Το Χρονολόγιο του Παλαιστινιακού Ζητήματος (Μέρος Τέταρτο)

5 Ιανουαρίου 1931: Εκλογές για τη τρίτη Συνέλευση των Αντιπροσώπων  της Παλαιστινιακής Εβραϊκής Κοινότητας. Στις εκλογές συμμετέχουν 50 436 (67,21%) από τους 70 046 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους. Το Mapai με επικεφαλής τον Μπεν Γκουριόν αναδεικνύεται το μεγαλύτερο κόμμα, με 43,45% κερδίζοντας 27 από τις 71 έδρες. Δεύτερο κόμμα με 16,3% και 10 έδρες είναι το Hatzohar, το ρεβιζιονιστικό κόμμα του Ζαμποτίνσκι.  Η υπερορθόδοξη κοινότητα (Εβραίοι Χαρέντι) και το υπερορθόδοξο κόμμα Agudat Yisrael μποϊκοτάρουν τις εκλογές της Συνέλευσης σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές.

Yitzhak Ben-Zvi (1884-1963)

Μετά τις εκλογές, η Συνέλευση εκλέγει το 23μελές Εθνικό Συμβούλιο των Εβραίων με πρόεδρο τον  Yitzhak Ben-Zvi (1884-1963).

13 Φεβρουαρίου 1931: Μετά τις συζητήσεις μεταξύ των Εβραίων ηγετών και της βρετανικής κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός MacDonald απευθύνει επιστολή στον υπό παραίτηση πρόεδρο της Σιωνιστικής Οργάνωσης Chaim Weizmann, το κείμενο της οποίας κοινοποιεί και στη Διαρκής Επιτροπή Εντολών (ΔΕΕ). Θέμα αυτής της επιστολής είναι «η άρση ορισμένων παρανοήσεων που είχαν προκύψει ως προς την πολιτική της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας σε σχέση με την Παλαιστίνη, όπως διατυπώθηκε στη Λευκή Βίβλο του Οκτωβρίου 1930». Ουσιαστικά ο ίδιος ο  πρωθυπουργός διαβεβαιώνει εγγράφως τον Βάιζμαν ότι δεν ήταν στις προθέσεις του να αλλάξει την πολιτική της Βρετανίας στην Παλαιστίνη. Η υποχώρηση αυτή οφειλόταν στη μεγάλη επιρροή των φιλοσιωνιστών στο κυβερνών Εργατικό Κόμμα, στο γεγονός ότι η κυβέρνηση ΜακΝτόναλντ ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας εξαρτώμενη από τους φιλοσιωνιστές Φιλελεύθερους και στην πεποίθηση των αξιωματούχων του Foreign Office ότι μια διαφορετική πολιτική στην Παλαιστίνη θα έθετε σε κίνδυνο τα διεθνή συμφέροντα της χώρας. Επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική της Παλαιστινιακής Εντολής είναι να συνεχίσει να υποστηρίζει την εβραϊκή μετανάστευση, η επιστολή ουσιαστικά απορρίπτει τα μέτρα της Λευκής Βίβλου του Πάσφιλντ και διευκολύνει την  αυξανόμενη εβραϊκή μετανάστευση μέχρι τη Λευκή Βίβλο του 1939.

15 Φεβρουαρίου 1931: Αραβικές διαμαρτυρίες ενάντια στην επιστολή MacDonald. Οι Άραβες αποκηρύσσουν  την επιστολή ως «Μαύρο Γράμμα», επειδή η εβραϊκή μετανάστευση συνεχίζεται με αυξανόμενους ρυθμούς, η αγορά γης από Εβραίους συνεχίζεται χωρίς περιορισμούς και τα μέτρα που παίρνονται  για την προστασία των Αράβων ενοικιαστών αγροτών από την έξωση από τη γη τους είναι αναποτελεσματικά.

10 Απριλίου 1931: Μια ομάδα διοικητών της Χαγκανά με επικεφαλής τον Avraham Tehomi αποχωρεί και σχηματίζει μια ξεχωριστή παραστρατιωτική οργάνωση, την Irgun. Σύμφωνα με τον Howard Sachar , «Η πολιτική της νέας οργάνωσης βασιζόταν καθαρά στις διδασκαλίες του Ζαμποτίνσκι: κάθε Εβραίος είχε το δικαίωμα να εισέλθει στην Παλαιστίνη· μόνο ενεργά αντίποινα θα απέτρεπαν τους Άραβες· μόνο η εβραϊκή ένοπλη δύναμη θα διασφάλιζε το εβραϊκό κράτος». Αυτή η ομάδα  είναι γνωστή ως «Συμμορία της Οδησσού», επειδή προηγουμένως ήταν μέλη της Haganah Ha’Atzmit της εβραϊκής Οδησσού. Η νέα οργάνωση ονομάστηκε Irgun Tsvai Leumi, («Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση») για να τονίσει τον στόχο να γίνει μια αληθινή στρατιωτική οργάνωση και όχι απλώς μια πολιτοφυλακή όπως ήταν τότε η Χαγκανά. Ως μέλη μιας παράνομης ένοπλης οργάνωσης, το προσωπικό της Irgun συνήθως δεν την αποκαλούσε με το όνομά της, αλλά χρησιμοποιούσε άλλα ονόματα. Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της είναι γνωστή κυρίως ως Ha-Haganah Leumit (Η Εθνική Άμυνα), ή  Haganah Bet (Δεύτερη Άμυνα), Irgun Bet, Παράλληλη Οργάνωση και Δεξιά Οργάνωση. Η Irgun σταδιακά εξελίσσεται σε μια σοβαρή και καλά οργανωμένη παραστρατιωτική οργάνωση με στρατιωτική ιεραρχία και περίπλοκη δομή διοίκησης που απαιτούσε σοβαρή στρατιωτική εκπαίδευση και αυστηρή πειθαρχία από τα μέλη του.

30 Ιουνίου – 15 Ιουλίου 1931: Στη Ζυρίχη διενεργείται το Δέκατο έβδομο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (WZO). Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, ένας μεγάλος αριθμός αντιπροσώπων διαμαρτύρεται για την πολιτική του Βάιζμαν έναντι των Βρετανών, ιδιαίτερα τη δέσμευσή του για μέγιστη συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία. Οι Ρεβιζιονιστές δεν είναι οι μόνοι που αντιτάσσονται στον Βάιζμαν, αν και είναι οι πιο εκδηλωτικοί. Ο Ζαμποτίνσκι, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης αυτού του ρεύματος στον σιωνισμό, καλεί για άλλη μια φορά την οργάνωση να υιοθετήσει ένα ψήφισμα που να δηλώνει ότι οι τελικοί στόχοι του σιωνισμού είναι η εγκαθίδρυση μιας εβραϊκής πλειοψηφίας και του εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και στις δύο πλευρές του ποταμού Ιορδάνη. Όταν το Συνέδριο απορρίπτει αυτή την έκκληση, ο Ζαμποτίνσκι σκίζει την κάρτα του αντιπροσώπου φωνάζοντας: «Αυτό δεν είναι σιωνιστικό συνέδριο!» και αποχωρεί με την ομάδα του. Αυτό πρόκειται να είναι ένα ακόμη ορόσημο στον δρόμο προς την ρεβιζιονιστική απόσχιση από τη Σιωνιστική Οργάνωση. Ο Βάιζμαν δεν αποσύρει την παραίτησή του και στη θέση του εκλέγεται ο Nahum Sokolow (1859 – 1936). Ο Chaim Arlozoroff (1899 – 1933) αναλαμβάνει επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας στην Ιερουσαλήμ. (Ο συνταγματάρχης Frederick Kisch, προστατευόμενος του Βάιζμαν, ολοκλήρωσε μια οκταετή θητεία ως επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Σιωνιστικής Εκτελεστικής Επιτροπής μετά την εκδίωξη του μέντορά του). Επικεφαλής του τμήματος μετανάστευσης αναλαμβάνει ο γερουσιαστής David Werner και επικεφαλής του τμήματος διακανονισμού ο Arthur Ruppin και ο Dr. Maurice Hexter.   

13 Ιουλίου 1931: Η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει τον διορισμό του αντιστράτηγου Sir Arthur Wauchope ως Ύπατου Αρμοστή της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας.

23 Ιουλίου 1931: Η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας εκδίδει Διάταγμα με το οποίο εξουσιοδοτεί τον Ύπατο Αρμοστή της Παλαιστίνης να εκδίδει κανονισμούς «για την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και άμυνας της Παλαιστίνης» σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Οι τομείς που ενδέχεται να καλύπτονται από κανονισμούς έκτακτης ανάγκης είναι πολύ ευρείες: λογοκρισία και καταστολή δημοσιεύσεων και μέσων επικοινωνίας· σύλληψη, κράτηση και απέλαση· έλεγχος λιμανιών και αεροδρομίων· έλεγχος εμπορίας, εισαγωγής, εξαγωγής και παραγωγής· και ιδιοποίηση και διάθεση περιουσίας. Το διάταγμα προβλέπει τη σύσταση στρατοδικείων που μπορούν να επιβάλλουν θανατικές ποινές. Το Διάταγμα ορίζει ότι «θα ισχύει σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα». Για να ενεργοποιηθεί, ο Ύπατος Αρμοστής πρέπει να εκδώσει μια διακήρυξη με την οποία κηρύσσεται η έναρξη ισχύος του διατάγματος σε μια καθορισμένη ημερομηνία. Στη συνέχεια, δικαιούται να εκδώσει κανονισμούς έκτακτης ανάγκης έως ότου εκδώσει άλλη διακήρυξη με την οποία θα δηλώσει ότι το  Διάταγμα δεν ισχύει πλέον.

 1 Αυγούστου 1931: Διάταγμα του Ύπατου Αρμοστή επιτρέπει σε όλους τους παράνομους μετανάστες να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους στην Παλαιστίνη ως προπαρασκευαστικό βήμα για την απογραφή που έχει προγραμματιστεί για το τέλος του έτους.

18 Νοεμβρίου 1931: Διενεργείται η δεύτερη και τελευταία βρετανική απογραφή πληθυσμού της Παλαιστίνης. Ο συνολικός πληθυσμός, μη συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών στρατιωτικών και των ατόμων ξένης υπηκοότητας, ανέρχεται σε 1 033 314 κατοίκους. Με βάση το θρήσκευμα από αυτούς οι 759 700 (73,52%) είναι Μουσουλμάνοι, (755 600 σουνίτες και 4 100 σιίτες), οι 174 606 (16,9%) Εβραίοι, οι 88 907 (8,6%) Χριστιανοί, οι 9 148 Δρούζοι (0,9%), οι 350 Μπαχάι, οι 182 Σαμαρείτες και 421 δεν αναφέρουν θρησκεία. Συνολικά, το 41% του πληθυσμού κατοικεί σε πόλεις και το 59 % σε χωριά. Εάν πάρουμε αυτό το κριτήριο ανά θρησκευτική ομολογία θα παρατηρήσουμε ότι μόλις το 25% των Μουσουλμάνων ζει σε πόλεις, ενώ από την άλλη το ποσοστό στους Εβραίους και στους Χριστιανούς ανέρχεται σε 74% και 76%, αντίστοιχα. Από το σύνολο του πληθυσμού το 86,3% γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη και το υπόλοιπο 13,7% σε άλλες χώρες. Από τον Μουσουλμανικό πληθυσμό, το 98,2% γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη και το 1,8% σε άλλες χώρες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά του Χριστιανικού πληθυσμού είναι 80,5% έναντι 19,5%. Από τον εβραϊκό πληθυσμό, το 41,9% γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη και το 58,1% σε άλλες χώρες – το 20% γεννήθηκε στην Πολωνία, το 16% γεννήθηκε σε ρωσικά εδάφη και περίπου το 10% γεννήθηκε σε διάφορες ασιατικές χώρες. Ανάμεσα στις δύο απογραφές (1922 και 1931), οι Εβραίοι αυξάνονται κατά 108,4% και τώρα αποτελούν το 16,9% του πληθυσμού της Παλαιστίνης, έναντι 11,1%, το 1922.

20 Νοεμβρίου 1931: Ο νέος Ύπατος Αρμοστής Sir Arthur Wauchope αναλαμβάνει καθήκοντα.

Η Δεύτερη Αραβική Ορθόδοξη Διάσκεψη. Χάιφα, Νοέμβριος 1931

28 Νοεμβρίου 1931: Πραγματοποιείται η Δεύτερη Αραβική Ορθόδοξη Διάσκεψη στη Χάιφα, με επικεφαλής τον Issa El-Issa. Εν τω μεταξύ ο Μακαριότατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός Α’  εκοιμήθη στις 14 Αυγούστου, μετά από θητεία που κράτησε, με σύντομη διακοπή, επί 34 χρόνια (1897 – 1931). Ο Κελάδιος Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος εξελέγη τοποτηρητής. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Πρώτης Αραβικής Ορθόδοξης Διάσκεψης αμέσως ζητά από την Ύπατη Αρμοστεία να πάρει υπόψη της, τις συστάσεις της Έκθεσης Bertram-Young του 1926, για την τροποποίηση του Καταστατικού του Πατριαρχείου πριν την εκλογή του νέου Πατριάρχη. Η Έκθεση Bertram-Young θεωρούσε την ελληνική αξίωση ιδιοκτησίας ιερών τόπων ως «αβάσιμη και αλαζονική». Προσθέτοντας: «Το Πατριαρχείο είναι ένα ορθόδοξο ίδρυμα στην Παλαιστίνη. Ο Πατριάρχης και η Αδελφότητα είναι Παλαιστίνιοι. Η Κοινότητα είναι Παλαιστινιακή και τα Ιερά είναι στην Παλαιστίνη». Η Πατριαρχική Σύνοδος με την σειρά της κινείται γρήγορα, δεν προτείνει τροποποιήσεις στον νόμο που διέπει την εκλογή Πατριάρχη, ενώ με την αιτιολογία ότι δεν είναι σε θέση να δεσμεύσει τον μελλοντικό Πατριάρχη, αρνείται να δώσει οποιαδήποτε διαβεβαίωση ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν οι λαϊκοί θα εισαχθούν μετά τις εκλογές. Τέλος υποδεικνύει τρεις υποψηφίους για τη θέση. Ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής Sir Arthur Wauchope αρχικά δίνει το πράσινο φως για την εκλογική διαδικασία, παρά τις διαμαρτυρίες των Αράβων λαϊκών. Η αραβική κοινότητα ζητά τη γνώμη του Ανώτατου Δικαστηρίου της Εντολής της Παλαιστίνης και κατορθώνει να λάβει μια υποστηρικτική απόφαση, η οποία επικρίνει  την Ύπατη Αρμοστεία για τη μεταχείριση των λαϊκών, την αγνόηση των συστάσεων της βρετανικής επιτροπής του 1926 και κατηγορεί τον Ύπατο Αρμοστή για εσφαλμένη αντίληψη. Οι λαϊκοί αρνούνται να συμμετέχουν στις εκλογές αν δεν ικανοποιηθούν  τα αιτήματά τους με αποτέλεσμα η εκλογική διαδικασία να αναβληθεί.

Πανισλαμικό Συνέδριο, 1931. Στην πρώτη σειρά στο κέντρο ο Musa al-Husayni, αριστερά του ο Amin al-Husayni

6-17 Δεκεμβρίου 1931: Πραγματοποιείται το Παγκόσμιο Ισλαμικό Συνέδριο στην Ιερουσαλήμ υπό την αιγίδα του  μεγάλου μουφτή της Ιερουσαλήμ και προέδρου του Ανωτάτου Μουσουλμανικού Συμβουλίου Αμίν αλ-Χουσεΐνι, με 145 αντιπροσώπους, από 22 χώρες μεταξύ των οποίων από την ΕΣΣΔ, το Ιράν, την Υπεριορδανία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Ο αρχικός σκοπός του συνεδρίου είναι να προωθήσει την ίδρυση ενός μουσουλμανικού Πανεπιστημίου στην Ιερουσαλήμ για να προσελκύσει μουσουλμάνους φοιτητές από το εξωτερικό και έτσι να διασφαλίσει τη θέση της Ιερουσαλήμ ως κύριο κέντρο της μουσουλμανικής θρησκευτικής και πνευματικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, οι συζητήσεις επικεντρώνονται σε ζητήματα όπως: οι Μουσουλμανικοί Ιεροί Τόποι και ειδικότερα το Μπουράκ (ή Δυτικό Τείχος), η αποκατάσταση της σιδηροδρομικής γραμμής της Χετζάζης και η κατάρτιση Οργανικού Νόμου για το Μουσουλμανικό Συνέδριο, ως μόνιμο όργανο. Δημιουργείται 25μελής Εκτελεστική Επιτροπή και ιδρύεται μόνιμη γραμματεία στην Ιερουσαλήμ. Αποφασίζεται ότι Συνέδριο θα πρέπει να διεξάγεται κάθε δύο χρόνια σε διαφορετικό μουσουλμανικό κέντρο, αλλά ότι μπορεί να συγκαλείται και ανά πάσα στιγμή σε περίπτωση ανάγκης. Το Συνέδριο εγκρίνει ψήφισμα υποστήριξης του Αραβικού Ορθόδοξου Κινήματος, το οποίο και το αναγνωρίζει ως μέρος ενός ευρύτερου αραβικού εθνικιστικού αγώνα.

11 Δεκεμβρίου 1931: Παλαιστίνιοι ηγέτες, με επικεφαλής τον Raghib al-Nashashibi, δήμαρχο Ιερουσαλήμ, διοργανώνουν μια δική τους διάσκεψη που την ονομάζουν Διάσκεψη του Παλαιστινιακού Ισλαμικού Έθνους, προς απάντηση στον αντίπαλό τους Αμίν αλ-Χουσεΐνι του οποίου το Παγκόσμιο Ισλαμικό Συνέδριο βρίσκεται σε εξέλιξη.

4 Ιανουαρίου 1932: Συγκαλείται Αραβικό Συνέδριο Νεολαίας στη Γιάφα, στο οποίο συμμετέχουν 200 αντιπρόσωποι. Κύριο θέμα συζήτησης οι τρόποι ένταξης της αραβικής νεολαίας στην υπηρεσία του αραβικού εθνικού κινήματος στην Παλαιστίνη. Το συνέδριο αποφασίζει να ιδρύσει παραρτήματα σε πόλεις και χωριά και να οργανώσει μια εθνική Προσκοπική Κίνηση. Υποστηρίζει την προώθηση της εκπαίδευσης και του αλφαβητισμού, τις εθνικές βιομηχανίες και το εμπόριο και την απαγόρευση διαφημίσεων σιωνιστικών προϊόντων. Επίσης υποστηρίζει τη δημιουργία ενός Εθνικού Ταμείου, στόχος του οποίου είναι να σώσει τα αραβικά εδάφη από την πώλησή τους στους Σιωνιστές. Εκλέγει Εκτελεστική Επιτροπή, της οποίας προΐσταται ο Rasem al-Khalidi.

15 – 17 Αυγούστου 1932: Στη Γενεύη πραγματοποιείται η Πρώτη Προπαρασκευαστική Παγκόσμια Εβραϊκή Διάσκεψη για την ίδρυση του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου. Στην Διάσκεψη παίρνουν μέρος 130 αντιπρόσωποι από 20 χώρες. Ο σιωνιστής  Nahum Goldmann, ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της ίδρυσης ενός διεθνούς εβραϊκού αντιπροσωπευτικού σώματος όρισε τον σκοπό του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου ως εξής: «Είναι να καθιερωθεί η μόνιμη διεύθυνση του εβραϊκού λαού, εν μέσω του κατακερματισμού και της εξατομίκευσης της εβραϊκής ζωής και της εβραϊκής κοινότητας. Είναι η δημιουργία μιας πραγματικής, νόμιμης, συλλογικής εκπροσώπησης του Εβραϊσμού που θα έχει το δικαίωμα να μιλήσει στο όνομα των 16 εκατομμυρίων Εβραίων στα έθνη και τις κυβερνήσεις του κόσμου, καθώς και στους ίδιους τους Εβραίους.».Η Διάσκεψη εγκρίνει το ψήφισμα που ζητά την ίδρυση  ενός παγκόσμιου εβραϊκού κογκρέσου το καλοκαίρι του 1934, με έδρα τη Νέα Υόρκη και ευρωπαϊκά γραφεία στο Βερολίνο και ορίζει μια εκτελεστική επιτροπή 20 ατόμων που θα συντονίσει τα σχέδια για τη δημιουργία του νέου οργανισμού. Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής περιλαμβάνουν τον Δρ. Stephen S. Wise, πρόεδρο του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου, εμπνευστή του σχεδίου. Τον δικαστή Julian W. Mack, σιωνιστή ηγέτη και επίτιμο πρόεδρο του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου, τον Baruch Zuckerman, αντιπρόεδρο του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου, τον Δρ. Joseph Tenenbaum, πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου, τον Abraham Goldberg, αντιπρόεδρο του Αμερικανοεβραϊκού Κογκρέσου και τον Meyer Dizengoff, Δήμαρχο του Τελ Αβίβ, της εξ ολοκλήρου εβραϊκής πόλης της Παλαιστίνης. Δύο εκπρόσωποι των εργατικών κομμάτων θα έχουν έδρες στην Εκτελεστική Επιτροπή καθώς και ένας εκπρόσωπος του Εβραϊκού Οικονομικού Συμβουλίου της Παλαιστίνης. Ο Δρ. N. Kreinin του Παρισιού, επικεφαλής της Emigdirect και ο Δρ. David Jochelman από το Λονδίνο, επικεφαλής της Εβραϊκής Ομοσπονδίας της Ουκρανίας, επιλέχθηκαν ως εκτελεστικά μέλη ως εκπρόσωποι των μη Σιωνιστών.Σε ένα μανιφέστο, οι αντιπρόσωποι καλούν τον εβραϊκό λαό να ενωθεί και να βασιστεί στη δική του ισχύ με τη βοήθεια τέτοιων φωτισμένων τμημάτων του κόσμου που δεν έχουν ακόμη κορεστεί με δηλητηριώδη αντισημιτισμό και προσθέτει: «Το Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο δεν στοχεύει στην αποδυνάμωση των υφιστάμενων οργανώσεων, αλλά μάλλον στην υποστήριξη και την τόνωση τους». Η νέα οργάνωση θα βασίζεται στην «έννοια του εβραϊκού λαού ως εθνικής οντότητας η οποία είναι εξουσιοδοτημένη και υποχρεωμένη να ασχολείται με όλα τα προβλήματα που επηρεάζουν την εβραϊκή ζωή». Το μανιφέστο καταλήγει ως εξής: «Η εβραϊκή διάσκεψη απευθύνει έκκληση αυτή την ιστορική ώρα στις εβραϊκές μάζες να μην χάσουν την ελπίδα τους αλλά να σταθούν μαζί για να σώσουν τον εβραϊκό λαό». Ο ραβίνος Stephen S. Wise, κλείνει τις εργασίες της Διάσκεψης με μια ένθερμη έκκληση για ενότητα μεταξύ όλων των εβραϊκών ομάδων. Καλεί τους ηγέτες του Εβραϊσμού να παραμερίσουν τις μικροκομματικές διαμάχες στην υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού. Τα τελευταία του λόγια αφορούν την κατάσταση των Εβραίων στη Γερμανία και ολοκληρώνει την ομιλία του δραματικά: «Η μόνη μας απάντηση στο “Αφανίστε την Ιουδαία!” είναι “Οι Εβραίοι είναι ένας αιώνιος λαός και θα επιζήσουν από τους βασανιστές τους”.».

Η ηγετική ομάδα του Istiqlal. Από αριστερά προς τα δεξιά, καθιστοί: Salim Salamah , Rashid al-Hajj Ibrahim , Muhammad Izzat Darwaza , Akram Zu’aytir, όρθιοι: Ahmad Shukeiri, ‘Ajaj Nuwayhid , Fahmi al- Abboushi, Subhi al-Khadra, Majid al-Qutub(1932)

13 Αυγούστου 1932: Στην Παλαιστίνη ιδρύεται το Κόμμα της Ανεξαρτησίας (Hizb al-Istiqlal) από τους  Muhammad Izzat Darwaza, Fahmi al-Abboushi, Mu’in al-Madi, Akram Zu’aytir, ‘Ajaj Nuwayhid, Rashid al-Hajj Ibrahim, Subhi al-Khadra και  Salim Salamah. Πρώτος πρόεδρος του κόμματος εκλέγεται ο Awni Abd al-Hadi. Η δημιουργία του κόμματος υποκινήθηκε από τον ανταγωνισμό al-Husayni – Nashashibi, ο οποίος είχε σχεδόν παραλύσει το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Οι ιδρυτές του, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από την περιοχή της Ναμπλούς, ζητούν την υιοθέτηση νέων μεθόδων πολιτικής δράσης, συμπεριλαμβανομένης της μη συνεργασίας με τις αρχές της βρετανικής εντολής και της μη καταβολής φόρων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κόμματος είναι η υποστήριξή του στην ιδέα ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός είναι ο κύριος εχθρός των Παλαιστινίων. Έτσι το κόμμα προτρέπει να επικεντρωθεί ο αγώνας όχι απλώς στον σιωνισμό, αλλά και στη βρετανική αποικιοκρατία. Το κόμμα ζητά επίσης πλήρη αραβική ανεξαρτησία, παναραβική ενότητα, κατάργηση της Εντολής και της Διακήρυξης του Μπάλφουρ και την εγκαθίδρυση αραβικής κοινοβουλευτικής εξουσίας στην Παλαιστίνη. Το κόμμα εμπνεόμενο από την παναραβική ιδεολογία, συνδέεται με το παναραβικό δίκτυο που εδρεύει τότε στη Βαγδάτη και το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Τελικά το κόμμα μετά από περίπου δύο χρόνια λειτουργίας θα διαλυθεί λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών ανάμεσα στην ομάδα που υποστηρίζει τον μουφτή αλ-Χουσεΐνι και σε αυτούς που επηρεάζονται από το σαουδαραβικό βασίλειο.   

1933: Ιδρύεται η Αραβική Αγροτική Τράπεζα, θυγατρική της Αραβικής Τράπεζας, για την χορήγηση δανείων σε Παλαιστίνιους Άραβες αγρότες.

1933: Ο πρώτος χρόνος του Χίτλερ στην εξουσία. Βλ. Παράρτημα

Ο Haim Arlosoroff (καθισμένος, στο κέντρο) Chaim Weizmann (στα αριστερά του Arlosoroff), Moshe Shertok (Sharett) (όρθιος, δεξιά), Yitzhak Ben-Zvi (όρθιος, στα αριστερά του Shertok) και ο σεΐχης Mithqal al-Faiz, αρχηγός του Beni Sakher (καθισμένος, αριστερά)

8 Απριλίου 1933: O επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας Haim Arlosoroff παραθέτει γεύμα εργασίας σε Άραβες αξιωματούχους της Υπεριορδανίας στο ξενοδοχείο King David στην Ιερουσαλήμ. Επικεφαλής της αραβικής πλευράς είναι ο απεσταλμένος του εμίρη της Υπεριορδανίας Αμπντάλλα μπιν αλ-Χουσεΐν, ο σεΐχης Mithqal al-Faiz, αρχηγός της φυλής Beni Sakher, ενώ από την εβραϊκή πλευρά παρευρίσκονται και ο πρώην πρόεδρος της Σιωνιστικής Οργάνωσης Chaim Weizmann, και ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Εβραίων της Παλαιστίνης Yitzhak Ben-Zvi. Όμως η συνάντηση δεν έχει την επίσημη έγκριση της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Εβραίοι και Άραβες προσπαθούν να θέσουν ένα πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσά τους. Ωστόσο, δεν είναι όλοι σύμφωνοι με μια τέτοια προοπτική. Άραβες ηγέτες στην υπο Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη αποστασιοποιούνται πλήρως από την αντιπροσωπεία των Αράβων της Υπεριορδανίας. Από την πλευρά των Εβραίων, το μεγάλο κόμμα του Θρησκευτικού Σιωνισμού – Mizrachi, απαιτεί από τον Arlosoroff να παραιτηθεί από τη θέση του στην Εβραϊκή Υπηρεσία, μιας και δεν είχε την έγκριση του οργάνου για να οργανώσει μια τέτοια συνάντηση. Το ίδιο ζητούν και οι Ρεβιζιονιστές οι οποίοι δηλώνουν μάλιστα ότι ο Arlosoroff δεν αξίζει να ζει. Ένας ρεβιζιονιστής ηγέτης στο Λοτζ της Πολωνίας, δηλώνει σε συνέντευξη Τύπου ότι εάν υπήρχε εβραϊκό στρατοδικείο, ο Arlosoroff θα καταδικαζόταν σε θάνατο,  ενώ προσθέτει ότι το δικό του χέρι δεν θα έτρεμε αν του ζητούσαν να εκτελέσει την ποινή. Ένας άλλος ηγέτης των Ρεβιζιονιστών, από τη Βαρσοβία, δηλώνει ότι όποιος Εβραίος νεαρός πυροβολήσει τον Arlosoroff θα γινόταν άγιος.

17 Απριλίου 1933: Στο Τελ Αβίβ σημειώνεται βίαιη σύγκρουση μεταξύ συμμετεχόντων σε μια παρέλαση ρεβιζιονιστών της Betar και υποστηρικτών των Εργατικών. Παρόμοιο περιστατικό θα συμβεί στη Χάιφα στις 31 Μαΐου.

Μάιος 1933: Η Εβραϊκή Υπηρεσία αναζητά τρόπους για να απεγκλωβίσει Εβραίους Γερμανούς και τα περιουσιακά τους στοιχεία από τη Γερμανία. O επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας Haim Arlosoroff βρίσκεται στο Βερολίνο για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με το Τρίτο Ράιχ.   

16 Ιουνίου 1933: Ο Χαΐμ Αρλοσόροφ δολοφονείται ενώ περπατούσε με τη γυναίκα του σε παραλία του Τελ Αβίβ. Ο φόνος δεν αποκαλύπτεται ποτέ, αλλά το κόμμα του, το κόμμα των Εργατικών του Mapai, κατηγορεί τους Ρεβιζιονιστές για το έγκλημα. Δύο βαθμοφόροι ρεβιζιονιστές, ο Abraham Stavsky και ο Ze’evi Rosenblatt, συλλαμβάνονται  ως οι φυσικοί δολοφόνοι μετά την αναγνώρισή τους από τη χήρα του Arlosoroff. Ο Abba Ahimeir  ο επικεφαλής της φασιστικής φράξιας «Brit HaBirionim» των Ρεβιζιονιστών, επίσης συλλαμβάνεται με την κατηγορία του υποκινητή της δολοφονίας. Το περιφερειακό δικαστήριο θα αθωώσει τους Ahimeir και Rosenblatt, αλλά θα καταδικάσει τον Stavsky σε θάνατο. Ο τελευταίος θα ασκήσει έφεση και θα αθωωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο «λόγω έλλειψης επιβεβαιωτικών αποδεικτικών στοιχείων». Ο Βρετανός Εβραίος δικηγόρος υπεράσπισης Horace Samuel θα ισχυριστεί ότι δύο Άραβες διέπραξαν το έγκλημα για σεξουαλικούς και όχι για πολιτικούς λόγους. Ο ένας από τους δύο Άραβες, ήδη στη φυλακή για άλλο φόνο, ομολόγησε ότι ήθελαν να βιάσουν τη Σίμα Αρλοσόροφ. Αργότερα η ομολογία θα ανακληθεί, και αντ’ αυτού, ο Άραβας θα κατηγορήσει τον Stavsky και τον Rosenblatt ότι τον δωροδόκησαν για να ομολογήσει. Η Golda Meir, θα γράψει για τον  Αρλοσόροφ στο βιβλίο της «My Life»: «Εγώ, όπως όλοι όσοι τον γνώριζαν, εντυπωσιάστηκα πολύ από την πνευματική του δύναμη και την πολιτική του διορατικότητα… Όταν ήρθαν τα νέα της δολοφονίας του, αυτό που με τάραξε περισσότερο ήταν ότι μόνο ένας Εβραίος στην Παλαιστίνη θα μπορούσε να σκοτώσει έναν άλλον, ότι ο πολιτικός εξτρεμισμός εντός της κοινότητας Yishuv θα μπορούσε να οδηγήσει σε αιματοχυσία. Όπως και να έχει, η τριβή που υπήρχε για πολλά χρόνια μεταξύ της αριστερής και της δεξιάς πτέρυγας του σιωνιστικού κινήματος, μετά τη δολοφονία του Αρλοσόροφ, μετατράπηκε σε τόσο μεγάλο χάσμα που δεν έχει κλείσει εντελώς μέχρι σήμερα – και, ίσως , δεν θα κλείσει ποτέ εντελώς.».

Αύγουστος 1933: Το απόγευμα της 7ης Αυγούστου την είσοδο του υπουργείου Οικονομικών στην οδό Wilhelmstrasse 76, στο Βερολίνο, περνούν ο Georg Landauer, διευθυντής της Γερμανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας, ο Eliezer Sigfried Hoofien, διευθυντής της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας, ο Arthur Ruppin, ειδικός στα μεταναστευτικά θέματα της Σιωνιστικής Οργάνωσης, ο Sam Cohen και ο Moshe Mechnes, συνιδιοκτήτες της εταιρείας Hanotaiah Ltd. Στην αίθουσα των συνεδριάσεων τους περιμένουν ανώτατοι αξιωματούχοι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών με επικεφαλής τον Hans Hartenstein, διευθυντή του Γραφείου Ελέγχου Ξένου Συναλλάγματος. Μετά από διαπραγματεύσεις τριών μηνών η Εβραϊκή Υπηρεσία της Παλαιστίνης μέσω της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας, η Γερμανική Σιωνιστική Ομοσπονδία και το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, καταλήγουν σε συμφωνία στα βασικά σημεία αυτού που θα ονομαστεί Συμφωνία Haavara (Χααβαρά: σημαίνει «μεταφορά», στα εβραϊκά), ένα σχέδιο για τη διευκόλυνση της μετανάστευσης των Γερμανών Εβραίων και μέρος των περιουσιών τους στην Παλαιστίνη. Και τα δύο μέρη έχουν έννομο συμφέρον στη συμφωνία. Οι ηγέτες των Ναζί ελπίζουν ότι μέσω αυτής θα μπορέσουν να ελαχιστοποιήσουν το παγκόσμιο μποϊκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα. Επίσης εκείνη την περίοδο, οι Ναζί πιστεύουν ότι θα πρέπει να προωθήσουν την εθελοντική εβραϊκή μετανάστευση από τη Γερμανία προκειμένου να «απαλλαγούν» από το «εβραϊκό πρόβλημα». Από την πλευρά της, η εβραϊκή πλευρά ελπίζει ότι η συμφωνία θα επέτρεπε στους Γερμανούς Εβραίους που θέλουν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη να φέρουν μαζί τους ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας τους. Η προτεινόμενη όμως λύση μέσω εξαγωγής γερμανικών προϊόντων «σπάει» το αντιναζιστικό μποϊκοτάζ, στο οποίο πρωτοστατούν το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο με τον πρόεδρο του ραβίνο Stephen Samuel Wise.  Οι δεξιοί Ρεβιζιονιστές Σιωνιστές και ο ηγέτης τους Βλαντιμίρ Ζαμποτίνσκι είναι επίσης αντίθετοι σε αυτή τη λύση και θα εκφράσουν αυτή τους την αντίθεση στο Δέκατο όγδοο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (21 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου 1933). Η ρεβιζιονιστική εφημερίδα στην Παλαιστίνη, Hazit HaAm δημοσιεύει μια οξεία καταγγελία των εμπλεκομένων στη συμφωνία ως «προδότες», ενώ λίγο νωρίτερα ο αρχικός διαπραγματευτής  ο Χαΐμ Αρλοσόροφ είχε δολοφονηθεί. Στις 28 Αυγούστου 1933, η Συμφωνία  τίθεται  σε εφαρμογή με την εγκύκλιο αριθμ. 54/1933 του Υπουργείου Οικονομικών του Ράιχ.

Η βασική δομή της συμφωνίας περιλαμβάνει δύο εταιρείες καταπιστεύματος, που ιδρύονται στα τέλη του 1933 έως τις αρχές του 1934 και είναι εγγεγραμμένες στη Γερμανία και την Παλαιστίνη αντίστοιχα. Η γερμανική εταιρεία καταπιστεύματος, «PALTREU» (Palastina Treuhandstelle zur Beratung Deutscher Juden GmbH), είναι μια εταιρική σχέση της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας και δύο γερμανοεβραϊκών ιδιωτικών τραπεζικών οίκων, του MMWarburg & CO (Αμβούργο) και AE Wassermann (Βερολίνο) που ανήκουν στις οικογένειες Warburg και Wassermann αντίστοιχα. Εγγράφεται στο εμπορικό μητρώο του Βερολίνου στις 25 Ιανουαρίου 1934. Η εταιρεία καταπιστεύματος με έδρα την Παλαιστίνη, το «Trust and Transfer Office “Haavara”» , ιδρύεται στις 5 Νοεμβρίου 1933, ως θυγατρική της Anglo-Palestine Bank του Tel-Aviv, με επικεφαλής τον Werner Feilchenfeld.  Η τράπεζα θα μεταβιβάσει αργότερα, το 1935, τη συμμετοχή της στην Εβραϊκή Υπηρεσία για την Παλαιστίνη, τον τοπικό βραχίονα του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού. Το αρχικό σχέδιο είναι το εξής: Οι Γερμανοί Εβραίοι που θέλουν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη καταθέτουν Reichmarks που υπερβαίνουν το ισοδύναμο σε Reichmarks των £1000 σε έναν ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό στη Reichsbank. Έχοντας λάβει πιστοποιητικό γι’ αυτό, μπορούν να αποδείξουν την κυριότητα των κεφαλαίων τους, με το ποσό που κατατέθηκε, στις εντεταλμένες αρχές μετανάστευσης και να λάβουν βίζα για την Παλαιστίνη ως αποκαλούμενοι «Καπιταλιστές». Εβραίοι Παλαιστίνιοι έμποροι και βιομήχανοι, εν τω μεταξύ, βάζουν παραγγελίες για γερμανικά προϊόντα – συνήθως προϊόντα που οι Γερμανοί κατασκευαστές είχαν πρόβλημα να πουλήσουν στην ελεύθερη αγορά – στο γραφείο «Haavara» στο Τελ Αβίβ. Οι Παλαιστίνιοι αγοραστές των γερμανικών αγαθών καταθέτουν την πληρωμή σε παλαιστινιακές λίρες στο λογαριασμό της «Haavara» στην Anglo-Palestine Bank και στη Bank of the Temple Society στη Γιάφα, ενώ ταυτόχρονα οι γερμανοί πωλητές πληρώνονται σε Reichmarks από τον ειδικό λογαριασμό της «PALTREU». Με την σειρά της η «Haavara» επιστρέφει στους νεοαφιχθέντες μετανάστες από τη Γερμανία, μέρος των χρημάτων που είχαν καταθέσει στην «PALTREU» σε παλαιστινιακές λίρες. Το ποσοστό των παρακρατήσεων το 1935 αποτελεί το 21,6% της αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων, για να φτάσει το 1937 στο 43,4%, και το 90% το 1939.

Μεταξύ Νοεμβρίου, 1933 και το τέλος του προγράμματος, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το  1939, 50-60 χιλιάδες Γερμανοεβραίοι θα φύγουν από τη Γερμανία για την Παλαιστίνη και σύμφωνα με τον Έντουιν Μπλακ 105 εκατομμύρια Reichmarks (περίπου 35 εκατομμύρια δολάρια, σε αξίες 1939) αγαθών εξάγονται σε εβραϊκές επιχειρήσεις στην Παλαιστίνη στο πλαίσιο του προγράμματος. Την ίδια περίοδο, οι ναζιστικές αρχές, οικειοποιήθηκαν 186 εκατομμύρια Reichmarks από τους δεσμευμένους λογαριασμούς στη Reichsbank των Εβραίων μεταναστών. Η συμφωνία Χααβαρά έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των γερμανικών εξαγωγών προς την Παλαιστίνη. Η Γερμανία ανεβαίνει από την 4η θέση μεταξύ των εξαγωγέων στην Παλαιστίνη το 1933, στη 2η θέση πίσω από τη Μεγάλη Βρετανία τον Ιούλιο του 1936. Μέχρι τον Ιούνιο του 1937, η Γερμανία καταλαμβάνει την πρώτη θέση με μερίδιο 16,1% του συνόλου των εισαγωγών της Παλαιστίνης.  

21 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου 1933: Στην Πράγα, διενεργείται το Δέκατο όγδοο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (WZO). Στο συνέδριο συμμετέχουν 318 αντιπρόσωποι με δικαίωμα ψήφου. Από αυτούς το Εργατικό κόμμα συμμετέχει με 138 μέλη, η Παγκόσμια Ένωση των Γενικών Σιωνιστών με 74, οι Ρεβιζιονιστές Σιωνιστές με 45, οι Mizrachi με 39, οι Ριζοσπάστες με 15 και οι Δημοκρατικοί Ρεβιζιονιστές με 7 μέλη. Κατά τη διάρκεια των 13 ημερών του Συνεδρίου πραγματοποιούνται 17 συνεδριάσεις. Η εναρκτήρια συνεδρίαση πραγματοποιείται το απόγευμα της Δευτέρας, 21 Αυγούστου, στο Παλάτι Lucerna, παρουσία περίπου 4 000 ατόμων, με επίσημους προσκεκλημένους εκτός από την Τσεχοσλοβακία και από τη Μεγάλη Βρετανία, Πολωνία, Ισπανία, Βουλγαρία και Ελλάδα. Όλες οι επόμενες συνεδριάσεις θα γίνουν στο Δημοτικό Μέγαρο. Το Δέκατο όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο γίνεται υπό την επίδραση τριών σημαντικών εξελίξεων: την άνοδο των Ναζί στην εξουσία στη Γερμανία, τη  συμφωνία «Μεταφοράς» («Haavara») και τη δολοφονία του ηγέτη των Εργατικών και επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας, Chaim Arlosoroff.

Στις 22 Αυγούστου, στο Βερολίνο, οι συντάκτες της εφημερίδας Vossische Zeitung μαζί με την ανταπόκριση την έναρξη του 18ου Σιωνιστικού Συνεδρίου, δημοσιεύουν και μια πληροφορία για μια εταιρεία καταπιστεύματος που οργανώθηκε στο Βερολίνο και η οποία είχε διαπραγματευτεί επιτυχώς τη μεταφορά εβραϊκών περιουσιακών στοιχείων στην Παλαιστίνη. Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται στον Τύπο η Συμφωνία «Μεταφοράς» που ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί στις τεχνικές της λεπτομέρειες, αλλά ήδη από της 7 Αυγούστου είχε συμφωνηθεί επί της αρχής ανάμεσα στο Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, τη Γερμανική Σιωνιστική Ομοσπονδία και την Εβραϊκή Υπηρεσία της Παλαιστίνης μέσω της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας.

Η Γερμανική Σιωνιστική Ομοσπονδία (γερμανικά: Zionistische Vereinigung für Deutschland – ZVfD) στο Βερολίνο γνωρίζει καλά ότι μέσα σε λίγες ώρες τα νέα θα μαθευτούν σε όλο τον κόσμο. Η ZVfD θέλει να προλάβει και εκδίδει το δικό της δελτίο τύπου το απόγευμα της 23ης Αυγούστου. Η ανακοίνωση επιβεβαιώνει ότι είχε πράγματι επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της ZVfD και του υπουργού Οικονομικών Kurt Schmitt που επέτρεπε τη μεταφορά στην Παλαιστίνη 3 εκατομμυρίων RM σε Εβραϊκά περιουσιακά στοιχεία μέσω πωλήσεων εμπορευμάτων. Την ίδια ώρα στην Πράγα, ο πρόεδρος της Εβραϊκής Υπηρεσίας Arthur Ruppin λέει στους δημοσιογράφους ότι θα παρουσιάσει στους εκπροσώπους του Συνεδρίου μια εξήγηση για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με το Τρίτο Ράιχ. Μετά τις πληροφορίες των γερμανικών εφημερίδων που φτάνουν στην Πράγα, την είδηση για τη δήλωση της ZVfD και την ανακοίνωση του Δρ. Ρούπιν, ολόκληρο το Συνέδριο φλέγεται από εικασίες για τις πιθανότητες και τις συνέπειες μιας συμφωνίας Ράιχ-Σιωνισμού.

Σιωνιστές αντιπρόσωποι του Συνεδρίου στην Πράγα εισέρχονται στην πρωινή συνεδρίαση της Πέμπτης 24 Αυγούστου με την αγωνία να μάθουν περισσότερα. Ο καθένας έχει τη δική του άποψη για το αν η συμφωνία αποτελεί μια προδοσία του εβραϊκού λαού ή μια τολμηρή κίνηση για να σωθούν οι Γερμανοί Εβραίοι και να δοθεί μια τεράστια οικονομική ώθηση στο Eretz Yisrael. Με ένα προεδρείο που ελέγχεται από το Mapai εγκρίνονται τρία βασικά θέματα ημερήσιας διάταξης. Πρώτον, μια έκθεση του προέδρου της Σιωνιστικής Οργάνωσης Nahum Sokolow που συνοψίζει την «κατάσταση του εβραϊκού λαού» σε όλο τον κόσμο – μια παραδοσιακή έκθεση του εκάστοτε προέδρου. Η δεύτερη εισήγηση του Ruppin θα εξηγεί το προτεινόμενο πρόγραμμα μετανάστευσης και τη Συμφωνία «Μεταφοράς». Το τρίτο θέμα της ημερήσιας διάταξης είναι η έγκριση ψηφίσματος που θα δεσμεύει το Σιωνιστικό κίνημα είτε να πολεμήσει τον Χίτλερ είτε να συνεργαστεί μαζί του.

Στην εισήγηση του προέδρου της Σιωνιστικής Οργάνωσης Nahum Sokolow οι αναφορές του στη Γερμανία είναι πλάγιες: «Η τραγωδία της εβραϊκής διασποράς αποκαλύφθηκε στη Γερμανία με τρόπο που δεν έχει προηγούμενο εδώ και αιώνες… Όχι μόνο ο Γερμανός Εβραίος, αλλά ολόκληρος ο εβραϊκός λαός δέχεται επίθεση όταν γίνεται λόγος για την κατωτερότητα της εβραϊκής φυλής και όταν η εβραϊκή τιμή υποβαθμίζεται με τόσο ακραίο τρόπο… Είναι αδύνατο για εμάς να αφήσουμε τον αντισημιτισμό να εκδηλώσει την οργή του χωρίς την ενεργητική, εμφατική διαμαρτυρία μας». Ωστόσο, ο Sokolow προσθέτει αμέσως: «Δεν είναι καθήκον μας να επηρεάσουμε ή να επικρίνουμε τις εσωτερικές εξελίξεις του γερμανικού λαού, ο οποίος έχει υποφέρει σοβαρά από τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Δεν είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ για να επικρίνουμε κανένα έθνος ή ένα κράτος, δεν είναι μέρος του προγράμματος της Σιωνιστικής Οργάνωσης… Το καθήκον μας είναι να λέμε την αλήθεια.».

Δέκατο όγδοο Συνέδριο της Σιωνιστικής Οργάνωσης – Πράγα, 1933. Ο πρόεδρος της Σιωνιστικής Οργάνωσης Nahum Sokolow όρθιος διαβάζει την εισήγησή του

Στην εισήγησή του ο πρόεδρος της Εβραϊκής Υπηρεσίας Arthur Ruppin, περιγράφει το σχέδιο μετανάστευσης. Διακόσιες χιλιάδες Εβραίοι θα εγκατέλειπαν τη Γερμανία προς διάφορες κατευθύνσεις. Λόγω της έλλειψης νερού και της έλλειψης οικονομικής ετοιμότητας, η Παλαιστίνη θα μπορούσε να δεχτεί μόνο 1 000 οικογένειες τώρα – περίπου 4 000 άτομα. Μόνο 50 000 με 100 000 περισσότερα θα μπορούσαν να έρθουν την επόμενη δεκαετία. «Φοβάμαι ότι πρέπει να απογοητεύσω όλους εκείνους», είπε ο Δρ. Ruppin, , «οι οποίοι ήλπιζαν να πουν ότι η Παλαιστίνη θα απορροφούσε τους περισσότερους Γερμανούς μετανάστες… Ο αριθμός των Γερμανών Εβραίων που μπορούν να οδηγηθούν στην Παλαιστίνη εξαρτάται από τα κεφάλαια που φέρνουν μαζί τους και από τα ποσά που συνεισφέρουν για τον σκοπό αυτό ο παγκόσμιος Εβραϊσμός. Είναι πολύ δύσκολο αυτή τη στιγμή να πούμε οτιδήποτε για αυτούς τους παράγοντες». Ωστόσο, έκανε ένα σημείο εξαιρετικά σαφές: «Θα βοηθήσουμε φυσικά μόνο εκείνους τους Εβραίους που θέλουν να πάνε στην Παλαιστίνη. Οι μετανάστες που επιλέγουν κάποια άλλη χώρα είναι φυσικά απολύτως ελεύθεροι να το κάνουν».

Το φλέγον ζήτημα της Συμφωνίας «Μεταφοράς» στη συνέχεια συνοψίζεται σε μόλις δύο προτάσεις. Απλώς ο Ruppin εξήγησε ότι «το ζήτημα του γερμανικού εβραϊκού κεφαλαίου υπόσχεται πολλά επειδή είχε επιτευχθεί συμφωνία μετανάστευσης με το Ράιχ. Με βάση αυτές τις διαπραγματεύσεις, πιστεύω ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια σε μια οργανωμένη μετανάστευση Εβραίων από τη Γερμανία μαζί με άδεια να πάρουν μέρος της περιουσίας τους». Ακουγόταν σαν ένα ευγενές έργο. Οι Γερμανοί Εβραίοι μετανάστες θα επιτρεπόταν να μεταφέρουν μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων στην Παλαιστίνη. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με μια τέτοια ρύθμιση; Ναι αλλά θα έπρεπε να αγοράζονται γερμανικά προϊόντα την στιγμή που καλούνται όλοι οι λαοί να συστρατευθούν σε ένα αντιναζιστικό εμπορικό μποϊκοτάζ.

Το τρίτο θέμα της ημερήσιας διάταξης της 24ης Αυγούστου – η έγκριση ψηφίσματος για την στάση των σιωνιστών απέναντι στη Γερμανία του Χίτλερ, θα φέρει και πάλι αντιμέτωπους τους Εργατικούς με τους Ρεβιζιονιστές.

Το ψήφισμα της πλειοψηφίας του Mapai αναφέρει:

«Το δέκατο όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στην Πράγα θεωρεί ότι είναι καθήκον του να εκφράσει καταρχάς την έκπληξή του για την τραγική μοίρα των Γερμανών Εβραίων και την αγανάκτησή του για τις διακρίσεις και την υποβάθμιση που τους επιβλήθηκαν. Μετά από έναν αιώνα εβραϊκής χειραφέτησης,… οι εξελίξεις στη σημερινή Γερμανία έχουν φτάσει στο σημείο που μισό εκατομμύριο Εβραίοι έχουν στερηθεί τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους, που μέσω της επίσημης επικύρωσης της φυλετικής προκατάληψης η αξιοπρέπεια και η τιμή του εβραϊκού λαού προσβάλλεται και ότι έχει θεσπιστεί μια πολιτική και νομοθεσία των οποίων οι θεμελιώδεις αρχές επιδιώκουν να καταστρέψουν τις βάσεις της ύπαρξης του εβραϊκού λαού.

[…]Σε αναγνώριση αυτών των συλλογισμών, το 18ο Συνέδριο κρίνει απαραίτητο, πέρα από τη διαμαρτυρία για τα γεγονότα στη Γερμανία, να δώσει έμφαση στα ακόλουθα αιτήματα:

1. Το Συνέδριο θεωρεί ότι είναι καθήκον ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου —προ πάντων, της Κοινωνίας των Εθνών— να βοηθήσει τους Εβραίους στον αγώνα τους για την ανάκτηση των δικαιωμάτων των Εβραίων της Γερμανίας. Το Συνέδριο αναμένει από τα έθνη και τις κυβερνήσεις ότι θα λάβουν όλα τα μέτρα για να διευκολύνουν τη μετανάστευση των Γερμανών Εβραίων και θα βοηθήσουν στη δημιουργία δυνατοτήτων ύπαρξης·

2. Το Συνέδριο θεωρεί ως καθήκον της Εντολοδόχου Δύναμης να ανοίξει τις πύλες της Παλαιστίνης για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μετανάστευση Γερμανών Εβραίων και να διευκολύνει την εγκατάστασή τους, και να πάρουν όλα τα μέτρα ώστε η Εβραϊκή Εθνική Εστία, της οποίας η ίδρυση είναι το βασικό αντικείμενο της Εντολής, να κατασκευαστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται και σε μεγαλύτερη κλίμακα, ώστε να δημιουργηθεί ένα ακλόνητο θεμέλιο για τη διαφύλαξη του εβραϊκού λαού, του οποίου η ύπαρξη δεν έχει κινδυνεύσει εδώ και αιώνες όπως κινδυνεύει  σήμερα.».

Από την άλλη πλευρά, το ψήφισμα της μειοψηφίας των Ρεβιζιονιστών δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια δήλωση μποϊκοτάζ, παρόλο που αποφεύγει έξυπνα τη χρήση της λέξης μποϊκοτάζ και μάλιστα απέχει από την ονομαστική αναφορά της Γερμανίας. Αν οι Ρεβιζιονιστές ήθελαν μια απλή συμβολική διαμαρτυρία, θα χρησιμοποιούσαν πολύ πιο εμπρηστική γλώσσα, αλλά θέλουν πραγματικά να υπερψηφιστεί το δικό τους κείμενο. Εσκεμμένα αποφεύγουν να προκαλέσουν με λέξεις που θα καθιστούν το ψήφισμα μη αποδεκτό από τον μέσο εκπρόσωπο, ακόμη και τους αντιπροσώπους του Mapai. Ωστόσο, το ύφος μετέφερε την ουσία μιας αναμφισβήτητης δέσμευσης στον οικονομικό πόλεμο.

Το Ρεβιζιονιστικό ψήφισμα αναφέρει:

«Το Συνέδριο χαιρετίζει την απόφαση των εβραϊκών μαζών σε όλες τις χώρες να χρησιμοποιήσουν την αγοραστική τους δύναμη και την οικονομική τους επιρροή… ως παράγοντα του παγκόσμιου εμπορίου προς όφελος των προϊόντων μόνο εκείνων των κρατών που αναγνωρίζουν συνταγματικά την αρχή της πλήρους ισότητας για τους Εβραίους πολίτες. Το Συνέδριο είναι αποφασισμένο να υποστηρίξει ενεργά και δυναμικά το Σιωνιστικό κίνημα στην επέκταση και οργάνωση κάθε σοβαρής προσπάθειας εφαρμογής αυτού του δίκαιου προστατευτικού μέτρου των εβραϊκών μαζών».

Με απόφαση του προεδρείου που ελέγχεται από τους Εργατικούς δεν θα ακολουθήσει συζήτηση, αλλά θα γίνει αμέσως η ψηφοφορία, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ρεβιζιονιστών. Το αποτέλεσμα είναι 265 υπέρ του ψηφίσματος του Mapai. Οι Ρεβιζιονιστές θα απέχουν από την διαδικασία της ψηφοφορίας. Θα ακολουθήσουν προπηλακισμοί σε βάρος του Ζαμποτίνσκι και της συζύγου του, συμπλοκές ρεβιζιονιστών με τους υπόλοιπους συνέδρους και παρέμβαση τελικά της αστυνομίας στην αίθουσα του συνεδρίου. Ο Ζαμποτίνσκι θα κληθεί να κάνει μηνύσεις, αλλά αρνείται.    

Στη Γερμανία αρέσει αυτό που συνέβη στην Πράγα στις 24 Αυγούστου. Η εβδομαδιαία εφημερίδα «Jüdische Rundschau», όργανο της Γερμανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας αναφέρει: «Η Ρεβιζιονιστική ομάδα ήθελε να μετατρέψει τη Σιωνιστική Οργάνωση σε ένα είδος μαχητικής μονάδας. Αυτή η ομάδα… [πρότεινε] ένα ψήφισμα μποϊκοτάζ…. Το Συνέδριο απέρριψε αυτή την πρόταση με μεγάλη πλειοψηφία, οπότε ακολούθησαν επεισόδια… Το Συνέδριο… έδειξε ξεκάθαρα ότι ο Σιωνισμός δεν πολεμά με τέτοιου είδους όπλα».

Η Der Deutsche, η εφημερίδα του Ναζιστικού Εργατικού Μετώπου, αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης σελίδας της 25ης Αυγούστου σε μια θετική αποτίμηση του σχεδίου μετανάστευσης του Δρ. Ρούπιν. «Η άποψη του Σιωνιστικού Συνεδρίου αντιπροσωπεύει μια πρόταση που είναι αποδεκτή και ενδιαφέρουσα», ανέφερε η Der Deutsche. «Αναμφίβολα, οι Εβραίοι που ζουν στη Γερμανία έχουν κάθε είδους ευκαιρίες να περάσουν καλά στον κόσμο, ακόμη και εκτός Παλαιστίνης… Η μετανάστευση μεγάλου μέρους των Εβραίων από τη Γερμανία, εκτός από άλλα πράγματα, θα παρείχε χώρο στους Γερμανούς ανέργους .». Η Der Deutsche προσθέτει, ωστόσο, ότι το ζήτημα του πόσα εβραϊκά περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν να μεταφερθούν είναι ακόμη υπό  συζήτηση.

Οι γερμανικές εφημερίδες συνεχίζουν τις διαρροές τους για τη Συμφωνία Μεταφοράς. Σύμφωνα με τον Έντουιν Μπλακ τον συγγραφέα του βιβλίου The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine: «Πολλοί Εβραίοι σε όλο τον κόσμο έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν τι είναι αυτή η συμφωνία. Είναι κάτι περισσότερο από μια απλή μεταφορά περιουσιακών στοιχείων. Είναι μια μεταφορά περιουσιακών στοιχείων με αντάλλαγμα μια αγορά γερμανικών εμπορευμάτων στην Παλαιστίνη. Οι κάτοχοι γερμανικών ομολόγων, δανείων και επενδύσεων σε όλο τον κόσμο είχαν εκκληθεί όλοι να παραιτηθούν από το υλικό κέρδος της διακίνησης ναζιστικών εμπορευμάτων. Αλλά τώρα η Σιωνιστική Οργάνωση είναι πρόθυμη να προδώσει το μποϊκοτάζ με αντάλλαγμα το ίδιο οικονομικό κίνητρο που πολλοί στον κόσμο καλούνταν να εγκαταλείψουν. Στο μυαλό των Εβραίων που μποϊκοτάρουν, η Συμφωνία Μεταφοράς είναι μια αδιανόητη παραβίαση του μποϊκοτάζ ντυμένη με τον μανδύα της μετανάστευσης, που εξορθολογείται  από την επείγουσα ανάγκη ανάπτυξης της Παλαιστίνης, αλλά παρόλα αυτά αποτελεί μια μεγάλη παραβίαση του μποϊκοτάζ.».

Στη συνεδρίαση της Παρασκευής 25 Αυγούστου ο ρεβιζιονιστής Meir Grossman παρακάμπτοντας  το προεδρείο επικαλούμενος το δικαίωμα της παρέμβασης παίρνει τον λόγο και λέει: «Η παράταξη των Δημοκρατικών Ρεβιζιονιστών θέτει το εξής ερώτημα …. Στις χθεσινές εφημερίδες υπήρχε μια αναφορά ότι έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ Σιωνιστών και γερμανικής κυβέρνησης … ότι η Παλαιστίνη θα αγοράσει αγαθά αξίας 3 εκατομμυρίων μάρκων από τη Γερμανία και ότι σε αντάλλαγμα, η γερμανική κυβέρνηση θα απελευθερώσει το ίδιο ποσό της περιουσίας των Εβραίων […] Θεωρούμε ότι αυτή η συμφωνία είναι προσβλητική και ασυμβίβαστη με το ηθικό και υλικό συμφέρον του εβραϊκού λαού […] Ρωτάμε την εκτελεστική εξουσία εάν αυτή η συμφωνία συνήφθη με την ενθάρρυνση ή τη γνώση της εκτελεστικής εξουσίας και εάν φορείς ή γραφεία της Σιωνιστικής Οργάνωσης συμμετέχουν σε αυτές τις διαπραγματεύσεις […]Θεωρούμε ότι η διευκρίνιση αυτού του θέματος είναι επείγουσα και σημαντική, ιδιαίτερα αφού χθες η πλειοψηφία του Συνεδρίου αρνήθηκε μια γενική συζήτηση για τα γεγονότα στη Γερμανία και κατέστησε έτσι αδύνατη τη λεπτομερή διερεύνηση αυτών των γεγονότων. Αναμένουμε ότι η εκτελεστική εξουσία θα απαντήσει γρήγορα και θα δώσει στο Συνέδριο την ευκαιρία για συζήτηση. Η παράταξή μου έθιξε αυτό το θέμα γιατί είναι μια ακόμη απόδειξη της ανάγκης για επαγρύπνηση. Κίνδυνοι μας κατακλύζουν  και ορισμένα άτομα δεν είναι τόσο αξιόπιστα όσο πιστεύαμε.». Ο Γκρόσμαν περιμένει την απάντησή του. Οι περίεργοι και πλέον φοβισμένοι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων περιμένουν. Τι ήταν επιτέλους αυτή η Συμφωνία Μεταφοράς και ποιος ήταν υπεύθυνος για αυτήν; Το προεδρείο συνεδριάζει εν συντομία και ο Γκρόσμαν λαμβάνει την απάντησή του: Λόγω του ηλιοβασιλέματος που πλησίαζε, το Συνέδριο θα διέκοπτε για το Σάββατο το βράδυ. (Το Σάββατο: ημέρα ιερή, ανάπαυσης που τηρούν οι Εβραίοι από τη δύση του ηλίου την Παρασκευή έως το βράδυ της επόμενης ημέρας). Ωστόσο, πριν διαλυθούν οι αντιπρόσωποι και οι δημοσιογράφοι, ο Ζαμποτίνσκι οργανώνει μια αυτοσχέδια συνέντευξη Τύπου έξω από την αίθουσα του Συνεδρίου. Πάνω από εκατό δημοσιογράφοι και δεκάδες σύνεδροι συγκεντρώνονται καθώς ο αδιαμφισβήτητος  ρήτορας εκφωνεί μια αντιναζιστική ομιλία που του είχαν εμποδίσει να παρουσιάσει την προηγούμενη μέρα από το βήμα του Συνεδρίου: «Καταλαβαίνουμε τη θέση των Γερμανών αδελφών μας. Ας παραμείνουν πιστοί στη Γερμανία. Αλλά ο χιτλερισμός είναι ένας κίνδυνος για τα δεκαέξι εκατομμύρια Εβραίων σε όλο τον κόσμο και… οι Γερμανοί Εβραίοι δεν μπορούν να μας επηρεάσουν να μην πολεμήσουμε τον εχθρό μας. Ο εχθρός πρέπει να καταστραφεί!». Ο Ζαμποτίνσκι επίσης δηλώνει ότι επειδή η Σιωνιστική Οργάνωση είχε αρνηθεί να δημιουργήσει το διεθνές δίκτυο που απαιτείται για το μποϊκοτάζ, τα 100 000 μέλη των Ρεβιζιονιστών, όλα τα γραφεία και οι πόροι τους σε όλο τον κόσμο θα το έκαναν. Οι Ρεβιζιονιστές θα συνεργάζονταν πλήρως με όλες τις υπάρχουσες ομάδες μποϊκοτάζ. Όσο για τη Συμφωνία Μεταφοράς, ο Ζαμποτίνσκι την καταγγέλλει κατηγορηματικά ως ταπεινωτική. Ο Ζαμποτίνσκι καλεί τους Εβραίους του κόσμου να ενωθούν, να εγκαταλείψουν τη Σιωνιστική Οργάνωση και να πάρουν τη θέση που τους αξίζει στα οικονομικά χαρακώματα αντιμετωπίζοντας τον Χίτλερ.

Στη συνεδρίαση του Σαββάτου το βράδυ, 26 Αυγούστου, το Μαπάι και οι σύμμαχοί τους θέλουν να καταστείλουν κάθε συζήτηση για τη Συμφωνία Μεταφοράς και αντ’ αυτού να συνεχίσουν τον λεκτικό πόλεμο κατά του Ρεβιζιονισμού. Αλλά προτού ο πρόεδρος προλάβει να ορίσει τον πρώτο ομιλητή, ο Meir Grossman επικαλείται και πάλι το προνόμιο της παρέμβασης. «Χθες εμείς απευθύναμε  μια επείγουσα ερώτηση στην εκτελεστική εξουσία και ζητήσαμε απάντηση», δηλώνει ο Γκρόσμαν. «Εν τω μεταξύ, ο αγγλικός Τύπος είχε δημοσιεύσει αναφορές για συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Σιωνιστών. Ζητάμε από το Εκτελεστικό … να απαντήσει σήμερα στην επείγουσα ερώτησή μας.». Ο προεδρεύον Motzkin είναι κατηγορηματικός: «εξαρτάται αποκλειστικά από το Εκτελεστικό εάν θα δώσει ή δεν θα δώσει απάντηση. Θα προχωρήσουμε τώρα στη γενική συζήτηση.».

Την ίδια μέρα στην γερμανική εφημερίδα Volkischer Beobachter ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, (Alfred Rosenberg), ο προσωπικός σύμβουλος του Χίτλερ για τις εβραϊκές και σιωνιστικές υποθέσεις, δημοσιεύει άρθρο στο οποίο χαρακτήρισε το ψήφισμα της πλειοψηφίας για τη γερμανική κατάσταση ως «σοκαριστική παρέμβαση στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Γερμανίας». Επειδή το Συνέδριο «δεν ήταν αρκετά θαρραλέο να εκδιώξει την ομάδα Ζαμποτίνσκι», ο Ρόζενμπεργκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο Εβραϊσμός υποκινεί μια νέα εκστρατεία κατά της Γερμανίας». Τέλος προειδοποιεί ότι τα κείμενα των ψηφισμάτων του Συνεδρίου θα εξεταστούν αυστηρά για να καθοριστεί ακριβώς ποια θα είναι η πολιτική του Σιωνισμού.

Τις επόμενες μέρες καθημερινά ο Meir Grossman θέτει ξανά και ξανά το θέμα των εξηγήσεων για τη Συμφωνία Μεταφοράς, ώσπου τελικά στις 29 Αυγούστου το απόγευμα συνεδριάζει η Πολιτική Επιτροπή με κύριο μάρτυρα τον E. S. Hoofien, διευθυντή της Anglo-Palestine Bank, που είχε βάλει την υπογραφή του στη συμφωνία. Μέλη της Πολιτικής Επιτροπής είναι οι Meir Grossman, Stephen Wise, Menahem Ussischkin, David Ben-Gurion και πολλοί άλλοι. Ο Hoofien ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι το Εκτελεστικό είναι υπεύθυνο, και όχι η Anglo-Palestine Bank ή ο ίδιος. Ο Δρ. Senator (του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας) ήταν παρών στις συνομιλίες, ενώ και η ZVfD απαιτούσε σε αυτή τη συμφωνία και τη συμμετοχή της τράπεζας. Τελικά από τις μαρτυρίες του Hoofien, αλλά και των Berl Locker, Dr. Arthur Ruppin, and Mr. Sam Cohen και τη συζήτηση στην Πολιτική Επιτροπή στις 29 και 30 Αυγούστου, τίποτα δε ξεκαθάρισε. Ώσπου στις 31 Αυγούστου η κυβέρνηση της Γερμανίας διαρρέει στον Τύπο του Βερολίνου το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας Χααβαρά — Διάταγμα 54/33, της 28ης Αυγούστου 1933.

Με στείρα γραφειοκρατική γλώσσα, το δημοσιευμένο κείμενο αποκαλύπτει ότι η ZVfD συμμετέχει επίσημα και ότι στην Παλαιστίνη έχει δοθεί αποκλειστικό προνόμιο μεταφοράς γερμανικών εβραϊκών περιουσιακών στοιχείων. Εφημερίδες σε Ευρώπη και Αμερική αναφέρουν ότι η Συμφωνία Μεταφοράς μεταξύ επίσημων σιωνιστικών θεσμών και του Τρίτου Ράιχ είναι γεγονός.

Οι Ρεβιζιονιστές θα παίξουν το τελευταίο τους χαρτί. Υπάρχει πράγματι μεγάλη πιθανότητα την τελευταία στιγμή μιας και το Δέκατο όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο θα ολοκληρωνόταν το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου, να περάσουν ένα ψήφισμα που να ακυρώνει τη Συμφωνία Μεταφοράς. Στη βραδινή συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής στις 2 Σεπτεμβρίου, κατά της Συμφωνίας θα ταχθούν και άλλες ομάδες εκτός των Ρεβιζιονιστών.

Ο Israel Waldmann των Ριζοσπαστών Σιωνιστών παίρνοντας το λόγο λέει  ότι το κόμμα του είχε συμπεράνει ότι η συμφωνία ήταν «επικίνδυνη» και έπρεπε να ακυρωθεί. Αλλά οι Ριζοσπάστες επιμένουν ότι η αναστολή θα αντιμετωπιστεί με τρόπο που δεν θα ντροπιάσει το σιωνιστικό κίνημα. «Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις επιπλοκές», λέει ο Waldmann, «θα ήμασταν ικανοποιημένοι εάν εγκρινόταν (μυστικό) εσωτερικό ψήφισμα που θα ζητούσε από την Επιτροπή Δράσεων στην επόμενη συνεδρίασή της να δώσει εντολή στην Αγγλοπαλαιστινιακή Τράπεζα να αποχωρήσει από τη συμφωνία». Τότε ο Meir Grossman διακόπτει λέγοντας: «Θα επιμείνουμε σε ένα ανοιχτό ψήφισμα στο Συνέδριο κατά της συμφωνίας και θα αποκηρύξουμε τις διαπραγματεύσεις με τη γερμανική κυβέρνηση».   

Ο Ραβίνος Cziransky,, από την Πολωνία, υποστηρίζει την άποψη του Γκρόσμαν: «Εκτός από το να σκεφτόμαστε τον Γερμανικό Εβραϊσμό, πρέπει επίσης να σκεφτούμε τους Εβραίους σε άλλες χώρες, όπου μπορεί να αναπτυχθεί ο Χιτλερισμός. Επομένως, η Συμφωνία Μεταφοράς και οι διαπραγματεύσεις με την παρούσα γερμανική κυβέρνηση πρέπει να καταδικαστούν από το Συνέδριο με τον ισχυρότερο δυνατό τρόπο. Οι Πολωνοί και ο παγκόσμιος Εβραϊσμός θα το θεωρήσουν ως εθνική προδοσία!».

Ο ραβίνος Stephen S. Wise του Αμερικανικού Εβραϊκού Κογκρέσου, δηλώνει ότι η παγκόσμια γνώμη είναι απολύτως εχθρική προς τη συμφωνία και ανένδοτη υπέρ του μποϊκοτάζ, και αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο Wise απορρίπτει κατηγορηματικά τη θέση του Μαπάι ότι η ανάγκη για εποικισμό της Παλαιστίνης είχε προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης πτυχής της εβραϊκής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του μποϊκοτάζ. Ο Wise προειδοποιεί ότι αυτή ήταν μόνο η αρχή: «Ανοίξαμε την πόρτα». Η Συμφωνία θα χώριζε την ίδια την ακεραιότητα του αντιχιτλερικού «εβραϊκού μετώπου». Ο Wise επιμένει το Συνέδριο να εγκρίνει ένα «ξεκάθαρο ψήφισμα κατά της Συμφωνίας».

Από την άλλη, τα μέλη του Mapai, υπερασπίζονται σθεναρά τη Συμφωνία Μεταφοράς. Υποστηρίζουν ότι το μποϊκοτάζ, ακόμη και η ίδια η γερμανική κρίση, είναι δευτερεύον σε σχέση με τις ανάγκες της Παλαιστίνης. Η Παλαιστίνη αποτελεί μια ιστορική υποχρέωση. Το μποϊκοτάζ και η γερμανική κρίση είναι παροδικά.

Ο Berl Katznelson συνοψίζει ως εξής: «Πρέπει να σώσουμε τους Εβραίους της Γερμανίας και τις περιουσίες τους και να κανονίσουμε τη μεταφορά τους στην Παλαιστίνη. Επομένως, όλη η συζήτηση για τη Συμφωνία Μεταφοράς είναι άστοχη. Το μποϊκοτάζ κατά του Χίτλερ είναι ένα μέσο για ένα στόχο – όχι ένας στόχος από μόνος του».

Ο Hoofien με τη σειρά του απαντά στους επικριτές, ιδιαίτερα σε αυτούς που κατηγόρησαν την Αγγλοπαλαιστινιακή τράπεζα. Διαψεύδει κατηγορηματικά ότι η τράπεζα διαπραγματεύτηκε με τη γερμανική κυβέρνηση για δικό της λογαριασμό. «Την πρωτοβουλία ανέλαβαν εκπρόσωποι του γερμανικού σιωνισμού και διαφόρων παλαιστινιακών συμφερόντων. Η τράπεζα δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε ένα πολιτικό ζήτημα». Ο Hoofien, δηλώνει πρόθυμος να φύγει, αν μπορούσε κάποιος να τον βγάλει χωρίς ντροπιαστικές καταδίκες: «Εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσιζε κατά της Συμφωνίας.». Ο Hoofien κλείνοντας την παρέμβασή του λέει, «δεν θα ήταν καλό να αναφερθεί η τράπεζα σε τυχόν ψηφίσματα που υποβάλλονται στο Συνέδριο».

Ο Ruppin προειδοποιεί ότι, εάν το Συνέδριο ανακαλέσει τη συμφωνία, θα αναλάβει μια πολύ βαριά ευθύνη. Θα θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη πολλών Γερμανοεβραίων. «Η Συμφωνία Μεταφοράς σε καμία περίπτωση δεν παρεμβαίνει στο κίνημα του μποϊκοτάζ, καθώς δεν θα εισρεύσει νέο συνάλλαγμα στη Γερμανία ως αποτέλεσμα της συμφωνίας …. Η κατάργηση … θα έθετε επίσης σε κίνδυνο την ύπαρξη των σιωνιστικών θεσμών στη Γερμανία.».

Κλείνοντας ο πολιτικός ηγέτης των Mapai, Moshe Shertok, αποδοκιμάζει ολόκληρη τη συζήτηση. «Έχει λεχθεί ότι οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν με τη συγκατάθεση της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό δεν είναι αλήθεια», αντικρούει ο Σέρτοκ. «Η εκτελεστική εξουσία της Ιερουσαλήμ σίγουρα δεν εξέτασε ποτέ το ζήτημα και ενημερώθηκε επίσημα μόνο την παραμονή του κλεισίματος της συμφωνίας». Αποδοκιμάζει ακόμη και την υπόδειξη σύγκρουσης μεταξύ των συμφερόντων της Παλαιστίνης και της Διασποράς. Ο Σέρτοκ δηλώνει ότι εάν η συμφωνία μπορούσε πράγματι να διευκολύνει τη μεταφορά της γερμανικής εβραϊκής περιουσίας στην Παλαιστίνη και να επιτρέψει στους Εβραίους να εγκατασταθούν στο Eretz Yisrael, τότε δεν θα μπορούσε να παρέμβει.

Οι Εργατικοί θα καταθέσουν στην Πολιτική Επιτροπή ένα ψήφισμα, το οποίο ζητούν να ψηφιστεί, την επόμενη μέρα, από την ολομέλεια του Συνεδρίου. Το ψήφισμα αναφέρει: «Το Συνέδριο παραπέμπει στο Γενικό Συμβούλιο για προσεκτική εξέταση το θέμα της Συμφωνίας με τη γερμανική κυβέρνηση για τη μεταφορά εβραϊκών κεφαλαίων στην Παλαιστίνη, με την προϋπόθεση να μην γίνει τίποτα αντίθετο με τη στάση του Συνεδρίου στις 24 Αυγούστου για το γερμανικό εβραϊκό ζήτημα». Η «στάση του Συνεδρίου» εκφράζεται με το ψήφισμα της πλειοψηφίας που ψηφίστηκε το βράδυ της 24ης Αυγούστου και διακήρυξε τον σιωνισμό και τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη ως την κατάλληλη αντίδραση στο χιτλερικό καθεστώς.

Ο Meir Grossman από την πλευρά των Ρεβιζιονιστών θα καταθέσει το ακόλουθο ψήφισμα της μειοψηφίας: «Εφόσον οι Εβραίοι στη Γερμανία δεν έχουν λάβει ξανά τα προηγούμενα νόμιμα δικαιώματά τους, και όσο η γερμανική κυβέρνηση δεν… επιτρέπει στους Εβραίους το δικαίωμα της ελεύθερης μετανάστευση παίρνοντας όλη τους την περιουσία, το Σιωνιστικό Κογκρέσο θεωρεί απαράδεκτο να υπογράψουν η Εκτελεστική Επιτροπή  της Σιωνιστικής Οργάνωσης ή τα υφιστάμενά της ιδρύματα οποιαδήποτε συμφωνία οποιουδήποτε είδους με την παρούσα γερμανική κυβέρνηση». Την επόμενη μέρα, στις 3 Σεπτεμβρίου, από τους 300 παρόντες αντιπροσώπους, 152 ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος των Εργατικών και μόλις 13 κατά.

Πέρα από τη Συμφωνία Μεταφοράς, άλλο μεγάλο θέμα αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Εργατικούς και τους Ρεβιζιονιστές είναι η κατηγορία των πρώτων προς τους δεύτερους ότι δολοφόνησαν τον επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας Haim Arlosoroff. Το Συνέδριο αποφασίζει να στείλει μια επιτροπή για να διερευνήσει τις δραστηριότητες ρεβιζιονιστικών ομάδων στην Παλαιστίνη.

O Αρλοσόροφ τον Απρίλιο του 1933 είχε κατηγορηθεί από  το Mizrachi και τους Ρεβιζιονιστές ότι προέβει σε μη εγκεκριμένες συναντήσεις με Άραβες της Υπεριορδανίας. Ήρθε λοιπόν η ώρα το ίδιο το Συνέδριο να επικυρώσει την πολιτική του αποθανόντα ηγέτη, εγκρίνοντας το ψήφισμα «Αραβική Πολιτική και Υπεριορδανία» το οποίο αναφέρει τα εξής:

«Το Συνέδριο εκφράζει τη συμπαράστασή του στις προσπάθειες των κατοίκων της Υπεριορδανίας για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους και βλέπει με ικανοποίηση τα πρώτα δείγματα αναγνώρισης από την πλευρά τους ότι η οικονομική λύτρωση της Υπεριορδανίας θα επιτευχθεί από την Αραβο-Εβραϊκή συνεργασία σε εκείνη την περιοχή. …. Το Συνέδριο εκφράζει την ελπίδα του ότι, με τη βοήθεια την Ύπατης Αρμοστείας, θα βρεθεί τρόπος να επιτευχθεί ο στόχος του αποικισμού, που αποτελεί κοινό συμφέρον τόσο του εβραϊκού λαού που χρειάζεται ευκαιρίες εργασίας και εγκατάστασης, όσο και για τους κατοίκους της Υπεριορδανίας που χρειάζονται νέα κεφάλαια και νέες επιχειρήσεις για την ανάπτυξη της χώρας. Το Συνέδριο ζητά από το Εκτελεστικό να συνεχίσει τις προσπάθειές του για περαιτέρω σχέσεις αμοιβαίας κατανόησης και προετοιμασία του τρόπου συνεργασίας Εβραίων και Αράβων στη Δυτική Παλαιστίνη και στην Υπεριορδανία.».

Το Συνέδριο θα ολοκληρώσει τις εργασίες του εκλέγοντας το νέο Εκτελεστικό και τα άλλα όργανα της Σιωνιστικής Οργάνωσης. Πριν από αυτό όμως το Εργατικό κόμμα προσπαθεί να πείσει τον Δρ. Βάιζμαν να επιστρέψει στην προεδρία της Σιωνιστικής Οργάνωσης. Όμως ο Δρ. Βάιζμαν απορρίπτει όλες τις προσπάθειες επειδή όπως ο ίδιος υποστηρίζει, το Μαπάι δεν κατάφερε να εκδιώξει τους Ρεβιζιονιστές. Τελικά θα βρεθεί μια νέα θέση για τον πρώην πρόεδρο. Το συνέδριο θα θεσπίσει με ψήφισμά του μια νέα οντότητα με έδρα το Λονδίνο, γνωστή ως Κεντρικό Γραφείο για την Εγκατάσταση των Γερμανών Εβραίων. Το Γραφείο θα συντονίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν τη μετανάστευση και τα πολιτικά ζητήματα που επηρεάζουν τον Γερμανικό Εβραϊσμό, συμπεριλαμβανομένης της Συμφωνίας Haavara. Να τι αναφέρει το ψήφισμα:

«(1) Το Συνέδριο αποφασίζει να δημιουργήσει ένα Κεντρικό Γραφείο με σκοπό την οργάνωση της μετανάστευσης των Εβραίων από τη Γερμανία προς την Παλαιστίνη, το οποίο θα έχει τον έλεγχο, σε συμφωνία με το Εκτελεστικό, για όλα τα θέματα που αφορούν αυτό το ζήτημα.

(2) Το Συνέδριο εξουσιοδοτεί τον Δρ. Chaim Weizmann, σε συμφωνία με το Εκτελεστικό, να διευθύνει το έργο της εγκατάστασης των Γερμανοεβραίων στην Παλαιστίνη.».

Ο Nahum Sokolow επανεκλέγεται πρόεδρος της Σιωνιστικής Οργάνωσης, ενώ ο Arthur Ruppin πρόεδρος της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Ο Moshe Shertok διορίζεται επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Ο Μπεν Γκουριόν δεν αποκτά συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο, αλλά θα βοηθά τον Μοσέ Σέρτοκ. Στην Εκτελεστική Επιτροπή εκλέγονται επίσης οι σιωνιστές: Selig Brodetsky, Yitzhak Gruenbaum (υπεύθυνος Τμήματος Μετανάστευσης), Victor Jacobson, Berl Locker, Louis Lipsky, Eliezer Kaplan (ταμίας της Εβραϊκής Υπηρεσίας) και μόνο τρεις μη σιωνιστές: Yitzhak Bergson, David Werner Senator και Maurice Hexter (υπεύθυνος Τμήματος Διακανονισμού).

5 – 8 Σεπτεμβρίου 1933: Στο Salle Centrale της Γενεύης πραγματοποιείται η Δεύτερη Προπαρασκευαστική Παγκόσμια Εβραϊκή Διάσκεψη για την ίδρυση του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου. Στην Διάσκεψη παίρνουν μέρος 100 αντιπρόσωποι από 24 χώρες. Πολλοί από τους αντιπρόσωπους έρχονται κατευθείαν από την Πράγα όπου συμμετείχαν στο Δέκατο όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο.

Στις 5 Σεπτεμβρίου, περίπου στις 8:00 μ.μ., ο ραβίνος Stephen S. Wise ανεβαίνει στη σκηνή με όρθιους χειροκροτητές και κηρύσσει την επίσημη σύγκληση της Διάσκεψης. Αφού διαβάστηκαν ενθαρρυντικά τηλεγραφήματα από εβραϊκές κοινότητες από όλο τον κόσμο, ο Wise ανεβαίνει στο αναλόγιο. Αυτή είναι η στιγμή του: «Κυρίες και κύριοι… Οι Εβραίοι σε όλο τον κόσμο συμφωνούν ότι το πρόβλημα που επισκιάζει όλη την εβραϊκή ζωή σήμερα συνδέεται με την κατάσταση των Γερμανοεβραίων… Δεν είναι λιγότερο αλήθεια, κυρίες και κύριοι, ότι το γερμανοεβραϊκό πρόβλημα επισκιάζεται και κυριαρχείται από μια ερώτηση, η οποία πρέπει να απαντηθεί από το Διάσκεψη… Αυτή η ερώτηση είναι: Θα υπάρξει παγκόσμιο μποϊκοτάζ όλων των… προϊόντων που κατασκευάζονται στη Γερμανία;».    Το πλήθος ξεσπά σε δυνατά χειροκροτήματα. Στη συνέχεια, χωρίς να αναφέρει ονομαστικά τη Σιωνιστική Οργάνωση, ο Wise διευρύνει  την ερώτησή του ώστε να συμπεριλάβει τη  συμφωνία που έγινε (Συμφωνία Μεταφοράς): «Για να το θέσουμε ακόμα πιο απλά, θα έχουν οι Εβραίοι οποιαδήποτε σχέση, βιομηχανική ή οικονομική, με ένα έθνος που έχει κηρύξει πόλεμο… εναντίον του εβραϊκού λαού παντού;». Ο Wise κάνει και μια απροσδόκητη δημόσια προειδοποίηση προς τη Σιωνιστική Οργάνωση: «Δεν πιστεύω ότι το μποϊκοτάζ έχει καταπατηθεί και παραβιαστεί από τους συμπολίτες μας Εβραίους ή τους εκπροσώπους τους στην Παλαιστίνη… Αλλά αν αποδειχτεί ότι οποιοσδήποτε Εβραίος εντός ή εκτός Παλαιστίνης, ή οποιοσδήποτε εκπρόσωπος οποιασδήποτε ομάδας Εβραίων, ήταν τόσο ευτελής ώστε να προσπαθήσει να συναλλάσσεται με τη Γερμανία για λόγους κέρδους, βεβαιώνω ότι η ζωή δεν θα είναι υποφερτή για κανέναν τέτοιο άνθρωπο… Δεν ξαναχτίζουμε έναν Άγιο Τόπο, από τον οποίο βγήκε ο Νόμος και οι Προφήτες, για να την κάνουμε για κάποιους μια χώρα κερδών από τις συναλλαγές τους με τη γερμανική κυβέρνηση.».

Την αντίθεσή τους στη Συμφωνία Μεταφοράς εξέφρασαν πολλοί αντιπρόσωποι. Στην πρωινή συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου, ο E. Mazur της Ομοσπονδίας Πολωνών Εβραίων μετά βίας συγκρατεί την οργή του καθώς φωνάζει: «Η όλη συμφωνία που έκανε το Σιωνιστικό Εκτελεστικό, είναι μια ντροπή. Και αυτή η διάσκεψη πρέπει να εκδώσει ένα ψήφισμα διαμαρτυρίας εναντίον τόσο της συμφωνίας όσο και των διαπραγματεύσεων …. Το μποϊκοτάζ είναι το μόνο μέσο άμυνας που έχουμε στη διάθεσή μας. Η χρήση του θα αποδείξει ότι έχουμε ακόμα τη δύναμη να αντισταθούμε.». Οι αντιπρόσωποι χειροκροτούν θερμά.

Ο C. Rasner, επίσης της Ομοσπονδίας των Πολωνών Εβραίων, επίσης καταδικάζει τη συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία και προτρέπει τους αντιπροσώπους να ψηφίσουν συγκεκριμένες κυρώσεις εναντίον τους. «Οι συμφωνίες που συνάπτουν οι Σιωνιστές με τη Γερμανία είναι απάτη», διαμαρτυρήθηκε ο Rasner. «Αν το Σιωνιστικό Συνέδριο δεν είχε το θάρρος να τους καταδικάσει, αυτό είναι δική του υπόθεση. Εμείς πρέπει να το κάνουμε — με τον πιο έντονο τρόπο.».

Οι αντιπρόσωποι μιλούν ανοιχτά για δεσμευτικά ψηφίσματα καταδίκης που αναμφίβολα θα επέκτειναν το μποϊκοτάζ στον ίδιο τον Σιωνιστικό Οργανισμό, εάν η Συμφωνία Μεταφοράς δεν ακυρωνόταν. Όμως στο τελικό ψήφισμα που έφερε προς επικύρωση ο Wise, στις 8 Σεπτεμβρίου, ζητούσε απλώς τη συνέχιση του αυθόρμητου μποϊκοτάζ, του «ανοργάνωτου» μποϊκοτάζ. «Η Παγκόσμια Εβραϊκή Διάσκεψη σημειώνει με βαθύτατη ικανοποίηση ότι από την αρχή του καθεστώτος του Χίτλερ και των αντιεβραϊκών νόμων και πράξεών του, ο εβραϊκός λαός κατέφυγε ενστικτωδώς και αυθόρμητα στο ένα άμεσα προσβάσιμο όπλο αυτοάμυνας: ηθικό και οικονομικό μποϊκοτάζ.». Για την σιωνιστική συμφωνία με τους Ναζιστές – τη Συμφωνία Μεταφοράς, το ψήφισμα αναφέρει γενικά ότι: «Στο πνεύμα του ατομικού και συλλογικού αυτοσεβασμού, ο εβραϊκός λαός μέσω του μποϊκοτάζ βεβαιώνει ότι οι Εβραίοι δεν μπορούν να έχουν καμία οικονομική ή άλλη σχέση με τη ναζιστική κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ». Όμως το ψήφισμα δεν καταδικάζει ονομαστικά τη Σιωνιστική Οργάνωση, ούτε παίρνει κάποια μέτρα κατά των σιωνιστών.

Ο 80χρονος Μούσα Κάζιμ τραυματίζεται στο κεφάλι με ρόπαλο από έφιππο Βρετανό αστυνομικό, 27 Οκτωβρίου 1933

8 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1933: Η Αραβική Εκτελεστική Επιτροπή στις 8 Οκτωβρίου με ψήφισμά της καλεί σε γενική απεργία στην Παλαιστίνη για τη 13η Οκτωβρίου, για να διαμαρτυρηθούν για την εβραϊκή μετανάστευση και τη βρετανική φιλοσιωνιστική πολιτική. Την ίδια μέρα είναι προγραμματισμένη και  μεγάλη διαδήλωση στην Ιερουσαλήμ. Περαιτέρω αποφασίζεται ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια μεταγενέστερη συνεδρίαση για να αποφασιστεί η διεξαγωγή άλλων διαδηλώσεων στην Παλαιστίνη. Όμως καμία αίτηση για άδεια διεξαγωγής πορείας στην Ιερουσαλήμ στις 13 Οκτωβρίου δεν υποβλήθηκε στον Επαρχιακό Επίτροπο και δεν δόθηκε τέτοια άδεια από αυτόν. Στις 11 Οκτωβρίου η Ύπατη Αρμοστεία εκδίδει ανακοινωθέν θυμίζοντας ότι δεν είχε επιτραπεί καμία πολιτική πορεία στην Παλαιστίνη από τις αναταραχές του 1929, και προειδοποιεί το κοινό ότι όποιος συμμετάσχει σε διαδήλωση ή πορεία θα υπαχθεί στις κυρώσεις του νόμου. Τελικά η πορεία θα πραγματοποιηθεί και θα ακολουθήσουν συγκρούσεις της αστυνομίας με το πλήθος, με αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό 5 αστυνομικών και 6 διαδηλωτών. Τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν τόσο ομαλά στη διαδήλωση της Γιάφα, που λαμβάνει χώρα στις 27 Οκτωβρίου. Εκεί περίπου 7 χιλιάδες διαδηλωτές δέχονται πυρά από την αστυνομία, 15 Παλαιστίνιοι σκοτώνονται ανάμεσά τους και ένα εξάχρονο αγοράκι. Ο 80χρονος Μούσα Κάζιμ τραυματίζεται στο κεφάλι με ρόπαλο από έφιππο Βρετανό αστυνομικό. Οι ταραχές στη συνέχεια εξαπλώνονται σε Ναμπλούς (την ίδια μέρα), Χάιφα (στις 27 και 28 Οκτωβρίου), και πάλι στην Ιερουσαλήμ (στις 28 και 29 Οκτωβρίου). Συνολικά σκοτώνονται 26 και τραυματίζονται 187 Άραβες Παλαιστίνιοι, ενώ η αστυνομία έχει ένα νεκρό και 56 τραυματίες.  Για την εξέταση των γεγονότων διορίζεται εξεταστική επιτροπή (Murison Commission).

9 Δεκεμβρίου 1933: Αστυνομία και Ρεβιζιονιστές ακτιβιστές συγκρούονται κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας ενάντια στον βρετανικό περιορισμό της μετανάστευσης.

4 Ιανουαρίου 1934: Δημοσιεύεται η έκθεση της  Επιτροπής Murison. Η επιτροπή μελετά τα περιστατικά που οδήγησαν στις βίαιες ταραχές και την εξέλιξη των γεγονότων μεταξύ 13 Οκτωβρίου και 3 Νοεμβρίου 1933, στην Παλαιστίνη «την ακριβή σειρά και τη φύση των γεγονότων μέσα σε αυτήν την περίοδο και τα συνακόλουθα θύματα και υλικές ζημιές». Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο  Σκωτσέζος αποικιακός δικαστής Sir William Murison (1872 – 1945). Η έκθεση της  Επιτροπής Murison αναφέρει ότι η «άμεση αιτία των αναταραχών που μας απασχολούν ήταν το ψήφισμα της αραβικής εκτελεστικής εξουσίας που καλούσε τους Άραβες να πραγματοποιήσουν διαδηλώσεις για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης», σημειώνοντας όμως ότι «το έδαφος προετοιμάστηκε από ένα γενικό αίσθημα ανησυχίας μεταξύ των Αράβων που προκάλεσε η αγορά γης από τους Εβραίους και η εβραϊκή μετανάστευση.». Η έκθεση ουσιαστικά απαλλάσσει την αστυνομία από κάθε ευθύνη: «Σε ό,τι αφορά την αστυνομία γενικά, πιστεύουμε ότι ενήργησε με αυτοσυγκράτηση και ανεκτικότητα και ότι όποτε ήταν δυνατόν καλούσαν τα πλήθη να διαλυθούν και προσπάθησαν να τους πείσουν να το κάνουν πριν χρησιμοποιήσουν βία για να τους διαλύσουν. Πιστεύουμε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που μας παρουσιάζονται δεν αποκαλύπτουν ούτε μία περίπτωση στην οποία κάποιο μέλος της αστυνομίας παρέβη ή δεν τήρησε οποιαδήποτε οδηγία που ορίζεται στα Εγχειρίδια με βάση τα οποία ενεργεί η αστυνομία. […] Μας φαίνεται ότι οι αξιωματικοί της Ιερουσαλήμ, της Γιάφα και της Χάιφα, … έλαβαν επαρκείς και κατάλληλες προφυλάξεις για να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις και καθ’ όλη τη διάρκεια εκτελούσαν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά και με αυτοσυγκράτηση, και δεν υπάρχει τίποτα στη συμπεριφορά τους που να επιδέχεται κριτική.».

12 Ιανουαρίου 1934: Το Τελ Αβίβ αποκτά την επίσημη ιδιότητα της πόλης.

17 Φεβρουαρίου 1934: Ο Chaim Weizmann συνεχίζοντας να εκπροσωπεί το Σιωνιστικό Κίνημα συναντά τον Ιταλό ηγέτη Μουσολίνι στη Ρώμη. Ο φασίστας Μουσολίνι προσφέρει εθελοντικά τη βοήθειά του στη διευθέτηση της διχοτόμησης της Παλαιστίνης και υπόσχεται ένα εβραϊκό κράτος. Ο Weizmann αργότερα γράφει «Πρότεινα να αναβληθεί οποιαδήποτε συζήτηση σύμφωνα με τα σύνορα ενός εβραϊκού κράτους έως ότου ο πληθυσμός του Ερέτζ Ισραήλ φτάσει το μισό εκατομμύριο».

26 Μαρτίου 1934: Ο Μούσα Κάζιμ Πασά αλ-Χουσεΐνι που είχε χτυπηθεί στο κεφάλι με ρόπαλο από έναν έφιππο Βρετανό αστυνομικό κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων της Γιάφα στις 27 Οκτωβρίου 1933, τελικά υποκύπτει στο τραύμα του.

20-30 Ιουλίου 1934: Ο Μπεν Γκουριόν πραγματοποιεί εντατικές συνομιλίες με τον Ύπατο Αρμοστή Sir Arthur Wauchope για τη μετανάστευση, το προτεινόμενο Νομοθετικό Συμβούλιο και την πιθανότητα εβραϊκού εποικισμού στην Υπεριορδανία.

2 Δεκεμβρίου 1934: Ο Raghib al-Nashashibi ιδρύει το Κόμμα Εθνικής Άμυνας. Ο Βρετανός στρατιωτικός κυβερνήτης Ronald Storrs είχε διορίσει τον Nashashibi δήμαρχο της Ιερουσαλήμ το 1920, στη θέση του Musa Kazim Husseini όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε  για υποκίνηση των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ Αράβων και Εβραίων στην Ιερουσαλήμ στις αρχές Απριλίου του ίδιου έτους και απολύθηκε από τη θέση του. Επανεξελέγη δήμαρχος στις εκλογές του 1927 και παρέμεινε σε αυτό το αξίωμα μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 1934, όταν και έχασε τις εκλογές από τον Husayn Fakhri al-Khalidi. Το νέο κόμμα ζητά την απόρριψη της Διακήρυξης του Μπάλφουρ, την απαγόρευση της εβραϊκή μετανάστευση και την πώληση γης σε Εβραίους και είναι υπέρ του σχηματισμού εθνικής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης.

27 Μαρτίου 1935: Μετά από κάποιους δισταγμούς και πολλές διαβουλεύσεις, ο Muhammad Amin al-Husseini, ο μεγάλος μουφτής της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να ιδρύσει πολιτικό κόμμα, το οποίο το ονομάζει το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης (γνωστό και ως «Κόμμα του Μουφτή»). Ο Jamal al-Husayni, ο ξάδερφος του μουφτή, εκλέγεται πρόεδρός του και συγκροτείται το γραφείο του κόμματος, με αντιπρόεδρο τον Alfred Roke, τον Emil Ghouri ως γενικό γραμματέα και τους Khaled al-Farkh, Kamel Dajani και Wajih Bishtawi ως μέλη. Το πρόγραμμα του κόμματος ζητά την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης, το τέλος της βρετανικής εντολής και τη σύνδεση της Παλαιστίνης με τις αραβικές χώρες σε μια πλήρως ανεξάρτητη πολιτική εθνική ενότητα. Το κόμμα θα οργανώσει εκστρατείες για να αντισταθεί στην πώληση γης σε Εβραίους και να καλέσει σε εξέγερση ενάντια στη βρετανική κυριαρχία.

23 Ιουνίου 1935: Ο δήμαρχος της Ιερουσαλήμ Husayn Fakhri al-Khalidi (1895 – 1962), μαζί με τους Ishaq Budeiri, Mahmoud Abu Khadra, Hosni Khalifa, Issa Bandak και Saad al-Din al-Khalili, ιδρύουν το Κόμμα Islah (Μεταρρυθμιστικό Κόμμα). Ο σχηματισμός του κόμματος σηματοδοτεί την πρόθεση του δημάρχου της Ιερουσαλήμ να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του από τους φιλοχουσεϊνιστές, ειδικά μετά την ίδρυση του Κόμματος Εθνικής Άμυνας από τον Νασασίμπι τον Δεκέμβριο του 1934 και του Αραβικού Κόμματος της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον μεγάλο μουφτή τον Μάρτιο του 1935. Το Κόμμα Islah ζητά τη διασφάλιση της αυτονομίας και τον αγώνα για την παλαιστινιακή ανεξαρτησία εντός του αραβικού έθνους, την καταπολέμηση του σιωνιστικού εποικισμού που βασίζεται στην εβραϊκή μετανάστευση και τον έλεγχο των αραβικών εδαφών, για τη βελτίωση των συνθηκών για τους αγρότες και για την ενθάρρυνση της εκπαίδευσης.

11 Ιουλίου 1935: Ο Moshe Shertok, ο επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας, συναντιέται με τον εμίρη Αμπντάλλα  στο Αμμάν.

20 Αυγούστου – 3 Σεπτεμβρίου 1935: Στη Λουκέρνη της Ελβετίας, διενεργείται το Δέκατο ένατο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο. Στο συνέδριο συμμετέχουν 463 αντιπρόσωποι με δικαίωμα ψήφου, από 34 χώρες. Οι Ρεβιζιονιστές δεν συμμετέχουν στο Συνέδριο μετά την απόφασή τους να αποσχιστούν και να ιδρύσουν τη δική τους οργάνωση. Το Συνέδριο εγκρίνει τη «Συμφωνία Μεταφοράς» με τη Γερμανία. Με την παράταξη των Εργατικών να εξακολουθεί να είναι η πλειοψηφία (209 σύνεδροι), δημιουργείται ένας συνασπισμός με τους Γενικούς Σιωνιστές και τους Mizrachi που επιτρέπει στον Βάιζμαν να επιστρέψει στη θέση του ως Πρόεδρος της WZO, ενώ ο Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν να εκλεγεί πρόεδρος του Εκτελεστικού της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Τα υπόλοιπα μέλη του Εκτελεστικού από πλευράς σιωνιστών είναι οι: Selig Brodetsky, Yitzhak Gruenbaum, Yehuda Leib Cohen Fishman, Eliezer Kaplan, Ephraim Fischel Rotenstreich και Moshe Shertok, ενώ από πλευράς μη σιωνιστών οι: Maurice Hexter, David Werner Senator και Maurice Karp. Η θέση του Βάιζμαν βρίσκεται σε παρακμή, παρά την επανεκλογή του ως πρόεδρος του WZO. Το σιωνιστικό κέντρο βάρους περνά από το Λονδίνο στην Ιερουσαλήμ. Η εξέλιξη προκαλείται από την άνοδο της δύναμης της Εργατικής παράταξης στο Yishuv, την αποχώρηση των ρεβιζιονιστών και τον σχηματισμό συμμαχίας μεταξύ των Εργατικών του Mapai και των Mizrachi.

12 Σεπτεμβρίου 1935: Στη Βιέννη ιδρύεται η Νέα Σιωνιστική Οργάνωση (NZO) με επικεφαλής τον Ζαμποτίνσκι. Οι ιδρυτές της είναι μέλη του Ρεβιζιονιστικού κινήματος που αποσχίστηκαν από τη Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση.

16 Οκτωβρίου 1935: Ενώ Άραβες λιμενεργάτες ξεφορτώνουν στο λιμάνι της Γιάφα ένα φορτίο 537 βαρελιών τσιμέντου White-Star από το βελγικό φορτηγό πλοίο Leopold II, με παραλήπτη βάση της φορτωτικής και των τιμολογίων έναν Εβραίο έμπορο από το Τελ Αβίβ,  που ονομάζεται J. Katan, ένα από τα βαρέλια σπάει κατά λάθος, σκορπίζοντας στο έδαφος όπλα και πυρομαχικά. Μετά από ενδελεχή έλεγχο και των 537 βαρελιών από την αστυνομία, σε 359 βαρέλια βρέθηκαν συνολικά 25 αυτόματα πολυβόλα Lewis, 800 τουφέκια και 400 000 σφαίρες. Θα ακολουθήσει έρευνα από την οποία θα προκύψει ότι ο J. Katan εξαφανίστηκε, με αποτέλεσμα  ο πραγματικός αποδέκτης να μην αποκαλυφτεί και να μην γίνουν συλλήψεις. Οι Άραβες όμως είναι σίγουροι ότι είναι δουλειά της Χαγκανά. Έτσι το ίδιο βράδυ διαδηλώσεις ξεσπούν σε ολόκληρη την Παλαιστίνη και σαρώνουν άλλες μεγάλες αραβικές πόλεις, όπως το Αμμάν, το Κάιρο, τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη.

Δεν είναι μυστικό ότι η Χαγκανά είχε διακινήσει λαθραία όπλα στη χώρα από τις ταραχές του 1929, και η ανακάλυψη της αποστολής τώρα δίνει αξιοπιστία στον ισχυρισμό ότι οι Εβραίοι της Παλαιστίνης εξοπλίζονται σε μεγάλη κλίμακα για μια ενδεχόμενη αντιπαράθεση για τον έλεγχο της Παλαιστίνης. Από το 1929, η Χαγκανά είχε στείλει πράκτορές της στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία για να αγοράσουν όπλα, τα οποία συχνά μεταφέρονταν λαθραία στην Παλαιστίνη σε κιβώτια και αποσκευές. Η αντίληψη ότι το σιωνιστικό κίνημα βρισκόταν στο δρόμο για την απόκτηση της στρατιωτικής ικανότητας για την ίδρυση του κράτους του, οδήγησε τους Άραβες σε μια έντονη αίσθηση κινδύνου.

26 Οκτωβρίου 1935: Τον γενικό συναγερμό στον αραβικό τύπο για την ανακάλυψη όπλων και την αποτυχία των βρετανικών αρχών να ξεσκεπάσουν τους υπεύθυνους, ακολουθεί η κήρυξη γενικής απεργίας στις 26 Οκτωβρίου.

20 Νοεμβρίου 1935: Ο σεΐχης  Ιζ αντ-Ντιν αλ-Κασάμ   (Izz ad-Din al-Qassam) σκοτώνεται σε συμπλοκή με την αστυνομία κοντά σε ένα χωριό στην περιοχή Τζενίν.

Izz ad-Din al-Qassam, 1882 – 1935

Ο  αλ-Κασάμ γεννήθηκε το 1882 στην Τζέμπλα, στη περιοχή της Λαττάκειας της Συρίας. Ανατράφηκε σε θρησκευτικό περιβάλλον μιας και ο παππούς του ήταν σεΐχης της σουφιστικής αδελφότητας Καντάρι (Qadariyya) και ο πατέρας του ιεροδικαστής στην Τζέμπλα και ηγετική προσωπικότητα της σουφιστικής αδελφότητας. Κάποια στιγμή μεταξύ 1902 και 1905, ο αλ-Κασάμ έφυγε για το Κάιρο για να σπουδάσει στο φημισμένο ισλαμικό Πανεπιστήμιο του al-Azhar, όπου σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες λέγεται ότι μαθήτευσε κοντά στον κύριο εκπρόσωπο του ισλαμικού εκσυγχρονισμού, λόγιο Muhammad Abduh και ήρθε σε επαφή με τον εξέχοντα πρωτοσαλαφιστή Rashid Rida. Στο al-Azhar, ο αλ-Κασάμ ανέπτυξε τη σκέψη που θα καθοδηγούσε τον μελλοντικό ακτιβισμό του. Επέστρεψε στην Τζέμπλα το 1909 ως «αλίμ», δηλαδή ως βαθύς γνώστης του Ισλάμ και της σαρία, αφοσιώνεται σε μια ηθική εκστρατεία για την τήρηση των ιερών κανόνων που περιελάμβανε την ενθάρρυνση της διατήρησης της προσευχής (salaah) και της νηστείας (sawm) κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, ενώ ήταν υπέρ του τερματισμού του τζόγου και της κατανάλωσης αλκοόλ. Μετά την εισβολή της Ιταλίας στη Λιβύη τον Σεπτέμβριο του 1911, ο αλ-Κασάμ άρχισε να συλλέγει κεφάλαια στη Τζέμπλα για τις ανάγκες του κινήματος αντίστασης. Τον Ιούνιο του 1912, σε ένα από τα κηρύγματα της προσευχής της Παρασκευής, κάλεσε εθελοντές να συμμετάσχουν σε τζιχάντ κατά των Ιταλών. Δεχόμενος μόνο εθελοντές με προηγούμενη οθωμανική στρατιωτική εκπαίδευση, ο αλ-Κασάμ στρατολόγησε δεκάδες εθελοντές και δημιούργησε ένα ταμείο για την αποστολή στη Λιβύη καθώς και για μια μικρή σύνταξη για τις οικογένειες των εθελοντών. Αν και ο αριθμός των εθελοντών ποικίλλει, ο αλ-Κασάμ συνοδευόταν από 60 έως 250 εθελοντές γνωστούς ως μουτζαχεντίν (αυτοί που συμμετέχουν σε τζιχάντ) όταν έφτασε στην Αλεξανδρέττα, στα τέλη του 1912. Εν τω μεταξύ, με το άνοιγμα του βαλκανικού μετώπου η νέα οθωμανική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη είχε στρέψει το βάρος των επιχειρήσεων εκεί, για αυτό ο αλ-Κασάμ και η ομάδα του διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Τζέμπλα. Με το ξέσπασμα του Α’ ΠΠ, ο αλ-Κασάμ έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση και πήγε ως ιερέας σε μια στρατιωτική βάση κοντά στη Δαμασκό. Επιστρέφοντας στη Τζέμπλα πριν από το τέλος του πολέμου, ο αλ-Κασάμ χρησιμοποίησε κεφάλαια από την προγραμματισμένη αποστολή του στη Λιβύη για να οργανώσει μια τοπική αμυντική δύναμη για να πολεμήσει τη γαλλική κατοχή. Μέχρι το 1919, οι γαλλικές δυνάμεις κινήθηκαν στην παράκτια περιοχή της βόρειας Συρίας, ενώ ο Φεϊζάλ Α’ ίδρυσε το Βασίλειο της Συρίας στη Δαμασκό ως ανεξάρτητο αραβικό κράτος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πολιτοφυλακή Τζέμπλα του αλ-Κασάμ πολέμησε εναντίον τοπικών πολιτοφυλακών Αλαουιτών που υποστηρίζονταν από τη Γαλλία και κατέλαβαν περιοχές γύρω από την πόλη. Οι Αλαουίτες τελικά απωθήθηκαν, αλλά οι γαλλικές δυνάμεις κινήθηκαν αμέσως μετά για να εδραιώσουν τον έλεγχό τους. Κατά συνέπεια, ο αλ-Κασάμ και πολλοί από την ομάδα του έφυγαν από την Τζέμπλα για το όρος Sahyun όπου ίδρυσαν μια βάση κοντά στο χωριό Zanqufeh για να συνεχίσουν από κει τις επιδρομές εναντίον του Γαλλικού Στρατού. Μετά την κατάληψη από τους Γάλλους της πόλης Jisr ash-Shugur, τον Ιούλιο του 1920, και την επικείμενη συνθηκολόγηση του Χαλεπίου, ο αλ-Κασάμ και τα μέλη της μονάδας του διέφυγαν με πλαστά διαβατήρια στην Ταρτούς. Από εκεί ο αλ-Κασάμ ταξίδεψε στη Βηρυτό με βάρκα και στη συνέχεια, στις αρχές του 1921, στη Χάιφα, όπου  η βρετανική διοίκηση έδειχνε ανοχή στους Άραβες εθνικιστές φυγάδες από τη Συρία. Στη Χάιφα ο αλ-Κασάμ εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του θρησκευτικού σχολείου που είχε οργανώσει ο Σύρος πρόκριτος Καμάλ αλ-Κασάμπ, φίλος του Ρασίντ Ρίντα, υποστηρικτής του ισλαμικού εκσυγχρονισμού της σαλαφίγια, κεντρική μορφή του εγχειρήματος του Φεϊζάλ για ανεξάρτητο κράτος και εμψυχωτής της αντίστασης κατά των Γάλλων στη Συρία. Ο αλ-Κασάμ, από τη θέση του ιμάμη αρχικά του Τεμένους Jurayneh και αργότερα του Τεμένους Istiqlal και σε συνεργασία με τον αλ-Κασάμπ, επιτίθετο κατά των ουλεμάδων που ανέχονταν και ακολουθούσαν ορισμένες τοπικές παλαιστινιακές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων ανορθόδοξων τελετουργικών κηδειών, με φυλετικούς χορούς γύρω από θρησκευτικούς χώρους, χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαιμονικές καινοτομίες στο Ισλάμ. Ο αλ-Κασάμ αντιθέτως υποστήριζε την υιοθέτηση των «καθαρών», αυστηρών ιερών κανόνων του Ισλάμ. Με κέντρο το Τέμενος  Istiqlal ο αλ-Κασάμ δραστηριοποιήθηκε στη συγκρότηση ενός αραβο-ισλαμικού κινήματος στην Παλαιστίνη και συμμετείχε στην ίδρυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Νέων (ΜΑΝ) στη Χάιφα, το 1928, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος μέχρι το θάνατό του. Επίσης την ίδια περίοδο απέκτησε στενούς δεσμούς με τα χωριά της βόρειας Παλαιστίνης μέσα από την θέση του υπεύθυνου του Ανωτάτου Μουσουλμανικού Συμβουλίου για την τέλεση και καταγραφή γάμων, σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο. Ενώ εστίασε τον ακτιβισμό του στις κατώτερες τάξεις, η θέση του στη ΜΑΝ του παρείχε πρόσβαση στις μεσαίες και μορφωμένες τάξεις της πόλης που την περίοδο 1932-1934 προσελκύονταν κυρίως από το Κόμμα Ανεξαρτησίας (Istiqlal). Ο  αλ-Κασάμ μάλιστα θα αναπτύξει μια ισχυρή σχέση με το κορυφαίο τοπικό μέλος του Ιστικλάλ, τον   Rashid al-Hajj Ibrahim. Το ευρύ ιδεολογικό χάσμα μεταξύ του κοσμικού Ιστικλάλ και της ΜΑΝ γεφυρώθηκε από τη σύγκλιση της άποψης ότι ο αγώνας ενάντια στη σιωνιστική επέκταση στην Παλαιστίνη ήταν αδιαχώριστος από την ενεργό αντίθεση στη βρετανική κυριαρχία. Αυτή η άποψη χώριζε τον αλ-Κασάμ και το Ιστικλάλ από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά ελάχιστοι από τους διανοούμενους των αστικών μεσοστρωμάτων που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του Ιστικλάλ υποστήριζαν τον ένοπλο αγώνα του αλ-Κασάμ. Ενάντιοι στην ένοπλη δράση ήταν βεβαίως και οι πρόκριτοι, η μουσουλμανική αστική ελίτ. Στην έκκληση του αλ-Κασάμ προς τον μεγάλο μουφτή αλ-Χουσεΐνι το 1933 να συντονίσουν τη δράση τους για την οργάνωση μιας γενικής εξέγερσης κατά των Βρετανών, η απάντηση ήταν ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για μια τέτοια κίνηση. Ήδη από το 1930 ο αλ-Κασάμ είχε στρατολογήσει πολυάριθμους επιλεγμένους οπαδούς και τους είχε οργανώσει σε περίπου δώδεκα διαφορετικούς κύκλους, με κάθε ομάδα υποστηρικτών να αγνοεί την ύπαρξη των άλλων ομάδων. Η πλειοψηφία των ανδρών του ήταν εργάτες, εκτοπισμένοι φελάχοι και βεδουίνοι καθώς και ριζοσπαστικοποιημένα μέλη της ΜΑΝ. Η πλειονότητα των κύκλων του αλ-Κασάμ προέρχονταν από τη βόρεια Παλαιστίνη, αλλά είχε μαθητές σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Γάζας στο νότο. Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς Παλαιστίνιους ηγέτες που έκαναν εκστρατεία κατά των σιωνιστικών εποικισμών αποφεύγοντας την αντιπαράθεση με τις βρετανικές αρχές, ο αλ-Κασάμ θεώρησε ως προτεραιότητα την καταπολέμηση και των δύο. Είδε επίσης τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη ως θρησκευτικό αγώνα, σε αντίθεση με τους περισσότερους Παλαιστίνιους ηγέτες που υποστήριζαν μια κοσμική και εθνικιστική απάντηση. Ο Αλ-Κασάμ υποστήριξε μια ηθική, πολιτική και στρατιωτική τζιχάντ ως λύση για τον τερματισμό της βρετανικής κυριαρχίας και των σιωνιστικών φιλοδοξιών στην Παλαιστίνη. Κατά την εκπαίδευση των ανδρών του, ο αλ-Κασάμ τόνισε ότι η διατήρηση του καλού χαρακτήρα ήταν υψίστης σημασίας. Ως εκ τούτου, οι μαχητές πρέπει να φροντίζουν τους άπορους, να βοηθούν άτομα με ασθένειες, να διατηρούν καλούς δεσμούς με τις οικογένειές τους και να προσεύχονται τακτικά στον Θεό. Αυτές οι αρετές, υποστήριξε, ήταν προϋποθέσεις για να είμαστε πειθαρχημένοι και ατρόμητοι μαχητές. Η ηθική συνιστώσα των διδασκαλιών του αλ-Κασάμ ήταν ιδιαίτερα προσανατολισμένη προς τους νεαρούς άνδρες των εργατικών παραγκουπόλεων της Χάιφα που ζούσαν μακριά από τις οικογένειές τους και οι οποίοι ήταν εκτεθειμένοι σε δραστηριότητες που θεωρούνταν ανήθικες στο Ισλάμ. Έβλεπε τον γάμο ως κλειδί για την πρόληψη της ηθικής διαφθοράς των νεαρών ανδρών και κατάφερε να βοηθήσει οικονομικά τους πιο άπορους υποστηρικτές του με τα έξοδα του γάμου τους. Ενθάρρυνε τους άντρες του να αφήσουν γένια ως ένδειξη της δέσμευσής τους στο τζιχάντ και να φέρουν μαζί τους ένα Κοράνι όπου κι αν πήγαιναν. Αν και πολλοί από τους οπαδούς του ήταν αναλφάβητοι, τους δίδαξε πώς να διαβάζουν και να γράφουν χρησιμοποιώντας το Κοράνι ως βάση τους για μάθηση. Ο αλ-Κασάμ ζήτησε επίσης από τους μαχητές του να συμμετάσχουν στις πνευματικές ασκήσεις που ασκούσε η σουφιστική αδελφότητα Καντάρι και να απαγγέλλουν άσματα των σούφι πριν από τη μάχη. Οι αντάρτικες ομάδες του αλ- Κασάμ θα γίνουν γνωστές ως Black Hand ( al-kaff al-aswad). Η εκστρατεία του Black Hand ξεκίνησε με την ενέδρα και τη δολοφονία τριών μελών του κιμπούτζ Yagur στις 11 Απριλίου 1931, συνεχίστηκε με μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση σε απομακρυσμένα εβραϊκά σπίτια στη Χάιφα στις αρχές του 1932 και με ορισμένες επιχειρήσεις με συνολικά θύματα τέσσερα μέλη βόρειων εβραϊκών οικισμών. Η εκστρατεία κορυφώθηκε με τη δολοφονία ενός Εβραίου και του γιου στο Nahalal, από βόμβα που ρίχτηκε στο σπίτι τους, στις 22 Δεκεμβρίου 1932. Τελικά η συνεργασία της βρετανικής αστυνομίας με τις σιωνιστικές ομάδες ασφαλείας (Χαγκανά) οδήγησε στην εξάρθρωση πυρήνων του δικτύου και ανάγκασε τον αλ-Κασάμ να αναστείλει τις επιχειρήσεις.  

Η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας το 1933 και η εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία το 1935 δημιούργησαν στην αραβική Μέση Ανατολή το αίσθημα ότι η βρετανική ηγεμονία βρισκόταν σε υποχώρηση. Μετά την ανακάλυψη, τον Οκτώβριο του 1935, παράνομου φορτίου όπλων στο λιμάνι της Γιάφα που ήταν κρυμμένο σε φορτίο τσιμέντου από το Βέλγιο και προοριζόταν για τη Χαγκανά, η αγανάκτηση των Παλαιστινίων Αράβων εκφράστηκε με δύο γενικές απεργίες στις 26 Οκτωβρίου και στις 13 Νοεμβρίου, πέρα από την καθιερωμένη απεργία τη «Μέρα Μπάλφουρ» στις 2 Νοεμβρίου. Ο αλ-Κασάμ όμως δεν αρκέστηκε σε αυτό, επανήλθε στη δράση με μια μικρή ομάδα είκοσι πέντε μαχητών και στρατολόγησε Βεδουίνους από τις φυλές των παραλίων που είχαν διωχθεί από τη γη τους λόγω της αγοράς της από Εβραίους. Στις 7 Νοεμβρίου ο λοχίας της αστυνομίας, Moshe Rosenfeld, που παρακολουθούσε μια υπόθεση κλοπής γκρέιπφρουτ από ένα οπωρώνα εσπεριδοειδών στους λόφους της υποπεριφέρειας της Ναζαρέτ, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε, από άγνωστα πρόσωπα. Αυτό το γεγονός οδήγησε γρήγορα στην ανακάλυψη της ύπαρξης σε εκείνη τη περιοχή της ένοπλης ομάδας του αλ-Κασάμ. Ο ίδιος και δώδεκα από τους άνδρες του αποφάσισαν να μετακινηθούν προς τους λόφους μεταξύ Τζενίν και Ναμπλούς. Εκεί πέρασαν δέκα μέρες βρίσκοντας νερό και τροφή από τους κατοίκους των χωριών της περιοχής. Στις 20 Νοεμβρίου, ένας ξαφνικός πυροβολισμός εναντίον μιας θέσης της αστυνομίας που ερευνούσε τους λόφους λίγα μίλια δυτικά της Τζενίν οδήγησε στην ανακάλυψη της θέσης τους – σε μια σπηλιά κοντά στο Sheikh Zeid. Στη τετράωρη μάχη που ακολούθησε ο αλ- Κασάμ όπως και τρεις άνδρες του πέφτουν νεκροί, ενώ άλλοι πέντε αιχμαλωτίζονται.

Προς έκπληξη της Παλαιστινιακής Αστυνομίας, η κηδεία του αλ-Κασάμ, που πραγματοποιήθηκε στο Τζαμί Jerini, προσέλκυσε τουλάχιστον 3 000 πενθούντες κυρίως εργάτες και εκτοπισμένους φελάχους. Από την κηδεία του απουσίαζαν οι πρόκριτοι και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων. Το φέρετρό του και εκείνα των σκοτωμένων συντρόφων του ήταν ντυμένα με τις σημαίες της Υεμένης, της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράκ, των τριών μόνων ανεξάρτητων αραβικών χωρών εκείνη την εποχή. Ως αντίδραση στον θάνατο του αλ-Κασάμ, πραγματοποιήθηκαν απεργίες στη Χάιφα και σε πολλές πόλεις της Παλαιστίνης και της Συρίας. Ο αλ-Κασάμ είναι θαμμένος στο μουσουλμανικό νεκροταφείο στο πρώην παλαιστινιακό χωριό Balad al-Sheikh, τώρα Nesher, ένα εβραϊκό προάστιο της Χάιφα.

Ο θάνατος του αλ-Κασάμ ως μάρτυρα άσκησε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη συγκρότηση του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος από την ίδια τη δράση του. Τόσο η εθνικιστική όσο και η ισλαμιστική ιστοριογραφία θεωρούν ότι τα μέλη του ένοπλου κινήματός του, γνωστοί ως «Κασαμιστές» («Qassamites») ή ως «Κασαμιστές Αδελφοί» («Ikhwan al-Qassam»), αποτέλεσαν τη σπονδυλική στήλη της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης. Ανάμεσά τους οι στενοί του μαθητές: Abu Ibrahim al-Kabir,  Farhan al-Sa’di, Attiyah Abu Awad, οδήγησαν τους αντάρτες στις περιοχές Άνω Γαλιλαία, Jenin και στο όρος Κάρμηλος, αντίστοιχα.

Ο αλ-Κασάμ, σύμφωνα με τον Παλαιστίνιο-Αμερικανό Rashid Khalidi: «έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απομάκρυνση του λαού από την πολιτική συμβιβασμού με τους Βρετανούς με τη διαμεσολάβηση των ελίτ και στο να τους δείξει τον “σωστό” δρόμο του λαϊκού ένοπλου αγώνα ενάντια στους Βρετανούς και τους σιωνιστές.».

Ο ίδιος ο σιωνιστής ηγέτης Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν, συνέκρινε τη δόξα που προκάλεσαν οι ενέργειες του αλ-Κασάμ τη δεκαετία του 1930 με τη φήμη που κέρδισε ο σιωνιστής ακτιβιστής Τζόζεφ Τρούμπελντορ, ο οποίος πέθανε σε μάχη με Άραβες το 1920. Ο Μπεν-Γκουριόν επεσήμανε αμέσως μετά τον θάνατο του αλ-Κασάμ ότι: «αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι Άραβες έβλεπαν ότι κάποιος είναι έτοιμος να θυσιαστεί για μια ιδέα και αυτό θα ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας διαπαιδαγώγησης των αραβικών μαζών και ιδιαίτερα της νεολαίας.».

Οι Παλαιστίνιοι φενταγίν που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1960 έβλεπαν τον αλ-Κασάμ ως τον εμπνευστή τους. Οι ιδρυτές του παλαιστινιακού εθνικιστικού ένοπλου κινήματος Φατάχ είχαν αρχικά σκεφτεί να ονομάσουν την ομάδα τους «Κασαμιστές». Η Leila Khaled, γνωστό μέλος του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, δήλωσε κάποτε ότι η οργάνωσή της ξεκίνησε «από εκεί που σταμάτησε ο αλ-Κασάμ: η γενιά του ξεκίνησε την επανάσταση, η γενιά μου σκοπεύει να την ολοκληρώσει».

Η στρατιωτική πτέρυγα του παλαιστινιακού ισλαμικού ένοπλου κινήματος Χαμάς, οι Ταξιαρχίες Izz ad-Din al-Qassam, φέρει το όνομά του, όπως και ο πύραυλος Qassam, ένας πύραυλος μικρού βεληνεκούς που παράγει και χρησιμοποιεί η Χαμάς.

Παράρτημα

Το Χρονολόγιο της «Τελικές Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος»

30 Ιανουαρίου 1933: Ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντεμπουργκ διορίζει τον Αδόλφο Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας. Οι περίπου 525 000 Εβραίοι που ζούσαν στη Γερμανία τον Ιανουάριο του 1933, δεν φάνηκε να αισθάνθηκαν πανικό, ούτε καν ότι συνέβαινε κάτι έκτακτο. Μάλιστα την ίδια μέρα – 30 Ιανουαρίου – το συμβούλιο της Κεντρικής Ένωσης Γερμανών Πολιτών Ιουδαϊκής Πίστης εξέδωσε μια δημόσια διακήρυξη στην οποία τόνιζε: «Σε γενικές γραμμές, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πρέπει να ακολουθήσουμε αυστηρά την οδηγία: Υπομονή και ψυχραιμία». Το κύριο άρθρο της εφημερίδας της Ένωσης, στο φύλλο της 30ής Ιανουάριου, γραμμένο από τον πρόεδρο της οργάνωσης Ludwig Holländer, μαρτυρούσε ελαφρώς μεγαλύτερη ανησυχία, στην ουσία όμως υιοθετούσε την ίδια στάση: «Οι Γερμανοεβραίοι δεν θα χάσουν την ψυχραιμία που αντλούν από τους δεσμούς τους με ό,τι είναι πραγματικά γερμανικό. Περισσότερο παρά ποτέ, δεν θα επιτρέψουν σε εξωτερικές επιθέσεις, τις οποίες θεωρούν αδικαιολόγητες, να επηρεάσουν την προσωπική τους στάση απέναντι στη Γερμανία». Οι Εβραίοι θεωρούσαν ότι οι ευθύνες της εξουσίας, σε συνδυασμό με την επιρροή των συντηρητικών μελών της κυβέρνησης καθώς και τη στάση των άλλων χωρών, θα ασκούσαν κατευναστική επίδραση σε κάθε ακραία τάση των Ναζί. Υπήρχαν και Εβραίοι, όπως και μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας που δεν ήταν βέβαιοι, ότι οι Ναζί θα παρέμεναν στην εξουσία, ή αν ήταν πιθανό να ανατραπούν από κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα των συντηρητικών. Πολύ γρήγορα όμως όλοι αυτοί θα διαψευστούν.

28 Φεβρουαρίου 1933: Με αφορμή τον εμπρησμό την προηγούμενη μέρα  του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg, 1847 – 1934), το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την προστασία του Λαού και του Κράτους», το οποίο επικαλούμενο επιβουλή κατά του πολιτεύματος βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ανέστειλε προσωρινά την ισχύ των άρθρων 114, 115, 117, 118, 123, 124 και 153 του Συντάγματος. Έτσι, οι περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία, στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του Τύπου, στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και στις παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής των ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι οικιακές έρευνες, οι διαταγές κατάσχεσης καθώς και οι περιορισμοί στην ιδιοκτησία επιτρέπονται πέρα από τα προβλεπόμενα νόμιμα όρια. Το διάταγμα, αν και προσωρινής ισχύος δεν ανακλήθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.

5 Μαρτίου 1933: Διενεργούνται  γενικές εκλογές προκειμένου ο Χίτλερ να νομιμοποιήσει και με την εντολή του λαού, την εξουσία του. Το κόμμα του, το NSDAP ήρθε πρώτο, με 43.9% και 288 έδρες σε σύνολο 647. Αν και διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, αυξάνοντας μάλιστα τα ποσοστά του κατά 10 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1932, δεν κατάφερε να αποσπάσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία και έτσι κατέφυγε και πάλι στην κοινοβουλευτική σύμπραξη των ομοϊδεατών του εθνικιστών, του «Συνασπισμού Μαύρου – Άσπρου – Κόκκινου» (KSWR), των Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, («Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα» (DNVP), Φραντς φον Πάπεν (ανεξάρτητος) και Φραντς Ζέλτε (Στάλχελμ). Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) κατάφερε λίγο πολύ να κρατήσει τα ποσοστά του σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες εκλογές (18.3% έναντι 20.43% τον Νοέμβριο του 1932), το δε Κομμουνιστικό (KPD) κατάφερε αν και είχε μείωση 4 περίπου ποσοστιαίων μονάδων, να κερδίσει ένα 12.3% των γερμανών ψηφοφόρων (έναντι 16.8 % τον Νοέμβριο του 1932). Τα κόμματα κεντρώου προσανατολισμού, όπως το «Κόμμα του Κέντρου» (11,2%) και το «Λαϊκό Κόμμα της Βαυαρίας» (2,7%) παρέμειναν σταθερά.

6 Μαρτίου 1933: Η πρώτη κίνηση της νέας κυβέρνησης είναι να κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – KPD (με βάση το «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ») και να καταργήσει τις 81 έδρες του στο Κοινοβούλιο. Ήδη κατά την προεκλογική περίοδο το KPD τελούσε υπό διωγμό, αφού 4 000 μέλη του, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του Έρνστ Τέλμαν (Ernst Thälmann, 1886 – 1944), συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Έτσι στο νέο Κοινοβούλιο, με 566 έδρες συνολικά, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα είχε την απόλυτη πλειοψηφία.

7 Μαρτίου 1933: Μετά τους κομμουνιστές ήρθε η ώρα και για τους Εβραίους. Με την άνοδο τους στην εξουσία, οι Ναζί είχαν ως στόχο να μετατρέψουν τη Γερμανία σε «judenrein» (κράτος απαλλαγμένο από τους Εβραίους) κάνοντάς τους τη ζωή τόσο δύσκολη που δε θα είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ήδη από τις 7 Μαρτίου, τα Τάγματα Εφόδου (SA) ξεκίνησαν τις επιθέσεις σε καταστήματα εβραϊκής ιδιοκτησίας σε μια απόπειρα να απομονώσουν τους Εβραίους από την υπόλοιπη κοινωνία. Τα SA συνέλαβαν δεκάδες Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης στο Scheunenviertel, μια εβραϊκή συνοικία του Βερολίνου. Αυτοί οι Ostjuden αποτελούσαν από παλιά τον πρώτο στόχο του αντιεβραϊκού μίσους και έγιναν οι πρώτοι Εβραίοι που στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με μοναδική αιτιολογία το ότι ήταν Εβραίοι. Πολλές από τις ακρότητες διαπράχτηκαν από μέλη του καλούμενου Αγωνιστικού Συνδέσμου της Εμπορικής Μεσαίας Τάξης, στην οποία ο βίαιος αντισημιτισμός συμβάδιζε με τις εξίσου βίαιες επιθέσεις στα μεγάλα καταστήματα (σε πολλά από τα οποία ιδιοκτήτες ήταν Εβραίοι).

12 Μαρτίου 1933: Το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο συνεδριάζει στο ξενοδοχείο Commodore της Νέας Υόρκης για να συζητήσει τις πιθανές απαντήσεις στην αυξανόμενη δίωξη των Εβραίων. Αποφασίζεται η οργάνωση συλλαλητηρίων σε όλη τη χώρα, για της 27 Μαρτίου, και το κάλεσμα μέσα από τον Τύπο του κόσμου να προβεί σε μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων – γεγονός που συνιστούσε μια πραγματική απειλή, δεδομένης της αδυναμίας της γερμανικής οικονομίας.

13 Μαρτίου 1933: Τα SA του Μανχάιμ επέβαλαν το υποχρεωτικό κλείσιμο των εβραϊκών καταστημάτων. Στο Μπρέσλαου, Εβραίοι δικαστές και δικηγόροι δέχτηκαν επίθεση στο δικαστικό μέγαρο. Στο Gedem της Έσης, τα SA εισέβαλαν σε σπίτια Εβραίων και ξυλοκόπησαν τους ενοίκους, «υπό τις επευφημίες ενός ολοένα διογκούμενου πλήθους». Ο κατάλογος παρόμοιων συμβάντων είναι μακρύς. Αυτές οι επιθέσεις δημοσιοποιούνται από διεθνείς εβραϊκές οργανώσεις και τον Τύπο.

20 Μαρτίου 1933: Ο αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου και ταυτόχρονα ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler, 1900 – 1945), ανακοίνωσε την έναρξη λειτουργίας του «πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους» στην πόλη Νταχάου. Οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στις 22 Μαρτίου. Ήταν κυρίως Γερμανοί κομμουνιστές. Σύντομα, στρατόπεδα συγκέντρωσης άνοιξαν σε όλη τη χώρα. Αν και οι εκτιμήσεις για τον αριθμό ποικίλλουν, τους πρώτους μήνες του 1933 στήθηκαν τουλάχιστον 70 στρατόπεδα στα οποία μέχρι το τέλος του έτους φυλακίστηκαν περίπου 200 000 άτομα. Ο γερμανικός Τύπος προπαγάνδιζε ότι οι κρατούμενοι δεν αντιμετωπίζονταν ως εγκληματίες, αλλά ως «παρασυρμένοι» από τον κομμουνισμό και ο εγκλεισμός τους σ’ αυτά τα στρατόπεδα δεν είχε στόχο την τιμωρία, αλλά την «εκπαίδευση» και τη συμμόρφωσή τους.

24 Μαρτίου 1933: Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο  «Νόμος για την Άρση των Δεινών του Λαού και του Ράιχ», γνωστός και ως «Εξουσιοδοτικός Νόμος». Την προηγούμενη μέρα στο Ράιχσταγκ είχε υπερψηφιστεί (69%), από όλους τους βουλευτές (444) πλην των  Σοσιαλδημοκρατών (94). Με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο, παραχωρείται όλη η νομοθετική εξουσία στη χιτλερική κυβέρνηση για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράιχ». 

24 Μαρτίου 1933: Στο πρωτοσέλιδο της βρετανικής Daily Express το κεντρικό άρθρο έχει τίτλο: «Ο Ιουδαϊσμός κηρύσσει πόλεμο στη Γερμανία – Εβραίοι από όλες τις χώρες, ενωθείτε για δράση».

26 Μαρτίου 1933: Σε συνάντηση του Χίτλερ με τον Γκέμπελς στο Berchtesgaden, αποφασίζεται το μποϊκοτάζ των Εβραϊκών επιχειρήσεων να ξεκινήσει την 1η του Απρίλη. «Μέσα στη μοναξιά των βουνών» έγραψε ο Γκέμπελς στο ημερολόγιό του, ο Φύρερ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να χτυπηθούν οι εμπνευστές της αναταραχής στο εξωτερικό ή τουλάχιστον εκείνοι που ωφελούνται από αυτήν – οι γερμανοί Εβραίοι. «Κατά συνέπεια πρέπει να οργανώσουμε ένα μεγάλο μποϊκοτάζ ενάντια σε όλες τις εβραϊκές επιχειρήσεις στη Γερμανία». Ο γκαουλάιτερ της Φραγκονίας και παθολογικός αντισημίτης Γιούλιους Στράιχερ ορίστηκε επικεφαλής μιας επιτροπής δεκατριών στελεχών του κόμματος η οποία θα οργάνωνε το μποϊκοτάζ, που αρχικά δηλώθηκε ότι θα διαρκούσε επ’ αόριστον. Στο μεταξύ, οι Εβραίοι ιθύνοντες, ιδίως στις ΗΠΑ και την Παλαιστίνη, βρίσκονταν σε δίλημμα: έπρεπε να υποστηρίξουν τις μαζικές διαδηλώσεις και ένα αντίστοιχο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων, ή να αποφύγουν την αντιπαράθεση, με τον φόβο νέων «αντιποίνων» εις βάρος των Εβραίων της Γερμανίας; Ο Γκέρινγκ είχε προσκαλέσει διάφορους ηγέτες του γερμανικού εβραϊσμού και τους είχε στείλει στο Λονδίνο για να αποτρέψουν προγραμματισμένες αντιγερμανικές διαδηλώσεις και πρωτοβουλίες. Παράλληλα, στις 26 Μαρτίου, ο Kurt Blumenfeld, πρόεδρος της Σιωνιστικής Ομοσπονδίας στη Γερμανία, και ο Julius Brodnitz, πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης, έστειλαν το εξής τηλεγράφημα στην Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή στη Νέα Υόρκη: «ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ, ΣΤΙΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΡΗΤΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΧΘΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ». Έντρομοι, οι Γερμανοεβραίοι ιθύνοντες ήλπιζαν ότι, κατευνάζοντας τους Ναζί, θα απέφευγαν το μποϊκοτάζ.

27 Μαρτίου 1933: Σε πάνω από 70 πόλεις των ΗΠΑ πραγματοποιούνται οι μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για τις διώξεις των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία. Εκτός από την καταγγελία της ναζιστικής κυβέρνησης, ο κύριος σκοπός των διοργανωτών είναι να απαιτήσει ένα αμερικανικό μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων. Στη Νέα Υόρκη η κεντρική συγκέντρωση διοργανώνεται στη Madison Square Garden.  Οι παρευρισκόμενοι, περίπου 23 000, με επιπλέον 30 000 εκτός του γηπέδου, ζητούν από τον Φράνκλιν Ρούσβελτ, ο οποίος μόλις πρόσφατα έχει εκλεγεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, να τροποποιήσει τους περιοριστικούς νόμους μετανάστευσης για να επιτρέψει σε όσους Γερμανούς Εβραίους το επιθυμούν να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εβραϊκή μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε δραματικά στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ως αποτέλεσμα των διώξεων και των οικονομικών δυσκολιών σε μέρη της Ανατολικής Ευρώπης. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους μετανάστες ήταν Εβραίοι Ασκενάζι που μιλούσαν Γίντις, οι περισσότεροι από τους οποίους έφτασαν από φτωχές κοινότητες της διασποράς της Ρωσικής Αυτοκρατορίας καθώς και από τη Γαλικία, την εποχή εκείνη την πιο φτωχή περιοχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, με εβραϊκό αστικό πληθυσμό, που εκδιώχθηκε κυρίως για οικονομικούς λόγους. Πολλοί Εβραίοι μετανάστευσαν επίσης από τη Ρουμανία. Πάνω από 2 000 000 Εβραίοι αποβιβάστηκαν μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και του 1924 όταν ο νόμος περί Μετανάστευσης του 1924 περιόρισε τη μετανάστευση. Το Κογκρέσο εμπνευσμένο από το κίνημα της ευγονικής όρισε ποσοστά εισόδου μεταναστών με το νόμο Johnson-Reed, το 1924, βάσει των οποίων περιορίζονταν ο συνολικός αριθμός των μεταναστών σε 164 667 άτομα ετησίως και γίνονταν διακρίσεις εις βάρος ομάδων της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης που θεωρούνταν «φυλετικά και εθνοτικά ανεπιθύμητες». «Επιθυμητές» ομάδες ήταν αυτοί που κατάγονταν από τη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Για αυτούς που κατάγονταν από την Αμερικανική ήπειρο δεν υπήρχαν ποσοστώσεις.  Μετά το 1929 ο συνολικός αριθμός των μεταναστών μειώθηκε σε 154 879 άτομα ετησίως. Δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, πολλοί Αμερικανοί πίστευαν ότι οι πρόσφυγες θα τους ανταγωνίζονταν για τις θέσεις εργασίας και θα επιβάρυναν υπερβολικά τα προγράμματα κοινωνικής αρωγής που είχαν δημιουργηθεί για τους απόρους.  Επίσης οι νέες ποσοστώσεις αντικατόπτριζαν το αντισημιτικό συναίσθημα στη χώρα. Από τη Μεγάλη Βρετανία ο αριθμός τους αυξήθηκε ετησίως από 34 007 σε 65 721, ενώ η ποσόστωση για τη Γερμανία μειώθηκε σημαντικά, από 51 227 σε 25 957. Βέβαια σε χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης οι ποσοστώσεις μειώθηκαν και άλλο. Στην Πολωνία με περίπου 3,5 εκατομμύρια Εβραίους είχε ποσόστωση 6 524 και η Ρουμανία, με εβραϊκό πληθυσμό σχεδόν 1 εκατομμυρίου, είχε ποσόστωση ετησίως μόλις 377 άτομα.

29 Μαρτίου 1933: Ο Χίτλερ ενημέρωσε το Υπουργικό Συμβούλιο για το προγραμματισμένο μποϊκοτάζ στις επιχειρήσεις που ανήκαν σε Εβραίους, λέγοντας ότι ο ίδιος το είχε ζητήσει. Διαφορετικά -πρόσθεσε-, οι Εβραίοι θα έρχονταν αντιμέτωποι με την αυθόρμητη λαϊκή βία, ενώ ένα εγκεκριμένο μποϊκοτάζ θα απέτρεπε επικίνδυνες ταραχές. Οι υπουργοί που ανήκαν στο Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα αντέδρασαν, ενώ ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ επιχείρησε να παρέμβει. Ο Χίτλερ αρνήθηκε οποιαδήποτε ματαίωση, αλλά δύο μέρες αργότερα, την παραμονή του προγραμματισμένου μποϊκοτάζ, άφησε να εννοηθεί ότι υπήρχε περίπτωση να αναβληθεί εκείνο ως τις 4 Απριλίου, εάν οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ καταδίκαζαν αμέσως τις αντιγερμανικές διαδηλώσεις στις χώρες τους· αν δεν συνέβαινε αυτό, το μποϊκοτάζ θα λάμβανε χώρα την 1η Απριλίου, και θα ακολουθούσε μια περίοδος αναμονής ως τις 4 Απριλίου.

31 Μαρτίου 1933: Ο υπουργός Εσωτερικών Βίλχελμ Φρικ έστειλε τηλεγράφημα σε όλα τα τοπικά αστυνομικά τμήματα, με την προειδοποίηση ότι κομμουνιστές προβοκάτορες με στολές των SA και χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα με πινακίδες των SA θα έσπαζαν βιτρίνες εβραϊκών καταστημάτων και θα εκμεταλλεύονταν την περίσταση για να προκαλέσουν ταραχές. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα ναζιστικής παραπληροφόρησης. Εν τω μεταξύ το βράδυ της 31ης Μαρτίου οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι ήταν πρόθυμες να προβούν στις απαραίτητες δηλώσεις με τις οποίες καταδίκαζαν τις αντιγερμανικές διαδηλώσεις στις χώρες τους. Ωστόσο, ο υπουργός Εξωτερικών Konstantin Freiherr von Neurath τους γνωστοποίησε ότι ήταν πολύ αργά· ανέφερε την τελική απόφαση του Χίτλερ να διαρκέσει το μποϊκοτάζ μόνο μία μέρα, την οποία θα ακολουθούσε μια περίοδος αναμονής. Στην πραγματικότητα, είχε ήδη εγκαταλειφθεί το σχέδιο να επαναληφθεί το μποϊκοτάζ στις 4 Απριλίου.

1 Απριλίου 1933: Οι Ναζί προχωρούν στην πρώτη πανεθνική, προσχεδιασμένη  δράση εναντίον των Εβραίων: ένα μποϋκοτάζ των εβραϊκών επιχειρήσεων. Παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως αντίποινα του γερμανικού λαού για τη δυσφημιστική αντιγερμανική προπαγάνδα του ξένου Τύπου. Τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου (SA) και μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, στήνονται μπροστά σε εβραϊκά μαγαζιά κρατώντας αντιεβραϊκά πλακάτ και εκφοβίζοντας πελάτες και περαστικούς. Τα περισσότερα πλακάτ προτρέπουν και προειδοποιούν τους Γερμανούς: «Γερμανοί! Αμυνθείτε! Μην αγοράζετε από Εβραίους!», «Οι Εβραίοι είναι η δυστυχία μας» και «Κάντε τις αγορές σας μόνο σε γερμανικά καταστήματα!». Την ημέρα του μποϊκοτάζ, πολλές εβραϊκές επιχειρήσεις παρέμειναν κλειστές ή έκλεισαν νωρίς. Τεράστια πλήθη περιέργων είχαν κλείσει τους δρόμους των εμπορικών περιοχών των πόλεων για να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Παρέμεναν αμέτοχοι και σε καμία περίπτωση δεν εκδήλωναν προς τους «εχθρούς του λαού» την εχθρότητα που περίμεναν οι καθοδηγητές του κόμματος. Η απουσία ενθουσιασμού από μέρους του κόσμου επαυξήθηκε από μια σειρά ερωτημάτων που δεν είχαν προβλεφθεί: Πώς οριζόταν μια «εβραϊκή» επιχείρηση; Από την ονομασία της, από τους Εβραίους διευθυντές της, ή από το ότι όλο ή μέρος του κεφαλαίου της βρισκόταν σε εβραϊκά χέρια; Αν η επιχείρηση κατέρρεε, τι θα συνέβαινε -σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης- στους Αρίους υπαλλήλους της; Ποιες θα ήταν οι συνολικές συνέπειες αυτής της ενέργειας για τη γερμανική οικονομία, όσον αφορά πιθανά αντίμετρα από το εξωτερικό; Σύμφωνα με το γερμανικό κομμουνιστικό περιοδικό Rundschau, που την εποχή εκείνη εκδιδόταν στην Ελβετία, μόνο οι μικρότερες εβραϊκές επιχειρήσεις – δηλαδή οι φτωχότεροι Εβραίοι – επλήγησαν από το μποϊκοτάζ. Μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η αλυσίδα πολυκαταστημάτων «Tietz», ο τεράστιος εκδοτικός όμιλος Ullstein, οι τράπεζες εβραϊκής ιδιοκτησίας, δεν έπαθαν απολύτως τίποτα. Το μποϊκοτάζ της 1ης Απριλίου 1933 δεν ήταν η τελευταία επίθεση του ναζιστικού καθεστώτος στις επιχειρήσεις που ανήκαν σε Εβραίους. Εντούτοις, ήταν το τελευταίο πανεθνικό μποϊκοτάζ. Αντί αυτού, το ναζιστικό καθεστώς βρήκε άλλους τρόπους να ασκήσει πίεση στους Εβραίους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Οι τοπικές και δημοτικές κυβερνήσεις οργάνωσαν τα δικά τους μποϊκοτάζ. Ένστολοι Ναζί συνέχισαν να παρενοχλούν Εβραίους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Σε εθνικό επίπεδο, όλο και περισσότεροι νόμοι και κανονισμοί στοχοποιούσαν τα καταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους.

1 Απριλίου 1933: Στο Παρίσι, η Διεθνής Ένωση Ενάντια στον Αντισημιτισμό εκπλήρωσε την απειλή της να κηρύξει μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων, με ισχύ από τις 10:00 π.μ. μέχρι την πτώση του Αδόλφου Χίτλερ ή την ανάκτηση πλήρους δικαιωμάτων για τους Γερμανούς Εβραίους. Την ίδια μέρα στην Κωνσταντινούπολη, οι Εβραίοι διένειμαν εγκυκλίους που προέτρεπαν σε μποϊκοτάζ όλων των γερμανικών προϊόντων.

2 Απριλίου 1933: Το Τορόντο, με μια μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας με την υποστήριξη Εβραίων και Χριστιανών κληρικών, υιοθέτησε το μποϊκοτάζ γερμανικών προϊόντων. Την ίδια μέρα στη Θεσσαλονίκη, πάνω από 50 000 Έλληνες Εβραίοι συγκεντρώθηκαν σε μαζική διαμαρτυρία κατά του Χίτλερ.

3 Απριλίου 1933: Στον Παναμά δεκαπέντε κορυφαίες εβραϊκές εταιρείες ανακοίνωσαν την ακύρωση όλων των παραγγελιών γερμανικών εμπορευμάτων.

5 – 19 Απριλίου 1933: Στις 5 Απριλίου, στη Νέα Υόρκη, 15 000 αριστεροί διαμαρτυρήθηκαν τόσο για τον ναζισμό όσο και για εκείνους τους Εβραίους και κυβερνητικούς αξιωματούχους που ακολουθούν μετριοπαθή πολιτική στον αγώνα κατά του Χίτλερ. Το μποϊκοτάζ γερμανικών προϊόντων θα ακολουθήσουν έμποροι από την Πολωνία (6 Απριλίου), τη Μεγάλη Βρετανία (9 Απριλίου), τη Ρουμανία (13 Απριλίου), το Βέλγιο (17 Απριλίου), τη Σερβία (19 Απριλίου).

7 Απριλίου 1933: Η ναζιστική κυβέρνηση θέτει σε ισχύ το «Νόμο περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Διοίκησης». Αυτός ήταν ο πρώτος νόμος της αντισημιτικής νομοθεσίας που επιδίωκε τον αποκλεισμό Εβραίων και των υπόλοιπων μη Άριων να συμμετέχουν σε διάφορους οργανισμούς και επαγγέλματα στη δημόσια διοίκηση. Αφορούσε περισσότερους από δύο εκατομμύρια  υπαλλήλους του Δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης, και περιείχε μέτρα αποκλεισμού όσων θεωρούνταν πολιτικώς αναξιόπιστοι – κυρίως των κομμουνιστών και άλλων αντιναζιστών -, καθώς και των Εβραίων. Στην παράγραφο 3, που αργότερα έγινε γνωστή ως η «Αρία παράγραφος», αναφέρονται τα εξής: «1. Δημόσιοι υπάλληλοι που δεν είναι αρίας καταγωγής θα χάνουν τη θέση τους».

8 Απριλίου 1933: Η Εθνικοσοσιαλιστική Ένωση Φοιτητών απέκτησε τμήμα Τύπου και προπαγάνδας. Το πρώτο του μέτρο, που αποφάσισε να πάρει  ήταν «η δημόσια καύση βλαβερών εβραϊκών κειμένων» από φοιτητές, ως αντίποινα για τη «θρασύτατη υποκίνηση ενεργειών» κατά της Γερμανίας από τον διεθνή εβραϊσμό, όπως το μποϊκοτάζ γερμανικών προϊόντων. Θα προηγούνταν μια ενημερωτική εκστρατεία, που θα διαρκούσε από τις 12 Απριλίου ως τις 10 Μαΐου – η δημόσια καύση θα άρχιζε στις πανεπιστημιουπόλεις στις 6 μ.μ., την τελευταία ημέρα της εκστρατείας.

11 Απριλίου 1933: Η πρώτη συμπληρωματική διάταξη του νέου νόμου «περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Διοίκησης» όριζε ότι «μη Άριος» θεωρείται «οποιοσδήποτε κατάγεται από μη Αρίους, ιδίως Εβραίους, γονείς ή παππούδες. Αρκεί ένας από τους γονείς ενός ατόμου, ή ένας από τους γονείς των γονέων του, να είναι μη Άριος». Οι υπάλληλοι στον τομέα της δημόσιας διοίκησης ήταν αναγκασμένοι να αποδείξουν την «Άρια» καταγωγή τους προσκομίζοντας έγγραφα για τη θρησκεία των γονέων και των παππούδων τους. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, απολύονταν από την δημόσια υπηρεσία. Για πρώτη φορά μετά τη χειραφέτηση των Εβραίων της Γερμανίας το 1871, μια κυβέρνηση επανεισήγαγε, διά νόμου, διακρίσεις εναντίον τους. Ως τότε, οι ναζί είχαν εξαπολύσει μια ακραία αντιεβραϊκή προπαγάνδα και είχαν κακοποιήσει, μποϊκοτάρει ή ακόμη και σκοτώσει Εβραίους, πιστεύοντας ότι οι τελευταίοι ξεχώριζαν με κάποιον τρόπο από τους άλλους πολίτες. Ωστόσο, δεν είχε επιβληθεί ακόμη καμία επίσημη στέρηση δικαιωμάτων που να βασίζεται σε ορισμό τού ποιος θεωρείται Εβραίος. Ένας τέτοιος ορισμός – όποια και αν ήταν τα ακριβή χαρακτηριστικά του στο μέλλον – αποτελούσε την απαραίτητη βάση για όλες τις μετέπειτα διώξεις. Από το νόμο εξαίρεση αποτέλεσαν, έπειτα από την παρέμβαση του προέδρου της Γερμανίας Πολ φον Χίντεμπουργκ, οι βετεράνοι του πολέμου και όσοι είχαν χάσει τον πατέρα ή το παιδί τους στον πόλεμο. Επιπλέον, εξαιρέθηκαν όσοι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν διοριστεί πριν από την 1η Αυγούστου 1914. Όλοι οι άλλοι εξαναγκάστηκαν σε πρόωρη συνταξιοδότηση.

25 Απριλίου 1933: Εγκρίνεται ο «Νόμος κατά της Υπερπλήρωσης των Γερμανικών Σχολείων και Πανεπιστημίων», βάσει του οποίου θέτονται ποσοστώσεις «μη Αρίων» στα γερμανικά σχολεία και τα ΑΕΙ. Βάσει του νόμου περιορίζεται η εγγραφή νέων μαθητών και φοιτητών εβραϊκής καταγωγής σε όλα τα σχολεία και πανεπιστήμια της χώρας στο 1,5% του συνόλου των νεοεισαχθέντων, ενώ ο συνολικός αριθμός των Εβραίων μαθητών και φοιτητών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 5% σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα.

2 Μαΐου 1933: Με απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης όλες οι εργατικές οργανώσεις και τα συνδικάτα κηρύσσονται παράνομα και διατάσσεται η διάλυσή τους, τα κεφάλαιά τους κατάσχονται, οι συνδικαλιστικοί ηγέτες συλλαμβάνονται και στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

7 Μαΐου 1933: Με απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης απολύονται όλοι οι Εβραίοι εργάτες και υπάλληλοι των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

10 Μαΐου 1933: Ιδρύεται το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront – DAF) το οποίο αντικαθιστά  τα διάφορα ανεξάρτητα συνδικάτα στη Γερμανία. Επικεφαλής της οργάνωσης ο Χίτλερ τοποθετεί τον Robert Ley. Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο Χίτλερ εκδίδει ένα διάταγμα που απαγορεύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και δηλώνει ότι μια ομάδα διαχειριστών εργασίας, που θα διοριστούν από τον ίδιο, θα «ρυθμίσει τις συμβάσεις εργασίας» και θα διατηρήσει την «εργατική ειρήνη». Αυτό το διάταγμα ουσιαστικά απαγόρευε τις απεργίες, καθώς οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να αντιταχθούν στις αποφάσεις των διαχειριστών. Εν τω μεταξύ, ο Robert Ley υπόσχεται «να αποκαταστήσει την απόλυτη ηγεσία στον φυσικό ηγέτη ενός εργοστασίου — δηλαδή στον εργοδότη… Μόνο ο εργοδότης μπορεί να αποφασίσει».

Σε αντίθεση με τα συνδικάτα που είχε αντικαταστήσει, το DAF δεν έχει στόχο να είναι μια οργάνωση που εκπροσωπεί μόνο τα συμφέροντα των εργαζομένων. Περιλάμβανε επίσης εργοδότες και μέλη των επαγγελμάτων, και αυτοπροσδιορίζεται ως «η οργάνωση δημιουργικών Γερμανών του πνεύματος και της πυγμής».

10 Μαΐου 1933: Όπως είχε αποφασιστεί από την Εθνικοσοσιαλιστική Ένωση Φοιτητών εκείνο το απόγευμα μετά τις 6 μ.μ., θα ξεκινούσε «η δημόσια καύση βλαβερών εβραϊκών κειμένων» από τους φοιτητές. Σαράντα χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν την ομιλία του Γερμανού υπουργού προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς στην Πλατεία Όπερας του Βερολίνου. Ο Γκέμπελς καταδίκασε τα έργα που είχαν γραφτεί από Εβραίους Γερμανούς ή/και αλλοδαπούς, κομμουνιστές, φιλελευθέρους, αριστεριστές, και γενικότερα ανεπιθύμητους για το ναζιστικό καθεστώς διανοούμενους ως «αντιγερμανικά» και διακήρυξε την «κάθαρση του γερμανικού πνεύματος». Απευθυνόμενος στο πλήθος είπε: «Ναι στην ευπρέπεια και στην ηθική στην οικογένεια και στο κράτος! Παραδίδω στις φλόγες τα γραπτά των Χάινριχ Μαν, Ερνστ Γκλέζερ, Έριχ Κέστνερ». Εκείνο το βράδυ ναζιστές φοιτητές σε μια συμβολική πράξη έριξαν στην πυρά πάνω από 25 000 τόμους «αντιγερμανικών» βιβλίων, προμηνύοντας μια εποχή κρατικής λογοκρισίας και ελέγχου της κουλτούρας. Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν ήταν και γραπτά του Χάινριχ Χάινε, αγαπητού Γερμανοεβραίου συγγραφέα του δέκατου ένατου αιώνα, ο οποίος στο έργο του Almansor του 1820-1821 έγραψε την προφητική φράση: «Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους».

16 Ιουνίου 1933: Διενεργείται απογραφή πληθυσμού. Με βάση τα στοιχεία της απογραφής, ο πληθυσμός των Εβραίων της Γερμανίας  είναι 502 799, δηλαδή αντιπροσωπεύουν το 0,75% του συνολικού πληθυσμού της Γερμανίας (περί τα 67 εκατομμύρια). Οι περισσότεροι Εβραίοι της Γερμανίας (περίπου 400 000 άτομα) διαθέτουν γερμανική υπηκοότητα. Πολλοί από αυτούς τους Εβραίους προέρχονται από οικογένειες που είχαν ζήσει στη Γερμανία για αιώνες. Αυτές οι οικογένειες είχαν ως κύρια γλώσσα τα γερμανικά. Οι περισσότεροι θεωρούν τους εαυτούς τους Γερμανούς. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 100 000 Εβραίοι χωρίς γερμανική υπηκοότητα. Αυτοί είναι Εβραίοι των οποίων οι οικογένειες είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία τις πιο πρόσφατες δεκαετίες. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από την ανατολική Ευρώπη (κυρίως Πολωνία). Μερικοί από αυτούς τους Εβραίους έχουν επίσης ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στη γερμανική κοινωνία. Άλλοι ζουν σε ξεχωριστές κοινότητες με τις δικές τους παραδόσεις και μιλούν γίντις. Η πλειονότητα των Εβραίων (περίπου το 70%) ζουν σε μεγάλες πόλεις με πληθυσμό άνω των 100 000 κατοίκων. Το πενήντα τοις εκατό όλων των Εβραίων της Γερμανίας ζούσε στις 10 μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, μεταξύ των οποίων στο Βερολίνο (περίπου 160 000), στη Φρανκφούρτη (περίπου 26 000), στο Μπρεσλάου (περίπου 20 000), στο Αμβούργο (περίπου 17 000), την Κολωνία (περίπου 15 000), στο Ανόβερο (περίπου 13 000) και στη Λειψία (περίπου 12 000).

14 Ιουλίου 1933:  Εγκρίνεται ο «Νόμος ενάντια στην Ίδρυση Νέων Κομμάτων». Μετά την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας – KPD (6 Μαρτίου), θα ακολουθήσει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα –  SDP (10 Μαΐου). Τα εναπομείναντα κόμματα σύντομα κατέρρευσαν ακολουθώντας το φαινόμενο του ντόμινο. Το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα – DNVP, ο εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού των Ναζί (27 Ιουνίου), το Γερμανικό Κρατικό Κόμμα – DStP (28 Ιουνίου), το Γερμανικό Κόμμα του Κέντρου – Zentrum (3 Ιουλίου), το Λαϊκό Κόμμα της Βαυαρίας – BVP (4 Ιουλίου). Ο «Νόμος ενάντια στην Ίδρυση Νέων Κομμάτων» αποτελείται από δύο άρθρα: «Άρθρο 1.Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είναι το μόνο πολιτικό κόμμα στη Γερμανία. Άρθρο 2. Όποιος δεσμεύεται να διατηρήσει την οργανωτική συνοχή άλλου πολιτικού κόμματος ή να ιδρύσει νέο πολιτικό κόμμα θα καταδικαστεί σε φυλάκιση έως τρία έτη, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή από άλλους κανονισμούς.». Ο νόμος επισημοποίησε αυτό που είχε ήδη επιτευχθεί μέσω της εκστρατείας του ναζιστικού τρόμου και της πλήρους συνθηκολόγησης της αντιπολίτευσης: νομιμοποίησε ένα μονοκομματικό κράτος στη Γερμανία που θα διαρκούσε για δώδεκα χρόνια.

14 Ιουλίου 1933: Πεπεισμένος ότι η «φυλετική καθαρότητα» συνεπάγεται την θέσπιση κανόνων από το κράτος που θα διέπουν την αναπαραγωγή μεταξύ ανθρώπων, ο Αδόλφος Χίτλερ εγκρίνει το «Νόμο για την Αποτροπή της Γέννησης Τέκνων με Κληρονομικές Ασθένειες». Μεταξύ των άλλων προβλέψεων, το νομοθέτημα απαγορεύει την τεκνοποίηση από «ανεπιθύμητους» και επιβάλει  την καταναγκαστική στείρωση ορισμένων ατόμων με φυσικές ή διανοητικές αναπηρίες. Ο νόμος άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία δικαστηρίων γενετικής υγείας. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις τα δικαστήρια αυτά συναινούν στις προτάσεις των ιατρών για στείρωση. Περίπου 200 με 300 τέτοια δικαστήρια ιδρύονται σε όλη τη χώρα. Μέχρι την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ περίπου 400 000 θύματα στειρώνονται με βάση αυτό τον νόμο. Επίσης την ίδια μέρα εκδίδεται ο «Νόμος για την Ανάκληση της Πολιτογράφησης και την Ακύρωση της Γερμανικής Υπηκοότητας» ο οποίος ακυρώνει την πολιτογράφηση των μη «επιθυμητών» πολιτών που είχε παραχωρηθεί στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (9 Νοεμβρίου 1918 – 30 Ιανουαρίου 1933).

26 Ιουλίου 1933: Δημοσιεύεται το «Εκτελεστικό Διάταγμα του Νόμου για την Ανάκληση της Πολιτογράφησης και την Ακύρωση της Γερμανικής Υπηκοότητας» το οποίο ορίζει ως πολιτικά «ανεπιθύμητους» τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, ακόμη και εάν δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα.

22 Σεπτεμβρίου 1933: Εγκρίνεται ο «Νόμος του Πολιτιστικού Επιμελητηρίου του Ράιχ», ο οποίος αποκλείει τους Εβραίους από τις πολιτισμικές ασχολίες (τέχνη, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο, ραδιόφωνο).

29 Σεπτεμβρίου 1933: Τίθεται σε ισχύ ο «Κληρονομικός Αγροτικός Νόμος», βάσει του οποίου μόνο εκείνοι οι αγρότες οι οποίοι μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι πρόγονοί τους δεν είχαν εβραϊκή καταγωγή πηγαίνοντας πίσω έως το 1800 έχουν τη δυνατότητα να κληρονομήσουν αγροτική περιουσία.

4 Οκτωβρίου 1933: Εγκρίνεται ο «Νόμος Εθνικού Τύπου» ο οποίος τοποθετεί τις πολιτικές εφημερίδες υπό κρατική εποπτεία και εφαρμόζει την «Άρια Παράγραφο» στους δημοσιογράφους εφημερίδων.

14 Οκτωβρίου 1933: Ο Χίτλερ απέσυρε τη Γερμανία από τις συζητήσεις στη Κοινωνία των Εθνών για τον επανεξοπλισμό της. Την ίδια μέρα σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα, ο Χίτλερ ανήγγειλε τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών, για νέα μονοκομματική βουλή για τις 12 Νοεμβρίου 1933, καθώς και τη διενέργεια δημοψηφίσματος, την ίδια μέρα, για την έξοδο της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών.

12 Νοεμβρίου 1933: Στις βουλευτικές εκλογές στους ψηφοφόρους παρουσιάστηκε ένας ενιαίος κατάλογος που περιείχε Ναζί και 22 μη κομματικούς «καλεσμένους» (Gäste) του Ναζιστικού Κόμματος. Αυτοί οι «καλεσμένοι», στους οποίους περιλαμβάνονταν άτομα όπως ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ , υποστήριζαν όπως ήταν αναμενόμενο πλήρως το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ. Τα επίσημα αποτελέσματα έδειξαν με ποσοστό συμμετοχής 95,30 τοις εκατό, ότι το 92,11 τοις εκατό των ψηφοφόρων ενέκριναν τη λίστα των Ναζί. Στο δημοψήφισμα τα αποτελέσματα ήταν παραπλήσια. Η συμμετοχή ανήλθε στο 96,27 τοις εκατό, και υπέρ της αποχώρησης της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών ψήφισαν 95,08 τοις εκατό.

Το 1934 δεν ενεργοποιήθηκε καμιά ιδιαίτερη αντισημιτική νομοθεσία και τούτο ενίσχυσε την ψευδαίσθηση ότι οι Εβραίοι θα μπορούσαν να παραμείνουν στη Γερμανία έστω και με περιορισμένα δικαιώματα. Το βασικό μέλημα του Χίτλερ αυτή την περίοδο δεν είναι το «Εβραϊκό Ζήτημα», αλλά  να ανατρέψει τις στρατιωτικές και εδαφικές διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία είχε συναφθεί μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και διαβεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, όπως είδαμε ήδη από τις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και ότι, ταυτόχρονα, αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Στόχος του Χίτλερ είναι να ξαναδημιουργήσει τις ένοπλες δυνάμεις και να συμπεριλάβει τους γερμανόφωνους πληθυσμούς στο Ράιχ ως πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της γερμανικής δύναμης. Μακροπρόθεσμος στόχος είναι η απόκτηση του «Ζωτικού Χώρου» (Lebensraum) στην Ανατολή (Σοβιετική Ένωση) για τη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.

18 Μαΐου 1934: Εκδίδεται ο «Νόμος σχετικά με την αναθεώρηση των προδιαγραφών του τέλους διαφυγόντων κεφαλαίων από το Ράιχ». Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 επηρέασε ιδιαίτερα τη Γερμανία, η οποία είχε εξωτερικό χρέος 24 δισεκατομμυρίων RM το 1931, εκ των οποίων τα 5,25 δισεκατομμύρια RM έπρεπε να αποπληρωθούν μόνο το πρώτο εξάμηνο του έτους. Η γερμανική κυβέρνηση του Brüning περιόρισε τις ελεύθερες ροές κεφαλαίων και έβαλε  ελέγχους στην αγορά συναλλάγματος, ενώ εφάρμοσε μέτρα λιτότητας και αύξησε τον φόρο εισοδήματος. Αυτά τα μέτρα προκάλεσαν ένα κύμα φυγής κεφαλαίων με αποτέλεσμα η κυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου 1931 με νόμο της να επιβάλει το λεγόμενο  «Τέλος διαφυγόντων κεφαλαίων από το Ράιχ» (γερμανικά: Reichsfluchtsteuer)  με σκοπό να αποτρέψει τους πλούσιους επίδοξους μετανάστες να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ως προσωρινό «μέτρο κατά της φυγής κεφαλαίων και της φοροδιαφυγής», τα άτομα που ήταν πολίτες της Γερμανίας στις 31 Μαρτίου 1929 και είχαν μετακομίσει ή θα μετέφεραν τη διαμονή τους στο εξωτερικό πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1932, ο φόρος θα επιβαλλόταν, υπό την προϋπόθεση ότι ο μετανάστης είχε φορολογητέα περιουσιακά στοιχεία άνω των 200 000 RM ή ετήσιο εισόδημα άνω των 20 000 RM. Ο φορολογικός συντελεστής ορίστηκε στο 25% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων ή των εσόδων και εφαρμόστηκε και αναδρομικά. Το μέτρο έπρεπε να λήξει στο τέλος του 1932 αλλά παρατάθηκε ως στις 31 Δεκεμβρίου 1934. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία ο υπάρχον νόμος ουσιαστικά συνέχισε να ισχύει με τον «Νόμο σχετικά με την αναθεώρηση των προδιαγραφών του τέλους διαφυγόντων κεφαλαίων από το Ράιχ», που εκδόθηκε στις 18 Μαΐου 1934, και παρατάθηκε έξι φορές  προτού τροποποιηθεί στις 9 Δεκεμβρίου 1942. Μια σημαντική αλλαγή που συμπεριλήφθηκε στις αναθεωρήσεις του 1934 είναι ότι το κατώτερο όριο για τα φορολογητέα περιουσιακά στοιχεία μειώνεται από 200 000 RM σε 50 000 RM (που ισοδυναμεί με 260 000 $ το 2024). Ως εκ τούτου, μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων είναι στόχος του φόρου. Ο φόρος, ο οποίος αρχικά στόχευε σε όσους προσπάθησαν οικειοθελώς να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση μετακομίζοντας στο εξωτερικό, τώρα πλήττει  κυρίως τους Εβραίους που θέλουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους λόγω δικαιολογημένων φόβων για βία, φυλάκιση και επαγγελματικούς περιορισμούς.

2 Αυγούστου 1934: Ο Γερμανός πρόεδρος Πολ φον Χίντεμπουργκ πεθαίνει σε ηλικία 87 ετών. Με το θάνατο του Χίντεμπουργκ ο Χίτλερ σφετερίστηκε τις εξουσίες του προεδρικού αξιώματος. Ο στρατός έδωσε όρκο προσωπικής πίστης στον Χίτλερ. Έτσι, η δικτατορία του Χίτλερ στηρίχθηκε στο αξίωμά του ως Προέδρου του Ράιχ (επικεφαλής του κράτους), Καγκελαρίου του Ράιχ (επικεφαλής της κυβέρνησης) και Φύρερ (επικεφαλής του ναζιστικού κόμματος). Ο επίσημος τίτλος του Χίτλερ πλέον ήταν «Φύρερ και Καγκελάριος του Ράιχ».

13 Ιανουαρίου 1935: Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη συνθήκη των Βερσαλλιών, στην γερμανόφωνη περιοχή του Σάαρ διεξάγεται δημοψήφισμα υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών, με το οποίο θα αποφάσιζαν κατά πόσο θα επιθυμούσαν να γυρίσουν στη Γερμανία, να γίνουν τμήμα της Γαλλίας, ή να διατηρήσουν το ίδιο καθεστώς, δηλαδή να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών. Από τους 527 987 ψηφοφόρους που προσήλθαν στην κάλπη, το 90,73% ψήφισε υπέρ της προσάρτησης στη Γερμανία, ενώ υπέρ της γαλλικής προσάρτησης ψήφισε μόνο το 0,4% και υπέρ του ισχύοντος καθεστώτος το 8,87%.

1 Μαρτίου 1935: Επήλθε και επίσημα η προσάρτηση του Σάαρ στο Ράιχ.

16 Μαρτίου 1935: Ο Χίτλερ ανακοινώνει ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών, δια της οποίας είχε περιοριστεί το μέγεθος του γερμανικού στρατού (100 χιλιάδες άνδρες, χωρίς βαρύ πυροβολικό, απαγόρευση διατήρησης πολεμικής αεροπορίας και υποβρυχίων, μείωση αριθμού πολεμικών πλοίων)  δεν λογιζόταν πλέον ως έγκυρη. Εφόσον η Βρετανία, η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση εξοπλίζονταν, ήταν υποχρεωμένη η Γερμανία να κάνει το ίδιο. Ο Χίτλερ ανακοινώνει λοιπόν την επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και την δημιουργία της καινούργιας Βέρμαχτ, ένα στράτευμα 550 χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών. Ο Γκέρινγκ είχε ήδη λάβει την εντολή από τον Φεβρουάριο να ιδρύσει πολεμική αεροπορία, ενώ τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο υπογράφεται η αγγλογερμανική ναυτική συμφωνία, με την οποία η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε στη Γερμανία το δικαίωμα να κατασκευάσει ναυτική δύναμη σε ποσοστό 35% του τονάζ του βρετανικού ναυτικού. Παράλληλα της επιτράπηκε η κατασκευή υποβρυχίων.

15 Σεπτεμβρίου 1935: Στο 7ο Συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών (NSDAP) που πραγματοποιήθηκε στη Νυρεμβέργη, οι Ναζί ανακοινώνουν δύο νέους νόμους με τους οποίους αποκτούσαν θεσμική ισχύ πολλές από τις φυλετικές θεωρίες που κυριαρχούσαν στη ναζιστική ιδεολογία και σηματοδοτούσαν την εντατικοποίηση των ναζιστικών μέτρων κατά των Εβραίων:

Ο «Νόμος για την προστασία του γερμανικού αίματος και τιμής» προέβλεπε μία σειρά νέων απαγορεύσεων για τους Εβραίους. Απαγορεύτηκαν οι γάμοι και οι εξωσυζυγικές σχέσεις Εβραίων με Γερμανούς πολίτες. Κύριος στόχος της απαγόρευσης αυτής ήταν να σταματήσει η περαιτέρω μόλυνση του «γερμανικού σώματος» από το εβραϊκό αίμα. Με τον νόμο αυτό, οι «Άριοι» που παντρεύτηκαν Εβραίους και ασπάστηκαν τον ιουδαϊσμό θεωρούνταν Εβραίοι, παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι που είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό παρέμεναν Εβραίοι. Πλέον, όσα ζευγάρια επρόκειτο να παντρευτούν έπρεπε να υποβάλλουν επαρκείς αποδείξεις άριας καταγωγής. Οι γάμοι που είχαν συμβεί πριν από την έγκριση αυτού του νόμου θα παρέμεναν σε ισχύ. Ωστόσο, οι Γερμανοί πολίτες ενθαρρύνθηκαν να χωρίσουν τους υπάρχοντες Εβραίους συντρόφους τους. Ο νόμος αυτός απαγόρευε στους Εβραίους να προσλαμβάνουν Γερμανίδες οικιακές βοηθούς κάτω των 45 ετών, διότι το καθεστώς θεωρούσε ότι η θέση τους ήταν ευάλωτη και μπορούσαν εύκολα να υποκύψουν στις σεξουαλικές επιθυμίες των Εβραίων αφεντικών τους.

Ο «Νόμος περί της ιδιότητας του πολίτη του Ράιχ» όριζε ότι μόνο όσοι είχαν γερμανικό ή συγγενές αίμα μπορούσαν να είναι πολίτες του νέου Ράιχ, και άρα να έχουν πλήρη συνταγματικά και πολιτικά δικαιώματα. Οι υπόλοιποι θεωρούνταν ως «υπήκοοι» του κράτους και δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Αυτό σήμαινε ότι όποιος περιλαμβάνονταν στον ορισμό του Εβραίου θεωρούνταν στο εξής «υπήκοος» και όχι πολίτης του γερμανικού κράτους.

Στη Νυρεμβέργη εγκρίθηκε και ο «Νόμος περί Εθνικής Σημαίας» με τον οποίο η σβάστικα κηρύσσεται η μοναδική εθνική σημαία. Την περίοδο 1933 – 1935 η Γερμανία είχε παράλληλα δύο εθνικές σημαίες – τη σημαία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν τρίχρωμη (μαύρο, άσπρο και κόκκινο)  σε τρεις οριζόντιες λωρίδες και τη σημαία με κόκκινο φόντο, έναν λευκό δίσκο και μια μαύρη σβάστικα. Τη δεύτερη σημαία την είχε σχεδιάσει ο Χίτλερ το 1920, χρησιμοποιώντας τη σβάστικα την οποία συνδύασε με τα τρία χρώματα της σημαίας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, για να γίνει το επίσημο σύμβολο του NSDAP. Όπως αναφέρει ο Γκέρινγκ στην εισήγησή του: «εννοείται ότι δεν θα επιτρέπεται σε κανένα Εβραίο στο εξής να κρατά αυτό το ιερό σύμβολο».

14 Νοεμβρίου 1935: Εγκρίθηκε το «Πρώτο Συμπληρωματικό Διάταγμα του Νόμου περί της ιδιότητας του πολίτη του Ράιχ». Το διάταγμα καθόριζε ακριβώς ποιος θα θεωρούνταν Εβραίος στο εξής. Οι Εβραίοι κατηγοριοποιήθηκαν σε αμιγώς Εβραίους, σε ημι-Εβραίους (ή μικτής φυλής πρώτου βαθμού) και σε ένα τέταρτο Εβραίους (ή μικτής φυλής δευτέρου βαθμού). Αμιγώς ή Πλήρεις Εβραίοι ήταν αυτοί που ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό ή εκείνοι που είχαν τουλάχιστον 3 Εβραίους παππούδες ή γιαγιάδες εβραϊκής καταγωγής, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πρακτική. Μικτής φυλής (Mischlinge) πρώτου βαθμού ήταν εκείνοι που είχαν 2 Εβραίους παππούδες ή γιαγιάδες, δεν ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό και δεν είχαν Εβραίο σύζυγο. Μικτής φυλής δευτέρου βαθμού ήταν εκείνοι που είχαν μόνο 1 Εβραίο  παππού ή γιαγιά και δεν ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό. Αυτή ήταν μια σημαντική αλλαγή από τον ιστορικό αντισημιτισμό στο ότι οι Εβραίοι θα ορίζονταν νόμιμα όχι μόνο από τη θρησκεία τους αλλά και από τη φυλή τους. Πολλά άτομα που ήταν δια βίου χριστιανοί βρέθηκαν ξαφνικά επισημασμένα ως Εβραίοι βάσει αυτού του νόμου.

Συνεχίζεται

Βιβλιογραφία

ARMSTRONG K., 2011. Η ιστορία του Θεού. Η καταγωγή της ιδέας του Θεού, οι μονοθεϊστικές θρησκείες και το μέλλον τους. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΜΑΡΙ 

Ансел С., 2009. ЕВРЕИТЕ. София: Издателство РИВА

Black E., 2009. The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine. New York: Macmillan.

Caplan N., 2015. Futile Diplomacy, Volume 2: Arab-Zionist Negotiations and the End of the Mandate. New York: Routledge

Catherwood C., 2009. ΙράκΤο ολίσθημα του Τσώρτσιλ. Η δημιουργία του Ιράκ μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αθήνα: Εκδότης ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ

EDGAR M., 2007. Ο ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

FORD R., 2012. Ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός. (e-book format)

Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις

Gilbert M., 2020. ИЗРАЕЛ. ИСТОРИЯ. София: Издателство РИВА

Goldschmidt A. & Boum A., 2016. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ

Ηρακλείδης Α., 1991. Η Αραβο-ισραηλινή αντιπαράθεση, η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης. Ίδρυμα Μεσογειακών Σπουδών. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

HOURANI A., 2017. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. (e-book format)

HERZL T., 2017. ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος (e-book format)

Корм Ж., 2009. История на Близкия изток. София: Издателство РИВА

Κουτσούκης Δ. , 2017. Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και οι αρχέγονες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Αθήνα: Εκδόσεις  ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Mearsheimer J., & Walt S. 2006. ΤΟ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ ΛΟΜΠΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ

Mattar Ph. , 2005.  ENCYCLOPEDIA OF THE PALESTINIANS. Revised Edition. New York: Facts On File, Inc.

Млечин Л.,  МОСАД. ТАЙНАТА ВОЙНА. Соофия: Издателство ПАРИТЕТ

Montefiore S., 2016. История на Йерусалим. София: Издателство ПРОЗОРЕЦ

Nazzal N. & Nazzal L., 1997.  Historical Dictionary of Palestine. Lanham, MD: Scarecrow Press, Inc.

Παμπούκης Γ. 1999. ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ. Απόπειρα προσέγγισης των πραγματικών γεγονότων στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ

Παμπούκης Γ., 2004. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ. Όταν το Θείο συγκρούεται με τη σύγχρονη γνώση. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ

Παναγιωτίδης Ν., 2020. Σε αναζήτηση Κράτους – Το Παλαιστινιακό και οι ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων για τη μη επίλυσή του από τις συμφωνίες Σάικς-Πικό έως το σχέδιο Τραμπ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

Pappe, Ι., 2022. A History of Modern Palestine. Third edition. London; New York: Cambridge University Press

Ραφαηλίδης Β., 2005. Η ΜΥΘΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

ΡΟΥΣΣΟΣ Σ., 2022. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG

Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“

Reinhart T., 2003.  Ισραήλ/Παλαιστίνη. Πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

ΣΑΧΑΚ Ι., 2009. Εβραϊκή Ιστορία, Εβραϊκή θρησκεία. Το βάρος τριών χιλιάδων χρόνων. Αθήνα: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΣΑΚΚΑΣ Γ., 2005. ΤΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ). Ο ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ 1882-1948. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

Sand S., 2017. ИЗОБРЕТЯВАНЕТО НА ЕВРЕЙСКИЯ НАРОД. София: Издателство бгкниг@

Salahat, N. F. Y., 2007. Ο ρόλος του μιλιταρισμού στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας στο Ισραήλ, 1919-2000. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών

Segev Z., 2014.  The World Jewish Congress during the Holocaust. Berlin/Boston. Walter de Gruyter GmbH (e-book, http://www.degruyter.com.)

Salahat, N. F. Y., 2007. Ο ρόλος του μιλιταρισμού στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας στο Ισραήλ, 1919-2000. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών. (ΔΕΟΠΣ) https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/1615/5/Salahat.pdf

Ταγκυέφ Πιερ-Αντρέ, 2011. Τι είναι αντισημιτισμός; Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Whitelam, K. W., 2006. Η επινόηση του αρχαίου Ισραήλ. Η αποσιώπηση της ιστορίας της Παλαιστίνης. Αθήνα: Εκδόσεις Ενάλιος

ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ T.B., 2015. Πόλεμος και Διπλωματία στη Μέση Ανατολή η δράση του Λώρενς της Αραβίας. 2η Έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας

ZEEV S., 2021. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΜΕΤΑΞΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. ΠΕΚ (ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ)

THE STATUS QUO IN THE HOLY PLACES BY L. G. A. CUST, formerly District Officer, Jerusalem. With an Annexe on THE STATUS QUO IN THE CHURCH OF THE NATIVITY, BETHLEHEM. by ABDULLAH EFFENDI KARDUS, M.B.E., formerly District Officer, Bethlehem Sub-District. Στο: https://en.wikisource.org/wiki/The_Status_Quo_in_the_Holy_Places

PALESTINE Report on Immigration, Land Settlement and Development. By SIR JOHN HOPE SIMPSON, October, 1930. Στο: https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-194707/

Passfield White Paper of October 1930 on PALESTINE. Statement of Policy by His Majesty’s Government in the United Kingdom. Presented by the Secretary of State for the Colonies to Parliament by Command of His Majesty. Στο: https://www.jewishvirtuallibrary.org/the-passfield-white-paper

REPORT of the Commission appointed by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, with the approval of the Council of the League of Nations, to determine the rights and claims of Moslems and Jews in connection with the Western or Wailing Wall at Jerusalem. December, 1930 Στο:

https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-183716

MacDonald Letter (Deb 13 February 1931). Στο:  https://api.parliament.uk/historic-hansard/written-answers/1931/feb/13/prime-ministers-letter#S5CV0248P0_19310213_CWA_2

The Murison Commission Report, (1933). Στο: https://www.palquest.org/en/historictext/16353/murison-commission-report?__cf_chl_tk=WTXN6YH4DC5i7scdTGqhJqWG_M.E5_xDnDUu1l_sSvw-1706199648-0-gaNycGzNF1A

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1931. Διαθέσιμο στο:   https://web.archive.org/web/20070212014702/http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/c2567d9c6f6ce5d8052565d9006efc72!OpenDocument

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1932. Διαθέσιμο στο:  http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/73f844e0122d6772052565d80053b611%21OpenDocument

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1933. Διαθέσιμο στο:   http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/aa1ca3c5176a0915052565d7005c1bc3%21OpenDocument

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1934. Διαθέσιμο στο:  http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/a212ce7d6edb27c6052565d4005af973%21OpenDocument

REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1935. Διαθέσιμο στο:   http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/b672dc87b2d50447052565d4005173df%21OpenDocument

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment