1856: Με βάση τα οθωμανικά αρχεία, η Παλαιστίνη κατοικείται από πεντακόσιες χιλιάδες (500 000) Άραβες στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνους, εξήντα χιλιάδες (60 000) χριστιανούς, πενήντα χιλιάδες (50 000) Οθωμανούς και είκοσι χιλιάδες (20 000) Εβραίους. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι Εβραίοι της Παλαιστίνης ήταν ορθόδοξοι ιουδαίοι, χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές αναζητήσεις.
1857: Στη Βηρυτό ιδρύεται το Συριακό Επιστημονικό Σωματείο, που θέτει σαν πρωταρχικό σκοπό την αφύπνιση του αραβικού εθνικού αισθήματος και την ένωση της αραβικής κοινότητας, με πρωταρχικό στόχο την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, χωρίς όμως βίαια μέσα.

1862: Ο Ασκενάζι ραβίνος από την πρωσική επαρχία του Πόζεν Ζβι Χιρς Κάλισερ (Zvi Hirsch Kalischer, 1795 – 1874), ένας από τους διαπρεπείς εκπροσώπους αυτού που μετέπειτα θα ονομαστεί «Θρησκευτικός Σιωνισμός», εκδίδει το βιβλίο του «Αναζητώντας τη Σιών». Ο Κάλισερ, όπως και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι του Θρησκευτικού Σιωνισμού (όπως οι ραβίνοι Yitzchak Yaacov Reines, Judah Alkalai, Judah Bibas, Moshe Shmuel Glasner, Abraham Isaac Kook), διαφωνεί με την παραδοσιακή μεσσιανική εσχατολογία που ισχυρίζεται ότι η λύτρωση της «Γης του Ισραήλ» («Eretz Yisrael») θα συμβεί μόνο μετά την έλευση του Μεσσία, και υποστηρίζει ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι εν αναμονή της έλευσης του Μεσσία, θα πρέπει να αναλάβουν δράση με στόχο τη δημιουργία εθνικής πατρίδας στην Παλαιστίνη. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι Εβραίοι δεν θα πρέπει να αναμένουν από το Θεό να δώσει λύση στα προβλήματα τους, αλλά να αναλάβουν οι ίδιοι τις τύχες τους. Ο Κάλισερ, προτείνει τον εποικισμό της Γης του Ισραήλ από Εβραίους, ώστε οι άστεγοι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης και οι ζητιάνοι στους Άγιους Τόπους να βρουν μια εστία. Ο πληθυσμός θα μπορούσε να ασχοληθεί με τη γεωργία. Επίσης προτείνει να συγκεντρωθούν χρήματα για αυτόν τον σκοπό από Εβραίους σε όλες τις χώρες, για να αγοραστεί γη στο Ισραήλ, να ιδρυθεί μια γεωργική σχολή, είτε στο ίδιο το Ισραήλ είτε στη Γαλλία και να σχηματιστεί μια εβραϊκή στρατιωτική φρουρά για την ασφάλεια των αποικιών.

1862: Ο Γερμανοεβραίος φιλόσοφος, και πρόδρομος αυτού που αργότερα θα ονομαστεί Πολιτικός Σιωνισμός, Μόζες Χες (Moses Hess – 1812 – 1875), εκδίδει το βιβλίο του «Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ. Το τελευταίο εθνικό ζήτημα», (η Ρώμη αντιπροσωπεύει το χριστιανικό πολιτισμό και η Ιερουσαλήμ τον εβραϊκό). Ο Χες υποστηρίζει ότι οι Εβραίοι δεν είναι μια θρησκευτική ομάδα, αλλά ένα ξεχωριστό έθνος που χαρακτηρίζεται από μια μοναδική θρησκεία της οποίας η καθολική σημασία πρέπει να αναγνωριστεί. Για τον Χες οι Εβραίοι θα παραμείνουν πάντοτε ξένοι ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες και για αυτό τον λόγο πρέπει να συμφιλιωθούν με την εθνική τους ταυτότητα. Η αναγέννηση, σύμφωνα με τον Χες θα γίνει μόνο με την απόκτηση των Αγίων Τόπων. Ο Χες καλεί τους Εβραίους να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και να ιδρύσουν ένα εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, βασισμένο σε σοσιαλιστικές αρχές. Είναι ο πρώτος που επιχειρεί μια σύνθεση μεταξύ σιωνισμού και σοσιαλισμού. Μεταξύ άλλων ο Χες υπήρξε μέντορας του Μαρξ, του Ένγκελς κι άλλων Νεαρών Εγελιανών δύο δεκαετίες νωρίτερα. Μάλιστα ο Αλεξάντερ Ρούγκε του έδωσε το προσωνύμιο «ο κομμουνιστής ραβίνος». Όμως ο Χες ως κυριότερο παράγοντα των ιστορικών τεκταινομένων θεωρεί την αντιπαλότητα μεταξύ φυλών ή εθνικοτήτων και όχι την πάλη των τάξεων. Ζώντας στη Γερμανία το 1861-1863, και μελετώντας τον Ιταλικό εθνικισμό και την Γερμανική αντίδραση σε αυτόν, θα προβλέψει πως οι Γερμανοί δεν θα ανέχονταν τις εθνικές φιλοδοξίες άλλων λαών, και πως θα είναι ιδιαιτέρως μη ανεκτικοί εναντίον των Εβραίων («Φαίνεται πως μία τελική πάλη των φυλών είναι αναπόφευκτη»). Κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά όσο ζει, ούτε καν οι Εβραίοι της εποχής, οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι στην ιδέα της αφομοίωσής τους στη Γερμανία. Μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα, και όταν ο σιωνισμός αποκρυσταλλώνεται, θα ανακαλυφθούν εκ των υστέρων τα γραπτά του, τα οποία θα εκθειάσει ο Θίοντορ Χερτσλ, ο ιδρυτής του Σιωνισμού.
1864: Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839 – 1876), με τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1864 – «Ο Νόμος των Βιλαετίων», η οθωμανική περιφέρεια χωρίζεται σε βιλαέτια, σαντζάκια, καζάδες, ναϊγιάδες (κοινότητες χωριών) και καριάδες (χωριά).
1865: Δημιουργείται το βιλαέτι της Συρίας ή αλλιώς της Δαμασκού. Το σαντζάκι της Ιερουσαλήμ, αν και τυπικά ανήκει στο βιλαέτι της Συρίας, ήδη από το 1841 βρίσκεται υπό την άμεση διοίκηση του παλατιού. Η υπόλοιπη Παλαιστίνη [το σαντζάκι της Άκρα στο βορρά και το σαντζάκι της Μπαλκάα (γύρω από τη Ναμπλούς)] όπως και τα εδάφη της Ιορδανίας, και του Λιβάνου επίσης ανήκουν στο βιλαέτι της Συρίας.
1870: Ίδρυση της γεωπονικής σχολής Mikve Israel (Η Ελπίδα του Ισραήλ), βόρεια της Γάζας.
1872: Η Ιερουσαλήμ μαζί με τη Γάζα, τη Γιάφα, τη Χεβρώνα, τη Βηθλεέμ και τη Μπερ Σεβά αποσπάται από το βιλαέτι της Συρίας και ανακηρύσσεται από το μεγάλο βεζίρη Μαχμούτ Νεντίμ πασά σε ξεχωριστό σαντζάκι, γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι της Ιερουσαλήμ. Οι μελετητές προτάσσουν διάφορους λόγους για τον διαχωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος στην περιοχή, και της ενίσχυσης των νότιων συνόρων της αυτοκρατορίας κατά του χεδιβάτου της Αιγύπτου.
1876 – 1882: Το 1876 ανέρχεται στο θρόνο ο τελευταίος Οθωμανός σουλτάνος, ο Αμντούλ Χαμίτ Β’ (1876-1909), και ψηφίζεται το πρώτο σύνταγμα. Το επόμενο έτος ξεσπά νέος, ο τέταρτος και τελευταίος για τον 19ο αιώνα, ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος καταλήγει σε ήττα των Οθωμανών και υπογραφή της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου στις 3 Μαρτίου 1878. Η Ρωσία προσαρτά τη Βεσσαραβία και σημαντικά εδάφη στην ασιατική Οθωμανική Αυτοκρατορία και επιβάλει την ανεξαρτητοποίηση των βαλκανικών ηγεμονιών (Μαυροβουνίου, Σερβίας και Ρουμανίας) και την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, που θα εκτείνεται από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Δεν είχε ακόμη στεγνώσει το μελάνι της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου και θα ακολουθήσει μετά από τρεις μήνες, το Συνέδριο του Βερολίνου, (13 Ιουνίου –13 Ιουλίου 1878) που θα καταλήξει την τελευταία ημέρα των εργασιών του στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης του Βερολίνου με την οποία αποφασίζεται η διατήρηση όλων σχεδόν των νέων εδαφών που προσάρτησε η Ρωσία, η ενσωμάτωση στην Αυστροουγγαρία της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, η οριστική ανεξαρτητοποίηση των βαλκανικών ηγεμονιών και η ίδρυση μιας μικρής αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας. Για τους Οθωμανούς οι αποφάσεις αυτές είναι σαφώς μια αρνητική εξέλιξη, όχι μόνο γιατί απώλεσαν τις μισές περίπου κτήσεις τους στην Ευρώπη και σημαντικές επαρχίες στην Ασία, αλλά κυρίως γιατί κατέστη φανερό με τον πιο άμεσο και ωμό τρόπο ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις – με εξαίρεση για λίγες ακόμα δεκαετίες τη Βρετανία – δεν είναι πια διατεθειμένες να αποτρέψουν τη διάλυση της αυτοκρατορίας τους. Τη διετία 1881-2 η οθωμανική επικράτεια συρρικνώνεται ακόμα πιο πολύ: η Ελλάδα ενσωματώνει τη Θεσσαλία, η Γαλλία καταλαμβάνει την Τυνησία και η Βρετανία την Αίγυπτο. Οι εξελίξεις αυτές συμβάλλουν στην εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων, στην επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος και στην οικονομική εξάρτηση από τη Δύση.
30 Ιουλίου 1878: Ίδρυση της πρώτης αποικίας με το όνομα Πέταχ Τικβάχ (Petah Tikva που σημαίνει Πύλες της Ελπίδας), κοντά στη Γιάφα, από Χαρεντί (υπερορθόδοξου) Εβραίους της Ιερουσαλήμ, με επικεφαλής τον Ουγγροεβραίο Yehoshua Stampfer (1852-1908) Το 1878 οι ιδρυτές του Petah Tikva μαθαίνουν για τη διαθεσιμότητα γης βορειοανατολικά της Γιάφα κοντά στο χωριό Mulabes. Η γη ανήκει σε δύο Χριστιανούς επιχειρηματίες από τη Γιάφα, τον Antoine Bishara Tayan και τον Selim Qassar, και την εκμεταλλεύονται περίπου τριάντα ενοικιαστές Άραβες αγρότες. Η έκταση του Ταγιάν είναι μεγαλύτερη, περίπου 8 500 dunams (στην Παλαιστίνη 1 dunam = 919,3 m²), αλλά μεγάλο μέρος της βρίσκεται στον βάλτο της κοιλάδας Γιαρκόν. Η ιδιοκτησία του Κασάρ, περίπου 3 500 dunams, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νότια της Γιαρκόν, μακριά από τον βάλτο και θα αγοραστεί πρώτη, στις 30 Ιουλίου 1878. Οι εκτάσεις του Ταγιάν θα αγοραστούν όταν μια δεύτερη ομάδα εποίκων, γνωστοί ως Yarkonim, θα φτάσει στο Πέταχ Τικβάχ το επόμενο έτος. Το 1880 ξεσπά ελονοσία με αποτέλεσμα να εκκενωθεί ο οικισμός και από τις δύο περιοχές. Όσοι παραμένουν στην περιοχή μετακινούνται νότια στο Yehud. Με τη χρηματοδότηση για την αποστράγγιση των ελών που παρέχει ο βαρόνος Edmond de Rothschild, η αποικία γίνεται ξανά κατοικήσιμη για να υποδεχτεί τους πρώτους Εβραίους μετανάστες από τη Ρωσία, το 1882.

Οκτώβριος 1878: Στην Ιερουσαλήμ πεθαίνει σε ηλικία ογδόντα ετών ο σεφαραδίτης ραβίνος Ιούδας Αλκαλάι (Judah ben Solomon Chai Alkalai). Θεωρείται ένας από τους διαπρεπείς εκπροσώπους του Θρησκευτικού Σιωνισμού. Ο Αλκαλάι, υποστηρίζει, βασισμένος στα ιερά βιβλία, ότι η έλευση του Μεσσία και η λύτρωση των Εβραίων προϋποθέτει την επιστροφή τους στην Γη της Επαγγελίας. Εμπνευσμένος από την Καμπάλα, ο Αλκαλάι είναι βέβαιος ότι το 1840 είναι ο χρόνος της Λύτρωσης, που θα διαρκέσει όχι μόνο ένα έτος αλλά «έναν αιώνα, από σήμερα έως το 1939»· εάν αυτή η ευκαιρία χανόταν, ο επόμενος «χρόνος» θα άρχιζε το 1940, αλλά θα σημαδευόταν από μεγάλες δυσκολίες, αφού «μόνο μετά από ένα βίαιο ξέσπασμα οργής και αφανισμού θα συγκεντρωθούν οι διεσπαρμένοι μας». Η έκβαση –η επιστροφή στην Γη της Επαγγελίας– θα είναι η ίδια, αλλά κάτω από πολύ σκληρότερες συνθήκες.

Μάρτιος 1879: Ο Γερμανός δημοσιογράφος Βίλχελμ Μαρ (Wilhelm Marr, 1819-1904) σε ένα λίβελλο 50 σελίδων που εκδόθηκε στη Βέρνη με τίτλο: «Ο δρόμος προς τη νίκη του Γερμανισμού επί του Εβραϊσμού» («Der Weg zum Siege des Germanenthums über das Judenthum»), επινοεί τον όρο «Αντισημιτισμός» («Antisemitismus») στη γερμανική γλώσσα, προκειμένου να δηλώσει το μίσος κατά των Εβραίων, αλλά και κατά άλλων φιλελεύθερων, αστικών και διεθνών πολιτικών τάσεων του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα που συχνά συνδέονται με τους Εβραίους. Σε θεωρητικό επίπεδο ο σύγχρονος αντισημιτισμός έχει τις ρίζες του στη θεωρία του διαχωρισμού των φυλών σε άριες (ανώτερες) και σημιτικές (κατώτερες), την οποία ιδιαίτερα εκλαΐκευσαν και διέδωσαν ο Γάλλος κόμης ντε Γκομπινό και ο Βρετανός Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν.
1881: Στη Ρωσία πραγματοποιούνται εκτεταμένα πογκρόμ, σε αντίποινα για τη δολοφονία του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, (1/13 Μαρτίου 1881) η οποία αποδόθηκε στους Εβραίους. Τα αιματηρά γεγονότα οδηγούν αρκετούς Εβραίους διανοούμενους και φοιτητές στη δημιουργία διαφόρων συλλόγων, ενώσεων, κινημάτων προτρέποντας τους Εβραίους να «επιστρέψουν» στην Eretz Israel (Γη του Ισραήλ). Το πιο γνωστό κίνημα ονομάζεται «Χιμπάτ Σιών» («Hibbat Tsion» – «Η Αγάπη για τη Σιών»), και οι οπαδοί του «Χοβεβί Σιών» («Ḥoveve Tsiyon» – «Φίλοι/ Εραστές της Σιών»). Το κίνημα με έδρα την Αγ. Πετρούπολη ξεκινά από τη Ρωσία και σιγά-σιγά εξαπλώνεται στον υπόλοιπο εβραϊκό κόσμο, δημιουργώντας συνήθως μικρές και ανεξάρτητες οργανώσεις. Ανάμεσα στους ιδρυτές του κινήματος είναι οι Perets Smolenskin, Mosheh Leib Lilienblum, Eliezer Yitzhak Perlman (αργότερα Eliezer Ben-Yehudah), Zvi Hermann Schapira, Max Emmanuel Mandelstamm, Yehudah Leib Pinsker. Από την Ρωσία ξεκινά και το κίνημα «Bilu» το 1882. Η ιδρυτική ομάδα αποτελείται από δεκατέσσερις φοιτητές από το Χάρκοβο με επικεφαλής τον Israel Belkind.
1882-1903: Το πρώτο κύμα της σιωνιστικής μετανάστευσης («Η Πρώτη Αλίγια»). Οι Εβραίοι δεν χρησιμοποιούν τη λέξη «higarih» που σημαίνει «μετανάστευση», αλλά τη λέξη «Aliya» που σημαίνει «ανάβαση», αλλά και «η πράξη της ανάβασης» – δηλαδή, προς την Ιερουσαλήμ – «κάνοντας αλίγια» μεταβαίνοντας προς τη «Γη του Ισραήλ» που είναι μία από τις πιο βασικές αρχές του Σιωνισμού. Με αυτή τη λέξη υποδηλώνεται η θρησκευτικότητα της μετακίνησης. Υπολογίζεται πως την περίοδο 1882 – 1903, περίπου 25 000 Εβραίοι καταφθάνουν κυρίως από τη Ρωσία και τη Ρουμανία. Οι έποικοι της πρώτης αλίγια πάνε στην Παλαιστίνη περισσότερο από μεσσιανικό ενθουσιασμό παρά από τη σκέψη της δημιουργίας ενός κράτους εκεί, ή εκείνοι που υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν για οικονομικούς λόγους, ειδικά οι φτωχοί Εβραίοι που δεν μπορούν να πληρώσουν το εισιτήριο για την Αμερική. Στην Πρώτη Αλίγια ουσιαστική είναι η οικονομική ενίσχυση πλούσιων Εβραίων της δυτικής Ευρώπης, όπως του Μωυσή Μοντεφιόρε και των βαρόνων Εντμόν ντε Ρότσιλντ και Μωρίς ντε Χιρς. Τότε ξεσπούν στην Παλαιστίνη και οι πρώτες συγκρούσεις Εβραίων μεταναστών και γηγενών Παλαιστινίων Αράβων για τα θέματα της εκμετάλλευσης των υδάτων, το δικαίωμα βοσκής των ζώων τους και της κατοχής και καλλιέργειας των γαιών. Οι πρώτοι Εβραίοι έποικοι για την καλλιέργεια της γης χρησιμοποιούν Άραβες φελάχους, με τους οποίους οι σχέσεις τους δεν είναι καλές. Όπως αναφέρει ο ιδρυτής του Πολιτιστικού Σιωνισμού, Asher Zvi Hirsch Ginsberg (1856-1927) ή πιο γνωστός με το εβραϊκό του όνομα Ahad Ha’am, σε ένα δοκίμιό του το 1891, οι Εβραίοι: «συμπεριφέρονται εχθρικά και ωμά προς τους Άραβες, βλαστημώντας τους άδικα, χτυπώντας τους χωρίς αιτία και δε διστάζουν να υπερηφανεύονται για τις πράξεις τους […] η στάση των εποίκων προς τους μισθωτούς εργάτες και τις οικογένειές τους είναι παρόμοια με τη στάση τους προς τα ζώα». Τους Άραβες τους θεωρούν πρωτόγονους, βάρβαρους, άξεστους, κλέφτες, τεμπέληδες, ανεπρόκοπους, «λαό όμοιο με γαϊδούρι» και τους συμπεριφέρονται άσχημα με τη νοοτροπία του «δούλου που ξαφνικά κυβερνά». Αλλά και οι φελάχοι δεν τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια για τα «αφεντικά τους», που τα θεωρούν ακατάδεχτα, άπληστα, στυγνούς εκμεταλλευτές.
1882: Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέλαβε το χεδιβάτο της Αιγύπτου. Η βρετανική κυριαρχία διήρκεσε μέχρι το 1914, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο σύστησε προτεκτοράτο που ονομάστηκε σουλτανάτο της Αιγύπτου.
Ιανουάριο 1882: Ο Λέον Πίνσκερ [Leon (Yehudah Leib) Pinsker, 1821 – 1891] παθολόγος από την Οδησσό, ένας από τους ιδρυτές του λεγόμενου Πρακτικού Σιωνισμού και του κινήματος Χιμπάτ Σιών, την 1η Ιανουαρίου 1882, δημοσιεύει ανώνυμα ένα φυλλάδιο στα γερμανικά με τίτλο «Αυτοχειραφέτηση». Η ανάλυση του για τις ρίζες του αρχαίου μίσους για τους Εβραίους, (ο Πίνσκερ το ονομάζει «Εβραιοφοβία», αντί του πρόσφατα εισαχθέντα από τον Βίλχελμ Μαρ «αντισημιτισμός»), τον οδηγεί να ζητήσει την ίδρυση μιας Εβραϊκής Εθνικής Πατρίδας, είτε στην Παλαιστίνη είτε αλλού. Τελικά, ο Πίνσκερ θα συμφωνήσει με τον Λίλιενμπλουμ (Moshe Leib Lilienblum, 1843 – 1910) ότι το μίσος των Εβραίων είχε τις ρίζες του στο γεγονός ότι ήταν ξένοι παντού εκτός από την αρχική τους πατρίδα, τη Γη του Ισραήλ. Οι Πρακτικοί Σιωνιστές παρά τις ανεπαρκείς πολιτικές συνθήκες, δίνουν έμφαση στα πρακτικά μέσα για την επίτευξη των σιωνιστικών στόχων, όπως η Αλίγια (μετανάστευση), οι αγροτικοί οικισμοί και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
1882 – 1884: Εκτός από την πρώτη αποικία την Petah Tikva (η οποία επανιδρύεται το 1882), τέσσερις νέες εβραϊκές αποικίες ιδρύονται στην περιοχή της Ιερουσαλήμ: Rishon LeZion και Nes Tsia (1882) και Eqron και Gadera (1884). Τρεις άλλες δημιουργούνται στο σαντζάκι της Μπαλκάα: Zikhron Ya’qov και Rosh Pina (1882) και Yesud ha-Ma’ala (1883).
24 Οκτωβρίου 1884: Κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της Hatzvi στην Ιερουσαλήμ, της πρώτης εφημερίδας στα εβραϊκά. Με εκδότη τον Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα (Eliezer Ben-Yehuda, 1858-1922) έναν πρωτοπόρο της αναβίωσης της εβραϊκής ως ομιλούμενης γλώσσας, στην αρχή βγαίνει εβδομαδιαία, ώσπου τελικά θα εξελιχθεί σε καθημερινή εφημερίδα.

Νοέμβριος 1884: Στο Κατοβίτς της Γερμανίας (σήμερα: Κατοβίτσε, Πολωνία), συνέρχεται η ομώνυμη Διάσκεψη, συλλόγων Hovevei Zion από διάφορες χώρες, για να δημιουργήσουν ένα ενιαίο συντονιστικό κέντρο για τις πρώιμες σιωνιστικές δραστηριότητες. Στη Διάσκεψη του Κατοβίτσε, παίρνουν μέρος 32 άτομα. Είκοσι δύο εκπρόσωποι ήρθαν στη διάσκεψη από τη Ρωσία και δέκα από άλλες χώρες. Ένας από τη Γαλλία, ένας από τη Ρουμανία, δύο από το Ηνωμένο Βασίλειο και οι υπόλοιποι από τη Γερμανία. Προεδρεύει ο Λέον Πίνσκερ.
Μάρτιος 1886: Εντείνεται η ένταση μεταξύ Παλαιστινίων Αράβων από το χωριό al-Yahudiyya και Εβραίων εποίκων από τον οικισμό Petah Tikva σχετικά με την ιδιοκτησία γης και τα δικαιώματα βοσκής και διέλευσης. Κορυφώνεται με την επίθεση στον οικισμό και τη δολοφονία ενός Εβραίου εποίκου. Οι Οθωμανοί στρατιώτες συλλαμβάνουν περίπου 30 Παλαιστίνιους και τους φέρνουν στη Γιάφα, όπου τα ευρωπαϊκά προξενεία, που εκπροσωπούν τους περισσότερους Εβραίους εποίκους, απαιτούν να προσαχθούν στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, το περιστατικό θα τελειώσει με εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Μάρτιος 1888: Από το βιλαέτι της Συρίας αποσπούνται εδάφη για να σχηματιστεί το νέο βιλαέτι της Βηρυτού, στο οποίο εντάσσονται και τα παλαιστινιακά σαντζάκια της Μπαλκάα και της Άκρα.
Μάρτιος – Οκτώβριος 1888: Οι Οθωμανοί ενημερώνουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι στα διαβατήρια των Εβραίων «πρέπει να αναφέρεται ρητά ότι πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ για προσκύνημα και όχι για να ασχοληθούν με το εμπόριο ή να κατοικήσουν εκεί», προκειμένου να αποκτήσουν, τρίμηνη άδεια παραμονής στην Παλαιστίνη που χορηγείται από τις λιμενικές αρχές. Η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ απορρίπτουν την οδηγία. Στις 4 Οκτωβρίου 1888, η οθωμανική κυβέρνηση στέλνει διευκρινιστική οδηγία αναφέροντας ότι οι κανονισμοί ισχύουν μόνο για ομάδες Εβραίων που μεταναστεύουν σε μεγάλους αριθμούς και ότι δεν θα τεθούν εμπόδια στο δρόμο των μεμονωμένων Εβραίων.
1890: Ιδρύεται στην Οδησσό η «Εταιρεία για την Υποστήριξη των Εβραίων Αγροτών και Τεχνιτών στη Συρία και την Παλαιστίνη» ή πιο γνωστή και ως «Επιτροπή της Οδησσού» με επικεφαλής τον Leon Pinsker. Πρόκειται για μια φιλανθρωπική, προσιωνιστική οργάνωση, η οποία ασχολείται με τις πρακτικές πτυχές της ίδρυσης εβραϊκών αγροτικών οικισμών στη Βιβλική «Γη του Ισραήλ».

1890 – 1896: Την περίοδοαυτή ιδρύονται 9 εβραϊκές αποικίες στην Παλαιστίνη. Στο σαντζάκι της Ιερουσαλήμ δημιουργούνται τέσσερις: Rehovot (1890), Motsa (1894), Hartuv (1895) και Beer Tuvya (1896) και στο σαντζάκι της Άκρα (που διοικητικά υπάγεται στο βιλαέτι της Βηρυτού) πέντε: Mishmar haYarden (1890), Hadera, Shefeiya και Ein Zeitim (όλες το 1891) και Metula (1896).

1890: Ο Αυστριακός Εβραίος συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νατάν Μπιρνμπάουμ (Nathan Birnbaum, 1864 – 1937) επινοεί τον όρο «σιωνισμός» στο περιοδικό που εκδίδει – το «Self – Emancipation», το οποίο υποστηρίζει «την ιδέα μιας εβραϊκής αναγέννησης και της επανεγκατάστασης στην Παλαιστίνη». Το όνομα προέρχεται από τον λόφο της Σιών στην Ιερουσαλήμ. Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη Σιών χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για την πόλη Ιερουσαλήμ.

1890: Ο Ρωσοεβραίος γλωσσολόγος, λεξικογράφος και εκδότης της εφημερίδας Hatzvi, Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα, «πατέρας» της σύγχρονης εβραϊκής γλώσσας, ιδρύει το Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας. Σκοπός του Μπεν-Γεχούντα και του Συμβουλίου είναι η αναβίωση της επί 1700 έτη μη ομιλούμενης πλέον Βιβλικής Εβραϊκής ως σύγχρονης γλώσσας. Ο Μπεν-Γεχούντα πειραματίζεται με τον γιο του Ben-Zion, μιλώντας του, αυτός και η γυναίκα του Hemda Jonas, από βρέφος εξ ολοκλήρου στα εβραϊκά. Έτσι ο γιος του θα γίνει ο πρώτος που θα έχει ως μητρική του γλώσσα τα Εβραϊκά της σύγχρονης εποχής. Ορισμένοι θεωρούν ότι το έργο του Μπεν-Γεχούντα είναι βλάσφημο (δεδομένου ότι η Εβραϊκή ήταν η ιερή γλώσσα της Τορά και, ως εκ τούτου, μερικοί πιστεύουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να συζητούνται κοινά, καθημερινά ζητήματα), αλλά πολλοί αντιλαμβάνονται την ανάγκη για κοινή γλώσσα μεταξύ των Εβραίων, οι οποίοι καταφθάνουν μαζικά στη Παλαιστίνη προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες και μιλώντας διαφορετικές γλώσσες. Εν τέλει, η Εβραϊκή αντικαθιστά αρκετές άλλες γλώσσες που μιλούν οι Εβραίοι εκείνον τον καιρό, όπως Λαντίνο (Ισπανοεβραϊκή γλώσσα), Γίντις (Γερμανοεβραϊκή γλώσσα), Ρωσική, καθώς και άλλες γλώσσες της Διασποράς. Αποτέλεσμα της εργασίας, τόσο του Μπεν-Γεχούντα όσο και του Συμβουλίου, είναι η έκδοση του λεξικού, που είναι γνωστό ως «Το Πλήρες Λεξικό της Αρχαίας και Σύγχρονης Εβραϊκής».

1891: Προύχοντες της Ιερουσαλήμ όπως οι οικογένειες Χουσεΐνι και Νασασίμπι διαμαρτύρονται στις οθωμανικές αρχές για την αγορά αραβικών γαιών από Εβραίους, την αυξανόμενη παρουσία των Εβραίων στην Παλαιστίνη και το διορισμό φιλοσιωνιστή διοικητή στην Ιερουσαλήμ. Όμως οι Οθωμανοί δεν δίνουν σημασία και ο εβραϊκός εποικισμός της Παλαιστίνης συνεχίζεται. Ο Ρωσοεβραίος έποικος Yehoshua Hankin μαζί με την σύζυγό του Olga Belkind Hankin (αδερφή του ιδρυτή του κινήματος Bilu – Israel Belkind) είναι ο πιο γνωστός κτηματομεσίτης της εποχής. Αυτός θα μεσολαβήσει για την αγορά των εκτάσεων που αργότερα θα γίνει ο οικισμός και η πόλη Rehovot, το 1890. Ένα χρόνο αργότερα, χρησιμοποιώντας κεφάλαια που παρέχουν οι Hovevei Zion ενώσεις του Βίλνιους και της Καούνασα, αγοράζει τη γη που αργότερα θα γίνει ο οικισμός και η πόλη Hadera.
11 Σεπτεμβρίου 1891: Στο Λονδίνο ιδρύεται η «Εβραϊκή Ένωση Αποικισμού» [Jewish Colonization Association (JCA)] από τον Γερμανό βαρόνο Maurice de Hirsch για να βοηθήσει «στην ίδρυση [εβραϊκών] αποικιών σε διάφορα μέρη της Αμερικής και σε άλλες χώρες για γεωργικούς, εμπορικούς και άλλους σκοπούς». Η JCA θα αρχίσει να υποστηρίζει τους εβραϊκούς αγροτικούς οικισμούς στην Παλαιστίνη το 1896.
1892: Κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Γιάφα – Ιερουσαλήμ.
Οκτώβριος 1894 – Απρίλιος 1895: Ξεσπά μία από τις πιο σημαντικές αντισημιτικές υποθέσεις στην Ευρώπη, γνωστή ως «υπόθεση Ντρέυφους». Ο λοχαγός Άλφρεντ Ντρέυφους (1859-1935), πλούσιος Εβραίος από την Αλσατία και μέλος του γαλλικού επιτελείου στρατού, στις 15 Οκτωβρίου 1894 συλλαμβάνεται με την κατηγορία της πώλησης στρατιωτικών εγγράφων στους Γερμανούς. Αρχές Νοεμβρίου του 1894 ο Ντρέιφους οδηγείται ενώπιον του Στρατοδικείου κατηγορούμενος για προδοσία. Παρά τις αντιφατικές μαρτυρίες και τα ελλειπή στοιχεία, αρχές Ιανουαρίου 1895 καταδικάζεται σε καθαίρεση του βαθμού του και ισόβια κάθειρξη σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης σε στρατιωτικό φρούριο. Η κοινή γνώμη και ο γαλλικός Τύπος καλωσορίζουν την ετυμηγορία και την καταδίκη, ενώ το όνομα του Ντρέιφους πλέον χρησιμοποιείται ως σύμβολο – παράδειγμα της προδοσίας των Γάλλων Εβραίων. Οι τελευταίοι που διατηρούν ελάχιστες αμφιβολίες για την ενοχή του Ντρέιφους φοβούνται πλέον περισσότερο από τις τυχόν συνέπειες που θα έχει η κοινότητά τους γενικότερα. Στις 13 Απριλίου 1895 ο Ντρέιφους στέλνεται στο Νησί του Διαβόλου (τόπος εξορίας) στη Γαλλική Γουιάνα για να εκτίσει την ποινή του.

1896: Ο κύριος εκπρόσωπος του Πολιτιστικού Σιωνισμού Asher Zvi Hirsch Ginsberg (1856-1927), κυρίως γνωστός με το εβραϊκό του όνομα και ψευδώνυμο Ahad Ha’am, εκδίδει στη Βαρσοβία το εβραϊκό μηνιαίο περιοδικό «Ha-Shiloaḥ», το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό στην εβραϊκή γλώσσα στις αρχές του εικοστού αιώνα. Από τις σελίδες του ο Άχαντ Χα-Αμ διατείνεται ότι το εβραϊκό κράτος δε θα έπρεπε να είναι απλώς μια εδαφική (πολιτική και οικονομική) πατρίδα, αλλά «ένα εθνικό πνευματικό κέντρο», που να λειτουργεί ενοποιητικά για τους απανταχού Εβραίους και να μεταδίδει σ’ όλους τους λαούς τα ιουδαϊκά ιδεώδη και ψυχικά χαρίσματα. Η σωστή πορεία δράσης, υποστηρίζει ο Άχαντ Χα-Αμ, είναι η εκτεταμένη και συνεχής εκπαιδευτική δραστηριότητα μεταξύ των Εβραίων και η μετριοπαθής εποικιστική δραστηριότητα στην Παλαιστίνη.
14 Φεβρουαρίου 1896: Ο Εβραίος Αυστρο-ουγγρικής καταγωγής δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής και πατέρας του σύγχρονου Πολιτικού Σιωνισμού Τέοντορ Χερτσλ, (Theodor Herzl, 1860-1904), επηρεασμένος από την «υπόθεση Ντρέυφους», δημοσιεύει στα γερμανικά ένα φυλλάδιο με τίτλο: «Το Κράτος των Ιουδαίων/Εβραίων» (Der Judenstaat).

Ο Χερτσλ γράφει το Der Judenstaat στη διάρκεια του 1895, εν είδει διάλεξης, προκειμένου να παρουσιάσει προφορικά τις ιδέες του στους τραπεζίτες και άλλους επιφανείς Εβραίους της Δυτικής Ευρώπης, με την ελπίδα να ηγηθούν της προσπάθειας για την παραχώρηση γαιών στους Εβραίους προκειμένου να συστήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου το παρουσιάζει στη βρετανική Maccabean Society και στη συνέχεια το δημοσιεύει συντομευμένο στα αγγλικά στο περιοδικό Jewish Chronicle του Λονδίνου, στις 17 Ιανουαρίου 1896, με τίτλο «Μια λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Δύο ημέρες αργότερα, υπογράφει το συμβόλαιο για την έκδοση του πλήρους κειμένου σε βιβλίο, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του ότι θα αντικαθιστούσε τον αδέξιο τίτλο του άρθρου του με τον απλούστερο «Der Judenstaat». Το μικρό βιβλίο γίνεται ευρύτερα γνωστό στην αγγλική του μετάφραση «Το Ιουδαϊκό/Το Εβραϊκό Κράτος» (The Jewish State).
Ο Χερτσλ εξηγεί ότι το «εβραϊκό πρόβλημα» προκλήθηκε από τον αντι-σημιτισμό και το πρόβλημα θα μπορέσει να λυθεί μόνο όταν οι Εβραίοι θα έχουν ένα δικό τους κράτος. Ο Χερτσλ, προτείνει δύο πιθανούς τόπους εγκατάστασης και δημιουργίας του Εβραϊκού κράτους: Την Αργεντινή όπου, όπως γράφει, υπήρχαν ακατοίκητες περιοχές και την Παλαιστίνη, την ιστορική εβραϊκή κοιτίδα από την οποία οι Εβραίοι διώχθηκαν και ξεριζώθηκαν τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Βέβαια ο Χερτσλ προτιμά την Παλαιστίνη. «Για λογαριασμό της Ευρώπης», γράφει χαρακτηριστικά ο Χερτσλ, «θα φτιάξουμε εκεί κάτω έναν προμαχώνα απέναντι στην Ασία, θα είμαστε μια προωθημένη προφυλακή του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα». Όσο για τους Άραβες, που εξακολουθούν να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, η συνταγή που προτείνει -όχι δημόσια, αλλά στο ημερολόγιό του (12.6.1895)- είναι: «Πρέπει να απαλλοτριώσουμε προσεκτικά τις ατομικές ιδιοκτησίες στις περιοχές που θα μας χορηγηθούν. Θα δοκιμάσουμε να διοχετεύσουμε τον άφραγκο πληθυσμό πέραν των συνόρων, παρέχοντάς του απασχόληση στις χώρες από τις οποίες θα διέλθει, ενώ θα του αρνούμαστε κάθε απασχόληση στη δική μας χώρα. Οι ιδιοκτήτες θα έρθουν με την πλευρά μας. Τόσο η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, όσο και αυτή της μετακίνησης των φτωχών, πρέπει να διεκπεραιωθούν με διακριτικότητα και περίσκεψη».

29 – 31 Αυγούστου 1897: Πρώτο διεθνές Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία της Ελβετίας και δημιουργία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης. Διοργανωτές του είναι ο Τέοντορ Χερτσλ και ο Μαξ Νορντάου (Max Simon Nordau 1849 – 1923). Διίστανται οι απόψεις ως προς τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτό το Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο, ωστόσο, πρέπει να είναι 200 άτομα από δεκαεπτά χώρες, εξήντα εννέα από τους οποίους είναι εκπρόσωποι από διάφορες σιωνιστικές ομάδες και οι υπόλοιποι είναι αυτόνομοι συμμετέχοντες. Παρόντες είναι επίσης δέκα μη Εβραίοι, οι οποίοι καλούνται να απέχουν από την ψηφοφορία. Δεκαεπτά γυναίκες παρακολουθούν το συνέδριο, κάποιες από αυτές αυτόνομα και άλλες συνοδεύοντας αντιπροσώπους, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Herzl διατυπώνει τις βασικές αρχές του Πολιτικού Σιωνισμού και ορίζει εν συντομία το κύριο καθήκον του συνεδρίου – «να βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο μίας εστίας που θα γίνει καταφύγιο για τον εβραϊκό λαό». Ο Μ. Νορντάου κάνει μια ανασκόπηση της κατάστασης των Εβραίων στις χώρες της διασποράς. Οι ιστορικές ρίζες και τα οικονομικά θεμέλια του Σιωνιστικού κινήματος συζητούνται στις εισηγήσεις των D. Ts. Farbstein και N. Birnbaum. Στους εβραϊκούς οικισμούς στο Eretz Israel είναι αφιερωμένες οι ομιλίες των J. Bernstein-Kogan και A. Rosenberg. Ο καθηγητής G. Shapira προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου για την αγορά γαιών στο Eretz Israel και την ίδρυση ενός ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκεί.

Προϊόν των εργασιών του συνεδρίου είναι το λεγόμενο «Πρόγραμμα της Βασιλείας» το οποίο συντάσσει μια επιτροπή Προγράμματος με επικεφαλής τον Νορντάου και μέλη τους Nathan Birnbaum, Alexander Mintz, Adam Rosenberg, Hermann Schapira και Max Bodenheimer.
Το κείμενο ξεκινά με την πρόταση: «Το καθήκον του Σιωνισμού είναι να εξασφαλίσει στην Παλαιστίνη μια δημόσια αναγνωρισμένη, νομικά εγγυημένη εθνική εστία για τον εβραϊκό λαό». Ως ενδιάμεσοι στόχοι ορίζονται, οι εξής: «1. Η προώθηση της συστηματικής εγκατάστασης στην Παλαιστίνη με Εβραίους αγρότες, εργάτες, τεχνίτες και χτίστες. 2. Η οργάνωση και η ένωση του συνόλου των Εβραίων με τη βοήθεια των κατάλληλων θεσμών, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, σύμφωνα με τη νομοθεσία της κάθε χώρας 3. Η ενίσχυση και η καλλιέργεια του Εβραϊκού εθνικού αισθήματος και της εθνικής συνείδησης των Εβραίων. 4. Η προσπάθεια για την απόσπαση της συναίνεσης των κυβερνήσεων, όπου αυτό είναι απαραίτητο, για την επιτυχία των παραπάνω στόχων».
Το Συνέδριο εγκρίνει και το καταστατικό της Σιωνιστικής Οργάνωσης που εκπονείται από τον G. York-Steiner. Ο Τέοντορ Χερτσλ εκλέγεται πρόεδρος της οργάνωσης (θέση που κατέχει μέχρι το θάνατό του το 1904) και ο Νορντάου πρώτος αντιπρόεδρος. Στη συνέχεια, το Σιωνιστικό Συνέδριο συνέρχεται μία φορά ετησίως (1897-1901), αργότερα, κάθε δεύτερο χρόνο (1903-1913, 1921-1939). Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, οι συναντήσεις πραγματοποιούνται περίπου κάθε τέσσερα χρόνια.
Μόλις τελείωσε το Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο, ο Χερτσλ στο ημερολόγιο του αναφέρει με έμφαση τα εξής: «Εάν μπορούσα να αποτιμήσω τα αποτελέσματα του συνεδρίου με μια και μόνο φράση- που δεν θα τολμούσα να πω δημόσια-Θα έλεγα: Στη Βασίλεια δημιούργησα το Εβραϊκό Κράτος».
Ο Χερτσλ αμέσως μετά ξεκινά τη διπλωματική εκστρατεία για να πείσει τον Σουλτάνο Abdul Hamid να δεχτεί την πρόταση δημιουργίας του κράτους των Εβραίων στην Παλαιστίνη, αλλά οι προσπάθειές του αποβαίνουν άκαρπες. Η Υψηλή Πύλη δεν έχει καμιά πρόθεση να δώσει την Παλαιστίνη στους Εβραίους και επιπλέον φοβάται την αντίδραση της Ρωσίας, της οποίας η ορθόδοξη εκκλησία δε θα επέτρεπε ποτέ στους Εβραίους να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ. 0 Κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμος II, μολονότι δεν είναι αντίθετος στην εβραϊκή παρουσία στην Παλαιστίνη, έχει καλές σχέσεις με το σουλτάνο και είναι απρόθυμος να παρέμβει υπέρ του κράτους των Ιουδαίων. Ο Χερτσλ, με την βοήθεια σιωνιστικών παραγόντων στο Λονδίνο, έχει επαφές με τη Μεγάλη Βρετανία, με σκοπό να εξασφαλίσει τη δημιουργία του Εβραϊκού κράτους σε μία από τις αγγλικές αποικίες, που ήταν διάσπαρτες στην Ασία και στην Αφρική.
7 Οκτωβρίου 1897: Ιδρύεται στη Βίλνα (σημερινό Βίλνιους της Λιθουανίας) η «Γενική Εβραϊκή Ένωση Εργατών της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Ρωσίας» ευρύτερα γνωστή ως Μπουντ (στα γίντις Bund= Ένωση). Το Μπουντ είναι το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα που ιδρύεται στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στο κόμμα συμμετέχουν κυρίως Εβραίοι επαγγελματοβιοτέχνες των δυτικών περιοχών της Ρωσίας που τότε περιλαμβάνει και τις Βαλτικές χώρες και το μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας. Το Μπουντ υποστηρίζει την εθνική-πολιτιστική αυτονομία για τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, τη δημιουργία ενός κοσμικού εκπαιδευτικού συστήματος και την ανάπτυξη του πολιτισμού στη γλώσσα Γίντις. Τα μέλη του Μπουντ πιστεύουν ότι χάρη σε αυτό, οι Εβραίοι δεν θα αφομοιωθούν και θα διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Οι Μπουντιστές αντιτάσσονται στην εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και υψώνουν το σύνθημα: «Όπου ζούμε, εκεί είναι η χώρα μας». Τον επόμενο χρόνο, το Μπουντ γίνεται μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) και την 1η Μαρτίου 1898, συμμετέχει, με τρεις αντιπροσώπους (Shmuel Katz, Aron Kremer και Abram Mutnik) στο Πρώτο Συνέδριο του στο Μινσκ. Οι οργανώσεις Μπουντ ηγούνται του οικονομικού αγώνα των Εβραίων εργατών (το 1898-1900 γίνονται 312 απεργίες του εβραϊκού προλεταριάτου στη Βορειοδυτική Επικράτεια και στο Βασίλειο της Πολωνίας). Μέχρι το τέλος του 1900, υπάρχουν οργανώσεις Bund σε 9 πόλεις.
28 – 31 Αυγούστου 1898: Συνέρχεται το Δεύτερο Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία. Συμμετέχουν 349 αντιπρόσωποι. Ο Max Mandelstamm αναφέρεται στο Σιωνιστικό πρόγραμμα δράσης. Ο L. Motzkin, ο οποίος επισκέφθηκε την Παλαιστίνη εκ μέρους του Χερτσλ, δίνει αναφορά για την κατάσταση στη χώρα. Και οι δύο εισηγητές αντιτάσσονται σθεναρά στη συνέχιση των αυθόρμητων εποικισμών («λαθραία διείσδυση») έως ότου ληφθούν οι διεθνείς εγγυήσεις για το δικαίωμα των Εβραίων, όπως λένε, να επιστρέψουν στην ιστορική τους πατρίδα. Με βάση την αναφορά του D. Wolfson, αποφασίστηκε η δημιουργία Εβραϊκής Αποικιακής Τράπεζας.
1897 – 1901: Έχοντας εναντιωθεί στην εβραϊκή μετανάστευση και στις αγορές γης από τις αρχές της δεκαετίας του 1880, ο μουφτής της Ιερουσαλήμ, Muhammad Taher al-Husseini, προεδρεύει μιας νέας επιτροπής που εξετάζει τις αιτήσεις για τις πωλήσεις γης στο σαντζάκι της Ιερουσαλήμ και πετυχαίνει να σταματήσει όλες τις αγορές από Εβραίους από το 1897 έως το 1901.
Μάρτιος 1899: Ο Τέοντορ Χερτσλ στέλνει επιστολή στον Παλαιστίνιο δήμαρχο της Ιερουσαλήμ, Yusuf Diya-uddin Pasha al-Khalidi, στην οποία αφήνει να εννοηθεί ότι, εάν οι Εβραίοι δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Παλαιστίνη, θα πάνε αλλού.

20 Μαρτίου 1899: Στο Λονδίνο ιδρύεται το Εβραϊκό Αποικιακό Καταπίστευμα (JEWISH COLONIAL TRUST – JCT), σύμφωνα με τις αποφάσεις του Πρώτου και του Δεύτερου Σιωνιστικού Συνεδρίου. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη σιωνιστική τράπεζα. Ο Τέοντορ Χερτσλ ως εισηγητής αυτής της πρότασης, ήδη στο βιβλίο του «Το Ιουδαϊκό Κράτος», αναφέρεται στην ανάγκη για ένα ισχυρό χρηματοδοτικό μέσο για την πολιτική και οικονομική υλοποίηση του Σιωνισμού. Το μετοχικό κεφάλαιο της JCT ορίστηκε σε δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Σύμφωνα με το καταστατικό, η τράπεζα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές της μόνο μετά την πώληση μετοχών για το ποσό των 250 χιλιάδων λιρών στερλινών, το οποίο θα εισπραχθεί μόλις στις αρχές του 1902. Ο D. Wolfson, ο οποίος υποστήριξε την ιδέα της ίδρυσης τράπεζας, έγινε ο πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τον θάνατό του (1914).
15 – 18 Αυγούστου 1899: Συνέρχεται το Τρίτο Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία. Συμμετέχουν 153 αντιπρόσωποι. Το Συνέδριο μετά από πρόταση των Ρώσων αντιπροσώπων, η οποία έγινε αποδεκτή από το σώμα αποφασίζει ότι τα κεφάλαιά του JCT θα μπορούσαν να δαπανηθούν μόνο στην Παλαιστίνη και τη Συρία. Η πρόταση του Γερμανού Σιωνιστή εκπροσώπου D. Tritsch για δημιουργία εβραϊκού οικισμού στην Κύπρο απορρίφθηκε και αφαιρέθηκε από την ημερήσια διάταξη.
1899: Στο σαντζάκι της Άκρα ιδρύονται δύο νέες αποικίες: Sejera και Mahanayim.

1900: Στον απόηχο του Τρίτου Σιωνιστικού Συνεδρίου σχηματίζεται η πρώτη οργάνωση των Poalei Zion (Εργάτες της Σιών) στο Αικατερινόσλαβ (σημερινό Ντνίπρο Ουκρανία) μετά από πρωτοβουλία των Εβραίων δημοσιογράφων Ber Borochov (1881 – 1917) και Shimon Dobin (1869 – 1944). Ο Μπερ Μποροσόβ, το 1905, στο βιβλίο του «Το εθνικό ζήτημα και η πάλη των τάξεων» επιχειρεί τη σύνθεση των κινημάτων σιωνισμού και μαρξισμού. Θεωρεί πως η αιτία που οι Εβραίοι απορρίπτονται παντού είναι γιατί είναι αντιπαραγωγικοί. Οι Εβραίοι είναι γυρολόγοι, μικροπωλητές, τεχνίτες, συγγραφείς ή δάσκαλοι –δηλαδή μεσάζοντες– αποκομμένοι από τις παραγωγικές δραστηριότητες της γεωργίας, καθώς και της βιομηχανίας (όπως έγραψε κι ο Μαρξ στο Εβραϊκό Ζήτημα, «η χιμαιρική εθνικότητα του Εβραίου είναι η εθνικότητα του εμπόρου, γενικά του χρηματανθρώπου»). Θα αναγκάζονταν λοιπόν, κυνηγημένοι από τις Ευρωπαϊκές χώρες, να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη, ώστε να δημιουργήσουν μια φυσιολογική κατανομή των εργαζόμενων Εβραίων στην παραγωγική διαδικασία. Σύμφωνα με τον Μποροσόβ η εξαθλίωση του προλεταριάτου όπως προκύπτει από την καπιταλιστική ανάπτυξη, εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων εργατών, κάνοντας τη μετανάστευση πιο επείγουσα. Πιστεύει επίσης ακράδαντα στα κοινά συμφέροντα της Εβραϊκής και Αραβικής εργατικής τάξης στην Παλαιστίνη.
13 – 16 Αυγούστου 1900: Το Τέταρτο Σιωνιστικό Συνέδριο συνέρχεται στο Λονδίνο. Συμμετέχουν 498 αντιπρόσωποι. Τα θέματα που εξετάζονται είναι ο διωγμός των Εβραίων από τη Ρουμανία και τα προβλήματα των Εβραίων εργατών στην Παλαιστίνη. Το συνέδριο αποφασίζει την ίδρυση του Εθνικού Εβραϊκού Ταμείου επιφορτισμένου με την αγορά γαιών. Έντονη διαμάχη προκαλεί η πρόταση των N. Sokolov, L. Motzkin, H. Weizmann και άλλων να συμπεριληφθεί πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο στο πρόγραμμα της Σιωνιστικής Οργάνωσης. Με την πρόταση αυτή διαφωνεί σθεναρά ο Ραβίνος Yitzchak Yaacov Reines και άλλοι εκπρόσωποι του Θρησκευτικού Σιωνισμού, οι οποίοι απορρίπτουν τη δυνατότητα δημιουργίας οποιουδήποτε συστήματος κοσμικής εκπαίδευσης στο σιωνιστικό κίνημα. Ως εκ τούτου, με πρωτοβουλία του Χερτσλ, η πρόταση αφαιρέθηκε από την ημερήσια διάταξη.

29 Δεκεμβρίου 1901: Στο Πέμπτο Σιωνιστικό Συνέδριο συμμετέχουν 358 αντιπρόσωποι. Ιδρύεται το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (Keren Kayemeth Leisrael) για την αγορά γαιών στην Παλαιστίνη. Έδρα του Ταμείου η Βιέννη. Το κύριο σύμβολο συγκέντρωσης κεφαλαίων και πρακτικό εργαλείο της είναι το μπλε κουτί – ένα μικρό τενεκεδένιο κουτί δωρεών που τοποθετείται σε καταστήματα, γραφεία, αίθουσες συναγωγών και ιδιωτικές κατοικίες. Το ταμείο έχει επίσης μια Χρυσή Βίβλο, στην οποία καταγράφονται τα ονόματα των μεγάλων χορηγών. Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ατόμων, απ΄ όπου οι Εβραίοι αγοράζουν γη. Από μη Παλαιστίνιους ιδιοκτήτες, που διαμένουν εκτός Παλαιστίνης, από Παλαιστίνιους ιδιοκτήτες που κατοικούν εκτός Παλαιστίνης και από τοπικούς κατόχους γης και φελλαχίν (αγρότες). Μεταξύ των ετών 1878 και του 1914 έχουν αγοραστεί 245 581 dunams. Περισσότερο από το 60 τοις εκατό της γης αυτής αγοράζεται από μη Παλαιστίνιους ιδιοκτήτες, που διαμένουν εκτός Παλαιστίνης, όπως ξένους διπλωμάτες, εμπόρους και Τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
1901: Η Εβραϊκή Ένωση Αποικισμού, έχοντας αποκλειστεί από αγορές γης στο μουτεσαριφλίκι της Ιερουσαλήμ, πραγματοποιεί την πρώτη της μεγάλη αγορά στο βόρειο τμήμα της Παλαιστίνης με την απόκτηση 31 500 dunams γης κοντά στην Τιβεριάδα από την οικογένεια Sursock.
1902: Στο σαντζάκι της Άκρα ιδρύονται τρεις νέες αποικίες: Mas-ha, Milhamiya και Yevniel. Η Mas-ha μετονομάζεται σε Kfar Tavor το 1903, για να ξεχωρίζει από το αραβικό χωριό στη γη του οποίου είναι εγκατεστημένο.
23 – 28 Αυγούστου 1903: Το Έκτο Σιωνιστικό Συνέδριο στο οποίο συμμετέχουν 592 αντιπρόσωποι, συζητά την πρόταση των Βρετανών προς τον Χερτσλ για την ίδρυση ενός αυτόνομου εβραϊκού οικισμού στην Ανατολική Αφρική (Ουγκάντα), όπου οι Βρετανοί έχουν εγκαταστήσει μια μικρή στρατιωτική αποστολή για να διασφαλίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Αν και παρουσιάστηκε ως προσωρινή λύση και όχι ως εναλλακτική λύση στην Παλαιστίνη, το σχέδιο προκαλεί σημαντικές αντιδράσεις από στελέχη της Χιμπάτ Σιών, οι οποίοι απειλούν να αποχωρήσουν από το Σιωνιστικό κίνημα. Ο Χερτσλ αν και αρχικά καταφέρνει να εξασφαλίσει την έγκριση του συνεδρίου (295 ψήφους υπέρ, 178 κατά, και 119 αποχές), χάρις στη σκληρή στάση της Χιμπάτ Σιών τελικά αποφασίζεται να παραπεμφθεί το θέμα στο επόμενο συνέδριο και να σταλεί μια επιτροπή για να ερευνήσει το αξιόλογο του προσφερόμενου προς εγκατάσταση τόπου.
24 Νοεμβρίου 1903: Ίδρυση από την JCT της θυγατρικής της τράπεζας στην Παλαιστίνη, της Anglo-Palestine Company – APC (σήμερα Bank Leumi le-Israel BM). Το πρώτο υποκατάστημα ανοίγει στη Γιάφα.
1904 – 1914: Το δεύτερο κύμα της σιωνιστικής μετανάστευσης («Η Δεύτερη Αλίγια»). Την περίοδο που οι πολιτικοί σιωνιστές προσπαθούν εναγωνίως να αποσπάσουν την υποστήριξη κάποιας Μεγάλης Δύναμης, οι πρακτικοί σιωνιστές οργανώνουν μεθοδικά τη σταδιακή εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη, με σκοπό τα μέλη της Γισούβ (εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη) να αυξηθούν και τελικά να αποτελέσουν την πλειοψηφία στην περιοχή. Υπολογίζεται πως περίπου 40 000 Εβραίοι καταφθάνουν στην Οθωμανική Παλαιστίνη κυρίως από την Ρωσία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Στη διάρκεια της δεύτερης μετανάστευσης οι Εβραίοι είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από σοσιαλιστικά ιδεώδη, γεγονός που τους ώθησε να καθιερώσουν συλλογικές κοινότητες, τα λεγόμενα κιμπούτζ (Kibbutz), βασισμένες αποκλειστικά στην γεωργία. Βασικές αρχές τους είναι η οικονομική αυτάρκεια και διοικητική αυτονομία, η έμφαση στη χειρωνακτική εργασία, η εκμηχάνιση και εντατικοποίηση της παραγωγής, η επιλογή των παραγόμενων ειδών, η άρτια εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, η συμμετοχή όλων σ’ όλα τα στάδια της παραγωγής, οι συλλογικές αποφάσεις μέσω των γενικών συνελεύσεων και η μη χρήση μισθωτής εργασίας.
3 Ιουλίου 1904: Πεθαίνει ο Χερτσλ σε ηλικία 44 ετών.
Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1904: Ένταση μεταξύ Παλαιστίνιων αγροτών της al-Shajara (και επίσης της Lubya) και σιωνιστών εποίκων της αποικίας Sejera στην περιοχή της Τιβεριάδας για την οριοθέτηση της ιδιοκτησίας γης.

1905: Στην Παλαιστίνη ιδρύεται από τον Άαρον Ντέιβιντ Γκόρντον (A.D. Gordon, 1856 – 1922) και άλλους εννέα μετανάστες της Δεύτερης Αλίγια, το πρώτο εβραϊκό μη μαρξιστικό κίνημα νέων εργατών, το «Hapoel Hatzair» («Χα-Ποέλ Χα-Ζάιρ» – «Οι Νέοι Εργάτες»). Το κίνημα αυτό δίνει έμφαση στην εβραϊκή μετανάστευση στους Αγίους Τόπους και διείσδυση σ’ όλους τους τομείς της εργασίας (παραγωγής), για την εγκαθίδρυση ενός λαϊκού σοσιαλισμού. Παρόμοια με τον Χες, πιστεύει πως πηγή των βασάνων των Εβραίων είναι η παρασιτική ζωή τους στη Διασπορά, όπου αδυνατούν (επειδή παραδοσιακά δεν τους επιτρέπεται) να συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Σε αντίθεση με τον Χες όμως, πιστεύει πως η φυσική εργασία θα χαρίσει το όραμα που λείπει από τους Εβραίους και μια πνευματική ζωή –κι έτσι θα ενωθεί ως λαός. «Η Γη του Ισραήλ θα αποκτηθεί μέσω της φυσικής εργασίας, όχι μέσω της φωτιάς και όχι μέσω του αίματος». Πιστεύει ότι την κοινωνία την ενώνουν οργανικοί δεσμοί, όπως η οικογένεια, η κοινότητα και το έθνος, και όχι οι «μηχανικοί» δεσμοί, όπως το κράτος, το κόμμα και η τάξη. Η μεγαλύτερη δοκιμασία για το αναγεννημένο κράτος των Εβραίων θα είναι η συμπεριφορά προς τους Άραβες, και ο Γκόρντον πιστεύει ότι αυτή πρέπει να είναι μια σχέση συνεργατική, όχι ανταγωνιστική ή εχθρική, και βασίζει αυτήν του την πεποίθηση σε λόγους ηθικούς, όχι στρατηγικούς.
1905: Ιδρύεται η αραβική οργάνωση «Al-Muntada al-Adabi» («Η Λογοτεχνική Λέσχη») για την προώθηση του αραβικού πολιτισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδρυτής και επικεφαλής της οργάνωσης είναι ο Abdul Karim al-Khalil, ένας σιίτης από την Chyah, νοτιοδυτικό προάστιο της Βηρυτού. Αρχικά, επειδή η οργάνωση δεν έχει πολιτική ατζέντα γίνεται αποδεκτή από τις οθωμανικές αρχές.
Ιανουάριος 1905: Ο μαρωνίτης Ναγκίμπ Άζουρι (Naguib Azoury, 1873 – 1916) δημοσιεύει στο Παρίσι, όπου ζει, βιβλίο με τίτλο «Le Reveil de la Nation Arabe», στο οποίο προειδοποιεί για την εμφάνιση δύο σημαντικών φαινομένων: «την αφύπνιση του αραβικού έθνους και τις προσπάθειες των Εβραίων για ανασύσταση του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ. Και τα δύο αυτά κινήματα είναι προορισμένα να πολεμούν μεταξύ τους συνεχώς μέχρι να νικήσει ένα από αυτά. Η μοίρα όλου του κόσμου θα εξαρτηθεί από το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πάλης μεταξύ αυτών των δύο λαών που αντιπροσωπεύουν δύο αντίθετες αρχές». Ο Άζουρι καλεί το αραβικό έθνος να διεκδικήσει όχι αυτονομία, αλλά ανεξαρτησία και την ίδρυση ενιαίου «κοσμικού» κράτους με όρια από τον Ευφράτη έως το Σουέζ και από τη Μεσόγειο έως τον αραβικό (περσικό) κόλπο. Να σημειωθεί ότι ο Άζουρι δε θεωρεί τους Αιγύπτιους Άραβες, αλλά αφρικανικής – βερβερικής καταγωγής, και δεν τους περιλαμβάνει στο μελλοντικό μεγάλο αραβικό κράτος.
27 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1905: Το Έβδομο Σιωνιστικό Συνέδριο στο οποίο συμμετέχουν 497 αντιπρόσωποι, με προεδρεύον τον Μαξ Νορντάου, είναι το πρώτο μετά τον θάνατο του Χερτσλ. Οι αντιπρόσωποι ενημερώνονται από την εξεταστική επιτροπή για την «ακαταλληλότητα» της Ουγκάντα για μαζική εγκατάσταση Εβραίων και υιοθετούν ένα ψήφισμα που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε εναλλακτική στη Γη του Ισραήλ. Η Εκτελεστική Επιτροπή που συγκροτείται στο συνέδριο εκλέγει ως πρόεδρό της τον στενό συνεργάτη του Χερτσλ και διευθυντή του JCT, Νταβίντ Βόλφσον (David Wolffsohn, 1855-1914).
30 Ιουλίου – 1 Αυγούστου 1905: Μια ομάδα 40 αντιπροσώπων με επικεφαλής τον I. Zangwill που συμμετέχουν στο Έβδομο Σιωνιστικό Συνέδριο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υιοθέτηση του ψηφίσματος που αποκλείει την πιθανότητα συμμετοχής σιωνιστών στη δημιουργία εβραϊκών οικισμών έξω από τη Γη του Ισραήλ, αποχωρούν από τις εργασίες του Συνεδρίου και πραγματοποιούν τη δική τους διήμερη διάσκεψη, στην οποία αποφασίζουν να αποχωρήσουν από τη Σιωνιστική Οργάνωση και να δημιουργήσουν την Εβραϊκή Εδαφική Οργάνωση (Jewish Territorial Organization- ITO). Μερικοί σιωνιστές ηγέτες προσχωρούν επίσης στην ITO, ιδιαίτερα οι σοσιαλιστές σιωνιστές με επικεφαλής τον N. Syrkin (1868-1924). Τα κεντρικά γραφεία της ITO βρίσκονταν στο Λονδίνο. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο οργανισμός δημιουργεί πολλά υποκαταστήματα σε όλο τον κόσμο. Μόνο στη Ρωσία υπάρχουν περισσότερα από 280 κέντρα μετανάστευσης της οργάνωσης. Η ITO διαπραγματεύεται με τη βρετανική κυβέρνηση σχετικά με την πρόταση της τελευταίας να παραχωρήσει στους Εβραίους εδάφη στην Ανατολική Αφρική, αλλά οι διαπραγματεύσεις είναι άκαρπες. Μετά από αυτό, η ITO προσπαθεί να έρθει σε συμφωνία για την απόκτηση εδαφών στην Αγκόλα (1907), την Κυρηναϊκή (1908), τη Μεσοποταμία (1909), καθώς και στην Αυστραλία, το Μεξικό και πολλά άλλα μέρη, αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες καταλήγουν σε αποτυχία.
Νοέμβριος 1905: Ιδρύεται το εβραϊκό κόμμα «Poale Zion», («Εργάτες της Σιών») Παλαιστίνης. Ηγετικά στελέχη ο Israel Shochat, ο Yitzhak Ben-Zvi, ο David Ben-Gurion.
1906: Στην Ιερουσαλήμ ιδρύεται το πρώτο ιδιωτικό μουσουλμανικό σχολείο, το «Εθνικό Οθωμανικό Ισλαμικό Σχολείο», με στόχο να προσφέρει ένα σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών που να αντικατοπτρίζει τις πατριωτικές, οθωμανικές και ισλαμικές πολιτιστικές τάσεις. Στην Ιερουσαλήμ γίνονται και τα εγκαίνια της Ακαδημίας Καλών Τεχνών Μπεζαλέλ, για να ενθαρρυνθούν οι νέοι ταλαντούχοι Εβραίοι στη μελέτη των καλών τεχνών. Στη Γιάφα ιδρύεται το πρώτο γυμνάσιο στο οποίο η διδασκαλία γίνεται στα εβραϊκά.
1906 – 1907: Στο μουτεσαριφλίκι της Ιερουσαλήμ ιδρύονται δύο νέες εβραϊκές αποικίες: Beer Yacov (1906) και Ben Shemen (1907).
14 – 21 Ιουλίου 1907: Όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο. Γίνεται στη Χάγη προκειμένου να δοθεί υψηλή προβολή στο συνέδριο κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Διεθνούς Διάσκεψης Ειρήνης (Ιούνιος-Οκτώβριος 1907). Στο συνέδριο συμμετέχουν για πρώτη φορά 4 αντιπρόσωποι σιωνιστών από την Παλαιστίνη. Ένα από τα ψηφίσματα που εγκρίνει το συνέδριο προβλέπει τη δημιουργία «μιας ειδικής Παλαιστινιακής Αρχής υπό την ηγεσία ενός από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής» για να διευθύνει τις σιωνιστικές εποικιστικές εργασίες στη Γη του Ισραήλ. Οι σύνεδροι αναγνωρίζουν τα εβραϊκά ως «την επίσημη γλώσσα του Σιωνιστικού κινήματος, των οργάνων διοίκησης, των συνεδρίων και των συνελεύσεών του», τονίζοντας ότι «η εθνική γλώσσα είναι υποχρεωτική για τους Σιωνιστές».

29 Σεπτεμβρίου 1907: Ιδρύεται η πρώτη μυστική ένοπλη πολιτοφυλακή «Bar-Giora», με αρχηγό τον Israel Shochat. Πήρε το όνομά της από τον Simon Bar Giora, Εβραίο επαναστάτη του Πρώτου Εβραίο-Ρωμαϊκού Πολέμου (66-73 μ.Χ.). Στόχος της ομάδας είναι να φτιάξει ένα κρυφό στρατό, με τον οποίο θα εξεγερθεί για να δημιουργήσει ένα εβραϊκό κράτος. Το μότο της οργάνωσης είναι: «Η Ιουδαία έπεσε στο αίμα και στη φωτιά. Η Ιουδαία θα αναστηθεί ξανά με αίμα και φωτιά».

Δεκέμβριος 1907: Εφαρμόζοντας απόφαση που εγκρίθηκε από το Όγδοο Σιωνιστικό Συνέδριο, η Σιωνιστική Οργάνωση ανοίγει γραφείο στη Γιάφα. Το Γραφείο Παλαιστίνης, σύμφωνα με την απόφαση, θα αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για την απόκτηση γης και την ίδρυση εβραϊκών αποικιών και θα συγκεντρώσει τις διάφορες πρωτοβουλίες αποικισμού, είτε προέρχονται από φιλανθρωπικές οργανώσεις είτε από ενώσεις μεταναστών. Επικεφαλής του Γραφείου διορίζεται ο οικονομολόγος, κοινωνιολόγος Άρθουρ Ρούπιν (Arthur Ruppin, 1876 – 1943).
16 Μαρτίου 1908: Στη Γιάφα ξεσπά η πρώτη ένοπλη σύγκρουση πόλης, ανάμεσα σε νεαρούς Εβραίους και Άραβες με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 15 άτομα. Η τοπική αστυνομία επεμβαίνει υπέρ των Αράβων. Λόγω της πίεσης των Εβραίων ηγετών και των Ευρωπαίων προξένων στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, ο καϊμακάμης της Γιάφα απομακρύνεται από τη θέση του.
Ιούλιος 1908: Στις 10 Ιουλίου του 1908, ο ηγέτης των Νεότουρκων, Ενβέρ Πασάς, κηρύσσει την επανάσταση που στόχο είχε την επαναφορά του καταργημένου συντάγματος του 1876 και την «οθωμανική ισότητα», την ισοπολιτεία για όλους ανεξάρτητα από γένος και θρησκεία. Δύο σώματα στρατού ετοιμάστηκαν να βαδίσουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης κάτω από την ηγεσία του. Προετοιμασμένος για τα αναπόφευκτα, ο σουλτάνος εκδίδει φιρμάνι την επομένη, σύμφωνα με το οποίο επαναφέρεται το σύνταγμα, παρέχεται ελευθεροτυπία, σταματά το φακέλωμα των πολιτών και προκηρύσσονται εκλογές.

Δεκέμβριος 1908: Ξεκινά η κυκλοφορία της πρώτης, στα αραβικά, αντισιωνιστικής εφημερίδας Al-Karmil ή El-Carmel, στη Γιάφα. Ιδιοκτήτης, εκδότης, βασικός συντάκτης και δημοσιογράφος της εφημερίδας είναι ο Najib Nassar (1865-1948), Παλαιστίνιος Άραβας Χριστιανός και ένθερμος αντισιωνιστής. Η al- Karmil, περισσότερο από κάθε άλλη εφημερίδα, θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της ευαισθητοποίησης των Αράβων για το Σιωνιστικό πρόγραμμα στην Παλαιστίνη και θα ενθαρρύνει τον τοπικό πληθυσμό να λάβει ενεργά μέτρα κατά της αγοράς εβραϊκής γης. Τέσσερις άλλες εφημερίδες θα επηρεαστούν άμεσα από τον Νασάρ και θα συμμετάσχουν στην εκστρατεία του κατά των πωλήσεων γης σε σιωνιστές: al-Ra’y al-‘Am, al-Haqiqa, al-Mufid (στη Βηρυτό) και al-Muqtabas (στη Δαμασκό).
17 Δεκεμβρίου 1908: Στη νέα Οθωμανική Βουλή μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων εκλέγονται πέντε βουλευτές που εκπροσωπούν περιοχές της Παλαιστίνης: Από την Ιερουσαλήμ οι Muhammad Ruhi al-Khalidi και Sa’id al-Husseini, από τη Γιάφα ο Hafiz al-Sa’id, από τη Ναμπλούς ο Ahmad al-Khammash και από την Άκρα ο As’ ad al-Shuqairi.
1908 – 1910: Πέντε νέες εβραϊκές αποικίες ιδρύονται στο σαντζάκι της Άκρα: Atlit, Deganiya, Kinneret, Migdal και Mitspa. Επίσης ιδρύεται μια νέα αποικία, η Hulda, στο σαντζάκι της Ιερουσαλήμ.
1908 – 1912: Συμμετοχή Παλαιστινίων Αράβων στην ίδρυση αραβικών εθνικιστικών κινημάτων. Ο Shukri al-Husseini και ο Jamil al-Husseini βουλευτές από την Ιερουσαλήμ συμμετέχουν στην ίδρυση της Ένωσης Αραβο-Οθωμανικής Αδελφότητας στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1908. Οι δυο τους πρωτοστάτησαν στον αγώνα κατά του σιωνισμού και του εβραϊκού εποικισμού στην Παλαιστίνη. Το καλοκαίρι του 1909, ο Jamil al-Husseini και ο φοιτητής της Σορβόννης Awni Abd al-Hadi από τη Νάμπλους είναι μεταξύ των ιδρυτών της Λογοτεχνικής Λέσχης, που αντιτίθενται στην πολιτική του «Τουρκισμού». Επίσης το 1909 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη η Ένωση Qahtani από Άραβες εθνικιστές μεταξύ των οποίων είναι ο Ali Nashashibi από την Ιερουσαλήμ. Στις 14 Νοεμβρίου 1909 στο Παρίσι ο Awni Abd al-Hadi και άλλοι δύο φοιτητές, ο Izzat Darwaza και ο Rustam Haidar, αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια παράνομη οργάνωση βασισμένη στο μοντέλο των Νεότουρκων αλλά με σκοπό την προστασία των αραβικών δικαιωμάτων. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, το τρίο διευρύνεται από δύο Άραβες φοιτητές από τη Βηρυτό, τον Tawfiq al-Natur και τον Muhammad al-Mihmisani και έναν άλλο φοιτητή από τη Νάμπλους, τον Rafiq al-Tamimi. Το αρχικό όνομα της οργάνωσης είναι «Society of Dad Speakers», αλλά το 1911 αλλάζει σε «Society of the Young Arab Nation» και αργότερα σε «Young Arab Society» (Jam’iyat al-Arab al-Fatat). Επειδή η λέξη «al-Arab» θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή της οθωμανικής κυβέρνησης, η οργάνωση συντόμευσε περαιτέρω το όνομά της σε «al-Fatat». Ο Ali Nashashibi, ο Salim Abd al-Hadi (από τη Νάμπλους) και ο Hafiz al-Sa’id (από τη Γιάφα) είναι μεταξύ των ιδρυτών του Οθωμανικού Κόμματος για τη Διοικητική Αποκέντρωση στο Κάιρο το 1912.
1909: Ίδρυση του Τελ-Αβίβ, της πρώτης αποκλειστικά εβραϊκής πόλης της σύγχρονης εποχής, κοντά στη Γιάφα.
1909: Δημιουργείται το πρώτο κιμπούτζ/κιμπούτς (στα εβραϊκά σημαίνει «σύναξη»), στις όχθες της λίμνης Τιβεριάδας, το Deganya Aleph, ή Kibbutz Degania. Το κιμπούτζ είναι γεωργικός οικισμός, που λειτουργεί στη βάση του εθελοντισμού, της ισότητας, της άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας, της ισότητας των δύο φύλων. Το εισόδημα του κιμπούτζ πηγαίνει σε έναν κοινό «κουμπαρά», από τον οποίο, αφού πληρωθούν όλα τα έξοδα, δίνεται ένα ποσό σε κάθε οικογένεια, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της, ανεξάρτητα από τη δουλειά ή τη θέση του καθενός. Στην προσπάθεια να κρατηθεί η ιδανικότητα της καθολικής οικονομικής ισότητας, τα μέλη του κιμπούτζ, τρώνε μαζί στο εστιατόριο του χώρου, φορούν τα ίδια ρούχα του κιμπούτζ (τα οποία πλένονται στα κοινοτικά πλυντήρια του κιμπούτζ) και μοιράζονται τις ευθύνες για την ανατροφή των παιδιών, την εκπαίδευση, τα πολιτιστικά προγράμματα και τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Τα περισσότερα κιμπουτζίμ (πληθυντικός του κιμπούτζ) τα αμέσως επόμενα χρόνια, ιδρύονται στην άνω κοιλάδα του Ιορδάνη, την κοιλάδα Ιεζραέλ και την παράκτια πεδιάδα Σαρόν. Η γη είναι διαθέσιμη για αγορά καθώς είναι ελώδης και η περιοχή μολυσμένη από ελονοσία. Οι σιωνιστές πιστεύουν ότι ο αραβικός πληθυσμός θα δεχθεί θετικά την έλευσή τους για τα οικονομικά οφέλη που θα έφερνε η αξιοποίηση της γης. Η προσέγγισή τους είναι ότι οι εχθροί των Αράβων αγροτών ήταν οι Άραβες γαιοκτήμονες (που ονομάζονται «αφέντες»), και όχι οι Εβραίοι αγρότες. Μέχρι το 1914 λειτουργούν 11 κιμπουτζίμ στη γη που αγοράζεται από το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο.
1909: Ο Χαλίλ Σακακίνι (Khalil Sakakini 1878 – 1953), Παλαιστίνιος Ορθόδοξος Χριστιανός δάσκαλος, λόγιος, ποιητής και Άραβας εθνικιστής, ιδρύει στην Ιερουσαλήμ το πρώτο ιδιωτικό κοσμικό σχολείο στην Παλαιστίνη, το al-Madrasa al-dusturiyya.

12 Απριλίου 1909: Ίδρυση της οργάνωσης Χασομέρ (Hashomer), επιφορτισμένης να παράσχει οργανωμένη ασφάλεια σε όλες τις εβραϊκές κοινότητες στην Παλαιστίνη. Αντικαθιστά την πολιτοφυλακή Bar-Giora και θα διαλυθεί μετά την ίδρυση της Χαγκάνα το 1920. Επικεφαλής της είναι μια τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τους Israel Shochat, Israel Giladi και Mendel Portugali.
Μάρτιος – Ιούλιος 1909: Σιωνιστική προσπάθεια αγοράς 1,5 εκατομμύριου dunams γης στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Καθώς το νέο οθωμανικό καθεστώς αναζητά τρόπους αποκατάστασης των οικονομικών της αυτοκρατορίας, η JCA υποβάλλει (Μάρτιο) μια προσφορά για την αγορά περίπου μισού εκατομμυρίου dunams από τα τσιφλίκια του σουλτάνου Abd al- Hamid II, στην περιοχή της Ιεριχούς. Τον ίδιο μήνα, ο βαρόνος Edmond de Rothschild υποβάλλει προσφορά για περίπου ένα εκατομμύριο dunams στο Μπετ Σεάν. Τον Ιούλιο, η Κωνσταντινούπολη απαντά αρνητικά.
Ιούνιος – 2 Νοεμβρίου 1909: Ο Hafiz al-Sa’id, βουλευτής από τη Γιάφα, υποβάλλει ερώτηση στο Προεδρείο της Οθωμανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, ρωτώντας εάν ο Σιωνισμός ήταν συμβατός με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και απαιτεί να κλείσει το λιμάνι της Γιάφα για Εβραίους μετανάστες. Σε μια συνέντευξη στην Ha-Zvi, μια εβραϊκή εφημερίδα της Ιερουσαλήμ που δημοσιεύεται την 1η Νοεμβρίου, ο Sa’id al-Husseini, βουλευτής από την Ιερουσαλήμ, δηλώνει ότι δεν είναι αντίθετος με τη μετανάστευση των Εβραίων στην αυτοκρατορία γενικά, αλλά αντιτίθεται στη μαζική είσοδό τους στην Παλαιστίνη. Ο Muhammad Ruhi al-Khalidi, άλλος βουλευτής από την Ιερουσαλήμ, εκφράζει την επόμενη μέρα στην ίδια εφημερίδα την αντίθεσή του στην ίδρυση αποικιών στην Παλαιστίνη και, δεδομένης της οικονομικής ικανότητας των Ασκενάζι, τον φόβο του να «αγοράσουν πολλές εκτάσεις γης και εκτοπίσουν τους Άραβες αγρότες από τη γη τους και την κληρονομιά των πατέρων τους».
26 – 30 Δεκεμβρίου 1909: Ένατο Σιωνιστικό Συνέδριο στο Αμβούργο. Οι διαφορές μεταξύ «πρακτικών» σιωνιστών και «πολιτικών» σιωνιστών σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της σιωνιστικής ατζέντας δεν επιλύονται. Μετά από επιμονή των υποστηρικτών του «πρακτικού σιωνισμού», οι σύνεδροι εγκρίνουν το σχέδιο που πρότεινε ο F. Oppenheimer για τη δημιουργία συνεταιριστικών αγροτικών οικισμών στην Παλαιστίνη (με βάση αυτό το σχέδιο, ο οικισμός Merhavia ιδρύθηκε το 1911). Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, πολλοί συμμετέχοντες στο συνέδριο (κυρίως εκπρόσωποι των σιωνιστικών οργανώσεων της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας και της Παλαιστίνης) επικρίνουν έντονα τις δραστηριότητες του Ντ. Βόλφσον ως προέδρου της Σιωνιστικής Οργάνωσης, απορρίπτοντας, ειδικότερα, την «εμπορική» προσέγγισή του. Ο Νταναήλ Πασμάνικ προτείνει μάλιστα και ψήφο δυσπιστίας κατά του Βόλφσον. Λόγω διαφωνιών σε διαδικαστικά ζητήματα, τελικά αποφασίζεται να μην γίνουν επανεκλογές προέδρου και κεντρικών οργάνων της Σιωνιστικής Οργάνωσης.
Ιούνιος 1910: Βουλευτές από αραβικές επαρχίες ζητούν εξηγήσεις από τον Οθωμανό υπουργό Εσωτερικών σχετικά με την απόκτηση γης από τους σιωνιστές στην Παλαιστίνη.

1910 – 1911: Ο Ilyas Sursuq, πλούσιος Ελληνορθόδοξος τραπεζίτης, έμπορος και γαιοκτήμονας από τη Βηρυτό καταλήγει σε συμφωνία να πουλήσει 10 000 dunams γη γύρω από το χωριό al-Fula, που βρίσκεται στους πρόποδες των βουνών Ναζαρέτ, στο Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο. Ωστόσο, αυτή η συναλλαγή συνοδεύεται από σημαντικές επιπλοκές. Οι πληγέντες αγρότες, αλλά και προύχοντες της Χάιφα και θρησκευτικοί αξιωματούχοι από την Ναζαρέτ, υποβάλλουν αιτήσεις στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1910 να αποτραπεί η πώληση. Οι χωρικοί κάτοικοι αρνούνται να εγκαταλείψουν το χωριό τους έχοντας την υποστήριξη του περιφερειάρχη της Ναζαρέτ, Shukri al-Asali (1878–1916), ο οποίος με την σειρά του, αψηφά την εντολή του βαλή της Βηρυτού και αρνείται να εγκρίνει επίσημα την πώληση και να εκδώσει τον τίτλο ιδιοκτησίας στους αγοραστές. Ο Shukri al-Asali απευθύνεται μάλιστα στη στρατιωτική διοίκηση του σαντζακίου με την πληροφορία ότι στα εδάφη αυτά βρισκόταν ένα στρατηγικά σημαντικό κάστρο που είχε καταλάβει ο Σαλαντίν από τους Σταυροφόρους, υπονοώντας ότι μέρος της κληρονομιάς του Σαλαντίν, σωτήρα της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους, τώρα πωλείται στους «νέους Σταυροφόρους», χωρίς η οθωμανική κυβέρνηση να κάνει κάτι για αυτό. Επιπλέον, προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση είτε να αγοράσει τη γη είτε να υποχρεώσει τον ιδιοκτήτη να την πουλήσει στους Άραβες αγρότες. Επίσης μεταξύ Νοεμβρίου 1910 και Αυγούστου 1911, ο Shukri al-Asali δημοσιεύει μια σειρά από άρθρα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά στην Κωνσταντινούπολη, τη Δαμασκό, τη Βηρυτό και τη Χάιφα. Σε αυτά τα άρθρα ο Shukri al-Asali αναφέρεται στην υπόθεση al-Fula και απευθύνει μόνιμες εκκλήσεις στο οθωμανικό κράτος να πάρει μέτρα πριν είναι αργά και ολόκληρη η Παλαιστίνη αγοραστεί από τους σιωνιστές.
1911: Στη Χάιφα εγκαινιάζεται το πρώτο εβραϊκό νοσοκομείο, από τον Γερμανοεβραίο γιατρό Ελίας Αουερμπάχ.

Ιανουάριος 1911: Ίδρυση της εβδομαδιαίας εφημερίδας Filastin στη Γιάφα, από τον ποιητή και δημοσιογράφο Issa Daoud El-Issa (1878 – 1949). Η εφημερίδα είναι ο πιο σκληρός και συνεπής επικριτής του σιωνιστικού κινήματος στη χώρα, καταγγέλλοντάς το ως απειλή για τον αραβικό πληθυσμό της Παλαιστίνης.
Μάρτιος – Μάιος 1911: Στην Οθωμανική βουλή διεξάγεται η πρώτη μεγάλη συζήτηση για τον σιωνισμό. Οι Παλαιστίνιοι εκπρόσωποι στο οθωμανικό κοινοβούλιο (μεταξύ άλλων, ο Muhammad Ruhi al-Khalidi από την Ιερουσαλήμ και ο Hafiz al-Sa’id από τη Γιάφα) θέτουν το ζήτημα του σιωνισμού, κατηγορώντας ότι ο σιωνιστικός στόχος είναι να δημιουργήσει ένα εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη και ζητούν νομοθεσία κατά της μαζικής μετανάστευσης των σιωνιστών στην Παλαιστίνη. Ο Shukri al-Asali ο πρώην περιφερειάρχης της Ναζαρέτ που γίνεται γνωστός με την υπόθεση al-Fula, στην τοποθέτησή του περιγράφει λεπτομερώς το υπόβαθρο και την πορεία της υπόθεσης, τη σιωνιστική αυτονομία και τη διάδοση των όπλων στους οικισμούς των εποίκων.
9 – 15 Αυγούστου 1911: Στο Δέκατο Σιωνιστικό Συνέδριο οι διαμάχες μεταξύ πρακτικών και πολιτικών σιωνιστών σταματούν με την υιοθέτηση της «συνθετικής» προσέγγισης που προτείνει ο Χάιμ Βάιζμαν (Chaim Weizmann, 1874 – 1952). Αποφασίζεται δηλαδή η ταυτόχρονη προώθηση του πολιτικού σιωνισμού (διεθνείς προσπάθειες για την απόκτηση μιας χάρτας για τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης) και του πρακτικού σιωνισμού του κινήματος Χιμπάτ Σιών, θέματα εγκατάστασης, ίδρυση παραρτήματος της οργάνωσης στην Παλαιστίνη, σχηματισμού μιας Παλαιστινιακής Εταιρείας Ανάπτυξης Γης κ.ά.). Ο D. Wolfson ανακοινώνει την παραίτησή του στο συνέδριο. Ο O. Warburg εκλέγεται πρόεδρος της Σιωνιστικής Οργάνωσης και ο V. Jacobson αναπληρωτής του. Οι σύνεδροι εγκρίνουν το νέο καταστατικό της Σιωνιστικής Οργάνωσης.
Οκτώβριος 1911: Ο Παλαιστίνιος δημοσιογράφος Νατζίμπ Νασάρ δημοσιεύει το πρώτο βιβλίο στα αραβικά για τον σιωνισμό, με τίτλο «Σιωνισμός: Η ιστορία, οι στόχοι και η σημασία του».
1 Μαρτίου 1913: Το δικαίωμα ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας επεκτείνεται σε νομικά πρόσωπα, όπως εταιρείες και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προηγουμένως μόνο φυσικά πρόσωπα, είχαν αυτό το δικαίωμα.
Ιούνιος 1913: Στο Παρίσι πραγματοποιείται το Πρώτο Παγκόσμιο Αραβικό συνέδριο, με τη συμμετοχή είκοσι πέντε αντιπροσώπων από τη Συρία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Οι Άραβες θα αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα –ανεξάρτητη από την ισλαμική θρησκεία. Ανάμεσα στα αιτήματα που διατυπώνονται στο συνέδριο είναι η διοικητική αποκέντρωση στις αραβικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, η αναγνώριση της αραβικής ως επίσημης γλώσσας στα αραβικά βιλαέτια και στο οθωμανικό κοινοβούλιο, η συμμετοχή των Αράβων στην κεντρική διοίκηση με τουλάχιστον 3 Άραβες υπουργούς στο Υπουργικό Συμβούλιο και γενικότερα η πιο δίκαιη οργάνωση και άσκηση της εξουσίας- καμιά όμως αναφορά δεν υπάρχει στο θέμα της απόσχισης των Αράβων από την αυτοκρατορία.
Σεπτέμβριος 1913: Το Ενδέκατο Σιωνιστικό Συνέδριο στο οποίο συμμετέχουν 539 αντιπρόσωποι γίνεται στη Βιέννη. Για πρώτη φορά, ο M. Nordau δεν συμμετέχει στις εργασίες του συνεδρίου. Σε επιστολή του προς τους συνέδρους κατηγορεί την ηγεσία της Σιωνιστικής Οργάνωσης ότι υποχώρησε από τη γραμμή του Τ. Χερτσλ. Ο επικεφαλής του Παλαιστινιακού Γραφείου A. Ruppin παρουσιάζει την έκθεση για τον εβραϊκό εποικισμό στη «Γη του Ισραήλ». Παρά τις αντιρρήσεις των υποστηρικτών του «πολιτικού σιωνισμού» (οι οποίοι επισημαίνουν, ειδικότερα, ότι η συντριπτική πλειονότητα των νέων οικισμών είναι ασύμφοροι), εγκρίνεται ένα ψήφισμα σχετικά με αυτήν την έκθεση, που απαιτεί τη συνέχιση της εποικιστικής δραστηριότητας σύμφωνα με τις αρχές που αναπτύχθηκαν στο προηγούμενα συνέδρια. Μετά από πρόταση των A. M. M. Usyshkin και H. Weizmann, οι σύνεδροι εγκρίνουν το σχέδιο για τη δημιουργία του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στην Ιερουσαλήμ (το πανεπιστήμιο θα δημιουργηθεί ουσιαστικά το 1925 κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Εντολής). Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο εγκρίνουν επίσης – για πρώτη φορά στην ιστορία του σιωνιστικού κινήματος – ένα ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο κάθε συμμετέχων είναι υποχρεωμένος «να κάνει το σχέδιο για την επανεγκατάσταση στην Παλαιστίνη μέρος του προγράμματος ζωής του».
1914 – 1918: Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
1914: Οι σχέσεις της Υψηλής Πύλης και του σαρίφη (τοποτηρητή επί των ιερών προσκυνημάτων στη Μέκκα και τη Μεδίνα) Χουσεΐν μπιν Αλί αλ-Χασίμι (Hussein bin Ali al-Hashimi, 1854 – 1931) αρχίζουν να επιδεινώνονται με τον διορισμό του Βεχίμπ πασά ως στρατιωτικού διοικητή και κυβερνήτη της Χετζάζης στις 15 Ιανουαρίου του 1914. Ο Βεχίμπ σύντομα έρχεται σε προστριβή με τον Χουσεΐν για διάφορα θέματα όπως η απαλλοτρίωση εκτάσεων από τον σαρίφη για ίδιον όφελος, η επιβολή νέων φόρων και η είσπραξη των εσόδων της φορολογίας γενικότερα. Από τον Μάρτιο του 1914 και μετά, ο Βεχίμπ ασκεί συνεχείς πιέσεις για την αντικατάσταση του, παρά την απροθυμία της Κωνσταντινούπολης να την υλοποιήσει. Επιπλέον, η μείωση του αριθμού των προσκυνητών και των σημαντικών για την τοπική οικονομία εσόδων, εξαιτίας του πολέμου, καθώς και η πολύ σοβαρή έλλειψη τροφίμων και εφοδίων εξαιτίας του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού των λιμανιών της Ερυθράς Θάλασσας, επιδεινώνουν την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα την πολιτική ισχύ του Χουσεΐν. Παρόλα αυτά ο σαρίφης, γνωρίζοντας την ισχύ των Τούρκων και θεωρώντας πιθανή τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων, για την ώρα αποφεύγει να πάρει θέση με πρόφαση το θρησκευτικό του αξίωμα και την πολιτική κατάσταση στη Χετζάζη. Με την είσοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας, τον Νοέμβριο του 1914, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι αραβικοί πληθυσμοί παραμένουν πιστοί στο σουλτάνο και μάλιστα, 300 000 Άραβες εντάσσονται στα στρατεύματά του.
Ιανουάριος – Μάρτιος 1915: Ο εβραϊκής καταγωγής Βρετανός υπουργός Εσωτερικών Χέρμπερτ Σάμιουελ (Herbert Samuel, 1870 – 1963), παρουσιάζει στο υπουργικό συμβούλιο ένα μνημόνιο (προσχέδιο τον Ιανουάριο και τελικό κείμενο τον Μάρτιο) για τη δημιουργία βρετανικού προτεκτοράτου στην Παλαιστίνη, όπου οι Εβραίοι θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν. Η Βρετανία θα εξασφάλιζε στην περιοχή την κυριαρχία της και οι Εβραίοι της Ρωσίας θα έβρισκαν εκεί ένα ασφαλές καταφύγιο. Τις απόψεις αυτές δεν συμμερίζεται ο τότε πρωθυπουργός Άσκουιθ, αλλά οι Μπάλφουρ (Arthur Balfour) και Λόιντ Τζορτζ (David Lloyd George) τις παίρνουν σοβαρά υπόψη τους.

Μάρτιος 1915: Δημιουργείται το «Σώμα Ημιονηγών (Μουλαράδων) της Σιών» («Zion Mule Corps»). Στις 15 Μαρτίου ο Βρετανός διοικητής στρατηγός Μάξγουελ συναντά στην Αλεξάνδρεια μια εβραϊκή αντιπροσωπία με επικεφαλής τους Zeev Jabotinsky (1880 – 1940) και Joseph Trumpeldor (1880 – 1920) που ήθελε να σχηματίσει μια στρατιωτική μονάδα από Ρώσους Εβραίους μετανάστες από την Παλαιστίνη, οι οποίοι να πολεμήσουν στο πλευρό και υπο τις οδηγίες των Βρετανών. Ο στρατηγός απορρίπτει την πρόταση, γιατί ο στρατιωτικός νόμος του απαγόρευε να στρατολογεί ξένους υπηκόους, σε μάχιμες θέσεις, αλλά θα μπορούσε να τους αξιοποιήσει σε ένα εθελοντικό σώμα μεταφορών με μουλάρια, με κύριο καθήκον την μεταφορά πολεμικού υλικού, νερού, τροφής στην πρώτη γραμμή όπως και μεταφορά τραυματιών στα νοσοκομεία. Ο Ζαμποτίνσκι απορρίπτει με τη σειρά του την ιδέα, αλλά όχι και ο Τρούμπελντορ. Ο τελευταίος αρχίζει να στρατολογεί εθελοντές από τους ντόπιους Εβραίους στην Αίγυπτο και αυτούς που είχαν απελαθεί εκεί από τους Οθωμανούς τον προηγούμενο χρόνο. Ο Βρετανικός Στρατός σχηματίζει 650 από αυτούς στο Σώμα Ημιονηγών (Μουλαράδων) της Σιών, εκ των οποίων οι 562 υπηρετούν στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Στο μέτωπο θα χάσουν τη ζωή τους 13 άτομα. Οι υπόλοιποι επιστρέφουν στην Αλεξάνδρεια στις 10 Ιανουαρίου 1916. Το Σώμα Ημιονηγών της Σιών διαλύεται στις 26 Μαΐου 1916.
Μάρτιος 1915: Τριμερής Άγγλο-Γαλλική-Ρωσική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία οριστικοποιεί την απόφαση των συμμάχων για τη διαίρεση και τη συνεπακόλουθη διανομή των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τη μυστική αυτή συμφωνία, Αγγλία και Γαλλία αποδέχονται το αίτημα των Ρώσων για την παραχώρηση σε αυτούς των Στενών. Οι δυτικοί σύμμαχοι δεν έχουν άλλη επιλογή διότι υπάρχει ο κίνδυνος ο Τσάρος να προσεταιρισθεί τις Κεντρικές Δυνάμεις και να συνάψει μαζί τους χωριστή ειρήνη.
Ιούλιος 1915 – Μάρτιος 1916: Η αλληλογραφία Χουσεΐν – ΜακΜάχον. Πρόκειται για τις δέκα επιστολές που ανταλλάσουν ο σαρίφης Χουσεΐν μπιν Αλί και ο ύπατος αρμοστής της Αιγύπτου Χένρι ΜακΜάχον (Sir Henry McMahon), με αντικείμενο συζήτησης την στάση των Βρετανών σε περίπτωση που οι Άραβες θα εξεγείρονταν εναντίον των Τούρκων. 0 Χουσεΐν θέλει, πριν αναλάβει την ηγεσία μιας «εθνικής» εξέγερσης, να αποσπάσει τη γραπτή δέσμευση των Βρετανών για την ίδρυση ενός «αραβικού χαλιφάτου του Ισλάμ» (ουσιαστικά αραβικού κράτους). Ο Χουσεΐν απαιτεί τη συνένωση όλων των αραβόφωνων περιοχών ανατολικά της Αιγύπτου, δηλαδή τις επαρχίες της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων του Λιβάνου και της Παλαιστίνης και τις επαρχίες του Ιράκ μαζί με την Αραβική Χερσόνησο. Οι Βρετανοί θεωρούν αδύνατη την ένωση τόσο διαφορετικών κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά αραβικών περιοχών και επιθυμούν τη δημιουργία χαλιφάτου με έδρα τη Μέκκα-Μεδίνα, όχι την ίδρυση κοσμικού αραβικού κράτους. Το χαλιφάτο αυτό θα ένωνε πνευματικά όλους τους Άραβες υπό βρετανική καθοδήγηση. Αν και ο ΜακΜάχον, υπό την καθοδήγηση του βρετανού υπουργού Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι, απαντάει θετικά στο αίτημα για ανεξαρτησία των Αράβων και ίδρυση αραβικού χαλιφάτου, αρνείται να συζητήσει λεπτομερειακά το θέμα των εδαφικών διεκδικήσεων. Μάλιστα διαβιβάζει στον Χουσεΐν ότι η περιοχή που εκτείνεται δυτικά μίας νοητής γραμμής που διασχίζει την Δαμασκό, τη Χομς, τη Χάμα και το Χαλέπι, δηλαδή η παραλιακή Συρία, δεν μπορεί να περιληφθεί στο αραβικό κράτος γιατί οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν είναι αμιγώς Άραβες και το βασικότερο για τη συγκεκριμένη περιοχή είναι, ότι έχουν αξιώσεις οι Γάλλοι. Στο θέμα αυτό δεν καταλήγουν σε συμφωνία οι δύο άντρες και η όλη συζήτηση αναβάλλεται για περαιτέρω διαβουλεύσεις μετά το τέλος του πολέμου. Στο ζήτημα του Ιράκ, όπου η Βρετανία ζητά να έχει μεταπολεμικά μια ιδιαίτερη θέση, ο Χουσεΐν επιμένει ότι οι περιοχές που το αποτελούν θα πρέπει να αποτελούν μέρος του αραβικού κράτους, αποδέχεται όμως την ειδική θέση που οι Βρετανοί απαιτούν μέχρι την εγκαθίδρυση μιας σταθερής διοίκησης στην περιοχή. Συνεπώς, στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας η Βρετανία δεσμεύεται να υποστηρίξει την αραβική ανεξαρτησία, ενώ οι Άραβες να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων.
Η αλληλογραφία Χουσεΐν-ΜακΜάχον εξακολουθεί και σήμερα να προκαλεί ζωηρή συζήτηση σε ιστορικούς της περιόδου. Ειδικότερα για το θέμα της Παλαιστίνης η Βρετανία ισχυρίζεται ότι ήταν τμήμα της δυτικής Συρίας (δυτικά του βιλαετιού της Δαμασκού), και είχε εξαιρεθεί από τη συμφωνία Χουσεΐν-ΜακΜάχον. Μάλιστα ο ΜακΜάχον σε επιστολή του στους Times του Λονδίνου (23 Ιουλίου 1937) επισημαίνει ότι στην υπόσχεσή του «δεν περιλάμβανε την Παλαιστίνη, γεγονός που έγινε πλήρως κατανοητό από το Χουσεΐν». Αυτό δε φαίνεται να αληθεύει. Ο Χουσεΐν και η οικογένεια του είχαν μείνει με την εντύπωση ότι η Παλαιστίνη θα περιλαμβανόταν στο αραβικό κράτος. Άλλωστε η Παλαιστίνη βρίσκεται νότια και όχι δυτικά των περιοχών που είχαν εξαιρεθεί.
Νοέμβριος 1915 – Μάιο 1916: Συμφωνία Σάικς – Πικό. Πρόκειται για μυστικό σύμφωνο ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και με τη συναίνεση της Ρωσίας, με το οποίο μοιράζονται σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας και αρχικά και της Ρωσίας, τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Τουρκία, τη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και τη Συρία. Η ονομασία του συμφώνου προέρχεται από τα ονόματα των Μαρκ Σάικς (Sir Mark Sykes, 1879 – 1919) και Σαρλ Πικό (François Marie Denis Georges-Picot, 1870 – 1951), που είναι οι διπλωμάτες της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας αντίστοιχα και οι οποίοι διαμορφώνουν τους όρους του. Μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις το Μάιο του 1916, με την έγκριση της τσαρικής κυβέρνησης, καταλήγουν στην ακόλουθη (μυστική) συμφωνία:

Η Γαλλία θέτει υπό τον έλεγχό της την Κιλικία, το παραλιακό τμήμα της Συρίας, το Λίβανο (μπλε ζώνη) και αποκτά σφαίρα επιρροής ανατολικότερα προς το βιλαέτι της Μοσούλης (ζώνη Α)·
Η Βρετανία θέτει υπό τον έλεγχό της τις επαρχίες της Βαγδάτης και της Βασόρας στο Ιράκ και τα λιμάνια της Άκρας και της Χάιφας στην Παλαιστίνη (κόκκινη ζώνη). Στη δική της σφαίρα επιρροής θα εντασσόταν το νότιο τμήμα της Εγγύς Ανατολής (ζώνη Β)·
Στις σφαίρες επιρροής των δύο ευρωπαϊκών δυνάμεων θα δημιουργούνταν ανεξάρτητο αραβικό κράτος ή συνομοσπονδία αραβικών κρατών·
Το μεγαλύτερο τμήμα της Παλαιστίνης δυτικά του Ιορδάνη ποταμού και νότια μέχρι την πόλη της Γάζας τελεί υπό διεθνή διοίκηση, η μορφή της οποίας θα καθοριζόταν μετά από διαβουλεύσεις με τη Ρωσία και τον Χουσεΐν·
Η Ρωσία αποκτά την επαρχία του Ερζερούμ, του Βαν, της Τραπεζούντας και του Μπιλίς.
Το μοναδικό κοινό σημείο της συμφωνίας με την αλληλογραφία Χουσεΐν-ΜακΜάχον ήταν η υπόσχεση για δημιουργία αραβικού κράτους. Ενώ η αλληλογραφία περιλάμβανε το Ιράκ στο αραβικό κράτος, η συμφωνία Σάικς-Πικό το απέκλειε – η συμφωνία χώριζε την ανεξάρτητη αραβική επικράτεια σε σφαίρες επιρροής. Στην αλληλογραφία αυτό δε γινόταν, αν και ο ΜακΜάχον είχε τονίσει ότι η Βρετανία θα προσέφερε βοήθεια και συμβουλές στο αραβικό κράτος· ενώ η αλληλογραφία δεν αναφερόταν στη Χάιφα και την Άκρα, η συμφωνία παραχωρούσε αυτές τις περιοχές στους Βρετανούς· και το κυριότερο: η αλληλογραφία δεν έκανε σαφή λόγο για την Παλαιστίνη, ενώ η συμφωνία την έθετε υπό διεθνή έλεγχο.
Μάρτιος 1916: Ο Χουσεΐν βάζει πάνω απ’ όλα το συμφέρον το δικό του και της οικογένειάς του και γι’ αυτό τη στιγμή που συνομιλεί με τους Βρετανούς διαπραγματεύεται και με τους Νεότουρκους. Σε επιστολή του προς τον υπουργό Πολέμου Ενβέρ Πασά, τον πιο ισχυρό άνδρα της τουρκικής ηγεσίας, του θέτει τρεις όρους που εάν γίνονταν δεκτοί, θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του και θα συγκέντρωνε τις αραβικές φυλές για τζιχάντ εναντίον των απίστων της Δύσης. Διαφορετικά, απλώς θα ευχόταν στους Τούρκους «καλή τύχη». Οι όροι του Χουσεΐν είναι: α) γενική αμνηστία σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους που είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί στη Συρία, β) αυτονομία για τη Συρία, γ) μόνο μέλη της οικογένειάς του να μπορούν να αναλάβουν το αξίωμα του σαρίφη. Την ίδια περίοδο στην Κωνσταντινούπολη βρίσκεται ο τρίτος γιος του Χουσεΐν, ο Φεϊζάλ μπιν αλ-Χουσεΐν μπιν Αλί αλ-Χασίμι (Faisal bin Al-Hussein bin Ali Al-Hashemi 1883 – 1933), ο οποίος πληροφορείται ένα σχέδιο εκθρόνισης του πατέρα του. Κατά την επιστροφή του στην πατρίδα ο Φεϊζάλ βλέπει ότι τουρκικά στρατεύματα κινούνται προς την Χετζάζη.
5 Ιουνίου 1916: Η Αραβική Εξέγερση παίρνει σάρκα και οστά. Ο Χουσεΐν δεν χάνει χρόνο. Έχει αρχίσει ήδη να λαμβάνει φορτία τυφεκίων και πυρομαχικών από τους Βρετανούς, αλλά δίχως να περιμένει μέχρι να εξοπλιστούν όλοι οι άνδρες του διατάζει τον μεγαλύτερο γιο του, Αλί, και τον Φεϊζάλ να υψώσουν το λάβαρό του στη Μεδίνα. Τη στιγμή εκείνη διαθέτει περίπου 30 000 άνδρες συγκεντρωμένους κοντά στη Μεδίνα. Από αυτούς μόνο 6 000 έχουν τυφέκια και δεν έχουν καθόλου βαρύτερα όπλα, ούτε καν πολυβόλα. Ο Φεϊζάλ διενεργεί μία ανεπιτυχή επίθεση κατά της Μεδίνας, ενώ ο Αλί βαδίζει για να κόψει το σιδηρόδρομο της Χετζάζης στο Μενταΐν Σαλέχ, 290 χιλιόμετρα πιο βορειοδυτικά. Αυτές οι επιθέσεις δεν είναι βέβαια τίποτα περισσότερο από αντιπερισπασμοί, για να γίνουν γνωστές οι προθέσεις του Χουσεΐν. Οι δυνάμεις του σίγουρα δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές των Οθωμανών. Ο Χουσεΐν ισχυριζόταν ανέκαθεν – στους Βρετανούς – πως από τη στιγμή που θα υψωνόταν το λάβαρό του οι άνδρες του θα συνέρρεαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, συμπεριλαμβανομένων όλων των αραβικών στρατευμάτων του οθωμανικού στρατού. Αυτή η αυτομόληση δεν συνέβη ποτέ. Καμία αραβική μονάδα δεν θα ταχθεί στο πλευρό του. Η εξέγερσή του είχε ελάχιστη απήχηση στη Μέση Ανατολή εκτός της Χετζάζης και οι περισσότεροι Άραβες ηγέτες την αντιμετώπισαν με αδιαφορία ή και εχθρότητα ως προδοσία του ισλάμ και του σουλτάνου.
Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1916: Στις 16 Οκτωβρίου στο χωριό Χάμρα της Μεδίνας, συναντώνται για πρώτη φορά ο Φεϊζάλ με τον Βρετανό αξιωματικό Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence, 1888 – 1935), γνωστό και ως Λόρενς της Αραβίας. Η σημαντικότερη συμβολή του Λόρενς στην αραβική εξέγερση είναι στον τομέα της στρατηγικής και της διασύνδεσης με τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά συμμετέχει επίσης προσωπικά σε αρκετές στρατιωτικές εμπλοκές. Στα τέλη του Δεκέμβρη 1916 ο Φεϊζάλ και ο Λόρενς εκπονούν ένα σχέδιο για την επανατοποθέτηση των αραβικών δυνάμεων ώστε να αποτρέψουν τις οθωμανικές δυνάμεις γύρω από τη Μεδίνα από το να απειλήσουν τις αραβικές θέσεις και να θέσουν υπό απειλή τη σιδηροδρομική γραμμή από τη Συρία. Ο Φεϊζάλ θέλει να ηγηθεί τακτικών επιθέσεων κατά των Οθωμανών, αλλά ο Λόρενς τον πείθει να εγκαταλείψει αυτή την τακτική. Ο Λόρενς θα γράψει για τους Βεδουίνους ως πολεμική δύναμη: «Η αξία των φυλών είναι μόνο αμυντική και η πραγματική τους εμπειρία είναι ο ανταρτοπόλεμος. Είναι ευφυείς και πολύ ζωηροί, σχεδόν ριψοκίνδυνοι, αλλά πολύ ατομικιστές για να αντέξουν εντολές, να πολεμήσουν σε γραμμή ή να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι θα ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μια οργανωμένη δύναμη από αυτούς…. Ο πόλεμος στη Χετζάζη είναι ένας πόλεμος δερβίσηδων εναντίον τακτικών δυνάμεων – και εμείς είμαστε με το μέρος των δερβίσηδων. Τα εγχειρίδιά μας δεν εφαρμόζονται καθόλου στις συνθήκες του.».

Μάιος – Ιούλιος 1917: Ο Λόρενς προτείνει μια κοινή δράση με τους Άραβες ατάκτους και τις δυνάμεις που περιλάμβαναν τον Αούντα Αμπού Ταγί, ο οποίος είχε προηγουμένως υπηρετήσει στους Οθωμανούς, εναντίον της στρατηγικής σημασίας αλλά ελαφρά αμυνόμενης πόλης Άκαμπα στην Ερυθρά Θάλασσα. Η επίθεση θα μπορούσε να γίνει από τη θάλασσα, αλλά τα στενά αναχώματα που οδηγούν μέσα από τα βουνά είναι ισχυρά αμυνόμενα. Ο Λόρενς αποφεύγει προσεκτικά να ενημερώνει τους Βρετανούς ανωτέρους του για τις λεπτομέρειες της σχεδιαζόμενης επίθεσης στην ενδοχώρα, λόγω της ανησυχίας του ότι αυτή θα εμποδίζονταν ως αντίθετη προς τα γαλλικά συμφέροντα. Η αποστολή αναχωρεί από το Wejh στις 9 Μαΐου και η Άκαμπα πέφτει στις 6 Ιουλίου στις αραβικές δυνάμεις, μετά από αιφνιδιαστική επίθεση στην ξηρά στα μετόπισθεν της τουρκικής άμυνας. Η κατάληψη της Άκαμπα θα ανοίξει γραμμές εφοδιασμού από την Αίγυπτο προς τις αραβικές και βρετανικές δυνάμεις στα βόρεια (Υπεριορδανία και Παλαιστίνη), και, το σημαντικότερο, θα άρει την απειλή τουρκικών επιθέσεων στη στρατηγικά σημαντική Διώρυγα του Σουέζ.
28 Ιουνίου 1917: Ο στρατηγός Έντμουντ Άλενμπι (Edmond Allenby, 1861 – 1936) – «ο Ταύρος», όπως είναι γνωστός τόσο για τους τρόπους του όσο και για το παρουσιαστικό του – αναλαμβάνει τη διοίκηση της συμμαχικής Αιγυπτιακής Εκστρατευτικής Δύναμης.
1917: Διακήρυξη Μπάλφουρ. Στις αρχές του 1917 Βρετανοί αξιωματούχοι στη νεοσύστατη κυβέρνηση του Λόιντ Τζορτζ (Μαρκ Σάικς, Ρόναλντ Γκράχαμ, Χέρμπερτ Σάμιουελ κ.ά.) και Εβραίοι της Βρετανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας ξεκινούν διαπραγματεύσεις για το ενδεχόμενο ίδρυσης εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη. Την πρωτοβουλία φαίνεται ότι την παίρνουν οι σιωνιστές, που την εποχή εκείνη είναι δυσαρεστημένοι με την κριτική που δέχονται από Εβραίους και Βρετανούς αντισιωνιστές (Ντέιβιντ Αλεξάντερ, πρόεδρος του Συμβουλίου των Βρετανών-Εβραίων, Κλόουντ Μοντεφιόρε, πρόεδρος του Αγγλο-Εβραϊκού Συνδέσμου, Έντγουιν Μονταγκού, υπουργός για τα θέματα της Ινδίας κ.ά.). Οι τελευταίοι αποκαλούνται assimilationists, επειδή υποστηρίζουν ότι οι Εβραίοι πρέπει να αφομοιωθούν δημιουργικά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες τους. Στις 16 Ιουλίου 1917 ο Χάιμ Βάιζμαν και ο λόρδος Λάιονελ Γουόλτερ Ρότσιλντ (Lionel Walter Rothschild, 1868 – 1937) συναντούν τον υπουργό Εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ (Arthur James Balfour, 1848 – 1930) και του επισημαίνουν ότι είναι καιρός η βρετανική κυβέρνηση να δηλώσει την υποστήριξή της στο σιωνισμό. Ο Μπάλφουρ συμφωνεί και ζητά από τον Βάιζμαν να του ετοιμάσει μια διακήρυξη. Η Σιωνιστική Ομοσπονδία επεξεργάζεται το κείμενο και ο Ρότσιλντ το παραδίδει στον Μπάλφουρ στις 18 Ιουλίου. Ακολουθεί η συζήτηση του στο υπουργικό (πολεμικό) συμβούλιο και η δημοσίευσή του στις 2 Νοεμβρίου 1917, μετά την αμερικανική έγκριση (16 Οκτώβρη) με τη μορφή διακήρυξης του Μπάλφουρ προς το λόρδο Βάλτερ Ρότσιλντ. Η δήλωση δημοσιεύτηκε στους Τάιμς στις 9 Νοεμβρίου, στο ένθετο «Παλαιστίνη για τους Εβραίους».

«…Η κυβέρνηση της AM βλέπει ευνοϊκά την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον Ιουδαϊκό λαό και θα χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις της για να διευκολύνει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι δε θα γίνει τίποτα που θα μπορούσε να βλάψει τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη-Ιουδαϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη ή τα δικαιώματα και την πολιτική σταθερότητα που απολαμβάνουν οι Ιουδαίοι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή…».
Με τη διακήρυξη αυτή η Βρετανία επιδιώκει να κερδίσει την εύνοια των σιωνιστών της Ρωσίας και των ΗΠΑ, για να πιέσουν την πρώτη χώρα να παραμείνει στον πόλεμο (την ίδια περίοδο η Ρωσία ταλανιζόταν από την επανάσταση) και τη δεύτερη να παίξει πιο ενεργό ρόλο σ’ αυτόν. Είναι επίσης πιθανόν να θέλει να προκαταλάβει τους Γερμανούς, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1917 αναλαμβάνουν μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές σιωνιστικές οργανώσεις και στους Οθωμανούς για την ίδρυση εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη. Η κυριότερη αιτία της διακήρυξης φαίνεται ότι είναι η επιθυμία των Βρετανών να μετατρέψουν το προβλεπόμενο από τη συμφωνία Σάικς-Πικό διεθνές καθεστώς στην Παλαιστίνη σε δική τους απόλυτη κυριαρχία μέσω του σιωνιστικού παράγοντα. Η Παλαιστίνη θεωρείται απόλυτα απαραίτητη για τη διασφάλιση των βρετανικών συμφερόντων στην Αίγυπτο (κυρίως στον απρόσκοπτο έλεγχο της στη διώρυγα του Σουέζ) και της ισορροπίας ισχύος με τη Γαλλία στη Μέση Ανατολή.
Η υπόσχεση των Βρετανών στους σιωνιστές μιας γης που ανήκει σε άλλους αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα της αποικιοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία. Δημοσιεύεται πριν ακόμα ο βρετανικός στρατός καταλάβει ολόκληρη την Παλαιστίνη, μιας και το Νοέμβριο του 1917, οι Βρετανοί κατέχουν μόνο τη νότια Παλαιστίνη, ενώ το βόρειο τμήμα ανήκει ακόμα στους Οθωμανούς. Επιπλέον, η Βρετανία δεν είχε καμιά επίσημα αναγνωρισμένη δικαιοδοσία στην Παλαιστίνη, ώστε να παραχωρήσει δικαιώματα, πολιτικά ή εδαφικά, σ’ ένα λαό σε βάρος ενός άλλου. Μάλιστα στη διακήρυξη οι Άραβες της Παλαιστίνης δεν κατονομάζονται αλλά αναφέρονται ως «μη-εβραϊκές κοινότητες». Η υπόσχεση της Βρετανίας στους σιωνιστές ήταν λοιπόν όχι μόνο άδικη αλλά προπάντων παράνομη.
Μόλις ο Χουσεΐν πληροφορείται το περιεχόμενο της διακήρυξης Μπάλφουρ, το οποίο είχε δημοσιευτεί από τους Ρώσους, ζητά εξηγήσεις από τους Βρετανούς. Αυτοί σε μία προσπάθεια κατευνασμού τον διαβεβαιώνουν ότι θα εκπλήρωναν τις υποσχέσεις τους. Οι Οθωμανοί από την δικιά τους πλευρά εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις προσπαθούν να προσεταιριστούν τον σαρίφη Χουσεΐν προτείνοντας του να διαπραγματευτούν το καθεστώς των αραβόφωνων περιοχών.
Οκτώβριος 1917: Ο Χάιμ Βάιζμαν εκλέγεται πρόεδρος της Βρετανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας.
23 Οκτωβρίου 1917: Ιδρύεται η «Διοίκηση Κατεχόμενων Εχθρικών Εδαφών», (Occupied Enemy Territory Administration – OETA) μια κοινή βρετανική, γαλλική και αραβική στρατιωτική διοίκηση για τις επαρχίες της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διοίκηση θα τερματιστεί μετά την αποστολή της Γαλλικής Εντολής για τη Συρία και το Λίβανο και της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη στη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο τον Απρίλιο του 1920.
23 Νοεμβρίου 1917: Η Συμφωνία Σάικς – Πικό υποτίθεται ότι πρέπει να παραμείνει μυστική, αλλά όταν η Οκτωβριανή επανάσταση φέρνει στην εξουσία τους Μπολσεβίκους, το κείμενό της δημοσιεύεται στην Ιζβέστια και στην Πράβντα και αναδημοσιεύεται στη Βρετανία στον Manchester Guardian τρεις μέρες αργότερα.

11 Δεκεμβρίου 1917: Ο στρατηγός σερ Έντμουντ Άλενμπι ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων, εισέρχεται πεζός (από ένδειξη σεβασμού) στην Ιερή πόλη. Δύο μέρες πριν η Ιερουσαλήμ είχε καταληφθεί. Ο Άλενμπι υποσχέθηκε «ότι κάθε ιερό κτίριο, μνημείο, ιερός παραδοσιακός χώρος, κληροδότημα, ή εθιμικός τόπος προσευχής οποιασδήποτε μορφής, των τριών θρησκειών θα διατηρηθεί και θα προστατεύεται σύμφωνα με τα υπάρχοντα έθιμα και πεποιθήσεις αυτών για των οποίων η πίστη είναι ιερή».
Φεβρουάριος – Απρίλιος 1918: Αν και μετά την εκστρατεία των Δαρδανελίων (γνωστή ως Καλλίπολη), το «Σώμα Ημιονηγών (Μουλαράδων) της Σιών» είχε διαλυθεί, οι σιωνιστές Βλαντιμίρ Ζαμποτίνσκι και Τζόζεφ Τρούμπελντορ, πιέζουν να συνεχιστεί σε κάποια μονάδα η συμμετοχή Εβραίων στον πόλεμο ενάντια των Οθωμανών για την απελευθερώσει της «Γης του Ισραήλ». Τελικά τα καταφέρνουν: Ο αντισυνταγματάρχης Τζον Χένρι Πάτερσον που ήταν ο διοικητής του Σώματος των Εβραίων μουλαράδων, λαμβάνει εντολή από το Γραφείο Πολέμου να οργανώσει ένα εβραϊκό σύνταγμα. Τα νέα ανακοινώνονται μέσω της εφημερίδας London Gazette (23 Αυγούστου 1917), μάλιστα στον στρατιωτικό σχηματισμό δίνεται το ανεπίσημο όνομα «Εβραϊκή Λεγεώνα». Πολλοί μέσα στο βρετανικό εβραϊκό κατεστημένο είναι τρομοκρατημένοι με την ιδέα μιας Εβραϊκής Λεγεώνας, γιατί πιστεύουν ότι θα υποκινούσε τον αντισημιτισμό και την απομόνωση αντί να καταδείξει την πίστη των Αγγλοεβραίων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για τον λόγο αυτό αποφασίζεται οι νέες μονάδες να ενταχθούν στο υφιστάμενο σύνταγμα «Βασιλικών Τυφεκιοφόρων» με έδρα το Λονδίνο [Royal Fusiliers (City of London Regiment)]. Στις 2 Φεβρουαρίου 1918, ο Δήμαρχος του Λονδίνου δίνει άδεια στο πρώτο από τα τάγματα των νεοσύλλεκτων Εβραίων που προέρχονται κυρίως από την Βρετανία και την Ρωσία – το 38ο τάγμα, να παρελάσει, με εφ’ όπλου λόγχη, πριν την αναχώρηση του για περαιτέρω εκπαίδευση στην Αίγυπτο. Τον Μάρτιο βρίσκεται πλέον στο μέτωπο.



Για τους εθελοντές που διαμένουν στις ΗΠΑ και τον Καναδά δημιουργείται κέντρο εκπαίδευσης στο Φρούριο Έντουαρντ («Camp Fort Edward»), στο Γουίνδσορ της Νέας Σκωτίας, στον Καναδά. Οι νεοσύλλεκτοι από την Αμερική θα δημιουργήσουν το 39ο τάγμα και θα αρχίσουν να καταφθάνουν στο θέατρο επιχειρήσεων τον Απρίλιο του 1918. Μετά την αναχώρηση των δύο πρώτων ταγμάτων συνεχίζουν να κατατάσσονται εθελοντές οι οποίοι θα δημιουργήσουν το 40ο και 42ο τάγμα. Αυτά όμως τα τάγματα θα σταθμεύσουν ως εφεδρικά το πρώτο στην Αίγυπτο και το δεύτερο στο Πλύμουθ της Αγγλίας. Τα Τάγματα 38ο και 39ο εντάσσονται στην 20ή Ινδική Ταξιαρχία υπό τον ταξίαρχο Μάρεϊ (E. R. B. Murray) και αυτή με την σειρά της αποτελεί τμήμα της Αυστραλιανής και Νεοζηλανδικής Έφιππης Μεραρχίας, υπο τις διαταγές του υποστράτηγου Έντουαρντ Τσέιτορ (Edward Chaytor, 1868 – 1939) γνωστή και ως «Δύναμη του Τσέιτορ» (Chaytor’s Force). Οι στρατιώτες του 38ου, του 39ου Τάγματος των Βασιλικών Τυφεκιοφόρων (Εβραϊκή Λεγεώνα) υπηρετούν στην κοιλάδα του Ιορδάνη και πολεμούν τους Οθωμανούς βόρεια της Ιερουσαλήμ. Στα απομνημονεύματά του για τη Λεγεώνα ο Ζαμποτίνσκι περιγράφει τη σύνθεση της Λεγεώνας των 5.000 (sic!) μελών ως: «Τριάντα τέσσερα τοις εκατό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τριάντα τοις εκατό από την Παλαιστίνη, είκοσι οκτώ τοις εκατό από την Αγγλία, έξι τοις εκατό από τον Καναδά, ένα τοις εκατό Οθωμανοί αιχμάλωτοι πολέμου, ένα τοις εκατό από την Αργεντινή».
Μάρτιος 1918: Συγκροτείται η Σιωνιστική Επιτροπή για την Παλαιστίνη υπό την προεδρία του Chaim Weizmann, προέδρου της Βρετανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας. Γραμματέας αναλαμβάνει ο Israel Moses Sieff και μέλη ο Joseph Cowen , ο Dr. MD Eder , και ο Leon Simon από τη Βρετανία, ο Angelo Levi Bianchini από την Ιταλία και ο καθηγητής Sylvain Lévi από τη Γαλλία. Από την Αμερική και τη Ρωσία, δεν υπήρχαν εκπρόσωποι. Το Γραφείο Παλαιστίνης που είχε δημιουργηθεί το 1908, συγχωνεύτηκε στη Σιωνιστική Επιτροπή.
Απρίλιος 1918: Η Σιωνιστική Επιτροπή για την Παλαιστίνη, ορίζεται επίσημα ως το «συμβουλευτικό όργανο για τις βρετανικές αρχές στην Παλαιστίνη σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με τους Εβραίους ή που μπορεί να επηρεάσουν την ίδρυση Εθνικής Εστίας για τον Εβραϊκό Λαό».

Ιούνιος 1918: Στην Άκαμπα πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στον Βάιζμαν και στον Φεϊζάλ. Ο Βάιζμαν διαβεβαιώνει τον Φεϊζάλ ότι οι Εβραίοι δεν προτείνουν τη δημιουργία κράτους, αλλά θέλουν να εργαστούν υπό την προστασία των Βρετανών, να αποικίσουν και να αναπτύξουν την Παλαιστίνη χωρίς να παραβιάσουν κανένα νόμιμο συμφέρον. Μάλιστα είναι έτοιμοι να υπογράψουν συμφωνία με τον Φεϊζάλ για την δημιουργία ενός Αραβικού Βασιλείου και μιας εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη, αρκεί να αγνοηθούν οι επιθυμίες των Παλαιστινίων Αράβων. Ο Φεϊζάλ, με την σειρά του για να αποσπάσει τη συνδρομή των Βρετανών στον αγώνα του κατά των Γάλλων, βλέπει θετικά την πρόταση των σιωνιστών.
1 – 4 Οκτωβρίου 1918: Η Βρετανική Αιγυπτιακή Εκστρατευτική Δύναμη υπό τη διοίκηση του Έντμουντ Άλενμπι την 1 Οκτωβρίου καταλαμβάνει τη Δαμασκό. Στις 3 Οκτωβρίου ο Ali Rida al-Rikabi (1864 – 1943) ένα από τα ιδρυτικά μέλη της παράνομης οργάνωσης «αλ-Φατάτ», αλλά και ως τότε Δήμαρχος της Δαμασκού, διορίζεται Στρατιωτικός Κυβερνήτης της «Διοίκηση Κατεχόμενων Εχθρικών Εδαφών – Ανατολής». Ο Φεϊζάλ, μπαίνει στη Δαμασκό στις 4 Οκτωβρίου και με την άδεια του Βρετανικού στρατού, σχηματίζει κυβέρνηση τοποθετώντας τον Ρικάμπι Αρχηγό του Συμβουλίου Διευθυντών (δηλαδή πρωθυπουργό) της Συρίας, η επικράτεια της οποίας αποτελείται από το Οθωμανικό Βιλαέτι της Δαμασκού και το νότιο τμήμα του Βιλαετίου του Χαλεπίου. Οι Παλαιστίνοι με την σειρά τους διακηρύττουν ότι η Παλαιστίνη είναι το νότιο μέρος της Συρίας και αναγνωρίζουν την Δαμασκό ως την κυβέρνηση τους.

Νοέμβριος 1918: Για τον διαμερισμό των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο T. E. Λόρενς προτείνει τη λεγόμενη «Σαριφιανή Λύση». Ουσιαστικά είναι ένα σχέδιο για την τοποθέτηση των τριών νεότερων γιων του Σαΐντ Χουσεΐν μπιν Αλί (του σαρίφη της Μέκκας και βασιλιά της Χετζάζης) ως αρχηγούς κρατών σε νεοσύστατες χώρες σε όλη τη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο ο δεύτερος γιος του, ο Αμπντάλλα, θα κυβερνούσε τη Βαγδάτη και την Κάτω Μεσοποταμία, ο τρίτος γιος του, ο Φεϊζάλ θα κυβερνούσε τη Συρία και ο τέταρτος γιος του, ο Ζέιντ θα κυβερνούσε την Άνω Μεσοποταμία. Ο ίδιος ο Χουσεΐν δεν θα ασκούσε καμία πολιτική εξουσία σε αυτά τα μέρη και ο πρώτος του γιος, ο Αλί θα ήταν ο διάδοχός του στη Χετζάζη και σαρίφης της Μέκκας.
Δεκέμβριος 1918: Ενώ ο Φεϊζάλ στελεχώνει την κυβέρνησή του στη Δαμασκό, στο Λονδίνο και το Παρίσι επικρατεί διπλωματικός πυρετός. Ο Λόιντ Τζορτζ και ο Γάλλος ομόλογός του Ζορζ Κλεμανσό συμφωνούν προφορικά σ’ έναν «ιμπεριαλιστικό διακανονισμό» για τη Μέση Ανατολή, βάσει του οποίου η Γαλλία απεμπολεί τις διεκδικήσεις της στη Μοσούλη και την Παλαιστίνη με αντάλλαγμα τη βρετανική υποστήριξη των διεκδικήσεών της σε Συρία-Λίβανο.
11 – 12 Δεκεμβρίου 1918: Βάιζμαν και Φεϊζάλ συναντώνται για δεύτερη φορά, στο Λονδίνο. Την επόμενη μέρα σε άρθρο στους «The Times», που όπως υποστηρίζει ο Ali Allawi «αναμφίβολα υποκινήθηκε από τον Λόρενς και το Foreign Office», ο Φεϊζάλ αναφέρει: «Οι δύο κύριοι κλάδοι της σημιτικής οικογένειας, οι Άραβες και οι Εβραίοι, κατανοούν ο ένας τον άλλον και ελπίζω ότι ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής ιδεών στη Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία θα καθοδηγείται από τα ιδανικά της αυτοδιάθεσης και της εθνικής ταυτότητας, κάθε έθνος θα κάνει βέβαιη πρόοδο προς την υλοποίηση των φιλοδοξιών του.[…] Η τουρκική ίντριγκα στην Παλαιστίνη έχει προκαλέσει ζήλια μεταξύ των Εβραίων αποίκων και των ντόπιων αγροτών, αλλά η αμοιβαία κατανόηση των στόχων Αράβων και Εβραίων θα εξαφανίσει αμέσως και το τελευταίο ίχνος αυτής της προηγούμενης πικρίας…».
16 Δεκεμβρίου 1918: Το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο, υιοθετεί το ακόλουθο ψήφισμα:
«Το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο δίνει εντολή στην αντιπροσωπεία του στην Ευρώπη να συνεργαστεί με εκπροσώπους άλλων Εβραϊκών Οργανώσεων και συγκεκριμένα με τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, προκειμένου η Διάσκεψη Ειρήνης να αναγνωρίσει τις φιλοδοξίες και τις ιστορικές διεκδικήσεις του εβραϊκού λαού σε σχέση με την Παλαιστίνη, και δηλώνει ότι, σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Βρετανικής Κυβέρνησης της 2ας Νοεμβρίου 1917 που εγκρίθηκε από τις Συμμαχικές Κυβερνήσεις και τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, θα δημιουργηθούν στην Παλαιστίνη τέτοιες πολιτικές διοικητικές και οικονομικές συνθήκες, που θα διασφαλίζουν υπό την επιτροπεία της Μεγάλης Βρετανίας, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινωνίας των Εθνών, την ανάπτυξη στην Παλαιστίνης μιας Εβραϊκής Κοινοπολιτείας· είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρέπει να γίνει τίποτα που να βλάπτει τα ατομικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη, ή τα δικαιώματα και το πολιτικό καθεστώς που απολαμβάνουν οι Εβραίοι σε άλλες χώρες».
1919 – 1923: Το τρίτο κύμα της σιωνιστικής μετανάστευσης («Η Τρίτη Αλίγια») οργανωμένο από το σιωνιστικό κίνημα συρρέει στην Παλαιστίνη από τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατοικούν στην Παλαιστίνη 700.000 άνθρωποι, εκ των οποίων τα τέσσερα πέμπτα είναι Μουσουλμάνοι, το 10 περίπου τοις εκατό Χριστιανοί και λιγότερο από το 10 τοις εκατό Εβραίοι. Συγκεκριμένα, οι Εβραίοι που κατοικούν στην Παλαιστίνη την εν λόγω περίοδο είναι 65.000 περίπου. Την περίοδο της Τρίτης Αλίγια μεταναστεύουν στην Παλαιστίνη άλλοι 30 000 Εβραίοι.
Ιανουάριος – Μάιος 1919: Στις 18 Ιανουαρίου 1919, ξεκινούν επίσημα οι εργασίες της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων οι οποίες ολοκληρώνονται στις 12 Μαΐου του ίδιου έτους. Στη συνέχεια και για ενάμισι χρόνο, ακολουθούν διάφορες διαβουλεύσεις – διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση επιμέρους συνθηκών σύμφωνα με τις ληφθείσες αποφάσεις, οι οποίες και ολοκληρώνονται τον Αύγουστο του 1920, με κάποιες ενδιάμεσες διακοπές. Οι βασικότερες συνθήκες που συνομολογήθηκαν με βάση τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων του 1919 είναι κατά χρονολογική σειρά οι: η Συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919) με την Γερμανία, η Συνθήκη του Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου 1919) με την Αυστρία, η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) με την Βουλγαρία, η Συνθήκη του Τριανόν, (4 Ιουνίου 1920) με την Ουγγαρία, η Συνθήκη των Σεβρών, (10 Αυγούστου 1920) με την Τουρκία, χωρίς όμως να επικυρωθεί από καμία χώρα. Τελικά η Συνθήκη των Σεβρών θα αντικατασταθεί από τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923).

3 Ιανουαρίου 1919: Δύο βδομάδες πριν την επίσημη έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, υπογράφεται η συμφωνία Φεϊζάλ – Βάιζμαν. Η συμφωνία δεσμεύει και τα δύο μέρη να εργαστούν από κοινού με καλή θέληση και κατανόηση για να ενθαρρύνουν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη σε μεγάλη κλίμακα, προστατεύοντας παράλληλα τα δικαιώματα των Αράβων αγροτών και των ενοικιαστών γης, και να διαφυλάξουν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τελετών. Τα μουσουλμανικά ιερά θα είναι υπό τον έλεγχο των μουσουλμάνων. Το σιωνιστικό κίνημα αναλαμβάνει να βοηθήσει τους Άραβες κατοίκους της Παλαιστίνης και το μελλοντικό αραβικό κράτος να αναπτύξουν τους φυσικούς πόρους τους και να δημιουργήσουν μια αναπτυγμένη οικονομία. Τα όρια μεταξύ ενός αραβικού κράτους και της Παλαιστίνης θα πρέπει να καθοριστούν από μια Επιτροπή μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού. Τα μέρη δεσμεύονται να εφαρμόσουν τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917, που ζητούσε μια εβραϊκή εθνική εστία στην Παλαιστίνη. Οι διαφορές θα πρέπει να υποβληθούν στη βρετανική κυβέρνηση για διαιτησία. Ο Βάιζμαν υπογράφει τη συμφωνία για λογαριασμό της Σιωνιστικής Οργάνωσης, ενώ ο Φεϊζάλ υπογράφει για λογαριασμό του Αραβικού Βασιλείου της Χετζάζης.

Η συμφωνία παρουσιάζεται στον Φεϊζάλ, στη σουίτα του στο ξενοδοχείο Carlton στις 3 Ιανουαρίου, στα αγγλικά. Μιας και ο Φεϊζάλ δεν ξέρει αγγλικά, το κείμενο μεταφράζεται στον εμίρη από τον Λόρενς. Ο Φεϊζάλ υπογράφει το έγγραφο στην ίδια συνάντηση, χωρίς να συμβουλευτεί τους συμβούλους του που τον περιμένουν σε ξεχωριστό δωμάτιο, αλλά προσθέτει μια επιφύλαξη στα αραβικά δίπλα στην υπογραφή του, που λέει τα εξής:
«Εφόσον οι Άραβες αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους όπως απαιτείται στο Υπόμνημά μου της 4ης Ιανουαρίου 1919 προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας, θα συμφωνήσω στα παραπάνω άρθρα. Αν όμως επρόκειτο να γίνει η παραμικρή τροποποίηση ή αποχώρηση δεν θα δεσμευτώ τότε από ούτε μια λέξη της παρούσας συμφωνίας που θα θεωρηθεί άκυρη και χωρίς καμία αξία ή εγκυρότητα, και δεν θα είμαι υπό οποιονδήποτε τρόπο υπόλογος.». Σχετικά με την ημερομηνία της 4ης Ιανουαρίου που αναφέρεται στην επιφύλαξη είναι είτε λάθος είτε αναφέρεται σε ένα έγγραφο άγνωστο στους ιστορικούς. Ο Ali Allawi θεωρεί ότι ο Φεϊζάλ αναφέρεται στο υπόμνημά που υποβλήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1919. Αυτό προκύπτει από τις εξηγήσεις που έδωσε ο ίδιος ο εμίρης στους συμβούλους του, όταν τους συνάντησε μετά την υπογραφή της συμφωνίας του με τον Βάιζμαν. Ο Φεϊζάλ απαντά στους συμβούλους του, σύμφωνα με όσα καταγράφει στα απομνημονεύματα του ο επικεφαλής του διοικητικού γραφείου (γραμματείας) της αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, ο Awni Abd al-Hadi, ως εξής: «Έχετε δίκιο που εκπλαγείτε που υπέγραψα μια τέτοια συμφωνία γραμμένη στα αγγλικά. Αλλά σας εγγυώμαι ότι η έκπληξή σας θα εξαφανιστεί όταν σας πω ότι δεν υπέγραψα τη συμφωνία προτού δηλώσω γραπτώς ότι η συμφωνία μου να την υπογράψω υπόκειται στην αποδοχή από τη βρετανική κυβέρνηση ενός προηγούμενου σημειώματος που είχα υποβάλει στο Φόρεϊν Όφις… [Αυτό το σημείωμα] περιείχε το αίτημα για ανεξαρτησία των αραβικών εδαφών στην Ασία, ξεκινώντας από μια γραμμή που ξεκινά στο βορρά στην Αλεξανδρέττα-Ντιγιαρμπακίρ και φθάνει στον Ινδικό Ωκεανό στο νότο. Και η Παλαιστίνη, όπως γνωρίζετε, είναι μέσα σε αυτά τα όρια… Επιβεβαίωσα σε αυτήν τη συμφωνία πριν υπογράψω ότι δεν είμαι υπεύθυνος για την εφαρμογή οποιουδήποτε στοιχείου στη συμφωνία εάν επιτραπεί οποιαδήποτε τροποποίηση στη σημείωσή μου».
Ο Ισραηλινός ιστορικός Yoav Gelber περιγράφει τη συμφωνία ως «προπαγανδιστικής αξίας μόνο», αφού γρήγορα έγινε σαφές ότι οι όροι του Φεϊζάλ δεν θα πληρούνταν. Ο St John Philby, (πατέρας του μεγαλύτερου κατασκόπου υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης – Κιμ Φίλμπυ) που θα διοριστεί το 1921, επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη αναφέρει ότι ο Χουσεΐν μπιν Αλί, ο σαρίφης της Μέκκας και βασιλιάς της Χετζάζης, για λογαριασμό του οποίου ενεργούσε ο γιος του, ο Φεϊζάλ, είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τη συμφωνία αμέσως μόλις του γνωστοποιήθηκε.

3 Φεβρουαρίου 1919: ΗΠαγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση, υποβάλει τις προτάσεις της σχετικά με την Παλαιστίνη, στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού. Οι προτάσεις αυτές αποτελούν τη βάση για τη βρετανική πρόταση να της δοθεί η Εντολή για την Παλαιστίνη προκειμένου να δημιουργηθεί εκεί μια εβραϊκή εθνική εστία, σε εκπλήρωση της Διακήρυξης του Μπάλφουρ. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν σε ειδικό παράρτημα χάρτη με τα γεωγραφικά όρια της Παλαιστίνης, που οραματίζεται η Σιωνιστική Οργάνωση.
15 Φεβρουαρίου 1919: Στη Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσό, συμφωνεί στην παραχώρηση της Μοσούλης στη Βρετανία αλλά ζητά η χώρα του να ασκεί άμεσο έλεγχο στη «μπλε ζώνη» και επιπλέον στη «ζώνη Α» (συριακή ενδοχώρα). Ο Λόιντ Τζορτζ αρνείται να συναινέσει για δύο λόγους: γιατί η συμφωνία Σάικς-Πικό προέβλεπε μόνο έμμεσο γαλλικό έλεγχο στις περιοχές γύρω από τις πόλεις Δαμασκό, Χομς, Χαμά και Χαλέπι- και γιατί η Βρετανία όφειλε να τηρήσει τις υποσχέσεις της στους Άραβες.
27 Ιανουαρίου – 10 Φεβρουαρίου 1919: Στην Ιερουσαλήμ συγκαλείται το Πρώτο Παλαιστινιακό Εθνικό Συνέδριο στο οποίο παίρνουν μέρος 27 αντιπρόσωποι από Μουσουλμανικές-Χριστιανικές ενώσεις από όλη την Παλαιστίνη. Προεδρεύει ο Aref al-Dajani, πρόεδρος της Μουσουλμανικής-Χριστιανικής Ένωσης Ιερουσαλήμ. Παρόντες είναι επίσης ο Izzat Darwaza και ο Yousef El-Issa, συντάκτης της εφημερίδας Falastin. Το Παλαιστινιακό Εθνικό Συνέδριο στέλνει στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού δύο ψηφίσματα που απορρίπτουν τη Διακήρυξη του Μπάλφουρ και απαιτούν την ένωση της Παλαιστίνης με τη Συρία. Οι σύνεδροι σε αυτά τα ψηφίσματα δηλώνουν: «Θεωρούμε ότι η Παλαιστίνη δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μέρος της Αραβικής Συρίας και δεν έχει χωριστεί ποτέ από αυτήν σε κανένα στάδιο. Είμαστε δεμένοι μαζί της με εθνικά, θρησκευτικά, γλωσσικά, ηθικά, οικονομικά και γεωγραφικά όρια». Επίσης οι σύνεδροι απορρίπτουν τις γαλλικές διεκδικήσεις για την περιοχή και τονίζουν ότι: «Η περιφέρειά μας η Νότια Συρία ή Παλαιστίνη δεν πρέπει να διαχωριστεί από την Ανεξάρτητη Αραβική Συριακή Κυβέρνηση και πρέπει να είναι απαλλαγμένη από κάθε ξένη επιρροή και προστασία». Το σώμα αποφασίζει να στείλει αντιπροσωπεία στη Δαμασκό και αντιπροσώπους για να παρακολουθήσουν το Συριακό Εθνικό Κογκρέσο στη Δαμασκό τον Ιούνιο του 1919 «για να ενημερώσουν τους Άραβες πατριώτες εκεί για την απόφαση να ονομαστεί η Παλαιστίνη Νότια Συρία και να ενωθεί με τη Βόρεια Συρία», ενώ επιλέγονται και τρία μέλη για να συμμετάσχουν στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι.
3 Μαρτίου και 5 Μαρτίου 1919: Ανταλλαγή επιστολών Φεϊζάλ – Φρανκφούρτερ. Πρόκειται για την επιστολή που φέρεται να στέλνει ο Φεϊζάλ στο στέλεχος της Σιωνιστικής Οργάνωσης Αμερικής, τον Αμερικανο-Εβραίο δικαστή Φέλιξ Φρανκφούρτερ (Felix Frankfurter, 1882 – 1965), στις 3 Μαρτίου 1919, στο περιθώριο των εργασιών της Συνδιάσκεψης ειρήνης των Παρισίων και την απαντητική επιστολή του Φρανκφούρτερ δύο μέρες μετά. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της γραμματείας του Φεϊζάλ, τον Awni Abd al-Hadi, «εάν υποθέσουμε ότι η επιστολή είναι αυθεντική, γράφτηκε από τον Λόρενς, ο ίδιος την υπέγραψε στα αγγλικά για λογαριασμό του Φεϊζάλ».

Η επιστολή Φεϊζάλ μεταξύ άλλων αναφέρει: «Αισθανόμαστε ότι οι Άραβες και οι Εβραίοι είναι ξαδέρφια που έχουν υποστεί παρόμοιες καταπιέσεις από δυνάμεις ισχυρότερες από τους ίδιους και κατά ευτυχή σύμπτωση μπόρεσαν να κάνουν το πρώτο βήμα προς την επίτευξη των εθνικών τους ιδανικών μαζί. Εμείς οι Άραβες, ιδιαίτερα οι πιο μορφωμένοι, έχουμε μεγάλη συμπάθεια για το σιωνιστικό κίνημα. Η αντιπροσωπεία μας εδώ στο Παρίσι γνωρίζει πλήρως τις προτάσεις που υπέβαλε χθες η Σιωνιστική Οργάνωση στη Διάσκεψη Ειρήνης και τις θεωρούμε μετριοπαθείς και ορθές. Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, όσον αφορά εμάς, για να τους βοηθήσουμε: θα ευχηθούμε στους Εβραίους ένα εγκάρδιο καλωσόρισμα στο σπίτι. Με τους αρχηγούς του κινήματός σας, ειδικά με τον Δρ. Βάιζμαν, είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε τις πιο στενές σχέσεις. Υπήρξε μεγάλος αρωγός του σκοπού μας, και ελπίζω ότι οι Άραβες σύντομα θα να είναι σε θέση να το ανταποδώσουν. Εργαζόμαστε μαζί για μια μεταρρυθμισμένη και αναζωογονημένη Εγγύς Ανατολή και τα δύο κινήματά μας συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Το εβραϊκό κίνημα είναι εθνικό και όχι ιμπεριαλιστικό. Το κίνημά μας είναι εθνικό και όχι ιμπεριαλιστικό, και υπάρχει χώρος στη Συρία και για τους δυο μας. Πράγματι, πιστεύω ότι κανένα δεν μπορεί να έχει πραγματική επιτυχία χωρίς το άλλο. Άνθρωποι λιγότερο ενημερωμένοι και λιγότερο υπεύθυνοι από τους ηγέτες μας και τους δικούς σας, αγνοώντας την ανάγκη συνεργασίας των Αράβων και των Σιωνιστών, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις τοπικές δυσκολίες που αναγκαστικά προέκυψαν στην Παλαιστίνη στα πρώτα στάδια των κινήσεών μας. […] Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτές οι διαφορές δεν αφορούν ζητήματα αρχής, αλλά προβλήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν ανάμεσα σε γείτονες και εύκολα λύνονται με την αμοιβαία καλή θέληση…».
Ο Φρανκφούρτερ του απαντά στις 5 Μαρτίου: «…Αυτοί οι στόχοι βρίσκονται τώρα ενώπιον της Διάσκεψης Ειρήνης ως σαφείς προτάσεις της Σιωνιστικής Οργάνωσης. Χαιρόμαστε πράγματι που θεωρείτε αυτές τις προτάσεις “μετριοπαθείς και ορθές” και που έχουμε στο πρόσωπό σας έναν ένθερμο υποστηρικτή για την πραγματοποίηση τους. Τόσο για τον αραβικό όσο και για τον εβραϊκό λαό υπάρχουν δυσκολίες μπροστά-δυσκολίες που αμφισβητούν την ενιαία πολιτεία των Αράβων και των Εβραίων ηγετών. Γιατί δεν είναι εύκολο έργο να ξαναχτίσεις δύο μεγάλους πολιτισμούς που υφίστανται καταπίεση και κακοδιοίκηση για αιώνες. Ο καθένας μας έχει τις δυσκολίες του που θα αντιμετωπίσουμε ως φίλοι, φίλοι που εμψυχώνονται από παρόμοιους σκοπούς, αναζητώντας μια ελεύθερη και πλήρη ανάπτυξη για τους δύο γειτονικούς λαούς. Οι Άραβες και οι Εβραίοι είναι γείτονες, δεν μπορούμε παρά να ζήσουμε δίπλα δίπλα σαν φίλοι.».

20 Μαρτίου 1919: Στη συνάντηση των Μεγάλων Τεσσάρων στο Παρίσι (δηλαδή των πρωθυπουργών Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και ΗΠΑ), η αγγλογαλλική διένεξη στο συριακό ζήτημα κορυφώνεται. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Πισόν υποστηρίζει ότι η δέσμευση προς τους Άραβες είχε γίνει μόνο από την Αγγλία και ότι η Γαλλία πληροφορήθηκε για την αλληλογραφία ΜακΜάχον-Χουσεΐν πριν λίγες εβδομάδες. Ο Λόιντ Τζορτζ παραδέχεται ότι η συμφωνία με τους Άραβες είχε συναφθεί αποκλειστικά από την Αγγλία, αλλά προβάλει ως δικαιολογία το γεγονός ότι μόνη της η Αγγλία είχε αναλάβει την εκστρατεία στη Συρία. Το «συριακό ζήτημα» υπήρχε χάρη σ’ αυτή. Η Βρετανία χρησιμοποίησε 900 000 με 1 εκατομμύριο άνδρες κατά της Τουρκίας και η αραβική βοήθεια ήταν σημαντική (στο σημείο αυτό υπονοεί ότι χωρίς την αραβική βοήθεια η Αγγλία μπορεί να μην είχε καταλάβει τη Συρία και η Γαλλία δε θα τη διεκδικούσε). Αν η βρετανική κυβέρνηση συμφωνούσε ότι η Δαμασκός, η Χομς, η Χάμα και το Χαλέπι έπρεπε να τεθούν υπό άμεσο γαλλικό έλεγχο, θα αθετούσε τις υποσχέσεις της στους Άραβες και αυτό δεν το επιθυμούσε. Ο Πισόν επαναλαμβάνει στο συνομιλητή του ότι η Γαλλία δε γνώριζε για την αραβο-βρετανική αλληλογραφία τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας Σάικς-Πικό. Στη συμφωνία αυτή η Γαλλία δεν είχε με κανέναν τρόπο αναγνωρίσει τη Χετζάζη. Ανέλαβε να στηρίξει «ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος ή μια συνομοσπονδία αραβικών κρατών», αλλά όχι τον βασιλιά της Χετζάζης.
Μάρτιος 1919: Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος «Poale Zion» («Εργάτες της Σιών»), με επικεφαλής τον Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν (David Ben-Gurion, 1886 – 1973) ιδρύει νέο σιωνιστικό εργατικό κόμμα – το «Ahdut HaAvoda» («Αχντούτ Χα-Αβόντα» – «Εργατική Ένωση»). Ο Μπεν-Γκουριόν (γεννήθηκε ως Νταβίντ Γκρούεν – David Grün) στο Πλόνσκ, του Βασιλείου της Πολωνίας, από Πολωνοεβραίους γονείς. Από πολύ μικρός μυείται στο σιωνιστικό κίνημα. Σε ηλικία 14 ετών μαζί με άλλους δύο φίλους δημιουργούν μια λέσχη νέων, την «Ezra» με σκοπό να προπαγανδίσουν τη μετανάστευση στους Αγίους Τόπους. Το 1904 ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου σε σχολείο της Βαρσοβίας. Το 1905 εντάσσεται στο παράνομο «Poale Zion» και λίγο αργότερα γίνεται επαγγελματικό στέλεχος του κόμματος. Το Σεπτέμβριο του 1906 φτάνει στη Γιάφα και από εκεί μεταβαίνει στον αγροτικό οικισμό Πέταχ Τικβάχ, όπου πλέον αποτελούνταν από 80 νοικοκυριά με πληθυσμό σχεδόν 1 500 κατοίκους. Από αυτούς περίπου οι 200 είναι μετανάστες της Δεύτερης Αλίγια, όπως ο Γκρούεν. Ο Ισραήλ Σοχάτ (Israel Shochat), που είχε φτάσει στη Γιάφα δύο χρόνια νωρίτερα και είχε ήδη δημιουργήσει μια ομάδα περίπου 25 οπαδών του Poale Zion, καλεί τον Νταβίντ Γκρούεν να συμμετέχει στο συνέδριο του κόμματος «Εργάτες της Σιών» – Παλαιστίνης. Στο συνέδριο (4–6 Οκτωβρίου 1906), παίρνουν μέρος περίπου 60 άτομα. Ο Σοχάτ προωθεί τον Γκρούεν στα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος – στην πενταμελή Κεντρική Επιτροπή και στη δεκαμελή Επιτροπή Μανιφέστου που έχει το καθήκον να θέσει τους στόχους του κόμματος. Με τον ερχομό τον Απρίλιο του 1907, του μεγαλύτερου και πιο έμπειρου Ιτσχάκ Μπεν – Ζβι (Yitzhak Ben-Zvi), του ρωσικού «Poale Zion», στην Παλαιστίνη, γίνονται ορισμένες αλλαγές στο κόμμα, στην στρατηγική του, στις αρχές λειτουργίας του, και στην ηγεσία του. Καταρχάς το εβραϊκό και το αραβικό προλεταριάτο θα πρέπει να ενωθούν, έπειτα τα Γίντις, όχι τα Εβραϊκά, όπως επέμενε ο Μπεν – Γκουριόν, θα είναι η γλώσσα εργασίας και όσον αφορά την καθοδήγηση, αυτή περνάει στον Μπεν – Ζβι. Ο Γκρούεν προσωρινά περιθωριοποιείται, αν και ο νέος ηγέτης τον καλεί το 1910 να συμμετέχει στο δυναμικό της νέας εφημερίδας του κόμματος, «Ha’ahdut» («Η Ενότητα»). Ο Νταβίντ Γκρούεν γίνεται μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας και πέρα από μεταφράσεις, συμβάλει με 15 άρθρα τον πρώτο χρόνο, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, και τελικά επιλέγει το Μπεν – Γκουριόν, το όνομα ενός Εβραίου στρατηγού που ηγήθηκε της εξέγερσης κατά των Ρωμαίων την εποχή του Bar Kochba. Το 1912 θα πάει στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει νομικά. Εκεί ήδη βρίσκονται για σπουδές τα περισσότερα στελέχη του κόμματος όπως οι: Ben Zvi, Shochat, Moshe Sharret, David Remez, Golda Lishansky, Manya Wilbushewitch και Joseph Trumpeldor. Πριν από αυτό όμως ο Μπεν – Γκουριόν, για οκτώ μήνες ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου μαθαίνει τούρκικα, περιμένοντας ο Μπεν – Ζβι να του στείλει ένα πλαστό πιστοποιητικό δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για να μπορέσει να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο. Οι «δύο Μπεν», όπως θα γίνουν γνωστοί, βρίσκονται εν πλω, επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη, για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, όταν ξέσπα ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όχι μόνο δεν θα τους επιτραπεί η επιστροφή στην Πόλη, αλλά τον Μάρτιο του 1915, θα απελαθούν στην Αίγυπτο, ως «ύποπτοι συνεργασίας με τον εχθρό». Από εκεί οι δύο Μπεν, θα αναχωρήσουν με ένα ελληνικό πλοίο για τις ΗΠΑ.

Τον Μάιο του 1915 θα φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Πολύ σύντομα μετά την άφιξή τους, χώρισαν την επικράτεια μεταξύ τους, επιλέγοντας ο καθένας να επισκεφτεί μια σειρά από Πολιτείες με σκοπό να συγκεντρώσουν 10 000 εθελοντές που θα στέλνονταν στο μέτωπο. Τα αποτελέσματα όμως είναι απογοητευτικά. Για μήνες, οι δύο Μπεν ταξιδεύουν από πόλη σε πόλη, μιλώντας σε σχεδόν άδειες αίθουσες. Το κόμμα «Poale Zion» των ΗΠΑ έχει λιγότερο από τρεις χιλιάδες μέλη, κυρίως στην Νέα Υόρκη. Για τέσσερις μήνες κατάφεραν να στρατολογήσουν μόλις 63 εθελοντές.

Αναγκάζονται λοιπόν να αλλάξουν τακτική και να επικεντρώσουν την προπαγάνδα τους στην ανάγκη επιστροφής στη Γη του Ισραήλ. Έτσι κι αλλιώς στις ΗΠΑ λειτουργούσε ήδη από το 1905 το εβραϊκό κίνημα νεολαίας «HeHalutz» ή «HeChalutz» («Ο Πρωτοπόρος») το οποίο υποστήριζε τις ακόλουθες βασικές αρχές: ένταξη στον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό· προώθηση της εβραϊκής γλώσσας και πολιτισμού· εκπαίδευση για μια εργασιακή ζωή στην Παλαιστίνη· και δέσμευση για προσωπική ολοκλήρωση μέσω της αλίγια, ανά πάσα στιγμή και με κάθε δυνατό τρόπο. Ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της οργάνωσης είναι μια νεαρή γυναίκα από το Μιλγουόκι ονόματι Golde Mabovitz, που αργότερα θα γίνει γνωστή ως Γκόλντα Μέιρ (Golda Meir, 1898 – 1978). Για να βοηθήσουν το σιωνιστικό κίνημα οι δύο Μπεν αποφασίζουν να γράψουν ένα βιβλίο για την ιστορία του Eretz Yisrael. Το μεγαλύτερο όμως βάρος του εγχειρήματος πέφτει στους ώμους του Μπεν – Γκουριόν, ο οποίος ξημεροβραδιάζεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και άλλων κέντρων τεκμηρίωσης. Η Κεντρική Επιτροπή του «Poale Zion», διαθέτει το ποσό των 10 δολαρίων την εβδομάδα στον Μπεν-Γκουριόν για να ολοκληρώσει το έργο του. Μετά από περισσότερο από ένα χρόνο εντατικής έρευνας, το βιβλίο «Eretz Yisrael in the Past and Present», με συγγραφείς τους δύο Μπεν κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1918. Η επιτυχία είναι άμεση, σε τέσσερις μήνες πωλούνται 7 000 αντίτυπα. Ακολουθεί δεύτερη και τρίτη έκδοση. Συνολικές πωλήσεις 25 000 αντίτυπα που αποφέρουν κέρδος 20 000 δολάρια για το κόμμα και μεγάλη αναγνωρισιμότητα κυρίως στον Μπεν – Γκουριόν.

Τον Μάιο του 1918 ο Μπεν-Γκουριόν εντάσσεται στη νεοσύστατη «Εβραϊκή Λεγεώνα» του Βρετανικού Στρατού και εκπαιδεύεται στο Φρούριο Έντουαρντ στο Γουίνδσορ της Νέας Σκωτίας στον Καναδά. Πολλά χρόνια μετά, σε ηλικία 70 ετών, ο Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν αναφέρει για το χρόνο του στο Φορτ Έντουαρντ: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το Γουίνδσορ όπου έλαβα την πρώτη μου εκπαίδευση ως στρατιώτης και όπου έγινα δεκανέας». Επειδή είναι Ευρωπαίος Εβραίος και όχι Αμερικανός, υπηρετεί στο 38ο τάγμα, Βασιλικών Τυφεκιοφόρων, και όχι στο 39ο. Το τάγμα του πολέμα εναντίον των Οθωμανών ως μέρος της «Δύναμης Τσέιτορ» κατά τη διάρκεια της Παλαιστινιακής Εκστρατείας, αν και ο ίδιος τον περισσότερο καιρό είναι κλινήρης σε νοσοκομείο του Καΐρου με δυσεντερία. Αποστρατεύεται στις αρχές του 1919.
28 Ιουνίου 1919: Υπογραφή της Συνθήκη των Βερσαλλιών και του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, με την υπογραφή της Συνθήκης ανάμεσα στις χώρες της Αντάντ και τη Γερμανική Αυτοκρατορία τερματίζεται και επίσημα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το Κεφάλαιο Α΄ της Συνθήκης αποτελεί το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Με βάση το άρθρο 22 του Συμφώνου της ΚτΕ, τα εδάφη που ήταν πρώην αποικίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα τεθούν υπό την εποπτεία της ΚτΕ μέσω του καθεστώτος των Εντολών (Mandates). Τα εδάφη υπό εντολή χωρίζονταν σε 3 κατηγορίες: Στην πρώτη ανήκουν τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που θεωρούνται έτοιμα για αυτοδιάθεση, γνωστά ως εντολές Α΄ τάξης. Σ’ αυτά ανήκουν ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράκ, η Παλαιστίνη και η Υπεριορδανία. Σκοπός της εντολής είναι η πλήρης ανεξαρτησία. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι πρώην γερμανικές κτήσεις στην κεντρική Αφρική, με τον τίτλο εντολές Β΄ τάξης, κι απέχουν πολύ από τον στόχο της αυτοδιάθεσης. Η τρίτη κατηγορία, γνωστή ως Γ΄ τάξη, αφορά γερμανικές αποικίες στη νοτιοδυτική Αφρική και τα νησιά του νοτίου Ειρηνικού, που μετατρέπονται σε εδάφη υπό κηδεμονία. Υπάρχουν δεκατεσσάρων Εντολών εδάφη κατανεμημένα μεταξύ των έξι Δυνάμεων Υποχρεωτικών Διοικήσεων (του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας). Στην πράξη, τα εδάφη των Εντολών θεωρούνται λεία πολέμου και αντιμετωπίζονται ως αποικίες, αν και τυπικά οι εντολοδόχοι, δεσμεύονται να διαβιβάζουν στην ΚτΕ ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει στα κράτη υπό εντολή. Οι εκθέσεις εξετάζονται από τη Διεθνή Επιτροπή Εντολών (ΔΕΕ), που έχει όλη την εποπτεία του συστήματος των εντολών, και στη συνέχεια διαβιβάζονται στο Συμβούλιο το οποίο θα μπορεί να υιοθετεί συστάσεις προς τις εντολοδόχες δυνάμεις.
Μάιος – Ιούλιος 1919: Στη Δαμασκό ο Φεϊζάλ, ανήσυχος για το ενδεχόμενο μιας αγγλο-γαλλικής προσέγγισης στο συριακό, σπεύδει να κατοχυρωθεί πολιτικά, διενεργώντας τον Μάιο του 1919 εκλογές για την αποστολή αντιπροσώπων σ’ ένα 85μελές Γενικό Συριακό Κογκρέσο (κοινοβούλιο). Η πρώτη επίσημη σύνοδος του Συριακού Κογκρέσου πραγματοποιείται στις 3 Ιουνίου 1919 και το μέλος της «αλ-Φατάτ», Χασίμ αλ-Ατάσι εκλέγεται πρόεδρός του. Το Κογκρέσο συγκαλείται στις 2 – 3 Ιουλίου και εγκρίνει το λεγόμενο Πρόγραμμα της Δαμασκού, μια σειρά ψηφισμάτων που ζητούν, την απόλυτη ανεξαρτησία και ενότητα της Μεγάλης Συρίας ως συνταγματικής μοναρχίας υπό τον Φεϊζάλ, την ακύρωση της συμφωνίας Σάικς-Πικό και της διακήρυξης Μπάλφουρ, την απόρριψη του συστήματος των Εντολών και οποιασδήποτε γαλλικής βοήθειας και τον τερματισμό της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη και την ίδρυση ξεχωριστής Εβραϊκής εθνικής εστίας. Τα ψηφίσματα βεβαίως δεν γίνονται αποδεκτά από τους Συμμάχους. Η Γαλλία θεωρεί τη Συρία δική της κτήση και η Βρετανία αντιμετωπίζει τον Φεϊζάλ ως προσωρινό διοικητή υπαγμένο στη δικαιοδοσία της και δεν εγκρίνει τις πολιτικές του πρωτοβουλίες. Σύμφωνα με το C.D. Smith, το Γενικό Συριακό Κογκρέσο είχε αναγκάσει τον Φεϊζάλ να άρει την υποστήριξή του στους σιωνιστικούς στόχους. Έτσι η συμφωνία Βάιζμαν – Φεϊζάλ μπορεί να θεωρηθεί και τυπικά ως νεκρό γράμμα.

28 Αυγούστου 1919: Σύμφωνα με το πόρισμα της αμερικανικής εξεταστικής επιτροπής Κινγκ-Κρέιν (“King-Crane report on the Near East”), «η εβραϊκή μετανάστευση πρέπει οριστικά να περιοριστεί και το πρόγραμμα μετατροπής της Παλαιστίνης σε εβραϊκή κοινοπολιτεία να εγκαταλειφθεί». Η επιτροπή συνιστά να διατηρηθεί η ενότητα της Συρίας (που περιλαμβάνει τον Λίβανο και την Παλαιστίνη) και η Συρία να τεθεί υπό καθεστώς Εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Η έκθεση θα δημοσιευτεί στις 2 Δεκεμβρίου του 1922.
5 Οκτωβρίου 1919: Με την άδεια του στρατηγού Άλενμπι, ο Φεϊζάλ ανακοινώνει τη δημιουργία «μιας πλήρως και απολύτως ανεξάρτητης αραβικής συνταγματικής κυβέρνησης που θα βασίζεται στη δικαιοσύνη και την ισότητα όλων των Αράβων ανεξαρτήτως θρησκείας». Ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό βρίσκει ανησυχητική την ίδρυση ενός «ανεξάρτητου» αραβικού κράτους χωρίς διεθνή αναγνώριση και υπό την αιγίδα των Βρετανών. Ακόμη και οι διαβεβαιώσεις του Άλενμπι ότι όλες οι ενέργειες που έγιναν είναι προσωρινές δεν μείωσαν τις διαφαινόμενες εντάσεις μεταξύ των Βρετανών, των Γάλλων και των Αράβων.
Οκτώβριος 1919: Ομάδες της αριστερής πτέρυγας του κόμματος «Poale Zion», ιδρύουν στη Γιάφα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Mifleget Poalim Sozialistiim – MPS). Το νέο κόμμα ανακοινώνει την προθυμία του να ενταχθεί στην Κομιντέρν και να αγωνιστεί για την ίδρυση ενός σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Αλλά η Κομιντέρν βλέπει τον σιωνισμό δημιούργημα της εβραϊκής μικροαστικής τάξης και των αποπροσανατολισμένων διανοουμένων. Επικρίνει τη σιωνιστική αντίληψη ότι η Παλαιστίνη ήταν μια ακατοίκητη χώρα που περίμενε απλώς την εβραϊκή μετανάστευση και προβλέπει αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Η Κομιντέρν περιγράφει τον σιωνισμό ως εργαλείο του βρετανικού ιμπεριαλισμού και χαρακτηρίζει επίσης την αριστερή πτέρυγα του σιωνισμού ως αντικομμουνιστικό κίνημα με σοσιαλιστική ή και κομμουνιστική μεταμφίεση.
18 Νοεμβρίου 1919: Οι γαλλικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του στρατηγού Henri Gouraud αποβιβάζονται στη Βηρυτό, με απώτερο στόχο να θέσουν ολόκληρη τη Συρία υπό γαλλικό έλεγχο.
26 Νοεμβρίου 1919: Η Βρετανία, μεταξύ Γαλλίας και Αράβων, διαλέγει την συνδιαλλαγή με την Γαλλία και λαμβάνει την απόφαση να αποσυρθούν τα βρετανικά στρατεύματα από τη Συρία και την Κιλικία, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους Γάλλους.
Συνεχίζεται
Βιβλιογραφία
ARMSTRONG K., 2011. Η ιστορία του Θεού. Η καταγωγή της ιδέας του Θεού, οι μονοθεϊστικές θρησκείες και το μέλλον τους. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΜΑΡΙ
Ансел С., 2009. ЕВРЕИТЕ. София: Издателство РИВА
EDGAR M., 2007. Ο ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ
Gilbert M., 2020. ИЗРАЕЛ. ИСТОРИЯ. София: Издателство РИВА
Goldschmidt A. & Boum A., 2016. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
FORD R., 2012. Ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός. (e-book format)
Ηρακλείδης Α., 1991. Η Αραβο-ισραηλινή αντιπαράθεση, η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης. Ίδρυμα Μεσογειακών Σπουδών. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
HOURANI A., 2017. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. (e-book format)
HERZL T., 2017. ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος (e-book format)
Корм Ж., 2009. История на Близкия изток. София: Издателство РИВА
Κουτσούκης Δ. , 2017. Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και οι αρχέγονες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Mearsheimer J., & Walt S. 2006. ΤΟ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ ΛΟΜΠΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ. Αθήνα: Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ
Млечин Л., МОСАД. ТАЙНАТА ВОЙНА. Соофия: Издателство ПАРИТЕТ
Montefiore S., 2016. История на Йерусалим. София: Издателство ПРОЗОРЕЦ
Παμπούκης Γ. 1999. ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ. Απόπειρα προσέγγισης των πραγματικών γεγονότων στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
Παμπούκης Γ., 2004. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ. Όταν το Θείο συγκρούεται με τη σύγχρονη γνώση. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
Παναγιωτίδης Ν., 2020. Σε αναζήτηση Κράτους – Το Παλαιστινιακό και οι ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων για τη μη επίλυσή του από τις συμφωνίες Σάικς-Πικό έως το σχέδιο Τραμπ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Ραφαηλίδης Β., 2005. Η ΜΥΘΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
ΣΑΧΑΚ Ι., 2009. Εβραϊκή Ιστορία, Εβραϊκή θρησκεία. Το βάρος τριών χιλιάδων χρόνων. Αθήνα: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΑΚΚΑΣ Γ., 2005. ΤΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ). Ο ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ 1882-1948. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Ταγκυέφ Πιερ-Αντρέ, 2011. Τι είναι αντισημιτισμός; Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Whitelam, K. W., 2006. Η επινόηση του αρχαίου Ισραήλ. Η αποσιώπηση της ιστορίας της Παλαιστίνης. Αθήνα: Εκδόσεις Ενάλιος
Pappe, Ι., 2007. Η Ιστορία της Σύγχρονης Παλαιστίνης. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Sand S., 2017. ИЗОБРЕТЯВАНЕТО НА ЕВРЕЙСКИЯ НАРОД. София: Издателство бгкниг@
Salahat, N. F. Y., 2007. Ο ρόλος του μιλιταρισμού στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας στο Ισραήλ, 1919-2000. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών. (ΔΕΟΠΣ) https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/1615/5/Salahat.pdf
The Basle Program. Resolutions of the First Zionist Congress. August 30, 1897: http://www.mideastweb.org/basleprogram.htm
The Sykes-Picot Agreement, 1916: http://www.mideastweb.org/mesykespicot.htm
The McMahon-Hussein Correspondence. 14 July 1915 – 10 March 1916: http://www.mideastweb.org/mcmahon.htm
THE BALFOUR DECLARATION. November 2, 1917: http://www.mideastweb.org/mebalfour.htm
Statement of the Zionist Organization Regarding Palestine. Presented to the Paris Peace Conference (with proposed map of Zionist borders). February 3, 1919: http://www.mideastweb.org/zionistborders.htm
San Remo Resolution – April 25, 1920: http://mideastweb.org/san_remo_palestine_1920.htm
The Palestine Mandate. The Council of the League of Nations. July 24, 1922: http://www.mideastweb.org/mandate.htm
Transjordan Memorandum: https://ecf.org.il/media_items/293
British White Paper of June 1922 on Palestine: https://ecf.org.il/media_items/439
Franco-British Agreement on Northern Border (Newcombe-Paulet Agreement) (1923). https://ecf.org.il/media_items/699
Peel Commission Full Report (1937): https://ecf.org.il/media_items/290
Summary of the Peel Commission Report – English (1937): https://ecf.org.il/media_items/289

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .