Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα
Η πρώτη επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους ήρθε περίπου τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Δεν υπήρξε αποτέλεσμα καμιάς από τις αλυτρωτικές εξεγέρσεις του ελληνικού κράτους ούτε συντελέστηκε σε βάρος του μόνου μέχρι το 1878 εχθρού, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη διεύρυνση της ελληνικής κυριαρχίας αφορά τα Επτάνησα. Στις 17/29 Μαρτίου 1864 έλαβε χώρα στο Λονδίνο η υπογραφή συνθήκης μεταξύ της Ελλάδας και των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας) για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Στις 2 Μαΐου 1864 οι Βρετανοί αναχώρησαν και τα Επτάνησα έγιναν τρεις επαρχίες του Βασίλειου της Ελλάδας.
Τα Επτάνησα
Το σύμπλεγμα των Επτανήσων στο Ιόνιο Πέλαγος αποτελείται από την Κέρκυρα, τους Παξούς, τη Λευκάδα, την Ιθάκη, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα. Αυτά τα μεγάλα νησιά περιστοιχίζονται από πλήθος μικρότερα όπως οι Αντίπαξοι, το Βίδο, τα Διαπόντια, το Μεγανήσι, ο Κάλαμος, τα Αντικύθηρα και ακόμη οι Οθωνοί, η Ερικούσα και το Μαθράκι.
Τα νησιά αυτά αναφέρονται για πρώτη φορά ως «Ιονικαί Νήσοι» στην προκήρυξη του Ρώσου ναυάρχου Θεοδώρου Ουσακώφ το 1799, προς τους κατοίκους της Κέρκυρας1.
Τα Επτάνησα την εποχή του Χαλκού δέχονται την επίδραση του μυκηναϊκού πολιτισμού, εκτός από τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα που βρίσκονται υπό την επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ. δέχονται αποίκους από την Εύβοια και από την Πελοπόννησο (Αχαιούς, Αρκάδες και Ακαρνάνες). Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στη διαμάχη της Κέρκυρας με την Κόρινθο, που ήταν μια από τις αφορμές για την έκρηξη του πολέμου, όλα τα νησιά, ήταν στο πλευρό της Αθήνας, εκτός από τη Λευκάδα που παρέμεινε πιστή στη μητρόπολη της την Κόρινθο. Στους μακεδονικούς χρόνους βρίσκονται στο αντιμακεδονικό στρατόπεδο. Στους ρωμαϊκούς χρόνους υποτάσσονται στους Ρωμαίους, ενώ με το χωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε κράτος Ανατολικό και Δυτικό, τα νησιά αποτελούν τμήμα του ανατολικού κράτους. Το 890 μ.χ. ιδρύεται το ναυτικό θέμα της Κεφαλονιάς, στο οποίο εντάσσονται όλα τα νησιά, για την απόκρουση κυρίως των αραβικών επιδρομών. Από τον 11ο αιώνα, όμως, εμφανίζεται η νορμανδική απειλή. Η Φραγκοκρατία στα νησιά αρχίζει το 1185, δεκαεννέα χρόνια πριν από την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους2.
Από τα μέσα του 14ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα (1386-1797), τα Επτάνησα ήταν υπερπόντιες κτήσεις της Γαληνότατης Βενετικής Δημοκρατίας. Η κατάκτηση των νησιών ήταν σταδιακή. Το πρώτο νησί που κατακτήθηκε ήταν τα Κύθηρα το 1364 και το γειτονικό νησίδιο των Αντικυθήρων. Το 1386, το νησί της Κέρκυρας εντάχθηκε εκουσίως στις κτήσεις της Βενετίας. Έπειτα από έναν περίπου αιώνα, οι Ενετοί κατέλαβαν τη Ζάκυνθο το 1485, την Κεφαλονιά το 1500 και την Ιθάκη το 1503. Η κατάληψη των Επτανήσων ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της Λευκάδας, το 1684, όταν ο Μοροζίνης εκδιώκει τους Τούρκους, αλλά ουσιαστικά το 1699 με την Συνθήκη του Κάρλοβιτς. Καθένα από τα νησιά παρέμεινε μέρος του Ενετικού Κράτους της Θάλασσας (Stato da Màr) μέχρι τη κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας από το Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη, το 1797.
Η υπογραφή της Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Campo Formio), στις 17 Οκτωβρίου 1797, μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας, συνετέλεσε στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας και στο διαμελισμό των εδαφών της μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας. Τα Επτάνησα, τμήμα των θαλάσσιων κτήσεων, παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο αναφέρει: «Η A.M. ο Αυτοκράτορας, Βασιλεύς της Ουγγαρίας και Βοημίας, συμφωνεί να αποκτήσει η Γαλλική Δημοκρατία κατά πλήρη κυριαρχία τα μέχρι τώρα βενετικά νησιά της Ανατολής, δηλαδή: την Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Αγία Μαύρα, Κύθηρα, και [τα] άλλα νησιά που εξαρτώνται από τα παραπάνω, καθώς και το Βουθρωτό, Άρτα, Βόνιτσα, και γενικά όλες τις μέχρι τώρα βενετικές κτήσεις στην Αλβανία, οι οποίες κείνται νοτιώτερα του Κόλπου του Lodrino»3. Η Γαλλική κατοχή, ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ, καθώς η Ρωσική Αυτοκρατορία συμμάχησε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το Σεπτέμβριο του 1798, και το 1799 μία Ρωσο-Οθωμανική ναυτική εκστρατεία κατέλαβε τα νησιά. Με την υπογραφή της ρωσοτουρκικής Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης στις 21 Μαρτίου 1800, ιδρύθηκε μία σχετικά ανεξάρτητη νησιωτική δημοκρατία υπό την προστασία και των δύο αυτοκρατοριών. Το άρθρο 2 της Συνθήκης αναφέρει: «τα νησιά Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Αγία Μαύρα, Ιθάκη, Παξοί, Κύθηρα και όλα τα μικρά και μεγάλα νησιά κατοικημένα ή ακατοίκητα, που κείνται απέναντι στις ακτές του Μοριά και της Αλβανίας, τα οποία αποσπάστηκαν από την Βενετία και κατακτήθηκαν πρόσφατα, τιθέμενα υπό την επικυριαρχία της Υ.Π., με το όνομα της Πολιτείας των Ενωμένων Επτά Νήσων [Επτάνησος Πολιτεία]»4. Σε αυτή όμως την κρατική οντότητα δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 8 τα ηπειρωτικά παραρτήματα των νησιών. Αυτά προσαρτώνται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία5.
Την 1η Απριλίου του 1803 τη θέση του γραμματέα της Επικρατείας (υπουργός Εσωτερικών) ανέλαβε ο κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας. Στις 12 Νοεμβρίου πεθαίνει ο πρόεδρος της Γερουσίας Θεοτόκης και τη διακυβέρνηση του κράτους αναλαμβάνει ουσιαστικά ο γραμματέας Επικρατείας Καποδίστριας. Στις 23 Νοεμβρίου οι αντιπρόσωποι των νησιών ψηφίζουν το νέο σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτό η Δημοκρατία είναι «μία και αριστοκρατική» δηλαδή, τα Επτάνησα αναγνωρίζονται ως ενιαίο κράτος – όχι πια ομοσπονδιακό – με ολιγαρχική κυβέρνηση. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η Γερουσία, της οποίας ο πρόεδρος φέρει τον τίτλο του Ηγεμόνα. Με το τελευταίο άρθρο, το 212, επιβάλλεται η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας σε όλους τους τομείς του κράτους.
Με τη μυστική γαλλορωσική Συνθήκη του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807, η Ρωσική Αυτοκρατορία παραχώρησε τον έλεγχο των νησιών στη ναπολεόντεια Γαλλία, η οποία τα κατέλαβε αλλά δεν άλλαξε τη συνταγματική μορφή της Πολιτείας.
Μετά το πέρας μιας διετίας, η Αγγλία και η Γαλλία ενεπλάκησαν σε νέο πόλεμο. Στις 2 Οκτωβρίου 1809, το Ηνωμένο Βασίλειο κατάφερε νίκη επί του γαλλικού στόλου στα ανοικτά της Ζακύνθου, καταλαμβάνοντας την Κεφαλονιά, τα Κύθηρα την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο. Το 1810, οι Βρετανοί με την βοήθεια και 500 ελλήνων με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, κατέλαβαν τη Λευκάδα. Στις 14 Μαρτίου 1814 οι Άγγλοι κατέλαβαν τους Παξούς, στις 22 Μαρτίου την Πάργα και τέλος στις 21 Ιουνίου 1814, η Κέρκυρα παραδίδεται στον Άγγλο στρατηγό John Campell, ο οποίος αναλαμβάνει και την γενική διοίκηση των νησιών. Ήδη από της 30 Μαΐου τη χρονιά εκείνη, η αντι-Ναπολεοντική συμμαχία Ρωσίας, Αυστρίας, Αγγλίας και Πρωσίας, συνομολόγησε με τη Γαλλία τη Συνθήκη των Παρισίων που οδήγησε μερικούς μήνες αργότερα στο Συνέδριο της Βιέννης (18 Σεπτεμβρίου 1814 – 9 Ιουνίου 1815). Ως γεγονός το συγκεκριμένο συνέδριο ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα. Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στο Συνέδριο ήταν και αυτό των Επτανήσων, τα οποία, όπως είπαμε, πλέον τα είχαν καταλάβει οι Άγγλοι.
Στη ρωσική αντιπροσωπεία που συνόδευε τον τσάρο Αλέξανδρο συμμετείχε και ο Ιωάννης Καποδίστριας6.
Την πρόταση μάλιστα της Ρωσίας για την τύχη των Επτανήσων την είχε επεξεργαστεί ο κερκυραίος Καποδίστριας. Ο νέος διπλωμάτης είχε προτείνει τα νησιά του Ιονίου καθώς και οι απέναντι ακτές της Ηπείρου, με τις πόλεις Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα και Βουθρωτό να αποτελέσουν ένα ανεξάρτητο, ουδέτερο και κυρίαρχο κράτος με το όνομα «Επτάνησος Πολιτεία» και με την εγγύηση των τεσσάρων δυνάμεων, της Μ. Βρετανίας, της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας. Την πρόταση αυτή απέκρουσε εξ αρχής και κατηγορηματικά ο Αυστριακός πρίγκιπας Μέτερνιχ με την αιτιολογία ότι εφόσον τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν μέρος της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας, της οποίας νόμιμος διάδοχος των Βαλκανικών κτήσεων της, βάσει της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο (1797) θεωρείται η Αυστρία, θα πρέπει να περιέλθουν στην Αυστρία. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας από την άλλη πρότεινε να δοθούν ως Πριγκιπάτο στον γαμπρό του πρίγκιπα Βαχαρνέ για την προσφορά του στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα. Αλλά και ο Πάπας Πίος Ζ΄ αξίωνε, προκειμένου να διατηρήσει τα Επτάνησα υπό τον καθολικισμό, την εγκατάσταση σ’ αυτήν του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων και την υπ΄ αυτού διοίκησή τους. Βέβαια η Αγγλία είχε το πιο δυνατό επιχείρημα απ’ όλους – κατείχε στρατιωτικά τα νησιά. Το Συνέδριο της Βιέννης στις 9 Ιουνίου 1815 ολοκληρώθηκε, χωρίς ωστόσο να έχουν ληφθεί τελικές αποφάσεις για το ζήτημα των Επτανήσων.
Εν τω μεταξύ ο Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Έλβα, όπου τον είχαν περιορίσει οι Σύμμαχοι, αποβιβάστηκε στη νότιο Γαλλία κι έπειτα από θριαμβευτική πορεία διά μέσου της χώρας φτάνει στις 15 Μαρτίου 1815 στο Παρίσι και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Γαλλίας. Διατυπώνει ειρηνικές προτάσεις προς τους Συμμάχους, οι οποίοι όμως δεν δέχονται καμία συζήτηση μαζί του και αρχίζουν νέα εκστρατεία εναντίον του. Την Κυριακή 18 Ιουνίου 1815, ο γαλλικός στρατός υπό τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α΄ ηττήθηκε, κοντά στο Βατερλό της Φλάνδρας, από τον στρατό του Έβδομου Συνασπισμού, ο οποίος αποτελείτο από συμμαχικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρώσει οι Βρετανοί, υπό τον υποστράτηγο Άρθουρ Ουέλσλι, τον μετέπειτα Δούκα του Ουέλλιγκτον, και από Πρώσους, υπό τον στρατάρχη Γκέμπχαρτ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ.
Μετά την τελική ήττα του Ναπολέοντα θα ακολουθήσει η δεύτερη Συνθήκη των Παρισίων της 8/20ης Νοεμβρίου 1815. Στα πλαίσια των παζαριών οι Άγγλοι αξίωσαν την παραχώρηση των νησιών του Ιονίου στη Μ. Βρετανία με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα. Ο Καποδίστριας το είχε πάρει απόφαση ότι καμία δύναμη δεν θα ήταν ικανή να απομακρύνει τους Άγγλους από την πατρίδα του. Συνεπώς η μόνη πλέον λογική επιδίωξη του Καποδίστρια ήταν να πετύχει να μετατρέψει την πιθανότατη αγγλική προσάρτηση σε προστασία7. Έτσι η ρωσική πρόταση ήταν να αναγνωριστούν τα νησιά ελεύθερα και ανεξάρτητα κάτω από την προστασία της Μ. Βρετανίας και την εγγύηση των άλλων συμβαλλόμενων μερών. Μετά από σκληρά παζάρια στις 5/17 Νοεμβρίου 1815 οι πληρεξούσιοι της Μεγάλης Βρετανίας Κάσλρι και Ουέλλιγκτον και της Ρωσίας Ραζουμόφσκι και Καποδίστριας υπέγραψαν στο Παρίσι τη ειδική Συνθήκη περί Ιόνιων Νήσων που στο άρθρο Α’, όριζε ότι: «Αι νήσοι της Κέρκυρας, της Κεφαλληνίας, της Ζακύνθου, της Λευκάδος, των Κυθήρων και των Παξών, μετά των εξαρτήσεων αυτών, οποίαι περιγράφονται εν τη συμβάσει της 21Μαρτίου 1800 ανά μέσον του Μεγαλειοτάτου Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών και της Οθωμανικής Πύλη αποτελούσιν εν μόνον, ελεύθερον και ανεξάρτητον Κράτος καλούμενον Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων»8. Να σημειώσουμε ότι στα Επτάνησα συμπεριλήφθηκε και η Σάσων βραχονησίδα άγονη και ακατοίκητη, στρατηγικής σημασίας, στο στόμιο του κόλπου της Αυλώνας στην είσοδο της Αδριατικής.

Το Σύνταγμα επικυρώθηκε στις 26 Αυγούστου 1817 από τον βασιλιά της Μ. Βρετανίας και μετά την δημοσίευσή του στις 17 Δεκεμβρίου, άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 1818. Το καθεστώς αυτό θα ισχύσει έως την ένωση των νησιών με την Ελλάδα.
Τυπικά το Σύνταγμα υιοθετεί την διάκριση των εξουσιών απονέμοντας την νομοθετική εξουσία στην Βουλή9, την εκτελεστική στην Γερουσία10, και την δικαστική στα επιτόπια δικαστήρια και στο «Ανώτατο Συμβούλιο της Δικαιοσύνης». Στην πραγματικότητα βέβαια όλες οι εξουσίες περιέρχονταν στον λόρδο μέγα αρμοστή των Ιονίων Νήσων, που διοριζόταν από το βρετανό μονάρχη με τη συμβολή της βρετανικής κυβέρνησης. Στις 103 από τις 245 διατάξεις του Συντάγματος γίνεται άμεση ή έμμεση αναφορά στις εξουσίες του αρμοστή ή απευθείας του βασιλιά της Μ. Βρετανίας. Ο αρμοστής είχε το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto). Συνολικά, δέκα άνδρες ανέλαβαν αυτό το αξίωμα. Πρώτος αρμοστής στα Ιόνια νησιά ανέλαβε ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων της Μεσογείου, εκτός του Γιβραλτάρ, και κυβερνήτης της Μάλτας, στρατηγός Thomas Maitland (1816-1824). Ακολουθούν κατά σειρά: Sir Frederik Adam (1824-1832), Lord Nugent (1832-1835), Sir Howard Douglas (1835-1841), Sir Stewart Mackenzie (1841-1843), Lord John Seaton (1843-1849), Sir Henry George Ward (1849-1855), Sir John Young (1855-1859), Rit. Hon. William Ewart Gladstone (1859), Sir Henry Storks (1859-1864).
Ο μέγας αρμοστής έδρευε στην Κέρκυρα και σε κάθε νησί τοποθετήθηκε τοποτηρητής του (Resident). Σε κάθε νησί υπήρχε ξεχωριστή τοπική κυβέρνηση, αποτελούμενη από πενταμελές επαρχιακό συμβούλιο με πρόεδρο τον «έπαρχο», τον οποίο εξέλεγε η Γερουσία από τους κατοίκους του ίδιου ή και άλλου νησιού, και τον διόριζε έπειτα από έγκριση του αρμοστή11.
Οι Επτανήσιοι, παρά τις απαγορεύσεις της αγγλικής προστασίας συμμετέχουν στον Αγώνα του ’21 είτε ως εθελοντές (κυρίως από την Κεφαλονιά και την Ζάκυνθο) είτε συστήνοντας επιτροπές οικονομικής συμπαράστασης, ενώ στα Επτάνησα καταφεύγουν πολλοί πρόσφυγες (7 000 χιλιάδες Πελοποννήσιοι μόνο στη Ζάκυνθο) κατά την διάρκεια του πολέμου. Τον Απρίλιο του 1822 η Α’ Ιόνιος Βουλή, πιεζόμενη από τους Άγγλους, αποφασίζει με νόμο τη δήμευση των περιουσιών και τη στέρηση της ιθαγένειας σε όσους συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση. Η απόφαση αυτή θα αρθεί μετά την έναρξη διπλωματικών σχέσεων του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα το 1833, από την Δ’ Ιόνιος Βουλή – επί αρμοστείας του George Grenville Lord Nugent.
Με την διοργάνωση του πολιτικού βίου στα Ιόνια νησιά εμφανίστηκαν τρεις διαφορετικές τάσεις, που εξέφραζαν τις πολιτικές αντιλήψεις των κοινωνικών ομάδων. Οι στενοί συνεργάτες και μιμητές των Άγγλων προσπάθησαν να καταπνίξουν κάθε φιλελεύθερη κίνηση, αντέδρασαν στην παραχώρηση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και ιδιαίτερα πολέμησαν την ιδέα της ένωσης των νησιών με το ελληνικό κράτος. Ήταν οι οπαδοί της προστασίας, γνωστοί με την επωνυμία «προστασιανοί» ή όπως τους αποκαλούσε ο λαός, «καταχθόνιοι». Έτσι ονομαζόταν και το κόμμα τους. Το κόμμα των καταχθονίων το αποτελούσαν οι κυβερνητικοί έχοντας αρχηγό στην Κέρκυρα τον γραμματέα της Γερουσίας Αντώνιο Δούσμανη Λευκόχειλο και στην Κεφαλονιά το Δημήτριο Καρούσο, που χρημάτισε βουλευτής (1848), έπαρχος της Κεφαλονιάς (1850-1857), γερουσιαστής από το 1857 και τελικά πρόεδρος της Γερουσίας από το 1863 και ως την ένωση12. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει: «στα Εφτάνησα ήταν σωστοί τύραννοι και βασιλιάδες. Αυτοί διοικούσαν τον τόπο. Αυτοί ήταν και βουλευτές, υπουργοί και πρωθυπουργοί! Ο Άγγλος αρμοστής πάντα επεκύρωνε τις αποφάσεις που έπαιρναν και πάντα ήταν με το μέρος τους. Ο πατριωτισμός τους λοιπόν έβγαινε τα ίσα από τα φέουδά τους.»13.
Παράλληλα υπήρχαν οι μετριοπαθείς προοδευτικοί που δέχονταν την αναγκαιότητα της βρετανικής προστασίας και πίστευαν ότι οι Ιόνιοι έπρεπε να σεβαστούν και να τηρήσουν τις διεθνείς συνθήκες που την είχαν επιβάλει, αφού ούτε οι καιροί, ούτε οι δικές τους δυνάμεις τους επέτρεπαν να έχουν ελπίδες για την κατάργησή της. Το εθνικό αίτημα της ένωσης των νησιών με την Ελλάδα δεν το απέρριπταν, αλλά, πίστευαν ότι κάθε σχετική ενέργεια θα ήταν πρόωρη. Αυτό που θα μπορούσε τώρα να γίνει ήταν να επιτύχουν από την προστάτιδα Δύναμη την παραχώρηση περισσότερων συνταγματικών αλλαγών με την μεταρρύθμιση του Συντάγματος του 1817. Για τον λόγο αυτό είχαν ονομαστεί «μεταρρυθμιστές» και το κόμμα τους «μεταρρυθμιστικό»14. «Ήταν της γνώμης του “γιαβάς – γιαβάς”… Οι αστοί της Κέρκυρας, της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου ήθελαν βέβαια την ένωση με την Ελλάδα και μισούσαν το αρχοντολόγι, μα το συμφέρον της τάξης τους ήταν να μην τα χαλάσουν ούτε με τους γαιοχτήμονες, ούτε με τους Εγγλέζους […]οι αρχηγοί του μεταρρυθμιστικού κόμματος δεν ήταν τυχαία πρόσωπα. Ήταν ένας κ’ ένας. Οι πιο φημισμένοι διανοούμενοι του καιρού εκείνου στα Εφτάνησα. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Βράιλας Αρμένης, ο Αριστ. Βαλαωρίτης», θα γράψει ο Γ. Κορδάτος15.
Σημαντικός κοινοβουλευτικός σταθμός στην πορεία για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα υπήρξε η ίδρυση του Κόμματος των «ριζοσπαστών» το 1848. Οι ριζοσπάστες τόνιζαν την καταπάτηση του πορίσματος της Συνθήκης των Παρισίων του 1815 σύμφωνα με το οποίο τα Επτάνησα θα γίνονταν ανεξάρτητο και όχι υποτελές κράτος, όσο και τη διαστρέβλωση της έννοιας της «προστασίας» των Ιονίων Νησιών από τη Μεγάλη Βρετανία· η τελευταία, είχε επιβάλει στα Επτάνησα καθεστώς αποικίας, παρακάμπτοντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες των Επτανησίων. Οι ριζοσπάστες επιδίωκαν οριστική λύση του πολιτικού ζητήματος των Ιονίων νησιών με την κατάργηση του καθεστώτος της προστασία και την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Από τους επιφανέστερους ριζοσπάστες υπήρξαν ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, ο Ιωσήφ Μομφεράτος, ο Σταματέλος Πυλαρινός, ο Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέττος Δετοράτος16. Ο τελευταίος μάλιστα στις 26 Νοεμβρίου 1850, ως ριζοσπάστης βουλευτής στο Θ’ Κοινοβούλιο πρότεινε στο σώμα ψήφισμα για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το οποίο υπογράφηκε από τον ίδιο και 11 ακόμα βουλευτές:
«ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Eπειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα·
Eπειδή ο λαός της Eπτανήσου, απαρτίζων μέρος αναπόσπαστον της Eλληνικής φυλής, στερείται σήμερον της πραγματικής απολαυής και εξασκήσεως των τοιούτων δικαιωμάτων·
Eπειδή προς τοις άλλοις εξέλειψαν πλέον αι αφορμαί, ένεκα των οποίων ετέθη υπό την Aγγλικήν Προστασίαν, δυνάμει συνθήκης εις την οποίαν ουδεμίαν ποτέ έδωκε συγκατάθεσιν·
Eπειδή τέλος μερίς τις της Eλληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει, δηλαδή η απελευθερωμένη Eλλάς, ανέκτησε τα κυριαρχικά και εθνικά αυτής δικαιώματα·
Δι’ όλα ταύτα η πρώτη ελευθέρα Bουλή των αντιπροσώπων της Eπτανήσου διακηρύττει:
Ότι η ομόθυμος στερεά και αμετάτρεπτος θέλησις του Eπτανησιακού λαού, είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η ένωσις αυτού με το λοιπόν έθνος του, την απελευθερωμένην Eλλάδα.
H παρούσα διακήρυξις θέλει διαβιβασθή διά Διαγγέλματος της Bουλής προς την Προστάτιδα Δύναμιν, όπως διά των αρμοδίων μέσων διακοινώση αυτήν και εις τας λοιπάς της Eυρώπης Δυνάμεις, διά να ενεργήσωσιν ομού προς ταχείαν αυτής πραγματοποίησιν.
Eν τη Bουλή των αντιπροσώπων τη 26 Nοεμβρίου 1850.»17.
Το ψήφισμα αυτό, προξένησε την παρέμβαση του αρμοστή Sir Henry Ward. Με εντολή του ανεστάλησαν οι κοινοβουλευτικές εργασίες για τον επόμενο Ιούλιο. Οι ριζοσπάστες δέχτηκαν νέο κύμα διώξεων και στις επόμενες εκλογές βίας και νοθείας, τον Ιανουάριο του 1952, κατάφεραν να εκλέξουν μόνο 5 βουλευτές, όλοι τους από τη Ζάκυνθο. Πλειοψήφησαν οι μεταρρυθμιστές, τους οποίους είχε προσεταιριστεί ο Ward απομακρύνοντας τους παραδοσιακούς φίλους – τους προστασιανούς.
Η πρώτη αναφορά, από βρετανικής πλευράς, για παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα έγινε σε μία επιστολή από τον αρμοστή Sir John Young προς τον Βρετανό υπουργό Αποικιών, στις 10 Ιουνίου 1857. Ο αρμοστής εξέθεσε στον υπουργό του, τα πλεονεκτήματα που θα είχε για την Βρετανία η μετατροπή της Κέρκυρας και των Παξών σε κανονική κτήση και η παραχώρηση των υπόλοιπων νησιών στην Ελλάδα. Θα ακολουθήσει άλλη μια επιστολή του αρμοστή προς τον υπουργό του με το ίδιο περιεχόμενο, ένα χρόνο μετά, στις 18 Ιουλίου 1858. Τις δύο αυτές επιστολές ο William Hudson Guernesey τις έκλεψε από τη βιβλιοθήκη του βρετανικού υπουργείου Αποικιών και τις έδωσε στην εφημερίδα του Λονδίνου «Daily News», η οποία τις δημοσίευσε στις 12 Νοεμβρίου 1858, τέσσερις ημέρες μετά την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να στείλει στα Ιόνια νησιά τον William Gladstone με ειδική αποστολή να μελετήσει την κατάσταση και να προτείνει λύσεις για την βελτίωση του πολιτεύματος. Η δημοσίευση των επιστολών, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στις κυβερνήσεις των άλλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων και στα Ιόνια νησιά. Η αποστολή του Gladstone θεωρήθηκε ότι είχε άμεση σχέση με την πρόθεση της βρετανικής κυβέρνησης να βάλει σε εφαρμογή το προτεινόμενο σχέδιο. Οι βουλευτές και το Επαρχιακό Συμβούλιο της Κέρκυρας διαμαρτυρήθηκαν επίσημα προς τον υπουργό των Αποικιών και διακήρυξαν ότι η μοναδική επιθυμία των Κερκυραίων ήταν να ενωθούν με την ελεύθερη Ελλάδα. Απαντώντας ο υπουργός των Αποικιών με έγγραφό του (8 Δεκεμβρίου 1858) προς τον αρμοστή δήλωσε ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση ούτε την δύναμη να κρατήσει σαν αποικίες την Κέρκυρα και τους Παξούς, ούτε σκόπευε να εισηγηθεί την κατάργηση της Συνθήκης του 1815. Αλλά και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών με εγκύκλιό του (17 Νοεμβρίου 1858) είχε εξουσιοδοτήσει τους Βρετανούς πρεσβευτές να διαβεβαιώσουν, ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση με τη δημοσίευση των επιστολών και ότι γνώριζε τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη Συνθήκη του 181518. Αν και ο Guernesey, ο «υποκλοπέας» των εγγράφων, διώχθηκε ποινικά και δικάστηκε στο κεντρικό ποινικό δικαστήριο, αθωώθηκε πανηγυρικά.
Ο Gladstone που ανέλαβε και καθήκοντα έκτακτου αρμοστή, ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο στις 13/25 Ιανουαρίου 1859, ότι η βασίλισσα θεωρούσε αναγκαία τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος και ότι ο ίδιος θα υπέβαλε το ταχύτερο τις σχετικές προτάσεις του. Το Κοινοβούλιο με την σειρά του, δύο μέρες μετά, εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο διακηρύσσεται ότι μοναδική επιθυμία του επτανησιακού λαού είναι η Ένωση του με την Ελλάδα. Τότε ο Gladstone τους συμβούλεψε να απευθύνουν μια ικετήρια αναφορά στη βασίλισσα με αυτό το περιεχόμενο, πράγμα που οι βουλευτές έκαναν. Στις 24 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1859 ο έκτακτος αρμοστής ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο την αρνητική απάντηση της βασίλισσας Βικτωρίας και παρουσίασε τις προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος, τις οποίες με την σειρά τους οι βουλευτές κατά την ψηφοφορία της 4/16 Φεβρουαρίου τις καταψήφισαν και απορρίφθηκαν. Η αποστολή του Gladstone είχε ουσιαστικά λήξει χωρίς αποτέλεσμα και στις 7/19 Φεβρουαρίου 1859 ο έκτακτος αρμοστής έφυγε για την Αγγλία19.
Ο επόμενος αρμοστής ο Sir Henry Storks έμελλε να είναι και ο τελευταίος. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, επιτροπή από βουλευτές με επικεφαλής τον πρόεδρο της Βουλής του ανακοίνωσε ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να συζητηθεί ήταν η ένωση. Μάλιστα το Κοινοβούλιο κατά τη δεύτερη σύνοδό του και με αφορμή τον εναρκτήριο λόγο του Storks (17 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1859) αμφισβήτησε το δικαίωμα του ως αρμοστή να κηρύξει την έναρξη των εργασιών του σώματος και δήλωσε ότι το δικαίωμα αυτό το αναγνώριζε μονάχα στον πρόεδρο της Γερουσίας. Ο αρμοστής αντί άλλης απάντησης ανέστειλε για έξι μήνες τις εργασίες του Κοινοβουλίου. Το ίδιο πράγμα θα κάνει και κατά την Τρίτη σύνοδο του ΙΑ’ Κοινοβουλίου, που άρχισε στις 17 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1861, όταν προτάθηκε δημοψήφισμα για την ένωση. Η συζήτηση γρήγορα μεταφέρθηκε και στις δύο αγγλικές βουλές. Στη Βουλή των Λόρδων, ο λόρδος Gray δε δίστασε να πει ότι η κατάσταση που επικρατούσε στα Ιόνια νησιά δεν αποτελούσε τιμή για τους Άγγλους και ότι η προστασία δεν προσέφερε κανένα οικονομικό όφελος στην Αυτοκρατορία, οπότε θα έπρεπε καλύτερα να αποσυρθεί. Αλλά και στη Βουλή των Κοινοτήτων ο βουλευτής Maguire υποστήριξε το δίκαιο του αιτήματος των Επτανησίων να απαλλαγούν από την προστασία και να ενωθούν με το ελληνικό κράτος. Μια μέση στάση κράτησε ο Gladstone που τάχθηκε μεν υπέρ της ένωσης, δηλώνοντας όμως ότι την θεωρούσε κάπως πρόωρη και πιθανότατα βλαπτική για τα Επτάνησα, για την ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά και για την ίδια την Ελλάδα που ακόμα δεν είχε πολιτική σταθερότητα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Palmerston πήρε τελείως αντιδραστική θέση, δηλώνοντας ότι η ένωση δεν ήταν γνήσια επιθυμία του λαού αλλά αποτέλεσμα δημαγωγίας ορισμένων βουλευτών στο Ιόνιο Κοινοβούλιο20. Βέβαια την ίδια περίοδο (1861) ο Palmerston μέσω του Σπ. Τρικούπη, πατέρα του Χαρίλαου, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο, προσέφερε στον Έλληνα μονάρχη τα Επτάνησα με τον ρητό όρο: «Να υποσχεθεί κατηγορηματικά η ελληνική κυβέρνηση και ν’ αναλάβει την υποχρέωση να μην ενοχλήσει στο μέλλον ούτε φανερά ούτε κρυφά την Οθωμανική αυτοκρατορία»21. Προφανώς ο Palmerston αναφερόταν στην επιλογή του Όθωνα να υποστηρίξει τη Ρωσία στον Κριμαϊκό πόλεμο (Οκτώβριος 1853 – Φεβρουάριος 1856) με σκοπό να πραγματοποιήσει τα ελληνικά αλυτρωτικά όνειρα.
Με την σειρά του ο Όθωνας απέρριψε μετά λύπης του (sic!) την προσφορά του Palmerston, για να «μη καταδικάση εις δουλείαν μέγα μέρος της ελληνικής φυλής δια να επιτύχη την απελευθέρωσιν των Επτανήσων, χωρίς την Κέρκυραν!».22
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Palmerston θα επαναλάβει την πρότασή του στις αρχές Νοεμβρίου 1862, στον υιό Τρικούπη, τον Χαρίλαο, που εν τω μεταξύ είχε αντικαταστήσει τον πατέρα του, ως επιτετραμμένος της Ελλάδας στο Λονδίνο. Θα του δηλώσει, λοιπόν, ότι η Αγγλία δε μπορούσε να παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα όσο βασίλευε ο Όθωνας, αλλά αφού έπαυε να υπάρχει αυτό το εμπόδιο θα έδινε τη συγκατάθεσή της για την ένωση των νησιών με την Ελλάδα κρατώντας μόνο την Κέρκυρα.
Το «εμπόδιο έπαυσε να υπάρχει» με την έξωση του Όθωνα. Τα χαράματα της 11ης Οκτωβρίου του 1862 στην παλιά Καζάρμα, στο Μεταξουργείο, ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης συνέταξε την επαναστατική προκήρυξη, γνωστή ως «Ψήφισμα του Έθνους»23 που κήρυσσε έκπτωτη τη δυναστεία, όχι μόνο τη βασιλεία του Όθωνα, αλλά και την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα του 1844 αντιβασιλεία της βασίλισσας Αμαλίας, και καλούσε τη σύγκλιση εθνικής συντακτικής συνέλευσης που θα εκλέξει νέο ηγεμόνα:
«Ψήφισμα
Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η Πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά, ως πιστή δε απόφασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου, κηρύττεται και αποφασίζεται.
Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η αντιβασιλεία καταργείται. Προσωρινή Κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήσει το Κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως συγκειμένη υπό των εξής πολιτών:
Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη, Β. Ρούφου.
Εθνική Συνέλευσις συγκαλείται προς σύνταξιν της Πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος.
Ζήτω το Έθνος!
Ζήτω η Πατρίς!
Εγένετο εν Αθήναις εν έτει σωτηρίω 1862, μηνός Οκτωβρίου ημέρα 10»24.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας (11 Οκτωβρίου) η βασιλική θαλαμηγός «Αμαλία» κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά με το βασιλικό ζεύγος που εσπευσμένα είχε διακόψει την περιοδεία του. Ο Γάλλος αντιναύαρχος Τουσάρ ανέβηκε στη θαλαμηγό και μετέφερε τις ειδήσεις, ενώ πλήθη από Αθηναίους και Πειραιώτες εκδήλωναν τα αντιβασιλικά τους αισθήματα στην ακτή. Τελικά, τη νύχτα, η «Αμαλία» συνοδευόμενη από το αγγλικό πολεμικό «Σκύλλα» και το γαλλικό «Έλαφος» προσορμίστηκε στη Σαλαμίνα. Την επόμενη μέρα, στις 12 του Οκτώβρη ο Όθων είχε, ήδη, πάρει την απόφαση να φύγει, παρά τη συμβουλή της Αμαλίας να επιστρέψουν αμέσως στη Μάνη και να συσπειρωθούν γύρω από τις φιλοβασιλικές δυνάμεις. Ζήτησε να ταξιδέψει με τη «Σκύλλα» στη Βενετία, δηλώνοντας πως πηγαίνει στο εξωτερικό για να αποφευχθεί ένας εμφύλιος πόλεμος, χωρίς να κάνει λόγο για παραίτηση. Όθωνας και Αμαλία κατέφυγαν τελικά στο Μόναχο και αργότερα στο Μπάμπεργκ. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Τάσος Βουρνάς: «Κατά μία ιδιοτροπία της ιστορίας, αγγλικό ήταν το πλοίο που έφερε τον Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833, η φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» και μετά 29 χρόνια ένα άλλο αγγλικό καράβι, η «Σκύλλα», τον έπαιρνε μακριά από την Ελλάδα…»25.
Δύο μήνες αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, έπειτα από επίσημη ανακοίνωση του υπουργού των Εξωτερικών της Αγγλίας λόρδου Russell, ο Τρικούπης ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η βασίλισσα της Αγγλίας δεχόταν να προτείνει στις Δυνάμεις, που είχαν υπογράψει την Συνθήκη του 1815, την ένωση των νησιών με την Ελλάδα, με τον όρο ότι το ελληνικό πολίτευμα θα ήταν σύμφωνο με τις αρχές που είχε διακηρύξει η προσωρινή κυβέρνηση και θα εκλεγόταν βασιλιάς που θα είχε την έγκρισή της. Ήταν φανερή η πρόθεση της Μ. Βρετανίας να εξασφαλίσει την επιρροή της στην Ελλάδα και μαζί να επιτύχει εγγυήσεις για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το ίδιο πνεύμα είχε συνταχθεί και η ρηματική διακοίνωση που υπέβαλε στον Έλληνα πρωθυπουργό Δ. Βούλγαρη, ο έκτακτος απεσταλμένος της βρετανικής κυβέρνησης Sir Elliot το Δεκέμβριο του 1862. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ρητά, ότι η βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας για να ενισχύσει την ελληνική μοναρχία ήταν πρόθυμη να αναγγείλει στη Γερουσία και στη Βουλή των Επτανήσων ότι επιθυμούσε την ένωση των νησιών με την Ελλάδα. Σε περίπτωση που εκδήλωνε την ίδια επιθυμία και το Ιόνιο Κοινοβούλιο θα ζητούσε από της Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του 1815 τη σχετική συγκατάθεση. Αλλά, αν εκλεγόταν ηγεμόνας που έδινε υπόνοιες ότι θα προκαλούσε επαναστάσεις ή θα ακολουθούσε επιθετική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, όπως είχε κάνει ο Όθωνας την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου, θα εμποδιζόταν να παραιτηθεί από την προστασία των Επτανήσων26.
Η Αγγλία ενορχήστρωσε δημοψήφισμα για την άμεση εκλογή νέου μονάρχη προωθώντας για τον θρόνο τον πρίγκιπα Αλφρέδο δευτερότοκο γιό της βασίλισσας Βικτωρίας, γνωρίζοντας ότι η εκλογή του δεν θα γινόταν αποδεκτή από την Ρωσία και την Γαλλία, μιας και το απαγόρευε το τρίτο άρθρο του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας του 1830, που προέβλεπε ότι ο μονάρχης δεν θα ανήκε στις δυναστείες των τριών Δυνάμεων. Το έκανε όμως για να εξασφαλίσει εμμέσως λαϊκή έγκριση στα της διαδοχής. Όντως στο πρώτο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στην Ελλάδα από τις 19 Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1862, από τους 230 433 Έλληνες του εσωτερικού της χώρας και τους 19 583 του εξωτερικού που ψήφισαν, ο Αλφρέδος συγκέντρωσε την συντριπτική πλειοψηφία των 240 016 ψήφων. Δεύτερος με 2 460 ψήφους ήρθε ο ορθόδοξος πρίγκιπας του Λάιχτεμπεργκ εγγονός του τσάρου Νικολάου του Α’ και από τη μεριά της μητέρας του, εγγονός του Ευγενίου Μπωαρναί, γιός της συζύγου του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ιωσηφίνας, που διέθετε τόσο την ρωσική όσο και την γαλλική υποστήριξη. Στο δημοψήφισμα προτάθηκε και το όνομα του Γουλιέλμου, του δευτερότοκου γιού του Δανού βασιλιά, ο οποίος συγκέντρωσε μόλις 6 ψήφους.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανακοινώθηκε πανηγυρικά κατά τη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στις 22 Ιανουαρίου 1863. Με βάση τη λαϊκή ετυμηγορία, εκλεγόταν βασιλιάς της Ελλάδας ο πρίγκιπας Αλφρέδος. Η Αγγλία, η οποία όπως αναφέρει ο Τάσος Βουρνάς «έκανε τόσες δαπάνες και εξύφανε τόσες μηχανορραφίες για να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα, θεωρώντας τώρα ότι επετεύχθη ο σκοπός της να εγκριθεί η επιρροή της από το ελληνικό εκλογικό σώμα, δήλωσε αμέσως και υποκριτικώτατα, με το στόμα του έκτακτου απεσταλμένου της στην Ελλάδα Έλλιοτ, ότι ο πρίγκιπας Αλφρέδος “ούτε δύναται να δεχθή, ούτε ηδύνατο να φέρη το στέμμα της Ελλάδος”, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Δεν παρέλειψε όμως να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της αγγλικής αυλής για την προτίμηση.»27. Με αυτό το αποτέλεσμα τον πρώτο λόγο στο ζήτημα του ελληνικού θρόνου πλέον θα είχε η Μεγάλη Βρετανία. Ο υποψήφιος της αρεσκείας της, θα έπρεπε να μην ήταν ρωσόφιλος, ούτε γαλλόφιλος και κυρίως να μην έχει μεγαλοϊδεατικές εξάρσεις.
Το ελληνικό στέμμα αν και προσφέρθηκε σε μικρές ευρωπαϊκές αυλές, υποτελείς της αγγλικής δυναστείας, συνάντησε επίμονη άρνηση αποδοχής του. Πρώτος το αρνήθηκε ο Ερνέστο, δούκας του Σαξ Κοβούργου, μετά ο κόμης του Πινάνζ, κατόπιν ο Φερδινάνδος της Πορτογαλίας, μετά ο λόρδος Λοντόντερυ. Τελικά ο Πάλμερστον κατέφυγε στην τελευταία λύση που του απόμενε και δέχτηκε την πρόταση του δανικής καταγωγής Άγγλου μεγαλοτραπεζίτη του Σίτυ Χάμπρο, ο οποίος συνδεόταν με τη βασιλική οικογένεια της Δανίας. Προκρίθηκε λοιπόν, ως βασιλιάς της Ελλάδας ο δευτερότοκος γιός του Δανού διαδόχου Γουλιέλμος – Χριστιανός – Φερδινάνδος – Γεώργιος το γένος Γκλύξμπουργκ – Σόντεμπουργκ – Σλέσβιγκ – Χολστάιν, που αποδέχτηκε τις αγγλικές προτάσεις και τους όρους του βρετανού πρωθυπουργού και του οποίου την ανάρρηση στο θρόνο της Ελλάδας συμφώνησαν να υποστηρίξουν η Ρωσία και η Γαλλία28.
Στις 18 Μαρτίου ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Ζ. Βάλβης ανακοίνωσε στην Εθνοσυνέλευση ότι οι τρεις Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) πρότειναν ως βασιλιά τον πρίγκιπα Γουλιέλμο – Γεώργιο, ότι σε αυτό συναινούσε ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος Ζ’ και ότι η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε με ψήφισμα της εθνικής αντιπροσωπείας να ανακηρυχθεί ο νέος πρίγκιπας βασιλιάς της Ελλάδας. Αμέσως η Συνέλευση έχοντας αντιληφτεί ότι λόγω των οξύτατων αντιζηλιών κανένας Έλληνας δεν είχε ελπίδα να βασιλεύσει στη χώρα του, όπως έγινε στη Σερβία και τη Ρουμανία, εξέδωσε το ακόλουθο ψήφισμα:
«Ψήφισμα ΚΕ’
Η εν Αθήναις Β΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις.
Άρθρο 1. Αναγορεύει παμψηφεί τον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανόν – Γουλιέλμον – Φερδινάνδον – Αδόλφον – Γεώργιον, δευτερότοκον υιόν του Πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας, συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων υπό το όνομα:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Άρθρο 2. Οι νόμιμοι διάδοχοι Αυτού θέλουσι πρεσβεύει το ορθόδοξον ανατολικόν δόγμα.
Άρθρο 3. Τριμελής επιτροπή εκλεγομένη υπό της Συνελεύσεως θέλει μεταβή εις Κοπεγχάγην και προσφέρει Αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.»29.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται Βασιλεύς των Ελλήνων, κατόπιν προτροπής του ιδίου, και όχι Βασιλεύς της Ελλάδας, όπως ονομαζόταν ο Όθων. Παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για την προσηγορία αυτή, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θα ήταν βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδας, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν, η προσωνυμία έμεινε.
Στις 24 Μαρτίου 1863 συγκροτήθηκε η τριμελής επιτροπή (Κ. Κανάρης – επικεφαλής, Θρ. Ζαΐμης και Δ. Γρίβας) που σύμφωνα με το Ψήφισμα θα πήγαινε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει στο Γεώργιο το στέμμα της Ελλάδας. Η επιτροπή αν και έφτασε στη πρωτεύουσα της Δανίας στις 13 Απριλίου θα έπρεπε πρώτα να περιμένει την ικανοποίηση από τις τρεις Δυνάμεις των όρων που έθετε ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος Ζ’ και πιο συγκεκριμένα: α) την παραίτηση της βαυαρικής δυναστείας από τον ελληνικό θρόνο, β) την προσάρτηση των Ιονίων νησιών στην Ελλάδα και γ) την ενίσχυση της βασιλικής χορηγίας από τις τρεις Δυνάμεις.
Σχετικά με το (α) επειδή η βαυαρική δυναστεία δεν δεχόταν να παραιτηθεί, οι τρεις Δυνάμεις κατέφυγαν στα «δικαιώματα» που είχαν ως Προστάτιδες Δυνάμεις και έδωσαν την συγκατάθεσή τους στην άνοδο του Γουλιέλμου της Δανίας στο θρόνο της Ελλάδας με την επωνυμία Γεώργιος Α’, βασιλεύς των Ελλήνων», με την υπογραφή τριών Πρωτοκόλλων στο Λονδίνο στις 4/16 Μαΐου, 15/27 Μαΐου και 24 Μαΐου / 5 Ιουνίου 186330. Με αυτά τα πρωτόκολλα «ενέκριναν» τις πράξεις του «κυρίαρχου» ελληνικού κράτους. Σχετικά με τους (β) και (γ) όρους υπήρξε μυστική συμφωνία της Αγγλίας με τη Δανία βάσει της οποίας δινόταν η Επτάνησος στην Ελλάδα, αλλά, η τελευταία ξεχνούσε τις εθνικές διεκδικήσεις της προς Θεσσαλία, Ήπειρο και Κρήτη και προχωρούσε σε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών (αν και αναφέρεται ένας παραπλήσιος όρος – ουδετεροποίηση) και σε κατεδάφιση όλων των φρουρίων της Κέρκυρας31. Επίσης η συμφωνία προέβλεπε ότι εκτός της βασιλικής επιχορήγησης, που ο νέος βασιλιάς θα έπαιρνε από το ελληνικό θησαυροφυλάκιο, δικαιούνταν επίσης και ισόβια χορηγία «ατομική προίκησις» από 12 000 λίρες ετησίως, την οποία θα κατέβαλε η Ελλάδα στο βασιλικό ταμείο έναντι των τοκοχρεολυσίων των αγγλικών δανείων προς την χώρα. Στην ίδια συμφωνία προβλεπόταν και άλλη μία ετήσια «ατομική προίκησις» στο βασιλιά, από 10 000 λίρες, που θα κατέβαλε η Επτανησιακή Πολιτεία32. Βέβαια και αυτή την δεύτερη επιχορήγηση την αναλάμβανε τελικά το ελληνικό κράτος αφού μετά την ένωση θα έπαυε να υφίσταται το «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων».
Μετά την ικανοποίηση των τριών όρων που είχε θέσει ο Φρειδερίκος, έδωσε τελικά την συγκατάθεσή του. Στις 25 Μαΐου / 6 Ιουνίου στα ανάκτορα του Christiansborg έγινε με κάθε επισημότητα και μεγαλοπρέπεια η τελετή της προσφοράς του ελληνικού στέμματος και η αποδοχή του από τον βασιλιά Φρειδερίκο Ζ’ εκ μέρους του νεαρού Γεωργίου.
Στις 15/27 Ιουνίου 1863 με το ψήφισμα ΜΓ’ η Εθνοσυνέλευση, για να μην επαναληφθεί η περιπέτεια ενός νέου Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, όπως εκείνου του Όθωνα, ανακήρυξε ενήλικο το νέο βασιλιά, που δεν είχε ακόμη συμπληρώσει τα 18 χρόνια.
Η ανάρρηση του Γεωργίου Α’ στον ελληνικό θρόνο επισφραγίσθηκε με τη Συνθήκη που υπέγραψαν στο Λονδίνο την 1/13 Ιουλίου 1863 η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία, για να επικυρώσουν το πρωτόκολλο της 24ης Μαΐου / 5ης Ιουνίου 1863 και να ρυθμίσουν τις υποχρεώσεις που οι χώρες αυτές θεωρούσαν ότι είχαν αναλάβει από το 1830.
Στα 15 άρθρα της Συνθήκης, ανάμεσα σε άλλα θέματα επαναλαμβανόταν η συναίνεση των Δυνάμεων για την εκλογή του Γεωργίου, η αναγνώριση της Ελλάδας ως κράτους μοναρχικού ανεξάρτητου και συνταγματικού. Το τέταρτο άρθρο της Συνθήκης, προβλέπει ότι: «Τα όρια της Ελληνικής Επικρατείας, ορισθέντα δια της εν Κωνσταντινουπώλει μεταξύ των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης τη 21 Ιουλίου 1832 συνομολογηθείσης συμβάσεως, θέλουσιν επεκταθή δια της προσενώσεως των Ιονίων Νήσων τω Ελληνικώ Βασιλείω, άμα η προσάρτησις αύτη, προταθείσα υπό της κυβερνήσεως της Α. Βρεταννικής Μεγαλειότητος, ήθελεν ευρεθή σύμφωνος προς τας ευχάς του Ιονίου Κοινοβουλίου και ήθελε τύχει της συγκαταθέσεως των Αυλών της Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσσίας, και Ρωσσίας»33.
Την 1η Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο συνδιάσκεψη του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών με τους πρεσβευτές Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσσίας και Ρωσίας και υπογράφτηκε σχετικό Πρωτόκολλο (20 Ιουλίου / 1 Αυγούστου 1863) με το οποίο οι τέσσερις Δυνάμεις αναγνώριζαν στη Μ. Βρετανία το δικαίωμα να παραιτηθεί από την προστασία των νησιών, δήλωναν ότι θα έδιναν την συγκατάθεσή τους και θα συντελούσαν στην ένωσή τους με την Ελλάδα, εφόσον θα είχαν τη διαβεβαίωση ότι το Ιόνιο Κοινοβούλιο δεχόταν αυτό το σχέδιο, οπότε και θα ήταν έτοιμες να διαπραγματευθούν με την Μ. Βρετανία τους όρους της σχετικής συνθήκης.
Στις 25 Ιουλίου / 6 Αυγούστου ο αρμοστής Storks σύμφωνα με εντολή της βασίλισσας διέλυσε το ΙΒ’ Ιόνιο Κοινοβούλιο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών για τη συγκρότηση νέου, που θα εξέφραζε επίσημα τη θέληση του επτανησιακού λαού σχετικά με το ζήτημα της ένωσης των νησιών με την Ελλάδα. Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 9/21 και 10/22 Σεπτεμβρίου. Ο Ζερβός Ιακωβάτος και ο Μομφεράτος διαφώνησαν με τη συμβιβαστική τελική πράξη της Ένωσης και, αν και πρωτεργάτες της Ένωσης στους πιο δύσκολους καιρούς, αρνούμενοι να απολαύσουν τέτοιες επινίκιες δάφνες στο τέλος, αποχώρησαν από την ΙΒ’ Βουλή στην οποία είχαν εκλεγεί στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου αντιστοίχως και δεν δέχτηκαν ούτε την υποψηφιότητα για τη ΙΓ΄ Βουλή που επρόκειτο να ψηφίσει την αποδοχή των μυστικών συμφωνιών και την εκλογή του «εκλεκτού» νέου βασιλιά.
Με το σύνθημα «ένωσις άνευ όρων» έγιναν οι εκλογές και στις 19 Σεπτεμβρίου / 1 Οκτωβρίου συγκλήθηκε η ΙΓ’ Ιόνιος Βουλή. Στην πανηγυρική συνεδρίαση ο Άγγλος αρμοστής διάβασε διάγγελμα, στο οποίο διακηρυσσόταν ότι η Μ. Βρετανία συναινούσε ν’ αποσύρει την «προστασία» της από τα Επτάνησα.

Στις 23 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1863 ο πρόεδρος του σώματος Στέφανος Παδοβάς έχοντας δίπλα στην προεδρική έδρα την ελληνική σημαία διάβασε το Ψήφισμα της Ένωσης. Έπειτα αυτός και μια επιτροπή βουλευτών πήγαν στον αρμοστή και του ανακοίνωσαν την απόφαση του επτανησιακού λαού να καταργηθεί η προστασία και να ενωθούν τα νησιά με το βασίλειο της Ελλάδας. Εξέφρασαν δε την ευγνωμοσύνη των Επτανησίων προς τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας και προς τις άλλες προστάτιδες Δυνάμεις. (sic!)
Ο Γεώργιος, έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863. Το ταξίδι διήρκησε 40 μέρες περίπου, καθώς ο νεαρός ηγεμόνας πέρασε από τις πρωτεύουσες των Μεγάλων Δυνάμεων και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Στις 19 Οκτωβρίου θα ορκιστεί ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης και στις 25 Οκτωβρίου θα ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Βούλγαρη.
Ο υπουργός Εξωτερικών Π. Δηλιγιάννης όρισε πληρεξούσιο της Ελλάδας για τις διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο των όρων της παραχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα, τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο νεαρός Χαρίλαος μετά το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του, Σπυρίδωνα που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Τον Οκτώβριο του 1862 όμως ανακαλείται στην Αθήνα, λόγω οικονομικής στενότητας της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης! Ενώ ο νεαρός πληρεξούσιος μετέβαινε στο Λονδίνο, ο Δηλιγιάννης του γνωστοποιεί με επείγον τηλεγράφημα ότι υπάρχουν φήμες πως το σχέδιο της σύμβασης περιλαμβάνει την οριστική κατεδάφιση των φρουρίων των νησιών, ειδικά αυτών της Κέρκυρας. Οι Μ. Δυνάμεις, ειδικά η Αγγλία και η Αυστρία, έθεταν ως όρο την ομαλή κατεδάφιση όλων των ιστορικών φρουρίων των νησιών, φοβούμενες μια ενδεχόμενη εξόρμηση Ελλήνων προς τις ηπειρωτικές ακτές του αυστριακού και τουρκικού εδάφους. Όταν έφτασε στο Λονδίνο ο Χ. Τρικούπης διαπίστωσε με έκπληξη ότι τα πάντα είχαν κανονιστεί ερήμην του και απ’ αυτόν περίμεναν μια τυπική έγκριση.
Στις 2/14 Νοεμβρίου 1863 οι εκπρόσωποι των πέντε Δυνάμεων υπέγραψαν στο Λονδίνο Συνθήκη με την οποία γινόταν αποδεκτή η παραίτηση της Μ. Βρετανίας από την «προστασία» του Ιόνιου κράτους και αναγνωριζόταν η Ένωση του με το ελληνικό βασίλειο, αλλά υπό καθεστώς ουδετερότητας. Καμία στρατιωτική ή ναυτική δύναμη δε θα είχε δικαίωμα να συγκεντρωθεί ή να σταθμεύσει στο έδαφος ή στα ύδατα τους, εκτός από εκείνη που ήταν απαραίτητη για την τήρηση της τάξης. Για τον ίδιο λόγο θα κατεδαφίζονταν τα φρούρια της Κέρκυρας πριν από την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων. Η Γαλλία, η Μ. Βρετανία και η Ρωσία ως εγγυήτριες δυνάμεις του ελληνικού βασιλείου επιφυλασσόταν να συνομολογήσουν με την ελληνική κυβέρνηση συνθήκη για τις συμφωνίες που θα έκανε αναγκαίες η ένωση των νησιών. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από τα Ιόνια νησιά μέσα σε τρεις μήνες το αργότερο από την επικύρωση της συνθήκης. Οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις είχαν την υποχρέωση να κοινοποιήσουν στην Αυστρία και στην Πρωσία τη συνθήκη που θα έκαναν με την ελληνική κυβέρνηση34.
Το καθεστώς της ουδετερότητας των νησιών και η κατεδάφιση των οχυρών, περιόριζε τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους και για το ζήτημα αυτό ο Χ. Τρικούπης ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης έκανε έντονα διαβήματα στο Λονδίνο. Παρόλα αυτά τον Νοέμβριο του 1863 εστάλη από τη βρετανική κυβέρνηση ο συνταγματάρχης του Μηχανικού Wymm ώστε να κανονίσει τα της κατεδάφισης των οχυρών της Κέρκυρας. Στις 26 Δεκεμβρίου 1863 ο λόρδος Russell διατυπώνει προς τον υπουργό Στρατιωτικών κόμη Gray την άποψή του για την έκταση των κατεδαφίσεων: τα φρούρια του Βίδου και του Αβράμη, καθώς και οι επάλξεις του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου. Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1864 ξεκίνησαν οι εργασίες κατεδάφισης του φρουρίου της νησίδας Βίδο και των τειχών και των επάλξεων του φρουριακού συγκροτήματος της πόλης της Κέρκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτύρεται για την έναρξη των εργασιών πριν την υπογραφή της τελικής συνθήκης, ο λόρδος Russell, όμως, διαβεβαιώνει ότι οι εργασίες αφορούν μόνο μεταφορά στρατιωτικού υλικού. Στις επίμονες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ο λόρδος Russell απαντά ότι οι κατεδαφίσεις άρχισαν νωρίς λόγω παρανόησης των εντολών του από τον επικεφαλής του βρετανικού μηχανικού στην Κέρκυρα35.
Τελικά χάρη και στη συμπαράσταση της γαλλικής κυβέρνησης συνομολογήθηκε το Πρωτόκολλο της 25ης Ιανουαρίου 1864, που καταργούσε τον περιορισμό του αριθμού των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων που μπορούσε να διατηρεί η Ελλάδα στα νησιά και περιόριζε την ουδετερότητα μόνο στην Κέρκυρα και στους Παξούς36. Σχετικά όμως με την κατεδάφιση των φρουρίων, οι Βρετανοί με σαφέστατο τρόπο δια στόματος του υπουργού των Εξωτερικών λόρδου Russell ξεκαθάρισαν: «χωρίς κατεδάφιση δεν υπάρχει ένωση»37. Παρά τις αντιδράσεις των Κερκυραίων, το φρούριο της νησίδας Βίδο καταστράφηκε τελείως, όπως επίσης και τα φρούρια στους λόφους Αβράμη και Σαρόκκο. Γλίτωσαν όμως το Παλιό και το Νέο Φρούριο.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1864 ο Έλληνας πρόξενος στην Κέρκυρα, Βιτάλης, αναφέρει προς την κυβέρνηση ότι ο αφοπλισμός συντελείται ήδη, με την μεταφορά πυροβόλων και πολεμικού υλικού 70 000 τόνων, με 50 αγγλικά μεταγωγικά πλοία. Η ελληνική κυβέρνηση αντιδρά, αν και μάλλον χλιαρά, καθώς η διαπραγματευτική δυνατότητα του Τρικούπη ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.
Στις 17/29 Μαρτίου 1864 στο Λονδίνο υπεγράφη η Συνθήκη της Ένωσης από τις Μ. Δυνάμεις και (αυτή τη φορά) τον Έλληνα πληρεξούσιο Χ. Τρικούπη. Για μία ακόμη φορά, αντιπροσωπεία του «ενιαίου και ανεξάρτητου» Κράτους των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων δεν είχε προσκληθεί. Η Συνθήκη αυτή ήταν η τελική και ουσιαστικά επικύρωνε τους όρους της Συνθήκης της 14ης Νοεμβρίου 1863 όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της 23ης Ιανουαρίου 1864. Το ελληνικό έδαφος μεγάλωνε κατά 1 921, 5 τ.χλμ. και ο πληθυσμός κατά 200 000 και πλέον κατοίκους38.
Στις 21 Μαΐου / 2 Ιουνίου 1864 ο αρμοστής Storks παρέδωσε επίσημα τα Επτάνησα, στον έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρασύβουλο Ζαΐμη. Στα νησιά υποστέλλονται οι βρετανικές σημαίες και γίνεται έπαρση της Ελληνικής. Η περίοδος της τυπικής, επίσημης βρετανικής «προστασίας» των Επτανήσων είχε λήξη, αλλά ξεκινούσε η άτυπη, ανεπίσημη βρετανική «προστασία» ολόκληρης της Ελλάδας που θα διαρκέσει μέχρι το δόγμα Τρούμαν (1947), όταν την σκυτάλη θα πάρουν οι ΗΠΑ.
Σημειώσεις
1. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2004, ΕΠΤΑΝΗΣΑ 140 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, σ. 9
2. Πάλι εκεί, σσ. 9-10
3. ΚΑΡΙΨΙΑΔΗΣ Γ., 1992, σ. 318
4. Πάλι εκεί
5. Πάλι εκεί, σ. 319
6. Ο τσάρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική, διορίζοντας το 1814 γραμματέα του επί των Εξωτερικών Υποθέσεων τον Νέσελροντ και το 1815, ως δεύτερο γραμματέα, αυτή τη φορά τον Καποδίστρια. Η θέση του γραμματέα, ελλείψει υπουργικής θέσης, αντιστοιχούσε με αυτή του υπουργού Εξωτερικών. Επίσημα ο Καποδίστριας δεν περιβλήθηκε με το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών το 1815
7. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 166-167
8. ΚΑΡΙΨΙΑΔΗΣ Γ., 1992, σ. 320
9. Πρόεδροι της Ιονίου Βουλής χρημάτισαν οι Μ. Βέγιας, Β. Ζαβός, Α. Λάνδος, Στ. Χαλικιόπουλος, Α. Κόνδαρης, Δ. Φλαμπουριάρης, Α.Β. Χαλικιόπουλος, Α. Δαμασκηνός, Κ. Ρώμας, Π. Βράιλας, Η. Ζερβός-Ιακωβάτος, Στ. Παδοβάς
10. Πρόεδροι της Ιονίου Γερουσίας χρημάτισαν οι Ε. Θεοτόκης, Μ. Βέγιας, Δ. Φωσκάρδης, Π. Πετριτσόπουλος, Δ. Δελλαδέτσιμας, Σπ. Βούλγαρις, Σπ. Φωκάς, Δημ. Σολωμός, Κ. Ρώμας, Α. Δαμασκηνός, Δ. Καρούσος
11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ΄, 1975, σσ. 401 – 402
12. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σσ. 208-209
13. Κορδάτος Γ., 1958. Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Τ. 12, σ. 185
14. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σσ. 208-209
15. Κορδάτος Γ., 1958. Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Τ. 12, σ. 185
16. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σσ. 208-209
17. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄,1977, σ. 210
18. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 213
19. Πάλι εκεί, σ. 214
20. Διβάνη Λ., 2000, σ. 178 και Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σσ. 215-216
21. Κορδάτος Γ., 1946, σ. 35
22. Διβάνη Λ., 2000, σ. 179
23. Ο ιστοριογράφος Δημήτρης Φωτιάδης σημειώνει ότι ο Δεληγιώργης λαθεμένα έγραψε πως το ψήφισμα γράφτηκε στις 10 του Οκτώβρη. Συντάχτηκε κι υπογράφτηκε λίγο πριν από το γλυκοχάραμα της 11 του Οκτώβρη. Βλ. Φωτιάδης Δ., 1988 σ. 678
24. Βουρνάς Τ., 1998, τόμος Α’, σ. 415
25. Πάλι εκεί
26. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 217
27. Βουρνάς Τ., 1998, τόμος Α’, σ. 422
28. Βουρνάς Τ., 1998, τόμος Α’, σσ. 424-425
29. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 225
30. Πάλι εκεί
31. Βουρνάς Τ., 1998, τόμος Α’, σ. 431
32. Πάλι εκεί, σ. 429
33. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 227
34. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 234
35. Γραμμένος Α., 2008. ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ ! Στο: https://corfuhistoryforum.blogspot.com/2008/08/blog-post_5553.html
36. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, 1977, σ. 234
37. Διβάνη Λ., 2000, σ. 184
38. Βακαλόπουλος Α., 2005, σ. 260
Βιβλιογραφία:
Βακαλόπουλος Α., 2005. ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. (1204 – 1985) κγ’ έκδοση. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.
Βερέμης Θ. & Κολιόπουλος Γ., 2006. ΕΛΛΑΣ. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Από το 1821 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις
Βουρνάς Τ., 1998. Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Α’. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Βουρνάς Τ., 1998. Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Β’. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Βουρνάς Τ., 1999. Σύντομη ιστορία της Ελληνικής επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Γούναρης Γ. Εμ., 2010. ΤΟ ΕΔΑΦΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Της ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Αθήνα: Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ
Διβάνη Λ., 2000. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). Απόπειρα πατριδογνωσίας, γ΄ έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης
ΚΑΡΙΨΙΑΔΗΣ Γ., 1992. Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΔΙΑΔΟΧΟ ΚΡΑΤΟΣ. η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και η Ένωση των Επτανήσων. Διδακτορική διατριβή. Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/2295
Κορδάτος Γ., 1958. Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Τ. 11 (1834-1862). Αθήνα: Εκδόσεις 20ος ΑΙΩΝΑΣ
Κορδάτος Γ., 1958. Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Τ. 12 (1862-1900). Αθήνα: Εκδόσεις 20ος ΑΙΩΝΑΣ
Κορδάτος Γ., 1946. Οι επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ
Συλλογικό έργο, 1977. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄: Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 έως το 1881, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: TREATY OF LONDON (29 March 1864). TREATY between Great Britain, France, Russia, and Greece, respecting the Union of the Ionian Islands to the Kingdom of Greece. Signed at London, 29th March, 1864 Στο: https://www.mfa.gr/to-ypourgeio/diethneis-symvaseis/semantikes-diethneis-sunthekes-pou-aphoroun-ten-ellada.html
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2004. ΕΠΤΑΝΗΣΑ 140 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ. ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ. www.parliament.gr

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .