα προτιμούσε την Αγγλία, και μάλιστα αρκετοί συνάδελφοι προσπαθούσαν να βρουν κάτι για εκείνη εκεί, αλλά ο Λίντεμαν ο οποίος ήταν γνωστός για την αντιπάθειά του προς τις γυναίκες δεν προώθησε μια τέτοια δυνατότητα για την Οξφόρδη. Τελικά έμεινε στη Στοκχόλμη, όπου κατέλαβε μια θέση στο Ινστιτούτο Νόμπελ Πειραματικής Φυσικής, στο εργαστήριο του Μάνε Ζίγκμπαν, νομπελίστα Φυσικής του 1924, παρά την αντιπάθεια του Σουηδού επιστήμονα στις γυναίκες επιστήμονες. Η αμοιβή της, όπως διαπίστωσε, δεν ήταν μισθός του Ινστιτούτου αλλά ένα πολύ μέτριο επίδομα από τη Βασιλική Ακαδημία, περίπου όσο ενός νεαρού βοηθού. Εκεί συνδέθηκε με τον Νιλς Μπορ, που ταξίδευε συχνά από την Κοπεγχάγη, ενώ διατήρησε τις επαφές της με τον Όττο Χαν δι’ αλληλογραφίας47.

Όττο Χαν και Λιζ Μάιτνερ
Ο Χαν συνέχιζε να τη θεωρεί μέλος της ομάδας και την ενημέρωνε για τα πειράματα βομβαρδισμού ουρανίου με νετρόνια. Άλλωστε ήταν ραδιοχημικός και όχι πυρηνικός φυσικός, όπως ήταν η Μάιτνερ, για αυτό στράφηκε σε αυτή. Στην επιστολή του με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου την ενημέρωσε ότι βρέθηκαν μπροστά σε παράδοξα ευρήματα. Ανάμεσα στα προϊόντα διάσπασης του ουρανίου ανίχνευσαν στοιχεία μέσης μάζας, όπως το βάριο (ατομικός αριθμός 56). Αυτό το αποτέλεσμα ήταν απρόσμενο: ένα τόσο μικρό σωματίδιο σαν το νετρόνιο δεν ήταν θεωρητικά ικανό να «σπάσει» τον τεράστιο πυρήνα του ουρανίου σε δύο περίπου ίσα θραύσματα. Κι όμως, αυτή φαινόταν να είναι η μόνη λογική ερμηνεία – ότι ο πυρήνας του ουρανίου είχε διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια αντί να παραμείνει σχεδόν ακέραιος δημιουργώντας ένα στοιχείο λίγο βαρύτερο.
Η απάντησή της έφτασε στο Βερολίνο στις 23 Δεκεμβρίου, αναμφίβολα το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που έλαβε ο Χαν. Την ημέρα που έμαθε για το βάριο, (21 Δεκεμβρίου) η Μάιτνερ απάντησε αμέσως. Στην αρχή έμεινε εξίσου άναυδη. Έγραψε στον Χαν: «Τα αποτελέσματά σας είναι πολύ εκπληκτικά. Μια διαδικασία που λειτουργεί με βραδέα νετρόνια και οδηγεί στο βάριο! …Προς το παρόν, μου φαίνεται πολύ δύσκολο να αποδεχτώ την υπόθεση μιας τόσο εκτεταμένης έκρηξης, αλλά έχουμε βιώσει τόσες πολλές εκπλήξεις στην πυρηνική φυσική που κανείς δεν μπορεί να πει χωρίς δισταγμό για τίποτα: “Είναι αδύνατο’’»48.
O Χαν θα πρέπει να ένιωσε μεγάλη ανακούφιση από την απάντησή της, γιατί μόνο αφότου την έλαβε άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σημασία της ανακάλυψης του βαρίου.

Από αριστερά: Όττο Ρόμπερτ Φρις, Λιζ Μάιτνερ, Νιλς Μπορ
Η Λιζ έφυγε από τη Στοκχόλμη την Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου για να περάσει τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές με την Εύα φον Μπαρ-Μπέργκιους και την οικογένειά της στο Κούνγκαλβ, στη δυτική ακτή της Σουηδίας. Ο ανιψιό της Μάιτνερ, ο Όττο Ρόμπερτ Φρις, ο οποίος ήταν και αυτός φυσικός που εργαζόταν στην Κοπεγχάγη στο ινστιτούτο του Νιλς Μπορ, ήταν επίσης προσκεκλημένος. Στα απομνημονεύματά του, ο Φρις θυμόταν ότι βρήκε τη θεία τουνα μελετά μια επιστολή από τον Χαν και ήταν πολύ προβληματισμένη. Όταν του έδειξε την επιστολή το περιεχόμενό της ήταν πράγματι τόσο εκπληκτικό που στην αρχή ήταν επιφυλακτικός. Η υπόνοια ότι μπορεί τελικά ο Χαν και ο Στράσμαν να είχαν κάνει λάθος απορρίφθηκε από τη Μάιτνερ. Ο Χαν ήταν πολύ καλός χημικός, τον διαβεβαίωσε, αλλά τα αποτελέσματα δεν έβγαζαν νόημα. Όπως αναφέρθηκε ήδη στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, σκέφτηκαν να παρομοιάσουν τον πυρήνα με μια σταγόνα υγρού σύμφωνα με το μοντέλο του Νιλς Μπορ – ένα εύπλαστο σύνολο που μπορεί να ταλαντωθεί και να παραμορφωθεί. Υπό αυτή την οπτική, η πρόσθεση ενός νετρονίου θα μπορούσε να κάνει τον πυρήνα του ουρανίου να επιμηκυνθεί, να στενέψει στη μέση και τελικά να σπάσει στα δύο, όπως μια σταγόνα νερού που χωρίζεται. Πράγματι, τα θραύσματα που παράγονται ήταν πολύ πιο ελαφριά στοιχεία (π.χ. βάριο) και απελευθερώνονταν και μερικά νετρόνια. Η Μάιτνερ υπολόγισε ότι η μάζα των προϊόντων ήταν ελαφρώς μικρότερη (κατά περίπου 0,1% της αρχικής μάζας του ουρανίου) – η «εξαφανισμένη» αυτή μάζα, σύμφωνα με την εξίσωση E=mc² του Αϊνστάιν, αντιστοιχεί σε τεράστια ενέργεια (~200 MeV) που εκλύεται από κάθε πυρήνα. Όλα τα κομμάτια του παζλ ταίριαζαν πλέον: η διάσπαση του πυρήνα του ουρανίου εξηγούσε τόσο την εμφάνιση του βαρίου όσο και την έκλυση ισχυρής ραδιενέργειας και ενέργειας49.
Η Μάιτνερ και ο Φρις είχαν ανακαλύψει ότι κάτι φαινομενικά αδύνατο ήταν εφικτό: ο ατομικός πυρήνας μπορεί να διαιρεθεί στα συστατικά του.
Σε λίγες μέρες ο Φρις επέστρεψε στην Κοπεγχάγη για να πει τα νέα στον Νιλς Μπορ, ο οποίος επρόκειτο να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του. Στην αυτοβιογραφία του, ο Φρις καταγράφει την αντίδραση του Μπορ. : «Μόλις είχα αρχίσει να του λέω, όταν χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του και αναφώνησε: “Ω, τι ηλίθιοι υπήρξαμε όλοι! Ω, αλλά αυτό είναι υπέροχο! Αυτό ακριβώς πρέπει να είναι! Έχετε γράψει εσείς και η Λιζ Μάιτνερ κάποια εργασία γι’ αυτό;” Είπα ότι δεν είχαμε γράψει ακόμα, αλλά θα το κάναμε αμέσως, και ο Μπορ υποσχέθηκε να μην μιλήσει γι’ αυτό μέχρι να δημοσιευτεί η εργασία.»50.
Ο Φρις ρώτησε τον Ουίλιαμ Άρνολντ, έναν Αμερικανό βιολόγο που εργαζότανε στο ινστιτούτο του Μπορ, ποιο όνομα χρησιμοποιούν οι βιολόγοι για τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης. «δυαδική σχάση», απάντησε ο Άρνολντ. Ο Φρις οραματίστηκε τον πυρήνα που μοιάζει με σταγόνα να διαιρείται σαν ζωντανό κύτταρο. Στην εργασία του με τη Μάιτνερ που δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 11ης Φεβρουαρίου 1939 στο βρετανικό περιοδικού Nature ως «δισέλιδη επιστολή» πρότεινε η διαδικασία να ονομαστεί «σχάση»51. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια από τις σημαντικότερες επιστημονικές ανακοινώσεις και ίσως να είναι το μόνο κείμενο στη φυσική βιβλιογραφία όπου η λέξη «σχάση» εμφανίστηκε ποτέ σε εισαγωγικά52.
Όττο Ρόμπερτ Φρις (1904 – 1979), ήταν γιος μιας από τις μεγαλύτερες αδελφές της Λιζ Μάιτνερ, της Αουγκούστα (Αυγουστίνα). Η πιανίστρια Αυγουστίνα παντρεύτηκε τον ζωγράφο και γραφίστα Ιουστινιανό Φρις, και ο γιος τους Ότο Ρόμπερτ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1904. Αν και ταλαντούχος και στη μουσική και στη ζωγραφική από μικρός αγαπούσε τη φυσική και ήθελε να μοιάσει στη θεία του. Το 1922 ξεκίνησε να σπουδάζει φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και έλαβε το διδακτορικό του το 1926. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε αρχικά σε μικρά εργαστήρια, μέχρι που προσλήφθηκε στο Ινστιτούτο Φυσικοχημείας του Αμβούργου, στην ομάδα του Όττο Στερν. Το 1933 οι δυο τους ανακάλυψαν την ανώμαλη μαγνητική ροπή του πρωτονίου.
Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Φρις, αν και Εβραίος από μητέρα, δεν έμπιπτε τυπικά στο «Νόμο περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας», αλλά έβλεπε ήδη τις συνέπειες του αντισημιτισμού στην πράξη: αποκλεισμοί, επιθέσεις, «προειδοποιήσεις». Έτσι επέλεξε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και το καλοκαίρι του 1933 μετανάστευσε στο Λονδίνο. Εκεί εργάστηκε στο Birkbeck College με τον φυσικό Πάτρικ Μέιναρντ Στιούαρτ Μπλάκετ, μελετώντας θαλάμους νεφών και τεχνητή ραδιενέργεια. Από το 1934 ως το 1939 εργάστηκε στην Κοπεγχάγη στο Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής του Νιλς Μπορ, όπου ασχολήθηκε με τη ραδιενέργεια, τη φυσική νετρονίων και την αλληλεπίδραση των πυρήνων με γάμμα ακτινοβολία. Τα Χριστούγεννα του 1938, όπως ειπώθηκε παραπάνω, επισκέφθηκε τη θεία του στη Σουηδία. Εκεί, συζητώντας τα πειραματικά δεδομένα του Όττο Χαν και του Φριτς Στράσμαν για το βάριο, οι δυο τους κατέληξαν ότι ο πυρήνας του ουρανίου είχε διασπαστεί στα δύο. Ο Φρις επιβεβαίωσε πειραματικά αυτή την ερμηνεία τον Ιανουάριο του 1939 στην Κοπεγχάγη και εισήγαγε τον όρο «πυρηνική σχάση».
Άλλος ένας Αυστριακός φυσικός ήταν ο Βίκτορ «Βίκι» Βάισκοπφ (1908 – 2002). Γεννημένος σε εβραϊκή οικογένεια στη Βιέννη, γοητεύτηκε από τη φυσική, αλλά είχε ένα πάθος για τη μουσική, κοινό μεταξύ των φυσικών και ήταν διχασμένος ανάμεσα σε μια καριέρα στην επιστήμη και στο να γίνει μαέστρος. Η επιστήμη, έλεγε, ήταν το επάγγελμά του, η μουσική η θρησκεία του. Διαπιστώνοντας ότι λόγω του αντισημιτισμού στην Αυστρία ένας Εβραίος έπρεπε να εργάζεται «δέκα φορές πιο σκληρά» από έναν μη-Εβραίο στην ίδια θέση, ο Βάισκοπφ μετακόμισε στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα φυσικής κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών κατά τη δεκαετία του 1920: Γκέτινγκεν, Μόναχο, Ζυρίχη, Κέμπριτζ και Κοπεγχάγη, έχοντας δασκάλους τους κορυφαίους Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, Έρβιν Σρέντιγκερ, Βόλφγκανγκ Πάουλι και Νιλς Μπορ. Από τον τελευταίο στην Κοπεγχάγη εμπνεύστηκε και μαγεύτηκε. Καθώς η απειλή από τη ναζιστική Γερμανία εξαπλωνόταν σε όλη την Ευρώπη, ο Βάισκοπφ επέστρεψε στην Κοπεγχάγη, όπου μια ομάδα φυσικών, συμπεριλαμβανομένων των Τζέημς Φρανκ, Όττο Φρις, Χανς Χάλμπαν και άλλων, είχαν ήδη βρει καταφύγιο. Ο Βάισκοπφ, όπως και οι άλλοι φυσικοί, δεν μπορούσε να παραμείνει επ’ αόριστόν στην Κοπεγχάγη, καθώς το Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής του Νιλς Μπορ πιέζονταν για χρηματοδότηση και χώρο. Του προσφέρθηκε μόνιμη θέση στη Σοβιετική Ένωση, συνεργαζόμενος με τον σπουδαίο φυσικό Πιοτρ Καπίτσα, ο οποίος ήταν πολύτιμο μέλος της ομάδας του Ράδερφορντ στο Κέμπριτζ μέχρι που, σε μια επίσκεψη στο σπίτι με άδεια, το καθεστώς του Στάλιν του απαγόρευσε να επιστρέψει στην Αγγλία. Ο Ράδερφορντ είχε συσκευάσει όλο τον εργαστηριακό εξοπλισμό του Καπίτσα και τον είχε στείλει στη Μόσχα. Αν και ο Βάισκοπφ δελεάστηκε από την προοπτική να συνεργαστεί με τον Καπίτσα, απωθήθηκε από την πολιτική ατμόσφαιρα στη Σοβιετική Ένωση και αποφάσισε να μην το κάνει.
Εν τω μεταξύ, το 1937, ο Μπορ είχε οργανώσει μια θέση εργασίας για αυτόν στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, την οποία αποδέχτηκε γρήγορα παρά τον χαμηλό μισθό των 200 δολαρίων το μήνα. Ενώ ο Βάισκοπφ ένιωσε αμέσως σαν στο σπίτι του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ενήμερος για τον αντισημιτισμό στα πανεπιστήμια, όπου διαπίστωσε ότι οι Εβραίοι έπρεπε να διαπρέψουν για να διοριστούν σε ακαδημαϊκές θέσεις. Όταν ο Βάισκοπφ ήθελε να μετακομίσει στη Βοστώνη, του είπαν ότι ήταν πολύ δύσκολο για τους Εβραίους ακαδημαϊκούς να γίνουν δεκτοί στο Χάρβαρντ ή στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT). Παρά τα εμπόδια, η καριέρα του Βάισκοπφ άκμασε και προσκλήθηκε να δώσει διαλέξεις παντού. Κάποια στιγμή ανέλαβε μέρος των διαλέξεων του Μπέτε στο Κορνέλ και το καλοκαίρι του 1940 δίδαξε στο διάσημο θερινό σχολείο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν53.

Δεξιά: Έρβιν Σρέντινγκερ (1887 – 1961). Αριστερά: Η εξίσωση Σρέντινγκερ
Μετά την συνταξιοδότησης του Μαξ Πλανκ, το 1927, την θέση του στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ-Βίλχελμ του Βερολίνου ανέλαβε ο Αυστριακός φυσικός Έρβιν Σρέντινγκερ (1887 – 1961). Το 1920 έλαβε ακαδημαϊκή θέση ως βοηθός του καθηγητή Μαξ Βιν. Στη συνέχεια έγινε επισκέπτης καθηγητής στη Στουτγάρδη και τακτικός καθηγητής στο Μπρέσλαου. Ακολούθησε η ανάληψη της θέσης καθηγητή στη Ζυρίχη, όπου παρέμεινε για έξι χρόνια. Η περίοδος αυτή ήταν ίσως η πιο γόνιμη γι’ αυτόν, καθώς ασχολήθηκε με πολλά θέματα θεωρητικής φυσικής, με θέματα θερμότητας και θερμοδυναμικής αλλά κυρίως με την κβαντική φυσική. Η σημαντικότερη συμβολή του στη φυσική, ωστόσο, έγινε το 1926 με τη δημοσίευση στο περιοδικό Annalen der Physik της εργασίας του «Quantisierung als Eigenwertproblem», όπου ο Σρέντινγκερ εισήγαγε την λεγόμενη Εξίσωση του Σρέντινγκερ, η οποία περιγράφει την κυματοσυνάρτηση ενός κβαντομηχανικού συστήματος, και έτσι έθεσε τα θεμέλια για αυτό που έγινε γνωστό ως κυματομηχανική.
Από τη δεκαετία του 1920 ο Σρέντιγκερ παρακολουθούσε την ανησυχητική άνοδο του ναζιστικού κόμματος. Απεχθανόταν τους ναζί, τη βία τους και τον αντισημιτισμό τους. Δεν ήταν Εβραίος, οπότε δεν χρειάστηκε να φύγει όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία· κι όμως έφυγε αμέσως. Η ευκαιρία του δόθηκε όταν τον επισκέφθηκε το σπίτι του ο απεσταλμένος του Τσόρτσιλ, καθηγητής φυσικής Λίντεμαν, για να τον ενημερώσει ότι είχε προσκαλέσει τον Φριτς Λόντον (βλ. παραπάνω), βοηθό του Σρέντιγκερ, να έρθει στην Αγγλία. «Φυσικά και δέχτηκε;» είπε ο Σρέντιγκερ. Ο Λίντεμαν απάντησε ότι του είχε ζητήσει χρόνο για να το σκεφτεί. «Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω», είπε ο Σρέντιγκερ. «Κάνε την πρόταση σε μένα· αν δεν πάει, θα πάρω εγώ τη θέση»54. Ο Λίντεμαν έμεινε έκπληκτος· ήξερε τι πίστευε ο Σρέντιγκερ για τους ναζί, αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το ρίσκο να εγκαταλείψει την ασφαλή και λαμπρή θέση του στο Βερολίνο για τις αβεβαιότητες της μετανάστευσης στην Αγγλία.
O Σρέντιγκερ ζήτησε, όμως, από τον Λίντεμαν και μια θέση για τον βοηθό του, Άρθουρ Μαρτς, ο οποίος θα έπαιρνε και τη σύζυγό του, Χίλντα, που επίσης δεν ήταν Εβραίοι. Αυτό που τότε δεν ήξερε ο Λίντεμαν ήταν ότι η σύζυγος του βοηθού του, ήταν ερωμένη του, την οποία είχε αφήσει έγκυο. Όπως και να ‘χει, μόλις επέστρεψε στην Αγγλία, ο Λίντεμαν εξασφάλισε μια υποτροφία για τον διάσημο φυσικό στο Κολλέγιο Μώντλιν (Μαγδαληνής) ένα από τα κολλέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Η άφιξή του στην Αγγλία συνέπεσε με την ανακοίνωση των βραβείων Νόμπελ Φυσικής. Στις 9 Νοεμβρίου 1933, η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών ανακοίνωσε ότι το βραβείο Νόμπελ Φυσικής για το 1932 θα πήγαινε στον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και το βραβείο του 1933 θα μοιραζόταν μεταξύ του Έρβιν Σρέντιγκερ και του Πολ Ντιράκ. Στις 10 Δεκεμβρίου 1933 και οι τρεις μεγάλοι φυσικοί έλαβαν τα βραβεία τους μαζί55.
Το καλοκαίρι του 1934 ο Σρέντιγκερ ζήτησε να αποσυρθεί επίσημα από την καθηγητική του θητεία στο Βερολίνο και να γίνει ομότιμος καθηγητής. Αυτό έγινε δεκτό και συνοδεύτηκε από μια ευχαριστήρια επιστολή από τον Χίτλερ.
Στα τέλη του 1935, η έδρα Φυσικής έμεινε κενή στο Εδιμβούργο. Αν και αυτή η θέση, όπως οι περισσότερες θέσεις καθηγητών στα σκωτσέζικα πανεπιστήμια, συνεπαγόταν βαρύ διδακτικό και διοικητικό φόρτο, ο Σρέντιγκερ ενδιαφέρθηκε και του προσφέρθηκε ο διορισμός. Πιθανότατα θα την είχε αναλάβει, αλλά παρενέβη η βρετανική γραφειοκρατία. Το υπουργείο Εσωτερικών άργησε τόσο πολύ να του δώσει άδεια να την αναλάβει, που τελικά έχασε το ενδιαφέρον του. Η έδρα προσφέρθηκε στη συνέχεια σε έναν άλλο Γερμανό, τον Μαξ Μπορν, και αυτή τη φορά ο πρύτανης του Πανεπιστημίου εξήγησε στο υπουργείο Εσωτερικών ότι, καθώς η αδιαφορία τους τούς είχε στερήσει μια μεγάλη ευκαιρία, θα τους παρακαλούσε να μην αφήσουν και αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η άδεια δόθηκε αμέσως.
Ενρίκο Φέρμι (1901 – 1954) Υπάρχουν δύο είδη φυσικών. Το πρώτο είδος είναι οι πειραματιστές, που διεξάγουν πειράματα σε εργαστήρια για να δουν πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος. Έπειτα, υπάρχουν οι θεωρητικοί φυσικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν χαρτί και μολύβι (ή μαυροπίνακα και κιμωλία ή υπερυπολογιστή) για να αναπτύξουν μαθηματικά μοντέλα και να εξάγουν εξισώσεις και «νόμους» που εξηγούν τη συμπεριφορά της ύλης και της ενέργειας.
Ο Φέρμι έχει χαρακτηριστεί ως «ολοκληρωμένος φυσικός», επειδή ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικός πειραματιστής και ένας λαμπρός θεωρητικός. Ένας συνδυασμός εξαιρετικά σπάνιος. Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να προβλεφθεί όταν ο Ενρίκο Φέρμι γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1901 στη Ρώμη της Ιταλίας. Ο πατέρας του, Αλμπέρτο Στέφανο, επικεφαλής τμήματος στο υπουργείο Σιδηροδρόμων, ήταν ο πρώτος από την οικογένεια Φέρμι που δεν ήταν αγρότης. Η μητέρα του, Ίντα ντε Γκάτις, ήταν δασκάλα δημοτικού. Η αδερφή του, Μαρία, ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη και ο αδερφός του Τζούλιο, ένα χρόνο μεγαλύτερος. Αν και βαφτίστηκε καθολικός, σύμφωνα με τις επιθυμίες των παππούδων του, η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Ο Ενρίκο παρέμεινε αγνωστικιστής σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. Ο Εμίλιο Σεγκρέ, μαθητής, φίλος και συνάδελφος του, αναφέρει, στη βιογραφία, «Ενρίκο Φέρμι, ο Φυσικός», την «τεράστια μνήμη» του Φέρμι, που φαινόταν στην ικανότητά του να μαθαίνει μεγάλα αποσπάσματα ιταλικής ποίησης και να τα απαγγέλλει πολλά χρόνια αργότερα. Ο Σεγκρέ γράφει ότι ο Φέρμι ήταν «άνετα ο καλύτερος στην τάξη του». Δεν ήταν «σπασίκλας» ή βιβλιοφάγος, ούτε περνούσε όλο τον χρόνο του μελετώντας. Ήταν επίσης ενεργός στον αθλητισμό και ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Ο Φέρμι ήταν επίσης τακτικός στις εργασιακές του συνήθειες, πράγμα που του επέτρεπε να έχει χρόνο μετά το σχολείο για ανεξάρτητη μελέτη, κυρίως στις θετικές επιστήμες. Είχε φυσική κλίση στα μαθηματικά, αλλά η φυσική ήταν η πρώτη του αγάπη.
Τον χειμώνα του 1915 ο αδελφός του Φέρμι, Τζούλιο, πέθανε απροσδόκητα. Κάτι είχε πάει στραβά κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης ρουτίνας για την αφαίρεση ενός αποστήματος στο λαιμό του. Σε αυτή την περίοδο απώλειας και μεγάλης ανάγκης, ο Ενρίκο Φέρμι άρχισε να κάνει παρέα με έναν συμμαθητή του στο λύκειο. Το όνομά του ήταν επίσης Ενρίκο – Ενρίκο Πέρσικο – και μοιραζόταν το έντονο ενδιαφέρον του Φέρμι για τη φυσική. Έγιναν γρήγοροι φίλοι, μια φιλία που κράτησε μια ζωή και τους οδήγησε, χρόνια αργότερα, να συνεργαστούν για την αναζωογόνηση της ιταλικής φυσικής.
Ο Φέρμι γνώρισε επίσης ένα συνάδελφο του πατέρα του, τον Αδόλφο Αμιντέι, μηχανικό με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αναγνωρίζοντας τον ως «ένα παιδί-θαύμα», ο Αμιντέι του δάνειζε βιβλία τριγωνομετρίας, αναλυτικής γεωμετρίας, λογισμού και θεωρητικής μηχανικής, τα οποία ο Ενρίκο «καταβρόχθιζε». Με την παρότρυνση του Αμιντέι, έμαθε γερμανικά, ώστε να μπορεί να διαβάζει τις πολλές επιστημονικές εργασίες που δημοσιεύονταν τότε σε αυτή τη γλώσσα.
Ο Φέρμι αποφοίτησε από το λύκειο τον Ιούλιο του 1918, έχοντας παραλείψει εντελώς την τρίτη τάξη. Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξει πανεπιστήμιο, η γνώμη του Αμιντέι αποδείχθηκε καθοριστική. Στη Ρώμη υπήρχε το Πανεπιστήμιο Sapienza, όμως ο Αμιντέι προτιμούσε το Πανεπιστήμιο της Πίζας, επειδή εκεί λειτουργούσε και η Scuola Normale Superiore, ένα ελίτ ίδρυμα που δεχόταν, ύστερα από εισαγωγικές εξετάσεις, μόνο σαράντα υποψηφίους. Η σχολή παρείχε δωρεάν διατροφή και στέγαση στους φοιτητές που ήταν εγγεγραμμένοι στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου γίνονταν τα περισσότερα μαθήματα. Κατά τον Αμιντέι, εκεί έπρεπε να σπουδάσει κάποιος με την ευφυΐα του Φέρμι. Έτσι, πρότεινε διπλή εγγραφή: ο Ενρίκο ήταν αρκετά ικανός ώστε να φοιτήσει ταυτόχρονα στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και στη Scuola Normale. Στις εισαγωγικές εξετάσεις αρίστευσε και έγινε δεκτός με πλήρη υποτροφία56.
Ο Φέρμι είχε συμφοιτητή τον Φράνκο Ραζέτι, με τον οποίο ανέπτυξε μακροχρόνια φιλία και συνεργασία. Όπως και ο Φέρμι, ο Ραζέτι ενδιαφερόταν βαθιά για την επιστήμη και διέθετε εξαιρετική μνήμη. Με την παρότρυνση του διευθυντή του εργαστηρίου φυσικής, ο Φέρμι οργάνωσε σεμινάρια για την κβαντική φυσική, καθώς ο ηλικιωμένος καθηγητής παραδεχόταν ότι δεν μπορούσε πλέον να συμβαδίζει με τον ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα της σύγχρονης φυσικής. Χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη, ο Φέρμι έγραψε στον φίλο του Ενρίκο Πέρσικο: «Στο τμήμα φυσικής γίνομαι σιγά σιγά η πιο ισχυρή αυθεντία». Και ήταν αλήθεια λαμπρός και σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος57.
Κατά τη διάρκεια του 1921, του τρίτου έτους του στο πανεπιστήμιο, ο Φέρμι δημοσίευσε τις πρώτες επιστημονικές του εργασίες στο ιταλικό περιοδικό Nuovo Cimento. Τον Ιούλιο του 1922, στην ασυνήθιστα νεαρή ηλικία των 20 ετών, ο Ενρίκο Φέρμι έλαβε το διδακτορικό του στη φυσική από το Πανεπιστήμιο της Πίζας και ταυτόχρονα ένα δίπλωμα που πιστοποιούσε την ιδιότητά του ως απόφοιτος της Scuola Normale Superiore. Η διδακτορική του διατριβή αφορούσε τις εικόνες περίθλασης ακτίνων Χ.
Το 1923, ο Φέρμι έλαβε υποτροφία από την ιταλική κυβέρνηση και πέρασε ένα εξάμηνο ως μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, σπουδάζοντας υπό τον Μαξ Μπορν. Εκεί γνώρισε τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και τον Πάσκουαλ Γιόρνταν. Με υποτροφία από το Ίδρυμα Ροκφέλερ, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1924, μετέβη στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν, όπου συνεργάστηκε με τον Πάουλ Έρενφεστ. Στο Λάιντεν γνώρισε τον Χέντρικ Λόρεντζ και τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον φυσικό Σάμιουελ Γκούντσμιτ και τον οικονομολόγο Γιαν Τίνμπεργκεν. Το ίδιο έτος, ο Φέρμι μυήθηκε στην Τεκτονική Στοά «Adriano Lemmi» της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας.
Οι θέσεις καθηγητών στην Ιταλία χορηγούνταν μέσω διαγωνισμού για κάποια κενή έδρα. Οι υποψήφιοι αξιολογούνταν βάσει των δημοσιεύσεών τους από επιτροπή καθηγητών. Το 1926, σε ηλικία 24 ετών, ο Φέρμι υπέβαλε αίτηση για μια νέα έδρα θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης. Η θέση αυτή ήταν μία από τις τρεις πρώτες στη θεωρητική φυσική που δημιουργήθηκαν στην Ιταλία, ύστερα από πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας και παρότρυνση του καθηγητή Όρσο Μάριο Κορμπίνο, ο οποίος ήταν καθηγητής πειραματικής φυσικής στο Βασιλικό Ινστιτούτο Φυσικής του Πανεπιστημίου της Ρώμης και μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Κορμπίνο, πρόεδρος της επιτροπής επιλογής, ήλπιζε ότι η νέα έδρα θα ανέβαζε το επίπεδο και τη φήμη της φυσικής στην Ιταλία. Η επιτροπή επέλεξε τον Φέρμι αντί του Ενρίκο Πέρσικο και του Άλντο Ποντρεμόλι58.
Το 1928, ο Φέρμι παντρεύτηκε τη Λάουρα Καπόν, φοιτήτρια θετικών επιστημών στο πανεπιστήμιο. Απέκτησαν δύο παιδιά: τη Νέλλα, που γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1931, και τον Τζούλιο, που γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1936. Στις 18 Μαρτίου 1929, ο Φέρμι διορίστηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιταλίας από τον Μουσολίνι και, στις 27 Απριλίου, εντάχθηκε στο Φασιστικό Κόμμα59.

Ο Φέρμι και η ερευνητική του ομάδα (τα αγόρια της Via Panisperna ) στην αυλή του Ινστιτούτου Φυσικής του Πανεπιστημίου της Ρώμης στη Via Panisperna, περίπου το 1934. Από αριστερά προς τα δεξιά: Όσκαρ Ντ’ Αγκοστίνο, Εμίλιο Σεγκρέ, Εντοάρντο Αμάλντι, Φράνκο Ραζέτι και Φέρμι.
Από το 1929, ο Φέρμι και ο Κορμπίνο εργάστηκαν για να μετατρέψουν το Ινστιτούτο Φυσικής σε ένα σύγχρονο ερευνητικό κέντρο. Η στρατολόγηση μεταπτυχιακών φοιτητών όμως αποδείχθηκε δύσκολη. Ο Κορμπίνο προσπάθησε να προσελκύσει φοιτητές μηχανικής, αλλά μόνο ένας ανταποκρίθηκε· ήταν ο Εντουάρντο Αμάλντι, γιος γνωστού Ιταλού μαθηματικού, που είχε γνωρίσει ήδη τον Φέρμι μέσω του πατέρα του. Λίγο αργότερα, ο Εμίλιο Σεγκρέ, ο οποίος είχε παρακολουθήσει διαλέξεις του Φέρμι και ενδιαφερόταν έντονα για τη φυσική, ζήτησε να εγκαταλείψει τη μηχανική και να σπουδάσει υπό την καθοδήγησή του. Ο Κορμπίνο, με τη συνηθισμένη του διοικητική ευελιξία, παράκαμψε τα γραφειοκρατικά εμπόδια για να το επιτρέψει. Ο Αμάλντι και ο Σεγκρέ έγιναν οι πρώτοι μαθητές του Φέρμι και αργότερα σημαντικοί φυσικοί. Για να ενισχύσει την ομάδα, ο Φέρμι κάλεσε τον παλιό του φίλο και συνεργάτη από τα χρόνια της Πίζας, τον Φράνκο Ραζέτι. Με τη μεσολάβηση του Κορμπίνο, ο Ραζέτι διορίστηκε προσωπικός βοηθός του στη Ρώμη στις αρχές του 1927. Η συνεργασία τους ήταν άψογη, καθώς υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοινή επιστημονική σκέψη.
Με τους Φέρμι και Ραζέτι ως καθηγητές και τους Αμάλντι και Σεγκρέ ως μαθητές, τέθηκαν τα θεμέλια μιας νέας ιταλικής σχολής φυσικής (Cooper, 1998, σσ. 24–25). Ο Φέρμι, όμως, είχε πιο φιλόδοξο στόχο: να δημιουργήσει ένα ερευνητικό περιβάλλον ισάξιο των κορυφαίων εργαστηρίων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Για τον σκοπό αυτό, τα μέλη της ομάδας στάλθηκαν να εκπαιδευτούν στο εξωτερικό. Ο Ραζέτι πήγε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια (Caltech) στην Πασαντίνα για να εργαστεί με τον Ρόμπερτ Μίλικαν, βραβευμένο με Νόμπελ Φυσικής το 1923 για τη μέτρηση του φορτίου του ηλεκτρονίου. Στη συνέχεια, μετέβη στο Βερολίνο, όπου εκπαιδεύτηκε στις τεχνικές ραδιενεργών μετρήσεων υπό την καθοδήγηση της Λιζ Μάιτνερ. Αυτή η εμπειρία αποδείχθηκε καθοριστική για την ομάδα Φέρμι, η οποία σύντομα εισήλθε στον χώρο της έρευνας στη ραδιενέργεια. Οι Σεγκρέ και Αμάλντι στάλθηκαν επίσης σε ευρωπαϊκά εργαστήρια, όπου εξειδικεύτηκαν σε προχωρημένες τεχνικές μελέτης του φωτός και των ακτίνων Χ. Ο ίδιος ο Φέρμι πέρασε το καλοκαίρι του 1930 στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Ann Arbor, όπου έδωσε διαλέξεις — η πρώτη του επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το σχέδιο απέδωσε. Η φήμη του Ινστιτούτου της Ρώμης μεγάλωσε, όπως και το διεθνές δίκτυο των συνεργατών του. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, κορυφαίοι θεωρητικοί φυσικοί επισκέπτονταν τη Ρώμη για να συνεργαστούν με τον Φέρμι. Μεταξύ αυτών ήταν ο Χανς Μπέτε, ο οποίος βρέθηκε εκεί ως υπότροφος του Ιδρύματος Ροκφέλερ και συνεργάστηκε μαζί του το 1932 στη μελέτη «Σχετικά με την αλληλεπίδραση δύο ηλεκτρονίων»60. Το 1934, η ομάδα του Φέρμι μεγάλωσε. Προστέθηκαν ο φυσικός Μπρούνο Ποντεκόρβο και ο χημικός Όσκαρ Ντ’ Αγκοστίνο. Στον θεωρητικό τομέα ξεχώρισε ο Έτορε Ματζοράνα. Το σύνολο αυτών των επιστημόνων έγινε γνωστό ως «Ragazzi di via Panisperna», από τον δρόμο όπου βρισκόταν το Ινστιτούτο Φυσικής. Οι Ιταλοί τους έδωσαν παρατσούκλια: τον Φέρμι τον αποκαλούσαν «ο Πάπας» και τον Κορμπίνο «ο Παντοδύναμος Θεός»61.

Ενρίκο Φέρμι (1901 – 1954)
Κατά τα χρόνια της Ρώμης, η ομάδα συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόοδο της θεωρητικής και πειραματικής φυσικής. Η Απαγορευτική Αρχή του Πάουλι, που είχε διατυπωθεί το 1925 από τον Βόλφγκανγκ Πάουλι, αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της νέας φυσικής. Σύμφωνα με αυτήν, δύο ηλεκτρόνια δεν μπορούν να καταλαμβάνουν την ίδια κβαντική κατάσταση – δεν μπορούν δηλαδή να έχουν τους ίδιους κβαντικούς αριθμούς. Αυτό εξηγεί γιατί τα ηλεκτρόνια ενός ατόμου κατανέμονται σε διαφορετικά ενεργειακά επίπεδα και γιατί κάθε στοιχείο έχει μοναδική ηλεκτρονική δομή.
Την ίδια χρονιά, οι Τζορτζ Ούλενμπεκ και Σάμιουελ Γκούντσμιτ έδειξαν ότι το ηλεκτρόνιο διαθέτει μια κβαντομηχανική ιδιότητα χωρίς κλασικό ανάλογο, το σπιν (ιδιοστροφορμή). Κάθε ηλεκτρόνιο έχει «σπιν προς τα πάνω» ή «σπιν προς τα κάτω», και έτσι σε κάθε ενεργειακή στάθμη μπορούν να υπάρχουν το πολύ δύο ηλεκτρόνια. Με αυτόν τον τρόπο, η Απαγορευτική Αρχή του Πάουλι απέκτησε πλήρη φυσική ερμηνεία.
Το 1926, ο Ενρίκο Φέρμι συνειδητοποίησε ότι η Απαγορευτική Αρχή του Πάουλι δεν ισχύει μόνο για τα ηλεκτρόνια, αλλά για όλα τα σωματίδια με ημιπεριττό σπιν (1/2, 3/2, 5/2 κ.λπ.), τα οποία σήμερα ονομάζονται φερμιόνια — όρος που καθιερώθηκε από τον Πωλ Ντιράκ προς τιμήν του. Εκείνη τη χρονιά, ο Φέρμι διατύπωσε μια νέα στατιστική θεωρία που περιέγραφε πώς κατανέμονται αυτά τα σωματίδια στις ενεργειακές στάθμες. Επειδή ο Ντιράκ κατέληξε ανεξάρτητα στο ίδιο αποτέλεσμα σχεδόν ταυτόχρονα, η θεωρία έμεινε γνωστή ως στατιστική Φέρμι – Ντιράκ.
Στην κλασική στατιστική Μάξγουελ–Μπόλτζμαν, τα σωματίδια θεωρούνται διακριτά και μπορούν να καταλαμβάνουν την ίδια κατάσταση χωρίς περιορισμούς. Αντίθετα, στη στατιστική Φέρμι–Ντιράκ, η Απαγορευτική Αρχή του Πάουλι επιβάλλει ότι κάθε ενεργειακή στάθμη μπορεί να καταληφθεί μόνο από ένα σωματίδιο (ή δύο με αντίθετο σπιν). Αυτή η ιδέα αποδείχθηκε θεμελιώδης για τη φυσική του 20ού αιώνα: εξηγεί τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων στα μέταλλα, την ηλεκτρική αγωγιμότητα, τους ημιαγωγούς, αλλά και γιατί η ύλη είναι σταθερή και δεν καταρρέει. Με αυτή τη συμβολή, ο Φέρμι έθεσε τις βάσεις της φυσικής στερεάς κατάστασης και επηρέασε βαθιά τη μετέπειτα θεωρητική φυσική.
Η επόμενη μεγάλη συνεισφορά του ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, με τη διατύπωση του πρώτου θεωρητικού μοντέλου για την ασθενή πυρηνική δύναμη — της λεγόμενης «αλληλεπίδρασης Φέρμι». Το 1931, ο Πάουλι είχε προτείνει ότι στη διάσπαση βήτα πρέπει να συμμετέχει ένα άγνωστο, εξαιρετικά ελαφρύ σωματίδιο, ώστε να διατηρείται η ενέργεια. Ο Φέρμι ήταν ο πρώτος που του έδωσε όνομα – το νετρίνο – και το ενέταξε σε μια πλήρη θεωρητική περιγραφή της δύναμης που κυβερνά τις πυρηνικές μετατροπές. Το μοντέλο του αποδείχθηκε τόσο θεμελιώδες ώστε παρέμεινε σημείο αναφοράς για δεκαετίες. Παρά τα όριά του, αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκαν οι σύγχρονες θεωρίες των βαθμίδων και ο μηχανισμός Χιγκς, που οδήγησαν τελικά στην ενοποίηση των ασθενών και των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όταν ο Φέρμι υπέβαλε την εργασία του στο περιοδικό Nature, απορρίφθηκε. Δημοσιεύτηκε τελικά το 1934 στο ιταλικό Nuovo Cimento — ένα ταπεινό ξεκίνημα για μια από τις πιο σημαντικές θεωρίες της πυρηνικής φυσικής62.
Κάθε μία από τις παραπάνω ανακαλύψεις του Φέρμι θα αρκούσε από μόνη της όχι μόνο για να του χαρίσει το βραβείο Νόμπελ, αλλά και για να τον κατατάξει ανάμεσα στους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας. Παρ’ όλα αυτά, κατά ειρωνεία της τύχης, το Νόμπελ του απονεμήθηκε το 1938 για ένα πείραμα που αργότερα αποδείχθηκε πως είχε ερμηνευτεί λανθασμένα.
Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Φέρμι ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε ότι τα βραδέα νετρόνια απορροφώνται πολύ πιο εύκολα από βαρείς πυρήνες σε σχέση με τα ταχέα. Μόνο αυτή η παρατήρηση ήταν σπουδαία. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «την πιο σημαντική ανακάλυψη που έχω κάνει»63. Προσπάθησε λοιπόν να την αξιοποιήσει για να δημιουργήσει στοιχεία βαρύτερα από το ουράνιο, τα λεγόμενα υπερουράνια στοιχεία. Η ιδέα ήταν απλή: τα νετρόνια, αφού διέρχονταν πρώτα από μια ουσία πλούσια σε υδρογόνο (όπως νερό ή παραφίνη), επιβραδύνονταν και είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να αλληλεπιδράσουν με έναν πυρήνα. Όταν αυτός ο πυρήνας δεχόταν τα βραδέα νετρόνια, γινόταν ασταθής και υφίστατο διάσπαση βήτα, κατά την οποία ένα νετρόνιο μετατρεπόταν σε πρωτόνιο με ταυτόχρονη εκπομπή ηλεκτρονίου και νετρίνου. Έτσι, ο νέος πυρήνας αποκτούσε ένα επιπλέον πρωτόνιο και αυξανόταν ο ατομικός του αριθμός.
Από τον Μάρτιο ως τον Ιούλιο του 1934, η ομάδα του Φέρμι παρήγαγε και ανίχνευσε περίπου πενήντα νέα ραδιενεργά ισότοπα. Ένα παράδειγμα των αποτελεσμάτων των πειραμάτων του ήταν ο βομβαρδισμός πυρήνων ροδίου (ατομικός αριθμός 45) και η δημιουργία παλλαδίου (ατομικός αριθμός 46). Ένα άλλο παράδειγμα ήταν η μεταστοιχείωση του ινδίου (49) σε κασσίτερο (50). Εκείνη την εποχή, το ουράνιο (92) ήταν το βαρύτερο γνωστό στοιχείο. Ο Φέρμι διερωτήθηκε αν θα μπορούσε, βομβαρδίζοντας πυρήνες ουρανίου με βραδέα νετρόνια, να δημιουργήσει ένα νέο στοιχείο με ατομικό αριθμό 93, που δεν υπήρχε στη φύση.
Όταν βομβάρδισαν το ουράνιο, παρατήρησαν ραδιενεργές εκπομπές, χρόνους ημιζωής και ενδείξεις ότι ο πυρήνας είχε αλλάξει. Αυτά τα δεδομένα φάνηκαν να ταιριάζουν με την ιδέα ενός νέου βαρέως στοιχείου. Ο Φέρμι όμως δεν είχε τα μέσα να ξεχωρίσει αν τα προϊόντα ήταν πράγματι βαρύτερα ή ελαφρύτερα. Δεν υπήρχε τότε η ιδέα ότι ένας βαρύς πυρήνας θα μπορούσε να διασπαστεί σε δύο σχεδόν ίσα μέρη. Παρόλα αυτά, ήδη από το 1934 οι Γερμανοί ερευνητές Ίντα και Βάλτερ Νόντακ είχαν υποθέσει αυτή τη δυνατότητα. Επειδή όμως δεν υπήρχε πειραματική απόδειξη ή θεωρητική βάση, η υπόθεσή τους αγνοήθηκε. Δεν συμβάδιζε με τα θεωρητικά μοντέλα της εποχής και θεωρήθηκε «ανοησία» από την επιστημονική κοινότητα64.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι Όττο Χαν και Φριτς Στράσμαν είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον Φέρμι: πολύ καλύτερες χημικές μεθόδους διαχωρισμού στοιχείων. Χρησιμοποιούσαν διαλύματα και αντιδράσεις που μπορούσαν να «παγιδεύουν» συγκεκριμένα χημικά προϊόντα. Όταν βομβάρδισαν ουράνιο με βραδέα νετρόνια, ανίχνευσαν ενώσεις με συμπεριφορά όμοια με του βαρίου, όχι με βαρέων στοιχείων, όπως πίστευε ο Φέρμι. Αρχικά ούτε οι ίδιοι πίστεψαν το αποτέλεσμα και απευθύνθηκαν στη Λιζ Μάιτνερ. Εκείνη, μαζί με τον Όττο Φρις, έδωσαν τη σωστή ερμηνεία και εισήγαγαν τον όρο «πυρηνική σχάση», εξηγώντας ότι τα προϊόντα των πειραμάτων δεν ήταν υπερουράνια αλλά ελαφρά στοιχεία που προέρχονταν από τη διάσπαση του πυρήνα του ουρανίου.
Με άλλα λόγια, ο Φέρμι είχε ανακαλύψει τη σημασία των βραδέων νετρονίων, αλλά η έλλειψη χημικών τεχνικών και η απουσία της έννοιας της σχάσης τον οδήγησαν σε λανθασμένη ερμηνεία. Οι Χαν, Στράσμαν, Μάιτνερ και Φρις συνέδεσαν τα κομμάτια του παζλ και αποκάλυψαν τη βασική αρχή της σχάσης, θεμελιώνοντας την πυρηνική ενέργεια και τις εφαρμογές της.
Οι δημοσιεύσεις των Χαν – Στράσμαν και των Μάιτνερ – Φρις έγιναν τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1939 αντίστοιχα. Όμως, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 10 Δεκεμβρίου 1938, το Νόμπελ Φυσικής είχε ήδη απονεμηθεί στον Ενρίκο Φέρμι «για την απόδειξη ύπαρξης νέων ραδιενεργών στοιχείων παραγόμενων με εκπομπή νετρονίων και για τη σχετική ανακάλυψη πυρηνικών αντιδράσεων προκαλούμενων από βραδέα νετρόνια», όπως ανέφερε το επίσημο σκεπτικό της Νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ65.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διατύπωση της επιτροπής δεν αναφέρει ρητά τη δημιουργία υπερουράνιων στοιχείων, αν και πολλοί ερμήνευσαν τη φράση «νέων ραδιενεργών στοιχείων» ως αναγνώριση αυτών. Μετά την ανακάλυψη της σχάσης, έγινε σαφές ότι τα «υπερουράνια» του Φέρμι ήταν στην πραγματικότητα προϊόντα σχάσης. Ο ίδιος ο Φέρμι το αναγνώρισε στην ομιλία αποδοχής του Νόμπελ, προσθέτοντας υποσημείωση ότι τα πειραματικά δεδομένα του έπρεπε να επανεξεταστούν υπό το φως των ευρημάτων των Χαν και Στράσμαν.
Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σταθούμε στο δεύτερο μέρος του σκεπτικού της Επιτροπής Νόμπελ, «για τη σχετική ανακάλυψη πυρηνικών αντιδράσεων προκαλούμενων από βραδέα νετρόνια». Η φράση αυτή από μόνη της αρκεί για να δικαιολογήσει τη βράβευση του Φέρμι. Η ανακάλυψη των βραδέων νετρονίων αποτέλεσε τη βάση: (α) για την παραγωγή τεράστιου αριθμού τεχνητών ραδιενεργών ισοτόπων, (β) για την επίτευξη ελεγχόμενων και ανεξέλεγκτων αλυσιδωτών αντιδράσεων, (γ) για τη θεμελίωση των πυρηνικών αντιδραστήρων, (δ) και για την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας τόσο σε ειρηνικές όσο και σε στρατιωτικές εφαρμογές.
Ουσιαστικά, ολόκληρη η επιστήμη της σύγχρονης πυρηνικής τεχνολογίας εδράζεται σε αυτή την ανακάλυψη. Η ιστοριογραφία τη θεωρεί την καθοριστική τομή που καθόρισε τη θέση του Φέρμι στην ιστορία της φυσικής.
Πέρα από την βράβευση, αυτή καθαυτή, υπάρχει και το παρασκήνιο που θα αλλάξει τη ζωή του Φέρμι και της οικογένειάς του. Ο προστάτης του Φέρμι και των «αγοριών της via Panisperna» – Κορμπίνο, πέθανε τον Ιανουάριο του 1937, στερώντας έτσι από τον Φέρμι σημαντική θεσμική υποστήριξη. Ο Φέρμι ήταν ο φυσικός διάδοχος στο τιμόνι του ινστιτούτου στη Via Panisperna, αλλά μέσω πολιτικών ελιγμών, ο καθηγητής Αντονίνο Λο Σούρντο κατάφερε να πάρει τη θέση του αποθανόντος Κορμπίνο.
Την ίδια περίοδο, οι φυλετικοί νόμοι του Μουσολίνι (Leggi Razziali) του 1938 έπληξαν άμεσα την οικογένειά του, αφού η σύζυγός του, Λάουρα Καπόν, ήταν Εβραία. Ο πρώτος και σημαντικότερος νόμος, το Regio Decreto της 17ης Νοεμβρίου 1938 (Αρ. 1728), περιόρισε τα πολιτικά δικαιώματα των Ιταλών Εβραίων, απαγόρευσε βιβλία Εβραίων συγγραφέων και απέκλεισε τους Εβραίους από δημόσια αξιώματα και ανώτερη εκπαίδευση. Ακολούθησαν νόμοι που κατάσχεσαν περιουσίες, περιόρισαν μετακινήσεις και προέβλεπαν εσωτερική εξορία, όπως γινόταν και με τους πολιτικούς κρατούμενους66.
Παράλληλα, η ομάδα της Via Panisperna διαλύθηκε σταδιακά. Από το καλοκαίρι του 1935 είχαν απομείνει μόνο ο Φέρμι και ο Αμάλντι. Ο Ραζέτι μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ο Σεγκρέ διετέλεσε διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής του Πανεπιστημίου του Παλέρμο (1936–1938) και μετά την ψήφιση των φυλετικών νόμων κατέφυγε με την εβραϊκή του οικογένεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ντ’ Αγκοστίνο πήγε στο νεοσύστατο Ινστιτούτο Χημείας του Εθνικού Ερευνητικού Συμβουλίου (CNR). Ο Ποντεκόρβο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε με τους Ιρέν και Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί. Ο Ματζοράνα είχε ήδη απομονωθεί και το 1938 εξαφανίστηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Περίπου την ίδια εποχή, ο Φέρμι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη φασιστική Ιταλία. Το φθινόπωρο του 1938, ο Νιλς Μπορ τον ενημέρωσε εμπιστευτικά ότι πιθανότατα θα κέρδιζε το βραβείο Νόμπελ για την εργασία του στα νετρόνια. Ήταν μια πρωτοφανής αλλά συνειδητή παραβίαση της εμπιστευτικότητας, που υπαγορεύτηκε από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής. Η προειδοποίηση του Μπορ επέτρεψε στον Φέρμι και την οικογένειά του να οργανώσουν τη διαφυγή τους από την Ιταλία.
Στις 10 Νοεμβρίου 1938, σε ηλικία τριάντα επτά ετών, ο Φέρμι έλαβε επίσημα την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών για τη βράβευσή του. Ζήτησε και έλαβε από τον Μουσολίνι ειδική άδεια ώστε να παρευρεθούν στην τελετή της Στοκχόλμης η σύζυγος και τα δύο παιδιά του. Στις 6 Δεκεμβρίου 1938, η οικογένεια Φέρμι αναχώρησε με τρένο για τη Στοκχόλμη. Η τελετή απονομής έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 1938. Η στάση του Φέρμι προκάλεσε αμηχανία και οργή στο φασιστικό καθεστώς. Όπως θυμόταν αργότερα ο Αμάλντι, «το γεγονός ότι ο Φέρμι δεν φόρεσε τη φασιστική στολή ή εκείνη του Ιταλού ακαδημαϊκού, αλλά φράκο, και ότι αντί να χαιρετήσει φασιστικά έδωσε το χέρι του στον Σουηδό βασιλιά, προκάλεσε πραγματικό κύμα αγανάκτησης»67.
Δεν υπήρχε επιστροφή. Μετά την τελετή, η οικογένεια ταξίδεψε ως την Κοπεγχάγη και στις 24 Δεκεμβρίου 1938 επιβιβάστηκε, μαζί με τον Μπορ, στο υπερωκεάνιο Franconia με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Εκεί τον περίμενε ήδη μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια68.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 3
- Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις, σ. 47
- Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος – US Holocaust Memorial Museum: https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/book-burning)
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 40
- https://www.cantorsparadise.org/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9/
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 40
- Πάλι εκεί σ. 42
- Πάλι εκεί σ. 56
- https://www.cantorsparadise.com/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9
- Πάλι εκεί
- Τραχανάς Σ., 2014, σ. 43
- https://www.cantorsparadise.org/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9/
- Bernstein J., 2001, σσ. 85 – 86
- https://de.wikipedia.org/wiki/Edward_Teller
- https://en.wikipedia.org/wiki/Eugene_Wigner
- https://en.wikipedia.org/wiki/Eugene_Wigner
- Szanton A., 2003, σσ. 163 – 164
- Πάλι εκεί σ. 165
- Szanton A., 2003, σσ. 163 – 180
- Lanouette W., 2013, σσ. 31 – 44
- Lanouette W., 2013, σ. 43
- Πάλι εκεί σ. 64
- Πάλι εκεί σσ. 71-73
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AD%CE%BF_%CE%A3%CE%AF%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84
- Lanouette W., 2013, σ. 96
- Πάλι εκεί
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AD%CE%BF_%CE%A3%CE%AF%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σσ. 51-52
- https://www.cantorsparadise.com/the-unparalleled-genius-of-john-von-neumann-791bb9f42a2d
- Πάλι εκεί
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%AD%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD_%CE%92%CE%AC%CF%85%CE%BB
- Schweber S.S., 2008, σσ. 140-158
- Bernstein J., 2001, σ. 81
- Πάλι εκεί, σ. 82
- https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%B0%D0%B9%D0%BC%D0%BE%D0%BD,_%D0%A4%D1%80%D1%8D%D0%BD%D1%81%D0%B8%D1%81
- Bernstein J., 2001, σ. 83
- https://oxonblueplaques.org.uk/plaques/simon.html
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CE%AC%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81-%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%82
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 88
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CE%AC%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81-%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%82
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 89
- Sime R. L., 1996, σσ. 1 – 23
- Πάλι εκεί, σσ. 24-25
- Πάλι εκεί, σσ. 25-26
- Πάλι εκεί, σ. 27
- https://m.espacepourlavie.ca/blogue/en/lise-meitner-who-helped-unlock-secrets-nucleus-atoms
- Sime R. L., 1996, σσ. 184-220 και https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AF%CE%B6%CE%B5_%CE%9C%CE%AC%CE%B9%CF%84%CE%BD%CE%B5%CF%81
- Bernstein J., 2001, σ. 10
- Alan Chodos. December 1938: Discovery of Nuclear Fission, APS News, Dec. 3, 2007. Στο: https://www.aps.org/apsnews/2007/12/december-1938-discovery-nuclear-fission
- Sime R. L., 1996, σ. 244
- Πάλι εκεί, σ. 246
- Bernstein J., 2001, σ. 11
- Πάλι εκεί, σσ. 139 – 141
- MEDAWAR J. & PYKE D., 2012, σ. 77
- Το παρασκήνιο των υποψηφιοτήτων για τα έτη 1931, 1932 και 1933 είναι ενδιαφέρον. Το 1931, ο Σρέντιγκερ είχε λάβει 41 υποψηφιότητες, ο Χάιζενμπεργκ 29 και ο Ντιράκ 3. Γράφοντας στα δανικά, ο Μπορ πρότεινε τον Χάιζενμπεργκ, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να είναι ο πρώτος στη σειρά που θα αναγνωριζόταν για την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής. Τοποθέτησε τον Σρέντιγκερ δεύτερο και δεν ανέφερε καθόλου τον Ντιράκ. Από την άλλη, ένα άλλο μέλος της επιτροπής, ο Αϊνστάιν, ο οποίος εκπρόθεσμα έστειλε την επιστολή με τις προτιμήσεις του (η προθεσμία για τις υποψηφιότητες έληγε στις 31 Ιανουαρίου, αλλά η επιστολή του Αϊνστάιν, έφερε ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1931), ανέφερε ότι δύο άνδρες στέκονταν στην πρώτη γραμμή για ένα Νόμπελ: ο Σρέντιγκερ και ο Χάιζενμπεργκ. Είχαν εργαστεί ανεξάρτητα, και ο Αϊνστάιν υποστήριξε ότι το έργο τους ήταν τόσο σημαντικό που δεν έπρεπε να μοιραστεί ένα κοινό βραβείο. Αναγκασμένος να κάνει σύσταση για το ποιος θα έπρεπε να λάβει πρώτος το βραβείο, ο Αϊνστάιν έθεσε τον Σρέντιγκερ ελαφρώς μπροστά από τον Χάιζενμπεργκ. Για άλλη μια φορά, ο Ντιράκ δεν αναφέρθηκε και, στην πραγματικότητα, δεν προτάθηκε ποτέ από τον Αϊνστάιν. Η επιστολή του Αϊνστάιν και η ανάλυσή της παρατίθενται στο Physics Today M. Larsson & A. Balatsky, 1 Νοεμβρίου 2019. Μη μπορώντας να συμφωνήσουν για το βραβείο είτε στον Χάιζενμπεργκ είτε στον Σρέντιγκερ, τα μέλη της επιτροπής αποφάσισαν τελικά να αναβάλουν την απονομή του βραβείου Φυσικής του 1931, όπως επιτρέπει ο κανονισμός. Τα βραβεία παρακρατούνται ή δεν απονέμονται μέχρι το επόμενο έτος, όταν δεν μπορεί να βρεθεί κάποιος άξιος υποψήφιος κατά την έννοια της διαθήκης του Νόμπελ ή όταν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συλλογή των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Πολέμων Α’ και Β’. Την ίδια διχογνωμία είχαν όμως τα μέλη της επιτροπής και το 1932, και πάλι αποφάσισαν να «παρακρατήσουν» το βραβείο για το 1932. Αυτό σήμαινε ότι το χρηματικό ποσό και το βραβείο του 1931 δεν δινόταν και επιστρεφόταν στο Ταμείο. Έτσι, την επόμενη χρονιά, όταν θα αποφασιζόταν το βραβείο για το 1933, μπορούσε να δοθεί βραβείο και για το 1932. Έτσι και έγινε. Βλ. https://physicstoday.aip.org/features/paul-dirac-and-the-nobel-prize-in-physics?utm_source=chatgpt.com.
- Cooper D., 1998, σσ. 9 – 24
- Cooper D., 1998, σσ. 24 – 25
- https://en.wikipedia.org/wiki/Enrico_Fermi#cite_ref-27
- Πάλι εκεί
- Cooper D., 1998, σσ. 24 – 25
- https://en.wikipedia.org/wiki/Orso_Mario_Corbino?utm_source=chatgpt.com
- Τραχανάς Σ., 2014, σσ. 67 – 68
- Cooper D., 1998, σ. 48
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%8A%CE%BD%CF%84%CE%B1_%CE%9D%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%BA
- https://www.nobelprize.org/prizes/physics/1938/ceremony-speech/
- https://en.wikipedia.org/wiki/Italian_racial_laws
- https://it.wikipedia.org/wiki/Enrico_Fermi
- https://en.citizendium.org/wiki/Enrico_Fermi?utm_source=chatgpt.com
Βιβλιογραφία
ΑΣΙΜΩΦ Ι., 1982. ΠΩΣ ΒΡΗΚΑΜΕ ΤΗΝ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Φ. ΚΑΪΑΦΑ & ΣΙΑ Ο.Ε.
ΒΑΡΒΟΓΛΗΣ Χ., 2009. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ. Θεσσαλονίκη: Εκδότης: ΠΛΑΝΗΤΑΡΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Baggott J., 2011. The First War of Physics: The Secret History of the Atom Bomb, 1939-1949. Publisher: Pegasus Books
Berend I.T., 2009. Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου Αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
Bernstein J., 2001. Hitler’s Uranium Club – The Secret Recordings at Farm Hall. Publisher: Copernicus
BIRD K. & SHERWIN M.J., 2008. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΤΡΑΥΛΟΣ
BYNUM W., 2014. ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Cooper D., 1998. Enrico Fermi and the Revolutions of Modern Physics. Published by Oxford University Press, Inc
Davenport K. & Kimball D. G., 2025. Nuclear Weapons: Who Has What at a Glance. Arms Control Association. https://www.armscontrol.org/factsheets/nuclear-weapons-who-has-what-glance
Gosling F.G., 2010. The MANHATTAN PROJECT. Making the Atomic Bomb. UNITED STATES DEPARTMENT OF ENERGY
Gaddis J.L., 2018. Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ, ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ, ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ, ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Groves L. R., 1962. Now It Can Be Told: The Story of the Manhattan Project. Publisher Harper & Row
Hewitt P. G., 1997. Οι Έννοιες της Φυσικής Τόμος II. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Isaacson W., 8/15/2018. Einstein Helped Invent the A-Bomb, But He Watched Its Deployment in Horror. HISTORYNET. https://www.historynet.com/einstein-and-the-bomb/
Kelly C. C. (Ed), 2006. Oppenheimer and the Manhattan Project: Insights into J. Robert Oppenheimer, Father of the Atomic Bomb. Publisher: World Scientific Publishing Company
KERSHAW I., 2020. Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΔΙΝΗ 1950 – 2017. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Kristensen H.M. & Korda M., 2025. World nuclear forces. SIPRI Yearbook 2025: Armaments, Disarmament and International Security www.sipriyearbook.org
Kunetka J., 2015. The general and the genius: Groves and Oppenheimer: the unlikely partnership that built the atom bomb. Washington, DC: Publisher Regnery Publishing
Lanouette W., 2013. Genius in the shadows a biography of Leo Szilard, the man behind the bomb. NY: Publisher Skyhorse
LaRue R., 6/12/2006. J. Robert Oppenheimer and America’s Quest Build an Atomic Bomb. https://www.historynet.com/weaponry-scientists-meet-at-berkeley-to-lay-foundation-to-build-an-atomic-bomb/
Mearsheimer J., 2011. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ
MEDAWAR J. & PYKE D., 2012. HITLER’S GIFT. The True Story of the Scientists Expelled by the Nazi Regime. New York: Publisher Arcade
NORRIS R.S., Racing for the Bomb: General Leslie R. Groves, the Manhattan Project’s indispensable man. Publisher: STEERFORTH PRESS
Οικονόμου Λ., 1991. ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ. ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Poolos J., 2008. The Atomic Bombings of Hiroshima and Nagasaki (2008) [Great Historic Disasters]. Publisher: Chelsea House Publications
Rhodes R., 1986. The Making of the Atomic Bomb. New York: Publisher Simon & Schuster
Schweber S.S., 2008. ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΣ. ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ – ΜΠΕΤΕ. Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΥΚΑΜΙΣΑΣ
Sime R. L., 1996. Lise Meitner: A Life in Physics. Publisher: University of California Press
Szanton A., 2003. The Recollections of Eugene P. Wigner: As Told to Andrew Szanton. Publisher: Basic Books
Τραχανάς Σ., 2008. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Τραχανάς Σ., 2014. Μεγάλη επιστήμη ενδιαφέρουσες ζωές. ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ & ΣΤΕΦΑΝΟΣ Λ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ
Wallace C. & Weiss M., 2021. ΧΙΡΟΣΙΜΑ 1945. Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ. Οι 116 μέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Young J. W., 2006. Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. 1945 – 1991: Πολιτική Ιστορία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Veisdal J. 20 Jan 2020. The Great Purge of 1933. How Nazism Destroyed Science in Germany. https://www.cantorsparadise.org/the-great-purge-of-1933-93aa4598eaa9/

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .