Η Πέμπτη Αλίγια (1929 – 1939)
Το πέμπτο κύμα της σιωνιστικής μετανάστευσης («Η Πέμπτη Αλίγια») αποτελούμενο από περίπου 230 000 άτομα, συρρέει στην Παλαιστίνη. Τα νομοθετήματα στα οποία βασίζεται η εισερχόμενη μετανάστευση στην Παλαιστίνη είναι το Μεταναστευτικό Διάταγμα του 1925 και οι Κανονισμοί του ίδιου έτους, όπως συμπληρώθηκαν με τους Κανονισμούς της 1ης Ιουλίου 1926 και τροποποιήθηκαν από τους Κανονισμούς της 1ης Δεκεμβρίου 1927.

Με βάση το Μεταναστευτικό Διάταγμα οι μετανάστες στην Παλαιστίνη εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες εννέα κατηγορίες:
«Α(i) Άτομα που έχουν στην κατοχή τους £1 000 και άνω, και οι οικογένειές τους.
Α(ii) Ελεύθεροι επαγγελματίες που έχουν στην κατοχή τους £500 και άνω.
Α(iii) Ειδικευμένοι τεχνίτες που έχουν στην κατοχή τους £250 και άνω.
A(iv) Άτομα που απολαμβάνουν εξασφαλισμένο εισόδημα £4 το μήνα.
Β(i) Ορφανά που προορίζονται για ιδρύματα στην Παλαιστίνη.
Β(ii) Άνδρες και γυναίκες θρησκευτικού επαγγέλματος, των οποίων η διατροφή είναι εξασφαλισμένη, και οι οικογένειές τους.
Β(iii) Φοιτητές, των οποίων η συντήρηση είναι εξασφαλισμένη.
Γ. Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες και οι οικογένειές τους.
Δ. Εξαρτημένοι συγγενείς κατοίκων της Παλαιστίνης, που είναι σε θέση να τους συντηρήσουν.
Η κατηγορία Γ περιλαμβάνει όλους όσους αναζητούν ή αποδέχονται εργασία, με εξαίρεση αυτούς που γίνονται δεκτοί σύμφωνα με το Α (ii) ή (iii).».
Στις ετήσιες εκθέσεις της βρετανικής κυβέρνησης προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, τα άτομα που εμπίπτουν στην κατηγορία Α (i) ονομάζονται «καπιταλιστές» και εκείνα της κατηγορίας Γ «εργάτες».
Τα άτομα της κατηγορίας Γ εντάσσονται στα λεγόμενα Προγράμματα Εργατικής Μετανάστευσης. Δύο φορές το χρόνο, η Εβραϊκή Υπηρεσία παρουσιάζει ένα υπόμνημα που αναφέρει τον αριθμό των μεταναστών ανδρών και γυναικών που θεωρούν ότι θα χρειαστούν για νέα απασχόληση κατά την υπό εξέταση περίοδο και εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους. Αυτό το υπόμνημα εξετάζεται από τον επικεφαλής του Γραφείου Μετανάστευσης υπό το φως των πληροφοριών που έλαβε και από άλλες πηγές, όπως, για παράδειγμα, τον Διευθυντή Δημοσίων Έργων, τον Γενικό Διευθυντή των Παλαιστινιακών Σιδηροδρόμων, τους βασικούς εργοδότες, καθώς και τη Γενική Ομοσπονδία Εβραίων Εργατών (Χισταντρούτ). Ο επικεφαλής του Γραφείου Μετανάστευσης τελικά προτείνει στον Ύπατο Αρμοστή τον αριθμό του νέου εργατικού δυναμικού που είναι αναγκαίο για το επόμενο εξάμηνο. Έχοντας εγκριθεί από την Ύπατη Αρμοστεία, συντάσσεται ο απαραίτητος αριθμός πιστοποιητικών μετανάστευσης. Στη συνέχεια, τα πρωτότυπα πιστοποιητικά αποστέλλονται λευκά στην Εβραϊκή Υπηρεσία για διανομή στους αντιπροσώπους της, στις ενδιαφερόμενες πόλεις, ενώ αντίγραφα αποστέλλονται στις βρετανικές προξενικές αρχές στις ίδιες πόλεις για την χορήγηση βίζας στους κατόχους των πιστοποιητικών.
Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής Hope Simpson (Αύγουστος 1930): «Εκτός από τα πρόσωπα των κατηγοριών που προβλέπονται για όσους επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων, που ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες κάθε χρόνο, εξασφαλίζουν την είσοδο στη χώρα με το πρόσχημα των τουριστών. […] Υπολογίζεται ότι οι αριθμοί τέτοιων περιπτώσεων ήταν 2 400 το έτος που έληξε στις 30 Ιουνίου 1928, 3 400 το επόμενο έτος και 2 000 σε αυτό που έληξε στις 30 Ιουνίου 1930, δηλαδή ότι την τελευταία τριετία έμειναν 7 800 άτομα στην Παλαιστίνη χωρίς άδεια… Από αυτούς μια μειοψηφία εγγράφονται ως μετανάστες στις αντίστοιχες κατηγορίες τους. Όσοι ανήκουν στην εργατική τάξη και είναι κάτω των 35 ετών προσμετρούνται στο Πρόγραμμα Εργατικής Μετανάστευσης. Οι υπόλοιποι δεν λαμβάνουν άδεια να παραμείνουν στην Παλαιστίνη, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλιστεί η αναχώρησή τους και ένας μεγάλος αριθμός παραμένει στη χώρα. […]Ένα άλλο σοβαρό χαρακτηριστικό της μετανάστευσης είναι ο αριθμός των ατόμων που αποφεύγουν τον έλεγχο των συνόρων και εισέρχονται στην Παλαιστίνη χωρίς διατυπώσεις κανενός είδους. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί κάποιος αποτελεσματικός έλεγχος στα διάφορα σύνορα της Παλαιστίνης.». Και καταλήγει η Έκθεση Simpson: «Κανένας αποτελεσματικός έλεγχος της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη δεν είναι δυνατός εάν δεν ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των δύο κατηγοριών παράτυπων εισερχομένων.».
Για την παράνομη μετανάστευση στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη μεταξύ 1934 και 1948, χρησιμοποιείται η κωδική ονομασία Aliyah Bet (όπου «Bet» είναι το δεύτερο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου) για να διακρίνεται από την επίσημη μετανάστευση το Aliyah Aleph (όπου «Aleph» είναι το πρώτο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου). Για την παράνομη μετανάστευση χρησιμοποιείται επίσης ο εβραϊκός όρο Ha’apala. Η Aliyah Bet ή Ha’apala πέρασε από δύο φάσεις: Η πρώτη, από το 1934 έως το 1944, είναι η προσπάθεια των Ευρωπαίων Εβραίων να ξεφύγουν από τις ναζιστικές διώξεις και τη γενοκτονία. Η δεύτερη, από το 1945 έως το 1948, είναι μια προσπάθεια γνωστή ως Bricha (η εβραϊκή λέξη για τη «φυγή», «απόδραση») να βοηθήσει τους Εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος να δραπετεύσουν από την Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη. Συνολικά μεταξύ 1934 και 1948 113 150 παράνομοι μετανάστες εισέρχονται στη Παλαιστίνη (108 000 δια θαλάσσης, 5 000 από ξηράς, 150 αεροπορικός), αψηφώντας τους βρετανικούς περιορισμούς, ενώ άλλοι 51 000 φυλακίζονται από τις βρετανικές αρχές στην Κύπρο και γίνονται δεκτοί μόνο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Το 1929 οι εισερχόμενοι μετανάστες στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη συνολικά είναι 6 566, από τους οποίους οι Εβραίοι είναι 5 249 (80%). Τον επόμενο χρόνο, στην ετήσια «Έκθεση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για τη Διοίκηση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας για το έτος 1930» διαβάζουμε: «Στην Παλαιστίνη έγιναν δεκτοί 6 433 μετανάστες, δηλαδή 3 386 άνδρες, 2 116 γυναίκες και 931 παιδιά, εκ των οποίων 2 550 άνδρες, 1 700 γυναίκες και 694 παιδιά ήταν Εβραίοι. Περιλαμβάνονται 695 Εβραίοι, 493 Χριστιανοί, 112 Μουσουλμάνοι και 6 Δρούζοι που είχαν εισέλθει χωρίς άδεια αλλά τους επετράπη να παραμείνουν. Από τους 6 433 μετανάστες, 3 563 προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη, 1187 από τη Βόρεια Αφρική και τη Δυτική Ασία, συμπεριλαμβανομένων του Ιράκ, της Περσίας και του Αφγανιστάν, 411 από την Κεντρική Ευρώπη, 286 από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και 695 από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Απορρίφθηκε η είσοδος σε 213 υποψήφιους μετανάστες που δεν συμμορφώθηκαν με τους Κανονισμούς Μετανάστευσης. Έφυγαν οριστικά από την Παλαιστίνη, 1 432 Παλαιστίνιοι πολίτες, μεταξύ των οποίων 597 Εβραίοι, 368 Χριστιανοί και 467 Μουσουλμάνοι, και 1 571 αλλοδαποί, μεταξύ των οποίων 1 082 Εβραίοι, 430 Χριστιανοί και 59 Μουσουλμάνοι. Μεταξύ των Εβραίων μεταναστών ήταν 1 002 σχετικά πρόσφατες αφίξεις. […] Το 1930 η Ύπατη Αρμοστεία εγκρίνει την είσοδο 2 430 Εβραίων εργαζομένων ανδρών και γυναικών, για τους οποίους η Εβραϊκή Υπηρεσία εγγυήθηκε την απασχόληση.».
Το 1931 οι εισερχόμενοι μετανάστες συνολικά είναι 5 533, από τους οποίους το 73,6% είναι Εβραίοι. Η ετήσια Έκθεση για το 1931 αναφέρει: «Τέσσερις χιλιάδες εβδομήντα πέντε Εβραίοι μετανάστες έγιναν δεκτοί στην Παλαιστίνη, από τους οποίους οι 850 ήταν εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες, εξουσιοδοτημένοι βάσει των Προγραμμάτων Εργασίας. Για να διευκολυνθεί η εγγραφή ως μόνιμων εποίκων, πολλών Εβραίων που βρίσκονταν στη χώρα χωρίς άδεια, χαλάρωσαν οι προϋποθέσεις εγγραφής. Περισσότεροι από 8 000 Εβραίοι, επωφελήθηκαν από αυτή τη διευκόλυνση.».
Το 1932 οι εισερχόμενοι μετανάστες συνολικά είναι 11 289, από τους οποίους το 9 553 (84,6%) είναι Εβραίοι. Στην ετήσια Έκθεση για το 1932 σημειώνεται ότι: «6 730 Εβραίοι μετανάστες έγιναν δεκτοί στην Παλαιστίνη από τους οποίους οι 6200 ήταν εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες που εγκρίθηκαν σύμφωνα με τα Προγράμματα Εργασίας. Επιπλέον, περίπου 2 823, που μπήκαν στη χώρα ως ταξιδιώτες, καταγράφηκαν ως μετανάστες, έχοντας αποδείξει ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για εγγραφή σε μια ή άλλη κατηγορία.».
Το 1933 οι εισερχόμενοι μετανάστες συνολικά είναι 31 977, από τους οποίους το 30 327 (94,8%) είναι Εβραίοι. Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται θεαματική αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης. Το 1933 οι Εβραίοι εισερχόμενοι μετανάστες είναι 218% περισσότεροι από αυτούς που ήρθαν στη Παλαιστίνη το 1932. Η βρετανική κυβέρνηση στην ετήσια Έκθεσή της προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών για τη Διοίκηση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας για το έτος 1933 αναφέρει: «Το 1933 για να ανακουφίσει τα δεινά των Γερμανών Εβραίων, η Παλαιστινιακή Κυβέρνηση, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της οικονομικής ικανότητας απορρόφησης της χώρας, χορήγησε μια σειρά από διοικητικές διευκολύνσεις: εξέδωσε τρεις χιλιάδες Πιστοποιητικά Μετανάστευσης το 1933, πριν από τη δημοσίευση των προγραμμάτων εργασίας, για διανομή στη Γερμανία και αιτήσεις από εποίκους στην Παλαιστίνη για την αποδοχή κοντινών συγγενών τους αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη προσοχή. Επιπλέον, διευκολύνθηκε η μετανάστευση καπιταλιστών και ειδικευμένων τεχνιτών από τη Γερμανία.». Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο αρχικώς στόχος τους είναι να μετατρέψουν τη Γερμανία σε «judenrein» (κράτος απαλλαγμένο από τους Εβραίους) μέσω της μαζικής μετανάστευσης τους. Αυτό θα επιχειρήσουν να το πετύχουν με μία σειρά αντιεβραϊκών νομοθετημάτων· με μποϊκοτάζ των εβραϊκών επιχειρήσεων· με την διαδικασία της «Αριανοποίησης» της οικονομίας· με τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας· με φραστικές επιθέσεις, αλλά και με ξυλοδαρμούς και δολοφονίες με αποκορύφωμα το πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων», το 1938 (βλ. Παράρτημα). Η διευκόλυνση της μετανάστευσης από τη ναζιστική Γερμανία, των λεγόμενων «καπιταλιστών», που αναφέρει η Έκθεση του 1933, δηλαδή των μεταναστών κατηγορίας Α(i) που περιλαμβάνει τα άτομα που έχουν στην κατοχή τους £1 000 και άνω, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών τους, αξιοποιείται με τη λεγόμενη Συμφωνία Χααβαρά (Haavarah: σημαίνει «μεταφορά», στα εβραϊκά) που υπογράφεται τον Αύγουστο του 1933, μεταξύ της Εβραϊκής Υπηρεσίας της Παλαιστίνης μέσω της Αγγλοπαλαιστινιακής Τράπεζας, της Γερμανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας και του Υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Η συμφωνία δίνει την δυνατότητα στους Εβραίους μετανάστες να μεταφέρουν έμμεσα μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων ενώ ταυτόχρονα διευκολύνει την εξαγωγή προϊόντων από τη ναζιστική Γερμανία προς την Παλαιστίνη παρακάμπτοντας το διεθνές μποϊκοτάζ των γερμανικών εξαγωγών. Ως αποτέλεσμα, περίπου 50 000 με 60 000 Γερμανοεβραίοι φτάνουν στην Παλαιστίνη κατά τα έτη 1933-39. (Η Συμφωνία Χααβαρά θα παρουσιαστεί στο τέταρτο μέρος). Σχετικά με τους παράνομους μετανάστες – την Aliyah Bet ή Ha’apala, η Έκθεση του 1933 αναφέρει: «Υπολογίστηκε ότι ο αριθμός των παράνομων εποίκων είχε φτάσει συνολικά τους 22 400 τα τελευταία δύο χρόνια. […] ο ερχομός τους συνεπάγεται δυσαναλογία και συνωστισμό σε επαγγέλματα, και στην πραγματικότητα ανέτρεψε τους υπολογισμούς στους οποίους βασίζεται η περιοδική εκτίμηση του αριθμού των αναγκών για εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας. Ως εκ τούτου, ελήφθησαν μέτρα τον Νοέμβριο για τον έλεγχο αυτής της ανεπιθύμητης πρακτικής. Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, άτομα που παρατείνουν την άδεια τους ως τουρίστες, αφού δεν υπέβαλαν αίτηση ή τους απορρίφθηκε η παράταση ή άδεια μόνιμης παραμονής κατόπιν αίτησης, απελαύνονται, όπως και όλοι όσοι εισέρχονται παράνομα στη χώρα χωρίς βίζα. Οι ταξιδιώτες, εκτός από εκείνους της πρώτης κατηγορίας, πρέπει να καταθέσουν £ 60 ως εγγύηση ότι δεν θα παραμείνουν χωρίς άδεια στην Παλαιστίνη πέραν της περιόδου που τους επιτρέπει η βίζα, η κατάθεση καταπίπτει σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.».
Το 1934 οι εισερχόμενοι μετανάστες στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη συνολικά είναι 44 143, από τους οποίους οι Εβραίοι είναι 42 359 (96%). Σε σχέση με το 1933 σημειώνεται νέα αύξηση 39,7%. Η Έκθεση του 1934 αναφέρει ότι: «Τα προγράμματα εργασίας εγκρίθηκαν από τον Ύπατο Αρμοστή το 1934 για 14 300 Εβραίους μετανάστες, 11 915 άνδρες και 2 385 γυναίκες. Από αυτό το σύνολο, 3 577 πιστοποιητικά χορηγήθηκαν σε Γερμανούς Εβραίους. […]Ο αριθμός των Εβραίων καπιταλιστών εποίκων το 1934 παρουσίασε σημαντική αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, 5 124 Εβραίοι της κατηγορίας Α (i) (άτομα που είχαν τουλάχιστον £ 1 000) είχαν εισέλθει στη χώρα, σε σύγκριση με 3 250 το 1933 και 727 το 1932)». Για τους εισερχόμενους «καπιταλιστές» μετανάστες, αναμφίβολα η Συμφωνία Χααβάρα έχει αρχίσει να αποδίδει. Όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση η Έκθεση σημειώνει ότι: «Η λαθραία μεταφορά μεταναστών στην Παλαιστίνη έχει πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Η πλειονότητα των παράνομων μεταναστών εισέρχεται στη χώρα μέσω των βόρειων και βορειοανατολικών συνόρων, όπου ομάδες, κυρίως Αράβων, είναι γνωστό ότι εμπλέκονται σε αυτή την παράνομη και προσοδοφόρα διακίνηση. Επιπλέον, ιστιοπλοϊκά από τη Συρία και την Αίγυπτο έχουν εμπλακεί στο λαθρεμπόριο, αποβιβάζοντας τους παράνομους μετανάστες σε αφύλακτα σημεία της ακτής. Ειδικά ατμόπλοια από βάσεις στα ελληνικά νησιά και αξιωματικοί και πληρώματα ατμόπλοιων τακτικών γραμμών που καταπλέουν στα λιμάνια της Παλαιστίνης έχουν εντοπιστεί να συμμετέχουν στην μεταφορά παράνομων μεταναστών.». Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια παράνομης μετανάστευσης (Ha’apala) γίνεται από το κίνημα He-Ḥalutz («Ο Πρωτοπόρος») που ναυλώνει το ελληνικό πλοίο «Vellos» και στις 13 Ιουλίου 1934, αποβιβάζει, με τη βοήθεια των μελών της Haganah, περίπου 350 «Πρωτοπόρους» από την Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, στην ακτή κοντά στο Kfar Vitkin. Σχετικά με τα μέτρα καταπολέμησης των λαθρομεταναστών η Έκθεση επισημαίνει: «Πρόσθετη αστυνομία έχει στρατολογηθεί για την περιπολία των χερσαίων συνόρων για να αποτρέψει, με τη βοήθεια μονάδων της Υπεριορδανικής Συνοριακής Δύναμης, κρυφή είσοδο στα ανατολικά και βορειοανατολικά. Μια Ναυτική Προληπτική Δύναμη εδρεύει τώρα στα λιμάνια της Γιάφα και της Χάιφα, αποτελούμενη από έναν Βρετανό επιθεωρητή της αστυνομίας και 25 άνδρες, οι οποίοι επιβιβάζονται σε όλα τα πλοία, ελέγχουν τα πληρώματα, αναζητούν λαθρεπιβάτες και απαγορεύουν την αποβίβαση οποιουδήποτε ατόμου που απορρίπτεται από τον Έλεγχο Διαβατηρίων. Τα άτομα που κρατούνται ως παράνομοι εισερχόμενοι διώκονται ποινικά και, κατόπιν καταδίκης, υποχρεούνται να εκτίσουν ποινή φυλάκισης πριν από την απέλαση. […] Η παράνομη μετανάστευση δεν περιορίζεται στους Εβραίους… Ο αριθμός των ατόμων που απελάθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους για αδικήματα μετανάστευσης ήταν 2 407, εκ των οποίων οι 772 ήταν Εβραίοι.».
Το 1935 οι εισερχόμενοι μετανάστες στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη συνολικά ανέρχονται σε 64 147, από τους οποίους το 96,4% είναι Εβραίοι. Σε απόλυτα μεγέθη, το 1935 σε σχέση με το 1934, εισέρχονται στην Παλαιστίνη επιπλέον 19 495 Εβραίοι μετανάστες, σημειώνοντας αύξηση 46%. Η Έκθεση του 1935 αναφέρει: «Το 1935 καταγράφονται συνολικά 61 54 Εβραίοι μετανάστες. Από αυτούς οι 6 309 ήταν καπιταλιστές μετανάστες, των οποίων τα εξαρτώμενα άτομα αριθμούσαν 5 694, ενώ στα Προγράμματα Εργατικής Μετανάστευσης απορρόφησαν 27 29 Εβραίους. Η κυβέρνηση συνέχισε να ρυθμίζει τη μετανάστευση σύμφωνα με την εκτιμώμενη οικονομική ικανότητα απορρόφησης της χώρας. Χίλια πεντακόσια πενήντα επτά άτομα (συμπεριλαμβανομένων 565 Εβραίων), αφού έφτασαν στη χώρα κρυφά, εντοπίστηκαν αργότερα, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για το αδίκημα τους και προτάθηκαν για απέλαση. Πραγματοποιήθηκαν 1 079 τέτοιες απελάσεις μέσα στο έτος, συμπεριλαμβανομένων 245 Εβραίων και 834 άλλων ατόμων. Δώδεκα Εβραίοι και δύο μη Εβραίοι ταξιδιώτες απελάθηκαν επίσης για αδικαιολόγητη παράταση της επιτρεπόμενης παραμονής τους στη χώρα. Επιπλέον, 1 354 άτομα, εκ των οποίων οι 38 ήταν Εβραίοι, απελάθηκαν συνοπτικά στη Συρία και την Αίγυπτο. Όπου είναι δυνατόν, επιτρέπεται η εγγύηση για ουσιαστική ασφάλεια σε παράνομους μετανάστες που έχουν ολοκληρώσει την ποινή φυλάκισής τους και απλώς κρατούνται μέχρι να ολοκληρωθούν οι ρυθμίσεις για την απέλασή τους. Συχνά, ωστόσο, αρνούνται να δώσουν στοιχεία για την ταυτότητά τους και πρέπει να κρατηθούν έως ότου ανακαλυφθούν ταξιδιωτικά έγγραφα σε μία από τις χώρες από τις οποίες πέρασαν στο δρόμο τους προς την Παλαιστίνη. Ορισμένες γυναίκες που απελευθερώθηκαν με εγγύηση συνήψαν γρήγορα γάμους με Παλαιστίνιους υπηκόους και έτσι απέφυγαν την απέλαση. Το 1933-34 και το 1934-35 εκδόθηκαν 700 πιστοποιητικά μετανάστευσης για τα γερμανοεβραιόπαιδα, και κατόπιν αίτησης της Εβραϊκής Υπηρεσίας, η οποία αποδέχεται την οικονομική ευθύνη για αυτά τα παιδιά, χορηγήθηκαν 200 πιστοποιητικά στα τέλη του 1935 και η χορήγηση περαιτέρω αριθμός πιστοποιητικών θα εξεταστεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 1935, 30.000 Γερμανοί Εβραίοι μετανάστες είχαν εισέλθει στην Παλαιστίνη.».
Το 1936 οι εισερχόμενοι μετανάστες συνολικά ανέρχονται σε 31 671, από τους οποίους το 93,9% είναι Εβραίοι. Η Έκθεση του 1936 σημειώνει: «Κατά το 1936, 29 727 Εβραίοι καταγράφηκαν ως μετανάστες από τους οποίους 6 981 ήταν εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες, 5 780 (συμπεριλαμβανομένων των εξαρτώμενων ατόμων) ήταν καπιταλιστές μετανάστες (άτομα με £1 000 και άνω) και 9 495 ήταν εξαρτώμενα άτομα κατοίκων της Παλαιστίνης. […] Μετά την εξέταση των αιτήσεων από την Εβραϊκή Υπηρεσία, εγκρίθηκαν από τον Ύπατο Αρμοστή τα ακόλουθα Προγράμματα Εργασιακής Μετανάστευσης: (α) 4 500 πιστοποιητικά για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 1936, ενώ η Εβραϊκή Υπηρεσία έχει υποβάλει αίτηση για 11 200 πιστοποιητικά· (β) 1 800 πιστοποιητικά για την περίοδο Οκτώβριος 1936 – Μάρτιος 1937, με την Εβραϊκή Υπηρεσία να έχει υποβάλει αίτηση για 10 695 πιστοποιητικά. […] Οκτακόσια είκοσι οκτώ άτομα (συμπεριλαμβανομένων 198 Εβραίων) που μπήκαν στη χώρα κρυφά και εντοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για το αδίκημα τους και προτάθηκαν για απέλαση. Κατά τη διάρκεια του έτους πραγματοποιήθηκαν 674 τέτοιες απελάσεις, μεταξύ των οποίων 89 Εβραίων. Δέκα Εβραίοι και δώδεκα μη Εβραίοι ταξιδιώτες απελάθηκαν επίσης για υπέρβαση της επιτρεπόμενης παραμονής τους στη χώρα και 47 Εβραίοι και 67 μη Εβραίοι απελάθηκαν για άλλα αδικήματα μετανάστευσης. Επιπλέον, 1 220 άτομα, μεταξύ των οποίων πέντε Εβραίοι, απελάθηκαν συνοπτικά στη Συρία και την Αίγυπτο λόγω σύλληψης στα σύνορα. Το ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία έχει αυξηθεί σημαντικά, φθάνοντας το 27 τοις εκατό, σε σύγκριση με το 14 τοις εκατό, το 1935 και 16 τοις εκατό, το 1934. Η Πολωνία, η οποία παρείχε το 41 τοις εκατό, των Εβραίων μεταναστών, συνεχίζει να είναι το κύριο κέντρο της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη. Το ποσοστό των πιστοποιητικών μετανάστευσης που χορηγούνται από την Εβραϊκή Υπηρεσία στη Γερμανία και στους Γερμανούς πρόσφυγες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυξήθηκε από 18% για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 1935, στο 38% για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 1936.».
Το 1937 οι εισερχόμενοι μετανάστες στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη συνολικά ανέρχονται σε 12 475, από τους οποίους οι 10 536 (84,4%) είναι Εβραίοι. Το ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία συνεχίζει να αυξάνεται φτάνοντας στο 34%, όσο είναι περίπου και το ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από την Πολωνία (35%).
Την επόμενη χρονιά – το 1938 – οι εισερχόμενοι μετανάστες είναι 15 263, από τους οποίους οι 12 868 (84,3%) είναι Εβραίοι. Η Έκθεση του 1938 αναφέρει: «Το 1938 καταγράφονται 12 868 Εβραίοι μετανάστες. Από αυτούς, 1 753 ήταν καπιταλιστές μετανάστες των οποίων τα εξαρτώμενα άτομα αριθμούσαν 1 722, οι 2 537 ήταν φοιτητές των οποίων η διαβίωση σε εγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι εξασφαλισμένη, οι 2 573 ήταν εργάτες των οποίων τα εξαρτώμενα μέλη ήταν 1 662 και οι 2 565 ήταν εξαρτώμενα άτομα κατοίκων της Παλαιστίνης. Η παράνομη μετανάστευση μέσω των βόρειων συνόρων ελέγχεται αποτελεσματικότερα ως αποτέλεσμα της κατασκευής του συνοριακού φράχτη και του συνοριακού δρόμου και της απασχόλησης ειδικής αστυνομικής δύναμης στην περιοχή αυτή. Η βελτίωση του υφιστάμενου ελέγχου της λαθρομετανάστευσης δια θαλάσσης με τη σύσταση οργανωμένης υπηρεσίας ακτοφυλακής ήταν υπό εξέταση στο τέλος του έτους… Κατά τη διάρκεια του έτους πραγματοποιήθηκαν επτακόσιες τριάντα τρεις απελάσεις, μεταξύ των οποίων 30 Εβραίοι και 703 άλλα άτομα. Επτά Εβραίοι και άλλοι δώδεκα ταξιδιώτες απελάθηκαν για υπέρβαση της επιτρεπόμενης παραμονής τους στη χώρα. Επιπλέον, 1 111 άτομα απελάθηκαν συνοπτικά στη Συρία και την Αίγυπτο. Προς το τέλος του έτους, η παράνομη μετανάστευση Εβραίων από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης φαινόταν να αυξάνεται, αναμφίβολα ως αποτέλεσμα της περαιτέρω επιδείνωσης της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των Εβραίων σε αυτές τις χώρες. Η Γερμανία (συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας) έχει εκτοπίσει την Πολωνία ως την κύρια χώρα της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη. Το ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία αυξήθηκε στο 52 τοις εκατό, της συνολικής εβραϊκής μετανάστευσης το 1938. Η Πολωνία έδινε το 25 τοις εκατό, του συνολικού αριθμού των Εβραίων μεταναστών. Υπήρξε επίσης μια αξιοσημείωτη αύξηση στο ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από την Τσεχοσλοβακία.».

Το 1939 οι εισερχόμενοι μετανάστες στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη είναι 18 433, από τους οποίους οι 16 405 (84,3%) είναι Εβραίοι. Το ποσοστό των Εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία συνεχίζει να αυξάνεται φτάνοντας πλέον το 58%. Στη δεύτερη θέση με 14% βρίσκονται οι Τσεχοσλοβάκοι Εβραίοι, και ακολουθούν οι Πολωνοί Εβραίοι με 11% και οι Ρουμάνοι Εβραίοι με 3%.
Στη Δήλωση πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης (Λευκή Βίβλος) που παρουσιάστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών για τις Αποικίες Malcolm MacDonald τον Μάιο του 1939 διαβάζουμε ότι: «Έχει ζητηθεί να σταματήσει αμέσως κάθε περαιτέρω εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια πρόταση. Θα έβλαπτε το σύνολο του χρηματοπιστωτικού και οικονομικού συστήματος της Παλαιστίνης και συνεπώς θα επηρέαζε αρνητικά τα συμφέροντα των Αράβων και των Εβραίων. Επιπλέον, κατά την άποψη της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας, η απότομη διακοπή της περαιτέρω μετανάστευσης θα ήταν άδικο για την Εβραϊκή Εθνική Εστία. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας έχει επίγνωση της σημερινής δυστυχισμένης κατάστασης μεγάλου αριθμού Εβραίων που αναζητούν καταφύγιο από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και πιστεύουν ότι η Παλαιστίνη μπορεί και πρέπει να συμβάλει περαιτέρω στη λύση αυτού του πιεστικού παγκόσμιου προβλήματος. Υπό όλες αυτές τις συνθήκες, η Κυβέρνηση θα ενεργήσει με συνέπεια προς τις υποχρεώσεις της Εντολοδόχου χώρας, προς τους Άραβες και τους Εβραίους, και με τον καλύτερο τρόπο που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα ολόκληρου του λαού της Παλαιστίνης, υιοθετώντας τις ακόλουθες προτάσεις σχετικά με τη μετανάστευση:
(Ι) Η εβραϊκή μετανάστευση κατά τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι σε ρυθμό που, εάν το επιτρέπει η οικονομική ικανότητα απορρόφησης, θα φέρει τον εβραϊκό πληθυσμό περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την αναμενόμενη φυσική αύξηση του αραβικού και εβραϊκού πληθυσμού και τον αριθμό των παράνομων Εβραίων μεταναστών που βρίσκονται τώρα στη χώρα, αυτό θα επέτρεπε την αποδοχή, από τις αρχές Απριλίου του τρέχοντος έτους, περίπου 75 000 μεταναστών τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτοί οι μετανάστες, υπό το κριτήριο της οικονομικής ικανότητας απορρόφησης, θα γίνονται δεκτοί ως εξής: (α) Για καθένα από τα επόμενα πέντε χρόνια θα επιτρέπεται μια ποσόστωση 10 000 Εβραίων μεταναστών, υπό την προϋπόθεση ότι μια έλλειψη σε οποιοδήποτε έτος μπορεί να προστεθεί στις ποσοστώσεις για τα επόμενα έτη, εντός της πενταετίας. (β) Επιπλέον, ως συμβολή στη λύση του εβραϊκού προσφυγικού προβλήματος, θα γίνουν δεκτοί 25 000 πρόσφυγες μόλις ο Ύπατος Αρμοστής βεβαιωθεί ότι διασφαλίζεται επαρκής πρόβλεψη για τη συντήρησή τους, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα προσφυγόπουλα και εξαρτώμενα άτομα. (2) Ο υφιστάμενος μηχανισμός για την εξακρίβωση της οικονομικής απορροφητικής ικανότητας θα διατηρηθεί και ο Ύπατος Αρμοστής θα έχει την τελική ευθύνη να αποφασίσει τα όρια της οικονομικής ικανότητας. Πριν ληφθεί κάθε περιοδική απόφαση, θα γίνεται διαβούλευση με Εβραίους και Άραβες εκπροσώπους. (3) Μετά την περίοδο των πέντε ετών δεν θα επιτραπεί καμία περαιτέρω εβραϊκή μετανάστευση εκτός εάν οι Άραβες της Παλαιστίνης είναι διατεθειμένοι να συναινέσουν σε αυτήν. (4) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι αποφασισμένη να ελέγξει την παράνομη μετανάστευση και υιοθετούνται περαιτέρω προληπτικά μέτρα. Ο αριθμός των Εβραίων παράνομων μεταναστών που, παρά τα μέτρα αυτά, μπορεί να καταφέρουν να εισέλθουν στη χώρα και δεν μπορούν να απελαθούν θα αφαιρεθούν από τις ετήσιες ποσοστώσεις. Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας όταν θα έχει ολοκληρωθεί η μετανάστευση για την πενταετία που εξετάζεται τώρα, δεν θα δικαιολογείται να διευκολύνει, ούτε θα έχει καμία υποχρέωση να διευκολύνει, την περαιτέρω ανάπτυξη της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας μέσω μετανάστευσης ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του αραβικού πληθυσμού.».
Οι σιωνιστές απορρίπτουν αμέσως τη Λευκή Βίβλο και συνεχίζουν, κατά παράβαση των περιορισμών, την παράνομη μετανάστευση – Aliyah Bet.
Στην Έκθεση του πρόξενου στην Ιερουσαλήμ Christian T. Steger προς τον υπουργό Εξωτερικών για τις Αποικίες με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1939 διαβάζουμε: «Η παράνομη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, έχω την τιμή να ενημερώσω το Υπουργείο, συνεχίζεται παρά τις συνθήκες πολέμου. … Η νόμιμη μετανάστευση για την περίοδο από 1 Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου 1939 διέπεται από το μεταναστευτικό διάταγμα της 15ης Ιουνίου 1939… Αυτό το διάταγμα προβλέπει, για το εξάμηνο, την έκδοση 10 950 πιστοποιητικών μετανάστευσης, εκ των οποίων τα 10 350 είναι για Εβραίους. Από αυτό το σύνολο των 10 350 για τους Εβραίους, τα 5 000 αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της ετήσιας εβραϊκής ποσόστωσης των 10 000, ενώ το υπόλοιπο αφορά τους πρόσφυγες ως μέρος των 25 000 που θα γίνουν δεκτοί σύμφωνα με τις διατάξεις της Λευκής Βίβλου. Οι 1 300 Εβραίοι που ήταν γνωστό ότι εισήλθαν παράνομα στη χώρα μεταξύ 1ης Απριλίου και 24 Μαΐου, ημερομηνία σύνταξης του διατάγματος, αφαιρέθηκαν από το σύνολο των πιστοποιητικών για τους Εβραίους, καθιστώντας τα διαθέσιμα πιστοποιητικά για το εν λόγω εξάμηνο 9 050. Ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου ρυθμού με τον οποίο οι Εβραίοι εισέρχονταν παράνομα στη χώρα, ο υπουργός Εξωτερικών για τις Αποικίες ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 12 Ιουλίου, ότι όλη η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη θα ανασταλεί κατά την επόμενη περίοδο ποσόστωσης από 1 Οκτωβρίου 1939 έως 31 Μάρτιου 1940, και ίσως ακόμη περισσότερο. […] Η πρόληψη της εισόδου παράνομων μεταναστών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη ενόψει των νέων τακτικών που υιοθετούν τα πλοία μεταφοράς. Αυτές οι νέες τακτικές συνίστανται είτε στη μεταφορά των μεταναστών, εν πλω, από τα πλοία σε βάρκες, είτε στην εγκατάλειψη των πλοίων από το πλήρωμα κοντά στις ακτές. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει κανένας για σύλληψη, εκτός από τους μετανάστες που σπάνια μπορούν να απελαθούν και συνήθως απελευθερώνονται αμέσως μετά τη σύλληψη, ούτε υπάρχει κάποιο σκάφος που αξίζει να κατασχεθεί καθώς τα πλοία και οι μικρές βάρκες είναι σχεδόν άχρηστες.». Ενδιαφέρον είναι η επισήμανση του προξένου για την σημαία των περισσότερων πλοίων που μεταφέρουν τους παράνομους μετανάστες: «Αυτά τα πλοία λέγεται ότι μεταφέρθηκαν από την ελληνική στη σημαία του Παναμά λόγω πρόσφατου ελληνικού νόμου που απαγορεύει τη χρήση ελληνικών πλοίων στη διακίνηση λαθρομεταναστών.».


Ο πρόξενος Steger στην έκθεσή του αναφέρει ότι από τις 21 Ιουλίου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1939, περίπου 5 000 παράνομοι μετανάστες εισήλθαν στην Παλαιστίνη με τα ακόλουθα 7 πλοία: Στις 29 Ιουλίου 1939, 378 μετανάστες με το Colorado, που έφερε τη σημαία του Παναμά. Στις 10 Αυγούστου, 297 λαθρομετανάστες με αγνώστου ταυτότητας πλοίο. Στις 19 Αυγούστου, 840 μετανάστες με το Άγιος Νικόλαος, ελληνικής ιδιοκτησίας. Στις 23 Αυγούστου, 700 παράνομους μετανάστες με το Parita παναμαϊκής σημαίας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1939, 1 205 λαθρομετανάστες με το Tiger Hill (πρώην «Κύπρος»), επίσης παναμαϊκής σημαίας. Στις 16 Σεπτεμβρίου, 364 παράνομους μετανάστες με το Rudnitchan βουλγαρικής σημαίας. Στις 19 Σεπτεμβρίου, 1 200 λαθρομετανάστες με το Noemi Julia με σημαία Παναμά.
Συνεχίζεται
Βιβλιογραφία
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1925. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/be6c3644411da3ed052565e7006e9af3%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1926. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/f7f634d2cacb2c76052565e7006b9db9%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1927. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/d0523c86855faa6e052565e700693905%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1928. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/1f42f479cc2b94a1052565e7006500ab%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1929. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/38bed104db074b49052565e70054eb22%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1930. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/c2feff7b90a24815052565e6004e5630%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1931. Διαθέσιμο στο: https://web.archive.org/web/20070212014702/http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/c2567d9c6f6ce5d8052565d9006efc72!OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1932. Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/73f844e0122d6772052565d80053b611%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1933/ Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/aa1ca3c5176a0915052565d7005c1bc3%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1934/ Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/a212ce7d6edb27c6052565d4005af973%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1935/ Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/b672dc87b2d50447052565d4005173df%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1936/ Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/unispal.nsf/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/fd4d250af882632b052565d2005012c3%21OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1937/ Διαθέσιμο στο: https://web.archive.org/web/20011125104242/http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/7bdd2c11c15b54c2052565d10057251e!OpenDocument
REPORT by His Majesty’s Government in the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the Council of the League of Nations on the Administration of PALESTINE AND TRANSJORDAN FOR THE YEAR 1938/ Διαθέσιμο στο: http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/cc68bab76ec42e79052565d0006f2df4%21OpenDocument
PALESTINE. Statement of Policy. Presented by the Secretary of State for the Colonies to Parliament by Command of His Majesty. May, 1939. Διαθέσιμο στο: https://web.archive.org/web/20060209041715/http://domino.un.org/UNISPAL.NSF/9a798adbf322aff38525617b006d88d7/eb5b88c94aba2ae585256d0b00555536!OpenDocument
FOREIGN RELATIONS OF THE UNITED STATES DIPLOMATIC PAPERS, 1939, THE FAR EAST; THE NEAR EAST AND AFRICA, VOLUME IV. The Consul at Jerusalem (Steger) to the Secretary of State. Jerusalem , September 21, 1939. No. 1096. Στο: https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1939v04/d847

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .