Το Χρονολόγιο του Παλαιστινιακού Ζητήματος (Μέρος Πέμπτο)

11 Ιανουαρίου 1936: Ιδρύεται το HaKibbutz haDati (Θρησκευτικό Κίνημα Κιμπούτζ), μια ομοσπονδία θρησκευτικών σιωνιστικών κιμπούτζ που συνδέονται με το Mizrachi. Την περίοδο 1937-1948, το Θρησκευτικό Κίνημα Κιμπούτζ θα ιδρύσει τρία συγκροτήματα εποικισμών με τρία κιμπούτζ το καθένα. Το πρώτο θα γίνει στην κοιλάδα Beit Shean, το δεύτερο στα βουνά της Χεβρώνας νότια της Βηθλεέμ (γνωστό ως Gush Etzion ) και το τρίτο στο δυτικό Negev. Ένα άλλο κιμπούτζ, το Yavne, θα ιδρυθεί στο κέντρο της χώρας ως ο πυρήνας ενός τέταρτου συγκροτήματος που θα δημιουργηθεί μόνο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

4 Φεβρουαρίου 1936: Οι Άραβες της Παλαιστίνης εκείνη την ημέρα κηρύσσουν γενική απεργία για να υποστηρίξουν τον αγώνα των Σύριων ενάντια στη γαλλική κυριαρχία. (βλ.Παράρτημα Α)

15 Απριλίου 1936: Ο σεΐχης Farhan al-Saadi, από τους πρώτους μαχητές που στρατολόγησε ο αλ-Κασάμ, ανασυγκροτεί μια ομάδα κασαμιστών και  στήνει ένα οδόφραγμα κοντά στην Anabta, στον δρόμο Nablus – Tulkarm. Οι ένοπλοι αφαιρούν τιμαλφή και χρήματα από τους επιβαίνοντες στα αυτοκίνητα, ενώ τρεις από αυτούς, τους οδηγούν σε ένα φορτηγό όπου και τους πυροβολούν εν ψυχρώ. Μόνο ένας θα επιζήσει. Ένας, ο εβδομηντάχρονος Israel Hazan, που είχε πρόσφατα μεταναστεύσει από τη Θεσσαλονίκη, σκοτώνεται επί τόπου, και ο άλλος, ο Zvi Danenberg, θα καταλήξει από τα τραύματά του, μετά από πέντε μέρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα άτυχα θύματα επιλέχθηκαν εσκεμμένα επειδή ήταν Εβραίοι.

Αυτό το περιστατικό θεωρείται ως το σημείο εκκίνησης της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης (βλ. Παράρτημα Β)

16 Απριλίου 1936: Δύο μέλη του Irgun Bet σκοτώνουν δύο Άραβες που ζούσαν σε μια καλύβα κοντά στο δρόμο από το Kfar Saba προς το Petah Tiqva. Πριν πεθάνει, ένα από τα θύματα δήλωσε ότι οι δράστες ήταν Εβραίοι και τους περιέγραψε. Ήταν η γενική εντύπωση μεταξύ των Αράβων σε όλη τη χώρα ότι το έγκλημα ήταν αντίποινα για τη δολοφονία των Εβραίων το προηγούμενο βράδυ.

17 Απριλίου 1936: Ο Εβραίος Israel Hazan που σκοτώθηκε στις 15 Απριλίου κηδεύεται στο παλιό νεκροταφείο του Τελ Αβίβ στην οδό Τρούμπελντορ  και η κηδεία γίνεται η αφορμή για μια μεγάλη εβραϊκή διαδήλωση. Όλα τα καταστήματα, τα εργαστήρια και τα εργοστάσια αναγκάζονται να κλείσουν για ώρες.  Η Αστυνομία λιθοβολείται, ενώ οι συγκεντρωμένοι κραυγάζουν: «Δεν θέλουμε αυτή την κυβέρνηση, θέλουμε έναν εβραϊκό στρατό». Μια ομάδα Εβραίων αρχίζει να κινείται προς τη Γιάφα, αλλά τους σταματά η αστυνομία. Σύμφωνα με βρετανική έκθεση, στις 17 Απριλίου, περιπτώσεις επίθεσης από Εβραίους εναντίον Αράβων «έλαβαν χώρα στην οδό Herzl, στην οδό ha-Yarkon, στην οδό Allenby κοντά στο Γενικό Ταχυδρομείο, έξω από το Cinema Moghraby και στον τερματικό σταθμό των λεωφορείων στην παραλία».

Βρετανοί αστυνομικοί διαλύουν έναν αραβικό όχλο κατά τη διάρκεια των ταραχών της Γιάφα τον Απρίλιο του 1936

19 – 22 Απριλίου 1936: Την Κυριακή, 19 Απριλίου, περίπου στις 9.30 π.μ., στη Γιάφα, αραβικό πλήθος, αναστατωμένο από τις φήμες ότι Εβραίοι είχαν σκοτώσει 2 Άραβες στο Τελ Αβίβ, αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης. Εκεί αρχίζει να κυκλοφορεί άλλη μια φήμη ότι τρεις Άραβες είχαν σκοτωθεί από Εβραίους σε έναν αραβικό πορτοκαλεώνα στον δρόμο Salameh (δρόμος στα σύνορα του Τελ Αβίβ και της Γιάφα). Εν τω μεταξύ σε μια άλλη συνοικία της πόλης, στη  Manshieh ακούγεται ότι τέσσερις Άραβες, μεταξύ των οποίων μία γυναίκα, είχαν δολοφονηθεί από Εβραίους. Αποτέλεσμα αυτών των φημών, είναι το ξέσπασμα αντιεβραϊκών ταραχών στη Γιάφα. Σύμφωνα με άλλες πηγές, οι ταραχές ξεκινούν κατά τη διάρκεια της κηδείας των δύο Αράβων που σκοτώθηκαν από μαχητές της Irgun στο Petah Tikva. Τελικά όποια  κι αν ήταν η αφορμή, το αποτέλεσμα είναι ότι Άραβες σκοτώνουν έξι (σύμφωνα με άλλες πηγές εννέα) Εβραίους, και η αστυνομία με τη σειρά της σκοτώνει 2 Άραβες.

Την ίδια μέρα ο Ύπατος Αρμοστής εκδίδει μια διακήρυξη που κηρύσσει την ενεργοποίηση του Διατάγματος της  κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας του 1931 «για την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και άμυνας της Παλαιστίνης» σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Με την ενεργοποίηση του, ο Ύπατος Αρμοστής εκδίδει Κανονισμούς Έκτακτης Ανάγκης που παρέχουν στις βρετανικές αρχές την εξουσία να επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας, να λογοκρίνουν γραπτό υλικό (όπως επιστολές, τηλεγραφήματα, έντυπο τύπο), να ελέγχουν και να παρακολουθούν τηλεφωνικές συνομιλίες, κινήσεις σκαφών, να προχωρούν σε συλλήψεις χωρίς ένταλμα, να κάνουν εφόδους σε σπίτια και επιχειρήσεις, να επιτάσσουν οχήματα και αποθήκες, να κατάσχουν τροφές και ζωοτροφές, να απελαύνουν άτομα. Στα πλαίσια των Κανονισμών τη νύχτα της 19ης Απριλίου στη Γιάφα και στο Τελ-Αβίβ επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας.

Στις 20 Απριλίου, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στα σύνορα μεταξύ Γιάφα και Τελ-Αβίβ, ιδίως στις συνοικίες Catton, Manshieh και Saknat Abu Kebir. Εκείνη την ημέρα σκοτώνονται  δύο Άραβες και δύο Εβραίοι (όλοι στο Saknat Abu Kebir) και τραυματίζονται είκοσι έξι Εβραίοι και τριάντα δύο Άραβες.

Την ίδια μέρα στη Ναμπλούς, μια νεώτερη γενιά Παλαιστίνιων ακτιβιστών, δημιουργεί μια εθνική επιτροπή, η οποία κηρύσσει την έναρξη  γενικής απεργίας όλων των Αράβων στην Παλαιστίνη. Η κίνηση αυτή είναι εμπνευσμένη από αντίστοιχες γενικές απεργίες που είχαν χρησιμοποιηθεί σε γειτονικές αραβικές χώρες για να ασκήσουν πολιτικές πιέσεις στις αποικιακές δυνάμεις. Στο Ιράκ μια γενική απεργία τον Ιούλιο του 1931, συνοδευόμενη από οργανωμένες διαδηλώσεις στους δρόμους, οδηγεί στην ανεξαρτησία υπό τον πρωθυπουργό Nuri as-Said και στην πλήρη ένταξη στην Κοινωνία των Εθνών τον Οκτώβριο του 1932. Το συριακό εθνικό κίνημα χρησιμοποιεί μια γενική απεργία από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 6 Μαρτίου 1936, η οποία, παρά τα σκληρά αντίποινα, οδηγεί σε διαπραγματεύσεις στο Παρίσι που θα καταλήξουν σε μια Γαλλοσυριακή Συνθήκη Ανεξαρτησίας. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η αποφασιστική οικονομική και πολιτική πίεση μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Στις 21 Απριλίου, οι ηγέτες των πέντε κύριων κομμάτων αποδέχονται την απόφαση της Ναμπλούς και καλούν με την σειρά τους όλους τους Άραβες να συμμετέχουν στη γενική απεργία. Μέχρι το τέλος του μήνα δημιουργούνται εθνικές απεργιακές επιτροπές σε όλες τις πόλεις και μερικά από τα μεγαλύτερα χωριά. Στις 21 και 22 Απριλίου, οι συγκρούσεις μεταξύ κατοίκων εβραϊκών και αραβικών συνοικιών στο Τελ Αβίβ και τη Γιάφα συνεχίζονται. Πολλοί Εβραίοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν τη Γιάφα. Η βρετανική κυβέρνηση στην ετήσια Έκθεσή της προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για τη Διοίκηση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας για το έτος 1936, αναφέρει ότι οι συνολικές απώλειες στη Γιάφα και στο Τελ-Αβίβ μεταξύ της 19ης και της 22ας Απριλίου από την πλευρά των Εβραίων ανέρχονται σε 16 νεκρούς, 26 βαριά τραυματίες και 49 ελαφρώς τραυματισμένους, ενώ από την πλευρά των Αράβων, οι νεκροί είναι 5, οι βαριά τραυματίες 31 και οι ελαφρώς τραυματισμένοι 77.

Μέλη της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής πρώτη σειρά από δεξιά προς τα αριστερά: Raghib al-Nashashibi, Amin al-Husayni, Ahmed Hilmi, Abdul Latif Es-Salah, Alfred Roke. Δεύτερη σειρά: Fuad Saba (θα γίνει μέλος μετά την σύλληψη του Auni Bey Abdul Hadi), Yaqub al-Ghusayn, Hussein Khalidi, Jamal al-Husayni

25 Απριλίου 1936: Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό από τα βίαια επεισόδια και την κήρυξη της γενικής απεργίας, ενέργειες αυθόρμητες, οι πρόκριτοι προσπαθούν να ξαναπάρουν τον έλεγχο της κατάστασης.Έτσι με πρωτοβουλία του Μοχάμεντ Αμίν αλ-Χουσεΐνι, μεγάλου μουφτή της Ιερουσαλήμ και πρόεδρο του  Ανώτατου Μουσουλμανικού Συμβουλίου, ιδρύεται στη Νάμπλους,  η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (ΑΑΕ). Τα μέλη της επιτροπής είναι: ο Amin al-Husayni (πρόεδρος της ΑΑΕ), ο Auni Bey Abdul Hadi (γραμματέας της ΑΑΕ, πρόεδρος του Κόμματος της Ανεξαρτησίας), ο Raghib al-Nashashibi (πρόεδρος του Κόμματος Εθνικής Άμυνας), ο Jamal al-Husayni (πρόεδρος του Αραβικού Κόμματος της Παλαιστίνης), ο Hussein Khalidi (δήμαρχος Ιεροσολύμων και ένας από τους τρεις Γραμματείς του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος), ο Ahmed Hilmi (ταμίας της ΑΑΕ, διευθυντής της Αραβικής Τράπεζας), ο Abdul Latif Bey Es-Salah (πρόεδρος του Εθνικού Συνασπισμού, Νάμπλους), ο Alfred Effendi Roke (αντιπρόεδρος του Αραβικού Κόμματος της Παλαιστίνης), ο Yacoub Effendi Farraj (αντιπρόεδρος του Κόμματος Εθνικής Άμυνας) και ο Yaqub al-Ghusayn (πρόεδρος του Αραβικού Κογκρέσου Νέων).

Η νεοσύστατη Επιτροπή εγκρίνει ψήφισμα «για τη συνέχιση τη γενικής απεργίας, έως ότου η βρετανική κυβέρνηση αλλάξει ριζικά την τωρινή πολιτική της, ξεκινώντας με τον τερματισμό της εβραϊκής μετανάστευσης». Το ψήφισμα επίσης επαναδιατυπώνει τις αραβικές εθνικές απαιτήσεις  ζητώντας: (1) την απαγόρευση της εβραϊκής μετανάστευσης· (2) την απαγόρευση της μεταβίβασης της αραβικής γης στους Εβραίους· (3) τη σύσταση Εθνικής κυβέρνησης που να λογοδοτεί σε αντιπροσωπευτικό νομοθετικό σώμα. Διαφορετικά καλούσε σε ενεργητική αντίσταση, περιλαμβανόμενης της ένοπλης βίας.

26 Απριλίου 1936: Εκμεταλλευόμενοι την απεργία των λιμενεργατών στη Γιάφα, οι σιωνιστές καταφέρνουν να λάβουν άδεια για τη δημιουργία ξεχωριστού εβραϊκού λιμανιού στο Τελ Αβίβ.

Μάιος – Ιούνιος 1936: Από τον Μάιο ξεκινούν επιθέσεις εναντίον εβραϊκών και βρετανικών στόχων. Στην αρχή οι ένοπλες δυνάμεις παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην εξέγερση, επιχειρώντας νύχτα, καταστρέφοντας κυρίως εβραϊκές περιουσίες, κτήματα και καλλιέργειες. Τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, 30 000 δέντρα γίνονται στάχτη από δασικές πυρκαγιές. Στην αγροτική συνοικία της Χάιφα, ζημιές ύψους 4 000 λιρών στερλινών προκλήθηκαν σε οπωρώνες. Τηλεφωνικά καλώδια κόβονται, δρόμοι κλείνουν, γέφυρες ναρκοθετούνται. Μάλιστα η γέφυρα στη γραμμή Nablus-Tulkarm των Σιδηροδρόμων της Παλαιστίνης ανατινάζεται με αποτέλεσμα να σταματήσει η λειτουργία της γραμμής. Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου έγιναν δώδεκα πράξεις δολιοφθοράς στο σιδηρόδρομο και σε δύο περιπτώσεις εκτροχιασμός συρμών.

5 Μαΐου 1936: Ο Ύπατος Αρμοστής σε συνάντησή του με τα μέλη της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής, τους προειδοποιεί να μην υποστηρίζουν ή να προτρέπουν στην τέλεση παράνομων πράξεων, τους προτρέπει να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να αποτρέψουν τους ανθρώπους από τη βία και τις δολιοφθορές και τους συμβουλεύει να στείλουν αντιπροσώπους τους στο Λονδίνο για διαπραγματεύσεις. Η ΑΑΕ σε γραπτή απάντησή της εκφράζει τη λύπη της για τις απώλειες ζωών και τις παράνομες πράξεις, αλλά δηλώνει ότι δεν μπορεί να ματαιώσει την απεργία ή να στείλει αντιπρόσωπο στο Λονδίνο, εκτός εάν ανασταλεί η εβραϊκή μετανάστευση.

8 Μαΐου 1936: Σε διάσκεψη των απεργιακών εθνικών επιτροπών στην Ιερουσαλήμ αποφασίζεται όχι μόνο η συνέχιση της απεργίας αλλά και να αρνηθούν οι Άραβες να πληρώνουν φόρους. Αμέσως μετά, η ΑΑΕ, σε απάντηση σε ένα υπόμνημα που της απηύθυνε ο Ύπατος Αρμοστής γνωστοποιεί ότι δεν είναι υπεύθυνη για το κίνημα υπέρ της πολιτικής ανυπακοής, αλλά ότι αυτό το κίνημα είναι στην πραγματικότητα ένα αυθόρμητο αίτημα των Αράβων γενικά και ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιρροή τους για να ελέγξει αυτές τις δράσεις εκτός και αν ανασταλεί η εβραϊκή μετανάστευση.

11 Μαΐου 1936: Ενισχύσεις του βρετανικού στρατού φθάνουν από την Αίγυπτο και τη Μάλτα .

13 Μαΐου 1936: Δύο Εβραίοι σκοτώνονται στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.

16 Μαΐου 1936: Τρεις Εβραίοι σκοτώνονται και άλλοι δύο τραυματίζονται κατά την έξοδό τους από τον κινηματογράφο Έντισον στην Ιερουσαλήμ. Ως αποτέλεσμα, ακολουθεί μια περαιτέρω έξοδος Εβραίων ιδιοκτητών σε ασφαλέστερες συνοικίες στα προάστια, ενώ επιβάλλονται διαδοχικά εντολές απαγόρευσης κυκλοφορίας, πρώτα στην Παλιά Πόλη, μετά στις μικτές συνοικίες και τέλος σε ολόκληρη τη Δημοτική Περιοχή της Ιερουσαλήμ.

18 Μαΐου 1936: Ο υπουργός Αποικιών δηλώνει στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει

το διορισμό μιας Βασιλικής Εξεταστικής Επιτροπής που θα ερευνήσει τα αίτια των ταραχών στην Παλαιστίνη.

18 Μαΐου 1936: Ενώ οι Άραβες ζητούν να σταματήσει η εβραϊκή μετανάστευση, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Παλαιστίνης η έγκριση από τον Ύπατο Αρμοστή  4 500 πιστοποιητικών μετανάστευσης για τα Προγράμματα Εργασιακής Μετανάστευσης περιόδου Απρίλιος – Σεπτέμβριος 1936. Βέβαια η Εβραϊκή Υπηρεσία είχε υποβάλει αίτηση για 11 200 πιστοποιητικά.

19 Μαΐου 1936: Με την κατασκευή στην ακτή του Τελ Αβίβ μιας προβλήτας για την φορτοεκφόρτωση των πλοίων και το άνοιγμα τελωνείου, γίνονται τα εγκαίνια του νέου λιμανιού στο Τελ Αβίβ. Η εβραϊκή πόλη δεν θα έχει πλέον ανάγκη το λιμάνι της Γιάφα, το οποίο συνεχίζει να είναι κλειστό λόγω της αραβικής απεργίας. Τα έργα του λιμανιού του Τελ Αβίβ χρηματοδοτούνται από μια ιδιωτική εβραϊκή εταιρεία – την Marine Trust Company και θα ολοκληρωθούν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.         

22 Μαΐου 1936: Ο Ύπατος Αρμοστής εκδίδει πρόσθετους Κανονισμούς Έκτακτης Ανάγκης που παρέχουν στους Επαρχιακούς Επιτρόπους την εξουσία να θέσουν τα άτομα υπό αστυνομική επίβλεψη και να περιορίσουν τη μετακίνησή τους από το ένα μέρος της Παλαιστίνης στο άλλο.

25 Μαΐου 1936: Η Ύπατη Αρμοστεία εγκρίνει τη δημιουργία εβραϊκών ένοπλων βοηθητικών μονάδων που τυπικά αποτελούν τμήματα της Παλαιστινιακής Αστυνομίας, πλήρους απασχόλησης, για τη φύλαξη εβραϊκών οικισμών και αγροτικών δρόμων. (βλ. Παράρτημα Γ).

29 Μαΐου 1936: Ο William George Arthur Ormsby-Gore (1885 – 1964) διορίζεται νέος υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες.

1 Ιουνίου 1936: Δημοσιεύονται πρόσθετοι Κανονισμοί του Ύπατου Αρμοστή που δίνουν την εξουσία στους Επαρχιακούς Επιτρόπους να διατάξουν: το άνοιγμα καταστημάτων και επαγγελματικών χώρων που είχαν κλείσει λόγω απεργίας, την κράτηση ατόμων σε στρατόπεδα εγκλεισμού για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, τη σύλληψη χωρίς ένταλμα σε μέλη των αντιμαχόμενων δυνάμεων.

2 – 4 Ιουνίου 1936: Στις 2 Ιουνίου μια απόπειρα ανταρτών να εκτροχιάσουν το τρένο που έφερνε το 2ο τάγμα του συντάγματος «The Bedfordshire and Hertfordshire Regiment» από την Αίγυπτο, οδήγησε στο να τεθούν υπό φρουρά οι σιδηρόδρομοι, ασκώντας μεγάλη πίεση στις δυνάμεις ασφαλείας. Στις 4 Ιουνίου ωςαπάντηση στην απόπειρα εκτροχιασμού του τρένου, η Ύπατη Αρμοστεία συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό Παλαιστινίων ηγετών συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα της ΑΑΕ και προέδρου του Κόμματος της Ανεξαρτησίας, Awny Abdul Hadi, και τους έκλεισε σε στρατόπεδο κράτησης στο Auja al-Hafir στην έρημο Negev. Στη θέση του Awny Abdul Hadi στην ΑΑΕ θα τοποθετηθεί ο Fuad Saba (1902-1984).

6 Ιουνίου 1936: Ο Ύπατος Αρμοστής εκδίδει πρόσθετους Κανονισμούς Έκτακτης Ανάγκης που προβλέπουν την επιβολή θανατικών ποινών ή ισόβιας κάθειρξης υπό ορισμένες συνθήκες για (1) πυροβολισμούς κατά των στρατευμάτων ή της αστυνομίας· (2) ρίψη βόμβας ή δυναμίτη· (3) πράξεις δολιοφθοράς· (4) πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια πλοίων, αεροσκαφών, τρένων, οχημάτων μεταφοράς. Σύμφωνα με αυτούς τους Κανονισμούς η Ύπατη Αρμοστεία έχει επίσης την εξουσία: (1) της επίταξης εργατικού δυναμικού για τον καθαρισμό δρόμων που εμποδίζονται από οδοφράγματα, καρφιά κ.λπ.· (2) να επιβάλει συλλογικά πρόστιμα σε χρήμα ή είδος σε κατοίκους πόλεων ή χωριών που διέπραξαν παράβαση ή συνεννοήθηκαν κατά τη διάπραξή του· (3) να κατεδαφίζουν σπίτια τα οποία χρησιμοποιούνται ως γιάφκες.

19 – 29 Ιουνίου 1936: Οι κάτοικοι – όλοι Άραβες – στην παλιά πόλη της Γιάφα, στο λόφο με θέα το λιμάνι, με γραπτή ειδοποίηση διατάσσονται στις 17 Ιουνίου εντός είκοσι τεσσάρων ωρών να εκκενώσουν τα σπίτια τους. Στις 19 Ιουνίου ξεκινά η κατεδάφιση 237 κατοικιών Αράβων, με τη «βοήθεια» εκρηκτικών, με πρόφαση την οικιστική αναδιαμόρφωση και βελτίωσή της. Η καυστική κριτική για αυτή την ενέργεια από τον ανώτατο δικαστή της Παλαιστίνης Sir Michael McDonnell δεν έγινε δεκτή από τη διοίκηση και ο δικαστής θα απομακρυνθεί σύντομα από τη χώρα.

20 Ιουνίου 1936: Σύμφωνα με πρόσθετο Κανονισμό της Ύπατης Αρμοστείας, η ελάχιστη ποινή φυλάκισης για εγκλήματα βίας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κατοχή βομβών, πυροβόλων όπλων χωρίς εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία, είναι πέντε χρόνια.

21 Ιουνίου 1936: Περίπου 60 με 70Άραβες μαχητές των ομάδων του Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad και του Ibrahim Nassar επιτίθενται στη βρετανική στρατιωτική συνοδεία ενός κονβόι υπεραστικών λεωφορείων της εβραϊκής εταιρείας Egged Transportation Ltd, 2,5 χιλιόμετρα δυτικά της Anabta. Δύο Βρετανοί στρατιώτες σκοτώνονται, μαζί με 11 Άραβες σε αυτό που η New York Herald Tribune αποκαλεί «μείζονα μάχη» στην αραβική εξέγερση του 1936–39 στην Παλαιστίνη και η «The Baltimore Sun» περιγράφει ως τη «σοβαρότερη συμπλοκή» της εξέγερσης μέχρι τότε. Σύμφωνα με τη Sonia Nimr, οι αρχές της Εντολής εκδίδουν ένταλμα σύλληψης για τον Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad ως αποτέλεσμα αυτής της μάχης.

26 Ιουνίου 1936: Οεκτροχιασμός τραίνου κοντά στη Λοντ (Λύδδα) προκαλεί τέσσερις θανάτους και σημαντικές ζημιές στη σιδηροδρομική γραμμή και στο συρμό. Ως συνέπεια αυτής της πράξης δολιοφθοράς των Αράβων, η οποία ακολούθησε μια οργανωμένη επίθεση στο Πολιτικό Αεροδρόμιο της Λοντ, επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας στην πόλη της Λοντ, καθώς και πρόστιμο £5 000.

Αγωγός πετρελαίου Κιρκούκ-Χάιφα δυτικό άκρο, Χάιφα, 1938

Ιουλίου 1936: Τον Ιούλιο πραγματοποιούνται επτά αραβικές επιθέσεις στον πετρελαιαγωγό Κιρκούκ-Χάιφα της Iraq Petroleum Company στην πεδιάδα του Jezreel και στην κοιλάδα Beisan.  Ο αγωγός κατασκευάζεται από την Iraq Petroleum Company μεταξύ 1932 και 1934 και λειτουργεί μεταξύ 1935 και 1948. Το μήκος του είναι περίπου 942 χιλιόμετρα και θα γίνει στόχος αρκετών επιθέσεων από Άραβες κατά τη διάρκεια της αραβικής εξέγερσης του 1936-1939 και αργότερα της εβραϊκής παραστρατιωτικής οργάνωσης Irgun. Το 1948, με το ξέσπασμα του Αραβο-Ισραηλινού πολέμου του 1948, η επίσημη λειτουργία του αγωγού λήγει όταν η ιρακινή κυβέρνηση αρνείται να αντλήσει άλλο πετρέλαιο μέσω αυτού.

22 Ιουλίου 1936: Ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες, απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων που ζητούσε διαβεβαίωση ότι καμία αλλαγή στη δεδηλωμένη πολιτική της κυβέρνησης σχετικά με τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη δεν θα γινόταν παρά μόνο μετά την αναφορά της Βασιλικής Επιτροπής, δήλωσε: «Όπως ενημέρωσα το Σώμα στις 19 Ιουνίου, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν μπορεί να εξετάσει καμία αλλαγή πολιτικής όσον αφορά την Παλαιστίνη έως ότου λάβει και εξετάσει την Έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής. Ωστόσο, όσον αφορά την πρόταση ότι θα πρέπει να υπάρξει προσωρινή αναστολή της μετανάστευσης ενώ η Επιτροπή διεξάγει την έρευνά της, δεν είμαι προς το παρόν σε θέση να κάνω οποιαδήποτε δήλωση σχετικά με την πρόθεση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας πέραν του ότι η απόφασή της θα ληφθεί σε εύθετο χρόνο και ότι δεν τίθεται θέμα επηρεασμού της από βία ή απόπειρες εκφοβισμού.».

29 Ιουλίου 1936: Ανακοινώνεται από τον υπουργό Εξωτερικών για της Αποικίες William George Arthur Ormsby-Gore, η σύνθεση και οι όροι εντολής της Βασιλικής Επιτροπής. Πρόεδρος της Επιτροπής διορίζεται ο λόρδος William Peel, αντιπρόεδρος ο Sir Horace Rumbold, και μέλη οι: Sir Laurie Hammond, Sir Morris Carter, Sir Harold Morris και ο καθηγητής Ιστορίας Reginald Coupland.

Σύμφωνα με το ανακοινωθέν οι όροι εντολής της Βασιλικής Επιτροπής είναι: «Να εξακριβωθούν οι βαθύτερες αιτίες των αναταραχών που ξέσπασαν στην Παλαιστίνη στα μέσα Απριλίου· να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η Εντολή για την Παλαιστίνη σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Εντολοδόχου χώρας έναντι των Αράβων και των Εβραίων αντίστοιχα· και να εξακριβώσει εάν, μετά την ορθή τήρηση των όρων της Εντολής, είτε οι Άραβες είτε οι Εβραίοι έχουν εύλογα παράπονα λόγω του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκε ή εφαρμόζεται η Εντολή και εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι τυχόν τέτοια παράπονα είναι βάσιμα, να διατυπώσει συστάσεις για την άρση τους και για την αποφυγή της επανάληψής τους». Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι: «Η Βασιλική Επιτροπή θα αναλάβει τα καθήκοντά της το συντομότερο δυνατό, αλλά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πρέπει να αποκατασταθεί η τάξη στην Παλαιστίνη προτού η Επιτροπή ξεκινήσει την έρευνά της εκεί.».

8 – 15 Αυγούστου 1936: Στη Γενεύη της Ελβετίας ιδρύεται το Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο (World Jewish Congress – WJC). Ο σκοπός του WJC είναι διπλός: πρώτον, να συνεχίσει την παράδοση του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου (που ιδρύθηκε το 1918) και της Επιτροπής Εβραϊκών Αντιπροσωπειών (ιδρύθηκε το 1919) να λειτουργεί ως εθελοντική οργάνωση που εκπροσωπεί τις εβραϊκές κοινότητες και οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, έναντι των κυβερνητικών αρχών και των διεθνών φορέων και, δεύτερον, να προωθήσει την ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής στις εβραϊκές κοινότητες σε όλο τον κόσμο (άρθρα 1 και 2 του καταστατικού του). Η οργάνωση δεν παρεμβαίνει στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις οποιασδήποτε χώρας (άρθρο 3). Μόνο τα δημοκρατικά σώματα που παραμένουν αυτόνομα έχουν δικαίωμα συμμετοχής, τα οποία θα χορηγούνται, κατά γενικό κανόνα, σε ένα μόνο αντιπροσωπευτικό εθνικό εβραϊκό σώμα οποιασδήποτε χώρας (άρθρο 4). Η ολομέλεια είναι η ανώτατη αρχή του Κογκρέσου (άρθρο 5), και μια εκτελεστική επιτροπή και ένα διοικητικό συμβούλιο διευθύνουν τις υποθέσεις του (άρθρο 8).

Ο επίτιμος πρόεδρος του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου, εμπνευστής του σχεδίου του WJC, ο ραβίνος Stephen S. Wise, στην ομιλία του στην εναρκτήρια συνέλευση του WJC τον Αύγουστο του 1936, νιώθει υποχρεωμένος να εξηγήσει την ανάγκη ίδρυσης της οργάνωσης. Υπογραμμίζει τη σημασία της εβραϊκής εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, η οποία έχει αποδείξει, όπως λέει, στους σκεπτικιστές ότι οι Εβραίοι μπορούν να ζήσουν ως έθνος στη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, συνεχίζει, η σιωνιστική εργασία στο παλαιστινιακό πλαίσιο και η παραδοσιακή φιλανθρωπική δραστηριότητα απέτυχαν να δώσουν επαρκείς απαντήσεις στα θεμελιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος Εβραϊσμός, ιδιαίτερα μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, και επομένως υπάρχει ανάγκη για διεθνή εβραϊκή δράση. Ο Wise ρωτά το ακροατήριό του γιατί ο μη-εβραϊκός κόσμος πρέπει να δείξει ενδιαφέρον και να πολεμήσει για τα εβραϊκά ζητήματα, όταν οι ίδιοι οι Εβραίοι αποφεύγουν να το κάνουν. Αναμένοντας την κριτική για τα πρότυπα δράσης που θα υιοθετήσει το Εβραϊκό Κογκρέσο ως διεθνής εβραϊκή οργάνωση, ο Wise τονίζει ότι η αντι-εβραϊκή εκστρατεία είναι διεθνής και ότι αυτό απαιτεί μια εβραϊκή απάντηση που θα κάλυπτε μεμονωμένα κράτη και ηπείρους. Τονίζει περαιτέρω ότι η οργάνωση δεν θα είναι ένα εβραϊκό υπερκράτος, και ότι θα είναι σοβαρό λάθος να τη θεωρήσουμε ως ένα εβραϊκό κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο εξηγεί, είναι μια νομική έννοια, κάτι που αποτελεί μέρος της ύπαρξης ενός κράτους, ενώ το Κογκρέσο δεν είναι κράτος.

Την ίδια μέρα απευθυνόμενος σε συνέντευξη Τύπου στη Γενεύη, ο Wise επιτίθεται  στους Γερμανούς Εβραίους επειδή εναντιώθηκαν στο WJC, και τονίζει: «Πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι το Κογκρέσο δεν είναι κοινοβούλιο ούτε προσπάθεια για κοινοβούλιο. Δεν είναι τίποτα άλλο από μια συνέλευση εκπροσώπων εκείνων των Εβραίων που επιλέγουν να συμπράξουν για την υπεράσπιση των εβραϊκών δικαιωμάτων. Το Κογκρέσο δεν θα είναι πλήρως αντιπροσωπευτικό έως ότου όλοι οι Εβραίοι επιλέξουν να εκπροσωπηθούν από αυτό». Ο Wise λέει ότι «το Κογκρέσο αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του συνολικού εβραϊκού πληθυσμού σε 32 χώρες.

Η ημερήσια διάταξη που θα κληθούν να εγκρίνουν οι εκπρόσωποι έχει ως εξής:

1-Ίδρυση μόνιμης υπηρεσίας που θα εκπροσωπεί τις διάφορες εβραϊκές κοινότητες για την υπεράσπιση των εβραϊκών δικαιωμάτων.

2-Υπεράσπιση των ατομικών, πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων των εβραϊκών μειονοτήτων όπου αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

3-Άμυνα ενάντια στην αντισημιτική προπαγάνδα.

4-Ρύθμιση της εβραϊκής μετανάστευσης με ίδρυση κεντρικού γραφείου συντονισμού και διεύθυνσης μεταναστευτικών δραστηριοτήτων.

5-Υπεράσπιση των εβραϊκών συμφερόντων ενάντια στις καταστροφικές πολιτικές του Ναζιστικού Ράιχ.

6-Συντονισμός υπό δημόσιο έλεγχο των εβραϊκών προσπαθειών αρωγής που λαμβάνουν υποστήριξη μέσω δημόσιων εκκλήσεων.

7-Ανασυγκρότηση και αποκατάσταση της οικονομικής ζωής των ανίκανων να μεταναστεύσουν.

8-Διευκόλυνση της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη με τη συνεργασία της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη.

Αν και οι σύνεδροι εκλέγουν τον ομοσπονδιακό δικαστή των ΗΠΑ και πρώην πρόεδρο του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου Julian W. Mack ως επίτιμο πρόεδρο του WJC, στη θέση του προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής επιλέγουν τον Δρ Wise. Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, εκτός από τον Wise, είναι ο Marc Jarblum από το Παρίσι, ο Israel Yefroikin από τη Γαλλία, ο Leon Kubowitzki από το Βέλγιο, ο I. Naiditch από το Παρίσι, ο Δρ Mordecai Nurok από τη Λετονία, ο Reve. Maurice L. Perlzweig από το Λονδίνο και ένα άτομο θα οριστεί από την Ελβετική Ομοσπονδία Εβραϊκών Κοινοτήτων. Ο Δρ Nahum Goldmann, εκπρόσωπος της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη στην Κοινωνία των Εθνών ορίζεται πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής.

Το WJC επέλεξε το Παρίσι ως έδρα του και άνοιξε επίσης ένα γραφείο συνδέσμου με την Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη, με επικεφαλής αρχικά τον Ελβετό διεθνή δικηγόρο και νομικό σύμβουλο της WJC Paul Guggenheim και αργότερα από τον Gerhart Riegner, ο οποίος αρχικά υπηρέτησε ως γραμματέας του Guggenheim.

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, τα κεντρικά γραφεία του WJC μετακομίζουν από το Παρίσι στη Γενεύη για να διευκολύνουν τις επικοινωνίες με τις εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 1940, όταν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει πέσει κάτω από την κατοχή των Ναζί, τα κεντρικά γραφεία του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου μεταφέρονται στη Νέα Υόρκη για να μοιραστούν τον χώρο γραφείων με το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο και ένα ειδικό γραφείο της WJC δημιουργείται στο Λονδίνο. Το βρετανικό τμήμα του WJC θα επιφορτιστεί να ενεργεί ως ο ευρωπαϊκός εκπρόσωπος της οργάνωσης.

Το WJC αυτοπροσδιορίζεται ως διεθνής οργανισμός, αν και, στην πραγματικότητα, λειτουργεί ως αμερικανική εβραϊκή οργάνωση. Τα κεντρικά της γραφεία πλέον βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Stephen Wise υπηρετεί τόσο ως πρόεδρος του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου όσο και ως πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του WJC, μια κατάσταση που συμβολίζει την οργανωτική ομοιότητα των δύο οργάνων, καθώς και το γεγονός ότι το Αμερικανοεβραϊκό Κογκρέσο είναι το κυρίαρχο μέλος εντός του WJC, παρέχοντάς του οικονομική και πολιτική υποστήριξη.

13 Αυγούστου 1936: Ο ασκών καθήκοντα δημάρχου Χεβρώνας δολοφονείται από άγνωστους.

22 Αυγούστου 1936: Ο Αγγλοεβραίος αραβιστής Levi (Lewis) Billig, δολοφονείται στο σπίτι του έξω από την Ιερουσαλήμ από έναν Άραβα. Ο Billig πρωτοπόρος της αραβικής εκπαίδευσης συνεπιμελήθηκε το πρώτο αραβικό εγχειρίδιο για εβραόφωνους μαθητές και ήταν ο πρώτος λέκτορας αραβικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.

25 Αυγούστου 1936: Κατόπιν επαφών στη Βαγδάτη, του μεγάλου μουφτή αλ-Χουσεΐνι με τον συριακής καταγωγής, Φάουζι αλ-Καούκζι (Fawzi al-Qawuqji, 1890-1977) της Λίγκας για την υπεράσπιση της Παλαιστίνης στο Ιράκ, ο τελευταίος αναλαμβάνει την αρχηγία της Παλαιστινιακής Εξέγερσης.

Fawzi al-Qawuqji, 1890-1977

Ο Fawzi al-Qawuqji γεννήθηκε το 1890 σε μια Τουρκμενική οικογένεια στην πόλη της Τρίπολης, η οποία ήταν τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1912 αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Υπηρέτησε ως λοχαγός στη φρουρά του 12ου οθωμανικού σώματος στη Μοσούλη και σε αρκετές μάχες κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του Qurna στο Ιράκ και του Beersheba στην Οθωμανική Παλαιστίνη. Τιμήθηκε με το Οθωμανικό Μετάλλιο Majidi για τον ρόλο του σε αυτές τις μάχες. Του απονεμήθηκε επίσης ο Γερμανικός Σιδηρούν Σταυρός, δεύτερης κατηγορίας, για τη γενναιότητα του στη μάχη γύρω από τον Nabi Samwil. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αλ-Καούκζι υποστήριξε την ανεξαρτησία του βραχύβιου Αραβικού Βασιλείου της Συρίας. Το 1920, πολέμησε στη μάχη του Maysalun, υπηρετώντας στον στρατό του βασιλιά Faisal ως λοχαγός. Μετά την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας για την ίδρυση του Αραβικού Βασιλείου της Συρίας, ο αλ-Καούκζι εντάχθηκε στη Συριακή Λεγεώνα (επίσης γνωστή ως Γαλλο-Συριακός Στρατός ) στην υπό γαλλική Εντολή Συρία. Ο Φάουζι αλ-Καούκζι έλαβε επίσημη εκπαίδευση στη γαλλική École spéciale militaire de Saint-Cyr. Έγινε διοικητής μιας μοίρας ιππικού στη Χάμα. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1925-1927, διέταξε την ανταρσία ολόκληρης της μονάδας ιππικού του και μαζί με άτακτους από τη νομαδική φυλή Mawali, προχώρησαν στην κατάληψη της πόλης. Θα ακολουθήσει ο βομβαρδισμός της Χάμα, από τον Γαλλικό Στρατό με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 344 Σύριοι, στην πλειονότητά τους άμαχοι. Ο αλ-Καούκζι κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο ερήμην. Μετά την αποχώρηση, ο αλ-Καούκζι και οι δυνάμεις του ανασυντάχθηκαν με τις δυνάμεις του Ramadan al-Shallash και του ανατέθηκε να ηγηθεί της εξέγερσης στην περιοχή Γούτα της Δαμασκού. Η εξέγερση τελικά καταπνίγεται το 1927 μέσω γαλλικών αεροπορικών βομβαρδισμών περιοχών αμάχων, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού. Αργότερα ο Shakib Arslan έφερε τον αλ-Καούκζι στη Χετζάζη, για να βοηθήσει στην εκπαίδευση του στρατού του Σαουδάραβα μονάρχη Ιμπν Σαούντ.

Στις 25 Αυγούστου 1936, ο αλ-Καούκζι εισέρχεται στην Παλαιστίνη με περίπου 200 εθελοντές, Ιρακινούς, Σύριους, Δρούζους και Άραβες από την Υπεριορδανία, ως επί το πλείστον βετεράνους του Οθωμανικού Στρατού ή/και αντάρτες από τη Μεγάλη Συριακή Επανάσταση (1925–27), οργανωμένους σε τέσσερις μονάδες που θα επιχειρούν στο τρίγωνο Nablus – Tulkaram – Jenin, με υπαρχηγούς τους Muhammad al-Ashmar (1892 -1960) και Sa’id al-‘As (1889 – 1936). Ο αλ-Καούκζι διοικεί απευθείας και τις εθελοντικές δυνάμεις  της Υπεριορδανίας και του Ιράκ, ο al-Ashmar τους Σύριους και ο  Δρούζος πρώην Οθωμανός αξιωματικός, Hamad Sa’ab, διοικεί τη λιβανέζικη μονάδα. Ο al-‘As επιχειρεί στην περιοχή της Ιερουσαλήμ.

Η ηγεσία των Παλαιστινίων Αράβων αποτελείται από ριζοσπαστικοποιημένους πρώην φελάχους, μαχητές παλαιότερων ένοπλων ομάδων που βρίσκονται στην παρανομία, αλλά και μαχητές της  νεότερης γενιάς των προκρίτων των χωριών (αλ-Σαμπάμπ). Η σπονδυλική στήλη όμως της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης προέρχεται από τους «Κασαμιστές Αδελφούς» («Ikhwan al-Qassam»). Ο θάνατος του αλ-Κασάμ  (Izz ad-Din al-Qassam) δεν έβαλε τέλος στη οργάνωσή του. Ο σεΐχης Farhan al-Saadi, πνευματικός κληρονόμος του αλ-Κασάμ, ηγείται μιας ένοπλης ομάδας στην περιοχή Jenin, ο Abu Ibrahim al-Kabir, είναι ένας από τους σημαντικότερους διοικητές στην άνω Γαλιλαία, ο σεΐχης Attiyah Abu Awad ηγείται μιας ένοπλης ομάδας στην περιοχή του όρους Κάρμηλος ή Κάρμελ. Οι μαχητές του Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad, δρουν κυρίως στην περιοχή Wadi al-Sha’ir μεταξύ της Νάμπλους και της παράκτιας πεδιάδας. Ο Abd al-Raziq έχει έδρα στην περιοχή Bani Sa’b γύρω από το Taibeh, ενώ ο Abd al-Hadi δρα στη Sha’ruwiya, γύρω από την Arraba. Όλες οι περιοχές δράσης των ανταρτών είναι συγκεντρωμένες στα βορειοκεντρικά υψίπεδα, όμως οι δράσεις τους, είναι ασυντόνιστες. Οι ένοπλες ομάδες αντιλαμβάνονται την ανάγκη συντονισμού, δεν επιθυμούν όμως τον έλεγχο των προκρίτων και των μεγάλων οικογενειών των πόλεων.

Ο αλ-Καούκζι αν και καταφέρνει να θέση υπό την αρχηγία του μια μεγάλη ομάδα κασαμιστών του Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad, τελικά απέτυχε στον συντονισμό. Ο αλ-Καουζί, αν και είναι ένας έμπειρος διοικητής πεδίου, οι σχέσεις του με την παλαιστινιακή πολιτική και στρατιωτική ηγεσίας είναι σχέσεις γενικής δυσπιστίας. Ο τίτλος του αλ-Καούκζι ως «Επικεφαλής της Γενικής Αραβικής Εξέγερσης της Νότιας Συρίας», αντί για «Παλαιστίνης», αφαιρεί  την παλαιστινιακή ταυτότητα της εξέγερσης και δημιουργεί στην ηγεσία των Παλαιστινίων προκρίτων και των ανταρτών την υποψία ότι εξυπηρετεί τα σχέδια της χασεμιτικής δυναστείας για ένα ενιαίο κράτος Ιράκ, Υπεριορδανίας και Παλαιστίνης. Άλλωστε ο ένας από τους δύο υπαρχηγού του, ο Muhammad al-Ashmar, ήταν υποστηρικτής των Χασεμιτών, και τον είχε ορίσει ο al-Atrash, διοικητή πεδίου της Μεγάλης Συριακής Εξέγερσης κατά της Γαλλικής κυριαρχίας την περίοδο 1925 – 1927.

Σεπτέμβριος 1936: Σε κοινή επιχείρηση των μονάδων του  αλ-Καούκζι και του al-Hajj Muhammad στην περιοχή της Bal’a, κοντά στο Tulkarm, μετά από εξάωρη μάχη με το βρετανικό στρατό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας τρεις Βρετανοί στρατιωτικοί σκοτώνονται και τέσσερις τραυματίζονται. Ένα από τα θύματα είναι ένας Βρετανός πιλότος του οποίου το αεροπλάνο καταρρίφθηκε από τους αντάρτες.   

7 Σεπτεμβρίου 1936: Μετά από μήνες συζητήσεων και δισταγμών, οι Βρετανοί αποφασίζουν να καταστείλουν αποφασιστικά την Αραβική Εξέγερση. Η βρετανική κυβέρνηση προχωρά στην έκδοση  «Δήλωσης πολιτικής σχετικά με την Παλαιστίνη» η οποία την ίδια μέρα δημοσιεύεται ως Επίσημο Ανακοινωθέν της Ύπατης Αρμοστείας της Παλαιστίνης. Με βάση αυτή τη Δήλωση «η εκστρατεία βίας και απειλών βίας, με την οποία οι Άραβες ηγέτες προσπαθούν να επηρεάσουν την πολιτική της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας, δεν μπορεί να επιτραπεί να συνεχιστεί και πρέπει τώρα να αναληφθεί πιο γρήγορη και αποτελεσματική δράση για να τερματιστεί η παρούσα κατάσταση αταξίας με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση. Για το σκοπό αυτό, κρίθηκε απαραίτητο να σταλούν περαιτέρω ουσιαστικές ενισχύσεις στην Παλαιστίνη. Ως εκ τούτου, μια πρόσθετη μεραρχία στρατευμάτων αποστέλλεται εκεί. Λόγω του μεγέθους των ενισχύσεων και των πρόσθετων αρμοδιοτήτων που συνεπάγονται, αποφασίστηκε ότι ο ανώτατος στρατιωτικός έλεγχος στη χώρα θα ανατεθεί σε Αντιστράτηγο. Ο αξιωματικός που επιλέχθηκε να διοικήσει είναι ο Αντιστράτηγος J. G Dill, μέχρι πρότινος Διευθυντής Στρατιωτικών Επιχειρήσεων και Πληροφοριών στο Γραφείο Πολέμου.».

13 – 15 Σεπτεμβρίου 1936: Ο Αντιστράτηγος J. G Dill φτάνει στη Ιερουσαλήμ στις 13 Σεπτεμβρίου και αναλαμβάνει καθήκοντα ως Γενικός Διοικητής στην Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αγγλία αρχίζουν να φτάνουν στην Παλαιστίνη λίγο αργότερα, και μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Οκτωβρίου θα έχει ολοκληρωθεί η μεταφορά 20 000 ανδρών στην Παλαιστίνη.

27 Σεπτεμβρίου 1936: Ο Haj Khalil Taha, ένας εξέχων Άραβας πολιτικός και μέλος της τοπικής απεργιακής επιτροπής της Χάιφα, πυροβολείται θανάσιμα από δύο κασαμιστές Άραβες, τα αδέρφια Ahmad  και Mohammed Khalil el Ali, κοντά στα γραφεία της Μουσουλμανικής Ένωσης Νέων.

30 Σεπτεμβρίου 1936: Ο Ύπατος Αρμοστής Sir Arthur Wauchope ανακοινώνει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

6 Οκτωβρίου 1936: Ο ένας από τους δύο υπαρχηγούς του αλ-Καούκζι, ο Sa’id al-‘As σκοτώνεται από τις βρετανικές δυνάμεις στη μάχη al-Khudr στην περιοχή της Βηθλεέμ. Ο al-‘As ήταν διοικητής των Αράβων μαχητών στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, με δεύτερο στη διοίκηση, σύμφωνα με τον Παλαιστίνιο ιστορικό Basheer M. Nafi, τον Abd al-Qadir al-Husayni, τον ξάδερφο του μεγάλου μουφτή αλ-Χουσεΐνι και γιο του Μούσα Κάζιμ. Ο δεύτερος, τραυματισμένος σοβαρά στη μάχη, θα μεταφερθεί στο  Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ, αλλά θα καταφέρει να διαφύγει στη Δαμασκό όπου θα συνεχίσει  την ιατρική του περίθαλψη τους επόμενους μήνες.

8 – 11 Οκτωβρίου 1936: Οι βασιλείς της Σαουδικής Αραβίας (8 Σεπτεμβρίου), του Ιράκ και της Υεμένης, μαζί με τον εμίρη της Υπεριορδανίας (9 Σεπτεμβρίου) στέλνουν 4 πανομοιότυπες δηλώσεις – εκκλήσεις προς την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή ζητώντας τη λήξη της απεργίας «βασιζόμενοι στις καλές προθέσεις του φίλου μας, της βρετανικής κυβέρνησης, και στη δεδηλωμένη επιθυμία της να εξασφαλίσει δικαιοσύνη.». Σε αντάλλαγμα, οι Άραβες βασιλείς θα ασκούσαν πιέσεις στις βρετανικές αρχές για να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες των Παλαιστινίων Αράβων σχετικά με τη σιωνιστική δραστηριότητα στην Παλαιστίνη.

Με τη σειρά της, η ΑΑΕ, στις 11 Οκτωβρίου, εκδίδει ένα μανιφέστο στο οποίο, αφού παραθέτει το κείμενο των δηλώσεων που είχαν λάβει από τους Άραβες ηγεμόνες, αναφέρει: «Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τους εκπροσώπους των Εθνικών Επιτροπών και με την σύμφωνη γνώμη όλων τους, αποφάσισε ομόφωνα να ανταποκριθεί στην έκκληση των Μεγαλειοτήτων και Υψηλοτήτων τους, των Αράβων Βασιλέων και Εμίρηδων  και να καλέσει το ευγενές Αραβικό Έθνος στην Παλαιστίνη να τερματίσει την απεργία και τις ταραχές από το πρωί της Δευτέρας, 12 Οκτωβρίου 1936, και να ζητήσει από όλα τα μέλη του έθνους να προχωρήσουν, νωρίς το πρωί, στους τόπους λατρείας τους … και να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη δύναμη της υπομονής και του σθένους με την οποία τους προίκισε. Στη συνέχεια … θα ανοίξουν τους χώρους εργασίας τους και θα ξαναρχίσουν τις κανονικές τους ασχολίες, και ο Θεός βοήθειά μας.».

12 Οκτωβρίου 1936: Η εξάμηνη απεργία των Αράβων Παλαιστινίων λήγει. Η απεργία διαμορφώνει ένα πολύ δυναμικό πλαίσιο ριζοσπαστικοποίησης των Αράβων Παλαιστινίων, καθώς νέοι και παλαιότεροι σύλλογοι, επαγγελματικές ενώσεις, εργατικά συνδικάτα, υπάλληλοι της διοίκησης της Βρετανικής Εντολής υποστηρίζουν τα αιτήματα της ΑΑΕ. Η απεργία έχει πολύ σημαντικό κόστος για τα έσοδα της βρετανικής διοίκησης που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο στερλίνες, αλλά δεν γονάτισε την εβραϊκή οικονομία. Οι Άραβες Παλαιστίνιοι που απασχολούνται σε αυτήν είναι μόλις 12 000, (οι μισοί από αυτούς στη γεωργία), ενώ 32 000 εργάζονται για τις αρχές της Εντολής και 211 000 είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε εργάζονται για Άραβες εργοδότες. Η απεργία δίνει την ευκαιρία στις εβραϊκές επιχειρήσεις να απαλλαγούν από τους Άραβες εργαζόμενους που απεργούν και να προσλάβουν Εβραίους στη θέση τους.      

Οκτώβριος 1936: Μετά τη λήξη της απεργίας θα ακολουθήσει κατάπαυση του πυρός. Με βάση την «Έκθεση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για τη Διοίκηση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας για το έτος 1936» τα θύματα (εξαιρουμένων των ατυχημάτων) κατά την περίοδο 19 Απριλίου έως 15 Οκτωβρίου είναι συνολικά 314, από τους οποίους: Άραβες Μουσουλμάνοι 187, Άραβες Χριστιανοί 8, Εβραίοι 80, Χριστιανοί 2, αστυνομικοί και στρατιώτες 37. Οι τραυματίες συνολικά είναι 1 337, από τους οποίους: Άραβες Μουσουλμάνοι 768, Άραβες Χριστιανοί 36, Εβραίοι 308, Χριστιανοί 19, αστυνομικοί και στρατιώτες 206. Σε υποσημείωση της Έκθεσης αναφέρεται: «Οι αριθμοί που δίνονται παραπάνω είναι αυτοί που έχουν καταγραφεί επίσημα ως νοσηλευόμενοι σε πολιτικά, στρατιωτικά και εβραϊκά νοσοκομεία ή όπου ο θάνατος έχει καταγραφεί και επαληθευτεί. Αναμφίβολα, ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός απωλειών Αράβων αποκρύφτηκε και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που ελήφθησαν από αξιόπιστη πηγή αναφέρουν ότι ο αριθμός των Αράβων που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των αναταραχών ανέρχεται σε περίπου 1 000.».

Στα τέλη του Οκτώβρη ο αλ-Καούκζι και η ομάδα του θα περάσουν στην Υπεριορδανία και με τη συνοδεία των σεΐχηδων του Beni Sakhar, τους Mithqal Al-Fayez και Haditha Al-Khraisha θα διασχίσουν την έρημο και θα επιστρέψουν στο Ιράκ. Μαζί του θα φυγαδευτεί και ο Muhammad al-Ashmar με την ομάδα του. Άλλοι ανάμεσά τους και οι ένοπλες ομάδες των σεΐχηδων Farhan al-Saadi και Attiyah Abu Awad, αρνούνται την πρόσκληση του αλ-Καούκζι να τον ακολουθήσουν στο Ιράκ και συνεχίζουν να περιφέρονται στην περιοχή Haifa – Jenin, ώσπου τελικά θα περάσουν στη Συρία. Στη Συρία θα περάσει και ο al-Hajj Muhammad. Ορισμένοι θα προτιμήσουν  να μείνουν στα βουνά είναι, κατά κύριο λόγο, καταζητούμενοι που φοβούνταν να επιστρέψουν στα χωριά τους χωρίς την χορήγηση αμνηστίας, οι περισσότεροι όμως επιστρέφουν στα σπίτια τους και, μαζί με την υπόλοιπη χώρα, περιμένουν τη δημοσίευση των συμπερασμάτων της Βασιλικής Επιτροπής.

29 Οκτωβρίου 1936: Ο Ύπατος Αρμοστής, ανακοινώνει την επικείμενη αναχώρηση από το Λονδίνο της Βασιλικής Επιτροπής η οποία θα φτάσει στην Παλαιστίνη στις 11 Νοεμβρίου 1936.

5 Νοεμβρίου 1936: Ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες κάνει την ακόλουθη δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Στις 19 Ιουνίου και στις 22 Ιουλίου ενημέρωσα τη Βουλή ότι η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν μπορούσε να εξετάσει καμία αλλαγή πολιτικής όσον αφορά την Παλαιστίνη έως ότου λάβει και εξετάσει την Έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής. Στις 22 Ιουλίου είπα επίσης ότι, όσον αφορά την πρόταση να υπάρξει προσωρινή αναστολή της μετανάστευσης ενώ η Επιτροπή διενεργούσε την έρευνά της, δεν ήμουν εκείνη τη στιγμή σε θέση να κάνω οποιαδήποτε δήλωση σχετικά με τις προθέσεις της  Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας […] η Βασιλική Επιτροπή αναχωρεί για την Παλαιστίνη σήμερα και η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας […]θεώρησε σωστό, υπό τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στην Παλαιστίνη, να ζητήσει από τον Ύπατο Αρμοστή να λάβει συντηρητική εκτίμηση για την οικονομική ικανότητα απορρόφησης της χώρας. Το πρόγραμμα μετανάστευσης εργατικού δυναμικού που επρόκειτο να εκδοθεί τον περασμένο μήνα, θα πρέπει να καθοριστεί σε 1 800 πιστοποιητικά: αυτή η σύσταση έχει εγκριθεί από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας. Αυτός ο αριθμός συγκρίνεται με ένα πρόγραμμα 8 000 τον Απρίλιο του 1935, 3 250 τον Οκτώβριο του 1935 και 4 500 τον Απρίλιο του 1936.».

6 Νοεμβρίου 1936: Η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών για τις Αποικίες  προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια στους αραβικούς κύκλους και στη συνεδρίαση της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής αποφασίζεται ομόφωνα να μποϊκοτάρει την Επιτροπή Peel με αποτέλεσμα να μην εμφανιστεί κανένας Άραβας μάρτυρας ενώπιον της.

Ο Λόρδος Peel στην έξοδο του ξενοδοχείου King David, Νοέμβριος 1936

11 Νοεμβρίου 1936: Η Επιτροπή Peel φτάνει στην Παλαιστίνη.

12 Νοεμβρίου 1936: Στο Κυβερνητικό Μέγαρο της Ιερουσαλήμ πραγματοποιείται η εναρκτήρια συνεδρίαση της Βασιλικής Επιτροπής. Ο πρόεδρός της William Peel στον λόγο που εκφώνησε μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Διοριστήκαμε από την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλιά πριν από πολύ καιρό τον περασμένο Αύγουστο. Είχαμε, επομένως, χρόνο να αποκτήσουμε κάποια γνώση των στοιχειωδών γεγονότων της κατάστασης στην Παλαιστίνη. […] Δεν έχουμε αυταπάτες ως προς τη δυσκολία του έργου μας και απευθύνουμε γενική έκκληση στον λαό της Παλαιστίνης χωρίς καμία διάκριση να μην κάνει τίποτα που μπορεί να προσθέσει στις δυσκολίες μας και να μας δώσει τη φιλική του συνεργασία. Δώστε στοιχεία ενώπιον μας. […] Δυστυχώς, προέκυψε ένα θέμα που δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι είναι βοηθητικό. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του πληθυσμού, μέσω των ηγετών του, δήλωσε ότι δεν θα λάβει μέρος στο έργο της Βασιλικής Επιτροπής. Θα ήταν πολύ ατυχές εάν χωρίς τη συμβουλή και τη βοήθειά τους αναγκαζόμασταν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα και να λάβουμε αποφάσεις. […]Μια Βασιλική Επιτροπή είναι ένα εντελώς ανεξάρτητο όργανο που δεν έχει καμία ευθύνη για την πολιτική της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας στο παρόν ή στο παρελθόν.».

13 Νοεμβρίου 1936: Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή στέλνει στον πρόεδρο της Βασιλικής Επιτροπής William Peel επιστολή στην οποία τα μέλη της δηλώνουν τη λύπη τους που ο αραβικός λαός δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τα παραδοσιακά του καθήκοντα φιλοξενίας προς την Επιτροπή λόγω της απόφασης που έλαβε η βρετανική κυβέρνηση σχετικά με την έγκριση του εξαμηνιαίου εβραϊκού προγράμματος εργασίας στις 5 Νοεμβρίου 1936. Η ΑΑΕ διαβεβαιώνει τα μέλη της Βασιλικής Επιτροπής ότι ο αραβικός πληθυσμός της Παλαιστίνης είναι απολύτως βέβαιος για την ακεραιότητα και την ειλικρίνειά τους.

Ο Chaim Weizmann καταθέτει ενώπιον της Επιτροπής Peel, 25 Νοεμβρίου 1936 
File source: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Lord_Peel_1936_b.jpg

25 Νοεμβρίου 1936: Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης Chaim Weizmann, καταθέτει ενώπιον των μελών της Βασιλικής Επιτροπής. Το 1981 θα αποκαλυφτεί ότι το Πολιτικό Τμήμα του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη είχε εγκαταστήσει μικρόφωνα στην αίθουσα στην οποία συνεδρίαζε η Επιτροπή και ο Μπεν Γκουριόν μπορούσε να ακούει τις καταθέσεις των  αποδεικτικών στοιχείων που κρατούνταν κεκλεισμένων των θυρών.

7 Δεκεμβρίου 1936: Έντεκα πρωτοπόροι από την ομάδα HaKotzer επανιδρύουν το μοσάβ Kfar Hittim, σε ένα λόφο 3 χλμ δυτικά της Τιβεριάδας, στην Κάτω Γαλιλαία, ως το πρώτο «μοσάβ σιτούφι» (moshav shitufi). Πρόκειται για ένα καινούργιο τύπο συνεργατικού οικισμού – χωριού, του οποίου οι  οργανωτικές αρχές τοποθετούνται μεταξύ του μοσάβ και του κιμπούτζ. Σε ένα κλασικό μοσάβ κυριαρχεί η ατομική ιδιοκτησία και οργάνωση της ζωής, αλλά για την αγορά αγροτικών μηχανών και εργαλείων και τη διάθεση της παραγωγής μεριμνά ο συνεταιρισμός. Σε ένα κλασικό κιμπούτζ κυριαρχεί ο συνεταιρισμός του οικισμού – χωριού με όλες τις αποφάσεις παραγωγής, κατανάλωσης και υπηρεσιών να λαμβάνονται συλλογικά. Το μοσάβ σιτούφι είναι μια ενδιάμεση μορφή, στην οποία η παραγωγή και οι υπηρεσίες αντιμετωπίζονται συλλογικά, ενώ οι αποφάσεις για την κατανάλωση παραμένουν στην αρμοδιότητα των νοικοκυριών. Τα μέλη του μοσάβ σιτούφι μπορούν να εργάζονται σε διάφορα επαγγέλματα εκτός της κοινότητας, συνεισφέροντας το μισθό τους στη συλλογικότητα. Το moshav shitufi  Kfar Hittim είναι και ο πρώτος οικισμός που κατασκευάστηκε με το σύστημα «Πύργος και Τείχος» (Tower και Stockade). Το σύστημα βασίστηκε στη γρήγορη κατασκευή ενός περιμετρικού τοίχου από προκατασκευασμένα ξύλινα καλούπια, τα οποία θα γεμίζονταν με χαλίκι και θα περικλείονταν με συρματοπλέγματα. Μέσα σε αυτήν την προστατευόμενη αυλή, στήνεται ο προκατασκευασμένος ξύλινος πύργος παρατήρησης και τα υπόστεγα που στεγάζουν τους έποικους. Την περίοδο της αραβικής εξέγερσης 1936-1939, θα κατασκευαστούν, με το σύστημα  «Πύργος και Τείχος», 57 οικισμοί από την εταιρεία  Solel Boneh, τον κατασκευαστικό βραχίονα του εβραϊκού συνδικάτου, Histadrut. Ενώ πολλοί από αυτούς τους οικισμούς δεν εγκρίθηκαν επίσημα από τις αρχές της Βρετανικής Εντολής, οι υπάρχοντες οικισμοί δεν διαλύθηκαν, με βάση τον τουρκικό οθωμανικό νόμο που ίσχυε ακόμα εκείνη την εποχή και που όριζε ότι κανένα παράνομο κτίσμα δεν μπορεί να κατεδαφιστεί εάν έχει ολοκληρωθεί η στέγη. Για αυτό και οι κατασκευές είναι προκάτ και το στήσιμό τους γίνεται γρήγορα.    

10 Δεκεμβρίου 1936: Ιδρύεται το κιμπούτζ Tel Amal, το πρώτο κιμπούτζ που δημιουργείται με το σύστημα «Πύργος και Τείχος» (Tower και Stockade).

4 Ιανουαρίου 1937: Η αστυνομία ανοίγει πυρ εναντίον ένοπλης ομάδας Αράβων, την ώρα που αυτοί ληστεύουν  ακινητοποιημένα αυτοκίνητα  κοντά στη Ναμπλούς. Από την ανταλλαγή πυρών πέφτει νεκρός ένας από τους ληστές.

Το κιμπούτζ Sde Nahum, 5 Ιανουαρίου 1937

 5 Ιανουαρίου 1937: Ιδρύεται το κιμπούτζ Sde Nahum στην κοιλάδα Beit She’an στο βόρειο Ισραήλ. Βρίσκεται περίπου 4 χλμ βορειοδυτικά της πόλης Beisan. Είναι το δεύτερο κιμπούτζ που δημιουργείται με το σύστημα «Πύργος και Τείχος». Το κιμπούτζ ιδρύεται από μέλη της ομάδας Sadeh από τη γεωργική σχολή Mikveh Israel, καθώς και μετανάστες από την Αυστρία, τη Γερμανία και την Πολωνία. 

6 Ιανουαρίου 1937: Το αραβικό μποϊκοτάζ στις καταθέσεις της Επιτροπής Peel, αναστέλλεται μετά την παρέμβαση των βασιλέων της Σαουδικής Αραβίας και Ιράκ. Το προηγούμενο βράδυ έφτασαν στη ΑΑΕ επιστολές του βασιλιά Ibn Saud και του βασιλιά Ghazi στις οποίες προτρέπουν, όπως είχαν κάνει και με το θέμα της γενικής απεργίας να άρουν το μποϊκοτάζ και να καταθέσουν στην Επιτροπή ούτως ώστε να ακουστούν οι θέσεις και οι αξιώσεις των Αράβων.

 7 – 8 Ιανουαρίου 1937: Ο Chaim Weizmann και ο David Ben Gurion εμφανίζονται ενώπιον της Επιτροπής Peel.     

12 Ιανουαρίου 1937: Μέλη της ΑΑΕ καταθέτουν  στην Επιτροπή Peel μετά την απόφαση τους να ανακαλέσουν το μποϊκοτάζ στην Επιτροπή. Δημόσια κατάθεση δίνουν οι: Amin al-Husayni, Muhammad Izzat Darwaza, Awni Abd al-Hadi, Jamal al-Husayni. Οι Άραβες Παλαιστίνιοι δεν συμμετέχουν στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις, αν και οι διαδικασίες της Επιτροπής τους δίνει τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για να το κάνουν. Ένας από τους λόγους για αυτό είναι ότι η αραβική ηγεσία δεν θέλει να δείξει ότι διαπραγματεύεται κεκλεισμένων των θυρών με τους Βρετανούς, σε μια περίοδο μεγάλων δεινών για τους Άραβες. Αντίθετα, οι σιωνιστές ηγέτες δίνουν αρκετές καταθέσεις κεκλεισμένων των θυρών. Βρετανοί αξιωματούχοι που εργάζονται ή εργάστηκαν για την Βρετανική κυβέρνηση και την Ύπατη Αρμοστεία σε όλα τα επίπεδα καταθέτουν επίσης σε κλειστές για το κοινό συνεδριάσεις, όπως και Βρετανοί που ζουν και εργάζονται στην Παλαιστίνη αλλά δεν έχουν κάποια κυβερνητική θέση. Ανάμεσα στους Βρετανούς αξιωματούχους που δίνουν μυστικές καταθέσεις είναι  ο Ύπατος Αρμοστής Arthur Wauchope και δύο από τους προκατόχους του – ο Herbert Samuel (καταθέτει δύο φορές) και ο John Chancellor, αλλά και οι Winston Churchill και  David Lloyd George.

22 Ιανουαρίου 1937: Σε ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε περιπολικό της αστυνομίας και μια ομάδας 6 ενόπλων, περίπου στις 10 μ.μ., στον αυτοκινητόδρομο Νάπλους – Τζενίν, σκοτώνεται ένας από τους ενόπλους, ενώ οι υπόλοιποι τρέπονται σε φυγή.

11 Φεβρουαρίου 1937: Ο Βλαντιμίρ Ζαμποτίνσκι, στον οποίο οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο στην Παλαιστίνη, εμφανίζεται ενώπιον της Επιτροπής Peel στο Λονδίνο.

Φεβρουάριος 1937: Στις 22 Φεβρουαρίου ένας Άραβας αστυνομικός πυροβολείται κοντά στη Χάιφα. Στα τέλη του μήνα δολοφονούνται ένας νεαρός Εβραίος κοντά στο Beisan και ένας Εβραίος γιατρός στο Beisan.

Μάρτιος 1937: Στις 6 Μαρτίου ένας Εβραίος στις προσευχές του Σαββάτου στο Δυτικό Τείχος πυροβολείται από έναν ντόπιο Άραβα. Λίγες ώρες αργότερα, η Irgun σκοτώνει έναν Άραβα και τραυματίζει άλλον ένα στη γειτονιά Rechavia της Ιερουσαλήμ. Στις 13 και 14 Μαρτίου πέντε Εβραίοι δολοφονούνται από ένοπλους Άραβες, τρεις από αυτούς κοντά στον οικισμό τους στους λόφους πάνω από το νότιο άκρο της λίμνης Τιβεριάδας. Οι άλλοι δύο είναι βοσκοί που σκοτώνονται κοντά στη Ναζαρέτ από μια ομάδα επιδρομέων που έκλεψε τετρακόσια πρόβατα και κατσίκια που ανήκαν στον εβραϊκό οικισμό Kfar Hahoresh. Στις 17 του μήνα, από βόμβα, που ρίχνουν Άραβες στον δρόμο της Γιάφα, τραυματίζονται 19 Εβραίοι (συμπεριλαμβανομένων δύο αστυνομικών) και ένας Βρετανός στρατιώτης, και μερικές ώρες αργότερα σημειώνονται τρεις ακόμη εκρήξεις, από βόμβες που ρίχνονται από Εβραίους σε αραβικά καφέ. Αυτά τα τρία μεταγενέστερα περιστατικά έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Άραβα και τον τραυματισμό δέκα. Τόσο στις 6 όσο και στις 17 Μαρτίου θα επιβληθεί αμέσως απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τα επεισόδια. Στα τέλη του μήνα μέλη της Irgun σκοτώνουν δύο Άραβες στην παραλία Bat Yam. 

24 Απριλίου 1937: Στο πρώτο στάδιο της εξέγερσης, η Χαγκανά ακολουθεί γενικά την λεγόμενη πολιτική «αυτοσυγκράτησης – περιορισμού» (Havlagah). Δεν θέλουν να πραγματοποιούν τις δικές τους επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων, οι οποίες δεν είναι συντονισμένες με τους Βρετανούς, φοβούμενοι τα αγγλικά αντίποινα γι’ αυτό, αποφασίζουν να αφήσουν στους Βρετανούς το έργο της καταστολής της εξέγερσης. Οι δραστηριότητες των εβραϊκών παραστρατιωτικών ομάδων περιορίζονται κυρίως στην προστασία οικισμών και νηοπομπών· αργότερα θα σχηματιστούν ειδικές ομάδες περιπολίας σε αγροτικές περιοχές. Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας Μπεν Γκουριόν τονίζει ότι η αυτοσυγκράτηση θα επιφέρει μια καλή σχέση με τη Βρετανία και ένα γενικά θετικό αίσθημα για τη σιωνιστική ιδεολογία στον κόσμο, βοηθώντας έτσι την εβραϊκή προσπάθεια: «Για πολιτικούς λόγους, δεν πρέπει να ενεργούμε όπως οι Άραβες… Οι Άραβες πολεμούν την Αγγλία, και το πολιτικό τους συμφέρον είναι να πολεμήσουν την Αγγλία γιατί θέλουν να την διώξουν από τη γη που πιστεύουν ότι τους ανήκει. Δεν επιθυμούμε να διώξουμε την Αγγλία. Αντίθετα, θέλουμε … να μας βοηθήσει να επιστρέψουμε στη Γη του Ισραήλ.».

Από την άλλη η Irgun  αντιδρώντας στις αραβικές επιθέσεις απορρίπτουν την πολιτική περιορισμού, μάλιστα πολλές φορές αυτοαποκαλούνταν ως οι «διασπαστές της Havlagah». Μόνο το 1936, πραγματοποιούν δέκα επιθέσεις σε Άραβες. Τη στρατηγική αυτή ο David Raziel, διοικητής της Irgun θα ονομάσει «ενεργητική άμυνα»: «Η αραβική τρομοκρατία και ο πιστός της φίλος, ο εβραϊκός περιορισμός, δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία ένας Εβραίος πρέπει να αποφεύγει πολλές δουλειές γιατί τον περίμενε ο θάνατος στους δρόμους, ενώ ένας Άραβας μπορούσε να πάει όπου θέλει ελεύθερος και να κάνει ό,τι θέλει. Έτσι υπέφερε η οικονομική ζωή των Εβραίων ενώ οι Άραβες συνέχισαν την κανονική τους ζωή και τις κανονικές τους δουλειές. Μόνο οι αμυντικές ενέργειες δεν θα φέρουν ποτέ τη νίκη. Εάν ο σκοπός του πολέμου είναι να εξουδετερώσει το πνεύμα του εχθρού, είναι αδύνατο χωρίς να εξουδετερώσει τη δύναμή του, οπότε είναι προφανές ότι μόνο αμυντικές ενέργειες δεν αρκούν… Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: όποιος δεν θέλει να νικηθεί δεν έχει άλλη επιλογή παρά να επιτεθεί… θα πρέπει να επιτεθεί στον εχθρό του και να εξουδετερώσει τη δύναμη και την επιθυμία του. Πριν ο εχθρός κάνει την επίθεσή του, πρέπει να εξουδετερώσει την ικανότητα του εχθρού να επιτεθεί…».

Ο Ζαμποτίνσκι, ηγέτης του Ρεβιζιονιστικού κινήματος στο αρχικό στάδιο των ταραχών δίνει εντολή στα μέλη του να επιδείξουν «συγκράτηση και υπομονή». Ο ρεβιζιονιστής ηγέτης πιστεύει ότι μόνο με την ίδρυση ενός εβραϊκού τακτικού στρατού, εγκεκριμένου από τις αρχές, σωστά πειθαρχημένου και καλά εξοπλισμένου, θα είναι δυνατό να υπερασπιστεί το Yishuv. Ήδη από το 1920, όταν επιφορτίστηκε με το έργο της οργάνωσης της άμυνας της Ιερουσαλήμ, πλησίασε την κυβέρνηση και ζήτησε όπλα για να οπλίσει τους μαχητές. Έτσι, αμέσως μετά το ξέσπασμα των ταραχών του 1936, ξεκινά πολιτική δράση, απαιτώντας από τη βρετανική κυβέρνηση να επιτρέψει την ίδρυση ενός εβραϊκού στρατιωτικού τάγματος στο Eretz Israel. Όταν όμως βλέπει ότι γίνονται βήματα για να ενωθούν ξανά με τη Χαγκανά τότε παίρνει ξεκάθαρη θέση κατά της πολιτικής του περιορισμού : «… Έχω αναφέρει τη λέξη “Havlagah”, μια σπάνια λέξη, που δεν έχει ξανακούσει ποτέ στη σύγχρονη, καθημερινή εβραϊκή γλώσσα στη Γη του Ισραήλ. Φαίνεται ότι αυτή η λέξη είναι πλέον η πιο κοινή και μισητή λέξη στη Γη του Ισραήλ… Εδώ υπάρχουν νέοι πολιτικοί ακτιβιστές από την αριστερά και τη δεξιά που δεν φοβούνται να συγκρουστούν με Βρετανούς στρατιώτες. Δεν φοβούνται για τις ζωές τους, φοβούνται για την καταστροφή της διακήρυξης του Μπάλφουρ του 1917 και την παραβίαση της συμμαχίας μεταξύ Αγγλίας και Εβραίων… Οποιοσδήποτε αυτόχθονος λαός θα πολεμήσει τους ξένους εποίκους όσο πιστεύει ότι υπάρχει πιθανότητα να απαλλαγεί από τον κίνδυνο ξένου εποικισμού. Έτσι ενεργούν και θα ενεργούν στο μέλλον οι Άραβες στη Γη του Ισραήλ, αρκεί να έχουν τη σπίθα στην καρδιά τους ότι θα μπορούσαν να σταματήσουν τη μετατροπή της Παλαιστίνης σε Γη του Ισραήλ… Επομένως ο οικισμός μας μπορεί (μόνο) να αναπτυχθεί κάτω από μια δύναμη που δεν εξαρτάται από τον τοπικό πληθυσμό, πίσω από ένα «σιδερένιο τείχος» που ο τοπικός πληθυσμός δεν θα μπορούσε να σπάσει.». Παρόλα αυτά ο στρατιωτικός ηγέτης της Irgun, Avraham Tehomi και τα περισσότερα στελέχη της, είναι της άποψης ότι η Επιτροπή Peel θα προτείνει  μια διχοτόμηση της Παλαιστίνης (της γης δυτικά του ποταμού Ιορδάνη), δημιουργώντας έτσι ένα εβραϊκό κράτος σε τμήμα της Παλαιστίνης. Ο Tehomi φέρεται να έχει πει: «Βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλα γεγονότα: ένα εβραϊκό κράτος και έναν εβραϊκό στρατό. Υπάρχει ανάγκη για μια ενιαία στρατιωτική δύναμη».

Στις 24 Απριλίου 1937, είναι προγραμματισμένο δημοψήφισμα μεταξύ των μελών της Irgun σχετικά με τη συνέχιση της ανεξάρτητης ύπαρξής της. Ο David Raziel και ο Avraham (Yair) Stern καθώς και ο ίδιος ο Ζαμποτίνσκι, υποστηρίζουν δημόσια τη συνέχιση της ύπαρξης της Irgun: «Η Irgun πρέπει να αποφασίσει, εάν θα υποταχθεί στην εξουσία της κυβέρνησης και της Εβραϊκής Υπηρεσίας ή θα προετοιμαστεί για μια διπλή θυσία και κίνδυνο. Κάποιοι φίλοι μας δεν έχουν την ανάλογη προθυμία για αυτή τη δύσκολη θέση και υποτάχθηκαν στο Εβραϊκό Πρακτορείο και εγκατέλειψαν τη μάχη … όλες οι προσπάθειες … να ενωθούν με την αριστερή οργάνωση απέτυχαν, γιατί η Αριστερά μπήκε στις διαπραγματεύσεις όχι με βάση την ενοποίηση των δυνάμεων, αλλά την υποταγή της μιας δύναμης στην άλλη…». Μία μέρα πριν το δημοψήφισμα η Irgun οδηγείται στη διάσπαση. Περίπου 1 500–2 000 άτομα, δηλαδή περίπου το ήμισυ των μελών της Irgun, συμπεριλαμβανομένου του ανώτερου διοικητικού επιτελείου με επικεφαλής τον Avraham Tehomi, των μελών της περιφερειακής επιτροπής, μαζί με τα περισσότερα όπλα της Irgun, επιστρέφουν στη Χαγκανά, η οποία βρίσκεται υπό την ηγεσία της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Το άλλο μισό της οργάνωσης με την ονομασία Irgun Tzvai Leumi (IZL) γίνεται ο στρατιωτικός βραχίονας του Ρεβιζιονιστικού κινήματος που μαζί με τον πολιτικό βραχίονα – τη  Νέα Σιωνιστική Οργάνωση (NZO) και την οργάνωση της νεολαίας – Betar διοικούνται από τον Ζαμποτίνσκι.

Απρίλιος 1937: Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου δολοφονείται ο Άραβας αντιδήμαρχος της Τιβεριάδας και ένας επίσης Άραβας βοηθός επιθεωρητής της αστυνομίας.

1 Ιουνίου 1937: Κατόπιν αιτήματος της ηγεσίας της Χαγκανά, ο Elimelech «Avner» Zelikowitz, ένας διοικητής της Χαγκανά, υποβάλλει ένα «εθνικό αμυντικό σχέδιο» του οποίου ο στόχος είναι, σε περίπτωση που οι Βρετανοί εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη, να πάρει τον έλεγχο ενός τμήματος της και να το χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για να καταλάβει τα υπόλοιπα μέρη μέσω μιας σταδιακής κατάληψης με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Το σχέδιο Avner θα θεωρηθεί ο πρόδρομος του Σχεδίου Gimmel (Μάιος 1946) και του Σχεδίου Dalet (Μάρτιος 1948).13 Ιουνίου 1937: Πραγματοποιείται μια ανεπιτυχής απόπειρα στην Ιερουσαλήμ από τρεις ένοπλους Άραβες να δολοφονήσουν το Γενικό Επιθεωρητή της Αστυνομίας.

Το θρησκευτικό κιμπούτζ Tirat Zvi, 1937

30 Ιουνίου 1937: Ιδρύεται στην κοιλάδα Beit She’an, το Tirat Zvi, το πρώτο κιμπούτζ της ομοσπονδίας θρησκευτικών σιωνιστικών κιμπούτζ HaKibbutz haDati (Θρησκευτικό Κίνημα Κιμπούτζ). Tirat Zvi σημαίνει το οχυρό του Zvi. Παίρνει το όνομά του από τον ραβίνο Zvi Hirsch Kalischer, έναν από τους πατέρες του Σιωνιστικού Κινήματος και ηγέτη του Hovevei Zion, ενώ το «Tirat» (Οχυρό) αναφέρεται σε μια διώροφη κατασκευή που υπήρχε ήδη από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της γης – τον Musa al-Alami, έναν από τους ηγέτες των Αράβων Παλαιστινίων.

7 Ιουλίου 1937: Η Επιτροπή Peel εκδίδει την έκθεσή της (Έγγραφο Εντολής 5479), στην οποία αφού παραδέχεται ότι η Εντολή της Κοινωνίας των Εθνών είχε καταστεί ανεφάρμοστη, προτείνει ως τη μόνη δυνατή βιώσιμη λύση – τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό κράτος, ένα αραβικό κράτος (που θα ενσωματωθεί στην Υπεριορδανία), και θύλακες υπό βρετανική εντολή.

Η πρόταση της διχοτόμησης γίνεται στο προτελευταίο 22ο κεφάλαιο, σε 14 σελίδες, από το σύνολο των 404 σελίδων του κειμένου.

Σχετικά με την παραδοχή ότι στα πλαίσια της τωρινής Εντολής η σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Εβραίων, δεν μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο ενός κράτους η Έκθεση αναφέρει:

«Μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση έχει προκύψει μεταξύ δύο εθνικών κοινοτήτων εντός των στενών ορίων μιας μικρής χώρας. Δεν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ τους. Οι εθνικές τους φιλοδοξίες είναι ασυμβίβαστες. Οι Άραβες επιθυμούν να αναβιώσουν τις παραδόσεις της αραβικής χρυσής εποχής. Οι Εβραίοι επιθυμούν να δείξουν τι μπορούν να επιτύχουν όταν αποκατασταθούν στη γη στην οποία γεννήθηκε το εβραϊκό έθνος. … Η σύγκρουση γίνεται σταθερά πιο έντονη από το 1920 και η διαδικασία θα συνεχιστεί. […] Υπό αυτές τις συνθήκες, η ειρήνη μπορεί να διατηρηθεί στην Παλαιστίνη υπό την Εντολή μόνο με καταστολή. Αυτό σημαίνει τη διατήρηση των υπηρεσιών ασφαλείας με τόσο υψηλό κόστος που οι υπηρεσίες που στοχεύουν στην «ευημερία και ανάπτυξη» του πληθυσμού δεν μπορούν να επεκταθούν και ίσως χρειαστεί να περιοριστούν… Επιπλέον, η καταστολή δεν θα λύσει το πρόβλημα. Θα οξύνει τον καυγά. Δεν θα βοηθήσει στη δημιουργία μιας ενιαίας αυτοδιοικούμενης Παλαιστίνης.

Το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί δίνοντας στους Άραβες ή στους Εβραίους ό,τι θέλουν. Η απάντηση στο ερώτημα ποιος από αυτούς στο τέλος θα κυβερνήσει την Παλαιστίνη πρέπει να είναι Κανένας από τους δύο. Κανένας δίκαιος πολιτικός δεν μπορεί να θεωρήσει σωστό είτε ότι 400 000 Εβραίοι, των οποίων η είσοδος στην Παλαιστίνη διευκολύνθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση και εγκρίθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, θα πρέπει να παραδοθούν στην αραβική κυριαρχία, είτε ότι, εάν οι Εβραίοι γίνουν πλειοψηφία, ένα εκατομμύριο Άραβες πρέπει να παραδοθούν στην κυριαρχία τους.».  

Ως μοναδική λύση του προβλήματος οι συντάκτες της Έκθεσης προτείνουν την διχοτόμηση: «Αλλά ενώ καμία φυλή δεν μπορεί να κυβερνήσει δίκαια όλη την Παλαιστίνη, κάθε φυλή μπορεί δικαίως να κυβερνήσει μέρος της … Οι δυσκολίες είναι σίγουρα πολύ μεγάλες, όταν όμως εξεταστούν προσεκτικά, δεν φαίνονται τόσο ανυπέρβλητες όσο οι δυσκολίες που είναι εγγενείς στη συνέχιση της Εντολής ή σε οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική ρύθμιση. Η διχοτόμηση προσφέρει μια ευκαιρία για απόλυτη ειρήνη. Κανένα άλλο σχέδιο δεν κάνει.».

Στη συνέχεια η Έκθεση παραθέτει την πρότασή της: Η εβραϊκή πλευρά θα λάβει ένα εδαφικά μικρότερο τμήμα (περίπου 20%) στα κεντροδυτικά και βόρεια, από το όρος Carmel έως νότια του Be’er Tuvia, καθώς και την κοιλάδα Ιεζρεέλ και τη Γαλιλαία. Η αραβική πλευρά θα πάρει το μεγαλύτερο τμήμα (περίπου 70%) στα νότια και κεντροανατολικά που περιλαμβάνει την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την μεγάλη έρημο Νεγκέβ και τη γύρω περιοχή της Γάζας και θα ενωνόταν με την Υπεριορδανία σε ένα μεγάλο αραβικό κράτος. Τα υπόλοιπα εδάφη – «οι Άγιοι Τόποι» αποτελούν σύμφωνα με την Επιτροπή ένα «ιερό καταπίστευμα του πολιτισμού» όχι μόνο για τους λαούς της Παλαιστίνης αλλά και για άλλους λαούς και για αυτό θα περιλαμβάνονταν σε μια νέα Εντολή: «ένας θύλακας που θα εκτείνεται από ένα σημείο βόρεια της Ιερουσαλήμ έως ένα σημείο νότια της Βηθλεέμ και η πρόσβαση στη θάλασσα θα πρέπει να παρέχεται από έναν διάδρομο που θα εκτείνεται στα βόρεια του κεντρικού δρόμου και στα νότια του σιδηροδρόμου, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Λύδδα και Ράμλα, και τερματίζοντας στη Γιάφα. […] Θα ήταν σύμφωνο με το  χριστιανικό αίσθημα του κόσμου γενικότερα αν η Ναζαρέτ και η Θάλασσα της Γαλιλαίας (Λίμνη Τιβεριάδας) καλύπτονταν επίσης από αυτή την Εντολή.».

Η βασική πρόνοια που συνόδευε το σχέδιο διχοτόμησης είναι η ανταλλαγή πληθυσμών κατά το ελληνο-τουρκικό πρότυπο: «Λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει γίνει απογραφή από το 1931, είναι αδύνατο να υπολογιστεί με οποιαδήποτε ακρίβεια η κατανομή του πληθυσμού μεταξύ των αραβικών και εβραϊκών περιοχών αλλά, σύμφωνα με μια κατά προσέγγιση εκτίμηση, στην περιοχή που έχει διατεθεί στο Εβραϊκό Κράτος υπάρχουν τώρα περίπου 225 000 Άραβες. Στην περιοχή που έχει διατεθεί στο αραβικό κράτος υπάρχουν μόνο περίπου 1 250 Εβραίοι, αλλά υπάρχουν περίπου 125 000 Εβραίοι έναντι 85 000 Αράβων στην Ιερουσαλήμ και στη Χάιφα. Η ύπαρξη αυτών των μειονοτήτων αποτελεί σαφώς το σοβαρότερο εμπόδιο για την ομαλή και επιτυχημένη λειτουργία της Διχοτόμησης. Εάν ο διακανονισμός πρόκειται να είναι καθαρός και οριστικός, το ερώτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τόλμη και να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά. Απαιτεί την ύψιστη κρατική ικανότητα από την πλευρά όλων των ενδιαφερομένων. Υπάρχει το προηγούμενο της ανταλλαγή που έγινε μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού την επόμενη μέρα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1922.».

Η Επιτροπή τονίζει ότι κατά την μεταβατική περίοδο η υφιστάμενη Εντολή θα πρέπει να συνεχίσει να διοικεί, αλλά κάνει συστάσεις  σχετικά με τη γη, τη μετανάστευση, το εμπόριο, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, την τοπική αυτοδιοίκηση, και την εκπαίδευση: «(1) Γη. – Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την απαγόρευση της αγοράς γης από Εβραίους εντός της Αραβικής Περιοχής (δηλαδή της περιοχής του προβλεπόμενου Αραβικού Κράτους) ή από Άραβες εντός της Εβραϊκής Περιοχής (δηλαδή, της περιοχής του προβλεπόμενου Εβραϊκού Κράτους). Ο εποικισμός των πεδιάδων της Εβραϊκής περιοχής θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός δύο ετών.

(2) Μετανάστευση.- Θα πρέπει να υπάρχει εδαφικός περιορισμός της εβραϊκής μετανάστευσης. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η εβραϊκή μετανάστευση στην Αραβική Περιοχή.

(3) Εμπόριο. – Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν χωρίς καθυστέρηση για να διασφαλιστεί η τροποποίηση του άρθρου 18 της εντολής και να τεθεί το εξωτερικό εμπόριο της Παλαιστίνης σε δικαιότερη βάση.

(4) Γνωμοδοτικό Συμβούλιο. – Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο θα πρέπει, ει δυνατόν, να διευρυνθεί με τον διορισμό Αράβων και Εβραίων εκπροσώπων· αλλά, εάν κάποιο από τα μέρη αρνηθεί να υπηρετήσει, το Συμβούλιο θα πρέπει να συνεχίσει όπως σήμερα.

(5) Τοπική Αυτοδιοίκηση. – Το δημοτικό σύστημα θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί μετά από συμβουλές ειδικών.

(6) Εκπαίδευση. – Θα πρέπει να καταβληθεί σθεναρή προσπάθεια για την αύξηση του αριθμού των αραβικών σχολείων. Τα «μικτά σχολεία» που βρίσκονται στην περιοχή που θα διοικείται βάσει της νέας Εντολής θα πρέπει να τύχουν κάθε υποστήριξης και θα πρέπει να εξεταστεί η πιθανότητα ενός βρετανικού πανεπιστημίου, καθώς αυτά τα ιδρύματα ενδέχεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο μετά τη διχοτόμηση βοηθώντας στην επίτευξη μιας τελικής συμφιλίωση των φυλών.».

15 Ιουλίου 1937: Οι συστάσεις της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου που εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σχετικά με την Παλαιστίνη είναι σύντομες και παρουσιάζονται σε μια Δήλωση Πολιτικής που δημοσιεύεται ως Έγγραφο Εντολής 5513. Σε αυτή τη Δήλωση Πολιτικής αναφέρεται ότι:

«Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας,… εξέτασε την ομόφωνη έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής της Παλαιστίνης και γενικά συμφωνεί με τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

 Όπως αναγνωρίζεται πλήρως από τους Επιτρόπους στην ιστορική τους έρευνα, … έχουν την άποψη, την οποία συνεπάγεται η ίδια η έννοια της εντολής, ότι οι υποχρεώσεις προς τους Άραβες και τους Εβραίους αντίστοιχα δεν ήταν ασύμβατες, με την υπόθεση ότι με την πάροδο του χρόνου οι δύο φυλές θα προσάρμοζαν έτσι τις εθνικές τους φιλοδοξίες ώστε να καταστήσουν δυνατή τη δημιουργία μιας ενιαίας κοινοπολιτείας υπό μια ενιαία κυβέρνηση.

Παρά τις πολλές αποθαρρυντικές εμπειρίες τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας στήριξε την πολιτική της σε αυτή την προσδοκία και χρησιμοποίησε κάθε ευκαιρία για να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ Αράβων και Εβραίων. Υπό το φως της εμπειρίας και των επιχειρημάτων σύμφωνα με την Επιτροπή, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια ασυμβίβαστη σύγκρουση μεταξύ των προσδοκιών των Αράβων και των Εβραίων στην Παλαιστίνη, ότι αυτές οι φιλοδοξίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τους όρους της παρούσας εντολής και ότι ένα σχέδιο διχοτόμησης σε γενικές γραμμές που προτείνει η Επιτροπή αντιπροσωπεύουν την καλύτερη και πιο ελπιδοφόρα λύση του αδιεξόδου …

Ως εκ τούτου, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας προτείνει να λάβει τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες υποχρεώσεις της από τη συνθήκη δυνάμει του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών και άλλων διεθνών πράξεων, για να επιτύχει την ελευθερία να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο διχοτόμησης, με το οποίο μπορεί να είναι δυνατό να εξασφαλιστεί ένα αποτελεσματικό μέτρο συναίνεσης από την πλευρά των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων».

21 Ιουλίου 1937: Η Βουλή των Κοινοτήτων εγκρίνει ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο: «Οι προτάσεις που περιέχονται στο Έγγραφο Εντολής Αρ. 5513 σχετικά με την Παλαιστίνη θα πρέπει να υποβληθούν ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών με σκοπό να μπορέσει η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας, μετά από επαρκή έρευνα, να παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο ένα συγκεκριμένο σχέδιο λαμβάνοντας πλήρως υπόψη όλες τις συστάσεις του Εγγράφου Εντολής.».

23 Ιουλίου 1937: Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή απορρίπτει την πρόταση διχοτόμησης της Επιτροπής Peel και απαιτεί ένα ανεξάρτητο ενιαίο παλαιστινιακό κράτος «με προστασία όλων των νόμιμων δικαιωμάτων των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων και τη διασφάλιση των εύλογων βρετανικών συμφερόντων».

Σύμφωνα με τον Henry Laurens, οι Άραβες θεωρούν τη δημοσίευση του σχεδίου ως μια ηχηρή αποκήρυξη κάθε βασικής δέσμευσης που είχαν αναλάβει από την ίδρυσή του οι Αρχές, ότι δεν θα υπάρχει ξεχωριστό εβραϊκό κράτος, δεν θα γίνουν απαλλοτριώσεις γης και απελάσεις ανθρώπων. Οι προτεινόμενες ανταλλαγές γης και οι μεταφορές πληθυσμών θεωρούνται ως ακύρωση και ανατροπή ενός αιώνα οικονομικής ανάπτυξης της παράκτιας περιοχής, με τους Παλαιστίνιους, εκτός από τη Γιάφα και τη Γάζα, να έχουν αποστερήσει την ουσιαστική αγροτική και αστική κληρονομιά που είχε εξελιχθεί κατά τον προηγούμενο αιώνα ανάπτυξης των ακτών. Η Ιερουσαλήμ τοποθετείται εκτός του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Οι Άραβες Παλαιστίνιοι είναι αντίθετοι τόσο με το σχέδιο διχοτόμησης, όσο και με την ιδέα ότι οι ίδιοι θα στερούνταν την ιδιότητα του κράτους, μιας και θα προσαρτούνταν από την  Υπεριορδανία του εμίρη Αμπντάλλα, ενώ το εβραϊκό κράτος, θα εκτείνεται στο ένα τέταρτο της χώρας, θα απορροφούσε ολόκληρη την εύφορη Γαλιλαία, όπου ένα συντριπτικό ποσοστό της γης ανήκει σε Άραβες με τους Εβραίους να έχουν μόνο μια μικρή παρουσία. Οι Άραβες δε δέχονται το σχέδιο που τους παραχωρεί «τα άγονα βουνά», ενώ οι Εβραίοι θα λάμβαναν τις περισσότερες εκτάσεις από τις πέντε καλλιεργήσιμες πεδιάδες, την παραθαλάσσια πεδιάδα, την πεδιάδα της Άκρα, την κοιλάδα Jezreel, την κοιλάδα Χούλα και την κοιλάδα του Ιορδάνη. Για τους Άραβες, το σχέδιο προβλέπει να δοθεί στους Σιωνιστές η καλύτερη γη, με το 82% της κύριας εξαγωγής της Παλαιστίνης, τα εσπεριδοειδή, να παραδίδεται στον Εβραϊκό έλεγχο.

Υπάρχουν όμως και πρόκριτοι Άραβες που δεν απορρίπτουν πλήρως τις προτάσεις της Επιτροπής Peel. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πτέρυγας είναι η οικογένεια Νασασίμπι, τους οποίους οι Βρετανοί θεωρούν μετριοπαθείς. Οι Νασασίμπι συνδέονται με επιχειρηματίες που εξασφαλίζουν μεγάλα κέρδη από την πώληση γης στους Εβραίους και την αγορά γης από χρεοκοπημένους αγρότες. Επίσης αρχικά υποστηρίζουν το σχέδιο της Επιτροπής Peel, που είναι όμως και σχέδιο του εμίρη Αμπντάλλα, για προσάρτηση των αραβικών εδαφών της Παλαιστίνης στην Υπεριορδανία. Βέβαια ακόμα και η μετριοπαθής αντιπολίτευση των Παλαιστινίων Αράβων, αναγκάζεται τελικά να απορρίψει το σχέδιο Peel, υπό την επιρροή της κοινής γνώμης. Οι Νασασίμπι όμως δεν υιοθετούν τον ένοπλο χαρακτήρα της εξέγερσης, αλλά προτιμούν την παραδοσιακή τακτική της συνεχούς διαπραγμάτευσης με τους Βρετανούς ώστε να διατηρούν κυβερνητικές θέσεις και να συντηρούν το πελατειακό τους δίκτυο με τη διαμεσολάβηση μεταξύ της κοινωνίας και των κυβερνώντων. Η στάση της οικογένειας  Νασασίμπι εξοργίζουν τον πρόεδρο της ΑΑΕ, μουφτή Amin al-Husayni και μετά από μια απόπειρα δολοφονίας του  Fakhri Nashashibi, από οπαδούς του  μουφτή, ο  πρόεδρος του Κόμματος Εθνικής Άμυνας, και θείος του Fakhri, ο Raghib al-Nashashibi θα αποχωρήσει από την ΑΑΕ.  

19 – 30 Ιουλίου 1937: Τρεις Άραβες δολοφονούνται μεταξύ 19 και 30 Ιουλίου στην Ιερουσαλήμ, τη Γιάφα και τη Χάιφα, και μεταξύ 23 και 30 του ίδιου μήνα σημειώνονται τέσσερις νυχτερινές επιθέσεις από μικρές ομάδες ένοπλων Αράβων σε οδικές μεταφορές, μία επιδρομή σε στρατόπεδο του Τμήματος Δημοσίων Έργων, και μία ένοπλη διάρρηξη αραβικού σπιτιού στην περιοχή της Ιερουσαλήμ.

30 Ιουλίου – 18 Αυγούστου 1937: Στη Γενεύη λαμβάνει χώρα η 32η (έκτακτη) Σύνοδος της Διαρκούς Επιτροπής Εντολών (ΔΕΕ) του Συμβουλίου της ΚτΕ, με θέμα την Παλαιστίνη.

Στις δηλώσεις του ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες  Ormsby Gore ενώπιον της ΔΕΕ αναφέρει: «Αυτό που ζητάω είναι να συμβουλεύσετε το Συμβούλιο ότι, υπό το φως της εμπειρίας μας και των γνώσεών μας για την Παλαιστίνη, θα πρέπει να διερευνηθεί μια λύση στις γραμμές διχοτόμησης ως η καλύτερη και πιο ελπιδοφόρα λύση για αυτό που είναι πεπεισμένη η ίδια η εντολοδόχος εξουσία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα αδιέξοδο. Δεν σας ζητώ να εγκρίνετε ένα σχέδιο διχοτόμησης ή να διευθετήσετε αυτά τα ζητήματα άμυνας, μειονοτήτων κ.λπ. Το μόνο που σας ζητώ είναι να προτείνετε το άνοιγμα της πόρτας και όχι το κλείσιμό της σε μία λύση. Δεν ζητώ από την Επιτροπή Εντολών μια τελική δέσμευση, αλλά να επιτρέψει στην Εντολοδόχο Εξουσία να διερευνήσει τη λύση που θεωρεί καλύτερη, υπό τις παρούσες περιστάσεις, και να παράγει για την ΚτΕ σε εύθετο χρόνο ένα πιο συγκεκριμένο σχέδιο προς εξέταση».

Στα συμπεράσματα της Έκθεσης της ΔΕΕ προς το Συμβούλιο της ΚτΕ αναφέρεται:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι αξίζει να συνεχιστεί η εξέταση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μιας νέας εδαφικής λύσης. Φαίνεται απολύτως φυσικό και θεμιτό ότι η Εντολοδόχος Δύναμη, που δικαίως επιθυμεί να ικανοποιήσει τις αντικρουόμενες φιλοδοξίες Αράβων και Εβραίων στην Παλαιστίνη, και αφού απέτυχε να το πράξει με τη θεσμοθέτηση μιας κοινής διοίκησης για ολόκληρη την επικράτεια, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να μελετήσει με τη μια ή την άλλη μορφή την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος στο οποίο αυτές οι φιλοδοξίες θα ικανοποιούνταν η καθεμία σε ένα μέρος της επικράτειας.

Αυτή η ικανοποίηση δεν μπορεί, φυσικά, να είναι πλήρης. Για τους Άραβες, οποιαδήποτε διχοτόμηση πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει την εγκατάλειψη ενός κλάσματος αυτού που θεωρούν ως κληρονομική τους ιδιοκτησία. Για τους Εβραίους, θα μπορούσε να περιλαμβάνει, μαζί με έναν περιορισμό του πεδίου της εθνικής τους κατοικίας, ήδη περιορισμένη, όπως ισχυρίζονται, με τον αποκλεισμό της Υπεριορδανίας το 1922, μια νέα μείωση της ικανότητάς της να απορροφά πληθυσμό.

Οποιαδήποτε λύση να αποδειχθεί αποδεκτή θα πρέπει επομένως να στερήσει από τους Άραβες όσο το δυνατόν μικρότερο αριθμό από τα μέρη στα οποία αποδίδουν ιδιαίτερη αξία, είτε επειδή είναι τα σημερινά τους σπίτια είτε για λόγους θρησκείας. Και επιπλέον, η έκταση που έχει παραχωρηθεί στους Εβραίους θα πρέπει να είναι επαρκώς εκτεταμένη, γόνιμη και σε καλή τοποθεσία από την άποψη των επικοινωνιών μέσω θαλάσσης και ξηράς ώστε να είναι ικανή για εντατική οικονομική ανάπτυξη, και κατά συνέπεια για πυκνή και ταχεία εγκατάσταση…

[…]Η Επιτροπή θα παραβίαζε το καθήκον της εάν δεν εφιστούσε την προσοχή του Συμβουλίου στο λεπτό πρόβλημα της μεταφοράς πληθυσμών από το ένα έδαφος στο άλλο, το οποίο θα μπορούσε να ήταν απαραίτητο εάν υπήρχε διχοτόμηση. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας μεταφοράς θα πρέπει να υπερτερεί των μειονεκτημάτων, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για να διασφαλιστεί ότι πραγματοποιήθηκε με τη μεγαλύτερη δικαιοσύνη.

Όσον αφορά την πρόταση για απόσυρση των Ιερών Τόπων από την κυριαρχία Αράβων και Εβραίων και την υπαγωγή τους σε ειδικό καθεστώς, η Επιτροπή πιστεύει ότι ένα τέτοιο βήμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι προς όφελος της γενικής ειρήνης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το καθεστώς βασιζόταν στο άρθρο 28 της παρούσας εντολής….

[…]Μολονότι δηλώνει ευνοϊκή καταρχήν για την εξέταση μιας λύσης που περιλαμβάνει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, η Επιτροπή είναι, ωστόσο, αντίθετη στην ιδέα της άμεσης δημιουργίας δύο νέων ανεξάρτητων κρατών…

[…]Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι η παράταση της περιόδου πολιτικής μαθητείας που συνιστά η εντολή θα ήταν απολύτως απαραίτητη τόσο για το νέο αραβικό κράτος όσο και για το νέο εβραϊκό κράτος.».

3 – 16 Αυγούστου 1937: Στη Ζυρίχη της Ελβετίας, διενεργείται το Εικοστό Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο. Στο συνέδριο συμμετέχουν 483 αντιπρόσωποι. Η πρόταση διχοτόμησης της Παλαιστίνης είναι το κύριο θέμα της συζήτησης πριν και κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου. Οι υποστηρικτές της διχοτόμησης (Βάιζμαν, Μπεν-Γκουριόν) τονίζουν ότι υπό το πρίσμα του ναζιστικού κινδύνου στην Ευρώπη, το σχέδιο για την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους, όσο μικρό κι αν είναι, θα πρέπει να γίνει αποδεκτό για να προσφέρει καταφύγιο στις μάζες των Εβραίων των οποίων η μοίρα απειλείται. Επίσης θεωρούν πως, παρότι η γη που έπαιρναν ήταν μικρότερη από αυτήν που ήθελαν, μπορούσε να γίνει το εφαλτήριο για επέκταση του μικρού αυτού κράτους και τελική ευόδωση των σιωνιστικών στόχων. Ο Μπεν-Γκουριόν σε ένα γράμμα προς το γιο του αναφέρει: «Ένα εβραϊκό κράτος σε μέρος της Παλαιστίνης δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή… η κατοχή εδάφους είναι σημαντική όχι μόνο ως τέτοια… μέσω αυτού θα αυξήσουμε τη δύναμή μας, και οποιαδήποτε αύξηση στη δύναμή μας το κάνει ευκολότερο να πάρουμε τον έλεγχο της χώρας στο σύνολό της. Η ίδρυση ενός (μικρού) κράτους… θα χρησιμεύσει ως πολύ ισχυρός μοχλός στην ιστορική μας προσπάθεια να ανακτήσουμε ολόκληρη τη χώρα.».

Πολλοί στο σιωνιστικό κίνημα όμως είναι αντίθετοι στη διχοτόμηση, ακόμα και μέσα στο Εργατικό Κόμμα (π.χ. ο Berl Katznelson και ο Yitzhak Tabenkin). Αντίθετη είναι και η αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Menachem Ussishkin (πρόεδρος του Εθνικού Εβραϊκού Ταμείου – JNF), η οποία υποστηρίζει ότι το προτεινόμενο εβραϊκό κράτος είναι πολύ μικρό για να απορροφήσει την πιθανή εβραϊκή μετανάστευση, δεν μπορεί να αμυνθεί της αραβικής επίθεση και απέκλειε τη Σιών (Ιερουσαλήμ).    

Εικοστό Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο – Ζυρίχη, 1937

Ο Βάιζμαν κλείνοντας την ομιλία του αναφέρει τα εξής:

«Έχω τρία μηνύματα. Ένα στους Εβραίους. Ένα στους Άραβες. Ένα προς τη βρετανική κυβέρνηση.

Το πρώτο μου είναι προς τους Εβραίους, εδώ και παντού. Αυτό που ζητάω από αυτούς είναι ότι θα πρέπει να σταματήσουν οι εσωτερικές εβραϊκές διαμάχες για τη διχοτόμηση μέχρι να εκπονηθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί. Ζητώ να μην ειπωθεί τίποτα από έγκυρες εβραϊκές φωνές στο κοινό και στον Τύπο που μπορεί να οδηγήσει τον έξω κόσμο να πιστέψει ότι οι Εβραίοι θα αποδεχτούν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποτελεσματική υλοποίηση της αντίληψης της Εθνικής Εστίας. Αυτό είναι το μόνο που ζητάω αλλά το ζητώ από όλους….

Δεύτερον, στους Άραβες λέω: επαναλαμβάνουμε αυτή την ώρα αυτό που λέγαμε πάντα. Δεν έχουμε καμία κακία στην καρδιά μας απέναντί σας, παρ’ όλα αυτά που περάσαμε αυτά τα δύο χρόνια. Ελπίζαμε και πιστεύαμε ότι στο καθεστώς της Εντολής υπήρχε περιθώριο για κοινή ανάπτυξη και για τους δυο μας. Είδατε τι πρόοδο έχετε σημειώσει αυτά τα 20 χρόνια υπό αυτό το καθεστώς που δημιουργήθηκε με σκοπό τη διευκόλυνση της ίδρυσης Εβραϊκής Εθνικής Εστίας στη χώρα αυτή. Όποιοι και αν είναι οι δημαγωγοί, ξέρετε μέσα σας ότι μόνο ωφεληθήκατε από τη δουλειά μας. Αλλά υπήρχαν ανάμεσά σας εκείνοι που, από μυωπία, εγωισμό, υπονόμευσαν την ειρήνη αυτής της χώρας και προκάλεσαν στη Βασιλική Επιτροπή και τη βρετανική κυβέρνηση την πεποίθηση ότι στο πλαίσιο της εντολής δεν υπήρχε χώρος για συνεργασία μεταξύ μας.

Η λύση που επινόησε η Βασιλική Επιτροπή και την οποία υιοθέτησε τώρα η βρετανική κυβέρνηση δεν προήλθε από εμάς, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίσουμε όπως πρέπει να την αντιμετωπίσετε και εσείς. Δεν επιστρέφουμε στην Παλαιστίνη για να σας κατακτήσουμε. Δεν ερχόμαστε εδώ ως πράκτορες οποιασδήποτε ιμπεριαλιστικής δύναμης ούτε με κανένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο. Είμαστε οι γιοι αυτής της γης που επέστρεψαν. Θέλουμε να τη  ξαναχτίσουμε, και έχετε δει ότι μπορούμε να το κάνουμε προς όφελος όλων των κατοίκων της. Πρέπει να συνεργαστούμε μαζί σας όπως πρέπει να συνεργαστείτε μαζί μας στη νέα φάση που θα ξεκινήσει τώρα. Δεν είμαστε εχθροί σας και δεν έχουμε σχέδια ενάντια στην ειρήνη και την ευημερία σας. Αλλά μην κάνετε λάθος για αυτό: δεν μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας χωρίς βοήθεια. Δεν θα ξεφύγετε από την επιρροή του σύγχρονου πολιτισμού και της προόδου. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει χώρος για όσους στέκονται μόνοι. Χρειάζεστε τη δύναμη της ανάπτυξης που φέρνουν μαζί τους οι Εβραίοι. Σας τη φέρνουμε χωρίς κανένα από αυτά τα πολιτικά σχέδια που συνδέονται γενικά με τη δυτική επιρροή σε αυτό το μέρος του κόσμου.

Στους Βρετανούς θα έλεγα: οποιαδήποτε λύση κι αν υιοθετηθεί τώρα, ο ουσιαστικός σκοπός της Εντολής πρέπει να διαφυλαχθεί. Αυτός ο σκοπός είναι η ανάπτυξη, η δυνατότητα για νέα ανάπτυξη. Πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει εδώ. Το να μας πετάξετε στα σκυλιά δεν θα σώσει την Αυτοκρατορία σου. Αντίθετα θα υπονομεύσει τα θεμέλιά της. Αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία να προωθηθεί η ανάπτυξη μιας νέας κοινωνίας που θα εδραιώσει την ειρήνη και την πρόοδο σε αυτό το μέρος του κόσμου. Εάν δεν ήμασταν εκεί, θα έπρεπε να εφευρεθούμε για τα συμφέροντά σας και για τα συμφέροντα αυτού του μέρους του κόσμου…».

Τελικά μετά από παρατεταμένη συζήτηση, εγκρίνεται με 299 ψήφους το παρακάτω ψήφισμα για την Έκθεση της Επιτροπής Peel:

  1. Το Εικοστό Σιωνιστικό Συνέδριο επιβεβαιώνει επίσημα την ιστορική σύνδεση του εβραϊκού λαού με την Παλαιστίνη και το αναφαίρετο δικαίωμά του στην πατρίδα του.
  2. Το Συνέδριο σημειώνει τα πορίσματα της Βασιλικής Επιτροπής της Παλαιστίνης σχετικά με τα ακόλουθα θεμελιώδη ζητήματα: πρώτον, ότι ο πρωταρχικός σκοπός της Εντολής, όπως εκφράζεται στο προοίμιό της και στα άρθρα της, είναι να προωθήσει την ίδρυση της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας. Δεύτερον, ότι το πεδίο στο οποίο επρόκειτο να ιδρυθεί η Εβραϊκή Εθνική Εστία αντιλαμβανόταν, την εποχή της Διακήρυξης του Μπαλφούρ, ότι ήταν ολόκληρη η ιστορική Παλαιστίνη, συμπεριλαμβανομένης της Υπεριορδανίας. Τρίτον, αυτό που ενυπάρχει στη Διακήρυξη του Μπάλφουρ ήταν η δυνατότητα εξέλιξης της Παλαιστίνης σε Εβραϊκό Κράτος. Τέταρτον, ότι ο εβραϊκός εποικισμός στην Παλαιστίνη έχει προσδώσει σημαντικά οφέλη στον αραβικό πληθυσμό και ήταν προς το οικονομικό όφελος  των Αράβων στο σύνολό τους.
  3. Το Συνέδριο απορρίπτει τον ισχυρισμό της Βασιλικής Επιτροπής της Παλαιστίνης ότι η Εντολή έχει αποδειχθεί ανεφάρμοστη και απαιτεί την εκπλήρωσή της. Το Συνέδριο καθοδηγεί την Εκτελεστική Επιτροπή να αντισταθεί σε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού διεθνώς εγγυημένα από τη Διακήρυξη του Μπάλφουρ και την Εντολή.
    Το
    Συνέδριο απορρίπτει το συμπέρασμα της Βασιλικής Επιτροπής ότι οι εθνικές φιλοδοξίες του εβραϊκού λαού και των Αράβων της Παλαιστίνης είναι ασυμβίβαστες. Το κύριο εμπόδιο στη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των δύο λαών ήταν η γενική αβεβαιότητα που, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής, επικρατούσε σε σχέση με τις τελικές προθέσεις της Εντολοδόχου Κυβέρνησης και η αμφιταλαντευόμενη στάση της Διοίκηση Παλαιστίνης. Αυτά έχουν προκαλέσει έλλειψη εμπιστοσύνης στην αποφασιστικότητα και την ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει την Εντολή. Το Συνέδριο επιβεβαιώνει με την ευκαιρία αυτή τις δηλώσεις των προηγούμενων Συνεδρίων που εκφράζουν την ετοιμότητα του εβραϊκού λαού να καταλήξει σε ειρηνική διευθέτηση με τους Άραβες της Παλαιστίνης, με βάση την ελεύθερη ανάπτυξη και των δύο λαών και την αμοιβαία αναγνώριση των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους.
  4. Το Συνέδριο καταδικάζει τις «ανακουφιστικές προτάσεις» που διατύπωσε η Βασιλική Επιτροπή ως πολιτική για την εφαρμογή της Εντολής, όπως ο περιορισμός της μετανάστευσης, ο καθορισμός πολιτικού υψηλού επιπέδου σε αντικατάσταση της αρχής της οικονομικής απορροφητικής ικανότητας, το κλείσιμο ορισμένων τμημάτων της χώρας σε εβραϊκό εποικισμό, περιορισμοί στην απόκτηση γης κ.λπ. Αυτές οι προτάσεις αποτελούν παρωδία της Εντολής και παραβίαση διεθνών δεσμεύσεων και θα αποδεικνύονταν καταστροφικές για το μέλλον της Εθνικής Εστίας.
  5. Το Συνέδριο διαμαρτύρεται έντονα για την απόφαση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας να καθορίσει ένα πολιτικό μέγιστο για την εβραϊκή μετανάστευση όλων των κατηγοριών για τους επόμενους οκτώ μήνες, καταργώντας έτσι την αρχή της οικονομικής ικανότητας απορρόφησης, παραβιάζοντας επανειλημμένα τα εβραϊκά δικαιώματα και τις δεσμεύσεις που δόθηκαν σχετικά από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας και επιβεβαιώθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών.
  6. Το Συνέδριο δηλώνει ότι το σχέδιο διχοτόμησης που προτείνει η Βασιλική Επιτροπή είναι μη αποδεκτό.
  7. Το Συνέδριο εξουσιοδοτεί την Εκτελεστική Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με σκοπό να εξακριβώσει τους ακριβείς όρους της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας για την προτεινόμενη ίδρυση ενός Εβραϊκού Κράτους.
  8. Σε τέτοιες διαπραγματεύσεις η Εκτελεστική εξουσία δεν θα δεσμευτεί ούτε η ίδια ούτε η Σιωνιστική Οργάνωση, αλλά σε περίπτωση εμφάνισης ορισμένου σχεδίου για την ίδρυση ενός Εβραϊκού Κράτους, το σχέδιο αυτό θα τεθεί ενώπιον ενός νεοεκλεγμένου Συνεδρίου για απόφαση.

Ο Χάιμ Βάιζμαν επανεκλέγεται πρόεδρος της WZO και ο Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν επανεκλέγεται πρόεδρος του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Ο Maurice Hexter εκλέγεται πρόεδρος του Τμήματος Διακανονισμού, ο Eliahu Dobkin πρόεδρος του Τμήματος Μετανάστευσης, ο Haim-Moshe Shapira διευθυντής του τμήματος Aliyah, η Henrietta Szold διευθύντρια του Τμήματος Νεολαίας Aliyah, ο Eliezer Kaplan ταμίας της Εβραϊκής Υπηρεσίας.

Αύγουστος –Σεπτέμβριος 1937: Οι προτάσεις της επιτροπής Πηλ ξάφνιασαν, απογοήτευσαν και εξόργισαν τους Άραβες Παλαιστίνιους με αποτέλεσμα η εξέγερσή τους, που βρισκόταν από τον Οκτώβριο του 1936 έως τον Ιούλιο του 1937, σε ύφεση, αν και όπως είδαμε δεν έλειπαν τα αιματηρά επεισόδια, από τον Αύγουστο του 1937 θα αναζωπυρωθεί και από το φθινόπωρο θα λάβει τη μορφή μαζικής ένοπλης πάλης κατά των Βρετανών.   

Τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Αυγούστου επτά Άραβες δολοφονούνται και 8 τραυματίζονται. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων από τις 29 Αυγούστου έως τις 26 Σεπτεμβρίου, στην περιοχή της Ιερουσαλήμ οι νεκροί Άραβες είναι 3 και οι Εβραίοι 2. Την ίδια περίοδο στη Γιάφα γίνονται δύο βομβιστικές επιθέσεις από τις οποίες τραυματίζονται 2 Άραβες και 3 Εβραίοι. Στην αγροτική περιοχή της Χάιφα, στο Karkur και κοντά στη Hedera, δύο Εβραίοι και πέντε Άραβες δολοφονούνται μεταξύ 30 Αυγούστου και 1ης Σεπτεμβρίου. Στις 4 και στις 12 Σεπτεμβρίου ένας αξιωματούχος της Χάιφα και ένας αξιωματούχος της Τζενίν, αντίστοιχα, δολοφονούνται από Άραβες μαχητές. Στη Χάιφα σκοτώνονται δύο Άραβες, στις 31 Αυγούστου και στις 19 Σεπτεμβρίου.

8 – 9 Σεπτεμβρίου 1937: Μετά την απόρριψη από τη Βρετανία αίτησης της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή αραβικής διάσκεψης στην Ιερουσαλήμ, αυτή τελικά θα πραγματοποιηθεί στη Συρία, στο Bloudan (συριακό παραθεριστικό χωριό  που βρίσκεται 51 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Δαμασκού). Η διάσκεψη θέλει να δώσει ένα ηχηρό «όχι» στα σχέδια διχοτόμησης που προωθούσε η Έκθεση Peel και να εκφοβίσει όσους Άραβες είναι υπέρ. Στη διάσκεψη του Bloudan συμμετέχουν περίπου 400 αντιπρόσωποι από πολλές αραβικές χώρες, ανάμεσά τους, 160 προέρχονται από τη Συρία, 128 από την Παλαιστίνη, 65 από τον Λίβανο, 30 από την Υπεριορδανία, 12 από το Ιράκ, 6 από την Αίγυπτο, ένας από τη Σαουδική Αραβία, ένας από την Τριπολίτιδα.  

Αντιπρόσωποι στη διάσκεψη του Bloudan, Σεπτέμβριος 1937

Ανάμεσά τους ήταν σημαντικές αραβικές προσωπικότητες όπως ο πρώην πρωθυπουργός του Ιράκ Naji al-Suwaidi, ο οποίος θα είναι και ο πρόεδρος της διάσκεψη, με αντιπρόεδρο τον Λιβανέζο  διανοούμενο Shakib Arslan. Ο μουφτής Χατζ Αμίν αλ Χουσεΐνι δεν θα παραστεί αυτοπροσώπως.  Από τον Ιούλιο του 1937, βρίσκεται στον ιερό χώρο του Χαράμ αλ-Σαρίφ στην Ιερουσαλήμ, για λόγους ασφαλείας, αλλά είναι εκείνος που θα διοργανώσει τη διάσκεψη και για τον λόγο αυτό θα εκλεγεί από τους συμμετέχοντες επίτιμος πρόεδρός της. Σύμφωνα με μια έκθεση του Γερμανού Γενικού Προξένου της Βηρυτού, ο Αμίν αλ Χουσεΐνι «παρείχε επίσης τα κεφάλαια για την ενοικίαση των δύο μεγαλύτερων ξενοδοχείων στη Δαμασκό και το Bloudan.». Άλλες προσωπικότητες που θα πάρουν μέρος είναι ο πρώην υπουργός Παιδείας Mohammed Alluba Pasha της Αιγύπτου, ο Σύριος Ihsan al-Jabiri, ο μελλοντικός πρωθυπουργός του Λιβάνου Riad al-Solh, ο Ελληνορθόδοξος επίσκοπος της Χομς, Ali Hurayki. Σε ένδειξη περαιτέρω παναραβικής υποστήριξης για τη διάσκεψη, μηνύματα αλληλεγγύης και τηλεγραφήματα στέλνονται  από τον Ahmad al-Sabah, τον εμίρη του Κουβέιτ και από ομάδες με ισλαμικό προσανατολισμό από διάφορες αιγυπτιακές πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και από την Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο. Εν ενεργεία μέλη των αραβικών κυβερνήσεων, ωστόσο, δεν πήραν μέρος.

Με ψηφίσματά της η διάσκεψη απορρίπτει την πρόταση διχοτόμησης της Επιτροπής Peel και απαιτεί τον τερματισμό της Εντολής, την παύση της σιωνιστικής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη και την απαγόρευση της μεταβίβασης αραβικών εδαφών σε σιωνιστές. Η οικονομική επιτροπή της διάσκεψης αποφασίζει να διευρύνει το μποϊκοτάζ των εβραϊκών αγαθών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο και να μποϊκοτάρει επίσης τα βρετανικά προϊόντα. Αποφασίζεται επίσης ότι οι παραβάτες του μποϊκοτάζ, καθώς και όσοι αρνούνται να συνεισφέρουν χρήματα στον αγώνα, θα εξοστρακίζονταν και θα εξευτελίζονταν μέχρι να κατανοήσουν το εθνικό τους καθήκον.

Στη διάσκεψη, επικυρώνονται μυστικές αποφάσεις που αφορούν επιχειρήσεις κατά προδοτών και συνεργατών. Ο Abd al-Salam Barqawi, υψηλόβαθμο στέλεχος της αντιπολίτευσης στην περιοχή Jenin, δολοφονείται αμέσως μετά τη διάσκεψη του Bloudan. Εβραϊκές πηγές θα ισχυριστούν ότι πριν πεθάνει κατάφερε να κατηγορήσει τον μουφτή αλ Χουσεΐνι για τη δολοφονία του. Ο λόγος: Ο Barqawi είχε στείλει ένα τηλεγράφημα στο Bloudan δηλώνοντας ότι ο μουφτής δεν εκπροσωπούσε τους Άραβες της Παλαιστίνης. Προς τα τέλη Σεπτεμβρίου, ένας κερδοσκόπος γης από το Dammun στη Δυτική Γαλιλαία επίσης δολοφονείται. Οι εκκαθαρίσεις θα πετύχουν τον στόχο τους. Κανείς δεν τολμά να υποστηρίξει ανοιχτά το σχέδιο διχοτόμησης. Ο Ahmad al-Imam, στενός συνεργάτης του μουφτή με το ψευδώνυμο «ο Καντόρ» που εργαζόταν για τη Shai, την υπηρεσία πληροφοριών της Χαγκανά, αναφέρει: «Η αντιπολίτευση, η οποία ήταν έτοιμη να συμφωνήσει με τη διχοτόμηση, έπρεπε να πάει μαζί με τους αντιπάλους της διχοτόμησης όταν έμαθε για την απόφαση να δολοφονήσουν όλους όσους υποστήριζαν αυτή τη γνώμη, ακόμα κι αν ήταν από τους μεγαλύτερους [ηγέτες]».

Στην Ιστοριογραφία η διάσκεψη στο Bloudan θα συνδεθεί και με την εμφάνιση ενός συνοδευτικού φυλλαδίου που θα διανεμηθεί στους αντιπροσώπους, το οποίο θα αποτελέσει σύμφωνα με τον Matthias Küntzel  «το πρώτο κείμενο που προάγει το καθαρό μίσος για τους Εβραίους σε ένα ισλαμικό πλαίσιο αναμειγνύοντας επιλεγμένα αντιεβραϊκά επεισόδια από τη ζωή του Μωάμεθ με τη λεγόμενη κακία των Εβραίων τον 20ό αιώνα».

Η διάσκεψη στο Bloudan δεν είναι μια δημόσια εκδήλωση. Ακόμη και δημοσιογράφοι εφημερίδων δεν επιτρέπεται να μπουν μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Ωστόσο, ο συνταγματάρχης Gilbert MacKereth, ο βρετανός πρόξενος στη Δαμασκό εκείνη την εποχή, θα κανονίσει να παραστεί στη διάσκεψη ένα άτομο της εμπιστοσύνη του. Με βάση τις αναφορές του κατασκόπου: «Ένα εκπληκτικά εμπρηστικό φυλλάδιο με τίτλο “Ισλάμ και Εβραϊσμός”, παραδόθηκε σε κάθε μέλος της διάσκεψης κατά την άφιξή του. Είχε τυπωθεί στο Κάιρο για την εκεί Επιτροπή Άμυνας της Παλαιστίνης».

Το φυλλάδιο όντως εκδίδεται στο Κάιρο, στις 18 Αυγούστου 1937, όμως ο συγγραφέας των 31 σελίδων του, δεν είναι γνωστός. Ο εκδότης του, ο Mohamad Ali al-Taher, δημοσιογράφος από την Παλαιστίνη που ζει στο Κάιρο για πολλά χρόνια, ο οποίος είναι και ο διευθυντής του «Παλαιστινιακού-Αραβικού Γραφείου Πληροφοριών» στην Αίγυπτο, και μετέχει στη διάσκεψη, αναφέρει στον πρόλογο του στο φυλλάδιο ότι: «Ένας διακεκριμένος Άραβας έγραψε αυτό το βιβλίο για τους Εβραίους και τη συμπεριφορά τους… και το εκτιμούμε πολύ». Ποιος όμως είναι αυτός ο «διακεκριμένος Άραβας»;

Θα περάσει ένας χρόνος όταν στη Ναζιστική Γερμανία, το 1938, το «Junker and Dünnhaupt Verlag» με έδρα το Βερολίνο δημοσιεύει μεταφρασμένο στα γερμανικά ολόκληρο το φυλλάδιο με τίτλο: «Ισλάμ-Ιουδαϊσμός. Κάλεσμα του Μεγάλου Μουφτή στον Ισλαμικό κόσμο το 1937». Στις επόμενες εκδόσεις που θα κάνουν οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μουφτής συνεχίζει να αναφέρεται ως ο συγγραφέας.

Σύμφωνα με τον Matthias Küntzel το αν ο αλ Χουσεΐνι είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός εμπνευστής και συγγραφέας αυτού του φυλλαδίου είναι, ένα ανοιχτό ερώτημα: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ναζί χρησιμοποίησαν αυτό το φυλλάδιο για δικούς τους προπαγανδιστικούς σκοπούς. Συμμετείχαν και αυτοί στη δημιουργία του; Αφενός, το αραβικό κείμενο χαρακτηρίζεται από ένα ποιητικό ύφος γραφής, όπως αυτό που συναντάμε σε άλλα κείμενα του μουφτή. Από την άλλη, ο μουφτής δεν διεκδίκησε ποτέ την πατρότητα. […] Δεν είναι σαφές πώς οργανώθηκε η γερμανική μετάφραση του το 1938 και ποιος το έκανε. Δεν υπάρχει επίσης απάντηση στο ερώτημα γιατί ο Ferdinand Seiler, ο τότε Γερμανός Πρόξενος στη Βηρυτό, δεν ανέφερε αυτό το αντιεβραϊκό φυλλάδιο στην τετρασέλιδη έκθεσή του για το συνέδριο Bloudan.[…] Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε ποιες επαφές μπορεί να είχε ο al-Taher, ο εκδότης του “Ισλάμ και Εβραϊσμός”, με Γερμανούς πράκτορες στην Αίγυπτο το 1937… το “Παλαιστινιακό Αραβικό Γραφείο Πληροφοριών”, του οποίου ήταν επικεφαλής, ήταν ύποπτο για συνεργασία με πράκτορες των Ναζί.».

Στον σύντομο πρόλογό του, ο Al-Taher συνδέει το Ισλάμ και τον Εβραϊσμό με την καταπολέμηση της διχοτόμησης της Παλαιστίνης, όπως προτείνεται στο σχέδιο Peel του 1937. Το Παλαιστινιακό-Αραβικό Γραφείο Πληροφοριών δημοσιεύει αυτό το έργο, σύμφωνα με τον Al-Taher, επειδή οι Μουσουλμάνοι και οι Άραβες «θα έπρεπε να γνωρίζουν για τους Εβραίους τώρα που επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα κράτος εξολοθρεύοντας τους Μουσουλμάνους και τους Άραβες». Στο κείμενο δε του φυλλαδίου γίνεται η έκκληση: «Μην ανέχεστε το σχέδιο διχοτόμησης, γιατί η Παλαιστίνη είναι αραβική χώρα για αιώνες και θα παραμείνει αραβική για πάντα».  

Στο θεμελιώδες έργο του «Ισλάμ και ο πόλεμος της Ναζιστικής Γερμανίας», ο David Motadel θεωρεί το φυλλάδιο  «Ισλάμ και Εβραϊσμός» ως: «ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτού του είδους θρησκευτικά φορτισμένης αντι-εβραϊκής προπαγάνδας διασκορπισμένης μεταξύ των Μουσουλμάνων». Οι ναζιστές προπαγανδιστές, κατά τη διάρκεια των προσπαθειών τους να κινητοποιήσουν τους Άραβες εναντίον των Εβραίων, ανακαλύπτουν ότι ο ρατσιστικός αντισημιτισμός τους αντιμετωπίζεται με ακατανοησία. Ως αποτέλεσμα, αρχίζουν να χρησιμοποιούν το ισλαμικό δόγμα ως δίαυλο για να αποκτήσουν πρόσβαση στις μουσουλμανικές μάζες. Ο  David Motadel αναφέρει: «Το Βερολίνο χρησιμοποίησε ρητά τη θρησκευτική ρητορική, την ορολογία και τις εικόνες και προσπάθησε να εμπλακεί και να επανερμηνεύσει τα θρησκευτικά δόγματα και έννοιες για να χειραγωγήσει τους μουσουλμάνους για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. […] Ιερά κείμενα όπως το Κοράνι … πολιτικοποιήθηκαν για να υποκινήσουν τη θρησκευτική βία εναντίον υποτιθέμενων κοινών εχθρών. Η γερμανική προπαγάνδα συνδύασε το Ισλάμ με την αντιεβραϊκή αναταραχή σε βαθμό που δεν ήταν μέχρι τώρα γνωστός στον σύγχρονο μουσουλμανικό κόσμο».

14 Σεπτεμβρίου 1937: Στην ομιλία του, στην 98η Σύνοδο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες  Ormsby Gore σημειώνει:

«Το Παλαιστινιακό πρόβλημα δεν αφορά απλώς τους Άραβες και τους Εβραίους […]Είναι ένα πρόβλημα που αφορά την ΚτΕ στο σύνολό της. … Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι σαφές ότι δεν μπορεί να προχωρήσει στην επεξεργασία των λεπτομερειών οποιουδήποτε σχεδίου διχοτόμησης, όπως έχει προτείνει η Βασιλική Επιτροπή, εκτός εάν της βεβαιωθεί ότι έχει τη γενική έγκριση του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, για την ανάληψη αυτού του έργου. Αυτή τη γενική έγκριση ζητώ σήμερα.

[…] Η διαδικασία που έχει κατά νου η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας, εάν το Συμβούλιο δώσει τη γενική του έγκριση στην πολιτική που περιέγραψα, είναι να διορίσει ένα επιπλέον ειδικό σώμα για να επισκεφθεί την Παλαιστίνη, να διαπραγματευτεί με Άραβες και Εβραίους και να υποβληθούν στην Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, προτάσεις για λεπτομερές σχέδιο διχοτόμησης. Θα ήταν καθήκον αυτού του οργάνου να συμβουλεύει, σε εύθετο χρόνο, ως προς τα προσωρινά όρια των προτεινόμενων αραβικών και εβραϊκών κρατών και της νέας βρετανικής εξουσιοδοτημένης περιοχής, και επίσης να αναλάβει τις οικονομικές και άλλες έρευνες για τις οποίες συνέστησε η Βασιλική Επιτροπή ότι πρέπει να οριστεί οικονομική επιτροπή.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, θα χρειαστεί να οριστεί μια τελική και λεπτομερής επιτροπή οριοθέτησης…

[…] Αυτό που σκέφτεται η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν είναι μια διττή, αλλά μια τριμερής διαίρεση της χώρας, γιατί από τους όρους του άρθρου 28 της υφιστάμενης εντολής προκύπτει ότι είναι πρόθεση και επιθυμία της ΚτΕ οι Άγιοι Τόποι, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανικών Ιερών Τόπων, θα πρέπει να παραμείνουν μόνιμα υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο της ΚτΕ. Η συντριπτική πλειοψηφία των Χριστιανικών Ιερών Τόπων βρίσκονται στις τρεις πόλεις της Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ και Ναζαρέτ. Οι δύο τελευταίες είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου χριστιανικές πόλεις. Στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ και στα περίχωρά της  δεν είναι μόνο πολλά ιστορικά θρησκευτικά μνημεία, αλλά και οι θρησκευτικοί οικισμοί πολλών θρησκειών. Πιστεύουμε ότι θα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κρατών Μελών της ΚτΕ ότι, όταν σκεφτόμαστε την τελική ίδρυση Εβραϊκού και Αραβικού Κράτους, στους Αγίους Τόπους που είναι ιεροί και για τις τρεις θρησκείες, αυτοί οι θρησκευτικοί χώροι και ιδρύματα θα πρέπει να τεθούν μόνιμα στη φροντίδα μιας Δύναμης που ενεργεί για λογαριασμό και είναι υπεύθυνη έναντι της ΚτΕ στο σύνολό της για αυτό που πρέπει πάντα να είναι ιερό καταπίστευμα…».

16 Σεπτεμβρίου 1937: Το Συμβούλιο της ΚτΕ εγκρίνει το ακόλουθο ψήφισμα:

«…Το Συμβούλιο συμφωνεί με τη διεξαγωγή της προαναφερθείσας μελέτης από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και τη λήψη των μέτρων που μπορεί να συνεπάγεται· και, ενώ επισημαίνει ότι η εντολή της 24ης Ιουλίου 1922, παραμένει σε ισχύ έως ότου αποφασιστεί διαφορετικά, αναβάλλει την εξέταση της ουσίας του ζητήματος έως ότου το Συμβούλιο είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει συνολικά και εν τω μεταξύ επιφυλάσσεται πλήρως της γνώμης και της απόφασής του».

26 Σεπτεμβρίου 1937: Ο αναπληρωτής επαρχιακός επίτροπος της περιφέρειας Γαλιλαίας Lewis Andrews και ο σωματοφύλακας του, αστυφύλακας Peter McEwan, φτάνοντας  στην Αγγλικανική Εκκλησία του Χριστού στη Ναζαρέτ, για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, δέχονται την επίθεση τεσσάρων μασκοφόρων μαχητών της Αδελφότητας αλ-Κασάμ. Ο Andrews, ο οποίος τυχαίνει να γιορτάζει τα 41α γενέθλιά του εκείνη την ημέρα, σκοτώνεται επί τόπου και ο σωματοφύλακάς του υποκύπτει στα τραύματά του  λίγο αργότερα στο νοσοκομείο. Ο Andrews ήταν ευρέως μισητός από τους Παλαιστίνιους στην περιοχή της Γαλιλαίας για τον κατασταλτικό τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε κυβερνητικά μέτρα μετά το ξέσπασμα της γενικής απεργίας του 1936 και επειδή υποστήριζε τον εβραϊκό εποικισμό στη Γαλιλαία και συμβούλευε ανοιχτά τους Εβραίους να δημιουργήσουν τη δική τους αμυντική δύναμη. Προσφέρθηκε αμοιβή 10 000 λιρών Παλαιστίνης για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη των δολοφόνων. Τόσο ο David Ben-Gurion όσο και ο Dov Hoz, ιδρυτικός ηγέτης της Χαγκανά, θεωρούσαν τον Andrews προσωπικό φίλο και σύμμαχο.  

30 Σεπτεμβρίου 1937: Η Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, εγκρίνει ψήφισμα στο οποίο: «Εκφράζει την πεποίθησή του ότι το πρόβλημα της Παλαιστίνης, το οποίο βρίσκεται επί του παρόντος ενώπιον του Συμβουλίου, θα διευθετηθεί δίκαια, λαμβανομένων υπόψη στο μέγιστο δυνατό βαθμό όλων των έννομων συμφερόντων που διακυβεύονται».

30 Σεπτεμβρίου 1937: Εκδίδονται κανονισμοί που επιτρέπουν στην Ύπατη Αρμοστεία να κρατά πολιτικούς εκτοπισμένους σε οποιοδήποτε μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και εξουσιοδοτεί τον Ύπατο Αρμοστή να θέσει εκτός νόμου ενώσεις των οποίων οι στόχοι θεωρεί ότι είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη.

Απόλυση του Αμίν αλ Χουσεΐνι από το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο και απαγόρευση της
Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής, 30 Σεπτεμβρίου 1930

30 Σεπτεμβρίου – 12 Οκτωβρίου 1937: Μετά την δολοφονία του αναπληρωτή επαρχιακού επιτρόπου Γαλιλαίας Lewis Andrews, στις 30 Σεπτεμβρίου εκδίδονται κανονισμοί που επιτρέπουν στην Ύπατη Αρμοστεία να εκτοπίζει πολιτικούς σε οποιοδήποτε μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και εξουσιοδοτείται  ο Ύπατος Αρμοστής να θέσει εκτός νόμου ενώσεις των οποίων οι στόχοι θεωρεί ότι είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη. Με βάση τους νέους κανονισμούς, οι Βρετανοί θέτουν εκτός νόμου την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή και τις περιφερειακές εθνικές απεργιακές επιτροπές, το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης, τον Εθνικό Συνασπισμό, το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα και το Κόμμα της Ανεξαρτησίας. Ο μέγας μουφτής, Χατζ Αμίν αλ Χουσεΐνι καθαιρείται από τις θέσεις που κατέχει. Υπό τον φόβο της σύλληψης, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου, ντυμένος με ρούχα Βεδουίνου (ή σε μια άλλη εκδοχή γυναικεία), ο αλ Χουσεΐνι κατεβαίνει από τα τείχη του συγκροτήματος του Όρους του Ναού, φτάνει στην ακτή και περνά με βάρκα στον Λίβανο, ενώ ο Τζαμάλ αλ Χουσεΐνι θα διαφύγει στη Συρία. Ο Yaqub al-Ghusayn, ο Al-Khalidi ο Ahmed Hilmi Pasha, ο Rashid al-Haj Ibrahim και ο Fuad Saba θα συλληφθούν, την 1η Οκτωβρίου ως «ηθικά υπεύθυνοι» για τη δολοφονία του Andrews και θα απελαθούν στις Σεϋχέλλες. Στον Awni Abd al-Hadi, ο οποίος βρίσκεται εκτός της χώρας εκείνη την εποχή, δεν θα του επιτραπεί  να επιστρέψει. Το Κόμμα Εθνικής Άμυνας, το οποίο είχε αποσυρθεί από την ΑΑΕ αμέσως μετά τη σύστασή της, δεν θα τεθεί εκτός νόμου και ο Raghib al-Nashashibi δεν θα καταδιωχθεί από τους Βρετανούς, δίνοντας έτσι την ευκαιρία εν απουσία του μουφτή αλ Χουσεΐνι, στην αντιπολίτευση να αναλάβει την ηγεσία των Αράβων της Παλαιστίνης. Για να επιτευχθεί αυτό, τα μέλη του ζήτησαν τη βοήθεια των σιωνιστών. Τον Οκτώβριο του 1937, λίγο μετά την φυγή του μουφτή, ο Raghib al-Nashashibi γράφει στον Moshe Shertok δηλώνοντας την πλήρη προθυμία του να συνεργαστεί με την Εβραϊκή Υπηρεσία και να συμφωνήσει με όποια πολιτική προτείνουν οι Εβραίοι.

14 – 31 Οκτωβρίου 1937: Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτώβρη στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, τρεις Άραβες σκοτώνονται και τέσσερις τραυματίζονται. Την ίδια περίοδο οι απώλειες των Εβραίων είναι τρεις νεκροί και έξι τραυματίες. Τα ξημερώματα της 15ης Οκτωβρίου, σκοτώνονται δύο Βρετανοί αστυνομικοί. Ως αποτέλεσμα αυτών των περιστατικών επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας στη Δημοτική περιοχή της Ιερουσαλήμ για συνολική περίοδο οκτώ ημερών μεταξύ 15 και 31 του μήνα. Την ίδια περίοδο συγκρούσεις σημειώνονται στη Χάιφα και τη Σαμάρεια και τις επαρχίες της Γαλιλαίας και της Άκρας με αποτέλεσμα ένας Άραβας να σκοτωθεί και να τραυματιστούν τρεις  (δύο Εβραίοι και ένας Άραβας). Επίσης θα γίνουν τρία σαμποτάζ  στον αγωγό της «Iraq Petroleum Company» με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές ζημιές, ενώ εκτεταμένες ζημιές θα προκληθούν από εμπρησμό στο δάσος Μπάλφουρ κοντά στη Ναζαρέτ.

Ο Charles Taggart βγαίνει από το αυτοκίνητό του

24 Οκτωβρίου 1937: Η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει τον διορισμό του Ιρλανδού αστυνομικού Charles Taggart (1881-1946) ως σύμβουλο του Γενικού Επιθεωρητή σε θέματα ασφάλειας. Ο Τσαρλς Τέγκαρτ είχε διοριστεί μέλος του Ινδικού Συμβουλίου του υπουργού Εξωτερικών τον Δεκέμβριο του 1931, ενώ την περίοδο 1923 – 1931 είχε υπηρετήσει ως ο 12ος αρχηγός (επίτροπος) της αστυνομίας της Καλκούτας και πριν από αυτό ως επικεφαλής βοηθός του Ormonde Winter (1875 – 1962), επικεφαλής των επιχειρήσεων της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού πολέμου για την ανεξαρτησία (1919 – 1921).

9 Νοεμβρίου 1937: Η Ύπατη Αρμοστεία με το διάταγμα αριθ. No. 20/37, ανακοινώνει την έναρξη λειτουργίας στρατοδικείων στην Παλαιστίνη από τη 18η Νοεμβρίου 1937. Τα εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία αυτών των δικαστηρίων και χαρακτηρίζονται ως κακουργήματα είναι: α) Ο πυροβολισμός με πυροβόλο όπλο εναντίον οποιουδήποτε προσώπου. β) Η κατοχή όπλων, βομβών κ.λπ. γ) Οι πράξεις δολιοφθοράς και τρομοκρατίας. Μέχρι το τέλος του έτους τα στρατοδικεία θα δικάσουν 38 άτομα, όλοι Άραβες. Από αυτούς θα καταδικαστούν σε θάνατο 3 άτομα και σε ισόβια 13 άτομα.

Νοέμβριος 1937: Στις 5 Νοεμβρίου δύο Βρετανοί στρατιώτες πυροβολούνται και σκοτώνονται στην κοιλάδα του Hinnom κάτω από τα Τείχη της Παλιάς Πόλης. Στις 9 Νοεμβρίου, πέντε Εβραίοι, ενώ πηγαίνουν στα χωράφια τους έξω από το κιμπούτζ τους Kiryat Anavim, 10 χιλιόμετρα δυτικά της Ιερουσαλήμ, κοντά στον δρόμο για την Γιάφα, δολοφονούνται από μια ομάδα ένοπλων Αράβων.

Ο Ζαμποτίνσκι που βρίσκεται εκείνη την περίοδο στην Αίγυπτο δίνει την έγκρισή του, οι μονάδες της Irgun να ξεκινήσουν τα αντίποινα, χρησιμοποιώντας την τακτική της παγίδευσης με εκρηκτικά και βόμβες  σε πολυσύχναστα μέρη και λεωφορεία. Ως αποτέλεσμα των εκρήξεων βομβών σε αραβικά κέντρα πληθυσμού, δεκάδες τυχαίοι άνθρωποι σκοτώνονται και τραυματίζονται.

Σύμφωνα με τον Benny Morris, αν πριν από αυτό ήταν κυρίως αντάρτες που πέθαναν από την αραβική πλευρά, τώρα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Irgun, τα θύματα είναι κυρίως άμαχοι. Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών της Irgun, οι αραβικές επιθέσεις δεν μειώθηκαν, μάλιστα μεταξύ των μετριοπαθών Παλαιστινίων Αράβων, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που καταλήγουν στην άποψη ότι ο σιωνισμός πρέπει να καταπολεμηθεί και ότι η εξέγερση πρέπει να υποστηριχθεί. Οι βομβιστικές επιθέσεις εναντίων αμάχων, ως τακτική της Irgun, σύντομα υιοθετείται από τους Άραβες και θα γίνει κάτι σαν «παράδοση», κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών οι αγορές, οι σταθμοί λεωφορείων, οι κινηματογραφικές αίθουσες και άλλα δημόσια κτίρια της Παλαιστίνης (και αργότερα του Ισραήλ) θα γίνουν στόχοι ρουτίνας, δίνοντας ένα ιδιαίτερα βάναυσο άρωμα στη σύγκρουση.

Η πρώτη βομβιστική επίθεση της Irgun θα γίνει στις 11 Νοεμβρίου όταν δύο Άραβες σκοτώνονται και πέντε τραυματίζονται από ρίψη βόμβας, σε ένα σταθμό λεωφορείων κοντά στην οδό Γιάφα στην Ιερουσαλήμ. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου, οι βομβιστικές επιθέσεις της Irgun θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δολοφονία10 Αράβων αμάχων στην Ιερουσαλήμ. Έκτοτε εκείνη η μέρα μείνει γνωστή ως «Μαύρη Κυριακή», (έτσι θα την ονομάσει ο Yitzhak Ben Zvi, τότε πρόεδρος του Vaad Le’umi). Ο τότε Διοικητής της Περιφέρειας Ιερουσαλήμ της Irgun, και οργανωτής της επιχείρησης, David Raziel, πιστεύει ότι αυτές οι δραστηριότητες σηματοδοτούσαν τη μετάβαση από την «παθητική» στην «ενεργητική» άμυνα και η 14η Νοεμβρίου, είναι η ημέρα που έληξε η πολιτική του περιορισμού, της αυτοσυγκράτησης (Havlagah). Σε ένα άρθρο του, όταν πλέον είναι ο Αρχηγός της Irgun, τον Μάρτιο του 1938 στην παράνομη εφημερίδα «By the Sword» εξήγησε τις δύο μεθόδους ως εξής:   «Οι ενέργειες της Haganah από μόνες τους δεν θα φέρουν ποτέ την αληθινή νίκη. Εάν ο στόχος του πολέμου είναι να εξουδετερώσει τη θέληση του εχθρού – και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να καταστραφεί το πνεύμα του – είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με αποκλειστικά αμυντικές επιχειρήσεις… Μια τέτοια μέθοδος άμυνας, που επιτρέπει στον εχθρό να επιτεθεί κατά βούληση, να αναδιοργανωθεί και να επιτεθεί ξανά … και δεν σκοπεύει να αφαιρέσει την ικανότητα του εχθρού να επιτεθεί για δεύτερη φορά – ονομάζεται παθητική άμυνα, και καταλήγει σε ήττα και καταστροφή … Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: όποιος δεν θέλει να νικηθεί πρέπει να επιτεθεί. Η αγωνιστική πλευρά, που δεν σκοπεύει να καταπιέσει αλλά να σώσει την ελευθερία και την τιμή της, έχει και αυτή μόνο έναν τρόπο διαθέσιμο –της επίθεσης. Η άμυνα μέσω επίθεσης, προκειμένου να στερηθεί από τον εχθρό η επιλογή της επίθεσης, ονομάζεται ενεργητική άμυνα.».

Τον Νοέμβριο επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας στη δημοτική περιοχή της Ιερουσαλήμ για συνολικά 13 ημέρες.

Κατά την ίδια περίοδο στη Γαλιλαία και στις Περιφέρειες Χάιφα και Σαμάρεια ένας Βρετανός αστυφύλακας σκοτώνεται όταν δέχεται πυρά το αυτοκίνητο με το οποίο μετέφερε έναν τραυματισμένο Εβραίο στο νοσοκομείο. Ένας Άραβας στην Άκρα και ένας Εβραίος κοντά στο Beisan επίσης δολοφονούνται. Δύο Άραβες αστυνομικοί δολοφονούνται επίσης ανατολικά της Άκρας.

Περί τα μέσα του μήνα οι στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με την αστυνομία και την Συνοριακή Δύναμη της Υπεριορδανίας αναλαμβάνουν εκτεταμένη επιχείρηση κοντά στα σύνορα της Συρίας με αποτέλεσμα να εντοπιστεί και να διαλυθεί μεγάλη ομάδα ανταρτών. Έξι μέρες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου, ως αποτέλεσμα μιας άλλης επιχείρησης στρατιωτικών δυνάμεων και αστυνομίας, ο διαβόητος σεΐχης Farhan Es Saadi συλλαμβάνεται σε ένα χωριό κοντά στην Τζενίν. Θα καταδικαστεί σε θάνατο από το Στρατοδικείο της Χάιφα στις 24 Νοεμβρίου και θα εκτελεστεί στις 27 του ίδιου μήνα.

Νοέμβριο 1937: Στη Δαμασκό ιδρύεται η Κεντρική Επιτροπή του Εθνικού Ιερού πολέμου (Τζιχάντ), με σκοπό την καθοδήγηση των επιτόπιων ηγετών της εξέγερσης και τη χρηματοδότησή τους.  Επικεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής είναι ο Izzat Darwaza, ιδρυτικό μέλος του al-Istiqlal (Κόμμα Ανεξαρτησίας), αν και πρώτη επιλογή είναι ο βετεράνος ηγέτης των ανταρτών Fawzi al-Qawuqji, ο οποίος αρνήθηκε τη θέση. Αργότερα, ο Jamal al-Husayni, ο επικεφαλής του Αραβικού Κόμματος της Παλαιστίνης, το πρώην στέλεχος της Istiqlal, Akram Zuaiter και ένας από τους ηγέτες των ανταρτών ο Abd al-Qadir al-Husayni, θα προσχωρήσουν στην Επιτροπή. Η οργάνωση θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον εξόριστο μέγα μουφτή της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίν αλ Χουσεΐνι.

Σύμφωνα με Wendy Pearlman, η Κεντρική Επιτροπή θα καταφέρει να αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας με τρεις διοικητές στη βόρεια Παλαιστίνη, ωστόσο τουλάχιστον δώδεκα διοικητές σε άλλες περιοχές είναι πέρα από την επιρροή της. Χωρίς μια συνεκτική οργανωτική δομή, οι ηγέτες με έδρα τη Δαμασκό έχουν λίγα μέσα για να διεκδικήσουν διοίκηση και έλεγχο πέρα από γραπτές παρακλήσεις. Ο Darwazah αναφέρει: «Κάναμε μεγάλες προσπάθειες για να ενώσουμε την ηγεσία, αλλά δεν μπορέσαμε να το κάνουμε ή να επιβάλουμε τέτοια ενότητα με τη βία… Έφτασαν παράπονα σχετικά με τη συμπεριφορά των διοικητών και των ανταρτών. Υπήρχαν επίσης διαφωνίες μεταξύ των διοικητών, ακόμα και στις περιοχές των επιχειρήσεων τους.».

3 Δεκεμβρίου 1937: Ο Charles Taggart, ο νεοδιορισθείς σύμβουλος του Γενικού Επιθεωρητή σε θέματα ασφάλειας, φτάνει στην Παλαιστίνη.  Ο Τέγκαρτ για να αποτρέψει τους Άραβες αντάρτες να φέρουν όπλα στην Παλαιστίνη από τον Λίβανο και τη Συρία, πρότεινε τη δημιουργία μιας σειράς οχυρών και την ανέγερση ενός μακρύ φράχτη από συρματόπλεγμα που θα απέτρεπε τους Άραβες μαχητές να διεισδύουν από τον Λίβανο και την Συρία. Οι συστάσεις του θα γίνουν δεκτές και 62 νέα «οχυρά Τέγκαρτ», όπως είναι γνωστά, θα χτιστούν σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, ωστόσο όλα εκτός από πέντε που βρίσκονται κατά μήκος των λιβανικών συνόρων θα χτιστούν μετά την Αραβική Επανάσταση, το 1940–41. Καθένα από τα «οχυρά Τέγκαρτ» θα είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα για να αντιστέκεται στον βομβαρδισμό, την πολιορκία και την άμεση επίθεση. Θα υπάρχει αρκετός αποθηκευτικός χώρος για πυρομαχικά και προμήθειες, με συστήματα νερού που θα τους επέτρεπαν να αντέξουν μια μηνιαία πολιορκία. Τα συμβόλαια για την κατασκευή των οχυρών θα ανατεθούν στην εβραϊκή εταιρεία Solel Boneh, το κατασκευαστικό σκέλος του εβραϊκού συνδικάτου Histadrut, χωρίς να ακολουθηθεί η διαγωνιστική διαδικασία με την υποβολή προσφορών. Στα απομνημονεύματα του David Hacohen, διευθυντή της  Solel Boneh αναφέρει ότι όταν προειδοποίησε τον Τέγκαρτ ότι δεν υπήρχαν αρκετά αποθέματα συρματοπλέγματος υπό βρετανικό έλεγχο για να ολοκληρωθεί το έργο: «Ο Τέγκαρτ γέλασε και είπε ότι δεν είχε μετοχές σε βρετανικές εταιρείες που παρήγαγαν συρματοπλέγματα. Ήμασταν ελεύθεροι να το αγοράζουμε από όπου θέλαμε και από όπου μπορούσαμε». Τελικά το πήραν από την Ιταλία του Μουσολίνι.

Ο Τσαρλς Τέγκαρτ είναι επίσης ο ιθύνων νους  πίσω από την ίδρυση των «Αραβικών Ερευνητικών Κέντρων» δηλαδή των κέντρων ανάκρισης και βασανιστηρίων της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης. Τα βασανιστήρια που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν την οθωμανική πρακτική της φάλαγγας, τανάλιες για την εξαγωγή των νυχιών και δοντιών, ηλεκτροσόκ, εικονικούς πνιγμούς και εκτελέσεις, επιθέσεις με σκυλιά (Doberman Pinschers), σπάσιμο άκρων, στέρηση ύπνου κ.ά. Παρά τις διαμαρτυρίες και την αποστροφή που θα εκφράσουν ακόμη και Βρετανοί αξιωματούχοι και Αγγλικανοί κληρικοί, οι εξωδικαστικές εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί παραμένουν συνηθισμένες πρακτικές της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της Αραβικής Εξέγερσης.

Δεκέμβριος 1937: Καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, σποραδικές πράξεις βίας και δολοφονίες σημειώνονται κυρίως στις περιοχές της Χάιφα και της Γαλιλαίας και στην Ιερουσαλήμ και τα προάστια της. Συνολικά οκτώ Άραβες σκοτώνονται (συμπεριλαμβανομένου ενός Άραβα αστυνομικού επιθεωρητή και ενός Άραβα φύλακα των φυλακών) στη Χάιφα και δύο τραυματίζονται, ενώ από την πλευρά των Εβραίων οι νεκροί ανέρχονται σε έξι και οι τραυματίες είκοσι έξι, εκ των οποίων οι δώδεκα τραυματίζονται σε ενέδρα λεωφορείου κοντά Χάιφα στις 13 Δεκεμβρίου. Ανεπιτυχείς δολοφονικές απόπειρες θα σημειωθούν κατά του δημάρχου της Ναμπλούς και του δημάρχου του Τουλκάρμ.

 Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου έξι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση πολλών απωλειών σε ένοπλες αραβικές ομάδες που κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα είχαν δραστηριοποιηθεί σε αυτές τις περιοχές. Οι συμπλοκές γίνονται βόρεια του Τουλκάρμ, ανατολικά της Άκρας, βόρεια της Ναζαρέτ και δυτικά της Τιβεριάδας.

4 Ιανουαρίου 1938: Η βρετανική κυβέρνηση εκδίδει μια Δήλωση Πολιτικής (Λευκή Βίβλο) ως Έγγραφο Εντολής (Command paper – Cmd.) № 5634 σχετικά με την πολιτική της στην Παλαιστίνη.  Περιείχε το κείμενο μιας επιστολής με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1937, από τον υπουργό Εξωτερικών για τις Αποικίες W. Ormsby Gore προς τον Ύπατο Αρμοστή για την Παλαιστίνη Sir Arthur Wauchope, με την οποία ανακοινώνεται η απόφαση της κυβέρνησης να στείλει στην Παλαιστίνη τεχνική επιτροπή  οι αρμοδιότητές της οποίας «θα περιορίζονται στην εξακρίβωση γεγονότων και στη λεπτομερή εξέταση των πρακτικών δυνατοτήτων ενός σχεδίου διχοτόμησης… λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο διχοτόμησης που περιγράφεται στην  Έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής, αλλά με πλήρη ελευθερία να προτείνει τροποποιήσεις αυτού του σχεδίου».

Οι αραβικές αντιρρήσεις για τη διχοτόμηση, μαζί με ενδείξεις για διχασμούς μεταξύ Εβραίων και σιωνιστών (πιο σημαντικός μεταξύ των διαφωνούντων ήταν ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής της Παλαιστίνης, Sir Herbert Samuel) είχαν τη σωρευτική επίδρασή τους στους Βρετανούς πολιτικούς, οι οποίοι επίσης φοβούνταν τον αντίκτυπο της γερμανικής και ιταλικής προπαγάνδας που στοχεύει στην εκμετάλλευση της αραβικής δυσαρέσκειας με τις πολιτικές τους για την Παλαιστίνη. Έτσι παρά το γεγονός ότι φαίνεται να αποτελεί φυσική συνέχεια της έκθεσης Peel, αυτή η κίνηση ερμηνεύτηκε ευρέως -και σωστά- ως ένδειξη ότι η διαίρεση δεν ήταν ούτε τόσο επικείμενη ούτε τόσο βέβαιη όσο υποτίθεται κάποτε. Ωστόσο, ο διορισμός της Επιτροπής θεωρήθηκε από το Αποικιακό Γραφείο ως μέσο για την απελευθέρωση της Βρετανίας από την υποχρέωσή της στο σχέδιο διχοτόμησης. Σύμφωνα με απόφαση του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου, ο πρόεδρος της Επιτροπής Woodhead ενημερώθηκε κρυφά ότι ήταν εντός της εξουσίας της Επιτροπής να αποφασίσει ότι «δεν θα μπορούσε να παραχθεί κανένα εφαρμόσιμο σχέδιο». Επίσης ο Sir George Rendel, επικεφαλής του Ανατολικού Τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, έκανε ό,τι μπορούσε για να διασφαλίσει ότι η Επιτροπή θα καταλήξει στο «σωστό συμπέρασμα», προσπαθώντας να επηρεάσει την επιλογή του προσωπικού, το οποίο θα διοριστεί από τον W. Ormsby Gore στα τέλη Φεβρουαρίου. Τα μέλη της Επιτροπής Διχοτόμησης είναι: ο Sir John Woodhead (πρόεδρος), ο Sir Alison Russell, ο Percival Waterfield, και ο Thomas Reid. Γραμματειακή υποστήριξη  θα δοθεί από το Γραφείο Αποικιών, από τον S.E.V Luke.

31 Ιανουαρίου 1938: Σε συμπλοκή στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων με ένοπλες ομάδες Αράβων  στην περιοχή Τζενίν-Τουλκάρμ, θα σκοτωθούν 30 Άραβες, ενώ αρκετοί θα τραυματιστούν. Από την πλευρά των Βρετανών οι νεκροί είναι 2 όπως 2 είναι και οι τραυματίες.

Μάρτιος 1938: Σύμφωνα με τον ιστορικό Hillel Cohen, ο Ragheb Nashashibi κάνει ξανά μια πρόταση που είχε απορρίψει προηγουμένως ο Ben-Gurion: τη δημιουργία ένοπλων αραβικών μονάδων με εβραϊκή χρηματοδότηση. Μεταφέρνει την πρότασή του μέσω του γραμματέα του δήμου της Ιερουσαλήμ, Αβραάμ Φράνκο: «Δεν μου λείπουν οι άνδρες, ούτε και τα όπλα. Η κυβέρνηση έχει δείξει ότι θα είναι έτοιμη να δώσει στους άνδρες μου τις ποσότητες όπλων που χρειάζονται για την άμυνά τους. Αλλά μου λείπουν χρήματα για να πληρώσω αυτούς τους ανθρώπους. Είναι απαραίτητο σε περίπτωση θανάτου να δώσετε στην οικογένεια του θανόντα ένα σακί ρύζι και ένα σακί ζάχαρη. Με ένα ποσό 2 000 λιρών Παλαιστίνης θα μπορούσα να αναστρέψω τον τρόμο. Γνωρίζουμε πού βρίσκονται τα όπλα και από πού προέρχονται οι Σύριοι τρομοκράτες, και έχουμε τη δυνατότητα να τους συλλάβουμε πριν εισέλθουν στη χώρα και, εάν χρειαστεί, να κάνουμε πόλεμο και εναντίον τους.». Η πρόταση γίνεται δεκτή και οι Nashashibi λαμβάνουν, σύμφωνα με τον ιστορικό Benny Morris, χρηματοδότηση για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων κατά των ανταρτών, με τον ίδιο τον Raghib al-Nashashibi να λαμβάνει το ποσό των 5 000 παλαιστινιακών λιρών. Ο ανιψιός του Raghib, ο  Fakhri Nashashibi αναλαμβάνει το υπηρεσιακό κομμάτι.  Ο Fakhri συναντάται με τον Eliyahu Sasson (1902 – 1978), που είναι ο επικεφαλής του αραβικού τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας και τον πρωθυπουργό του Λιβάνου, Khayr al-Din al-Ahdab (1894 -1941), ο οποίος μόλις είχε υποβάλει την παραίτησή του, για να καταρτίσει ένα σχέδιο δράσης καταρχάς κατά του μουφτή αλ Χουσεΐνι. Το σχέδιο περιλαμβάνει αυξημένη εποπτεία των συνόρων του Λιβάνου για την πρόληψη του λαθρεμπορίου όπλων· παροχή πληροφοριών στη γαλλική κυβέρνηση σχετικά με το πώς ο μουφτής βλάπτει τα συμφέροντά της· και οργάνωση ενεργειών κατά των υποστηρικτών του μουφτή στη Βηρυτό. Ο Fakhri Nashashibi υπόσχεται να παρέχει πληροφορίες για τις εντολές των ανταρτών και όπως αναφέρει ο Sasson: «είναι έτοιμος να αφοσιωθεί σε εμάς, να εργαστεί μαζί μας πιστά και ειλικρινά και να ενεργήσει σύμφωνα με τις οδηγίες μας».

 Ο Fakhri Nashashibi ξεκινά επίσης μια εξαιρετικά αιχμηρή επίθεση  στα ΜΜΕ κατά του μουφτή, που και αυτή χρηματοδοτείται από την Εβραϊκή Υπηρεσία. Η προπαγάνδα του απευθύνεται στο παλαιστινιακό κοινό, στον αραβικό κόσμο και στη διεθνή κοινότητα. Σε συνέντευξή του στην Yorkshire Post, επιτίθεται σκληρά στον μουφτή επειδή παρασύρει την «ευγενή αραβική επανάσταση» προς τους δικούς του σκοπούς. Ένα μήνα αργότερα δημοσιεύει ένα φυλλάδιο στα αραβικά με τίτλο «Μια φωνή από τους τάφους της Παλαιστίνης», στο οποίο κατηγορεί τον μουφτή ότι είναι υπεύθυνος για το θάνατο χιλιάδων αθώων ανθρώπων και ότι ο Aref ‘Abd al-Razeq, ένας διοικητής των ανταρτών που εκτελούσε τις θανατικές ποινές του μουφτή, είναι εγκληματίας που  πουλά γη και όπλα στους Εβραίους. Ο Fakhri Nashashibi δεν περιορίζεται μόνο στην παροχή πληροφοριών και  στην προπαγάνδα δυσφήμησης των ανταρτών. Όπως θα δούμε παρακάτω, από τον Σεπτέμβριο του 1938, θα προχωρήσει και στη δημιουργία ένοπλων αραβικών μονάδων που θα πολεμήσουν στο πλευρό των σιωνιστών και των Βρετανών.

1 Μαρτίου 1938: Ο Ύπατος Αρμοστής Sir Arthur Wauchope ολοκληρώνει τη θητεία του και αναχωρεί από την Παλαιστίνη.

3 Μαρτίου 1938: Ο νέος ύπατος αρμοστής, Sir Harold MacMichael φτάνει στην Παλαιστίνη. Την ίδια μέρα σε συμπλοκή δυνάμεων της Ύπατης Αρμοστείας σε συνεργασία με τη βρετανική αεροπορία, με την ένοπλη ομάδα του σεΐχη  Atiyyah Ahmad ‘Awad, δυτικά της Τζενίν, σκοτώνονται από την πλευρά των Βρετανών ένας αξιωματικός και τραυματίζονται  ένας αξιωματικός και δύο στρατιώτες, ενώ από την πλευρά των Αράβων τα θύματα είναι 60, και οι αιχμάλωτοι 16. Ανάμεσα στους νεκρούς αντάρτες είναι και ο σεΐχης.

Κιμπούτζ Hanita, 1938. Στην φώτο κάτω δεξιά οι Moshe Dayan, Yitzhak Sadeh και Yigal Allon

21 Μαρτίου 1938: Ίδρυση του κιμπούτζ Hanita, του πιο γνωστού κιμπούτζ «Πύργος και Τείχος» (Tower και Stockade) και σύμβολο του σιωνισμού. Λόγω της έκθεσης της Επιτροπής Peel του 1937, η ηγεσία του Yishuv υπό τον Μπεν-Γκουριόν θεωρεί ότι η διχοτόμηση της Παλαιστίνης είναι επικείμενη, με τα σύνορα να αποφασίζονται μέσω της διπλωματίας και χωρίς εβραϊκά ερείσματα η Δυτική Γαλιλαία θα παρέμενε εκτός ορίων. Ο Μπεν-Γκουριόν μετά από συμβουλή του Yitzhak Sadeh – διοικητή της μονάδας κομάντο της Χαγκανά «Posh» και μετέπειτα διοικητή της «Αστυνομίας Εβραϊκού Οικισμού», δίνει εντολή να αγοραστούν 5 000 ντουνάμ λοφώδους μη καλλιεργήσιμης γης, στην περιοχή που βρισκόταν ένας αρχαίος εβραϊκός οικισμός τον 2ο – 3ο αιώνα, με το όνομα Χανίτα όπως αναφέρεται στο Ταλμούδ. Η περιοχή βρίσκεται στη δυτική Γαλιλαία περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά ενός παραλιακού χωριού (σήμερα πόλης) που είχε ιδρυθεί από Γερμανοεβραίους μετανάστες – το Nahariya. Το κιμπούτζ Hanita θα έχει έναν επιπλέον αμυντικό ρόλο, καθώς θα ανεγερθεί  ακριβώς στα σύνορα με τον Λίβανο.

Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς που κατασκευάζονται με το σύστημα «Πύργος και Τείχος», το κιμπούτζ Hanita δεν χτίζεται  από έναν άλλο κοντινό οικισμό, όπου όλο το οικοδομικό υλικό θα αποθηκευόταν εκ των προτέρων, όπως είναι ο κανόνας. Η έλλειψη εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Γαλιλαία και η εξαιρετικά απομακρυσμένη τοποθεσία αποκλείουν αυτήν την επιλογή. Πενήντα φορτηγά μεταφέρουν τετρακόσια άτομα που θα συμμετέχουν στην ανέγερση του, μαζί με εκατό μέλη της μονάδας κομάντο της Χαγκανά – την «Posh», με τον διοικητή της Yitzhak Sadeh και τους δύο υποδιοικητές Moshe Dayan και Yigal Allon. Θα έπρεπε να στηθούν ο πύργος και η περίφραξη μέσα στην ημέρα, όπως προβλέπει το σχέδιο ανέγερσης τύπου «Πύργος και Τείχος». Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Moshe Dayan (1915 – 1981) «δεν υπήρχαν δρόμοι που να οδηγούσαν στην τοποθεσία και τα υλικά έπρεπε να μεταφερθούν με τα χέρια υπό ένοπλη προστασία… Όταν έπεσε το βράδυ δεν είχαμε τελειώσει, φυσούσε πολύ δυνατός αέρας που δεν μας επέτρεψε ούτε τις σκηνές να ανοίξουμε. Τα μεσάνυχτα μας επιτέθηκαν ». Δύο άντρες της Posh θα χάσουν την ζωή τους το πρώτο βράδυ και μέχρι να στηθεί το κιμπούτζ και ανοιχτεί ο δρόμος, τις επόμενες τέσσερις μέρες, θα σκοτωθούν άλλοι 8 κομάντο.

16 Απριλίου 1938: Σε συμπλοκή των βρετανικών δυνάμεων με ένοπλη ομάδα Αράβων, στους λόφους βόρεια του Τουλκάρμ, σκοτώνονται 14 Άραβες , ενώ άλλοι τέσσερις αιχμαλωτίζονται. 

17 Απριλίου 1938: Βόμβα ρίχνεται σε  ένα αραβικό καφέ στη Χάιφα, σκοτώνοντας έναν Άραβα και τραυματίζοντας άλλους δέκα.

21 Απριλίου 1938: Δύο Βρετανοί στρατιώτες σκοτώνονται όταν η περίπολός τους πέφτει σε ενέδρα στους λόφους δυτικά της Τζενίν.

27 Απριλίου 1938: Η Επιτροπή Διχοτόμησης φτάνει στην Ιερουσαλήμ.

Μάιος 1938: Σε συμπλοκές σκοτώνονται 53 Άραβες, 3 Εβραίοι και ένας Βρετανός.

16 Μαΐου 1938: Ο  υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες William Ormsby-Gore παραιτείται  οκτώ ημέρες αφότου εισήλθε στη Βουλή των Λόρδων διαδεχόμενος τον πατέρα του ως ο 4ος βαρόνος Harlech. Στο υπουργείο ο πρωθυπουργός Stanley Baldwin διορίζει τον Malcolm MacDonald (1901 – 1981), γιο του Ramsay MacDonald που διετέλεσε πρωθυπουργός πριν τον Baldwin, την περίοδο 5 Ιουνίου 1929 έως 7 Ιουνίου 1935.   

«Το Τείχος του Teggart», Παλαιστίνη 1938-1940

29 Μαΐου 1938: Μετά από πρόταση του συμβούλου του Γενικού Επιθεωρητή σε θέματα ασφάλειας Τσαρλς Τέγκαρτ, ξεκινά η ανέγερση ενός «τείχους» από συρματόπλεγμα από το Ras en Naqura στην ακτή της Μεσογείου μέχρι το βόρειο άκρο της λίμνης Τιβεριάδας. Ο φράχτης 9 ποδιών από συρματοπλέγματα ακολουθεί κατά προσέγγιση τα σύνορα μεταξύ της Παλαιστίνης και του υπό Γαλλική Εντολή Λιβάνου, αλλά αφήνοντας εκτός της λεγόμενης λαβής της Γαλιλαίας (μια στενή λωρίδα γης που περιλαμβάνει το βορειότερο τμήμα της Άνω Γαλιλαίας, μέχρι μια νοητή γραμμή κάτω από την κοιλάδα Hula, στο νότο). Το κόστος κατασκευής ανήλθε στα 450 000 δολάρια. Κατά μήκος του φράχτη θα χτιστούν πέντε οχυρά Τέγκαρτ και είκοσι οχυρωματικές κατασκευές pillboxes, ενώ θα χρησιμοποιηθούν και έφιππες αστυνομικές ομάδες που θα περιπολούν κατά μήκος του. Ο φράχτης θα εξοργίσει  τους κάτοικους των παραμεθόριων χωριών που δεν μπορούν να καλλιεργούν τα κτήματα τους και να πουλούν τα προϊόντα τους πέραν των συνόρων.

Ιούνιος 1938: Ξεκινούν τις επιχειρήσεις τους οι Ειδικές Νυχτερινές Μονάδες (Special Night Squads). Πρόκειται για κοινές βρετανό-εβραϊκές μονάδες για την καταπολέμηση ένοπλων Αράβων, που δημιουργούνται από τον Σκωτσέζο λοχαγό Orde Charles Wingate (1903 – 1944). Οι μονάδες αποτελούνται κυρίως από μέλη του βρετανικού πεζικού και μαχητές που στρατολογήθηκαν από την Εβραϊκή Βοηθητική Αστυνομία και αργότερα την Αστυνομία Εβραϊκών Οικισμών. Ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται στα 100 άτομα. Ο Wingate επιλέγει προσωπικά τους μαχητές, ανάμεσα στους οποίους και τους Yigal Alon και Moshe Dayan, και τους εκπαιδεύει στο πώς να σχηματίζουν μικρές, κινητές δυνάμεις κρούσης. Το πρωταρχικό καθήκον των SNS είναι να υπερασπιστούν τον αγωγό της Iraq Petroleum Company, ο οποίος δεχόταν συχνά επιθέσεις από Άραβες αντάρτες. Οι SNS επιχειρούν επίσης επιδρομές σε γνωστές βάσεις ανταρτών, όπως τα χωριά Daburiyya και Khirbat Lid. Η επιτυχία των SNS θα προκαλέσει την παύση των επιθέσεων στον αγωγό και τη μείωση της δραστηριότητας των ανταρτών στην περιοχή. Υποτίθεται ότι περίπου το 12,5% όλων των απωλειών των ανταρτών κατά τη διάρκεια του 1938 θα προκληθεί από τις Ειδικές Νυχτερινές Μονάδες, οι οποίες θα χάσουν μόνο δύο από τους άνδρες τους (έναν Βρετανό και έναν Εβραίο).

Ο Ισραηλινός ιστορικός Yoram Kaniuk γράφει: «Οι επιχειρήσεις γινόντουσαν όλο και πιο συχνές και πιο αδίστακτες…. Ο Wingate πολλές φορές είχε παρατάξει τους ταραχοποιούς στη σειρά και τους πυροβόλησε εν ψυχρώ. Ο Wingate δεν προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Τα όπλα και ο πόλεμος δεν μπορούν να είναι καθαροί είχε πει». Ο μετέπειτα στρατάρχης Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, (Bernard Law Montgomery, 1st Viscount Montgomery of Alamein, 1887 – 1976), με το παρατσούκλι «Μόντι», τότε  με τον βαθμό του υποστράτηγου, ως διοικητής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού στη Βόρεια Παλαιστίνη, θα πει στον Μοσέ Νταγιάν το 1966 ότι θεωρούσε τον Γουίνγκεϊτ ως «διανοητικά ανισόρροπο και ότι το καλύτερο πράγμα που έκανε ποτέ ήταν να σκοτωθεί σε ένα αεροπορικό δυστύχημα το 1944».

24 Ιουνίου 1938: Η ανακοίνωση της επιβεβαίωσης, από τον Γενικό Διοικητή, της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε από το Στρατοδικείο της Χάιφα σε έναν νεαρό Εβραίο οδηγεί σε μια σειρά διαδηλώσεων των Εβραίων, πριν και μετά την εκτέλεση τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και στο Τελ Αβίβ.

Ιούλιος 1938: Κατά τη διάρκεια του μήνα φτάνουν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Τοποθετούνται στη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία και η παρουσία τους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ταραχών, ιδιαίτερα στη βόρεια Γαλιλαία, κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο του μήνα. Οι στρατιωτικές και αστυνομικές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα επικεντρώνονται στην εντατικοποίηση των περιπολιών τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα. Έρευνες από μεγάλες δυνάμεις στις περιοχές Σαμάρεια και Ραμάλα· και η περιφρούρηση του αγωγού έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο 17 ένοπλων Αράβων σαμποτέρ και τον τραυματισμό 10 έως 15 ακόμη. Εκτός από τις παραπάνω απώλειες, οι αραβικές ένοπλες ομάδες σε διάφορες σποραδικές συμπλοκές τους με τα στρατεύματα και την αστυνομία χάνουν τουλάχιστον 50 μαχητές.

4 Ιουλίου 1938: Στη Γιάφα και στο Τελ Αβίβ, ένας Άραβας σκοτώνεται και τέσσερις τραυματίζονται στα σύνορα μεταξύ των δύο πόλεων.

6 Ιουλίου 1938: Ένας πράκτορας της  Irgun, ντυμένος Άραβας, τοποθετεί δύο μεγάλα δοχεία γάλακτος γεμάτα με TNT και σκάγια στην αραβική αγορά στο κέντρο της Χάιφα. Οι εκρήξεις που ακολουθούν σκοτώνουν 21 Άραβες και τραυματίζουν 52.

15 Ιουλίου 1938: Βόμβα που τοποθετεί η Irgun, σκοτώνει 10 Άραβες και τραυματίζει περισσότερους από 30 στην οδό Δαβίδ στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.

6-15 Ιουλίου 1938: Μετά τη λεγόμενη Anschluss (ένωση Αυστρίας-Γερμανίας, 13 Μαρτίου 1938), πολλά κράτη φοβούμενα ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα προσφύγων αρχίζουν να αυστηροποιούν τους όρους μετανάστευσης (βλ. Παράρτημα Ζ). Οι ολλανδικές αρχές σταματούν να δέχονται τα αυστριακά διαβατήρια ως επίσημα έγγραφα, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο ξεκινούν πιο αυστηρούς ελέγχους στα σύνορά τους, ενώ η Ελβετία βάζει νέες πιο αυστηρές προϋποθέσεις για την έκδοση θεωρήσεων εισόδου στη χώρα. Στις 6 Ιουλίου 1938, για να συζητήσουν το πρόβλημα των Γερμανών και Αυστριακών Εβραίων προσφύγων που επιθυμούν να μεταναστεύσουν από τη Ναζιστική Γερμανία, με πρωτοβουλία του προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ, απεσταλμένοι από 32 χώρες και εκπρόσωποι 39 μη κυβερνητικών οργανώσεων, συναντώνται στο ξενοδοχείο Royal (βλ. στο κολάζ, την κάτω αριστερά φωτογραφία) στο Evian-les-Bains (Εβιάν), μια λουτρόπολη της Γαλλίας, στις γαλλικές όχθες της λίμνης της Γενεύης.

Στη συζήτηση που θα γίνει στο Εκτελεστικό της Εβραϊκής Υπηρεσίας, πριν από τη διάσκεψη του Evian, ο Μπεν-Γκουριόν προτείνει την αποστολή υψηλού επιπέδου αξιωματούχων, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Σιωνιστικού Οργανισμού, Βάιζμαν, για να διασφαλιστεί ότι η διάσκεψη δεν θα αποσπάσει το πρόβλημα των Ευρωπαίων Εβραίων από την Παλαιστίνη. Όταν όμως πληροφορούνται πρώτον, τη συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Βρετανία ότι οποιαδήποτε αναφορά της Παλαιστίνης ως πιθανό προορισμό για Εβραίους πρόσφυγες θα πρέπει να αποκλειστεί από την ημερήσια διάταξη και δεύτερον, ότι η Σιωνιστική Οργάνωση και η Εβραϊκή Υπηρεσία δεν θα απολάμβαναν κανένα επίσημο καθεστώς και οι εκπρόσωποί της θα εμφανίζονταν ενώπιον υποεπιτροπής ως «παρατηρητές», καθεστώς παρόμοιο με αυτό που θα έχουν κι άλλες εβραϊκές αντιπροσωπείες, τότε αποφασίζουν να μην παρευρεθεί ο Βάιζμαν στο Εβιάν και να στείλουν την Golda Meir. Στην αυτοβιογραφία της «Η Ζωή μου» (1975), η Golda Meir θυμάται την αγανάκτησή της που «με την γελοία ιδιότητα του (εβραίου) παρατηρητή από την Παλαιστίνη, δεν καθόμουν καν με τους αντιπροσώπους, αν και οι υπό συζήτηση πρόσφυγες ήταν δικοί μου άνθρωποι…».

Στη συζήτηση στο Εκτελεστικό, οι σιωνιστές ηγέτες έχουν  επίγνωση του περιορισμένου δυναμικού της Παλαιστίνης ως προορισμού για τους Γερμανούς Εβραίους. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Frank Caestecker και Bob Moore, έχοντας παραδεχτεί ότι η Παλαιστίνη δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα των Εβραίων του Τρίτου Ράιχ, ορισμένα μέλη της Εκτελεστικής εξουσίας είναι πρόθυμα να εμπλακεί η Εβραϊκή Υπηρεσία σε μη σιωνιστικές λύσεις και προτείνουν να ζητηθεί από τη διάσκεψη να επεξεργαστεί μια συμφωνία με τη Γερμανία για την τακτική έξοδο των Εβραίων με μέρος της περιουσίας τους σε διάστημα δέκα ετών. Το ένα τρίτο από αυτά θα μεταναστεύσει στην Παλαιστίνη, το ένα τρίτο στις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα σε άλλες χώρες. Τα περισσότερα από τα μέλη, ωστόσο, επιμένουν στον περιορισμό της εμπλοκής της Εβραϊκής Υπηρεσίας στην Παλαιστίνη, αφήνοντας άλλες εβραϊκές οργανώσεις να ασχολούνται με άλλους προορισμούς. Η Εβραϊκή Υπηρεσία δεν έχει αυταπάτες και αυτό φαίνεται από την τοποθέτηση του προέδρου της Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν: «Στα μάτια του κόσμου η κατάσταση στην Παλαιστίνη φαίνεται παρόμοια με αυτή της Ισπανίας [που έχει πληγεί από τον εμφύλιο πόλεμο]. Μια χώρα που βιώνει ταραχές, όπου πέφτουν βόμβες κάθε μέρα, σκοτώνονται άνθρωποι και επικρατεί η ανεργία και η οικονομική στασιμότητα – μια χώρα όπως αυτή δεν είναι μέρος για να λύσει το προσφυγικό ζήτημα.».

Στη διάρκεια της διάσκεψης, ο ένας μετά τον άλλο οι απεσταλμένοι παίρνουν το λόγο για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στους πρόσφυγες. Οι περισσότερες χώρες, ωστόσο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, επικαλούνται διάφορες δικαιολογίες (την οικονομική κρίση, την ανεργία, την πρόκληση ταραχών με τους ντόπιους, θέματα εθνικής ασφάλειας), για να μην δεχτούν περισσότερους πρόσφυγες.

Ο πρόεδρος Ρούζβελτ αν και παρουσίασε την πρωτοβουλία για τη διάσκεψη σαν μια κίνηση με αγνά ανθρωπιστικά κίνητρα από την μεριά του, παρακολουθώντας τα γκάλοπ ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1940, βλέπει ότι η κοινή γνώμη είναι ενάντια στην αύξηση του αριθμού των μεταναστών. Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι πρόσφυγες θα τους ανταγωνίζονταν για τις θέσεις εργασίας και θα επιβάρυναν υπερβολικά τα προγράμματα κοινωνικής αρωγής που είχαν δημιουργηθεί για τους απόρους. Για αυτό και τελικά θέλοντας να υποβαθμίσει το γεγονός ο αμερικανός πρόεδρος επιλέγει να μην στείλει στο Εβιάν κάποιο υψηλόβαθμο αξιωματούχο, π.χ. τον υπουργό Εξωτερικών, αλλά έναν επιχειρηματία και στενό φίλο του, τον Myron C. Taylor. Άλλωστε το  Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα θέση το πλαίσιο της συζήτησης που προεξοφλεί την κατάληξή της: «Από καμιά χώρα δεν αναμένεται ή θα ζητηθεί να δεχτεί μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών από αυτόν που επιτρέπει η υφιστάμενη νομοθεσία της». Έτσι στην τοποθέτηση του στη διάσκεψη ο Taylor (βλ. στο κολάζ την κάτω δεξιά φωτογραφία), αφού λέει μερικά παχιά λόγια για τα δικαιώματα, ελευθερίες και άλλα ωραία, αποκαλύπτει τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνησή του για το ζήτημα: Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1938, απλά θα προσθέτει στις γερμανικές (25 957) και τις αυστριακές (1 413) ποσοστώσεις, καθιστώντας 27 370 μεταναστευτικές βίζες διαθέσιμες κάθε χρόνο για άτομα που γεννήθηκαν σε αυτές τις χώρες, τα οποία τώρα θεωρούνταν όλοι «Γερμανοί». Μέχρι τα μέσα του 1938, στη λίστα αναμονής για τις ΗΠΑ περιμένουν συνολικά 139 163 αιτήσεις για βίζα. Παρόλα αυτά, το 1938 μόνο 19 552 Γερμανοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι Εβραίοι, καταφέρνουν να πάρουν την πολυπόθητη βίζα, ενώ 7 818 θέσεις παραμένουν κενές γιατί οι υποψήφιοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που έχουν θέσει οι αμερικανικές αρχές.

Ο επικεφαλής της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής Samuel Rosenman (ο οποίος, εκτός από σύμβουλος του Προέδρου είναι και συγγραφέας των ομιλιών του και του όρου «New Deal») θα στείλει στον Ρούζβελτ ένα υπόμνημα δηλώνοντας ότι «μια αύξηση των ποσοστώσεων είναι εντελώς απαγορευτική, καθώς θα δημιουργούσε απλώς ένα εβραϊκό πρόβλημα στις χώρες που αυξάνουν την ποσόστωση». Με παρόμοιο τρόπο, ο Αμερικανός ραβίνος και σιωνιστής ηγέτης Abba Hillel Silver είναι αντίθετος στην επανεγκατάσταση των Εβραίων στις Ηνωμένες Πολιτείες λέγοντας ότι δεν έβλεπε «ιδιαίτερα καλό» σε αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει η διάσκεψη.

Από την πλευρά της η Μεγάλη Βρετανία είναι της άποψης ότι εάν ανοίξουν κι άλλο τη στρόφιγγα για τους Εβραίους πρόσφυγες από την Γερμανία και την Αυστρία θα ενθαρρύνουν και άλλα «αντισημιτικά καθεστώτα» όπως της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας «να εντείνουν την προσπάθεια να απαλλαγούν από τους Εβραϊκούς πληθυσμούς τους εις βάρος άλλων χωρών». Βάσει των στατιστικών στοιχείων, το 1933 στην Πολωνία ζούσαν 3 εκατομμύρια Εβραίοι, στην Ρουμανία 980 χιλιάδες και στην Ουγγαρία 445 χιλιάδες.

Οι χώρες που μετέχουν στη διάσκεψη γνωρίζουν τους νομοθετικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς των εβραϊκών κοινοτήτων στις χώρες αυτές. Γνωρίζουν και το σχέδιο  της Πολωνίας με την συνεργασία της Γαλλίας, να εκτοπίσουν τους Πολωνοεβραίους στην αποικία της Γαλλίας – την νήσο Μαδαγασκάρη. Βέβαια το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε, όταν το 1937 έγινε επιτόπια εκτίμηση από μια κοινή πολωνογαλλική επιτροπή. Το πόρισμα της ήταν ότι το νησί μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 60 χιλιάδες άτομα και σε καμία περίπτωση 3 εκατομμύρια. Το  βρετανικό Φόρεϊν Οφις λοιπόν δεν θα ενθαρρύνει τα παραπάνω «αντισημιτικά καθεστώτα για να μην επιδεινωθεί κι άλλο το προσφυγικό πρόβλημα». Επιπλέον η Μεγάλη Βρετανία μία «τόσο πυκνά κατοικημένη και με τόσο μεγάλο βαθμό εκβιομηχάνισης, παλαιά χώρα» δεν θα μπορούσε  να υποδεχτεί παραπάνω μετανάστες.

Η γαλλική κυβέρνηση αν και δέχεται ευχαρίστως την ιδέα να φιλοξενήσει τη διάσκεψη, μετά την άρνηση της Ελβετίας, ξεκαθαρίζει ότι αδυνατεί να δεχτεί  ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών στο μητροπολιτικό έδαφος για μόνιμη εγκατάσταση. Ο Henry Bérenger, ο Γάλλος εκπρόσωπος, στην ομιλία του, εξηγεί ότι η Γαλλία από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά έχει δεχτεί περισσότερους από 200 χιλιάδες πρόσφυγες και σε αυτή ζουν 3 εκατομμύρια «αλλοδαποί κάθε είδους». Έχει φτάσει στο «ανώτατο σημείο κορεσμού» και δεν μπορεί να δεχτεί άλλους.

Αρνητική είναι και η στάση της καναδικής κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός της χώρας Μακένζι Κίνγκ πριν τη διάσκεψη γράφει στο ημερολόγιο του στις 29 Μαρτίου 1938 : «εμείς πρέπει να προφυλάξουμε αυτό το μέρος της ηπείρου από την αστάθεια και από την πρόσμιξη με ξένο αίμα … φοβάμαι ότι θα ξεσπάσουν ταραχές, εάν συμφωνήσουμε με την πολιτική εισόδου πολλών Εβραίων.» Ο εκπρόσωπος του Καναδά Humphrey Hume Wrong, δηλώνει ότι: «ήδη κάνουμε πολλά. Ίσως κάποιες κατηγορίες αγροτών να γίνουν δεκτές. Οι υπόλοιποι είναι άτυχοι».

Ο Αυστραλός εκπρόσωπος Thomas W. White είναι ακόμα πιο ωμός λέγοντας: «η χώρα μου δεν είχε φυλετικό πρόβλημα και δεν προτίθεται να αποκτήσει».

Οι μόνες χώρες που δηλώνουν πρόθυμες να δεχτούν μεγάλο αριθμό Εβραίων είναι η Δομινικανή Δημοκρατία, η οποία προσφέρεται να δεχθεί έως και 100 000 πρόσφυγες με γενναιόδωρους όρους, και αργότερα η Κόστα Ρίκα.

Τις ημέρες της διάσκεψης η Μέιρ θα πει στον Τύπο: «Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που ελπίζω να δω πριν πεθάνω και αυτό είναι ότι ο λαός μου δεν χρειάζεται πλέον εκφράσεις συμπάθειας».

Οι σιωνιστές ηγέτες Χάιμ Βάιζμαν, Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν είναι σθεναρά αντίθετοι στην επιτρεπόμενη είσοδο Εβραίων στις δυτικές χώρες, ελπίζοντας ότι η πίεση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που δεν έχουν πού να πάνε θα αναγκάσει τη Βρετανία να ανοίξει την Παλαιστίνη στην Εβραϊκή μετανάστευση. Αυτή είναι και η προτροπή του ψηφίσματος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου που διαβάζει κατά την διάρκεια των εργασιών της διάσκεψης ο πρόεδρός του, ραβίνος Stephen Wise. Η κατευθυντήρια αρχή των σιωνιστών ηγετών είναι να πιέζουν για μετανάστευση μόνο στην Παλαιστίνη. Ανησυχούν δε ότι ο εποικισμός εκτός Παλαιστίνης μπορεί να ανταγωνιστεί οικονομικά τις σιωνιστικές ανάγκες.

Πριν ξεκινήσει η διάσκεψη του Εβιάν, ο Αδόλφος Χίτλερ θα πει ειρωνικά: «Μπορώ μόνο να ελπίζω και να περιμένω ότι ο άλλος κόσμος, που έχει τόσο βαθιά συμπάθεια για αυτούς τους εγκληματίες [τους Εβραίους], θα είναι τουλάχιστον αρκετά γενναιόδωρος ώστε να μετατρέψει αυτή τη συμπάθεια σε πρακτική βοήθεια. Εμείς, από την πλευρά μας, είμαστε έτοιμοι να θέσουμε όλους αυτούς τους εγκληματίες στη διάθεση αυτών των χωρών, ακόμα και με πολυτελή πλοία.». Λίγο πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες της διάσκεψης η γερμανική κυβέρνηση δηλώνει με μεγάλη ικανοποίηση ότι είναι «εκπληκτικό» πως οι άλλες χώρες ασκούν κριτική στη Γερμανία για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους Εβραίους, καμία όμως δεν είναι διατεθειμένη να ανοίξει τις πύλες της σε αυτούς όταν «δόθηκε η ευκαιρία». Η εφημερίδα Völkischer Beobachter, όργανο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας, θα γράψει πανηγυρικά στις 13 Ιουλίου 1938: «Κανένας δεν τους θέλει». (βλ. και Παράρτημα Δ)

23 Ιουλίου 1938: Βόμβα που τοποθετείται σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο, εκρήγνυται με αποτέλεσμα να τραυματιστούν είκοσι τρεις Εβραίοι, εκ των οποίων οι επτά σοβαρά. 

25 Ιουλίου 1938: Βόμβα που τοποθετεί η Irgun, πάλι στην αγορά της Χάιφα, αυτή τη φορά σε δοχεία με αγγουράκια τουρσί, σκοτώνει 39 Άραβες και τραυματίζει 70.

26 Ιουλίου 1938: Βόμβα που τοποθετεί η Irgun, στην λαχαναγορά της Γιάφα, σκοτώνει 24 Άραβες και τραυματίζει 30.  Οι βομβιστικές επιθέσεις καταδικάζονται από την Εβραϊκή Υπηρεσία,  τα πολιτικά κόμματα και τον Τύπο του κέντρου και της αριστερής πτέρυγας του Yishuv, που αρχικά αρνούνται να πιστέψουν ότι οι δράστες είναι Εβραίοι.

3 Αυγούστου 1938: Η Επιτροπή Διχοτόμησης ή Woodhead (από το όνομα του προέδρου της), ολοκληρώνει τις εργασίες της στην Παλαιστίνη. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Επιτροπής, από τις 27 Απριλίου, θα πραγματοποιήσει 55 συνεδριάσεις, δύο από τις οποίες, μετά από αίτημα των ίδιων των μαρτύρων, θα είναι δημόσιες, όμως κανένας Άραβας δεν θα προσέλθει για να καταθέσει. Η Επιτροπή θα περιοδεύσει σε όλη την Παλαιστίνη, ενώ θα επισκεφτεί για εννέα μέρες και την Υπεριορδανία, η οποία υποστηρίζει τη διχοτόμηση. Τα μέλη της Επιτροπής θα αναχωρήσουν από την Παλαιστίνη στις 3 Αυγούστου, ταξιδεύοντας μέσω Χάιφα στην Τεργέστη και από κει Λονδίνο, όπου στις 15 Αυγούστου θα πάρουν επιπλέον 9 κεκλεισμένων των θυρών καταθέσεις.

25 Αυγούστου 1938: Νωρίς το πρωί, στη Γιάφα, μια ωρολογιακή βόμβα εκρήγνυται στην κατάμεστη αραβική λαχαναγορά με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 Άραβες και να τραυματιστούν 35. Αμέσως μετά εξαγριωμένα πλήθη Αράβων επιτίθενται σε δύο τοπικές τράπεζες και σε ένα βρετανικό παντοπωλείο. Οι επιθέσεις αποκρούονται από την αστυνομία, αλλά οι ταραχές σποραδικού χαρακτήρα συνεχίζονται για δύο ημέρες με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Αράβων και τον τραυματισμό άλλων εννέα και την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Σεπτέμβριος 1938: Ο Fakhri Nashashibi στα χωριά δυτικά της Ραμάλα, αρχίζει να επανδρώνει τις λεγόμενες «ειρηνευτικές ομάδες», δηλαδή τις  ένοπλες ομάδες που θα πολεμήσουν στο πλευρό των βρετανικών και σιωνιστικών δυνάμεων, ενάντια στις αντάρτικες ομάδες της Αραβικής Εξέγερσης. Τα μέλη των ομάδων αυτών είναι κάτοικοι της υπαίθρου που εμπλέκονται σε τοπικές και συγγενικές αντεκδικήσεις (βεντέτα) με μέλη των ενόπλων δυνάμεων της εξέγερσης. Οι ειρηνευτικές ομάδες σύμφωνα με τον ιστορικό Matthew Hughes, χρησιμοποιούνται από τους Βρετανούς ως «ψευδο-στρατιωτικά» σώματα για να δημιουργήσουν σύγχυση στους εξεγερμένους, έχοντας ίδια αμφίεση, μιμούμενοι τις μεθόδους τους, συλλέγοντας πληροφορίες αλλά και δρώντας ως ανεξέλεγκτες συμμορίες δημιουργώντας συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων της εξέγερσης και των κατοίκων της υπαίθρου με το να παροξύνουν παλαιές έχθρες και βεντέτες.  Επιδιώκοντας να αποκτήσει επιρροή, ο Fakhri Nashashibi πραγματοποιεί αρχικά δύο μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις των υποστηρικτών του. Στην πρώτη, που γίνεται στο σπίτι του παρουσία του Τύπου, παρευρίσκονται επιφανείς από σαράντα πέντε χωριά στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, Ραμάλα, και Χεβρώνα. Στη δεύτερη, που θα πραγματοποιηθεί το Δεκέμβριο στο χωριό Yatta, θα συμμετέχουν 3 000 άτομα από την περιοχή των λόφων της Χεβρώνας. Ο σεΐχης Shehadah ‘Arram, θα δηλώσει στην ομιλία του προς τους ντόπιους κατοίκους και τους καλεσμένους τους (συμπεριλαμβανομένου του στρατηγού Richard O’Connor, στρατιωτικού διοικητή της περιφέρειας της Ιερουσαλήμ) ότι αντιπροσωπεύουν 60 000 ανθρώπους της περιοχής και όλοι τους απορρίπτουν τις ενέργειες των ανταρτών. Ο  σεΐχης ευχαριστεί τον στρατό για τη δράση κατά της εξέγερσης και υπόσχεται συνεργασία στον συνεχιζόμενο αγώνα.

 Σύμφωνα με τον ιστορικό  Hillel Cohen, ο Fakhri Nashashibi προσπαθεί να κάνει τις «ειρηνευτικές ομάδες» πρότυπο για άλλες τέτοιες ομάδες σε όλη τη χώρα, και τους επόμενους μήνες θα ιδρυθούν παρόμοιες μονάδες από: τον Farid Irsheid στη Jenin, την οικογένεια Fahoum στη Ναζαρέτ, τον Kamel Hussein στην κοιλάδας Hula, τον Ahmad al-Shak’a στη Ναμπλούς, την οικογένεια Abu-Ghosh στη Ράμλα, τον σεΐχη Hussam al-Din Jarallah στην Ιερουσαλήμ.

Ο Βρετανός πρόξενος στη Δαμασκό, συνταγματάρχης G. MacKereth, θα προσεγγίσει τον εκεί ευρισκόμενο καταζητούμενο Fakhri ‘Abd al-Hadi, με σκοπό να τον πείσει, προσφέροντάς του χρήματα και αμνηστία, εάν άλλαζε πλευρά και περνούσε στο κίνημα της αντιπολίτευσης που υποστηρίζεται από τους Νασασίμπι. Η πρόταση είναι δελεαστική, άλλωστε όταν ξεσπά ξανά η εξέγερση, το αρχηγείο της – η Κεντρική Επιτροπή του Εθνικού Ιερού πολέμου (Τζιχάντ) – στη Δαμασκό, αρνείται να τον συμπεριλάβει στις γραμμές της επειδή η πίστη του στον αγώνα είναι αμφιλεγόμενη.  Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής Izzat Darwaza: «στις αρχές του 1938, ο ‘Abd al-Hadi “που ήταν και παραμένει ηγέτης συμμορίας και δεν ήταν ποτέ εθνικιστής ακτιβιστής, ακόμη και όταν συμμετείχε στην εξέγερση” ήρθε σε επαφή με τον Νασασίμπι και οι δυο τους αντάλλαξαν ιδέες για το πώς να ενεργήσουν εναντίον των ανταρτών.». Τελικά ο ‘Abd al-Hadi, θα αποδεχτεί την πρόταση των Βρετανών, έναντι μιας μηνιαίας αμοιβής για τον ίδιο και της δικής του «ειρηνευτικής ομάδας», να επιστρέψει στην Παλαιστίνη. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1938 θα εγκατασταθεί με επίσημη έγκριση από τις αρχές, στο χωριό καταγωγής του, το Arraba, κοντά στη Jenin. Ο κάθε άνδρας του θα λαμβάνει 6 παλαιστινιακές λίρες το μήνα, σε αντίθεση με τη συνήθη αμοιβή των ανταρτών που κυμαίνεται από 30 σελίνια έως 4 λίρες.

Τον ίδιο μήνα, στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι ηγέτες της εξέγερσης πραγματοποιούν μια σύνοδο κορυφής στο χωριό Deir Ghassaneh (27 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ραμάλα) για να ιδρύσουν το Γραφείο της Αραβικής Εξέγερσης, ως το στρατιωτικό όργανο στην Παλαιστίνη, της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Ιερού πολέμου (Τζιχάντ) που εδρεύει στη Δαμασκό, μετά τη διάλυση της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής, στις αρχές του Οκτώβρη του 1937. Στην Παλαιστίνη, ο ανταγωνισμός για τον ρόλο της γενικής διοίκησης των ανταρτών γίνεται όλο και πιο τεταμένος ειδικά μεταξύ του al-Hajj Muhammad και του Abd al-Raziq. Τελικά θα δοθεί η λύση στο Γραφείο της Αραβικής Εξέγερσης, οι δύο ηγέτες εκ περιτροπής να αναλάβουν τη θέση του γενικού διοικητή. Τα υπόλοιπα δύο μέλη του Γραφείου είναι ο Abu Ibrahim al-Kabir, της Άνω Γαλιλαίας, που είναι ταυτόχρονα και το μοναδικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ο Yusuf Abu Durra της περιοχής Χάιφα – Wadi Ara. Ο Βρετανικός Στρατός , υποστηριζόμενος από βομβαρδιστικά αεροπλάνα, θα επιτεθεί στο Deir Ghassaneh αφού έλαβε γνώση της συνάντησης και θα προσπαθήσει να συλλάβει ή να σκοτώσει τους διοικητές. Ακολουθεί μάχη  στην οποία σκοτώνεται ένας εξέχων διοικητής, ο Muhammad al-Salih (γνωστός ως Abu Khalid). Παρά το σχηματισμό του Γραφείου, ο ανταγωνισμός μεταξύ του al-Hajj Muhammad και του Abd al-Raziq θα συνεχιστεί.

6 Σεπτεμβρίου 1938: Τέσσερις στρατιώτες του συντάγματος Royal Ulster Rifles (RUR) σκοτώνονται όταν το θωρακισμένο αυτοκίνητό τους περνά πάνω από νάρκη κοντά στο χωριό al-Bassa, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα του Λιβάνου, 19 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας της περιοχής, Άκρα. Σε αντίποινα, οι βρετανικές δυνάμεις έκαψαν το χωριό. Κάποιοι από τους περίπου 50 άνδρες του χωριού που κρατούσαν οι RUR στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν πυροβολούνται. Στη συνέχεια, σύμφωνα με βρετανικές μαρτυρίες, βάζουν 20 από τους κρατούμενους σε ένα λεωφορείο και αναγκάζουν τον οδηγό του να μπει σε ναρκοπέδιο, με αποτέλεσμα από την πυροδότηση μιας νάρκης ξηράς να σκοτωθούν πολλοί από τους επιβαίνοντες. Σα να μην έφτανε αυτό, οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού αναγκάζονται από τους Βρετανούς να σκάψουν ένα λάκκο και να ρίξουν μέσα σε αυτό όλα τα υπολείμματα των ακρωτηριασμένων σορών.

Συνολικά τον Σεπτέμβριο οι απώλειες μεταξύ των βρετανικών στρατευμάτων και της αστυνομίας, καθώς και των Εβραίων και Αράβων αμάχων, φτάνουν τους 188 νεκρούς και 156 τραυματίες. Σε σχεδόν καθημερινές συγκρούσεις με τα στρατεύματα και την αστυνομία, οι ένοπλες ομάδες έχουν συνολικές απώλειες 311 νεκρών και μεγάλο, αν και άγνωστο, αριθμό τραυματιών.

Οκτώβριος 1938: Την 1η ΟκτωβρίουΒρετανός επιθεωρητής της αστυνομίας τραυματίζεται θανάσιμα στη Ραμάλα. Την επόμενη μέρα σε επιδρομή ανταρτών με επικεφαλής τον Abu Ibrahim al-Kabir (μέλος της «Κεντρικής Επιτροπής της Τζιχάντ» της Δαμασκού), στην εβραϊκή συνοικία Kiryat Shmuel στην Τιβεριάδα, σκοτώνονται 19 Εβραίοι (ανάμεσά τους έντεκα παιδιά). Τα βρετανικά στρατεύματα σε τρεις συμπλοκές με ένοπλες αραβικές ομάδες, δύο βόρεια της Τιβεριάδας και μία κοντά στη Σαφάντ, σκοτώνουν συνολικά 50 μαχητές. Στις 6 Οκτωβρίου 1938, αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις με την συμμετοχή και της Αεροπορίας,  εξοντώνουν περίπου 50 Άραβες μαχητές, κοντά στην Tarshiha στη Γαλιλαία. Στις 15 Οκτωβρίου, ομάδα Αράβων μαχητών  διεισδύουν στην Ιερουσαλήμ και καταλαμβάνουν πλήρως την Παλιά Πόλη, υψώνοντας τη σημαία τους πάνω από τα τείχη. Μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, ο στρατός έχει ανακαταλάβει την περιοχή, χρησιμοποιώντας  ντόπιους Άραβες ως ανθρώπινες ασπίδες.  Στις 20 Οκτωβρίου ο στρατός διαλύει μια αραβική ένοπλη ομάδα κοντά στην Τιβεριάδα, σκοτώνοντας πέντε μαχητές, ενώ την επόμενη μέρα σε συμπλοκές με μια άλλη ομάδα  κοντά στη Ναμπλούς εξοντώνει άλλους 19. Στις 22 Οκτωβρίου βρετανικό αεροσκάφος εντοπίζει μια ομάδα Αράβων βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να σκοτώσει 10 άτομα. Στις 27 Οκτωβρίου, Άραβες δολοφονούν τον Εβραίο δήμαρχο της Τιβεριάδας, Zaki Alhadif.

9 Νοεμβρίου 1938: Δημοσιεύεται η έκθεση της Επιτροπής Διχοτόμησης (Woodhead). Η Έκθεση φέρει ημερομηνία σύνταξης 19 Οκτωβρίου 1938, αποτελείται από 22 κεφάλαια, 2 κείμενα επιφυλάξεων, ένα από τον Alison Russell και ένα από τον Thomas Reid,  11 Παραρτήματα και 12 χάρτες.

Στην έκθεσή της, η Επιτροπή εξετάζει τρεις πιθανές τροποποιήσεις της πρότασης της Επιτροπής Peel, τις οποίες ονομάζει Σχέδια Α, Β και Γ. Τα τρία σχέδια είναι τα εξής:

Το Σχέδιο Α βασίζεται στο Σχέδιο Peel, με τα σύνορα να επανασχεδιάζονται «με μεγαλύτερη ακρίβεια, παίρνοντας το περίγραμμά τους ως οδηγό». Το Σχέδιο Α παρουσιάζεται στα κεφάλαια IV, V, VI VII, VIII, IX και εν μέρει στο κεφάλαιο Χ της Έκθεσης. Προτείνεται ένα παράκτιο εβραϊκό κράτος, ένας βρετανικός διάδρομος από την Ιερουσαλήμ προς την παράκτια πόλη Γιάφα (χωρίς αυτή), και το υπόλοιπο της Παλαιστίνης να συγχωνευθεί με την Υπεριορδανία σε ένα αραβικό κράτος.

Στο κεφάλαιο IV περιγράφονται οι τροποποιήσεις που απαιτούνται στα σύνορα των θυλάκων της Ιερουσαλήμ και της Ναζαρέτ που είχε προτείνει η Έκθεση Peel:

«Θα παρατηρηθεί ότι το βόρειο όριο σύμφωνα με τις προτάσεις μας είναι βόρεια της Ραμάλα και όχι μεταξύ της Ραμάλα και της Ιερουσαλήμ όπως προτείνεται από τη Βασιλική Επιτροπή. Οι λόγοι για αυτήν την ερμηνεία είναι δύο – (α) άμυνα, (β) η ύπαρξη του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού της Παλαιστίνης περίπου ένα μίλι βόρεια της πόλης Ραμάλα. […]Το νότιο όριο του Θυλάκου στους λόφους έχει τοποθετηθεί όσο πιο κοντά στο σιδηρόδρομο, όπως το επέτρεπαν οι αμυντικές απαιτήσεις. Στις πεδιάδες έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να περιλαμβάνει εντός του Θύλακα τα στρατιωτικά φυλάκια στο Sarafand και την προβλεπόμενη βάση της Βασιλικής Αεροπορίας στο Aqir. Η βάση της Βασιλικής Αεροπορίας βρίσκεται επί του παρόντος στη Ράμλα. Ο διάδρομος προσγείωσης στη Ράμλα είναι πολύ μικρός και δεν είναι κατάλληλος για χρήση από σύγχρονα αεροσκάφη. Είναι σημαντικό η Εντολοδόχος Δύναμη να έχει μια αεροπορική βάση πρώτης τάξεως εάν θέλει να εκπληρώσει σωστά την ευθύνη για την άμυνα του Θύλακα και τις ευθύνες που είναι πιθανό να αναλάβει με συνθήκη για την άμυνα των κρατών μετά τη διχοτόμηση. Οι αρχές της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας έχουν ερευνήσει πολύ προσεκτικά το ζήτημα μιας εναλλακτικής τοποθεσίας σε σχέση με την υπάρχουσα στη Ράμλα, και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν είναι ότι η τοποθεσία Aqir είναι η πλησιέστερη τοποθεσία στη Ράμλα που θα ανταποκρίνεται στις σημερινές απαιτήσεις. Το σύνορο του Θύλακα έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να περιλαμβάνει την προβλεπόμενη αεροπορική βάση στο Aqir.».

Ο θύλακας της Ιερουσαλήμ έχει 291 500 κατοίκους, από τους οποίους οι Άραβες είναι 211 400 και οι Εβραίοι 80 100. Στις αστικές περιοχές (δήμοι της Ιερουσαλήμ, Ραμάλα, Βηθλεέμ, Μπέιτ Τζάλα, Μπέιτ Σαχούρ, Ράμλα, και Λύδδα) διαμένουν 166 800 κάτοικοι, από τους οποίους οι Άραβες είναι 90 800 και οι Εβραίοι 76 000. Στις αγροτικές περιοχές ζουν 124 700 κάτοικοι, από τους οποίους οι Άραβες είναι 120 600 και οι Εβραίοι 4 100.

Σχετικά με τα σύνορα του θύλακα της Ναζαρέτ, η έκθεση της Επιτροπής Διχοτόμησης αναφέρει ότι:

«Μας έχει προταθεί ότι ο Θύλακας θα έπρεπε να περιλαμβάνει όχι μόνο την ίδια τη Ναζαρέτ αλλά θα έπρεπε να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει – (α) Το Kafr Kanna, την παραδοσιακή τοποθεσία του θαύματος στην Κανά της Γαλιλαίας. (β) Το  Όρος Θαβώρ, την παραδοσιακή τοποθεσία της Μεταμόρφωσης. (γ) Το χωριό Γιάφα στα δυτικά της Ναζαρέτ, ο πληθυσμός του οποίου, σχεδόν ο μισός, είναι χριστιανοί. Η συμπερίληψη αυτών των περιοχών θα σήμαινε σημαντική αύξηση στο μέγεθος του Θύλακα, και δεν αισθανόμαστε ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε την πρόταση. Συνιστούμε το Θυλάκιο να περιοριστεί στην περιοχή που εμπίπτει στα όρια των χωρικών εδαφών της Ναζαρέτ.» 

Ο θύλακας της Ναζαρέτ έχει 10 100 κατοίκους, από τους οποίους οι Άραβες είναι 10 000 και οι Εβραίοι 100.    

Report of the Palestine Partition Commission of 1938

Το κεφάλαιο V ασχολείται με τα σύνορα της Γιάφα. Αν και συμφωνεί με την Βασιλική Επιτροπή να αποτελεί έδαφος του Αραβικού κράτους, κάνει διαφορετική πρόταση για τα σύνορα των πόλεων της Γιάφα και του Τελ Αβίβ: «Υπάρχουν περίπου 55 000 Άραβες κάτοικοι στη Γιάφα και περίπου 16 000 Εβραίοι, η πόλη είναι ουσιαστικά αραβική. Το Τελ Αβίβ, που γειτνιάζει με τη Γιάφα στα βόρεια, έχει πληθυσμό περίπου 140 000 κατοίκους και είναι εξ ολοκλήρου Εβραίοι. Οι δύο σχηματίζουν γεωγραφικά μια ενιαία πόλη. Η πλειοψηφία των Εβραίων κατοίκων της Γιάφα ζει κοντά στα σύνορα ανάμεσα στις δύο πόλεις. Αυτό το σύνορο είναι μια ζιγκ-ζαγκ γραμμή που διασχίζει στο μεγαλύτερο μέρος στενά δρομάκια. Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια διαφωνία μεταξύ των δύο πόλεων και σοβαρές αναταραχές έχουν σημειωθεί στα σύνορα. …Η Βασιλική Επιτροπή πρότεινε ότι τα σύνορα μεταξύ των δύο πόλεων θα έπρεπε να αποτελούνται από μια στενή ζώνη που θα ανήκει στην υπο Εντολή Παλαιστίνη και ότι για το σκοπό αυτό θα έπρεπε να αποκτηθεί και να εκκαθαριστεί μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων. Εξετάσαμε προσεκτικά το πρόβλημα που παρουσιάζεται από αυτό το σύνορο σε συνεννόηση με αξιωματικούς της Παλαιστινιακής Διοίκησης και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι ότι ένα σύνορο όπως αυτό που προτείνει η Βασιλική Επιτροπή δεν θα ήταν κατάλληλο. … Κατά τη γνώμη μας, το καλύτερο θα ήταν να έχουμε έναν δρόμο ως σύνορο μεταξύ των δύο πόλεων. Για λόγους διατήρησης του νόμου και της τάξης και για γενική διοικητική διευκόλυνση, αυτός ο δρόμος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ευθύς. Στη μέση του πρέπει να κατασκευαστεί ένα ψηλό σιδερένιο κιγκλίδωμα που θα αποτελούσε το πραγματικό σύνορο και θα ήταν κοινή ιδιοκτησία των δύο κρατών. Σε σημεία  όπου το σύνορο διέσχιζε σημαντικούς δρόμους θα υπήρχαν πύλες για τη διέλευση της κυκλοφορίας μεταξύ των δύο πόλεων. Μια τέτοια ρύθμιση θα επέτρεπε στην αστυνομία κάθε πολιτείας να περιπολεί τα σύνορα και θα παρείχε ένα εύλογα αποτελεσματικό φράγμα μεταξύ δύο δυνητικά εχθρικών κοινοτήτων. Θα επέτρεπε επίσης τον έλεγχο της κυκλοφορίας που διέρχεται από τα σύνορα και θα διευκόλυνε σημαντικά την τελωνειακή διοίκηση.[…] Το αποτέλεσμα των προτάσεών μας θα ήταν η μεταφορά περίπου 15 700 Εβραίων και περίπου 2 000 Αράβων από τη Γιάφα στο Τελ Αβίβ και περίπου 5 400 Εβραίων από το Τελ Αβίβ στη Γιάφα.».

Στο κεφάλαιο VI παρουσιάζονται με βάση το Σχέδιο Α, τα προτεινόμενα σύνορα μεταξύ του εβραϊκού και του αραβικού κράτους, κατά μήκος της Θαλάσσιας Πεδιάδας, κατά μήκος της κορυφογραμμής Carmel και της πεδιάδας Esdraelon, κατά μήκος της νότιας άκρης της πεδιάδας Jezreel, κατά μήκος της πεδιάδας Beisan και βόρεια κατά μήκος της Κοιλάδα του Ιορδάνη.

Στο κεφάλαιο VII δίνονται τα στοιχεία του πληθυσμού και της έκτασης για το αραβικό και εβραϊκό κράτος και τους θύλακες σύμφωνα με το σχέδιο Α.

Όπως τονίζει η Έκθεση στο κεφάλαιο III: «Τα στοιχεία του πληθυσμού και της γης δεν είναι διαθέσιμα για την υποπεριοχή Beersheba με τον ίδιο τρόπο που είναι για την υπόλοιπη Παλαιστίνη. Η Beersheba είναι μια εκτεταμένη περιοχή που κατοικείται, εκτός από την πόλη Beersheba, από νομάδες και ημινομαδικούς Βεδουίνους. Τα στοιχεία για τον νομαδικό πληθυσμό στην Απογραφή του 1931 ήταν ομολογουμένως μόνο κατά προσέγγιση, καθώς δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σε αυτούς η διαδικασία που υιοθετήθηκε στην περίπτωση του εγκατεστημένου πληθυσμού και ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να βασιστούμε πλήρως σε οποιοδήποτε αριθμό που μπορεί να υποτεθεί για τον πληθυσμό σήμερα. Για τους σκοπούς μας πήραμε έναν αριθμό 60 000 ως πληθυσμό υποπεριφέρειας Beersheba. Αυτός ο πληθυσμός είναι εξ ολοκλήρου αραβικός. Η έκταση της υποπεριφέρειας υπολογίζεται ότι είναι περίπου 12 577 000 dunums (ή σχεδόν τα μισά ολόκληρης της Παλαιστίνης). Καθώς έχει ερευνηθεί μόνο η αστική περιοχή, είναι δυνατό να εκτιμηθεί μόνο πολύ χονδρικά η έκταση της καλλιεργούμενης γης: οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ 1 και 2 εκατομμυρίων dunums.

Για τους σκοπούς της έκθεσής μας, εκτός εάν αναφέρεται ρητά διαφορετικά, θεωρήσαμε τον πληθυσμό ότι εμπίπτει σε δύο κατηγορίες, τους Άραβες και τους Εβραίους. Το αραβικό τμήμα περιλαμβάνει άτομα που δεν είναι Άραβες, αλλά καθώς σχεδόν το 98 τοις εκατό του μη Εβραϊκού πληθυσμού είναι Άραβες, η χρήση του όρου Άραβας, που προτιμάμε από αυτόν των μη Εβραίων, γενικά δεν προκαλεί παραμόρφωση της εικόνας.   Η μονάδα εμβαδού στην Παλαιστίνη είναι ένα ντουνάμ. Έχουμε χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο όταν ασχολούμαστε με χερσαίες εκτάσεις. Η μονάδα που υιοθετείται σε όλα τα αριθμητικά στοιχεία που δίνονται στην έκθεση είναι το μετρικό ντουνάμ και όχι το μικρότερο τουρκικό ντουνάμ.».

Στο κεφάλαιο VIII εξετάζεται η δυνατότητα στο σχέδιο Α για εθελοντικές ανταλλαγές γης και πληθυσμού και τις προοπτικές παροχής, μέσω ανάπτυξης γης, χώρου για περαιτέρω εγκατάσταση για την κάλυψη των αναγκών των ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν από τη μια περιοχή στην άλλη.

Η βρετανική κυβέρνηση είχε ήδη απορρίψει την πρόταση της Επιτροπής Peel να είναι υποχρεωτική η μεταφορά. Σε υποσημείωση της Έκθεσης υπενθυμίζεται ότι: «Στην επιστολή με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1937, από τον υπουργό Εξωτερικών για τις Αποικίες στον Ύπατο Αρμοστή για την Παλαιστίνη (δημοσιεύτηκε στο Cmd. 5634) ανακοινώθηκε ότι η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν αποδέχτηκε την πρόταση της Βασιλικής Επιτροπής για την υποχρεωτική μεταφορά Αράβων από την εβραϊκή στην αραβική περιοχή (Παράρτημα 1). Εκ μέρους των Εβραίων μας έγινε επίσης σαφές ότι η εβραϊκή γνώμη θα ήταν αντίθετη στην άσκηση οποιουδήποτε βαθμού καταναγκασμού.». Η Επιτροπή Woodhead θεωρεί επίσης ότι  δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί εθελοντική μεταφορά λόγω της «βαθιάς προσκόλλησης του αραβικού πληθυσμού με τη γη». Επιπλέον, αναμένονταν αναπτυξιακές δυσκολίες για τους Άραβες. Στο τέλος του κεφαλαίου η Επιτροπή ανακεφαλαιώνει:

«Τα συμπεράσματα που καταλήγουμε σε αυτό το κεφάλαιο μπορούν να συνοψιστούν ως εξής-

(i) Δεν υπάρχει ουσιαστικά περιθώριο ανταλλαγής γης και πληθυσμού μεταξύ του αραβικού και του εβραϊκού κράτους ή μεταξύ του θύλακα της Ιερουσαλήμ και του εβραϊκού κράτους (παράγραφος 106).

(ii) Τα αποτελέσματα των βαρετών πειραμάτων στο Beersheba ήταν πολύ απογοητευτικά. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιοχής φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστες ελπίδες για οποιαδήποτε βελτίωση της γεωργίας μέσω της άρδευσης από πηγάδια. Αυτό δεν αποκλείει εντελώς κάθε προοπτική στενότερης εγκατάστασης, αλλά έως ότου διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα σχετικά με τις δυνατότητες ξηρής γεωργίας, θα ήταν πρόωρο να υποθέσουμε ότι υπάρχει περιθώριο διευθέτησης σε σημαντική κλίμακα στο εγγύς μέλλον (σημεία 112 και 114 ).

(iii) Στην κοιλάδα του Ιορδάνη δεν μπορεί να αναμένεται ουσιαστική αύξηση της αρδευόμενης έκτασης είτε από πηγάδια είτε από την καλύτερη αξιοποίηση του νερού των πολυετών ρεμάτων. Εάν πρόκειται να τεθούν σε άρδευση μεγάλες εκτάσεις, το νερό πρέπει να λαμβάνεται από τη λίμνη Τιβεριάδα, τον ποταμό Ιορδάνη και τον ποταμό Yarmuk. Τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν πριν να αναληφθεί η κατασκευή μεγάλων προγραμμάτων άρδευσης καναλιών είναι δύσκολα και πολύπλοκα και η επίλυσή τους θα απαιτήσει μακρές έρευνες και διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, ακόμη και αν (α) αυτά τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν, (β) τα κανάλια άρδευσης θα πρέπει να αποδειχθούν πρακτικά και (γ) μπορούν να βρεθούν μέσα για τη χρηματοδότηση του κόστους, που μπορεί να ανέλθει σε πολλά εκατομμύρια λίρες, ο πρόσθετος γεωργικός πληθυσμός για τον οποίο θα μπορούσε να προβλεφθεί, δεν θα ξεπερνούσε, κατά την πιο αισιόδοξη άποψη, τα 50 000 περίπου άτομα. Εάν τα μεγάλα αρδευτικά κανάλια δεν αποδειχθούν εφικτά, η εναλλακτική λύση θα ήταν η άρδευση μιας πολύ μικρότερης έκτασης με άντληση από τον ποταμό Ιορδάνη. Και πάλι, με μια αισιόδοξη άποψη, ο πρόσθετος αγροτικός πληθυσμός για τον οποίο θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα τέτοιο καθεστώς θα ήταν μεταξύ 18 000 και 19 000 ατόμων (παράγραφοι 115-129).

(iv) Μια μέτρια ποσότητα πλεονάζοντος νερού μπορεί να διατεθεί για ανάπτυξη στο νότιο τμήμα της πεδιάδας Beisan. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο γεωργικός πληθυσμός που θα μπορούσε να υποστηρίξει η πεδιάδα, αλλά δεν είναι πιθανό να υπερβαίνει τα 4 000 άτομα (παράγραφος 131).

(v) Το ζήτημα των αγορών για την πώληση της γεωργικής παραγωγής έχει μεγάλη σημασία για όλα τα μεγάλα έργα άρδευσης και ανάπτυξης γης, είτε στην κοιλάδα του Ιορδάνη είτε αλλού στην Παλαιστίνη. Οι αγορές πρέπει να είναι εύλογα εξασφαλισμένες για την πρόσθετη γεωργική παραγωγή προτού θεωρηθεί ότι είναι εφικτά τα προγράμματα για την καλλιέργεια μεγάλων πρόσθετων εκτάσεων γης (παράγραφος 130).

(vi) Η Υπεριορδανία προσφέρει μικρά περιθώρια για εντατική εγκατάσταση στο έδαφος (παράγραφος 138).

(vii) Η λοφώδης χώρα του Αραβικού Κράτους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει σημαντικές ευκαιρίες για πρόσθετη εγκατάσταση (σημεία 147-148).

(viii) Στην υποπεριοχή της Γάζας η εντατική καλλιέργεια θα μπορούσε να αυξηθεί σε σημαντική έκταση, υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθεί νερό της σωστής ποιότητας και σε επαρκή ποσότητα. Ωστόσο, η αλλαγή από εκτατική σε εντατική καλλιέργεια θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, αργή και θα πρέπει να επιδεικνύεται μεγάλη προσοχή εάν πρόκειται να δοθεί δίκαιη ευκαιρία στον γεωργό υπό νέες συνθήκες (σημεία 149-151).».

Στο κεφάλαιο IX η Επιτροπή Διχοτόμησης εξετάζει  τον εβραϊκό ισχυρισμό ότι τουλάχιστον ένα τμήμα της πόλης της Ιερουσαλήμ πρέπει να περιλαμβάνεται στο Εβραϊκό Κράτος και αναφέρει τους λόγους για την απόρριψη αυτού του ισχυρισμού. Στο τέλος του κεφαλαίου η Επιτροπή αναφέρει:  

«… μετά από πολύ σοβαρή εξέταση όλων των σχετικών ζητημάτων, δεν διστάζουμε να συμπεράνουμε ότι, εκτός από τις πρακτικές δυσκολίες στις οποίες έγινε αναφορά, οι θρησκευτικές και πολιτικές αντιρρήσεις για την εβραϊκή αξίωση πρέπει να θεωρηθούν αποφασιστικές. Αισθανόμαστε πεπεισμένοι ότι ο μοναδικός χαρακτήρας της Ιερουσαλήμ ως αντικειμένου της στοργής και του σεβασμού των οπαδών των τριών από τις κύριες θρησκείες της ανθρωπότητας πρέπει να αναγνωριστεί μέσω διατήρησης της, υπό την βρετανική Εντολή.

Ως εκ τούτου, συνιστούμε όπως προτείνει η Βασιλική Επιτροπή, ολόκληρη η πόλη να συμπεριληφθεί στον Θύλακα για τους Ιερούς Τόπους στην Ιερουσαλήμ και τη Βηθλεέμ και να μην περιλαμβάνεται κανένα τμήμα στο Εβραϊκό Κράτος.».

Στο κεφάλαιο Χ, το Σχέδιο Α υποβάλλεται σε λεπτομερή εξέταση και τα μέλη της Επιτροπής προχωρούν στην επεξήγηση των λόγων που τους οδήγησαν να καταλήξουν στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να προτείνουν την υιοθέτηση αυτού του σχεδίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέτασης εξετάζεται μια παραλλαγή του Σχεδίου Α, που ονομάζουν Σχέδιο Β.

Το Σχέδιο Β μοιάζει με το Σχέδιο Α, με τη διαφορά ότι μειώνει το μέγεθος του Εβραϊκού Κράτους προσθέτοντας τη Γαλιλαία στην υπό βρετανική Εντολή περιοχή και το νότιο τμήμα της περιοχής νότια της Γιάφα στο Αραβικό Κράτος. Σύμφωνα με το Σχέδιο Β, το εβραϊκό κράτος θα έχει 300 400 Εβραίους και 188 400 Άραβες (50 000 στην περιοχή της Χάιφα ), ενώ 90 000 Άραβες και 76 000 Εβραίοι θα συνεχίζουν να ζουν υπό βρετανική κυριαρχία.

Το πρόβλημα της Γαλιλαίας θεωρήθηκε μοιραίο για το Σχέδιο Β γιατί η διατήρησή του επ’ αόριστον υπό Εντολή θα στερούσε από τον μεγάλο αραβικό πληθυσμό το δικαίωμά του στην ανεξαρτησία. Μεγάλα προβλήματα παρατηρήθηκαν επίσης με τη διάθεση της Χάιφα. Στην παράγραφο 202 της Έκθεσης τονίζεται ότι η Χάιφα «το μόνο λιμάνι βαθέων υδάτων στην ακτή της Παλαιστίνης, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια εξ ολοκλήρου εβραϊκή πόλη και ότι οι Άραβες έχουν σημαντικά συμφέροντα σε αυτήν. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Χάιφα δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εβραϊκό κράτος χωρίς σοβαρή ζημία στα αραβικά συμφέροντα και ότι, ομοίως, δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο αραβικό κράτος χωρίς σοβαρή ζημία στα εβραϊκά συμφέροντα. Προτείνεται ότι η καλύτερη πορεία, εάν αυτό αποδειχθεί δυνατό, θα ήταν να διατηρηθεί υπό τον έλεγχο της Εντολής, ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί προς όφελος και των δύο.».

Ένα τρίτο προβληματικό σημείο του Σχεδίου Β είναι το τμήμα της Παλαιστίνης που εκτείνεται από τη Χάιφα έως το Μπεϊσάν και μετά βόρεια προς τα σύνορα. Να τι αναφέρει η Έκθεση στην παράγραφο 205: «Επισημαίνεται ότι σε εκείνο το τμήμα του Εβραϊκού Κράτους που εκτείνεται από τη Χάιφα ανατολικά μέχρι το Μπεϊσάν και μετά βόρεια μέχρι τα σύνορα της Παλαιστίνης, οι Άραβες αποτελούν την πλειοψηφία, ενώ οι Εβραίοι αποτελούν μόνο το 24 τοις εκατό του πληθυσμού. Εκφράζεται η άποψη ότι ένα σχέδιο διχοτόμησης, που θέτει υπό την πολιτική κυριαρχία των Εβραίων μεγάλο αριθμό Αράβων σε μια περιοχή όπου οι Εβραίοι δεν είναι ήδη πλειοψηφία, θα αντιταχθεί από τους Άραβες και δεν θα οδηγήσει σε ειρήνη.».

Η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής πιστεύουν ότι το Σχέδιο Β είναι επίσης μη αποδεκτό· ο Alison Russell, ωστόσο, θεωρεί, για λόγους που εξηγούνται στο σημείωμά του, ότι το Σχέδιο Β είναι προτιμότερο από το σχέδιο που προτείνει η πλειοψηφία στο κεφάλαιο XI, το οποίο ονομάζουν Σχέδιο Γ.

Με βάση το Σχέδιο Γ που παρουσιάζεται στα Κεφάλαια XI, XIII και XIV της Έκθεσης, δημιουργείται ένα σαφώς μικρότερο, σε σχέση με τα άλλα δύο σχέδια, εβραϊκό κράτος,  1 258 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε δύο μέρη: το βόρειο τμήμα θα είναι μια παράκτια λωρίδα πλάτους 15–20 χλμ., από το Τελ Αβίβ μέχρι πάνω από το Zikhron Ya’akov (25 χιλιόμετρα νότια της Χάιφα), και το νότιο τμήμα θα είναι μια μικρότερη περιοχή συμπεριλαμβανομένου του Rehovot (περίπου 20 χιλιόμετρα  νότια του Τελ Αβίβ). Ο αρχικός πληθυσμός θα είναι περίπου 226 000 Εβραίοι και 54 400 Άραβες.

Το αραβικό κράτος θα έχει έκταση 7 393 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και θα αποτελείται κυρίως από ένα τμήμα που προσεγγίζει τη σημερινή Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας με έναν ευρύ διάδρομο που τις συνδέει. Το αραβικό κράτος θα περιλάμβανε επίσης την πόλη της Γιάφα. Ο αρχικός πληθυσμός θα είναι 8 900 Εβραίοι και 444 100 Άραβες.

Σε καθεστώς βρετανικής Εντολής θα βρίσκονται τρεις περιοχές. Καταρχάς σύμφωνα με την Επιτροπή «είναι αδύνατο, χωρίς αδικία είτε για τους Άραβες είτε για τους Εβραίους, να διαιρεθεί η βόρεια επικράτεια. Ούτε αυτή η επικράτεια μπορεί να παραδοθεί ανέπαφη σε καμία πλευρά». Έτσι  όλη η Γαλιλαία με έκταση 3 408 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αρχικό πληθυσμό 77 300 Εβραίους και 231 400 Άραβες, παραμένει υπό το καθεστώς της Βρετανικής Εντολής «για αόριστο χρονικό διάστημα».

Σχετικά με την νότια περιφέρεια η Έκθεση θυμίζει: «Η Βασιλική Επιτροπή πρότεινε (κεφάλαιο XXII, παράγραφος 22 (v) ότι, με σκοπό την παροχή πρόσβασης για εμπορικούς σκοπούς στην Ερυθρά Θάλασσα προς όφελος τόσο του αραβικού όσο και του εβραϊκού εμπορίου και βιομηχανίας, ένας θύλακας στη βορειοδυτική ακτή του Κόλπου της Άκαμπα θα πρέπει να παραμείνει υπό βρετανική Εντολή και ότι η Αραβική Συνθήκη θα πρέπει να προβλέπει την ελεύθερη διαμετακόμιση εμπορευμάτων μεταξύ του εβραϊκού κράτους και αυτού του θύλακα. Η υπόλοιπη υποπεριοχή Beersheba πρότειναν να συμπεριληφθεί στο αραβικό κράτος.». Το σχέδιο της Επιτροπής Peel ήταν εκεί  να μεταφερθούν Άραβες από το Εβραϊκό Κράτος, με αποτέλεσμα να ελευθερωνόταν χώρος για επιπλέον Εβραίους μετανάστες. Σύμφωνα όμως με την Επιτροπή Διχοτόμησης «ο Άραβας φελάχος δεν είναι πιθανό να είναι διατεθειμένος να μεταφερθεί από τη σχετικά ευημερούσα και καλά ποτισμένη περιοχή του Εβραϊκού Κράτους για να εγκατασταθεί στις δυσάρεστες συνθήκες της υποπεριοχής Beersheba, με τη ζέστη της, τις χαμηλές βροχοπτώσεις και τη σπανιότητα καυσίμων και την απομάκρυνσή του από οποιουσδήποτε φιλικούς γείτονες. Ως εκ τούτου, οι ευκαιρίες για μεταφορά πληθυσμού στην περιοχή αυτή είναι μικρές. Πιστεύουμε ότι η συμπερίληψη της υποπεριοχής Beersheba στο αραβικό κράτος σημαίνει την καταδίκη της σε αέναη φτώχεια, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αραβικό κράτος δεν θα είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά για την ανάπτυξή του ή να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ουσιαστική βελτίωση της παρούσας υποσιτισμένης κατάστασης των Βεδουίνων κατοίκων της.». Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή Διχοτόμησης προτείνει η περιοχή Negeb ή υποπεριοχή Beersheba (εκτός από μια μικρή περιοχή στα δυτικά) με έκταση 2 000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εξαιρουμένων των 10 577 τετραγωνικών χιλιομέτρων της ερήμου, και πληθυσμό 60 000 Αράβων και κανενός Εβραίου, να παραμείνει στο καθεστώς της Βρετανικής Εντολής.

Υπο Βρετανική Εντολή θα παραμείνει και ο θύλακας που περιλαμβάνει την Ιερουσαλήμ με έκταση 1 564 τετραγωνικά χιλιόμετρα  και αρχικό πληθυσμό 80 100 Εβραίους και 211 400 Άραβες

Στο κεφάλαιο XII η Επιτροπή εξετάζει τις προτάσεις που υποβλήθηκαν εκ μέρους των Εβραίων για την ένταξη στο εβραϊκό κράτος ορισμένων περιοχών, εκτός από την Ιερουσαλήμ, για την επέκταση του θύλακα της Ιερουσαλήμ ώστε να συμπεριλάβει την πόλη της Χεβρώνας και τις δυτικές ακτές της Νεκράς Θάλασσας και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί τις προτάσεις αυτές μη αποδεκτές.

Το κεφάλαιο XIII πραγματεύεται υπό ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να επιτραπεί στους Εβραίους να αποκτήσουν γη στις περιοχές που σύμφωνα με το Σχέδιο Γ διατηρούνται υπό Εντολή, και γίνονται συστάσεις από την Επιτροπή  για την ανάπτυξη αυτών των περιοχών προς κοινό όφελος τόσο των Αράβων όσο και των Εβραίων. Στο κεφάλαιο XIV εξετάζετε υπό ποιες συνθήκες η μετανάστευση θα πρέπει να επιτραπεί στις περιοχές που σύμφωνα με το σχέδιο Γ διατηρούνται υπό Εντολή. Στο κεφάλαιο XV η Επιτροπή ασχολείται με ορισμένα διοικητικά θέματα που σχετίζονται με τον θύλακα της Ναζαρέτ και υποβάλλει προτάσεις «για τη διαφύλαξη της ιερότητας των υδάτων και των ακτών»  της Θάλασσας της Γαλιλαίας (Λίμνη Τιβεριάδας). Το Κεφάλαιο XVI εξετάζει την παροχή αποτελεσματικών διασφαλίσεων για τα δικαιώματα των θρησκευτικών και φυλετικών μειονοτήτων στις περιοχές που θα παραχωρηθούν στους Άραβες και τους Εβραίους αντίστοιχα. Στο Κεφάλαιο XVII η Επιτροπή εξετάζει τις εσωτερικές επικοινωνίες (σιδηρόδρομοι, λιμάνια και ταχυδρομεία και τηλέγραφοι) και τις βιομηχανικές παραχωρήσεις.

Το Κεφάλαιο XVIII ασχολείται με τη χρηματοδότηση και, αφού εξετάσει τις δημοσιονομικές προοπτικές των διαφόρων τομέων του σχεδίου Γ, στο βαθμό που είναι δυνατόν να προβλεφθούν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό να προταθούν σύνορα που να δίνουν μια λογική προοπτική της τελικής ίδρυσης ενός αυτοσυντηρούμενου αραβικού κράτους. «Αυτό το συμπέρασμα είναι, κατά τη γνώμη μας, εξίσου έγκυρο βάσει του σχεδίου Γ, του σχεδίου Β και οποιουδήποτε άλλου σχεδίου διχοτόμησης που δεν περιλαμβάνει την ένταξη στο αραβικό κράτος μιας περιοχής που περιέχει μεγάλο αριθμό Εβραίων, των οποίων οι συνεισφορές στα φορολογικά έσοδα θα επέτρεπαν στο κράτος αυτό να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό του», ο οποίος υπολογίζεται ελλειμματικός κατά £ 610 000 ετησίως. «Διαπιστώσαμε ότι δεν είναι δυνατόν να ζητήσουμε από το εβραϊκό κράτος μια άμεση επιχορήγηση προς το αραβικό κράτος, ούτε είναι εφικτό ούτε δίκαιο να δημιουργηθεί ένα αραβικό κράτος με προϋπολογισμό τόσο μακριά από το να είναι ισοσκελισμένος. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, εάν πρόκειται να πραγματοποιηθεί διχοτόμηση, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από το ότι θα πρέπει να ζητηθεί από το Κοινοβούλιο να παράσχει, με κάποια μορφή, επαρκή βοήθεια για να μπορέσει το αραβικό κράτος να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό του.».

Το Κεφάλαιο XIX πραγματεύεται την τελωνειακή πολιτική και διοίκηση και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάποια μορφή τελωνειακής ένωσης μεταξύ του αραβικού και εβραϊκού κράτους και των υπό Βρετανική Εντολή εδαφών είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της οικονομικής ευημερίας αυτών των κρατών.

Το Κεφάλαιο ΧΧ αφορά το δημόσιο χρέος και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις της υπό Βρετανικής Εντολής Παλαιστίνης και τα μέσα που διασφαλίζουν ότι αυτές θα συνεχίσουν να τηρούνται δεόντως.

Το Κεφάλαιο XXI πραγματεύεται μια πρόταση σύμφωνα με την οποία η προτεινόμενη τελωνειακή ένωση θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ανακατανομή του καθαρού πλεονάσματος των τελωνειακών εσόδων, μετά την καταβολή ορισμένων κοινών επιβαρύνσεων, μεταξύ των τριών περιφερειών κατά τρόπο ώστε να βελτιωθεί η θέση του αραβικού κράτους χωρίς την ανάγκη για εξωτερικό δημοσιονομικό έλεγχο. Όμως παρά τα πλεονεκτήματα που φαινόταν να προσφέρει μια ρύθμιση αυτού του είδους, υπάρχουν συνταγματικοί λόγοι που καθιστούν αδύνατη την εξέταση μιας τελωνειακής ένωσης μεταξύ των εδαφών της Εντολής και του αραβικού και εβραϊκού κράτους, όταν ταυτόχρονα έχει δοθεί δημοσιονομική ανεξαρτησία σε αυτά τα κράτη.

Στο τελευταίο κεφάλαιο – XXII, μη θέλοντας να ολοκληρώσει την έρευνά της με αρνητική νότα, η Επιτροπή προτείνει εν κατακλείδι μια τροποποιημένη μορφή διχοτόμησης που ονομάζεται «οικονομικός φεντεραλισμός», σύμφωνα με την οποία τα δύο κράτη θα συνάψουν τελωνειακή ένωση με τα εδάφη που παραμένουν υπό Εντολή, αφήνοντας στην Ύπατη Αρμοστεία να καθορίσει τη δημοσιονομική πολιτική μετά από διαβούλευση με τα δύο κράτη. Για την Επιτροπή «αποτελεί μια ικανοποιητική βάση για διευθέτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η Κυβέρνηση της Μεγαλειότητάς του είναι έτοιμη να αποδεχθεί τη σημαντική οικονομική ευθύνη».

Τελικά το Σχέδιο Γ θα το υποστηρίξουν δύο από τα τέσσερα μέλη της Επιτροπής – ο πρόεδρός της Sir John Woodhead και ο Percival Waterfield. Τα άλλα δύο μέλη της Επιτροπής θα επισυνάψουν δύο ξεχωριστά υπομνήματα «επιφυλάξεων». Ο Russell υποστηρίζει  το Σχέδιο Β σε σχέση με το Σχέδιο Γ, καθώς «ήταν περισσότερο σε συμφωνία με το σχέδιο της Επιτροπής Peel, πιο πιθανό να εξασφαλίσει την ειρήνη και πιο δίκαιο και πρακτικό». Ο Reid υποστηρίζει ότι και τα τρία σχέδια είναι ανέφικτα. Σε περίπτωση διχοτόμησης: «ο Βρετανός φορολογούμενος θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το συνδυασμένο έλλειμμα στην πολιτική διοίκηση του Αραβικού Κράτους και των Εδαφών της Εντολής. Αλλά θα έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές δαπάνες που συνεπάγεται η υπεράσπιση και των τριών περιοχών. Κατά τη γνώμη μου, η παρατεταμένη εξέγερση θα ήταν η συνέχεια της διχοτόμησης. Αν ναι, το κόστος της άμυνας θα ήταν τεράστιο… Κατά τη γνώμη μου, μόνο για οικονομικούς λόγους, οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης της Παλαιστίνης είναι αδύνατη.».

9 Νοεμβρίου 1938: Την ημέρα δημοσίευσης και παρουσίασης στο Κοινοβούλιο, της Έκθεσης της Επιτροπής Διχοτόμησης ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες παρουσιάζει μια Δήλωση Πολιτικής (Λευκή Βίβλο) ως Έγγραφο Εντολής (Cmd.) № 5893 της βρετανικής κυβέρνησης στο οποίο αναφέρει: «Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας, μετά από προσεκτική μελέτη της έκθεσης της Επιτροπής Διχοτόμησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η περαιτέρω εξέταση έδειξε ότι οι πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές δυσκολίες που συνεπάγεται η πρόταση δημιουργίας ανεξάρτητων κρατών, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού, στην Παλαιστίνη είναι τόσο μεγάλες που αυτή η λύση του προβλήματος είναι ανέφικτη.

Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα συνεχίσει λοιπόν την εντολή για την κυβέρνηση ολόκληρης της Παλαιστίνης. […] Είναι σαφές ότι το πιο σίγουρο θεμέλιο για την ειρήνη και την πρόοδο στην Παλαιστίνη θα ήταν η συνεννόηση μεταξύ των Αράβων και των Εβραίων, και η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι προετοιμασμένη κατ’ αρχάς να καταβάλει αποφασιστική προσπάθεια να προωθήσει μια τέτοια κατανόηση. Για το σκοπό αυτό, προτείνει να προσκληθούν άμεσα στο Λονδίνο εκπρόσωποι των Αράβων της Παλαιστίνης και των γειτονικών κρατών αφενός και της Εβραϊκής Υπηρεσίας αφετέρου, για να συζητήσουν σχετικά με τη μελλοντική πολιτική, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη. Όσον αφορά την εκπροσώπηση των Παλαιστινίων Αράβων, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αρνηθεί να δεχθεί αυτούς τους ηγέτες τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους για την εκστρατεία δολοφονιών και βίας.

Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας ελπίζει ότι αυτές οι συζητήσεις στο Λονδίνο μπορεί να βοηθήσουν στην προώθηση της συμφωνίας ως προς τη μελλοντική πολιτική όσον αφορά την Παλαιστίνη… εάν οι συζητήσεις του Λονδίνου δεν καταλήξουν σε συμφωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, θα λάβει τη δική της απόφαση υπό το φως της εξέτασης του προβλήματος και των συζητήσεων στο Λονδίνο και θα ανακοινώσει την πολιτική που προτείνει να ακολουθήσουν.».

23 Νοεμβρίου 1938: O υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες  Malcolm MacDonald ενημερώνει τη Βουλή των Κοινοτήτωνότι: «προσκλήσεις για συμμετοχή στις προτεινόμενες συζητήσεις στο Λονδίνο σχετικά με την Παλαιστίνη είχαν σταλεί στις κυβερνήσεις της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας και της Υπεριορδανίας και στην Εβραϊκή Υπηρεσία… ο Βασιλιάς της Υεμένης έχει επίσης προσκληθεί να στείλει αντιπροσωπεία για να παραστεί. Η απάντησή του αναμένεται σύντομα.».Ο MacDonald, μετά από άτυπες συναντήσεις του με τον Musa Alami για να διασφαλίσει τη παρουσία των Παλαιστινίων Αράβων στη διάσκεψη, στη Βουλή των Κοινοτήτων επαναλαμβάνει την άρνησή του να επιτρέψει στον Amin Husseini να είναι εκπρόσωπος, αλλά ανακοινώνει την προθυμία του να επιτρέψει στους Παλαιστίνιους ηγέτες που κρατούνται στις Σεϋχέλλες να συμμετέχουν στη διάσκεψη.

Τρεις ηγέτες της ΑΑΕ πριν από την απελευθέρωσή τους από την εξορία στις Σεϋχέλλες, Δεκέμβριος 1938. Ο Hussein al Khalidi κάθεται αριστερά, ο Fuad Saba στέκεται δεξιά. Κέντρο ο Ahmad Hilmi

7 Δεκεμβρίου 1938: Με βάση τη Δήλωση Πολιτικής (Έγγραφο Εντολής № 5893) της βρετανικής κυβέρνησης, εκδίδεται διαταγή για την απελευθέρωση από τις Σεϋχέλλες των πέντε Αράβων ηγετών που απελάθηκαν από την Παλαιστίνη τον Οκτώβριο του 1937. Αυτή η διαταγή δημοσιοποιείται στο Λονδίνο και την Παλαιστίνη με τους ακόλουθους όρους:

«Η ίδια, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας αποφάσισε ότι για τους Άραβες που θα επιλεχθούν να μεταβούν στο Λονδίνο για να εκπροσωπήσουν την Παλαιστίνη θα πρέπει να τους δοθούν πλήρεις διευκολύνσεις και ότι αυτές οι διευκολύνσεις θα ισχύουν εξίσου για εκείνους τους Άραβες που έχουν απελαθεί από την Παλαιστίνη ή τους έχει απαγορευτεί η είσοδό τους σε αυτή. Κατόπιν αυτής της απόφασης και μετά από διαβούλευση με τον Ύπατο Αρμοστή για την Παλαιστίνη, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας διέταξε την απελευθέρωση των Αράβων που κρατούνται τώρα στις Σεϋχέλλες.… Η απελευθέρωση αυτών των προσώπων είναι οριστική… Εάν απαιτηθούν οι υπηρεσίες τους στις συζητήσεις στο Λονδίνο, θα μπορούσαν να επιλεγούν ως εκπρόσωποι των Αράβων της Παλαιστίνης και θα απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία κινήσεων υπό την προϋπόθεση μόνο ότι δεν θα τους επιτραπεί να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη όπου υπό τις παρούσες συνθήκες η παρουσία τους θεωρείται ανεπιθύμητη.».

19 Δεκεμβρίου 1938: Οι εξορισμένοι στις Σεϋχέλλες Άραβες ηγέτες Fuad Saba, Hussein Khalidi, Yaqub al-Ghusayn, Ahmed Hilmi Pasha και Rashid al-Haj Ibrahim αφέθηκαν ελεύθεροι. Θα πάνε στο Κάιρο και στη συνέχεια, με τον Jamal al-Husayni, στη Βηρυτό όπου θα συναντηθούν με τον φυγά αυτοεξόριστο εκεί Χατζ Αμίν αλ-Χουσεΐνι, για να πάρουν οδηγίες από τoν μουφτή, σχετικά με την στάση που θα κρατήσουν στην προγραμματισμένη διάσκεψη του Λονδίνου.

Δεκέμβριος 1938: Η ετήσια «Έκθεση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για τη Διοίκηση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας για το έτος 1938» αναφέρει τις απώλειες Βρετανών, Εβραίων και Αράβων σε νεκρούς και τραυματίες κατά τη διάρκεια του 1938. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση από την πλευρά των Βρετανών σκοτώνονται συνολικά 77, από τους οποίους οι 12 είναι αστυνομικοί, οι 63 στρατιωτικοί και 2 άμαχοι. Οι τραυματίες είναι 216 συνολικά, οι 15 αστυνομικοί, οι 200 στρατιωτικοί, και ένας άμαχος. Στους Εβραίους ο συνολικός αριθμός των νεκρών ανέρχεται σε 255, από τους οποίους 206 άμαχοι και 49 αστυνομικοί. Οι τραυματίες είναι συνολικά 390, από τους οποίους άμαχοι είναι οι 318 και οι 72 αστυνομικοί. Από την πλευρά των Αράβων οι νεκροί ανέρχονται σε 503, από τους οποίους οι άμαχοι είναι 454 και οι 49 αστυνομικοί. Οι τραυματίες Άραβες είναι συνολικά 598 (554 άμαχοι και 44 αστυνομικοί). Στην ταξινόμηση της η έκθεση αναφέρει και μια τέταρτη κατηγορία «ένοπλες ομάδες»  για τις οποίες: «Δεν μπορεί να δοθεί ακριβής αριθμός των απωλειών που υπέστησαν μέλη ένοπλων ομάδων, αλλά μια συντηρητική εκτίμηση των στρατιωτικών αρχών είναι ότι περίπου 1 000 σκοτώθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις το 1938, ενώ περίπου ο ίδιος αριθμός τραυματίστηκαν. Εκτιμάται ότι οι πραγματικές απώλειες που προκλήθηκαν ήταν σημαντικά υψηλότερες, διότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια από αραβικές ομάδες για την απομάκρυνση και την απόκρυψη απωλειών.».

Διάσκεψη του Λονδίνου στο St James’s Palace, Φεβρουάριος 1939. Παλαιστίνιοι εκπρόσωποι (πρώτο πλάνο), από αριστερά προς τα δεξιά: Fuad Saba, Yaqub Al-Ghussein, Musa Alami, Husayin al-Khalidi, Jamal Al-Husseini, Awni Abdul Hadi, George Antonious και Alfred Roch. Απέναντι είναι οι Βρετανοί, με τον Neville Chamberlain να προεδρεύει. Στα δεξιά του είναι ο Λόρδος Halifax, και στα αριστερά του ο Malcolm MacDonald

30 Ιανουαρίου 1939: Βόμβα που τοποθετούν Παλαιστίνιοι Άραβες σε ένα εργαστήριο στη Χάιφα σκοτώνει 1 Εβραίο και τραυματίζει άλλους 5.  

7 Φεβρουαρίου – 17 Μαρτίου 1939: Η βρετανική κυβέρνηση διοργανώνει στο Λονδίνο μια διάσκεψη μεταξύ Αράβων και Εβραίων για να καθορίσουν το μέλλον της Παλαιστίνης. Τα πέντε αραβικά καθεστώτα που προσκαλούνται είναι τα βασίλεια της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας και της Υεμένης και το Εμιράτο της Υπεριορδανίας – όλα εντός της βρετανικής σφαίρας επιρροής,  αλλά όχι  η Συρία και ο Λίβανος, που ήταν γαλλικές Εντολές.

Επικεφαλής της αραβικής παλαιστινιακής αντιπροσωπείας είναι ο Jamal al-Husayni. Τα υπόλοιπα μέλη είναι οι: Awni Abd al-Hadi, Yacoub Al Ghussein, Husayin al-Khalidi, Alfred Roch και Musa Alami. Τους συνοδεύουν  ο George Antonius και ο Fuad Saba, οι οποίοι θα ασκήσουν τα χρέη γραμματέων. Οι Παλαιστίνιοι εκπρόσωποι είχαν συναντήσεις με τους εκπροσώπους των αραβικών κρατών στο Κάιρο από τις 17 Ιανουαρίου. Παρά την πίεση των άλλων αντιπροσώπων, η παλαιστινιακή ομάδα αρνήθηκε να συμπεριλάβει εκπροσώπους από το μετριοπαθές Κόμμα Εθνικής Άμυνας (NDP) του Raghib al-Nashashibi. Οι Βρετανοί γνωστοποίησαν ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα συνομιλούσαν με δύο παλαιστινιακές αραβικές αντιπροσωπείες. Ο Nashashibi και ο αναπληρωτής του Ya’aqoub Farraj προσχώρησαν στην αραβική αντιπροσωπεία δύο ημέρες μετά την τελετή έναρξης.

Επικεφαλής της εβραϊκής αντιπροσωπείας είναι ο Χάιμ Βάιζμαν, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, αν και το βάρος της διαπραγμάτευσης θα πέσει στις πλάτες του προέδρου της Εβραϊκής Υπηρεσίας Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν. Μέλη της αντιπροσωπείας είναι οι Moshe Sharett, Leonard Stein και Berl Katznelson. Για να τονίσει τον ισχυρισμό της ότι εκπροσωπεί όλους τους Εβραίους και για να αντισταθμίσει την παρουσία εκπροσώπων από τα αραβικά κράτη, η εβραϊκή αντιπροσωπεία περιλάμβανε μέλη από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Βρετανία, τη Νότια Αφρική και την Παλαιστίνη. Από την αμερικανική σιωνιστική οργάνωση ο ραβίνος Stephen Wise και η Henrietta Szold, από την βρετανική σιωνιστική οργάνωση ο Selig Brodetsky. Επειδή η αντιπροσωπεία είναι στο όνομα όλων των Εβραίων και όχι μόνο των σιωνιστών, όπως ήθελε ο Μπεν-Γκουριόν, μέλη της αντιπροσωπίας είναι και οι μη σιωνιστές  Sholem Asch, ο λόρδος Melchett και ο πρόεδρος του Agudat Yisrael, του κόμματος των υπερορθόδοξων Εβραίων (Χαρεντί).

Την διάσκεψη άνοιξε στις 7 Φεβρουαρίου 1939 στο Παλάτι του Σεντ Τζέιμς στο Λονδίνο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Neville Chamberlain. Η αραβική παλαιστινιακή αντιπροσωπεία αρνείται να συμμετέχει σε οποιεσδήποτε κοινές συνεδριάσεις με την εβραϊκή αντιπροσωπεία, οπότε γίνονται δύο τελετές έναρξης. Η πρώτη τελετή, για την αραβική αντιπροσωπεία, είναι στις 10.30 π.μ., και η δεύτερη για την εβραϊκή αντιπροσωπεία στις 11.45 π.μ.. Τις επόμενες ημέρες ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες Malcolm MacDonald θα πραγματοποιήσει μια σειρά ξεχωριστών συναντήσεων με την αραβική και την εβραϊκή αντιπροσωπεία.

Στις 9 Φεβρουαρίου, ο Jamal al-Husayni παρουσιάζοντας τις αραβικές θέσεις έθεσε ως πρώτο θέμα να καθοριστεί το νόημα των επιστολών που είχαν ανταλλάξει την περίοδο Ιουλίου του 1915 – Μαρτίου του 1916, ο σαρίφης Χουσεΐν μπιν Αλί και ο Ύπατος Αρμοστής της Αιγύπτου Χένρι ΜακΜάχον, με αντικείμενο συζήτησης την στάση των Βρετανών σε περίπτωση που οι Άραβες θα εξεγείρονταν εναντίον των Τούρκων. Σύμφωνα με την παλαιστινιακή αντιπροσωπεία, από την αλληλογραφία Χουσεΐν- ΜακΜάχον προκύπτει ότι οι Βρετανοί είχαν δεσμευτεί να υποστηρίξουν την ίδρυση ενός αραβικού κράτους στα όρια του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η Παλαιστίνη.

Στις 15 Φεβρουαρίου, Βρετανοί και Άραβες συμφωνούν να σχηματίσουν μια ειδική διμερή επιτροπή, υπό την προεδρία του λόρδου καγκελάριου Frederic Herbert Maugham, για να ασχοληθεί με το θέμα. Αυτό παρέχει στην αραβική αντιπροσωπεία,  ειδικά τον George Antonius (1891-1942), γενικό γραμματέα της, την ευκαιρία να παρουσιάσει μια ενδελεχή ανάλυση της αλληλογραφίας από την οποία προκύπτει σύμφωνα με τον ίδιο, η αναμφισβήτητη συμπερίληψή της Παλαιστίνης στην αραβική ανεξάρτητη επικράτεια και να επιχειρηματολογήσει υπέρ της προτεραιότητας των δεσμεύσεων του ΜακΜάχον έναντι της Διακήρυξη Μπάλφουρ. Ο Antonius άλλωστε τέσσερις μήνες πριν είχε δημοσιεύσει το «The Arab Awakening», που θεωρείται  ως το θεμελιώδες εγχειρίδιο της ιστορίας του σύγχρονου αραβικού εθνικισμού. Στο Παράρτημα I του βιβλίου του παρουσιάζονται, για πρώτη φορά (εάν εξαιρέσουμε τη δημοσίευση αποσπασμάτων στη Daily Mail το 1922)  δημόσια, οι επιστολές μεταφρασμένες από τον ίδιο στα αγγλικά, ενώ στο ένατο κεφάλαιο γίνεται η ανάλυσή τους, που θα αποτελέσει και τον μπούσουλα της αραβικής στάσης στις συζητήσεις της ειδικής διμερής επιτροπής στη διάσκεψη του Λονδίνου το 1939.

Σύμφωνα με τον  Antonius, ο σαρίφης Χουσεΐν θέλει, πριν αναλάβει την ηγεσία μιας «εθνικής» εξέγερσης, να αποσπάσει τη γραπτή δέσμευση των Βρετανών για την ίδρυση ενός «αραβικού χαλιφάτου του Ισλάμ» (ουσιαστικά αραβικού κράτους). Έτσι στην πρώτη του επιστολή προς τον ΜακΜάχον, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1915, απαιτεί τη συνένωση όλων των αραβόφωνων περιοχών ανατολικά της Αιγύπτου, δηλαδή τις επαρχίες της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων   του Λιβάνου και της Παλαιστίνης και τις επαρχίες του Ιράκ μαζί με την Αραβική Χερσόνησο, σε ένα χαλιφάτο. Στην απαντητική του επιστολή, στις 30 Αυγούστου 1915, ο ΜακΜάχον, αναφέρεται στη υποστήριξη της Βρετανίας για τη δημιουργία χαλιφάτου με έδρα τη Μέκκα-Μεδίνα, χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν είναι υπέρ της ίδρυσης κοσμικού αραβικού κράτους. Όσον αφορά το ζήτημα των συνόρων θα απαντήσει ότι: «οι διαπραγματεύσεις φαίνονται πρόωρες και χάσιμο χρόνου σε λεπτομέρειες σε αυτό το στάδιο, με τον πόλεμο σε εξέλιξη και τους Τούρκους σε αποτελεσματική κατοχή του μεγαλύτερου μέρους αυτών των περιοχών.». Ο Χουσεΐν θα απαντήσει άμεσα με επιστολή του στις 9 Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζοντας τη θέση των Βρετανών για τα σύνορα «διστακτική και χλιαρή» και απαιτεί να του δοθεί ξεκάθαρη απάντηση.

Ο ΜακΜάχον, υπό την καθοδήγηση του βρετανού υπουργού Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι,  στην επιστολή του στις 24 Οκτωβρίου 1915, διαβιβάζει στον Χουσεΐν ότι «οι περιφέρειες της Μερσίνης και της Αλεξανδρέττας  και τμήματα της Συρίας που βρίσκονται δυτικά των περιοχών της Δαμασκού, της Χομς, της Χάμα και του Χαλεπίου, δεν μπορούν να ειπωθούν ότι είναι αμιγώς αραβικές και για αυτό πρέπει να εξαιρεθούν από την προτεινόμενη οριοθέτηση…. Όσον αφορά τις περιοχές που βρίσκονται εντός των προτεινόμενων συνόρων, στις οποίες η Μεγάλη Βρετανία είναι ελεύθερη να ενεργεί χωρίς να βλάπτει τα συμφέροντα της συμμάχου της Γαλλίας, είμαι εξουσιοδοτημένος να σας δώσω τις ακόλουθες δεσμεύσεις εξ ονόματος της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας και να απαντήσω:(1) Ότι, …, η Μεγάλη Βρετανία είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των Αράβων σε όλες τις περιοχές που βρίσκονται εντός των συνόρων που προτείνει ο Σαρίφης της Μέκκας·…». Η επιστολή περιέχει επίσης άλλες τέσσερις δεσμεύσεις των Βρετανών, για άλλα ζητήματα εκτός από αυτά των συνόρων.

Ο Χουσεΐν ξεκινά την απαντητική του επιστολή στις 5 Νοεμβρίου, ορίζοντας τη στάση του στο ζήτημα των συνόρων. Συναινεί αμέσως στον αποκλεισμό του Βιλαετίου των Αδάνων (που περιλάμβανε το λιμάνι της Μερσίνης) από την περιοχή της αραβικής ανεξαρτησίας. αλλά αρνείται να αποδεχτεί τον αποκλεισμό «τμημάτων της Συρίας που βρίσκονται στα δυτικά των περιοχών της Δαμασκού, της Χομς, της Χάμα και του Χαλεπίου», με το σκεπτικό ότι, σε αντίθεση με τη Μερσίνα και τα Άδανα, ήταν αμιγώς αραβικές περιοχές, ούτε παραδέχεται τον αποκλεισμό της Αλεξανδρέττας. Ο Antonius θα πει ότι «συναινώντας στον αποκλεισμό του Βιλαετίου των Αδάνων, ο σαρίφης είχε παραχωρήσει περισσότερα και λιγότερα από όσα είχε ζητήσει ο ΜακΜάχον».

Η απάντηση των Βρετανών στην τρίτη επιστολή του σαρίφη άργησε να έρθει. Χρονολογείται στις 13 Δεκεμβρίου και το ύφος του θα παρατηρήσει ο Antonius «-ούτως ή άλλως στα αραβικά στα οποία κυκλοφόρησε- ταλαντεύεται μεταξύ αοριστίας και ακρίβειας.». Σε αυτή, ο ΜακΜάχον εκφράζει την ικανοποίησή του για τον αποκλεισμό του Βιλαετίου των Αδάνων, αλλά διατηρεί την επιφύλαξη του για τις παράκτιες περιοχές της βόρειας Συρίας, όχι πλέον με την δικαιολογία ότι δεν ήταν αμιγώς αραβικές, αλλά μόνο λόγω του ότι εμπλέκονται γαλλικά συμφέροντα.

Ο Χουσεΐν επανέρχεται στο θέμα των παράκτιων περιοχών της βόρειας Συρίας, στην τέταρτη επιστολή του την 1η Ιανουαρίου 1916. Σύμφωνα με τον Antonius: «είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκεται σε δίλημμα. Από τη μια πλευρά, ανυπομονεί να ολοκληρώσει μια διαπραγμάτευση που συνεχιζόταν ουσιαστικά από τον Οκτώβριο του 1914, ώστε να ξεκινήσει ενεργές προετοιμασίες για την εξέγερση και από την άλλη, η πρόταση να αποκλειστεί οποιοδήποτε τμήμα της Συρίας από την περιοχή της αραβικής ανεξαρτησίας ήταν μια πρόταση για την οποία δεν ήταν ελεύθερος να συμβιβαστεί, πόσο μάλλον να υποχωρήσει. Η έξοδός του από το δίλημμα δεν είναι ούτε συμβιβασμός ούτε συναίνεση, αλλά αναβολή. Λέει στον ΜακΜάχον ότι επιθυμεί να αποφύγει τη διατάραξη της συμφωνίας μεταξύ Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας και ότι ως εκ τούτου θα αφήσει το θέμα στο ράφι για τη διάρκεια του Πολέμου. Αλλά του δίνει με απλή γλώσσα να καταλάβει ότι δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στη Γαλλία ή σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη «ένα τετραγωνικό πόδι εδάφους σε εκείνα τα μέρη» και ότι θα άρπαζε την πρώτη ευκαιρία μετά τη λήξη του πολέμου για να δικαιώσει την αραβική αξίωση σε ολόκληρη τη Συρία.

Δεν ζητά απάντηση σε καμία από τις παρατηρήσεις του, αλλά γράφει ως κάποιος που θεωρεί ότι το παζάρι έχει ολοκληρωθεί και το σημείωμα τελειώνει με μια επανάληψη της αποφασιστικότητάς του να κηρύξει μια εξέγερση το νωρίτερο, και με μια υπόδειξη ότι θα ενημερώσει τον ΜακΜάχον σε εύθετο χρόνο για τις απαιτήσεις του σε όπλα, πυρομαχικά και προμήθειες.

Η προθυμία του Χουσεΐν να αναβάλει το ζήτημα των παράκτιων περιοχών της βόρειας Συρίας μπορεί να φαίνεται ασυμβίβαστη με την προηγούμενη επιμονή του σε μια άμεση και πλήρη συναίνεση με τους όρους του εκ των προτέρων. Η εξήγηση είναι ψυχολογική: έγκειται στη βαθιά πίστη που είχε στη βρετανική ακεραιότητα – μια πεποίθηση που διατηρήθηκε ευρέως στον αραβικό κόσμο εκείνη την εποχή.».

Ο Χένρι ΜακΜάχον στην τέταρτη επιστολή του, στις 30 Ιανουαρίου 1916, επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις προηγούμενες δηλώσεις του. Επαινεί τον σαρίφη για την επιθυμία του να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τη Μεγάλη Βρετανία στις σχέσεις της με τη Γαλλία, αλλά υπαινίσσεται ότι θα ήταν μάταιο να περιμένει χαλάρωση της αγγλογαλλικής αλληλεγγύης μετά τον πόλεμο. Δηλαδή σε περίπτωση που η Γαλλία διατηρήσει τις αξιώσεις της, η Μεγάλη Βρετανία δεν θα μπορούσε να παράσχει καμία εγγύηση ότι εκείνα τα τμήματα της Συρίας που είχαν εξαιρεθεί από την αραβική περιοχή στην επιστολή του της 24ης  Οκτωβρίου 1915 θα περιλαμβανόταν στα εδάφη στα οποία είχε δεσμευτεί να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την αραβική ανεξαρτησία.

Η Eπιτροπή Maugham καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αραβική εκδοχή είχε υποβαθμιστεί και ότι από το 1918, η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε καμία εξουσία να αγνοήσει τις απόψεις των γηγενών κατοίκων σε αυτό που θα γινόταν Παλαιστίνη. Ωστόσο οι δύο πλευρές (βρετανική και αραβική) θα συνεχίσουν να διαφωνούν σχετικά με την ακριβή σημασία ορισμένων από τις εδαφικές αναφορές, ιδίως εάν «τμήματα της Συρίας που βρίσκονται στα δυτικά των περιοχών της Δαμασκού, της Χαμά, της Χομς και του Χαλεπίου» περιλαμβάνουν και την Παλαιστίνη, όπως ισχυρίζονται οι Βρετανοί ή δεν την περιλαμβάνουν όπως ισχυρίζονται οι Παλαιστίνιοι Άραβες. Γεγονός είναι πως  η Παλαιστίνη βρίσκεται νότια και όχι δυτικά των περιοχών που είχαν εξαιρεθεί.

Η παλαιστινιακή αντιπροσωπεία επέμενε στις πάγιες θέσεις της: να τερματιστεί η Εντολή, η Παλαιστίνη να είναι ανεξάρτητη ως αραβικό κράτος με την παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων στους Εβραίους και να σταματήσει η εβραϊκή μετανάστευση και η απόκτηση πρόσθετης γης από Εβραίους.

Από την άλλη είναι οι σιωνιστές αντιπρόσωποι που επιμένουν στην απρόσκοπτη εβραϊκή μετανάστευση, δεν αντιτίθενται στη συνέχιση της Εντολής, απορρίπτουν ένα καθεστώς μειονότητας για τους Εβραίους σε μια ανεξάρτητη Παλαιστίνη και είναι έτοιμοι να συζητήσουν τη διχοτόμηση.

Η διάσκεψη φτάνει γρήγορα σε αδιέξοδο. Στη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1939, ο ΜακΝτόναλντ θα παρουσιάσει διάφορες προτάσεις στην αραβική και εβραϊκή αντιπροσωπεία. Για τους Άραβες είναι πρόθυμος να εξετάσει το ενδεχόμενο ενός ενιαίου κράτους, κατοχυρώνοντας την αραβική πλειοψηφία εάν επέτρεπαν την εβραϊκή μετανάστευση να συνεχιστεί σε περιορισμένη βάση για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αλλά οι Παλαιστίνιοι Άραβες απορρίπτουν την πρόταση και ζητούν αμέσως ένα ανεξάρτητο κράτος, κάτι που η Βρετανία δεν αποδέχεται. Στους σιωνιστές, ο ΜακΝτόναλντ προτείνει να αναγνωρίσουν ότι η παρουσία τους στην Παλαιστίνη θα πρέπει να βασίζεται στην αραβική συναίνεση, ένα θέμα που αναφέρεται επίσης στην αλληλογραφία Χουσεΐν – ΜακΜάχον αλλά δεν αναφέρεται ποτέ στη Διακήρυξη Μπάλφουρ. Οι σιωνιστές απορρίπτουν αυτή την πρόταση και απαιτούν τη συνέχιση της μετανάστευσης χωρίς αυτή να υπόκειται σε αραβικό βέτο.

Η διάσκεψη καταρρέει παρά την προθυμία των αραβικών κρατών να αποδεχθούν τις βρετανικές προτάσεις. Στις 26 Φεβρουαρίου, ο Μπεν Γκουριόν θα αρνηθεί να παραστεί σε βρετανικό τελετουργικό δείπνο προς τιμήν του ΜακΝτόναλντ, ενώ την επόμενη μέρα η εφημερίδα Davar του Mapai στην Παλαιστίνη, δημοσιεύει τηλεγράφημα του Μπεν Γκουριόν που αναφέρει: «Υπάρχει ένα σχέδιο για να εκκαθαριστεί η Εθνική Εστία και να μας παραδώσουν στην κυριαρχία των αρχηγών συμμοριών». Την ίδια μέρα, βομβιστικές επιθέσεις της Irgun πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, σκοτώνοντας 38 Παλαιστίνιους Άραβες και τραυματίζοντας 44. Έκτοτε η εβραϊκή αντιπροσωπεία αρνείται  να πραγματοποιήσει περαιτέρω επίσημες συνεδριάσεις και περιορίζει τη συμμετοχή της σε άτυπες συναντήσεις στο γραφείο του ΜακΝτόναλντ.

Στις 3 Μαρτίου, ο Μπεν Γκουριόν δεν θα επιτύχει να πείσει την εβραϊκή αντιπροσωπεία να αποχωρίσει, αλλά την επόμενη μέρα θα αρρωστήσει και θα αποσυρθεί για αρκετές μέρες. Μέχρι τις 16 Μαρτίου, πολλοί από τους Εβραίους αντιπροσώπους θα εγκαταλείψουν το Λονδίνο.

Στις 6 Μαρτίου, ένα μέλος του αιγυπτιακού υπουργείου Εξωτερικών πηγαίνει από το Κάιρο στη Βηρυτό για να προσπαθήσει να πείσει τον Αμίν αλ-Χουσεΐνι να εγκρίνει το σχέδιο των Βρετανών, αλλά ο τελευταίος δεν το δέχεται.

Στις 17 Μαρτίου, ο Βάιζμαν στέλνει επιστολή στον ΜακΝτόναλντ: «Η σιωνιστική αντιπροσωπεία, έχοντας εξετάσει προσεκτικά τις προτάσεις που της τέθηκαν από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας στις 15 Μαρτίου 1939, λυπάται που δεν μπορεί να τις δεχτεί ως βάση συμφωνίας, και αποφάσισε να αποχωρήσει.».

26 Φεβρουαρίου 1939: Από βομβιστικές επιθέσεις της Irgun σε μια αγορά της Χάιφα σκοτώνονται 24 Παλαιστίνιοι Άραβες και τραυματίζονται άλλοι 37, ενώ στη λαχαναγορά της Ιερουσαλήμ σκοτώνονται 4 Παλαιστίνιοι και τραυματίζονται άλλοι 5. Την ίδια μέρα, βόμβα που τοποθετούν Παλαιστίνιοι Άραβες σε φορτηγό στη Χάιφα σκοτώνει 2 Εβραίους.

27 Μαρτίου 1939: Ο Γενικός Διοικητής του Γραφείου της Αραβικής Εξέγερσης στην Παλαιστίνη Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad, σκοτώνεται σε συμπλοκή με Βρετανούς στρατιώτες κοντά στο χωριό Sanur που βρίσκεται μεταξύ Τζενίν και Ναμπλούς.

Abd al-Rahim al-Hajj Muhammad (1892 – 1939)

Μετά την λήξη της απεργίας και την κατάπαυση του πυρός, τον Οκτώβριο του 1936, ο al-Hajj Muhammad θα διαφύγει στη Δαμασκό για να αποφύγει τη σύλληψη. Οι Βρετανοί τον έχουν επικήρυξη  με αμοιβή 500 παλαιστινιακές λίρες. Ενώ βρίσκεται στη Δαμασκό, ο al-Hajj Muhammad συγκεντρώνει κεφάλαια και αγοράζει όπλα για την εξέγερση. Αρχίζει επίσης να συνεργάζεται με Σύριους και Λιβανέζους εθνικιστές για να μεταφέρει λαθραία τα όπλα στην Παλαιστίνη. Ο Al-Hajj Muhammad αργότερα θα φύγει από τη Δαμασκό για το ορεινό χωριό του Λιβάνου Καρναγιέλ ανατολικά της Βηρυτού. Από εκεί διατηρεί τακτικές επικοινωνίες με τους άνδρες  του. Μετά την δημοσίευση του σχεδίου Peel για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, η ΑΑΕ ζητά από τους ηγέτες των ανταρτών να επιστρέψουν και να συνεχίσουν τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην Παλαιστίνη για να πιέσουν τις αρχές. Για το σκοπό αυτό, ο al-Hajj Muhammad επιστρέφει στην Παλαιστίνη τον Απρίλιο του 1937, επανδρώνει τέσσερεις ομάδες  με περιοχή δράσης το αποκαλούμενο από τους Βρετανούς «Τρίγωνο του Τρόμου» – Tulkarm-Jenin-Nablus και διορίζει τον Ahmad Massad υποδιοικητή του. Κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μεταξύ ανταρτών και βρετανικών δυνάμεων στο χωριό an-Nazla ash-Sharqiya στις αρχές Δεκεμβρίου 1937, ο al-Hajj Muhammad τραυματίζεται, αλλά καταφέρνει να αποφύγει τη σύλληψη όταν ο μουχτάρ (αρχηγός του χωριού) τον κρύβει σε μια κοντινή σπηλιά. Τέσσερις από τους άνδρες του al-Hajj Muhammad σκοτώνονται στη μάχη. Μετά την αποχώρηση των Βρετανών από την περιοχή, ο al-Hajj Muhammad νοσηλεύεται από τοπικούς γιατρούς μέχρι τον Ιανουάριο του 1938, όταν θα φυγαδευτεί στη Δαμασκό για περαιτέρω ιατρική φροντίδα. Θα επιστρέψει στην Παλαιστίνη αργότερα τον ίδιο μήνα. Τον Σεπτέμβριο του 1938 θα εκλεγεί μαζί με τον Abd al-Raziq εκ περιτροπής ως γενικός διοικητής του Γραφείου της Αραβικής Εξέγερσης στην Παλαιστίνη, αξίωμα που θα το αναλάβει μόνος του από τον Φεβρουάριο του 1939. Στις 27 Μαρτίου 1939 θα βρεθεί στο χωριό Sanur, μαζί με δύο από τους υφιστάμενους διοικητές του και λίγους μαχητές του. Οι κινήσεις τους όμως έγιναν αντιληπτές από την «ομάδα ειρήνης» του Farid Irsheid που τον παρακολουθεί. Ο Farid Irsheid ένας από τους σημαντικότερους τοπικούς ηγέτες στην περιοχή Τζενίν, φίλος του ‘Abd al-Hadi, των σιωνιστών και των Βρετανών, θεωρεί υπεύθυνο τον  al-Hajj Muhammad, για τον θάνατο των αδερφών του Ahmad και Muhammad, που σκοτώθηκαν τον Μάιο του 1938, και θέλει να πάρει εκδίκηση. Η ομάδα πληροφοριοδοτών του Irsheid μεταβιβάζει τις πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις του al-Hajj Muhammad στη βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και μια μεγάλη δύναμη από τον Βρετανικό Στρατό, μαζί με την ομάδα ειρήνης του Irsheid φτάνουν στο Sanur. Θα ακολουθήσει μάχη στην παρακείμενη πεδιάδα Marj Sanur κατά την οποία θα πέσει νεκρός ο al-Hajj Muhammad μαζί με έναν από τους υποδιοικητές του. Σύμφωνα με ορισμένους κατοίκους που παρακολουθούν τη σύγκρουση, ο Βρετανός αξιωματικός που ηγείται  της επιχείρησης, Τζέφρι Μόρτον, θα βγάλει το καπέλο του και θα καλύψει το πρόσωπο του al-Hajj Muhammad με ένα μαντήλι σε ένδειξη σεβασμού.

17 Απριλίου 1939: Η Histadrut ανακοινώνει την έναρξη εκστρατείας κατά των βρετανικών προτάσεων, της διασκέψεως του Λονδίνου. Τον πρώτο μήνα μετά το τέλος της διάσκεψης, πάνω από 1700 Εβραίοι λαθρομετανάστες φτάνουν στην Παλαιστίνη.

Μάιος 1939: Το 3ο τάγμα πεζικού «Black Watch», του Βασιλικού Συντάγματος της Σκωτίας (Royal Regiment of Scotland), για να αναγκάσει τους κατοίκους του χωριού Halhul (βρίσκεται 5 χιλιόμετρα βόρεια της Χεβρώνας), να παραδώσουν τα όπλα που υποπτεύονταν ότι έκρυβαν, φυλακίζουν όλους τους άνδρες του χωριού σε ένα συρμάτινο κλουβί στον ήλιο με λίγο νερό και καθόλου τροφή. Το αποτέλεσμα είναι 13 άνδρες να πεθάνουν από αφυδάτωση και ακόμη ένα άτομο να σκοτωθεί προσπαθώντας να αποδράσει. Μερικοί μάρτυρες αναφέρουν και για ένα δεύτερο «καλό» κλουβί με αρκετό νερό, τροφή και καταφύγιο από τον ήλιο για τους άνδρες που θα συνεργάζονταν. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Βρετανός γιατρός Forster, μιλά για δύο κλουβιά, το ένα για τους άνδρες και το άλλο για τις γυναίκες, και δεν κάνει καμία αναφορά για «καλό» και «κακό» κλουβί.

17 – 24 Μαΐου 1939: Στις 9 του Νοέμβρη 1938, η βρετανική κυβέρνηση συνοδεύει τη δημοσίευση της Έκθεσης της Επιτροπής Διχοτόμησης με μια Δήλωση Πολιτικής (Cmd. № 5893) που απορρίπτει τη διχοτόμηση ως ανέφικτη υπό το φως των ερευνών της Επιτροπής, αλλά υποδηλώνει ότι μια αραβοεβραϊκή συμφωνία μπορεί να είναι ακόμα δυνατή. Ως εκ τούτου, προσκαλούνται οι εκπρόσωποι των Αράβων της Παλαιστίνης, των γειτονικών αραβικών κρατών και της Εβραϊκής Υπηρεσίας να συζητήσουν με τη βρετανική κυβέρνηση στο Λονδίνο το μέλλον της Παλαιστίνης. Η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει, ωστόσο, ότι «εάν οι συζητήσεις του Λονδίνου δεν καταλήξουν σε συμφωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, θα λάβει τη δική της απόφαση υπό το φως της εξέτασης του προβλήματος και των συζητήσεων στο Λονδίνο και θα ανακοινώσει την πολιτική που προτείνει να ακολουθήσουν.». Έτσι και θα γίνει. Στις 17 Μαΐου 1939 παρουσιάζεται από τον υπουργό Εξωτερικών για τις Αποικίες ΜακΝτόναλντ, στη βρετανική βουλή, η Δήλωση Πολιτικής (Λευκή Βίβλο), ως Έγγραφο Εντολής (Cmd.) № 6019 της βρετανικής κυβέρνησης του Νέβιλ Τσάμπερλεν, μετά την αποτυχία της διάσκεψης του Λονδίνου μεταξύ Αράβων και Εβραίων, για να καθοριστεί το μέλλον της Παλαιστίνης.  

Η Λευκή Βίβλος περιλαμβάνει τρεις ενότητες πολιτικής: (I) το Σύνταγμα, (II) τη Μετανάστευση και (III) τη Γη.

Στην πρώτη ενότητα η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι με περισσότερους από 450.000 Εβραίους να έχουν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη, έχει εκπληρωθεί η Διακήρυξη του Μπάλφουρ για «ένα εθνικό σπίτι για τον εβραϊκό λαό». Από την άλλη η βρετανική κυβέρνηση εμμένει στην άποψη ότι  ολόκληρη η Παλαιστίνη δυτικά της Ιορδανίας αποκλείστηκε από τη δέσμευση του Sir Henry McMahon, εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης, να αναγνωρίσει ως μέρος ενός μελλοντικού αραβικού ανεξάρτητου κράτους και «εκφράζει τη λύπη της για τις παρεξηγήσεις που έχουν προκύψει σχετικά με ορισμένες από τις φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν» στην αλληλογραφία Χουσεΐν – ΜακΜάχον.

Στη συνέχεια η βρετανική κυβέρνηση κάνει την ακόλουθη δήλωση των προθέσεών της σχετικά με τη μελλοντική κυβέρνηση της Παλαιστίνης:

«(1) Στόχος της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας είναι η εγκαθίδρυση εντός 10 ετών ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Κράτους σε τέτοιες σχέσεις συνθήκης με το Ηνωμένο Βασίλειο που θα καλύπτουν ικανοποιητικά τις εμπορικές και στρατηγικές απαιτήσεις και των δύο χωρών στο μέλλον. Η πρόταση για την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους θα περιλάμβανε διαβούλευση με το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών με σκοπό τον τερματισμό της Εντολής.

 (2) Το ανεξάρτητο κράτος θα πρέπει να είναι ένα κράτος στο οποίο οι Άραβες και οι Εβραίοι μοιράζονται την κυβέρνηση με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζονται τα ουσιαστικά συμφέροντα κάθε κοινότητας.

 (3) Της ίδρυσης του ανεξάρτητου Κράτους θα προηγηθεί μια μεταβατική περίοδος καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα διατηρήσει την ευθύνη για τη χώρα. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στον λαό της Παλαιστίνης θα δοθεί όλο και μεγαλύτερο μέρος στη διακυβέρνηση της χώρας του. Και τα δύο τμήματα του πληθυσμού θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στον κυβερνητικό μηχανισμό, και η διαδικασία θα διεξαχθεί ανάλογα με το εάν και οι δύο θα το επωφεληθούν ή όχι.

 (4) Μόλις αποκατασταθεί επαρκώς η ειρήνη και η τάξη στην Παλαιστίνη, θα ληφθούν μέτρα για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής παροχής στον λαό της Παλαιστίνης ενός αυξανόμενου ρόλου στη διακυβέρνηση της χώρας του, με στόχο να τεθούν Παλαιστίνιοι επικεφαλής όλων των Υπουργείων της Κυβέρνησης, με τη βοήθεια Βρετανών συμβούλων αλλά να υπόκεινται στον έλεγχο του Ύπατου Αρμοστή. Εκπρόσωποι Αράβων και Εβραίων θα προσκληθούν να υπηρετήσουν ως επικεφαλής των Τμημάτων περίπου σε αναλογία με τους αντίστοιχους πληθυσμούς τους. Ο αριθμός των Παλαιστινίων που είναι υπεύθυνοι για τα Τμήματα θα αυξηθεί όπως το επιτρέπουν οι περιστάσεις έως ότου όλοι οι επικεφαλής των Τμημάτων να είναι Παλαιστίνιοι, ασκώντας τα διοικητικά και συμβουλευτικά καθήκοντα που επί του παρόντος εκτελούν Βρετανοί αξιωματούχοι. Όταν φτάσει σε αυτό το στάδιο, θα εξεταστεί το ζήτημα της μετατροπής του Εκτελεστικού Συμβουλίου σε Συμβούλιο Υπουργών με επακόλουθη αλλαγή στο καθεστώς και τις λειτουργίες των Παλαιστινίων επικεφαλής τμημάτων.

 (5) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν κάνει προτάσεις σε αυτό το στάδιο σχετικά με τη σύσταση εκλογικού νομοθετικού σώματος. Ωστόσο, θα το θεωρούσε ως κατάλληλη συνταγματική εξέλιξη και, εάν η κοινή γνώμη στην Παλαιστίνη είναι υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης, θα είναι προετοιμασμένη, εφόσον το επιτρέπουν οι τοπικές συνθήκες, να δημιουργήσουν τους απαραίτητους μηχανισμούς.

 (6) Στο τέλος πέντε ετών από την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, θα συσταθεί κατάλληλο όργανο αντιπροσωπευτικό του λαού της Παλαιστίνης και της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας για να επανεξετάσει τη λειτουργία των συνταγματικών ρυθμίσεων κατά τη μεταβατική περίοδο και να εξετάσει και να κάνει συστάσεις σχετικά με το σύνταγμα του ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Κράτους.

 (7) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα απαιτήσει να βεβαιωθεί ότι στη συνθήκη που εξετάζεται στην υποπαράγραφο (1) έχει ληφθεί επαρκής πρόβλεψη για:

 (α) την ασφάλεια και την ελευθερία πρόσβασης στους Ιερούς Τόπους και την προστασία των συμφερόντων και της περιουσίας των διαφόρων θρησκευτικών σωμάτων.

 (β) την προστασία των διαφορετικών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας προς τους Άραβες και τους Εβραίους και για την ειδική θέση στην Παλαιστίνη της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας.

[…] Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα απαιτήσει επίσης να βεβαιωθεί ότι τα συμφέροντα ορισμένων ξένων χωρών στην Παλαιστίνη, για τη διατήρηση των οποίων ευθύνεται επί του παρόντος, διαφυλάσσονται επαρκώς.

 (8) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να δημιουργήσει συνθήκες που θα επιτρέψουν στο ανεξάρτητο Παλαιστινιακό Κράτος να δημιουργηθεί εντός 10 ετών. Εάν, στο τέλος των 10 ετών, φανεί στην Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας ότι, αντίθετα με την ελπίδα της, οι περιστάσεις απαιτούν την αναβολή της ίδρυσης του ανεξάρτητου κράτους, θα συμβουλευτεί τους εκπροσώπους του λαού της Παλαιστίνης, το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών και των γειτονικών Αραβικών Κρατών πριν αποφασίσει για μια τέτοια αναβολή. Εάν η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναβολή είναι αναπόφευκτη, θα καλέσει τη συνεργασία αυτών των μερών για τη διαμόρφωση σχεδίων για το μέλλον με σκοπό την επίτευξη του επιθυμητού στόχου το συντομότερο δυνατό.

11. Κατά τη μεταβατική περίοδο θα ληφθούν μέτρα για την αύξηση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων των δημοτικών επιχειρήσεων και των τοπικών συμβουλίων.».

Στην δεύτερη ενότητα σχετικά με την εβραϊκή μετανάστευση η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι:

«Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν [..] βρίσκει τίποτα στην Εντολή ή σε μεταγενέστερες Δηλώσεις Πολιτικής που να υποστηρίζει την άποψη ότι η ίδρυση Εβραϊκής Εθνικής Εστίας στην Παλαιστίνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκτός εάν επιτραπεί η συνέχιση της μετανάστευσης επ’ αόριστον. Εάν η μετανάστευση έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική θέση της χώρας, θα πρέπει σαφώς να περιοριστεί. Και εξίσου, εάν έχει σοβαρές επιζήμιες επιπτώσεις στην πολιτική θέση της χώρας, αυτός είναι ένας παράγοντας που δεν πρέπει να αγνοηθεί. Αν και δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι ο μεγάλος αριθμός Εβραίων μεταναστών που έχουν γίνει δεκτοί μέχρι στιγμής έχει απορροφηθεί οικονομικά, ο φόβος των Αράβων ότι αυτή η εισροή θα συνεχιστεί επ’ αόριστον μέχρι ο εβραϊκός πληθυσμός να είναι σε θέση να τους κυριαρχήσει, είχε συνέπειες που είναι εξαιρετικά σοβαρά για τους Εβραίους και τους Άραβες και για την ειρήνη και την ευημερία της Παλαιστίνης. Οι θλιβερές αναταραχές των τελευταίων τριών ετών είναι μόνο η πιο πρόσφατη και πιο διαρκής εκδήλωση αυτής της έντονης αραβικής ανησυχίας. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι Άραβες τρομοκράτες ενάντια σε άλλους Άραβες και Εβραίους πρέπει να τυγχάνουν ανεπιφύλακτης καταδίκης. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο φόβος της αόριστης εβραϊκής μετανάστευσης είναι ευρέως διαδεδομένος στον αραβικό πληθυσμό και ότι αυτός ο φόβος έχει κάνει πιθανές αναταραχές που οδήγησαν σε σοβαρή οπισθοδρόμηση στην οικονομική πρόοδο, εξάντλησαν το ταμείο της Παλαιστίνης, κατέστησαν ανασφαλείς τη ζωή και την περιουσία και προκάλεσαν μια πικρία μεταξύ του αραβικού και του εβραϊκού πληθυσμού, η οποία είναι αξιοθρήνητη μεταξύ των πολιτών της ίδιας χώρας. Εάν σε αυτές τις συνθήκες συνεχιστεί η μετανάστευση μέχρι την οικονομική ικανότητα απορρόφησης της χώρας, ανεξάρτητα από όλες τις άλλες εκτιμήσεις, μια μοιραία έχθρα μεταξύ των δύο λαών θα διαιωνιστεί και η κατάσταση στην Παλαιστίνη μπορεί να γίνει μόνιμη πηγή τριβών μεταξύ όλων των λαών. της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.».

Η βρετανική κυβέρνηση με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις κάνει τις ακόλουθες προτάσεις σχετικά με τη εβραϊκή μετανάστευση:

«(1) Η εβραϊκή μετανάστευση κατά την επόμενη πενταετία θα είναι σε ρυθμό που, εάν το επιτρέπει η οικονομική ικανότητα απορρόφησης, θα ανεβάσει τον εβραϊκό πληθυσμό περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την αναμενόμενη φυσική αύξηση του αραβικού και εβραϊκού πληθυσμού και τον αριθμό των παράνομων Εβραίων μεταναστών που βρίσκονται τώρα στη χώρα, αυτό θα επέτρεπε την αποδοχή, από τις αρχές Απριλίου του τρέχοντος έτους, περίπου 75.000 μεταναστών τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτοί οι μετανάστες, υπό το κριτήριο της οικονομικής ικανότητας απορρόφησης, θα γίνονται δεκτοί ως εξής:

 (α) Για καθένα από τα επόμενα πέντε χρόνια θα επιτρέπεται μια ποσόστωση 10 000 Εβραίων μεταναστών υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να προστεθεί μια έλλειψη ενός έτους στις ποσοστώσεις για τα επόμενα έτη, εντός της πενταετούς περιόδου, εάν το επιτρέπει η οικονομική ικανότητα απορρόφησης.

 (β) Επιπλέον, ως συμβολή στη λύση του εβραϊκού προσφυγικού προβλήματος, θα γίνουν δεκτοί 25 000 πρόσφυγες μόλις ο Ύπατος Αρμοστής βεβαιωθεί ότι διασφαλίζεται η επαρκής πρόβλεψη για τη συντήρησή τους, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά πρόσφυγες και εξαρτώμενα άτομα.

 (2) Ο υφιστάμενος μηχανισμός για την εξακρίβωση της οικονομικής απορροφητικής ικανότητας θα διατηρηθεί και ο Ύπατος Αρμοστής θα έχει την τελική ευθύνη να αποφασίσει τα όρια της οικονομικής ικανότητας. Πριν ληφθεί κάθε περιοδική απόφαση, θα γίνεται διαβούλευση με Εβραίους και Άραβες εκπροσώπους.

 (3) Μετά την περίοδο των πέντε ετών, δεν θα επιτραπεί καμία περαιτέρω εβραϊκή μετανάστευση εκτός εάν οι Άραβες της Παλαιστίνης είναι διατεθειμένοι να συναινέσουν σε αυτήν.

 (4) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι αποφασισμένη να ελέγξει την παράνομη μετανάστευση και υιοθετούνται περαιτέρω προληπτικά μέτρα. Ο αριθμός των Εβραίων παράνομων μεταναστών που, παρά τα μέτρα αυτά, μπορεί να καταφέρουν να εισέλθουν στη χώρα και δεν μπορούν να απελαθούν θα αφαιρεθούν από τις ετήσιες ποσοστώσεις.

15. Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας όταν θα έχει ολοκληρωθεί η μετανάστευση για την πενταετία που εξετάζεται τώρα, δεν θα δικαιολογείται να διευκολύνει, ούτε θα έχει καμία υποχρέωση να διευκολύνει, την περαιτέρω ανάπτυξη της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας από μετανάστευση ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του αραβικού πληθυσμού.».

Στην τρίτη ενότητα σχετικά με την πώληση γης από Άραβες σε Εβραίους, η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι αν και μέχρι τώρα δεν είχαν επιβληθεί περιορισμοί: «Οι εκθέσεις πολλών επιτροπών εμπειρογνωμόνων έχουν δείξει ότι, λόγω της φυσικής αύξησης του αραβικού πληθυσμού και της σταθερής πώλησης αραβικής γης τα τελευταία χρόνια σε Εβραίους, δεν υπάρχει πλέον σε ορισμένες περιοχές περιθώρια για περαιτέρω μεταβιβάσεις αραβικής γης, ενώ σε ορισμένες άλλες περιοχές, τέτοιες μεταβιβάσεις γης πρέπει να περιοριστούν, προκειμένου οι Άραβες καλλιεργητές να διατηρήσουν το υπάρχον επίπεδο ζωής τους και να μην δημιουργηθεί σύντομα ένας σημαντικός αραβικός πληθυσμός χωρίς γη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ύπατος Αρμοστής θα έχει γενικές εξουσίες να απαγορεύει και να ρυθμίζει τις μεταβιβάσεις γης. Αυτές οι εξουσίες θα χρονολογηθούν από τη δημοσίευση της παρούσας δήλωσης πολιτικής και ο Ύπατος Αρμοστής θα τις διατηρήσει καθ’ όλη τη μεταβατική περίοδο.

Η πολιτική της Κυβέρνησης θα στοχεύει την ανάπτυξη της γης και τη βελτίωση, όπου είναι δυνατόν, των μεθόδων καλλιέργειας. Υπό το πρίσμα αυτής της εξέλιξης, θα μπορεί ο Ύπατος Αρμοστής, εάν βεβαιωθεί ότι τα “δικαιώματα και η θέση” του αραβικού πληθυσμού διατηρούνται δεόντως, να επανεξετάσει και να τροποποιήσει τυχόν διαταγές που έχουν εκδοθεί σχετικά με την απαγόρευση ή τον περιορισμό του μεταβίβαση γης.».

Στις 23 Μαΐου με 268 ψήφους «υπέρ» και 179 «κατά» η Βουλή των Κοινοτήτων εγκρίνει την Λευκή Βίβλο (Cmd.) № 6019 της βρετανικής κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα, η Βουλή των Λόρδων αποδέχεται τη νέα πολιτική χωρίς ψηφοφορία. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Λόιντ Τζορτζ χαρακτηρίζει τη Λευκή Βίβλο «πράξη απάτης» και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ψηφίζει κατά του κόμματός του, αποκαλώντας τη Λευκή Βίβλο ένα άλλο Μόναχο και «μια παράδοση στην αραβική βία». Ο Φιλελεύθερος βουλευτής James Rothschild δηλώνει κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης ότι «για την πλειοψηφία των Εβραίων που πηγαίνουν στην Παλαιστίνη είναι ζήτημα μετανάστευσης ή φυσικής εξαφάνισης». Ορισμένοι βουλευτές του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος  είναι αντίθετοι με την πολιτική της Λευκής Βίβλου με το σκεπτικό ότι φαινόταν, κατά την άποψή τους, να έρχεται σε αντίθεση με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ. Τελικά είκοσι Συντηρητικοί βουλευτές καταψηφίζουν τις προτάσεις ή απέχουν, συμπεριλαμβανομένων των υπουργών Πολέμου Leslie Hore-Belisha και Υγείας Walter Elliot.

Εβραϊκή διαδήλωση κατά της Λευκής Βίβλου στην Ιερουσαλήμ, 22 Μαΐου 1939

Οι Εβραίοι καταδικάζουν ομόφωνα τη Λευκή Βίβλο του 1939 ως παραβίαση της Εντολής, η οποία θα έθετε τους Εβραίους σε μόνιμο καθεστώς μειονότητας σε ένα εχθρικό αραβικό κράτος. Η Σιωνιστική Οργάνωση, και ιδιαίτερα το ισχυρό αμερικανικό τμήμα της, ορκίστηκε να την πολεμήσει. Την επομένη της δημοσίευσης της Λευκής Βίβλου, στις 18 Μαΐου, οι Εβραίοι κηρύσσουν γενική απεργία. Εκείνη την ημέρα, 300 000 Εβραίοι στην Παλαιστίνη συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, ενώ σιωνιστικές ομάδες πραγματοποιούν επιθέσεις  σε κρατικές περιουσίες και Άραβες αμάχους. Οι διαδηλώσεις θα συνεχιστούν τις επόμενες εβδομάδες, κυρίως στη Χάιφα, Ιερουσαλήμ και Τελ Αβίβ. Σε μια διαδήλωση, ο αρχιραβίνος των Ασκενάζι, Yaakov Herzog, θα κάψει ένα  αντίγραφο της Λευκής Βίβλου. Στις 21 Μαΐου, ξεκινούν διαδηλώσεις και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά την έκδοση της Λευκής Βίβλου η Irgun εισέρχεται σε μια νέα φάση με μια σειρά επιθέσεων όχι μόνο εναντίον των Αράβων, αλλά και εναντίον βρετανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων και προσωπικού και μελών της αστυνομικής δύναμης. Ο Ζαμποτίνσκι, ο ιδρυτής της Irgun, ο οποίος είχε εξοριστεί από την Παλαιστίνη από τους Βρετανούς, προτείνει ένα σχέδιο εξέγερσης, για τον Οκτώβριο του 1939, και το στέλνει στην Ανώτατη Διοίκηση της Irgun με έξι κωδικοποιημένες επιστολές. Με βάση αυτό το σχέδιο, ο Ζαμποτίνσκι και άλλοι παράνομοι θα έφταναν  κρυφά στην Παλαιστίνη μέσω θαλάσσης. Θα ακολουθούσαν επιδρομές της Irgun με σκοπό να καταλάβουν το κυβερνητικό μέγαρο και άλλα βρετανικά κέντρα εξουσίας στην Παλαιστίνη, θα ύψωναν την εβραϊκή εθνική σημαία και θα τα κρατούσαν για τουλάχιστον 24 ώρες, ακόμη και με βαρύ κόστος. Ταυτόχρονα, οι σιωνιστές ηγέτες στη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ανακήρυσσαν ένα ανεξάρτητο εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη και θα όριζαν μια εξόριστη κυβέρνηση. Ο επιχειρησιακός αρχηγός της Irgun Αβραάμ Στερν, καταστρώνει ένα σχέδιο για 40 000 ένοπλους Εβραίους μαχητές που θα στρατολογηθούν στην Ευρώπη με σκοπό να πλεύσουν στην Παλαιστίνη και να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Η πολωνική κυβέρνηση θα υποστηρίξει το σχέδιό του και θα αρχίσει να εκπαιδεύει Εβραίους και να συγκεντρώνει τον οπλισμό τους. Ωστόσο, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 έβαλε γρήγορα τέλος σε αυτά τα σχέδια.

Η παλαιστινιακή ηγεσία – η Κεντρική Επιτροπή του Εθνικού Ιερού πολέμου (Τζιχάντ), συνεδριάζει στη Δαμασκό για να συζητήσει τη Λευκή Βίβλο. Τέσσερα μέλη της Επιτροπής υποστηρίζουν την βρετανική Δήλωση Πολιτικής, αλλά ο μουφτής διστάζει. Δεν υπάρχουν διατυπώσεις στο έγγραφο που να προβλέπουν άμεσα μια ανεξάρτητη αραβική Παλαιστίνη, την οποία ο Χατζ Αμίν αλ-Χουσεΐνι θεωρεί ως την πεμπτουσία του παλαιστινιακού στόχου. Ο μουφτής πείθει τα μέλη της Επιτροπής να επικεντρωθούν στο ζήτημα ενός ανεξάρτητου κράτους και αποφασίζουν να στείλουν τον Izzat Darwaza στο Λονδίνο για περαιτέρω διευκρινήσεις. Όταν ο Darwaza επιστέφει με άδεια χέρια, ο αλ-Χουσεΐνι καταφέρνει να πείσει την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής (έξι «υπέρ» έναντι τεσσάρων «κατά») να απορρίψουν τη Λευκή Βίβλο, επειδή προβλέπει: μεγάλη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ως την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, τη βρετανική δέσμευση για «ειδική προστασία» της εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη, την προϋπόθεση των καλών αραβο-εβραϊκών σχέσεων για τον τερματισμό της βρετανικής Εντολής, δεν σταματά αμέσως την εβραϊκή μετανάστευση, ούτε την αγορά εδαφών από αυτούς.

28 Μαΐου 1939: Το πλοίο «Atrato», ένα πλοίο υπό τη διοίκηση της Χαγκανά, καταλαμβάνεται από το βρετανικό ναυτικό, αφού προηγουμένως είχε πραγματοποιήσει επτά ταξίδια σε διάστημα έξι μηνών και έφερε περισσότερους από 2 400 λαθρομετανάστες στην Παλαιστίνη.

15 Ιουνίου 1939: Το μεταναστευτικό διάταγμα για την περίοδο  από 1 Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου 1939, προβλέπει, για αυτό το εξάμηνο, την έκδοση 10 950 πιστοποιητικών μετανάστευσης, εκ των οποίων τα 10 350 είναι για Εβραίους. Από αυτό το σύνολο των 10 350 για τους Εβραίους, τα 5 000 αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της ετήσιας εβραϊκής ποσόστωσης των 10 000, ενώ το υπόλοιπο αφορά τους πρόσφυγες ως μέρος των 25 000 που θα γίνουν δεκτοί, σύμφωνα με τις διατάξεις της Λευκής Βίβλου. Οι 1 300 Εβραίοι που ήταν γνωστό ότι εισήλθαν παράνομα στη χώρα μεταξύ 1ης Απριλίου και 24 Μαΐου, ημερομηνία σύνταξης του διατάγματος, αφαιρέθηκαν από το σύνολο των πιστοποιητικών για τους Εβραίους, καθιστώντας τα  διαθέσιμα πιστοποιητικά για το εν λόγω εξάμηνο 9 050.

8 – 29 Ιουνίου 1939: Η Επιτροπή Μόνιμων Εντολών, στην 36η Σύνοδό της, που διεξάγεται στη Γενεύη «στο σύνολό της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική που παρουσιάζεται στη Λευκή Βίβλο δεν συνάδει με την ερμηνεία που, η Επιτροπή ανέκαθεν έδινε στην Εντολή για την Παλαιστίνη». Τα Πρακτικά της 36ης Συνόδου, συμπεριλαμβανομένης της Έκθεσης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο της ΚτΕ, δεν θα εξεταστούν από το τελευταίο λόγω της έκρηξης του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939.

12 Ιουλίου 1939: Ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου ρυθμού με τον οποίο οι Εβραίοι εισέρχονταν παράνομα στη χώρα, ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες ανακοινώνει στη Βουλή των Κοινοτήτων, ότι όλη η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη θα ανασταλεί κατά την επόμενη περίοδο ποσόστωσης από 1 Οκτωβρίου 1939 έως 31 Μάρτιου 1940, και ίσως ακόμη περισσότερο. Μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 21 630 άνθρωποι θα φτάσουν στην Παλαιστίνη ως «παράνομοι» μετανάστες.

30 Ιουλίου 1939: Εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων που θα λάβουν μέρος στο  21ο Σιωνιστικό Συνέδριο. Το Mapai  λαμβάνει τα δύο τρίτα των εδρών, οι General Zionists το 11%, και οι θρησκευτικοί σιωνιστές το 10%.

9 Αυγούστου 1939: Η Χαγκανά βυθίζει ένα σκάφος της βρετανικής ακτοφυλακής που κυνηγά πλοία που μεταφέρουν παράνομους μετανάστες.

16 Αυγούστου 1939: Οι Βρετανοί ανακοινώνουν ότι οι παράνομοι που θα πιαστούν θα φυλακιστούν στο στρατόπεδο κράτησης Atlit. Αυτό σηματοδοτεί ένα περαιτέρω στάδιο στον βρετανικό πόλεμο κατά της παράνομης μετανάστευσης.

16-25 Αυγούστου 1939: Στις 16 Αυγούστου 1 500 Εβραίοι από τριάντα πέντε χώρες συγκεντρώνονται στο πολυτελές Grand Théâtre στη Γενεύη της Ελβετίας για το Εικοστό πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο. Το συνέδριο θα συνέλθει λίγες μέρες πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το τελευταίο Συνέδριο, η Βρετανία είχε αποσυρθεί από το σχέδιο διχοτόμησης που είχε αρχικά προταθεί από την Επιτροπή Peel, η Επιτροπή Woodhead είχε χαρακτηρίσει το σχέδιο μη πρακτικό. Η διάσκεψη του St.James στο Λονδίνο δεν γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ των μερών και τα πολεμικά συμφέροντα της Βρετανίας οδήγησαν τον Πρωθυπουργό στο συμπέρασμα ότι «Αν πρέπει να προσβάλουμε τη μία πλευρά, ας προσβάλουμε τους Εβραίους παρά τους Άραβες». Έτσι τον Μάιο του 1939, δημοσιεύτηκε η Λευκή Βίβλος που περιόριζε δραστικά τη μετανάστευση και δεσμεύτηκε να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος.

Σύμφωνα με το μνημόνιο προς τους αντιπροσώπους του Εικοστού πρώτου Συνεδρίου τα κύρια πολιτικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από το Συνέδριο είναι τρία:

Πρώτον, σε σχέση με την Αγγλία – Πρέπει η σιωνιστική αντίσταση στη Λευκή Βίβλο να υπερβαίνει τη «μη συνεργασία;».

Δεύτερον, σε σχέση με τους Άραβες – Πρέπει να τροποποιηθεί η πολιτική «αυτοσυγκράτησης – περιορισμού» (Havlagah); Προς ποια κατεύθυνση;

Τρίτον, σε σχέση με την ηγεσία – Πρέπει ο Βάιζμαν να συνεχίσει ή να αντικατασταθεί στην Προεδρία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης;

21ο Σιωνιστικό Συνέδριο 1939, Γενεύη

Ενώ η σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πέφτει σε όλες τις συζητήσεις, το Συνέδριο ασχολείται πρωτίστως με την καταπολέμηση της πολιτικής της Λευκής Βίβλου. Να τι αναφέρει το μνημόνιο προς τους αντιπροσώπους:

«Οι ρεβιζιονιστές και όσοι αποδέχονται την προοπτική τους λένε ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να αρνούμαστε να συνεργαστούμε με την πολιτική της Λευκής Βίβλου. Λένε ότι οι Άραβες κατάφεραν να κερδίσουν σεβασμό και νέα δικαιώματα με τη χρήση βίας και ότι μπορούμε να αντισταθμίσουμε αυτή τη νίκη τους μόνο χρησιμοποιώντας περισσότερη βία. Όμως η Λευκή Βίβλος δεν αποτελεί παραχώρηση στις αραβικές δυνάμεις. Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση της Εντολής μεγαλοποιεί πολύ τον τρόμο προς τον έξω κόσμο. Ο τρόμος ήταν προφανώς περισσότερο δικαιολογία παρά ο λόγος για τη Λευκή Βίβλο.

Ποιος είναι ο λόγος για τη Λευκή Βίβλο; Ο κύριος λόγος είναι ότι η Αγγλία επιθυμεί να αποφύγει μια εβραϊκή πλειοψηφία στην Παλαιστίνη γιατί αυτό θα απειλούσε τον έλεγχο της χώρας της. Μια εβραϊκή πλειοψηφία, μια κοινότητα Δυτικού τύπου μπορεί να αποδειχθεί λιγότερο εύχρηστη από μια φεουδαρχική, αγράμματη κοινότητα. […] Η ανάπτυξη μιας προοδευτικής, βιομηχανικής κοινότητας μπορεί να φαίνεται ανεπιθύμητη στην Αγγλία. Η συνέχιση μιας αντιδημοκρατικής, αδαούς κοινότητας δεν μπορεί να δημιουργήσει ανησυχία.

Τέλος, εφόσον ο μουφτής μπορεί να απειλήσει να στηρίξει τη Γερμανία στον πόλεμο, η Αγγλία μπορεί επίσης να ήθελε να εξουδετερώσει το κύρος των φασιστικών δυνάμεων μεταξύ των Αράβων προασπίζοντας την αραβική ανεξαρτησία στην Παλαιστίνη.

[…] Ενάντια στο ρεβιζιονιστικό αίτημα να αντιμετωπιστεί η Αγγλία με τη βία, υπάρχει μόνο μία εναλλακτική: η μη συνεργασία. Έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αντιληπτό τι σημαίνει αυτό: μη συμμετοχή στην κυβέρνηση, μη καταβολή φόρων, αποφυγή υποστήριξης κυβερνητικών υπηρεσιών, οργανωμένη διαφυγή των κανονισμών για την εβραϊκή μετανάστευση και συνεχής αγορά και αποικισμός γης παρά τους περιορισμούς. Η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής συνεπάγεται ότι δεν θα υπάρξει συνεργασία με την Αγγλία, ανεξάρτητα από τις εύνοιες ή τις απειλές από την πλευρά της, έως ότου αναγνωριστούν ξανά τα θεμελιώδη δικαιώματα της εβραϊκής μετανάστευσης και αποικισμού στην Παλαιστίνη. Αυτή η πολιτική εμποδίζει την εκτέλεση της Λευκής Βίβλου και συγχρόνως διατηρεί τη σιωνιστική υπόθεση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο.

Μεταξύ των υποστηρικτών αυτής της πολιτικής μη συνεργασίας υπάρχει μια διαφορά ως προς το πόσο μεγάλη έμφαση πρέπει να δοθεί σε αυτή την πολιτική. Κάποιοι θα το έκαναν τον κύριο πυλώνα της σιωνιστικής πολιτικής. Άλλοι θα το υποτάξουν σε μια νέα πολιτική απέναντι στους Άραβες.».

Στη δεύτερη ερώτηση, οι συντάκτες του μνημονίου απαντούν ως εξής:

«Το “δυνατό χέρι” του Ρεβιζιονιστή στην πράξη δεν είναι τόσο αντιβρετανικό όσο αντιαραβικό. Σε αυτό ακολουθούν το παράδειγμα των Αράβων τρομοκρατών που το βρίσκουν πιο εύκολο να δολοφονήσουν αθώους Εβραίους ταξιδιώτες παρά να επιτεθούν στους εκπροσώπους της Αυτοκρατορίας. Υπάρχει όμως και μια λογική για την αντιαραβική τακτική. Λέγεται ότι η δύναμη είναι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι Άραβες, και ότι οι Εβραίοι πρέπει να πολεμήσουν τώρα, διαφορετικά θα νικηθούν οι ίδιοι.

Είναι πιθανό ότι οι τρομοκρατικές εξάρσεις των τελευταίων μηνών εναντίον των Αράβων είχαν ένα αποτέλεσμα – να αναγκάσουν τους Άραβες που είχαν αρχίσει να αντιστέκονται στην ηγεσία των Αράβων τρομοκρατών να εγκαταλείψουν την αντίστασή τους. Είναι γνωστό ότι μεγάλος αριθμός Αράβων – αστών και αγροτών – δεν έχουν υποστηρίξει πρόθυμα τις τρομοκρατικές ομάδες. Αλλά οι ενέργειες των Ρεβιζιονιστών φαίνεται να τους αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του μουφτή, ότι οι Εβραίοι έχουν κυριαρχήσει στους Άραβες της Παλαιστίνης και ότι οι Άραβες πρέπει να πολεμήσουν τώρα ή να καταστραφούν. Οι Ρεβιζιονιστές  θα κάνουν την αραβική τρομοκρατία αυτό που δεν ήταν ποτέ — ένα λαϊκό κίνημα εθνικής άμυνας.

Σε αντίθεση με αυτή την τακτική είναι μόνο η havlaga. Οι εκπρόσωποι της αυτοσυγκράτησης πιστεύουν, όχι λιγότερο από τους Ρεβιζιονιστές, στην απάντηση σε επιθέσεις και στην εξόντωση των αντι-Εβραίων τρομοκρατών. Στην πραγματικότητα αυτοί, όχι οι Ρεβιζιονιστές, έχουν υποστεί το μεγαλύτερο βάρος της αυτοάμυνας. Αλλά πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να κρατήσουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας, στα μάτια των Αράβων και του κόσμου, ότι η στρατιωτική μας επαγρύπνηση είναι μόνο για αυτοάμυνα και ότι δεν θεωρούμε τη σύγκρουση μεταξύ του αραβικού και του εβραϊκού λαού απαραίτητη.

[…] Οι αρχές στις οποίες βασίζεται η havlaga πρέπει να συνεχιστούν περαιτέρω. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να κρατάμε σαφή τη διάκριση μεταξύ των ήσυχων Αράβων και των Αράβων τρομοκρατών. Πρέπει να εμβαθύνουμε, να αποκρυσταλλώσουμε και να οργανώσουμε αυτή τη διάκριση. Αυτό δεν απαιτεί από τη Σιωνιστική Οργάνωση να αναζητήσει φίλους μεταξύ των Αράβων με επιρροή. Οι περισσότεροι από αυτούς τους Άραβες είναι μέλη πλούσιων οικογενειών γαιοκτημόνων, των οποίων τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα (η διατήρηση της “κυβέρνησης των ιδιοκτητών”) είναι θεμελιωδώς αντίθετα με τα συμφέροντα του Σιωνισμού. Οι Άραβες γαιοκτήμονες κερδίζουν, ως άτομα, από τον Σιωνισμό, μπορούν να πουλήσουν τη γη τους σε φουσκωμένες τιμές. Αλλά ο Σιωνισμός φέρνει τον καπιταλισμό στην Παλαιστίνη. Η κυριαρχία των γαιοκτημόνων βασίζεται στη φεουδαρχία. Οι ιδιοκτήτες θα αγωνιστούν για τη συνέχιση της αριστοκρατικής κυριαρχίας στην αραβική κοινωνία. Ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιήσουν τα ίδια τα οικονομικά κέρδη που φέρνει ο Σιωνισμός για να πολεμήσουν την πρόοδο του Σιωνισμού. Μια προγραμματική συνάντηση με την ομάδα των Αράβων ιδιοκτητών δεν μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες του Σιωνισμού.

Πολύ πιο σημαντική είναι η δημιουργία συνεργατικών δραστηριοτήτων μεταξύ Εβραίων και Αράβων επιχειρηματιών, μεταξύ Εβραίων και Αράβων εργατών και μεταξύ Εβραίων και Αράβων αγροτών. Η εβραϊκή ανάπτυξη στην Παλαιστίνη φέρνει τα περισσότερα υλικά οφέλη σε αυτές τις τάξεις Αράβων. Τους φέρνει επίσης τη δυνατότητα απελευθέρωσης από τη φεουδαρχική κυριαρχία. Αυτές οι τάξεις έχουν υποφέρει μαζί με τους Εβραίους από τα χρόνια του τρόμου. Σε πολλά μέρη έχουν αρνηθεί να υποστηρίξουν τρομοκρατικές ενέργειες και μερικές φορές έχουν δώσει βοήθεια σε Εβραίους.

Ορισμένοι φεουδάρχες έχουν επίσης αντισταθεί στον τρόμο, αλλά η αντίστασή τους είναι κυρίως έκφραση ανταγωνισμού με τον μουφτή για την προσωπική ηγεσία της φεουδαρχικής κοινωνίας. Το πρόγραμμα των “μετριοπαθών” Νασασίμπι είναι τόσο αντισιωνιστικό όσο και το πρόγραμμα του μουφτή. Τα μέλη των τάξεων των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και των αγροτών δεν έχουν φωνή στη δημιουργία προγραμμάτων. Τα μέλη αυτών των τάξεων, που αποτελούν πολύ περισσότερο από το ενενήντα πέντε τοις εκατό των Αράβων της Παλαιστίνης, στην πραγματικότητα κερδίζουν από τον Σιωνισμό.».

Σχετικά με το θέμα της ηγεσίας: «Η δυσαρέσκεια με τον Βάιζμαν προέρχεται από διάφορες πηγές. Πρώτον, ο Βάιζμαν συμβολίζει για πολλούς Σιωνιστές την επίμονη πίστη στην Αγγλία, η οποία έχει απαξιωθεί από τη Λευκή Βίβλο. Δεύτερον, ενώ δεσμεύεται προφορικά στην πίστη στην αραβοεβραϊκή ενότητα, ο Βάιζμαν έχει επιτύχει ελάχιστα σε αυτόν τον τομέα. Τρίτον, η κοινωνική προοδευτικότητα του Βάιζμαν δεν αρέσει στους Ρεβιζιονιστές και στην Ομάδας Β Γενικών Σιωνιστών. Τέταρτον, η πολιτική της havlaga ταυτίζεται από πολλούς με τον Βάιζμαν, και όσοι αντιτίθενται στη havlaga και επιθυμούν τον αντιαραβικό τρόμο θα ήθελαν να καθαιρέσουν τον Βάιζμαν.

Αυτοί που αντιτάχθηκαν στον Βάιζμαν λόγω της προοδευτικότητάς του και της αντίθεσής του στην τρομοκρατία ακολουθούν μια σαφή, συνεπή πορεία. Έχουν εναντιωθεί στο Βάιζμαν και στο παρελθόν. Αυτό που είναι νέο είναι η μοναδική ευκαιρία να ανατραπεί ο Βάιζμαν με τη βοήθεια των φιλελεύθερων σιωνιστικών δυνάμεων.

[…] Ζητήματα προσωπικότητας, μιας «νέου τύπου ηγεσίας» δεν πρέπει να επιτρέπονται να επισκιάζουν τα πραγματικά ζητήματα. Ένας αγώνας εναντίον του Βάιζμαν μπορεί να συμβολίζει την απογοήτευση από τη Λευκή Βίβλο. Αλλά η απάντηση στη Λευκή Βίβλο πρέπει να είναι ένα προσεκτικά αναδιατυπωμένο πρόγραμμα προς την Αγγλία και προς τους Άραβες. Μια νέα φιλελεύθερη ηγεσία θα μπορούσε να εφαρμόσει καλύτερα αυτό το πρόγραμμα. Ωστόσο, ο Βάιζμαν μπορεί επίσης να εφαρμόσει την πολιτική του Συνεδρίου. Η μεγάλη ανάγκη είναι η διαμόρφωση της πολιτικής.». Τελικά δεδομένου του κλίματος του επικείμενου πολέμου, ζητήθηκε από το απερχόμενο πρόεδρο να παραμείνει στη θέση του.

Το κείμενο του μνημονίου ολοκληρώνεται με την απαρίθμηση των σιωνιστικών αναγκών: «Το καθήκον μας είναι να αντιμετωπίσουμε τις σιωνιστικές ανάγκες και να απορρίψουμε όλα τα άλλα – να απορρίψουμε την ελπίδα στους «ισχυρούς άνδρες», να απορρίψουμε τη μυστικιστική πίστη στην Αγγλία, να απορρίψουμε τις απαιτήσεις των κομματικών δεσμών, να απορρίψουμε τη γοητεία των συμβολικών λύσεων.

Οι ανάγκες μας μπορούν να απαριθμηθούν ως εξής:

1) Ολοκληρωτική μη συνεργασία με την Αγγλία, εφόσον διατηρεί την πολιτική της Λευκής Βίβλου.

2) Μεγάλη έμφαση στη δημιουργία οικονομικής και πολιτικής ενότητας με Άραβες της επιχειρηματικής, εργατικής και αγροτικής τάξης.

3) Επαναβεβαίωση της ενότητας και της προοδευτικότητας του Σιωνισμού.

4) Αυξημένη πρακτική εργασία μέσα και για το Yishuv.

Κάθε σιωνιστής εκπρόσωπος γνωρίζει ότι για να ανταποκριθεί κανείς σε αυτές τις ανάγκες απαιτεί μεγάλη ειλικρίνεια και θάρρος. Τα παγκόσμια γεγονότα μας ανάγκασαν να αναθεωρήσουμε ριζικά την πολιτική μας προοπτική. Ακόμη και η πίστη στα πολιτικά κόμματα πρέπει να ξεπεραστεί, εάν τα κόμματα καθυστερούν να αντιμετωπίσουν τις σιωνιστικές ανάγκες. Το σιωνιστικό κίνημα πρέπει να περάσει στη νέα εποχή που σηματοδοτείται από τη Λευκή Βίβλο οπλισμένο όχι μόνο με δικαιοσύνη αλλά και με σαφήνεια και με θετικό πρόγραμμα δράσης.».

Ο Χάιμ Βάιζμαν επανεκλέγεται πρόεδρος της WZO και ο Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν επανεκλέγεται πρόεδρος του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας.

Ο Βάιζμαν κλείνοντας τις εργασίες του Συνεδρίου και αφού οι αντιπρόσωποι είχαν προηγουμένως ακούσει τα νέα για το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ θα πει: «Δεν έχω καμία προσευχή παρά μόνο αυτή: να ξαναβρεθούμε όλοι ζωντανοί».

1 Σεπτεμβρίου 1939: Η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. (βλ. Παράρτημα Ζ)

3 Σεπτεμβρίου 1939: Η σιωνιστική ηγεσία χαιρετίζει το ξέσπασμα του πολέμου με μια κατηγορηματική δήλωση πίστης στη Βρετανία. Η Εβραϊκή Υπηρεσία ανακοινώνει: «Αυτή τη μοιραία στιγμή, η εβραϊκή κοινότητα έχει ένα τριπλό μέλημα: την προστασία της εβραϊκής πατρίδας, την ευημερία του εβραϊκού λαού και τη νίκη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας… Ο πόλεμος που επιβλήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία από τη Ναζιστική Γερμανία είναι ο δικός μας πόλεμος, και θα προσφέρουμε ολόψυχα όλη τη βοήθεια που θα μπορέσουμε και θα μας επιτραπεί να δώσουμε στον βρετανικό στρατό και στον βρετανικό λαό.».

6 Σεπτεμβρίου 1939: Η Εβραϊκή Υπηρεσία και το Εβραϊκό Εθνικό Συμβούλιο (Vaad HaLeumi) οργανώνουν εγγραφή εθελοντών για «την υπεράσπιση της πατρίδας». 85 000 Εβραίοι άνδρες και 50 000 γυναίκες ηλικίας από 18 έως 50 ετών προσφέρονται εθελοντικά.

12 Σεπτεμβρίου 1939: Ο πρόεδρος της Εβραϊκής Υπηρεσίας Ντέιβιντ Μπεν Γκουριόν καθορίζει τη θέση του Yishuv και του σιωνιστικού κινήματος μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Επινοεί τη διάσημη φράση: «Πρέπει να βοηθήσουμε τους Βρετανούς στον πόλεμό τους σαν να μην υπήρχε Λευκή Βίβλος και να αντιταχθούμε στη Λευκή Βίβλο σαν να μην υπήρχε πόλεμος». Σε αυτό το πνεύμα η Εβραϊκή Υπηρεσία προτείνει ότι μια εβραϊκή δύναμη είναι έτοιμη να υπηρετήσει στον πόλεμο ως μέρος του βρετανικού στρατού, αλλά για λόγους της βρετανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή η πρόταση απορρίπτεται.

31 Δεκεμβρίου 1939: Σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 1938, ο συνολικός πληθυσμός της Παλαιστίνης αυξάνεται κατά 66 413 άτομα ( 4,6%). Από αυτά τα άτομα, οι 34 235 (δηλ. το 51,5%) είναι Εβραίοι, οι 26 883 (40,5%) είναι Μουσουλμάνοι, οι 4 984 (7,5%) είναι χριστιανοί και οι 311 (0,5%) άτομα άλλων θρησκειών.

Το ποσοστό συμμετοχής του μουσουλμανικού πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό χρόνο με τον χρόνο μειώνεται για να φτάσει στα τέλη του 1939 να αποτελεί το 61,7%, δηλαδή περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από  την απογραφή του 1931. Την ίδια περίοδο το ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού κατέγραφε αυξητικές τάσεις με αποτέλεσμα από το 16,9% το 1931, πλέον να αποτελεί το 29,66% το 1939.

Παράρτημα Α: Η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση στην Παλαιστίνη (1936 – 1939)

Κανένα γεγονός δεν επηρέασε τόσο τον αραβικό κόσμο στον Μεσοπόλεμο όσο η λαϊκή εξέγερση των Παλαιστινίων Αράβων, την περίοδο 1936 – 1939, ενάντια στη βρετανική διοίκηση της Παλαιστινιακής Εντολής, και τον τερματισμό της πολιτικής της αδιάλειπτης εβραϊκής μετανάστευσης και αγορών γης, απαιτώντας την αραβική ανεξαρτησία. Η εξέγερση θα αρχίσει τον Απρίλιο του 1936 και θα λήξη μετά από τρία χρόνια, και τέσσερις μήνες στα τέλη Αυγούστου του 1939. Ο ιστορικός, Benny Morris, αναφερόμενος στην Αραβική Εξέγερση σημειώνει: «Ήταν η πιο μεγάλη και πιο παρατεταμένη εξέγερση εναντίον των Βρετανών και η πιο σημαντική στην αραβική ιστορία μέχρι την αντί-εβραϊκή Ιντιφάντα πενήντα χρόνια μετά.». 

Οι αιτίες της εξέγερσης είναι ουσιαστικά δύο, η άσχημη κατάσταση των φελάχων και η αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης.

Να θυμίσουμε ότι ήδη στη Έκθεση Hope Simpson τον Αύγουστο του 1930 γράφει: «Η κατάσταση του Άραβα φελάχου είναι ελάχιστα έως καθόλου καλύτερη από αυτή που ήταν υπό το τουρκικό καθεστώς.». Τη δεκαετία του 1930 το βιοτικό επίπεδο των φελάχων συνεχίζει να πέφτει εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων: του βάρους των χρεών και των δανείων τους, των καιρικών συνθηκών, των επιδημιών, των τοπικών και διεθνών οικονομικών κρίσεων, της εκμετάλλευσής τους από τους τσιφλικάδες, τους εμπόρους και τους δανειστές, και της έλλειψης γης και εργασίας. Έτσι όλο και περισσότεροι αγρότες αναγκάζονται να πουλήσουν την περιουσία τους, είτε σε μεγαλογαιοκτήμονες Άραβες και αυτοί με τη σειρά τους σε Εβραίους, είτε κατευθείαν σε Εβραίους.

Την περίοδο 1933-1936 μόλις το 14,9% των αγορών γης από τους Εβραίους προέρχεται από μεγάλους γαιοκτήμονες που διαμένουν εκτός Παλαιστίνης, όταν την περίοδο 1923-1927 το ποσοστό ήταν 86%. Τις ίδιες περιόδους τα ποσοστά της γης που αγοράζουν οι Εβραίοι από μεγαλογαιοκτήμονες Άραβες, αλλά και από φελάχους, αυξάνονται. Από 12,4% σε 62,7% στην πρώτη περίπτωση και από 1,6% σε 22,5% στη δεύτερη περίπτωση. Για τους φελάχους αυτό σημαίνει την έξωσή τους από τη γη τους, την οποία δεν μπορούν πλέον να καλλιεργήσουν ούτε ως επίμορτοι εργάτες, αφού βασικός σκοπός του σιωνιστικού προγράμματος είναι η εγκατάσταση Εβραίων εποίκων και η προσφορά εργασίας, κάτω από την πίεση του σιωνιστικού συνδικάτου Χισταντρούτ, αποκλειστικά σε αυτούς.

Όσο συνεχίζουν να εισέρχονται όλο και περισσότεροι Εβραίοι μετανάστες, και αυτό παρατηρείται μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, τόσο θα χειροτερεύει η θέση των φελάχων. Ενώ την περίοδο 1929-1931 η μέση ετήσια εισερχόμενη εβραϊκή μετανάστευση είναι 4 756 έποικοι, στην περίοδο 1932 – 1935 παρουσιάζει αλματώδη αύξηση: 9 553 το 1932, 30 327 το 1933, 42 359 το 1934 και 61 854 το 1935. Με αποτέλεσμα η αναλογία Μουσουλμάνων και Εβραίων να αλλάζει δραστικά: Στην απογραφή του 1931 οι Μουσουλμάνοι είναι 759 952, αποτελούν δηλαδή το 73,41% του πληθυσμού της Παλαιστίνης και οι Εβραίοι είναι 175 006 και αποτελούν το 16,91% του πληθυσμού. Οι συσχετισμοί στην προηγούμενη απογραφή δέκα χρόνια πριν – το 1922 ήταν 78,04% και 11, 07% αντίστοιχα. Το 1935 με βάση τα ετήσια στοιχεία του υπολογιζόμενου πληθυσμού οι Μουσουλμάνοι είναι 836 688 και αποτελούν το 63,96% του πληθυσμού, ενώ οι Εβραίοι το ίδιο έτος ανέρχονται σε 355 157 και αποτελούν το 27,15% του υπολογιζόμενου πληθυσμού. Μέσα σε μια πενταετία (1931-1935) ο εβραϊκός πληθυσμός διπλασιάστηκε.

Η Εξέγερση συχνά αναλύεται σε δύο διακριτές φάσεις. Η πρώτη και πιο σύντομη, από τον Απρίλιο του 1936 ως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, κυριαρχείται από την πολύμηνη γενική απεργία, τον πρωταγωνιστικό ρόλο νέων ακτιβιστών των πόλεων και σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις. Η δεύτερη φάση, από το φθινόπωρο του 1937 ως τον Αύγουστο του 1939, χαρακτηρίζεται από την ένοπλη σύγκρουση στην ύπαιθρο, τον πρωταγωνιστικό ρόλο των οπλαρχηγών και την υποχώρηση της επιρροής των προκρίτων. Οι βάσεις των ενόπλων δυνάμεων είναι κυρίως στα χωριά των λόφων της Γαλιλαίας και της βόρειας και κεντρικής περιοχής της Δυτικής Όχθης, δηλαδή στις πιο φτωχές περιοχές της Παλαιστίνης και στις λιγότερο συνδεδεμένες με τον εμπορικό πλούτο των παραλιακών πόλεων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Εκθέσεων της βρετανικής κυβέρνησης προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για την Παλαιστίνη για τα έτη 1936 έως 1939, ο στρατός και η αστυνομία σκότωσαν περισσότερους από 2 000 Άραβες στη μάχη, 108 απαγχονίστηκαν, και 961 πέθαναν εξαιτίας αυτού που περιέγραψαν ως «συμμοριτικών και τρομοκρατικών δραστηριοτήτων». Σε μια ανάλυση των βρετανικών στατιστικών, ο Walid Khalidi υπολογίζει τους νεκρούς σε 5 032 νεκρούς  (3 832 νεκρούς από τους Βρετανούς και 1 200 νεκρούς λόγω «ενδοκοινοτικής τρομοκρατίας»), ενώ τους τραυματίες τους υπολογίζει σε 14 760 άτομα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση του Rashid Khalidi, το δέκα τοις εκατό του ενήλικου αρσενικού Παλαιστινιακού Αραβικού πληθυσμού μεταξύ 20 και 60 ετών σκοτώθηκε, τραυματίστηκε, φυλακίστηκε ή εξορίστηκε.  

Με βάση τα στοιχεία των παραπάνω Εκθέσεων, οι απώλειες των Βρετανών την περίοδο της εξέγερσης ανέρχονται σε 298 νεκρούς (244 στρατιώτες και 54 αστυνομικοί) και 424 τραυματίες, ενώ των Εβραίων σε 461 νεκρούς και 751 τραυματίες.   

Παράρτημα Β: Η συριακή γενική απεργία του 1936

Η συριακή γενική απεργία του 1936 ήταν μια απεργία 50 ημερών που οργανώθηκε ως απάντηση στις πολιτικές της γαλλικής κατοχής της Συρίας και του Λιβάνου. Η απεργία παρέλυσε τη χώρα για δύο μήνες και ανάγκασε τη Γαλλία να διαπραγματευτεί τη Γαλλοσυριακή Συνθήκη Ανεξαρτησίας με τον Εθνικό Συνασπισμό.

Στις 11 Ιανουαρίου 1936, ο Εθνικός Συνασπισμός διοργάνωσε ένα πολιτικό μνημόσυνο για έναν από τους ηγέτες του, τον Ibrahim Hananu (1869 – 1935), ο οποίος είχε πεθάνει τον Νοέμβριο του 1935. Όπως ήταν αναμενόμενο, μιας και ο Εθνικός Συνασπισμός δεν ήταν στην ουσία ένα δομημένο κόμμα αλλά μάλλον ένας συνασπισμός κομμάτων εχθρικών προς τη γαλλική παρουσία στη Συρία, στο μνημόσυνο επικράτησαν τα έντονα αρνητικά σχόλια για την γαλλική κατοχή. Λίγο αργότερα, οι γαλλικές αρχές εντολής έκλεισαν το γραφείο του Εθνικού Συνασπισμού στη Δαμασκό και συνέλαβαν δύο εξέχοντες εθνικιστές ηγέτες από το κόμμα, τον Fakhri al-Baroudi και τον Sayf al-Din al-Ma’mun. Σε απάντηση, ο Συνασπισμός κάλεσε σε απεργία ενάντια στις γαλλικές κατοχικές πολιτικές. Η απεργία, η οποία ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου με στάσεις εργασίας και φοιτητικές διαδηλώσεις στη Δαμασκό, τη Χομς, τη Χάμα και το Χαλέπι, επεκτάθηκε σύντομα σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Οι ηγέτες του Εθνικού Συνασπισμού, συμπεριλαμβανομένων των Nasib al-Bakri, Jamil Mardam Bey, Lutfi al-Haffar και Faris al-Khoury, συμμετείχαν ενεργά και οργάνωσαν διαδηλώσεις κατά της γαλλικής κατοχής και του διορισμένου από τους Γάλλους προέδρου, Taj al-Din al-Hasani, και απαίτησαν την επαναφορά του συντάγματος του 1930 που ανεστάλη το 1933. Ακόμα και το αντίπαλο κόμμα – ο Σύνδεσμος Εθνικής Δράσης – υποστήριξε την απεργία και συμμετείχε στη διοργάνωση πορειών και διαδηλώσεων στη Δαμασκό. Η δράση πολιτικής ανυπακοής παρέλυσε την οικονομία και γρήγορα έφερε τη χώρα στα «πρόθυρα πλήρους διακοπής λειτουργίας». Ο Γάλλος Ύπατος Αρμοστής, Damien de Martel, ανακλήθηκε επειγόντως από τη Βηρυτό στη Δαμασκό για να χειριστεί την κατάσταση, και στο στρατηγό Charles Huntziger, διοικητή του Στρατού του Λεβάντε ανατέθηκε να αποκαταστήσει την ηρεμία. Αρκετοί ηγέτες του Συνασπισμού, συμπεριλαμβανομένων των Nasib al-Bakri και Mardam Bey, εξορίστηκαν και περισσότερα από 3 000 άτομα συνελήφθησαν. Σε μια προσπάθεια να διαλύσουν τις διαδηλώσεις, τα γαλλικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς. Ωστόσο, τα μέτρα απέτυχαν να καταπνίξουν την εξέγερση που συγκέντρωσε υποστήριξη από άλλες αραβικές χώρες καθώς οι άνθρωποι διαδήλωσαν στους δρόμους του Ιράκ, του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας σε ένδειξη αλληλεγγύης με τον συριακό λαό. Σε πολλά μέρη κήρυξαν στάσεις εργασίας ή γενικές απεργίες – στην Παλαιστίνη στις 4 Φεβρουαρίου.

Η γαλλική κυβέρνηση δέχτηκε επίσης σοβαρή πίεση στη Γαλλία από τα αριστερά μέσα ενημέρωσης και το αναδυόμενο Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο ζήτησε πλήρη ανανέωση της πολιτικής του στη Συρία και τον Λίβανο. Τελικά στις 2 Μαρτίου, οι γαλλικές αρχές θα υποχωρήσουν και θα συμφωνήσουν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τον Εθνικό Συνασπισμό. Επίσης, θα χορηγήσουν γενική αμνηστία για όσους συνελήφθησαν ή εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο Συνασπισμός θα διακόψει την απεργία στις 6 Μαρτίου μετά την απελευθέρωση των συλληφθέντων ηγετών του. Στις 22 Μαρτίου 1936, μια αντιπροσωπεία του Εθνικού Συνασπισμού με επικεφαλής τον Hashim al-Atassi, θα ταξιδέψει στο Παρίσι για να διαπραγματευτεί τη Γαλλοσυριακή Συνθήκη Ανεξαρτησίας. Στη Γαλλία  τις γενικές εκλογές της 3ης Μαΐου 1936, τις κερδίζει το Λαϊκό Μέτωπο και ο σοσιαλιστής ηγέτης, Λεόν Μπλουμ (Léon Blum), γίνεται ο πρώτος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Γαλλίας και ο πρώτος Εβραίος που κατείχε αυτό το αξίωμα. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Χασίμ αλ-Ατάσι και ο Λέον Μπλουμ υπογράφουν τη Γαλλοσυριακή Συνθήκη Ανεξαρτησίας, γνωστή και ως Συμφωνίες του Βιενό.

Η Συνθήκη απαιτεί την άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Συρίας ως κυρίαρχης δημοκρατίας, με την πλήρη χειραφέτηση να χορηγείται σταδιακά σε μια περίοδο 25 ετών. Η Συνθήκη προβλέπει την ενσωμάτωση των προηγουμένως αυτόνομων περιοχών των Δρούζων και των Αλαουιτών στην Μείζονα Συρία, αλλά όχι και του Λιβάνου, με τον οποίο η Γαλλία θα υπογράψει παρόμοια συνθήκη τον Νοέμβριο. Η Συνθήκη προβλέπει επίσης τον περιορισμό της γαλλικής επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Συρίας καθώς και τη μείωση των γαλλικών στρατευμάτων, του προσωπικού και των στρατιωτικών βάσεων στη Συρία. Σε αντάλλαγμα, η Συρία δεσμεύεται να στηρίξει τη Γαλλία σε περιόδους πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του εναέριου χώρου της, και να επιτρέψει στη Γαλλία να διατηρήσει δύο στρατιωτικές βάσεις στο συριακό έδαφος. Ο Ατάσι θα επιστρέψει θριαμβευτικά στη Συρία στις 27 Σεπτεμβρίου 1936 και θα εκλεγεί ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον Νοέμβριο. Τελικά η Συνθήκη δεν θα τεθεί ποτέ σε ισχύ επειδή το γαλλικό νομοθετικό σώμα θα αρνηθεί να την επικυρώσει.

Παράρτημα Γ:  Η Αστυνομική Δύναμη της Παλαιστίνης και τα βοηθητικά τμήματά της

Η Αστυνομική Δύναμη της Παλαιστίνης ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 1920, όταν η Μεγάλη Βρετανία αντικαθιστά τη βρετανική στρατιωτική διοίκηση στην Παλαιστίνη με μία πολιτική Ύπατη Αρμοστεία. Η Παλαιστινιακή Αστυνομία ήταν αρχικά δομημένη σύμφωνα με τα πρότυπα των περισσότερων άλλων βρετανικών αποικιακών αστυνομικών δυνάμεων, με ένα μικρό βρετανικό σώμα αξιωματικών να βρίσκεται στην κορυφή μιας δύναμης τοπικά στρατολογημένων αξιωματικών και προσωπικού άλλων βαθμίδων. Ο πρώτος αστυνομικός διοικητής Αντισυνταγματάρχης P.B. Bramley, διοικούσε μια δύναμη 18 Βρετανών αξιωματικών υποστηριζόμενων από 55 Παλαιστίνιους (Άραβες και Εβραίους) υπαξιωματικούς και 1 144 άνδρες. Η αστυνομική δύναμη της Οθωμανικής εποχής που κληρονόμησαν οι Βρετανοί ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αραβική δύναμη. Οι Βρετανοί είχαν κάθε κίνητρο να συνεργαστούν με αυτούς, κυρίως επειδή, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, οι Άραβες αστυνομικοί μιλούσαν τη γλώσσα των ανθρώπων που αστυνόμευαν. Ο πληθυσμός της Παλαιστίνης δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από Άραβες, ούτε και η αστυνομία. Με βάση την απογραφή του 1922, οι Εβραίοι αποτελούσαν το 11% του πληθυσμού, αλλά ήδη από το 1920 οι Παλαιστίνιοι Εβραίοι αστυνομικοί είχαν διπλάσιο ποσοστό συμμετοχής στις δομές της Αστυνομίας. Η ίδια η Σιωνιστική Επιτροπή ανέφερε ότι το 1920, η Αστυνομική Δύναμη της Παλαιστίνης απασχολούσε  250 Εβραίους αστυνομικούς, δηλαδή 21% του συνόλου της αστυνομικής δύναμης. Παρόλα αυτά οι σιωνιστές ηγέτες κατήγγειλαν την ανικανότητα ή την άρνηση της Αστυνομίας να προστατεύσει την εβραϊκή κοινότητα στα γεγονότα του Μαΐου 1921 και πίεσαν τους Βρετανούς να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τον αριθμό των Εβραίων αστυνομικών —ειδικά σε μικτές πόλεις όπως Ιερουσαλήμ, Γιάφα, και Χάιφα — και να ευθυγραμμιστεί η βρετανική στρατηγική ασφαλείας με τα σιωνιστικά συμφέροντα, παραχωρώντας στις εβραϊκές γειτονιές και τις αποικίες αυτονομία στην αστυνόμευση.

Εκτός από την Πολιτική Αστυνομία, που είναι επιφορτισμένη με αμιγώς αστυνομικά καθήκοντα, μετά τα γεγονότα στη Γιάφα τον Μάιο του 1921 ιδρύθηκε και η Παλαιστινιακή Χωροφυλακή, η οποία ήταν οργανωμένη σε ημιστρατιωτικά πρότυπα και ήταν διαθέσιμη σε περίπτωση ανάγκης για να βοηθήσει τις Βρετανικές Δυνάμεις στην άμυνα της Παλαιστίνης. Η Παλαιστινιακή Χωροφυλακή αποτελούνταν από δύο τμήματα: το Βρετανικό Τμήμα και το Παλαιστινιακό Τμήμα. 

Ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες,  Ουίνστον Τσόρτσιλ, ανησυχώντας για το υψηλό κόστος των μονάδων του Βρετανικού Στρατού που ενεργούν ως αστυνομικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη, αποφασίζει τον Απρίλιο του 1922,  να δημιουργήσει μια ελίτ αστυνομική δύναμη την Βρετανική Χωροφυλακή της Παλαιστίνης, παρόμοια με τη Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία ή τη Νοτιοαφρικανική Αστυνομία, που θα εστίαζε περισσότερο στον έλεγχο των ταραχών παρά στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Οι 43 αξιωματικοί και 700 άνδρες, όλοι τους Βρετανοί, στρατολογήθηκαν ως επί το πλείστον από την πρόσφατα διαλυθείσα Βασιλική Ιρλανδική Αστυνομία και τη Βοηθητική Διεύθυνσή της.

Το Παλαιστινιακό Τμήμα ήταν στελεχωμένο με 500 άνδρες από τους οποίους οι 8 ήταν Βρετανοί αξιωματικοί,  10 Βρετανοί άλλων βαθμών και 482 Παλαιστίνιοι. Από τους Παλαιστίνιους οι 328 ήταν Μουσουλμάνοι Άραβες, οι 108 Εβραίοι, οι 37 Χριστιανοί Άραβες και οι 9 Δρούζοι.

Μετά από απόφαση του υπουργού Εξωτερικών για τις Αποικίες Leopold Stennett Amery, στις 31 Μαρτίου του 1926 η Παλαιστινιακή Χωροφυλακή καταργείται. Το προσωπικό του Βρετανικού Τμήματος που δεν μετατέθηκε στην Αστυνομική Δύναμη της Παλαιστίνης επαναπατρίστηκε και το προσωπικό του Παλαιστινιακού  Τμήματος που δεν ήταν πρόθυμο να υπηρετήσει στην Αστυνομία μεταφέρθηκε σε μια νέα δύναμη, γνωστή ως Υπεριορδανική Συνοριακή Δύναμη (Transjordan Frontier Force – JFF) που ιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1926. Η JFF αναπτύχθηκε ως μια καθαρά στρατιωτική μονάδα για την υπεράσπιση των συνόρων της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας. Την ίδια χρονιά η Παλαιστινιακή Αστυνομία ίδρυσε ένα συμπληρωματικό αστυνομικό τμήμα εθελοντών βοηθών.

Μέχρι το 1929 στην Αστυνομική Δύναμη της Παλαιστίνης υπηρετούσαν 365 Βρετανοί και 2 085 Παλαιστίνιοι. Από τους Παλαιστίνιους οι 1 293 ήταν Μουσουλμάνοι Άραβες, οι 321 Εβραίοι, και οι 471 Χριστιανοί Άραβες. Μετά τις ταραχές του 1929, τον Ιανουάριο του 1930, ο Herbert Dowbiggin , αποικιακός Γενικός Επιθεωρητής της Αστυνομίας της Κεϋλάνης, στάλθηκε στην Παλαιστίνη για να συμβουλεύσει σχετικά με την αναδιοργάνωση της Παλαιστινιακής Αστυνομικής Δύναμης και η έκθεσή του υποβλήθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους. Ο Dowbiggin πρότεινε αλλαγές στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και τον επαγγελματισμό του Σώματος, αύξηση της αστυνομικής παρουσίας σε αγροτικές περιοχές, έτσι ώστε κανένας σημαντικός εβραϊκός οικισμός να μην ήταν χωρίς αστυνομική προστασία, βελτίωση του οδικού δικτύου και των τηλεφωνικών επικοινωνιών για γρηγορότερη ανταπόκριση των αστυνομικών δυνάμεων στην αντιμετώπιση κρίσεων και τον διορισμό του προστατευόμενου του Roy GB Spicer, που ήταν εκείνη την εποχή επικεφαλής της αστυνομίας της Κένυας, ως γενικού επιθεωρητή της Παλαιστινιακής Αστυνομίας. Πολλές από τις συστάσεις του Dowbiggin υιοθετήθηκαν με αποτέλεσμα να στελεχωθεί το βρετανικό τμήμα του Σώματος με επιπλέον 255 άνδρες και στα τέλη του 1930 να ανέρχονται συνολικά στα 631 άτομα, κάθε εβραϊκή αποικία εφοδιάστηκε με τηλέφωνο και το οδικό δίκτυο βελτιώθηκε, σε συνεννόηση με τις Στρατιωτικές Αρχές παραδόθηκαν σφραγισμένα οπλοστάσια, εξοπλισμένα με όπλα Greener. Ο Spicer έφτασε στην Παλαιστίνη τον Ιούλιο του 1931 για να αναλάβει γενικός επιθεωρητής της Αστυνομικής Δύναμης της Παλαιστίνης  και άρχισε να υλοποιεί τις συστάσεις του Dowbiggin.

Η Αραβική Εξέγερση του 1936–1939 προκάλεσε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην Παλαιστινιακή Αστυνομία. Δεδομένης της λαϊκής υποστήριξης για την εξέγερση μεταξύ των Αράβων της Παλαιστίνης, οι Βρετανοί διοικητές αμφισβήτησαν την αξιοπιστία ή την αποτελεσματικότητα των Αράβων αστυνομικών στις προσπάθειές τους να την καταπνίξουν. Η αστυνομία περιθωριοποίησε τους Άραβες αστυνομικούς και κινητοποίησε Βρετανούς και Εβραίους αστυνομικούς και βοηθούς για να συντρίψουν την παλαιστινιακή εξέγερση. Σταδιακά ο συσχετισμός Αράβων – Βρετανών στο Σώμα άλλαξε. Από τον Δεκέμβριο του 1935 έως τον Δεκέμβριο του 1938, οι Βρετανοί αυξήθηκαν από σχεδόν 900 σε σχεδόν 2 500 άτομα. Ο αριθμός των Παλαιστινίων Αράβων αστυνομικών παρέμεινε σχετικά σταθερός κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, αλλά ποτέ δεν ανέκτησε την αριθμητική υπεροχή του έναντι των Βρετανών.

Η Παλαιστινιακή Αστυνομία άρχισε επίσης να στρατολογεί μεγάλους αριθμούς Εβραίων αστυνομικών: μεταξύ του τέλους του 1935 και του τέλους του 1938, ο αριθμός των Εβραίων αστυνομικών υπερδιπλασιάστηκε, από 365 σε 741. Αλλά η μεγάλη αύξηση βρίσκεται στην επάνδρωση των βοηθητικών δυνάμεων.

Το 1936 όταν ξέσπασε η Αραβική Εξέγερση, η Παλαιστινιακή Αστυνομία επέκτεινε τα βοηθητικά τμήματά της  με την λεγόμενη «Υπεράριθμη (Συμπληρωματική) Αστυνομία» («Supernumerary Police»), τους «Ghaffirs» και τους «Ειδικούς Αστυφύλακες» («Special Constables»). Τα μέλη των πρώτων μονάδων ήταν αστυνομικοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης  και το βασικό τους καθήκον ήταν η φύλαξη οικισμών, αγροτικών δρόμων, φύλαξη ζωτικής σημασίας εγκαταστάσεων όπως κυβερνητικών κτιρίων, το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμάνια. Κάθε αστυνομικός διοικητής είχε το δικαίωμα να στρατολογήσει μέλη για την λεγόμενη  «Υπεράριθμη Αστυνομία», για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. Αυτές οι δυνάμεις ήταν εξοπλισμένες με στρατιωτικά τουφέκια, στολές Αστυνομίας με το έμβλημα «Υπεράριθμος». Οι μισθοί τους καταβάλλονταν από ειδικό κονδύλι του προϋπολογισμού της Παλαιστινιακής Αστυνομίας.

Ο μελλοντικός αρχηγός του επιτελείου του IDF του Ισραήλ, Moshe Dayan, ως «φρουρός»
 

Οι «Ghaffirs» (που σημαίνει «φύλακες» στα αραβικά) είχαν βασικό καθήκον τη φύλαξη των εβραϊκών οικισμών και ήταν ουσιαστικά μια ιδιωτική ένοπλη φρουρά, μιας και τους μισθούς τους πλήρωνε ο εργοδότης τους – δηλαδή οι ίδιοι οι εβραϊκοί οικισμοί και ιδρύματα. Ήταν οπλισμένοι με κυνηγετικά τουφέκια, υποβάλλονταν σε λιγότερο άμεσο έλεγχο από τους «Υπεράριθμούς» και τους επέτρεπαν να εισέρχονται στους ανοιχτούς χώρους των εβραϊκών οικισμών. Η τρίτη μονάδα οι «Ειδικοί Αστυφύλακες» ήταν Εβραίοι εθελοντές που εργάζονταν δωρεάν ή/και στρατολογούνταν σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, οι οποίοι απασχολούνταν στην άμυνα του οικισμού ή της γειτονιάς, ήταν ένστολοι ή απλώς φορούσαν αστυνομικό περιβραχιόνιο με πολιτικά ρούχα. Η στελέχωση των βοηθητικών μονάδων γινόταν κυρίως από μέλη της Χαγκανά, με την υποστήριξη της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Για το σύνολο των μονάδων αυτών στα εβραϊκά χρησιμοποιείται ο όρος «Notrim» που κυριολεκτικά σημαίνει «Φρουροί», (ενικός: «Noter»). 

Τον Ιούνιο του 1936, η Υπηρεσία πρότεινε στην Ύπατη Αρμοστεία να στρατολογήσει 2 550 φρουρούς, εκ των οποίων οι 1 800 θα πληρώνονταν από τους εβραϊκούς οικισμούς. Αν και η κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε συνολικά την ιδέα, αποφάσισε να επιτρέψει σε μεμονωμένους οικισμούς να ζητήσουν αμυντική βοήθεια κατά περίπτωση. Αρχικά ορκίστηκαν 600 άνδρες – περίπου το ένα τρίτο πληρώνονταν από την κυβέρνηση – και αυτές οι δυνάμεις περιορίζονταν να λειτουργούν μόνο εντός των ορίων των οικισμών. Οι δυνάμεις αυτές ονομάζονταν επίσημα «Προσωρινοί Πρόσθετοι Αστυφύλακες» («Temporary Additional Constables»). Η κατάσταση ασφαλείας επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1936 η κυβέρνηση είχε στρατολογήσει περισσότερους από 2 800 «Notrim». Οι συστάσεις του Dowbiggin εγκαταλείφθηκαν και τον Οκτώβριο του 1937 η βρετανική διοίκηση στράφηκε στον Sir Charles Taggart, πρώην επικεφαλής της αστυνομίας της Βεγγάλης, για να δημιουργήσει μια νέα στρατηγική ασφάλειας για την Παλαιστίνη. Ο Taggart πρότεινε να στρατιωτικοποιηθεί η Παλαιστινιακή Αστυνομία, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει στην ανακατάληψη τεράστιων τμημάτων εδάφους που βρίσκονταν εκτός του βρετανικού έλεγχου  και διοικούνταν από Άραβες αντάρτες. Μετά από σύσταση του Taggart, ο Spicer αντικαταστάθηκε με τον Alan Saunders, τον Γενικό Επιθεωρητή της Αστυνομίας της Νιγηρίας. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1938, η βρετανική διοίκηση έστησε ένα φράγμα από συρματοπλέγματα και θέσεις φρουράς στο βόρειο τμήμα της Γαλιλαίας, κατά μήκος των συνόρων της Παλαιστίνης με Λίβανο και Συρία, το οποίο έγινε γνωστό ως «Taggart’s Wall». Επίσης το 1938, ο Taggart πρότεινε την κατασκευή ενός αριθμού αστυνομικών φρουρίων, στρατηγικά τοποθετημένων που θα περιείχαν αστυνομικά γραφεία, στρατώνες, φυλακές, αποθηκευτικούς χώρους για πυρομαχικά και προμήθειες, με συστήματα νερού που θα τους επέτρεπαν να αντέξουν πολυήμερη πολιορκία. Αυτά τα αυτοτελή περιφερειακά κέντρα ελέγχου, που ονομάζονται «Taggart Forts», χτίστηκαν ως επί το πλείστον μετά την καταστολή της εξέγερσης, αλλά αργότερα χρησίμευσαν ως αστυνομικά τμήματα για το υπόλοιπο της Εντολής.

Αστυνομία Εβραϊκών Οικισμών

Το μέγεθος και η σύνθεση της Παλαιστινιακής Αστυνομίας υπέστη επίσης ριζική αλλαγή. Μέχρι το τέλος του 1938, ο αριθμός των φρουρών έφτασε περίπου τις 6 000. Η κυβέρνηση κατέβαλε το μισό του μισθού τους και οι εβραϊκοί οικισμοί το άλλο μισό. Μεταξύ των Notrim που τοποθετήθηκαν μετά το 1938, ειδικά για την άμυνα των εβραϊκών οικισμών, οι επικεφαλείς αξιωματικοί ήταν Βρετανοί και οι υπόλοιποι ήταν όλοι Εβραίοι. Αυτό το σώμα ονομάστηκε «Αστυνομία Εβραϊκών Οικισμών» («Jewish Settlement Police – JSP). Ήταν οργανωμένοι σε 10 τάγματα, το καθένα με το δικό του εβραϊκό όνομα που υποδηλώνει την γεωγραφική περιοχή ευθύνης του και ξεχωριστό χρωματιστό τριγωνικό έμβλημα. Ξεχώριζαν επίσης από τις νέες στολές και το αυστραλιανό καπέλο με φαρδύ γείσο στη θέση του καλπακιού (kolpak).

Φρουροί Άμεσης Επέμβασης

Στην JSP εντάχθηκαν και οι λεγόμενοι «Φρουροί Άμεσης Επέμβασης» [«Mobile Guards» (αγγλ.), «Mishmarot Nayim» ή “Manim” (εβρ.)]. Πρόκειται για 60 ουλαμούς (έφιππους και μηχανοκίνητους), συνολικής δύναμης 400 φρουρών. Στα τέλη Ιουλίου 1939, στη JSP με πλήρη απασχόληση υπηρετούσαν 1 275 φρουροί. Στην πραγματικότητα, αυτή η μονάδα χρησιμοποιήθηκε από τη Χαγκανά ως κέντρο εκπαίδευσης. Η Χαγκανά έβαζε όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη της να υπηρετήσουν στην JSP. Μετά το πέρας της εξάμηνης θητείας τους, η Χαγκανά τους απέσυρε με σκοπό να εκπαιδευτούν στα όπλα και αποκτήσουν εμπειρία στο πεδίο και νέες σειρές μελών της. Έτσι, μέσω της JSP, από τη συγκρότηση της έως τα τέλη του 1945, η Χαγκανά κατάφερε να εκπαιδεύσει 13 455, που ήταν εγγεγραμμένοι ως έφεδροι σε αγροτικές περιοχές.

Μέλη των Ειδικών Νυχτερινών Μονάδων

Η JSP είχε επίσης την άδεια να παρέχει ασφάλεια και συνοδεία στους Εβραίους εργαζομένους  που κατασκεύαζαν τους οικισμούς με το σύστημα «Πύργος και Τείχος» («Tower και Stockade»), ενώ μέλη της επάνδρωσαν και τις περιβόητες βρετανό-εβραϊκές «Ειδικές Νυχτερινές Μονάδες» («Special Night Squads»- SNS) που δημιούργησε ο λοχαγός Orde Charles Wingate. Ο συνολικός αριθμός των SNS ανέρχεται στα 100 άτομα. Το πρωταρχικό καθήκον τους ήταν να υπερασπιστούν τον αγωγό της Iraq Petroleum Company, ο οποίος δεχόταν συχνά επιθέσεις από Άραβες αντάρτες. Επίσης επιχειρούσαν επιδρομές σε βάσεις Αράβων ανταρτών.

Παράρτημα Δ: Η μαζική μετανάστευση ως πρώτο στάδιο της «Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος»

Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο στόχος της «Τελικής Λύσης» ήταν να μετατρέψουν τη Γερμανία σε «judenrein» (κράτος απαλλαγμένο από τους Εβραίους) αρχικά μέσω της μαζικής μετανάστευσης τους και μετά την κατάληψη της Δυτικής Πολωνίας και την έναρξη του Β’ ΠΠ, το Σεπτέμβριο του 1939, μέσω της απελάσεως τους. Μετά την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941, δίνεται νέο περιεχόμενο στον όρο «Τελική Λύση», και σήμαινε πλέον «φυσική λύση» δηλαδή δολοφονία, εξόντωση των Εβραίων όχι μόνο της Ναζιστικής Γερμανίας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.

Σύμφωνα με την απογραφή της 16ης Ιουνίου 1933, ο πληθυσμός των Εβραίων της Γερμανίας  ήταν περίπου 503 000, δηλαδή αντιπροσώπευαν το 0,75% του συνολικού πληθυσμού της Γερμανίας (περί τα 67 εκατομμύρια). Το πενήντα τοις εκατό όλων των Εβραίων της Γερμανίας ζούσε στις 10 μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, μεταξύ των οποίων το Βερολίνο (περίπου 160 000), η Φρανκφούρτη (περίπου 26 000), το Μπρεσλάου (περίπου 20 000), το Αμβούργο (περίπου 17 000), η Κολωνία (περίπου 15 000), το Ανόβερο (περίπου 13 000) και η Λειψία (περίπου 12 000).  Μέχρι τα τέλη του 1937, είχανε  μεταναστεύσει περίπου 130 000 Γερμανοεβραίοι. Όμως με τη σταδιακή υλοποίηση του δόγματος του «Ζωτικού Χώρου» (Lebensraum) το «Εβραϊκό Πρόβλημα» όπως ήταν αναμενόμενο αντί να μικραίνει, μεγεθυνόταν.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1938, ο Χίτλερ στον λόγο του που εκφωνεί στο Ράιχσταγκ τόνιζε μεταξύ άλλων ότι καθίσταται ανάγκη να προστατευθούν 10 εκατομμύρια Γερμανοί που βρίσκονταν στα σύνορα του Ράιχ, υπονοώντας τα σύνορα Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας (Σουδητία).

Στις 13 Μαρτίου 1938, με την προσάρτηση της Αυστρίας, άλλοι 192 000 Αυστριακοί Εβραίοι βρέθηκαν σε περιοχές ελεγχόμενες από τους Ναζί και στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, με το Σύμφωνο του Μονάχου δια του οποίου και συνομολογήθηκε η προσάρτηση της Σουδητίας στο Γ΄ Ράιχ, άλλοι  24 500 Εβραίοι της Σουδητίας θα προστεθούν στο «Εβραϊκό πρόβλημα».

Μέχρι την έναρξη του Β’ ΠΠ το Σεπτέμβριο του 1939, περίπου 282 000 Εβραίοι είχαν φύγει από τη Γερμανία και 117 000 από την προσχωρημένη Αυστρία. Από αυτούς περίπου 150 000 μετανάστευσαν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εάν εξαιρέσουμε τους 40 000 που κατέφυγαν στη  Μεγάλη Βρετανία και τους 8 000 στην ουδέτερη Ελβετία, οι υπόλοιποι μετανάστευσαν στη Γαλλία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, τη Δανία, και τη Νορβηγία, σε χώρες δηλαδή που κατέλαβαν οι Ναζί το 1940. Περίπου 250 000 Εβραίοι της Γερμανίας και Αυστρίας μετανάστευσαν σε άλλες ηπείρους. Από αυτούς περίπου 90 000 μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες,  83 000 στην Κεντρική και Νότια Αμερική, με τους περισσότερους να εισέρχονται στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή και τη Βολιβία. Περισσότεροι από 18 000 Εβραίοι από το γερμανικό Ράιχ κατάφεραν επίσης να βρουν καταφύγιο στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Σαγκάη. Με την Συμφωνία Haavar (Μεταφοράς) στις 25 Αυγούστου 1933, ανάμεσα στην Εβραϊκή Υπηρεσία για την Παλαιστίνη, τη Γερμανική Σιωνιστική Ομοσπονδία και το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, μπόρεσαν να μεταναστεύσουν στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη, μέχρι την έναρξη του Β’ ΠΠ, όταν και έληξε η Συμφωνία, περίπου 60 000 Εβραίοι.

Στο τέλος του 1939, περίπου 220 000 Εβραίοι παρέμειναν στη Γερμανία και 75 000 στην προσαρτημένη Αυστρία. Όταν η Γερμανία κατέλαβε το Σεπτέμβριο του 1939 τη Δυτική Πολωνία, πυροδοτώντας την έναρξη του Β’ΠΠ και έπρεπε να διαχειριστεί περίπου 2 εκατομμύρια Πολωνοεβραίους, η μετανάστευση δεν αποτελούσε πλέον αποτελεσματική λύση. Ως τέτοια πρόβαλε  η «εδαφική λύση», η μαζική απέλαση από την επικράτεια του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ σε κάποια περιοχή.

Παράρτημα Ε: Το Χρονολόγιο της «Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος» (συνέχεια από το πέμπτο μέρος)

Η νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938, αναφέρεται ως η Kristallnacht, κατά λέξη, η «Νύχτα των Κρυστάλλων». Με τον όρο αυτό περιγράφεται το μαζικό αντισημιτικό πογκρόμ εκείνης της νύχτας που  εξαπλώθηκε στη Γερμανία, στην προσαρτημένη Αυστρία και σε περιοχές της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία. Αν και ο ακριβής αριθμός των Εβραίων που θανατώθηκαν δεν έχει προσδιοριστεί, ο ευρύτερα αποδεκτός αριθμός τους ανέρχεται σε 91 άτομα. Οι ταραξίες κατέστρεψαν συνολικά 267 συναγωγές, έκαναν θρύψαλα τις βιτρίνες περίπου 7 500 επιχειρήσεων εβραϊκής ιδιοκτησίας (από δω το όνομα – Νύχτα των Κρυστάλλων) και λεηλάτησαν τα εμπορεύματά τους. Οι Ναζί περίγραψαν τις ενέργειες ως δικαιολογημένες και αυθόρμητες απαντήσεις του γερμανικού πληθυσμού στη δολοφονία του Ερνστ φομ Ρατ ενός γερμανικού διπλωματικού αξιωματούχου της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι, από τον Έρσελ Γκρίνσπαν, έναν 17χρονο Πολωνοεβραίο. Ο Γκρίνσπαν είχε πληροφορηθεί ότι οι γονείς του, κάτοικοι Γερμανίας από το 1911, ήταν ανάμεσα στους 17 000 που στις 28 Οκτωβρίου, χωρίς καμία προειδοποίηση, μέσα στη νύχτα, απελάθηκαν από τη Γερμανία στην Πολωνία. Αρχικά, η Πολωνία αρνήθηκε να επιτρέψει την είσοδο στους εκτοπισμένους Πολωνούς Εβραίους. Έτσι, οι απελαθέντες Εβραίοι βρέθηκαν αποκλεισμένοι σε ένα στρατόπεδο προσφύγων κοντά στην πόλη του Zbaszyn στη μεθοριακή ζώνη μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας. Ο Γκρίνσπαν, ο οποίος ήδη κατοικούσε παράνομα στο Παρίσι, προφανώς θέλησε να πάρει εκδίκηση για τις δύσκολες ώρες που περνούσε η οικογένειά του και για αυτόν το λόγο παρουσιάστηκε στη γερμανική πρεσβεία και μέσα στην απόγνωσή του πυροβόλησε τον διπλωματικό υπάλληλο που ανέλαβε να τον εξυπηρετήσει. Ο φομ Ρατ υπέκυψε στα τραύματά του στις 9 Νοεμβρίου 1938, δύο ημέρες μετά τη δολοφονική επίθεση. Η ημέρα του θανάτου του έτυχε να συμπέσει με την επέτειο του Πραξικοπήματος της Μπυραρίας του 1923, μιας ημερομηνίας με ιδιαίτερη σημασία για το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Οι ηγέτες του Κόμματος, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μόναχο για τον εορτασμό της επετείου, χρησιμοποίησαν τον φόνο του Γερμανού διπλωμάτη ως πρόσχημα για να εξαπολύσουν μια νύχτα βίαιων επιθέσεων εναντίον των Εβραίων. Καθώς οι διωγμοί εξαπλώνονταν, μονάδες των SS και της Γκεστάπο συνέλαβαν 30 000 Εβραίους, σύμφωνα με τις εντολές που έλαβαν από τον Χάιντριχ. Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν από τις τοπικές φυλακές στο Νταχάου, το Μπούχενβαλτ, το Σαξενχάουζεν και άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι περισσότεροι αποφυλακίστηκαν εντός τριών μηνών, με την προϋπόθεση ότι θα ξεκινούσαν τις διαδικασίες αποχώρησής τους από τη Γερμανία. Πράγματι, η Kristallnacht δεδομένου ότι ήταν η πρώτη ένδειξη για το τι θα ακολουθούσε αργότερα, θα αποτελούσε το κίνητρο για τη μαζική έξοδο των Εβραίων από τη Γερμανία τους επόμενους μήνες.

Στις 12 Νοεμβρίου 1938 η γερμανική ναζιστική κυβέρνηση εξέδωσε τον «Κανονισμό για την εξάλειψη των Εβραίων από τη γερμανική οικονομική ζωή» βάσει του οποίου διατάσσονται όλοι οι Εβραίοι να μεταβιβάσουν τις επιχειρήσεις τους, μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1938, σε «Άριους» δηλαδή σε Γερμανούς πολίτες, ή σε επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων, ή να τις κλείσουν. Μέχρι τότε η διαδικασία «Αριανοποίησης» ήταν «εθελοντική». Στις αρχές του 1933, υπήρχαν περίπου 100 000 εβραϊκές επιχειρήσεις στη Γερμανία. Περίπου οι μισές από αυτές ήταν μικρά καταστήματα λιανικής. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις ήταν εργαστήρια διαφόρων μεγεθών, ή επαγγελματικά γραφεία, δικηγόρων, γιατρών, λογιστών και άλλων ελεύθερων επαγγελματιών. Μέχρι το 1938, ο συνδυασμός της ναζιστικής τρομοκρατίας, της προπαγάνδας, του μποϊκοτάζ και της νομοθεσίας, ήταν τόσο αποτελεσματικός που περίπου τα δύο τρίτα αυτών των εβραϊκών επιχειρήσεων έκλεισαν ή πωλήθηκαν σε μη Εβραίους, στο 20% με 30% της αξίας τους. Στις 22 Απριλίου 1938, η ναζιστική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα που προέβλεπε πρόστιμο ή φυλάκιση για όποιον Γερμανό αναλάμβανε την ευθύνη να καμουφλάρει τον «εβραϊκό χαρακτήρα» μιας επιχείρησης. Θα ακολουθήσει στις 26 Απριλίου 1938, το «Διάταγμα για την καταγραφή της ιδιοκτησίας που ανήκει σε Εβραίους» με το οποίο οι Εβραίοι που είχαν περιουσιακά στοιχεία άνω των 5 000 μάρκων υποχρεωνόντουσαν, ως τις 30 Ιουνίου 1938, να τα δηλώσουν και τους απαγορευόταν να πουλήσουν κάποιο περιουσιακό τους στοιχείο, χωρίς την άδεια του κράτους. Το διάταγμα της 14ης Ιουνίου 1938 έδινε τον ορισμό της εβραϊκής επιχείρησης: μια επιχείρηση θεωρείτο εβραϊκή αν ο κάτοχός της ήταν Εβραίος, αν κάποιος συμμέτοχος ήταν Εβραίος, ή αν γενικότερα βρισκόταν κάτω από εβραϊκή επιρροή. Αμέσως μετά τα βίαια εθνικά πογκρόμ στις 9-10 Νοεμβρίου 1938 (Kristallnacht), η «Αριανοποίηση» μπήκε στη δεύτερη φάση της την «υποχρεωτική».

Στις 4 Ιουλίου 1939 οι Ναζί δημιουργούν την «Ένωσης Εβραίων του Ράιχ στη Γερμανία» («Reichsvereinigung»), η οποία αντικαθιστά όλη την υπάρχουσα εβραϊκή κοινοτική οργάνωση και εποπτεύεται από το Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA).

Παράρτημα Ζ: Η πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1936-1939)

7 Μαρτίου 1936: Γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Ρηνανία. Οι διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών απαγορεύουν στη ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία να κάνει οχυρωματικά έργα, να έχει στρατόπεδα ή να προβαίνει σε στρατιωτικές προετοιμασίες στην αριστερή όχθη του Ρήνου και μέσα σε βάθος 50 χιλιομέτρων στη δεξιά όχθη. Η Συνθήκη όριζε ότι η περιοχή θα βρισκόταν υπό την κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων – συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών στρατευμάτων. Η αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας είχε στη συνέχεια επικυρωθεί με την Συνθήκη του Λοκάρνο το 1925, την οποία είχε υπογράψει η Γερμανία. Καταστρατηγώντας σαφέστατα τις Συνθήκες, ο Χίτλερ διατάσσει τα γερμανικά στρατεύματα να ανακαταλάβουν τη ζώνη. Η πράξη του καταδικάζεται από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, αλλά καμία τους δεν παρεμβαίνει για την επιβολή των Συνθηκών.

Μάιος 1936: Τερματίζεται ο Β΄ Ιταλο-Αιθιοπικός Πόλεμος με τη στρατιωτική κατάληψη της Αιθιοπίας από τα ιταλικά στρατεύματα και τη μετατροπή της χώρας σε ιταλική αποικία.

17 Ιουλίου 1936: Στην Ισπανία, αξιωματικοί ανάμεσά τους και οι στρατηγοί Εμίλιο Μόλα, Γκονθάλο Κέιπο δε Λιάνο, Βαρέλα και Φρανθίσκο Φράνκο, αποφασίζουν να κινηθούν κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου και να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία.  Ξεκινά ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

25 Οκτωβρίου 1936: Η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία υπογράφουν σύμφωνο συνεργασίας. Την 1η Νοεμβρίου ανακοινώνεται ο Άξονας Ρώμης-Βερολίνου.

25 Νοεμβρίου 1936: Η Γερμανία και η Ιαπωνία υπογράφουν το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Σύμφωνο Αντικομιντέρν). Το σύμφωνο αυτό στρέφεται εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στο σύμφωνο αυτό θα προσχωρήσει  στις 26 Νοεμβρίου 1937 και η Ιταλία.

7 Ιουλίου 1937: Η Ιαπωνία εισβάλλει στην Κίνα.

20 Φεβρουαρίου 1938: Ο Χίτλερ στον λόγο του που εκφωνεί στο Ράιχσταγκ τόνιζε μεταξύ άλλων ότι καθίσταται ανάγκη να προστατευθούν 10 εκατομμύρια Γερμανοί που βρίσκονταν στα σύνορα του Ράιχ, υπονοώντας τα σύνορα Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας (Σουδητία).

11 Μαρτίου 1938: Τα γερμανικά στρατεύματα χωρίς καμία αντίσταση, εισβάλουν στην Αυστρία. Αν και η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγορεύει το Anschluss (ένωση Αυστρίας-Γερμανίας) αυτή ανακηρύσσεται  επίσημα στις 13 Μαρτίου 1938.

29 Σεπτεμβρίου 1938: Αρχίζει στο Μόναχο η τετραμερής «Διεθνή Συνδιάσκεψη του Μονάχου» στην οποία μετέχουν οι: Γερμανία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία και χωρίς την παρουσία της Τσεχοσλοβακίας υπογράφεται  το Σύμφωνο του Μονάχου δια του οποίου και συνομολογήθηκε η προσάρτηση της Σουδητίας στο Γ΄ Ράιχ (1-10 Οκτωβρίου 1938).

Οκτώβριο 1938: Η Πολωνία προσαρτά το Ζαόλζιε, περιοχή με πολωνική πλειονότητα που κατέλαβε ο Τσεχικός στρατός την περίοδο 1918-1920.

Μάρτιο 1939:  Η Ουγγαρία προσαρτά την Καρπαθιακή Ρουθηνία που είχε γίνει αυτόνομη από τον Οκτώβριο του 1938.

14–15 Μαρτίου 1939: Υπό την πίεση της Γερμανίας, οι Σλοβάκοι κηρύττουν την ανεξαρτησία τους και ιδρύουν τη Δημοκρατία της Σλοβακίας. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα διαλυμένα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου και ιδρύουν το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας.

18 Μαρτίου 1939: Η ΕΣΣΔ στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στη Γερμανία, ενώ Λονδίνο και Παρίσι αποφεύγουν κάθε συζήτηση για το θέμα. Η Μόσχα είναι υποχρεωμένη να κινηθεί προς εξασφάλιση της εθνικής της ασφάλειας, από μόνη της.

22 Μαρτίου 1939: ΟΧίτλερ ζητά από την Πολωνίανα του παραχωρήσει το Ντάνστιχ (Γκντάνσκ) καθώς και ένα διάδρομο, ανάμεσα στον πολωνικό διάδρομο που θα συνδέει τη Γερμανία με την ανατολική Πρωσία

23 Μαρτίου 1939: Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία εγγυώνται μονομερώς την ακεραιότητα των συνόρων του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Ελβετίας και στις 31 Μαρτίου 1939 εγγυώνται την ακεραιότητα των συνόρων της Πολωνίας.

7–15 Απριλίου 1939: Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και την προσαρτά.

11 Απριλίου 1939: Ο Χίτλερ εγκρίνει το σχέδιο επίθεσης κατά της Πολωνίας με την κωδική ονομασία «Λευκό σχέδιο».

28 Απριλίου 1939: Η Γερμανία ανακοινώνει την απόσυρση της από το σύμφωνο μη επίθεσης που είχε υπογράψει με την Πολωνία περισσότερο από μία πενταετία νωρίτερα.

22 Μαΐου 1939: Η Γερμανία και η Ιταλία επεκτείνουν την πολιτική τους συμμαχία σε στρατιωτική υπογράφοντας το Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας. Γνωστό ως Χαλύβδινο Σύμφωνο, ονομασία που του δίνει ο τον Μουσολίνι, το σύμφωνο προβλέπει τη στρατιωτική συνεργασία και την αμοιβαία αμυντική υποστήριξη Γερμανίας και Ιταλίας.

23 Αυγούστου 1939: Στη Μόσχα ο υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Βιάτσεσλαφ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ (Вячеслав Михайлович Молотов), υπογράφουν το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης γνωστό και ως Σύμφωνο Μόλοτωφ – Ρίμπεντροπ.

1 Σεπτεμβρίου 1939: Τη νύχτα της 31ης Αυγούστου 1939 άνδρες των Ες-Ες, φορώντας στολές του Πολωνικού στρατού εισβάλουν στον ραδιοπύργο Sendeturm Gleiwitz στη Γερμανική πόλη Γκλάιβιτς, που βρίσκεται στα σύνορα με την Πολωνία και μιλώντας στα Πολωνικά καλούν τον Πολωνικό λαό σε πόλεμο κατά της Γερμανίας. Εκτελούν, μάλιστα, μερικούς Γερμανούς ποινικούς εγκληματίες, που πήραν μαζί τους, σαν αποδεικτικό στοιχείο, τάχα, της Πολωνικής εισβολής. Την επομένη ο Χίτλερ ανακοινώνει στο Γερμανικό κοινοβούλιο, Ράιχσταγκ, το προβοκατόρικο συμβάν και ενημερώνει για τα αντίποινα που άρχισαν από τις 4:45 τα χαράματα της 1ης Σεπτέμβρη 1939, μέρας που θεωρείται η απαρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Βιβλιογραφία

Antonius G., 1939. The Arab Awakening: The Story of the Arab National Movement.  PHILADELPHIA / NEW YORK /TORONTO: J. B. LIPPINCOTT COMPANY. Allegro Editions, Reprint edition, 2015

ARMSTRONG K., 2011. Η ιστορία του Θεού. Η καταγωγή της ιδέας του Θεού, οι μονοθεϊστικές θρησκείες και το μέλλον τους. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΜΑΡΙ 

Ансел С., 2009. ЕВРЕИТЕ. София: Издателство РИВА

Barbour N., 1946. Nisi Dominus – A Survey of the Palestine Controversy. London: First published  by GEORGE G. HARRAP & Co. Ltd. Beirut: The Institute for Palestine Studies. Reprint series No. 3, 1969

Black E., 2009. The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine. New York: Macmillan.

Breitman R. Kraut A. M., 1987. American Refugee Policy and European Jewry, 1933-1945. Indiana University Press.

Catherwood C., 2009. ΙράκΤο ολίσθημα του Τσώρτσιλ. Η δημιουργία του Ιράκ μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αθήνα: Εκδότης ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ

Caestecker F. & Moore B., 2010. Refugees From Nazi Germany and the Liberal European States. Berghahn Books

Cohen H., 2009. Army of Shadows: Palestinian Collaboration with Sionism, 1917–1948. University of California Press

EDGAR M., 2007. Ο ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

Gilbert M., 2020. ИЗРАЕЛ. ИСТОРИЯ. София: Издателство РИВА

Goldschmidt A. & Boum A., 2016. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ

FORD R., 2012. Ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός. (e-book format)

Friedlӓnder S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις

Ηρακλείδης Α., 1991. Η Αραβο-ισραηλινή αντιπαράθεση, η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης. Ίδρυμα Μεσογειακών Σπουδών. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

HOURANI A., 2017. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. (e-book format)

HERZL T., 2017. ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος (e-book format)

Hughes M., 2015. Palestinian Collaboration with the British: The Peace Bands and the Arab Revolt in Palestine, 1936–9. Journal of Contemporary History 2016, Vol. 51(2) 291–315. Στο: https://bura.brunel.ac.uk/bitstream/2438/10017/3/Fulltext.pdf

Hughes M., 2019.  Britain’s Pacification of Palestine. The British Army, the Colonial State, and the Arab Revolt, 1936– 1939. Cambridge: Cambridge University Press

Kanafani G., 1980. The 1936-39 Revolt in Palestine. London: Published by the Tricontinental Society published, in addition, by Committee for a Democratic Palestine, New York, 1972.

Kedourie E., . & Haim S. (Ed.), 1982. Palestine and Israel in the 19th and 20th Centuries. London and New York: Publisher Routledge 

Kedourie E. & Haim S. (Ed.), 2015. Zionism and Arabism in Palestine and Israel. London and New York: Publisher Routledge  

Kessler O., 2023. Palestine 1936: The Great Revolt and the Roots of the Middle East Conflict. Lanham: Rowman & Littlefield Publishers

Khalidi W. (editor), 1971. From Haven to Conquest: Readings in Sionism and the Palestine Problem Until 1948. Beirut: Institute for Palestine Studies

Khalidi, R., 2023. The Iron Cage: The Story of the Palestinian Struggle for Statehood. Publisher: Oneworld Publications, ebook

Корм Ж., 2009. История на Близкия изток. София: Издателство РИВА

Κουτσούκης Δ. , 2017. Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και οι αρχέγονες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Αθήνα: Εκδόσεις  ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Mearsheimer J., & Walt S. 2006. ΤΟ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ ΛΟΜΠΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

Laqueur W. & Schueftan (Editors), 2016. The Israel-Arab Reader: A Documentary History of the Middle East Conflict. Eighth Revised and Updated Edition. Publisher: Penguin Books

Млечин Л.,  МОСАД. ТАЙНАТА ВОЙНА. Соофия: Издателство ПАРИТЕТ

Montefiore S., 2016. История на Йерусалим. София: Издателство ПРОЗОРЕЦ

Morris B., 2001. Righteous Victims: A History of the Zionist-Arab Conflict, 1881-2001. New York: Vintage Books, a division of Random House, Inc.

Morris B., 2013. 1948: A History of the First ArabIsraeli War. London: Published by Yale University Press

Motadel D., 2014. Islam and Nazi Germany’s war. . London: The Belknap Press of Harvard University Press

Παμπούκης Γ. 1999. ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ. Απόπειρα προσέγγισης των πραγματικών γεγονότων στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ

Παμπούκης Γ., 2004. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ. Όταν το Θείο συγκρούεται με τη σύγχρονη γνώση. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ

Παναγιωτίδης Ν., 2020. Σε αναζήτηση Κράτους – Το Παλαιστινιακό και οι ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων για τη μη επίλυσή του από τις συμφωνίες Σάικς-Πικό έως το σχέδιο Τραμπ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

Pappe, Ι., 2007. Η Ιστορία της Σύγχρονης Παλαιστίνης. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος

Pappe, Ι., 2017. The Biggest Prison on Earth: A History of Gaza and the Occupied Territories. Publisher: Oneworld Publications

Pearlman W., 2011. Violence, Nonviolence, and the Palestinian National Movement. Cambridge University Press.

Ραφαηλίδης Β., 2005. Η ΜΥΘΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

ΡΟΥΣΣΟΣ Σ., 2022. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG

Rogan E. L & Shlaim A., 2001. The war for Palestine: rewriting the history of 1948. New York: Cambridge University Press

Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“

ΣΑΧΑΚ Ι., 2009. Εβραϊκή Ιστορία, Εβραϊκή θρησκεία. Το βάρος τριών χιλιάδων χρόνων. Αθήνα: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΣΑΚΚΑΣ Γ., 2005. ΤΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ). Ο ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ 1882-1948. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

Sand S., 2017. ИЗОБРЕТЯВАНЕТО НА ЕВРЕЙСКИЯ НАРОД. София: Издателство бгкниг@

Salahat, N. F. Y., 2007. Ο ρόλος του μιλιταρισμού στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας στο Ισραήλ, 1919-2000. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών. (ΔΕΟΠΣ) https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/1615/5/Salahat.pdf

Segev T., 2019. A State at Any Cost – The Life of David Ben-Gurion. Published APOLLO BOOK

Segev Z., 2014.  The World Jewish Congress during the Holocaust. Berlin/Boston. Walter de Gruyter GmbH (e-book, http://www.degruyter.com.)

Smith C., 2020. Palestine and the Arab-Israeli Conflict. Tenth Edition. Boston / NY: Publisher Macmillan Higher Education

Ταγκυέφ Πιερ-Αντρέ, 2011. Τι είναι αντισημιτισμός; Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Whitelam, K. W., 2006. Η επινόηση του αρχαίου Ισραήλ. Η αποσιώπηση της ιστορίας της Παλαιστίνης. Αθήνα: Εκδόσεις Ενάλιος

ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ T.B., 2015. Πόλεμος και Διπλωματία στη Μέση Ανατολή η δράση του Λώρενς της Αραβίας. 2η Έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας

Peel Commission Full Report (1937). Στο: https://ecf.org.il/media_items/290

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1936/ Στο: https://web.archive.org/web/20070212024641/http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/fd4d250af882632b052565d2005012c3!OpenDocument

Weizmann’s “Speech to the 20th Zionist Congress”. Στο: https://tikvahfund.org/wp-content/uploads/2021/06/Brody_48.pdf

LEAGUE OF NATIONS. PERMANENT MANDATES COMMISSION. MINUTES OF THE THIRTY-SECOND (EXTRAORDINARY) SESSION DEVOTED TO PALESTINE. Held at Geneva from July 30th to August 18th, 1937 including the REPORT OF THE COMMISSION TO THE COUNCIL. Στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/fd05535118aef0de052565ed0065ddf7%21OpenDocument

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1937/ Στο: https://web.archive.org/web/20011125104242/http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/7bdd2c11c15b54c2052565d10057251e!OpenDocument

Policy in Palestine. Despatch dated 23rd December, 1937, from the Secretary of State for the Colonies to the High Commissioner for Palestine. Στο: https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-207196/

Report of the Palestine Partition Commission of 1938, chaired by Sir John Woodhead.  Published by His Majesty’s Stationery Office, London, as command paper Cmd. 5854. Στο: https://ia600909.us.archive.org/21/items/WoodheadCommission/Woodhead-abbyy.pdf

PALESTINE Statement by His Majesty’s Government in the United Kingdom. Presented by the Secretary of State for the Colonies to Parliament by Command of His Majesty. November, 1938. Στο: http://unispal.un.org/UNISPAL.NSF/0/4941922311B4E3C585256D17004BD2E2

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1938/ Στο: http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/cc68bab76ec42e79052565d0006f2df4%21OpenDocument

PALESTINE. Statement of Policy. Presented by the Secretary of State for the Colonies to Parliament by Command of His Majesty. May, 1939. Στο: https://www.palquest.org/en/historictext/6722/macdonald-white-paper

LEAGUE OF NATIONS. PERMANENT MANDATES COMMISSION. MINUTES OF THE THIRTY-SIXTH SESSION. Held at Geneva from June 8th to 29th, 1939 including the REPORT OF THE COMMISSION TO THE COUNCIL. Στο: http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/d54db2b34342ae5d052565e9004f24df%21OpenDocument

MEMORANDUM TO DELEGATES TO THE TWENTY-FIRST WORLD ZIONIST CONGRESS. https://www.bjpa.org/content/upload/bjpa/memo/MEMORANDUM%20TO%20DELEGATES%20TO%20THE%2021ST%20WORLD%20ZIONIST%20CONGRESS%20GENEVA%201939.pdf

FOREIGN RELATIONS OF THE UNITED STATES DIPLOMATIC PAPERS, 1939, THE FAR EAST; THE NEAR EAST AND AFRICA, VOLUME IV. The Consul at Jerusalem (Steger) to the Secretary of State. Jerusalem , September 21, 1939. No. 1096. Στο: https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1939v04/d847

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment