Στις 22.04.2024 δόθηκαν στην δημοσιότητα από την Eurostat τα εκτιμώμενα πραγματικά μεγέθη για το δημοσιονομικό ισοζύγιο1 και το δημόσιο χρέος2 των κρατών μελών της ΕΕ για το 2023 και τα αντίστοιχα πραγματικά μεγέθη για τα έτη 2020, 2021 και 2022.

Ο λόγος του δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε από -3,4 % το 2022 σε -3,5 % το 2023, ενώ ο λόγος αυτός μειώθηκε στη ζώνη του ευρώ από -3,7 % σε -3,6 % (βλ. πίνακα 1).
Το 2021 και το 2022, τα ελλείμματα μειώθηκαν μετά τις υψηλότερες τιμές το 2020 (-7,0 % για τη ζώνη του ευρώ και -6,7 % για την ΕΕ). Η οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19, όπως αποδεικνύεται από τη μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020, καθώς και τα μέτρα δαπανών για τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, είχαν ισχυρό αντίκτυπο στον λόγο ελλείμματος και χρέους το 2020. Το 2022 και το 2023, οι υψηλές τιμές της ενέργειας και τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις της ΕΕ για την άμβλυνση των επιπτώσεών τους, επηρέασαν σημαντικά το δημόσιο ισοζύγιο, έτσι ώστε για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ τα ελλείμματα παρέμειναν σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Το 2023, όλα τα κράτη μέλη κατέγραψαν έλλειμμα, εκτός από την Κύπρο και τη Δανία (αμφότερα κατέγραψαν πλεόνασμα + 3,1 %), την Ιρλανδία (+ 1,7 %) και την Πορτογαλία (+ 1,2 %). Τα υψηλότερα ελλείμματα καταγράφηκαν στην Ιταλία (-7,4 %), την Ουγγαρία (-6,7 %) και τη Ρουμανία (-6,6 %). Συνολικά, έντεκα κράτη μέλη είχαν ελλείμματα άνω του 3 % του ΑΕΠ: Ιταλία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Γαλλία, Πολωνία, Μάλτα, Σλοβακία, Βέλγιο, Τσεχία, Ισπανία και Εσθονία (βλ. πίνακα 1).
Το δημοσιονομικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης (σε σχέση με το ΑΕΠ) σημείωσε μείωση (επιδείνωση) σε 16 κράτη μέλη της ΕΕ το 2023 σε σύγκριση με το 2022, ενώ σημείωσε αύξηση (βελτίωση) σε δέκα κράτη μέλη της ΕΕ. Στη Γερμανία, ο λόγος ελλείμματος προς ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητος μεταξύ 2022 και 2023 στο -2,5 %. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Λετονία (+ 2,4 ποσοστιαίες μονάδες ), Πορτογαλία (+ 1,5 εκατοστιαίες μονάδες), Ιταλία (+ 1,2 εκατοστιαίες μονάδες) και Ισπανία (+ 1,1 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Σλοβακία (-3,2 εκατοστιαίες μονάδες), την Εσθονία (-2,4 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Φινλανδία (-2,3 εκατοστιαίες μονάδες).

Στην ΕΕ, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε από 83,4 % στο τέλος του 2022 σε 81,7 % στο τέλος του 2023, ενώ στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε από 90,8 % σε 88,6 % (βλ. πίνακα 2).
Στο τέλος του 2023, οι χαμηλότεροι λόγοι δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ καταγράφηκαν στην Εσθονία (19,6 %), τη Βουλγαρία (23,1 %), το Λουξεμβούργο (25,7 %), τη Δανία (29,3 %), τη Σουηδία (31,2 %) και τη Λιθουανία (38,3 %). Δεκατρία κράτη μέλη είχαν λόγους δημόσιου χρέους υψηλότερους από το 60 % του ΑΕΠ, με τους υψηλότερους στην Ελλάδα (161,9 %), την Ιταλία (137,3 %), τη Γαλλία (110,6 %), την Ισπανία (107,7 %) και το Βέλγιο (105,2 %).
Σε σύγκριση με το 2022, εννέα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο τέλος του 2023 και 18 κράτη μέλη κατέγραψαν μείωση στο τέλος του 2023. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις του λόγου σημειώθηκαν στη Φινλανδία (+ 2,3 εκατοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (+ 1,8 εκατοστιαίες μονάδες), τη Ρουμανία (+ 1,3 εκατοστιαίες μονάδες) και την Εσθονία (+ 1,1 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στην Πορτογαλία (-13,3 εκατοστιαίες μονάδες), την Ελλάδα (-10,8 εκατοστιαίες μονάδες), την Κύπρο (-8,3 εκατοστιαίες μονάδες), την Κροατία (-4,8 εκατοστιαίες μονάδες) και την Ισπανία (-4,0 εκατοστιαίες μονάδες).
Οι μειώσεις του λόγου χρέους προς ΑΕΠ το 2023 οφείλονται στις αυξήσεις του ΑΕΠ που αντισταθμίζουν τις αυξήσεις του δημόσιου χρέους σε απόλυτες τιμές. Το χρέος αυξάνεται όταν οι κυβερνήσεις πρέπει να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους. Ένας άλλος σημαντικός λόγος για την αύξηση του δημόσιου χρέους είναι η ανάγκη για τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν την απόκτηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώσεις
- Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και την Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 25ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τη στατιστική δημοσίων οικονομικών (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2013/23), το δημοσιονομικό ισοζύγιο ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των εσόδων της γενικής κυβέρνησης και των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ή η καθαρή λήψη/καθαρή χορήγηση δανείων της γενικής κυβέρνησης και εκφράζεται σε σχέση με το ΑΕΠ. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα προϋπολογισθέντα και τα πραγματικά δημοσιονομικά ισοζύγια τους. Πριν από την 1η Απριλίου του έτους ν, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) το προϋπολογισθέν δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν, την ενημερωμένη τους εκτίμηση όσον αφορά το πραγματικό δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν-1 και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματα/πλεονάσματα για τα έτη ν-2, ν-3 και ν-4. Πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) τα ενημερωμένα στοιχεία τους για το προϋπολογισθέν δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν, καθώς και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματά/πλεονάσματά τους για τα έτη ν-1, ν-2, ν-3 και ν-4.
- Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 και την Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2013/23), το δημόσιο χρέος είναι οι ακαθάριστες υποχρεώσεις σε μετρητά και καταθέσεις, χρεόγραφα και δάνεια της γενικής κυβέρνησης που είναι ανεξόφλητα στο τέλος του έτους, μετρούμενα σε ονομαστική αξία και ενοποιημένα. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, το προϋπολογισθέν και πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους τους, όπως κάνουν και με τα δημοσιονομικά ισοζύγια τους.