Διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις, πρωτόκολλα εδαφικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας

Μέρος πρώτο – Οι διεθνείς συνθήκες και τα πρωτόκολλα περί ιδρύσεως ελληνικού κράτους

Η πρώτη χρονολογικά διεθνής πράξη που αποσκοπεί στη ίδρυση αν και μόνο αυτόνομου, υποτελούς φορολογικά στον σουλτάνο,   ελληνικού κράτους είναι το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης «περί των ελληνικών πραγμάτων» της 23ης Μαρτίου/4ης Απριλίου 18261. Υπογράφηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία στην Αγία Πετρούπολη. Η συμφωνία προέβλεπε την ανάληψη διαμεσολάβησης των δύο Δυνάμεων στον πόλεμο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επαναστατημένων Ελλήνων. Σκοπός της μεσολάβησης ήταν η δημιουργία αυτόνομου, υποτελούς φορολογικά στον σουλτάνο,  ελληνικού κράτους: «… Η Ελλάς θέλει είσθαι εξάρτημα εκείνου του βασιλείου (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και οι Έλληνες θέλουν πληρώνει εις την Πόρταν φόρον ετήσιον…». Οι Έλληνες θα είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας, θα είχαν δικούς τους αιρετούς άρχοντες και πλήρεις ελευθερίες. Θα απολάμβαναν απόλυτη ελευθερία συνειδήσεως και εμπορίου και θα είχαν το δικαίωμα να ασκούν αποκλειστικά την εσωτερική τους διοίκηση. Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση, οι Έλληνες θα εξαγόραζαν τις περιουσίες των Τούρκων της κυρίως Ελλάδος και των νησιών, οι οποίοι θα όφειλαν να αποχωρήσουν. Τα σύνορα του κράτους θα καθορίζονταν από τις δύο Δυνάμεις, που σε συνεργασία με τη Γαλλία, την Αυστρία και την Πρωσία θα ρύθμιζαν τις λεπτομέρειες των ενεργειών τους για την αποδοχή της λύσης από την Τουρκία και τους Έλληνες. Σε περίπτωση που η Τουρκία δεν θα αποδεχόταν τη ρωσοαγγλική μεσολάβηση, οι δύο Δυνάμεις θα θεωρούσαν τις ρυθμίσεις του Πρωτοκόλλου ως βάση κάθε διακανονισμού, που θα ήταν αποτέλεσμα επέμβασής τους από κοινού ή χωριστά. Το Πρωτόκολλο προέβλεπε ότι οι δύο χώρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στρατό για να αναγκάσουν τις δύο πλευρές σε διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκε επίσης ότι το υπό ίδρυση αυτόνομο κράτος θα ονομαζόταν Ελλάς (Grèce). Το πρωτόκολλο θα εκοινοποιείτο μυστικά στη Βιέννη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο και αργότερα οι τρεις Αυλές θα καλούνταν να εγγυηθούν από κοινού με τη Ρωσία, την εκτέλεση της. Η Μεγάλη Βρετανία, επειδή θα αναλάμβανε την διενέργεια της συνδιαλλαγής, δεν μπορούσε να συμμετέχει στο στάδιο αυτό στην παροχή εγγυήσεων.

Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Κάνινγκ φοβούμενος τη μονομερή δράση της Ρωσίας επισκέφθηκε το Παρίσι με σκοπό να πείσει τη Γαλλία να συμμετέχει ως τρίτο μέλος στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του πρωθυπουργού Βιλλέλ, η Γαλλία άφησε να φανεί ότι δεχόταν την πρόκληση. Ταυτόχρονα εξώθησε, την άνοιξη του 1827 τον Μέτερνιχ (καγκελάριο της Αυστρίας, που επηρέαζε την Πρωσία και είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ της διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των Δυνάμεων για το ελληνικό ζήτημα. Έτσι πέτυχε αφενός την απονεύρωση του φιλοτουρκικού κλίματος, αφετέρου τον περιορισμό της ρωσικής επιρροής στο Ανατολικό ζήτημα με την συμμετοχή της Γαλλίας.

Εν τω μεταξύ την περίοδο 19 Μαρτίου – 5 Μαΐου 1827, συνήρθε στην Τροιζήνα του Πόρου η Γ΄ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας, η οποία αναθεώρησε τον Νόμο της Επιδαύρου, το σύνταγμα που είχε ψηφίσει η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος το 1823. Η Συνέλευση της Τροιζήνας ψήφισε την 1η Μαΐου 1827 το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το τρίτο κατά σειρά της ελληνικής επανάστασης και περισσότερο δημοκρατικό και φιλελεύθερο από τα προηγούμενα, που ήταν παραλλαγή αυτού των ΗΠΑ. Πέρα από τον χωρισμό των εξουσιών και τον καθορισμό της εξουσίας του Κυβερνήτη, κατοχυρώνονται μεταξύ άλλων η ισότητα και η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, η δυνατότητα πρόσβασης όλων των Ελλήνων στα δημόσια επαγγέλματα, η ελευθερία του Τύπου, η ανεξιθρησκεία, το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, και η μη αναδρομικότητα των νόμων. Καθιερώνεται όμως πάνω απ’ όλα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας2. Στις 3 Απριλίου 1827, η Συνέλευση της Τροιζήνας με το έκτο ψήφισμα της, εξέλεξε ως πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος με θητεία επτά ετών, τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία υπογράφουν στο Λονδίνο τη «Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος», η οποία στην πράξη επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, προνοούσε όμως και για τον τρόπο της επιβολής τους. Το κρισιμότερο και σημαντικότερο σημείο τη συνθήκης ήταν το μυστικό (αν και παρέμεινε μυστικό μονάχα ως τη δημοσίευση ολόκληρου του κειμένου από τους Τίmes την επόμενη εβδομάδα) συμπληρωματικό άρθρο που καθόριζε τα μέσα εξαναγκασμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για τη συμμόρφωσή της στις προτάσεις των τριών Δυνάμεων: εάν μέσα σ’ έναν μήνα από τη στιγμή που θα της γίνει η πρόταση δεν αποδεχθεί τη μεσολάβηση -αυτό βέβαια ίσχυε και για την Ελλάδα-, τα τρία κράτη δήλωναν ότι είχαν τη βούληση να την επιβάλλουν. Οι τρεις Δυνάμεις θα ενεργοποιούσαν επίσημες διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με του Έλληνες, θα παρενέβαλαν τις δυνάμεις τους ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη και θα επέβαλαν ανακωχή, χωρίς, κατά προτίμηση να έλθουν σε εχθροπραξίες με τον ένα ή τον άλλο των αντιμαχομένων3. Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε την πρόταση, σε αντίθεση με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ που αρνήθηκε να συμμορφωθεί, με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ να συνεχίζουν τις επιθέσεις τους. Τον Σεπτέμβριο του 1827 οι τρεις πρεσβευτές έστειλαν οδηγίες στους ναυάρχους να εφαρμόσουν τον ειρηνικό αποκλεισμό βάσει της Συνθήκης του Ιουλίου4. Στις 8/20 Οκτωβρίου ο ενωμένος στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων (12 αγγλικά, 8 ρωσικά και 7 γαλλικά) μπαίνοντας στον κόλπο του Ναβαρίνου, όπου βρισκόταν αγκυροβολημένος ο τουρκοαιγυπτιακός, και ενώ ένα αγγλικό πλοίο κατευθύνεται σε αυτόν για να ζητήσει την απομάκρυνσή του, ξεκινούν οι πυροβολισμοί. Έτσι ξεκινά η ναυμαχία5. Μετά από τέσσερις περίπου ώρες μάχης τα 60 σχεδόν από τα 89 πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που βρίσκονταν στο Ναβαρίνο, είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τον ασύγκριτα μικρότερο συμμαχικό στόλο, που αριθμούσε μόλις 27 πλοία και από τα οποία αξίζει να σημειωθεί πως κανένα δεν βυθίστηκε. Οι απώλειες των Οθωμανών, σύμφωνα με τον υπολογισμό του Κόδριγκτον, θα πρέπει να ήταν περίπου 6.000 νεκροί και 4.000 τραυματίες6.  Από τους συμμάχους σκοτώθηκαν και τραυματίσθηκαν γύρω στους 650 άνδρες7. Χρειάστηκε ένας περίπου μήνας για να αποκτήσει η Πύλη σαφή εικόνα των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο Ναβαρίνο. Αλλά και τότε ακόμη τα αρχικά αιτήματά της δεν μεταβλήθηκαν: οι Οθωμανοί ζητούσαν την παραίτηση των δυνάμεων από την ελληνική υπόθεση, την καταβολή αποζημιώσεων για τις απώλειες του οθωμανικού στόλου και την άμεση απόδοση ικανοποίησης στον σουλτάνο. Οι πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων από την άλλη επέρριψαν την όλη ευθύνη για την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στην Πύλη  και ζητούσαν να δεχτεί ο σουλτάνος τους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου της 24ης Ιουνίου/6ης Ιουλίου 1827. Τελικά οι πρέσβεις εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με την Πύλη. Πρώτοι έφυγαν από την Πόλη, στις 8 Δεκεμβρίου 1827, ο Βρετανός Στράτφορντ Κάνιγκ κι ο Γάλλος Γκιγιεμινό, ενώ στις 16 Δεκεμβρίου τους ακολούθησε και ο Ρώσος Ριμπωπιέρ.  Στις 18 Δεκεμβρίου ο σουλτάνος εξέδωσε ένα οργισμένο μανιφέστο, στο οποίο επετίθετο κατά της Ρωσίας «που εδώ και πενήντα χρόνια δεν άφησε μία ευκαιρία για να κάνει  πόλεμο με την Τουρκία». Εκείνη, σύμφωνα με τον σουλτάνο, είχε εκμεταλλευτεί και είχε καταλάβει τις πιο ωραίες τουρκικές επαρχίες, εκείνη είχε υποθάλψει την Ελληνική Επανάσταση, εκείνη είχε εκβιάσει την Τουρκία στην υπογραφή της συνθήκης του Άκκερμαν, τέλος, εκείνη, μαζί με την Αγγλία και τη Γαλλία, είχε ύπουλα καταστρέψει τον οθωμανικό στόλο στο Ναβαρίνο. Όλοι οι Οθωμανοί θα ξεσηκώνονταν «να ξεπλύνουν την προσβλημένη τιμή του Ισλάμ»8. Το πολεμικό αυτό προσκλητήριο (Τζιχάντ) του σουλτάνου είχε αποτέλεσμα να επιδεινωθούν στο έπακρο οι ρωσοτουρκικές σχέσεις. Ο Σουλτάνος έσπευσε να κλείσει τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία με αποτέλεσμα η Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του (14/26 Απριλίου 1828) και να ξεκινήσει νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος.

Εν τω μεταξύ στις 7/19 Ιανουαρίου 1828 κατέπλευσε στο Ναύπλιο το αγγλικό πολεμικό σκάφος «Ουόρσπαϊτ» με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Συνοδεία το γαλλικό πολεμικό «Ήρα» και το ρωσικό «Ελένη». Οι τρεις ξένες δυνάμεις ήθελαν να κάνουν «αισθητή» την παρουσία τους από την πρώτη ημέρα της εγκατάστασης του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας9.  

Ενώ μαινόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος με εντολή της Μόνιμης Διάσκεψης του Λονδίνου (Πρωτόκολλο της 7/19ης Ιουλίου 1828) αποφασίστηκε η αποστολή στην Πελοπόννησο γαλλικού εκστρατευτικού σώματος με σκοπό να επιβλέψει την απομάκρυνση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά που είχαν μείνει εκεί. Όταν ολοκληρωθεί η εκκένωση να παραμείνει ένα «σώμα επιτηρητικόν εις τον Ισθμόν της Κορίνθου, δια να εμποδίση την επιστροφήν του εις την Πελοπόννησον»10. Προτού φτάσει ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο, για να επιβάλει την απομάκρυνση του αιγυπτιακού στρατού και ενδεχομένως να τον εκδιώξει με την βία, υπογράφτηκε μετά από πρόταση του Καποδίστρια, στις 9 Αυγούστου στην Αλεξάνδρεια, η ομώνυμη σύμβαση ανάμεσα στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και τον αντιναύαρχο Κόδριγκτον. Σύμφωνα με αυτήν ο πασάς της Αιγύπτου δεσμεύτηκε να απελευθερώσει τους αιχμάλωτους Έλληνες που μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο από την Πελοπόννησο, και να στείλει τον στόλο του προκειμένου να παραλάβει τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν μείνει εκεί. Στα τέλη Αυγούστου, μια δύναμη 14 χιλιάδων ανδρών υπό τον στρατηγό Μαιζόν αποβιβάζεται στο Πεταλίδι και ξεκινά την εκκένωση.

Οι πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων, αφού αποχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη, μετέβησαν το Σεπτέμβριο του 1828, στον Πόρο, με εντολή της Μόνιμης Διάσκεψης του Λονδίνου να ασχοληθούν με τη μελλοντική δημιουργία του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα με τα μελλοντικά σύνορά του. Η Τουρκία αρνήθηκε να στείλει εκπρόσωπο, παρ’ όλο που της ζητήθηκε. Στις συνομιλίες συμμετείχε και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος υπέβαλε στους τρεις πρεσβευτές, στις 11/23 Σεπτεμβρίου 1828, «Υπόμνημα εμπιστευτικόν της Α.Ε. του Κυβερνήτου της Ελλάδος προς τους αντιπροσώπους των Τριών Συμμαχικών Δυνάμεων»11. Ο Καποδίστριας επίτηδες άρχισε το διαπραγματευτικό παιχνίδι ζητώντας όσα περισσότερα μπορούσε: σαν οροθετική γραμμή της Ελλάδας προς βορρά τα σημεία Θερμαϊκός – βόρειες πλαγιές του Ολύμπου – Μέτσοβο – Ιόνιο. Εναλλακτικά πρότεινε τα  «συνεσταλμένα όρια της Ελλάδος» τα οποία βόρεια ξεκινούν από τη γραμμή Βόλος – Σαγιάδες. Και στα δύο σχέδια περιλαμβάνονται τα νησιά Κυκλάδες, Εύβοια, Χίος, Σάμος, Κρήτη12. Έχοντας αντιληφθεί ότι το βασικό δίλλημα ήταν διευρυμένα σύνορα – αυτόνομο κράτος ή περιορισμένα σύνορα – ανεξάρτητο κράτος, απέφευγε συστηματικά να διευκρινίσει αν απαιτούσε ανεξαρτησία ή αυτονομία, για να μην φοβηθούν οι πρεσβευτές να εγκρίνουν την πιο διευρυμένη δυνατή συνοριακή γραμμή13.

Μετά από πολλή συζήτηση, οι τρεις πρεσβευτές κατέληξαν στο Πρωτόκολλο της Διασκέψεως του Πόρου, της 30ης Νοεμβρίου/12ης Δεκεμβρίου 1828, βάσει του οποίου η οροθετική γραμμή του μελλοντικού ελληνικού κράτους θα εκτείνεται από την Άρτα μέχρι τον Βόλο, θα περιλαμβάνει τη Στερεά Ελλάδα, τη Πελοπόννησο, τα παρακείμενα νησιά, την Εύβοια και τις Κυκλάδες, αλλά όχι τη Σάμο, τη Χίο και την Κρήτη14. Η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο υποτελείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανερχόμενο σε 1 500 000 γρόσια το χρόνο, το πολίτευμα θα ήταν μοναρχικό και ο Ηγεμόνας της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι Χριστιανός, να μην προέρχεται από τους βασιλικούς οίκους των Μεγάλων Δυνάμεων και θα έπρεπε να εγκρίνεται από τον σουλτάνο. Επίσης, στο Πρωτόκολλο προβλεπόταν η εξαγορά των ακινήτων, που ανήκαν στους μωαμεθανούς της Ελλάδας καθώς και η μετέπειτα μετανάστευσή τους15

Το αποτέλεσμα της Διάσκεψης του Πόρου δεν ήταν παρά μια γνωμοδότηση προς τη Μόνιμη Διάσκεψη του Λονδίνου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Δούκας του Ουέλινγκτον, ο οποίος ήταν εχθρικός σε όλη την ιδέα της χορήγησης ανεξαρτησίας στην Ελλάδα, απέρριψε την έκθεση της Διάσκεψης, λέγοντας ότι ο στόχος του «δεν ήταν να κατακτήσει έδαφος από την Πύλη, αλλά να ειρηνεύσει μια χώρα σε κατάσταση εξέγερσης». Η οργή της αγγλικής κυβέρνησης στράφηκε εναντίον του πρεσβευτή της στην Πύλη και μέλους της Διάσκεψης του Πόρου – Στράτφορντ Κάνιγκ ο οποίος αργότερα παύτηκε από την διπλωματική υπηρεσία γιατί παρασύρθηκε από τον φιλελληνισμό του και λησμόνησε τα βρετανικά συμφέροντα. Βασική ένσταση των Άγγλων ήταν ως προς την Ακαρνανία. Το πρόβλημά τους ήταν ότι η περιοχή αυτή ήταν πολύ κοντά στα Ιόνια Νησιά και δεν διακινδύνευαν την εξάπλωση της επαναστατικής φλόγας σε εδάφη που βρίσκονταν υπό την κηδεμονία τους16. Ενώ εξακολουθούσε ακόμη στον Πόρο η διάσκεψη των τριών πρεσβευτών ο προϊστάμενος του Στρ. Κάνιγκ, υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Άμπερντην συγκάλεσε τη Μόνιμη Διάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχαν και οι πρεσβευτές Πολινιάκ της Γαλλίας και Λίβεν της Ρωσίας. Το αποτέλεσμα της Διάσκεψης αποτέλεσε και το λεγόμενο Πρωτόκολλο Εγγυήσεων που υπογράφει στις 4/16 Νοεμβρίου 1828. Κύριος όρος του Πρωτοκόλλου ήταν ο εξής: «Η Πελοπόννησος, αι παρακείμαιναι νήσοι και οι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, να τεθώσιν υπό την προσωρινήν εγγύησιν των τριών Αυλών, έως ότου να αποφασισθή οριστικώς η τύχη της Ελλάδος με την συγκατάθεσιν της Πύλης, χωρίς να εννοούν με τούτο να προαποφασίσουν εις το παραμικρόν το περί των οριστικών ορίων της Ελλάδος ζήτημα, το οποίον θέλει αποφασισθή εις τας μετά της Τουρκίας νέας διαπραγματεύσεις»17. Με το ίδιο δε πρωτόκολλο προβλεπόταν η αναχώρηση από την Ελλάδα του μεγαλύτερου όγκου των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν έρθει τον Αύγουστο του 1828 για να επιβάλουν την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Επίσης μετά από απαίτηση του Άμπερντην τα εναπομείναντα γαλλικά στρατεύματα απαγορευόταν να συμπράττουν  με τα ελληνικά στρατεύματα πέρα από τον Ισθμό για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας18.        

Ευτυχώς ο Καποδίστριας, διακινδυνεύοντας ουσιαστικά να χάσει την υποστήριξη της Αγγλίας, αγνόησε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά το αίτημα αυτό. Στο πλευρό του είχε τη Γαλλία που θεωρούσε την Ελλάδα θνησιγενή χωρίς τη Στερεά. Ο Καποδίστριας ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Τι κράτος θα ήταν αυτό με σύνορα στον Ισθμό, υποτελές στο σουλτάνο και χωρίς δικαίωμα του λαού να έχει λόγο στην εκλογή του ηγεμόνα του19;

Πάνω που συζητιόταν όλα αυτά ο ρωσικός στρατός αρχίζει την νικηφόρα επέλαση τρομάζοντας τους Άγγλους που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τη σύνδεση της ίδρυσης της Ελλάδας με τη ρωσική νίκη. Γι αυτό και έσπευσαν να δώσουν μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα αποδεχόμενοι τελικά την εισήγηση του Πόρου.

Έτσι στις 10/22 Μαρτίου 1829 υπογράφτηκε από τις τρεις Δυνάμεις το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο συμπεριέλαβε τα κυριότερα σημεία του Πρωτοκόλλου του Πόρου της 30.11/12.12.1828. Το Πρωτόκολλο αυτό αποτέλεσε συμπλήρωμα της Συνθήκης του Λονδίνου της 24.6/6.7.1827. Τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους τα καθόριζε στην οροθετική γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο Πρωτόκολλο, ότι η οροθετική γραμμή θα άρχιζε στο στόμιο του Παγασητικού Κόλπου και διερχόμενη στην συνέχεια από την κορυφή της Οθρύος, θα κατέληγε στην κορυφή ανατολικά των Αγράφων, όπου το σημείο ενώσεως με την Πίνδο. Στη συνέχεια η οροθετική γραμμή, κατερχόμενη στην κοιλάδα του Αχελώου προς το νότιο μέρος του Λεοντίτου, το οποίο θα παρέμενε στην Τουρκία, ακολουθώντας την σειρά του Μακρυνόρους θα κατέληγε, περνώντας από τον Αμβρακικό Κόλπο, στη θάλασσα, περιλαμβάνοντας το ομώνυμο στενό του Μακρυνόρους, που αρχίζει από την πεδιάδα της Άρτας. Όλες δε οι επαρχίες, που ευρίσκοντο στα νότια της γραμμής αυτής, θα συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος όπως επίσης η Εύβοια, οι Κυκλάδες και οι παρακείμενες στην Πελοπόννησο νήσοι20. Προέβλεπε επίσης την καταβολή φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο (1 500 000 γρόσια), καθόριζε την αποζημίωση των Μουσουλμάνων για τις περιουσίες τους, και έθετε ως πολίτευμα την κληρονομική μοναρχία, με χριστιανό  ηγεμόνα της Ελλάδας, ξένο προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών Δυνάμεων, που θα εκλέγονταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης»21. Με το Πρωτόκολλο αυτό οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να επανέλθουν οι πρέσβεις τους στην Κωνσταντινούπολη. Στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1829 οι πρέσβεις της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας επέδωσαν στην Πύλη διακοίνωση, η οποία περιείχε τους όρους του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 10.3/22.3.1829. Η Πύλη ενώ με απάντησή της στις 3/15 Αυγούστου απέρριψε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από λίγες ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους»22.

Τελικά στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν τη Συνθήκη της Αδριανούπολης με την οποία τερματίστηκε άλλος ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ανάμεσα στα άλλα, η Πύλη δεσμεύτηκε με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής να αποδεχθεί τη Συνθήκη της 24ης  Ιουνίου/6ης Ιουλίου 1827, αλλά και το Πρωτόκολλο της 10/22ης Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου.

Στην Ελλάδα τα νέα προξένησαν μεγάλη χαρά. Η θριαμβευτική νίκη των Ρώσων όμως ανησύχησε πολύ βαθιά την βρετανική ηγεσία που αποφάσισε να αγωνιστεί να αλλάξει την εδαφική συμφωνία του 1829 και να φροντίσει για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους μικρού -για να μην απειλεί ούτε τα Επτάνησα, ούτε την Πύλη, και ανεξάρτητου, για να μην καταντήσει έρμαιο των Ρώσων.

Εν ολίγοις, σύμφωνα με την Λ. Διβάνη, η επόμενη πρόταση που προώθησε η Βρετανία στη Διάσκεψη περιείχε και καλά νέα -την ανεξαρτησία έναντι της αυτονομίας- και κακά -τα μειωμένα σύνορα. Η Γαλλία δέχτηκε ευχαρίστως την ανεξαρτησία αλλά όχι και τη μείωση των συνόρων. Το παράδοξο είναι ότι την βρετανική πρόταση δέχτηκε τελικά ο Νικόλαος αφενός γιατί ήταν κουρασμένος πια από τις ατελείωτες αυτές διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα, και αφετέρου γιατί έχοντας πια όλες τις δάφνες της νίκης μπορούσε να αποσπάσει από το σουλτάνο όλα τα εμπορικά προνόμια που επιθυμούσε για τη χώρα του. Για την Ελλάδα είχε αγωνιστεί αρκετά -άλλωστε τα μικρά σύνορα θα την έκαναν πιο ευάλωτη και θα έπεφτε ευκολότερα στα χέρια του. Το γεγονός ότι η ανεξαρτησία συνδεόταν με βρετανική πρόταση δεν του άρεσε, αλλά δεν θα μπορούσε και να την αρνηθεί – αυτός ο φερόμενος ως ευεργέτης των Ελλήνων23.

Η πρώτη, λοιπόν, επίσημη διεθνή πράξη με την οποία αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος, ορίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας, το οποίο υπέγραψαν οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις στο Λονδίνο στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830.

 Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν»24.

Η ελληνική επικράτεια θα περιλάμβανε τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής που ενώνει τους ποταμούς Αχελώο (Ασπροπόταμο) στα δυτικά και Σπερχειό στα ανατολικά, ενώ δινόταν στο ελληνικό κράτος και τα νησιά  Εύβοια, Βόρειες Σποράδες (Δαιμονόνησοι)25 και Κυκλάδες. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου: «…η διοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος, αρξαμένη από τας εκβολάς του Ασπροποτάμου, θέλει ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν έως κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου, και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην όσον και τας του Βραχωρίου και της Σταυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Αρτοτίνα, εξ ου θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του όρους Άξου, την κοιλάδαν της Κοτούρης και την κορυφήν του όρους Οίτης έως τον κόλπον του Ζητουνίου, εις τον οποίον θέλει καταντήσει προς τας εκβολάς του Σπερχειού. Όλαι αι χώραι και τόποι κείμενοι προς Μεσημβρίαν αυτής της γραμμής, την οποίαν το συμβούλιον εχάραξεν επί του ενταύθα υπό στοιχείον ΣΤ’ συναπτομένου γεωγραφικού πίνακος, θέλουν ανήκει εις την Ελλάδα.[…] Θέλουν ανήκει ωσαύτως εις την Ελλάδα η νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι, η νήσος Σκύρος και αι νήσοι, αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού, κείμεναι μεταξύ του 36 και του 39 βαθμού πλάτους Βορείου, και του 26 βαθμού μήκους ανατολικού, του μεσημβρινού του Γρενβίσχ (Γκρήνουιτς).»26.

Η διαφορά μεταξύ της συνοριακής γραμμής του τρίτου και του τέταρτου πρωτοκόλλου είναι σημαντικότατη. Η συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 κρατάει έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας, ιδιαίτερα της δυτικής. Η εδαφική αυτή μείωση της Ελλάδας, προκλήθηκε από διπλή τουλάχιστον πρόθεση: να υπάρξει αντάλλαγμα προς την Τουρκία για την παροχή στην Ελλάδα της πολιτικής ανεξαρτησίας και να ικανοποιηθεί η επιθυμία των Άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, τον απότοκο της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία27.   

Το τρίτο άρθρο του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας προέβλεπε ότι το πολίτευμα της χώρας θα ήταν μοναρχικό και κληρονομικό, ο δε μονάρχης δεν θα ανήκε στις δυναστείες των τριών Δυνάμεων: «Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας. Θέλει εμπιστευθή εις ένα Ηγεμόνα, όστις δεν θέλει είναι δυνατόν να εκλεχθή μεταξύ των οικογενειών των βασιλευουσών εις τας Επικρατείας τας υπογραψάσας την συνθήκην της 6ης Ιουλίου 1827, και θέλει φέρει τον τίτλον Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος. Η εκλογή αυτού του Ηγεμόνος θέλει να είναι το αντικείμενον διακοινώσεων και συμφωνιών μεταγενεστέρων»28.

Το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου προέβλεπε χορήγηση «πλήρους και ολοσχερούς αμνηστίας … παρά της Οθωμανικής Πύλης και παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως», ενώ το άρθρο 6 προέβλεπε θέσπιση δικαιώματος μεταναστεύσεως στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, και «εις τους κατοίκους της Ελλάδος, οίτινες ήθελον επιθυμίσει να μεταφερθώσιν εις τόπον Οθωμανικόν.»29.

 Με το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου αξιωνόταν από τους Έλληνες και από τους Τούρκους να συμμορφωθούν το συντομότερο προς την νέα συνοριακή γραμμή, αποσύροντας αμοιβαία όλες τις θαλάσσιες και πεζικές δυνάμεις τους από «τας νήσους, φρούρια και χώρας» που κατείχαν πέρα από την συνοριακή γραμμή.

Το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου όριζε: «Εκάστη των τριών Αυλών φυλάττει την δια του έκτου άρθρου της συνθήκης της 6ης Ιουλίου εξασφαλιζομένην εξουσίαν, του να εγγυάται περί του όλου των προηγούμενων συμβιβασμών και άρθρων. Αι περί εγγυήσεως πράξεις, εάν γενώσι, θέλουν συνταχθή χωριστά. Η ενέργεια και το αποτέλεσμα των διαφόρων αυτών πράξεων θέλουν γενή κατά συνέπειαν του άνω ειρημένου άρθρου το αντικείμενον μεταγενεστέρων συνθηκών των Υψηλών Δυνάμεων.». Όριζε όμως ακόμη το ίδιο άρθρο: «Κανέν στράτευμα ανήκον εις τινά των συνταξασών την συνθήκην τριών Δυνάμεων δεν θέλει δυνηθή να έμβη εις το έδαφος του Ελληνικού νέου Κράτους, άνευ της συγκαταθέσεως των δύο ετέρων Αυλών των υπογραψασών την συνθήκην.»30.

Τα άρθρα 9, 10 και 11 του Πρωτοκόλλου ρύθμιζαν τεχνικά ζητήματα, σχετικά με την εφαρμογή του, με την κοινοποίησή του και με τη νομοτυπική ολοκλήρωσή του.     

Σε άλλο Πρωτόκολλο της ίδιας ημέρας, οι τρεις Δυνάμεις προσέφεραν τον θρόνο της Ελλάδας στον πρίγκιπα Λεοπόλδο του σαξονικού Κοβούργου (Saxe-Coburg), μετά από υπόδειξη τόσο του Καποδίστρια όσο και του Μαυροκορδάτου.

Η Πύλη στις 12/25 Απριλίου 1830 με διακοίνωσή της αναγκαστικά αποδέχτηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας όμως πραγματικά αγανάκτησε με τη νέα τροπή των πραγμάτων. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ξένοι ήθελαν να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία. Το χειρότερο είναι ότι αυτός έγινε τελικά ο αποδέκτης της ογκούμενης δυσαρέσκειας των οπλαρχηγών και του λαού της Δυτικής Ελλάδας, που πίστευαν ότι δεν χειρίστηκε καλά το εδαφικό ζήτημα. Μαζί μ’ αυτούς διαμαρτύρονταν και όλοι όσοι του καταμαρτυρούσαν δικτατορικές τάσεις και πολιτικό αυταρχισμό. Ο Καποδίστριας αποδέχτηκε αναγκαστικά το Πρωτόκολλο αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Άρχισε αντίθετα έναν συστηματικό ανένδοτο αγώνα για διεύρυνση των συνόρων31.

Αρχικά δήλωσε στη Διάσκεψη διπλωματικά ότι μόνο η Εθνοσυνέλευση ήταν σε θέση να επικυρώσει οριστικές συμφωνίες. Έτσι άφησε μια πόρτα ανοιχτή για την περίπτωση που οι συνθήκες επέτρεπαν βελτίωση. Στη συνέχεια δεν δέχτηκε να αποσύρει αμέσως τον ελληνικό στρατό από τα μέρη που έμειναν εκτός συνόρων με τη δικαιολογία ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν φύγει ακόμα από την Αττική και την Εύβοια. Τόνισε δε στις Δυνάμεις ότι θα υπήρχε σε λίγο πολύ σοβαρό πρόβλημα με τους πρόσφυγες που θα συνέρρεαν. Έβαλε επίσης στο παιγνίδι και τον μελλοντικό βασιλιά Λεοπόλδο ενημερώνοντάς τον για τα προβλήματα που θα είχε μια χώρα με τόσο στενόχωρα σύνορα32. Έτσι στις 20 Φεβρουαρίου, ο Λεοπόλδος διαμήνυσε στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ότι ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί το θρόνο της Ελλάδας, όμως έθεσε ως όρους την επέκταση των συνόρων του κράτους προς βορρά και προς νότο (Κρήτη), την οικονομική συνδρομή των Μ. Δυνάμεων με δάνειο 60 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων και την παράταση της παραμονής των γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο33. Μετά την άρνηση των Ευρωπαίων επί των αιτημάτων του, ο Λεοπόλδος αποφάσισε στις 9/21 Μαΐου 1830 να απορρίψει την πρόταση και με επιστολή που απεύθυνε προς τους Έλληνες ανέφερε ότι: «Δε συνάδει με το χαρακτήρα και τα αισθήματά μου να τεθώ επιβλητικά σε λαό που δε με θέλει και που θα με συνδέει συνειρμικά με τα αλύτρωτα εδάφη. Εφόσον δεν μπορώ να εγγυηθώ στους Έλληνες την ασφάλεια των εδαφών τους και την εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας σε μία μόνιμη και αξιοπρεπή βάση, δεν μπορώ να αποδεχθώ το θρόνο»34.

Η Ευρώπη όμως είχε ήδη μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσει από την αναζήτηση νέου ηγεμόνα για την Ελλάδα. Στα τέλη Ιουλίου του 1830 λαϊκή επανάσταση ανέτρεψε τον Κάρολο Ι´ της Γαλλίας και ανέβασε στο γαλλικό θρόνο τον φιλελεύθερο Λουδοβίκο-Φίλιππο. Ακολούθησαν οι εξεγέρσεις των Ιταλών, των Πολωνών και των Βέλγων. Βέβαια το θετικό για την Ελλάδα ήταν ότι ο νέος γάλλος ηγέτης ήταν φιλέλληνας και αποφάσισε να στηρίξει την Ελλάδα διορίζοντας τον εμπειρότατο Σάρλ Μωρίς Ταλλεϋράν-Περιγκόρ, γνωστός και ως Ταλεϋράνδο, στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Θετικές αλλαγές σημειώθηκαν και στην Βρετανία. Στις 10/22 Νοεμβρίου 1830 τη θέση του Ουέλινγκτον πήρε το φιλελεύθερο κυβερνητικό σχήμα με πρωθυπουργό τον Γκρέυ και υπουργό Εξωτερικών τον Πάλμερστον. Ο τελευταίος με απόρρητο έγγραφο από 16/28 Δεκεμβρίου προς τον αντιπρέσβη της Μ. Βρετανίας στο Ναύπλιο Ντώκινς γνωστοποιεί σ’ αυτόν, ότι οι σύμμαχοι σκέπτονται να προτείνουν στην Τουρκία τη βελτίωση των βορείων συνόρων της Ελλάδας, και του αναθέτει να υποδείξει εμπιστευτικά στον Καποδίστρια να αναβάλει την εκκένωση της Αιτωλοακαρνανίας35.

Έτσι η νέα σύνθεση εκπροσώπων των Δυνάμεων, δηλαδή οι Ταλεϋράνδος, Πάλμερστον και Ματούστζεβικ, μετά από μακρές συνομιλίες, υπέγραψαν στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 νέο βελτιωμένο Πρωτόκολλο του Λονδίνου για το ελληνικό θέμα. Το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου αφορούσε σε τέσσερα ζητήματα: α) συνομολόγηση της συνθήκης που προβλεπόταν από το Πρωτόκολλο της  22ας Iανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830, β) εκλογή νέου ηγεμόνα μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου, γ) βελτίωση της συνοριακής γραμμής μετά από διαπραγματεύσεις με την Πύλη και δ) συνομολόγηση δανείου προς την Ελλάδα36.   

Εν τω μεταξύ στο εσωτερικό της Ελλάδας τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Ο Καποδίστριας προσπαθώντας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του (διοικητική διαίρεση της χώρας, αναδιανομή της γης σε ακτήμονες κλπ) και να περιορίσει τη δύναμη των τοπικών αρχηγών και τις πελατειακές σχέσεις, έδωσε λαβή στους αντιπάλους του να τον πολεμήσουν ανοιχτά, προκαλώντας ταυτόχρονα άμεση ανάμιξη  των ξένων στα εσωτερικά του ελληνικού κράτους.

Πολύ σύντομα σχηματίστηκε μια ισχυρή αντιπολίτευση στον Κυβερνήτη με κύριες συνιστώσες τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς υπό τον Ιωάννη Κωλέττη (γαλλικό κόμμα), τους Μανιάτες που καθοδηγούνταν από την οικογένεια του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τέλος η  Ύδρα των Κουντουριώτιδων (αγγλικό κόμμα) που αποτελούσε και την ισχυρότερη αντικυβερνητική εστία. Το κοινό αίτημα της αντιπολίτευσης ήταν να λειτουργήσει ξανά το σύνταγμα της Τροιζήνας και να εκλεγούν πληρεξούσιοι για μια νέα εθνοσυνέλευση. Ουσιαστικά ο Καποδίστριας είχε απομονωθεί πολιτικά αλλά είχε ως βασικούς συμμάχους τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου όπως τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά αλλά και τις Σπέτσες με τον Κανάρη. Ήδη στα τέλη του 1830 η κυβέρνηση είχε εξουδετερώσει μια ισχυρή εξέγερση. Ο Κανάρης συνέλαβε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως βασικό υποκινητή και να φυλάκισε στο Ναύπλιο. Τον Μάιο του 1831 οι Υδραίοι διώχνουν τις κυβερνητικές αρχές από το νησί τους και την διακυβέρνηση του αναλαμβάνει μια επταμελής επιτροπή ( μέλη της ήταν ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Β. Μπουντούρης, ο Ν. Οικονόμου, ο Α. Κριεζής και ο Μανώλης Τομπάζης). Το ίδιο συνέβη και στην Σύρο που ήταν σταθερή σύμμαχος της Ύδρας37. Στα  μέσα  Ιουλίου 1831,   η  υδραίικη  αντιπολίτευση  κατά  του Ιωάννη   Καποδίστρια   κατέλαβε   τα  κυβερνητικά  πλοία  και  τις  ναυτικές  εγκαταστάσεις  στον  Πόρο και συνέλαβε τον Κανάρη.  Ο   Μιαούλης  από  την  φρεγάτα  Ελλάς    κατηύθυνε  την  επιχείρηση,   ενώ   ο   Κυβερνήτης  ζήτησε  τη  βοήθεια  των  διοικητών  των  συμμαχικών  ναυτικών  δυνάμεων για να  αντιμετωπίσει  την  εξέγερση.   Από  αυτούς,   ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ,   ενεργώντας  χωρίς   τη   συναίνεση  των Γάλλων και Άγγλων συναδέλφων  του,  απέκλεισε  τους  Υδραίους.  Πιεζόμενος  ο  Μιαούλης  δήλωσε  ότι,  αν  ο  Ρίκορντ χτυπούσε, θα ανατίνασσε  τα  πλοία για  να μή  του  τα  παραδώσει.  Την  1η  Αυγούστου,  με  την  πρώτη  επιθετική  κίνηση   του   Ρίκορντ,   ο  Μιαούλης   πυρπολεί τη μεγάλη φρεγάτα «Ελλάς». Σημαδιακό το όνομα του πλοίου. Το πυρ απ’ τη φρεγάτα «Ελλάς» μεταδίδεται και στην κορβέτα «Ύδρα». Δεύτερος συμβολισμός: ο Μιαούλης δεν έκαψε μόνο την Ελλάδα αλλά και την πατρίδα του την Ύδρα. Τελικά ο μπουρλοτιέρης  Μιαούλης φεύγει μόνο όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να κάψει όλα τα πλοία, όπως ήταν η πρόθεσή του, γιατί στο μεταξύ ο άλλος διάσημος μπουρλοτιέρης Κανάρης, που ήταν αιχμάλωτός του, όπως είπαμε, ελευθερώνεται, ανακαταλαμβάνει όσα πλοία δεν είχε κάψει ο Μιαούλης και τα σώζει απ’ τον επιδρομέα Υδραίο. Ο Μιαούλης τρυπώνει μέσα απ’ τις φλόγες και τελικά βρίσκεται ασφαλής στο πειρατικό του καταφύγιο, την Ύδρα38. Η   έκταση  της  κρίσης  που  δημιουργήθηκε  τόσο    στο    προσωρινό    καθεστώς   του   Ιωάννη   Καποδίστρια  όσο  και  στις  σχέσεις  μεταξύ  των  συμμαχικών  αντιπροσώπων  ήταν  τέτοια,  ώστε η Μόνιμη Διάσκεψη του Λονδίνου  αισθάνθηκε  την  ανάγκη  να  λάβει  θέση  πάνω  στα  γεγονότα  και  να  καταχωρίσει  τη  θέση   αυτή   στο  πέμπτο βελτιωμένο Πρωτόκολλο του Λονδίνου·   από   τη   μια  για  να  δηλώσει  υποστήριξη   προς   τον  Κυβερνήτη  και  από  την  άλλη  για  να  συστήσει  ενότητα   και   απόλυτη  σύμπνοια   στους   αντιπρέσβεις  και  στους   διοικητές   των  συμμαχικών   ναυτικών   δυνάμεων. Εν τω μεταξύ πριν καν φτάσει το Πρωτόκολλο στο Ναύπλιο και στην Πόλη η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου/ 9 Οκτωβρίου 1931 είχε  ανατρέψει  το  μέρος  εκείνο   του   Πρωτοκόλλου   που   ανανέωνε   την   υποστήριξη   της   Συμμαχίας  στο  προσωρινό  καθεστώς39. Η δολοφονία του απέδειξε πόσο ανέφικτη ήταν η αλλαγή νοοτροπίας του ελληνικού λαού και πόσο ισχυρές ήταν οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες που τον πολέμησαν40.

Την ίδια ημέρα της δολοφονίας του Κυβερνήτη συνήλθε η Γερουσία και με το υπ’ αριθ. 258 ψήφισμά της εκλέγει τριμελή «Διοικητικήν Επιτροπήν της Ελλάδος»,  με πρόεδρο τον αδερφό του Κυβερνήτη Αυγουστίνο Καποδίστρια και μέλη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (αρχηγό του ρωσικού κόμματος) και τον Ιωάννη Κωλέττης (αρχηγό του γαλλικού κόμματος). Κύριοι σκοποί της Επιτροπής, όπως αναφέρει το τέταρτο άρθρο του ψηφίσματος ήταν η διαφύλαξη της ησυχίας και της ασφάλειας της χώρας και η άμεσα σύγκλιση της Εθνικής Συνελεύσεως.

Μόλις έφτασε στο Λονδίνο η είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια, η Μόνιμη Διάσκεψη πανικοβλήθηκε και έστειλε μήνυμα στην Ελλάδα ότι αναζητεί επειγόντως ηγεμόνα. Από την άλλη οι αντιπρέσβεις της Αγγλίας και Γαλλίας, Ντώκινς και Ρουάν, αντέδρασαν στην εκλογή της Διοικητικής Επιτροπής, εξαιτίας της συμμετοχής των «ρωσόφιλών» Αυγουστίνου και Κολοκοτρώνη. Επίσης δεν είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον «γαλλόφιλο» Κωλέττη. Έτσι στήριξαν πρόθυμα την κίνηση των Υδραίων, υπό τον Μαυροκορδάτο και τους Κουντουριώτες, οι οποίοι συγκέντρωσαν εβδομήντα πληρεξούσιους και ζήτησαν την αναγνώρισή τους και την συμμετοχή στην Εθνική Συνέλευση. Ο Κωλέττης αφού εξασφάλισε την υποστήριξη Ρουμελιωτών οπλαρχηγών και ορισμένων Πελοποννήσιων προκρίτων, υποστήριξε το αίτημα των Υδραίων αιτούμενος την συμμετοχή τους, καθώς και εκείνη των Μανιατών. Και παρότι η αίτησή του απορρίφθηκε από τα άλλα δύο μέλη της Διοικητικής Επιτροπής, κατάφερε με αυτό τον τρόπο  –έστω και προσωρινά- να παρουσιαστεί ως εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης αυτών των περιοχών41.

Υπό ισχυρή στρατιωτική παρουσία, η Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της στο Άργος στις 5/17 Δεκεμβρίου 1831. Στην Α’ τακτική συνεδρίαση της 7/19ης Δεκεμβρίου που ακολούθησε η Διοικητική Επιτροπή «παρέδωκε τας ηνίας της κυβερνητικής αρχής εις την Συνέλευσιν», ενώ στη Β’ τακτική συνεδρίαση της 8/20ης Δεκεμβρίου αποφασίσθηκε από τους πληρεξούσιους να ονομασθεί η Συνέλευση «Εθνική Ε’ των Ελλήνων Συνέλευσις» και μετά από πρόταση του Θ. Κολοκοτρώνη, να ανατεθεί η εξουσία, που ως τότε ασκούσε η Διοικητική Επιτροπή, στον Αυγουστίνο Καποδίστρια, στον οποίο δόθηκε ο τίτλος «Πρόεδρος της Ελληνική Κυβερνήσεως», «μέχρις ότου η παρούσα Συνέλευσις κανονίση θετικωτέρας δια του Συντάγματος τα της νομοτελεστικής εξουσίας.» Η πράξη αυτή της Συνελεύσεως εξόργισε τον Κωλέττη και ουσιαστικά έφερε το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Οι «συνταγματικοί» πληρεξούσιοι, έτσι κι αλλιώς απουσίαζαν από την Συνέλευση. Συνεδρίαζαν σε άλλο οίκημα, στην ίδια πόλη θεωρώντας τους εαυτούς τους ως μέλη της «κατ΄επανάληψιν Δ’ των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως» με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά42. Το απόγευμα της 9/21ης Δεκεμβρίου ξεσπούν αιματηρές συγκρούσεις. Στις 12/24 Δεκεμβρίου ο Καποδίστριας ήρθε σε προσωρινό συμβιβασμό με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Κωλέττη, με επακόλουθο την εκκένωση της περιοχής από τα αντίπαλα στρατεύματα, τα οποία υπό τον Κωλέττη κατέφυγαν βόρεια του Λουτρακίου, στην Περαχώρα Κορινθίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Αυγουστίνος Καποδίστριας διατήρησε υπό τον έλεγχό του το Ναύπλιο, στηριζόμενος στην στρατιωτική δύναμη του Κολοκοτρώνη και στην ναυτική υποστήριξη του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, παρέμεναν όμως εκτός της δικαιοδοσίας του η Μάνη, η Ύδρα και σημαντικό μέρος της Στερεάς. Σε συνεργασία με τους αντικαποδιστριακούς της Ύδρας (Ζαΐμη, Κουντουριώτη), με τους οποίους είχε αρνηθεί να συμφιλιωθεί ο Αυγουστίνος, ο I. Κωλέττης σχημάτισε νέα τριμελή Διοικητική Επιτροπή της Περαχώρας και συγκρότησε νέα Εθνοσυνέλευση. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο κέντρα εξουσίας: στο Ναύπλιο η κυβέρνηση Αυγουστίνου με τους Πελοποννήσιους πολεμιστές υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη και την Ε’ Εθνοσυνέλευση· στην Περαχώρα ο I. Κωλέττης με τους Ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γρίβα και τη Δ’ κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση.

Η κρίση είχε κορυφωθεί και τα πράγματα έπαιρναν πάλι τον δρόμο του εμφυλίου πολέμου, προς τον οποίο αποφασιστική ώθηση έδωσε  το Πρωτόκολλο της 7/19ης Ιανουαρίου 1832, της Μόνιμης Διασκέψεως του Λονδίνου, το οποίο παράγγελνε στους αντιπρέσβεις και στους αξιωματικούς των τριών Δυνάμεων να αναγνωρίσουν ως προσωρινή εθνική κυβέρνηση την κυβέρνηση που είχε σχηματίσει η Συνέλευση του Άργους, δηλαδή την κυβέρνηση του Αυγουστίνου, να συμβάλλουν με πλήρη μεταξύ τους σύμπνοια στη συνδιαλλαγή των κομμάτων και να εξασφαλίσουν στην κυβέρνηση το αναγκαίο κύρος. Τελευταία το Πρωτόκολλο ανέφερε τις προσπάθειες της Διασκέψεως για την σύντομη εκλογή νέου ηγεμόνα43.

Το «ελληνικό στέμμα» περιφερόταν σε όλες τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Το στέμμα προσφέρθηκε και στον πρίγκιπα Αιμίλιο του Έσσεν, στην συνέχεια εμφανίστηκε «εθελοντικά» ο πρίγκιπας Παύλος της Βυρτεμβέργης, αλλά η υποψηφιότητά του απορρίφθηκε από τους «Προστάτες». Η Αγγλία επιχείρησε να πείσει τον πρίγκιπα Φρειδερίκο της Ολλανδίας, ενώ η Γαλλία πρότεινε τον Δούκα της Βαυαρίας Κάρολο. Αρνήθηκε και αυτός. Η «μπίλια» σταμάτησε στον ανήλικο  Όθωνα της ευγενούς πρωσικής δυναστείας των Βίτελσβαχ, δευτερότοκο γιο του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Οι Μ. Δυνάμεις συμφώνησαν και στις 13/25 Φεβρουαρίου 1832 ο Όθων «διορίστηκε» πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας44.

Οι τρεις αντιπρέσβεις ανακοίνωσαν το Πρωτόκολλο στον Αυγουστίνο στις 28 Φεβρουαρίου 1832. Ο Αυγουστίνος, που πριν από λίγο είχε φανεί να δέχεται την άποψη των μετριοπαθών για περιορισμένες υποχωρήσεις προς τους συνταγματικούς, άντλησε μεγάλο ηθικό κύρος από τη συμμαχική αναγνώριση. Οι οπαδοί του διέδιδαν ότι η αναγνώριση υπήρξε προϊόν της ρωσικής επιρροής. Και παρά τις συστάσεις των αντιπρέσβεων να υιοθετήσει μέτρα που θα διευκόλυναν τη συμφιλίωση, αυτός διέκοψε κάθε διάλογο με τη μετριοπαθή πτέρυγα της αντιπολίτευσης. Ζήτησε από τους αντιπρέσβεις και τους διοικητές των συμμαχικών στόλων να προβούν σε επίσημη κατηγορηματική δήλωση αναγνώρισης της κυβέρνησης του και να υποστηρίξουν αυτή τη δήλωση με μια ναυτική επίδειξη μπροστά από την Ύδρα και από τα Μέγαρα. Οι αντιπρέσβεις συμφώνησαν ανεπιφύλακτα, αφού έλαβαν από τον Αυγουστίνο ρητή διαβεβαίωση ότι θα χορηγούσε πλήρη αμνηστία στους πολιτικούς του αντιπάλους.

Αλλά η νίκη του Αυγουστίνου ήταν πύρρεια. Η αντιπολίτευση εξοργίστηκε με τη δήλωση των αντιπρέσβεων και των ναυτικών διοικητών. Ισχυρίστηκε ότι οι αντιπρέσβεις παρανόησαν το πνεύμα του Πρωτοκόλλου, που αναγνώριζε ως κυβέρνηση το προϊόν μιας ενιαίας και νόμιμης Εθνοσυνέλευσης και ότι κακώς αναγνώρισαν την παράνομη κυβέρνηση του σφετεριστή Αυγουστίνου. Η συνέλευση των Ρουμελιωτών δήλωσε ότι μόνη νόμιμη κυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση των Μεγάρων και ότι αυτή έπρεπε να τύχει της συμμαχικής αναγνώρισης45.

 Μέσα στον αναβρασμό αυτό, έφτασε στην Ελλάδα η πολυπόθητη είδηση της οριστικής εκλογής του Όθωνα. Οι αντιπρέσβεις, που γνώριζαν ότι ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος έπνεαν μένεα εναντίον τους για την πρόσφατη δήλωση τους, έσπευσαν να κοινοποιήσουν την εκλογή, με την ελπίδα ότι θα κατόρθωναν να καταστείλουν την οργή τους και να ματαιώσουν τα επικίνδυνα τους σχέδια. Στο σημείο αυτό, τον ρόλο του συμφιλιωτή ανέλαβε ο Ειρηναίος Θείρσιος (γερμ. Frederick Thiersch), καθηγητής και σύμβουλος του βασιλιά Λουδοβίκου, που βρισκόταν στην Ελλάδα σαν παρατηρητής ήδη από τον Οκτώβριο του 1831. Η αντιπολίτευση της Ύδρας άρχισε να κάμπτεται. Οι Υδραίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του Θείρσιου, ενώ  ο Ζαΐμης και ο Τρικούπης, έκαναν χρήση της χορηγούμενης αμνηστίας – οι μόνοι επιφανείς που την επεδίωξαν- και  εγκαταστάθηκαν ο πρώτος στο Άργος και ο δεύτερος στο Ναύπλιο. Οι Μανιάτες πάλι, οι οποίοι ετοίμαζαν εκστρατεία για να συνενωθούν με τους συνταγματικούς, ανέστειλαν την κινητοποίηση τους όταν, με τη μεσολάβηση του Θείρσιου, επιτεύχθηκε η αποφυλάκιση των γέρων αδελφών Πετρόμπεη και Ιωάννη Μαυρομιχάλη46.

Στις  15/27 Μαρτίου 1832, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση που από τις 15/27 Δεκεμβρίου 1831, είχε μεταφέρει τις εργασίες της στο Ναύπλιο, ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832», γνωστό και ως Ηγεμονικό ή Βασιλικό Σύνταγμα. Το Σύνταγμα αυτό καθιέρωνε ως πολίτευμα της Ελλάδας τη συνταγματική μοναρχία και τον Βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα. Η Εκτελεστική Εξουσία θα ανήκε στον Ηγεμόνα του έθνους, ενώ την νομοθετική θα αναλάμβαναν από κοινού ο Ηγεμόνας, η Γερουσία και η Βουλή. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί με την άφιξη του Όθωνα σταμάτησε κάθε προσπάθεια ή υπόσχεση για συνταγματικό καθεστώς. Συγχρόνως η Συνέλευση ανέθεσε την προσωρινή άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας στον Αυγουστίνο Καποδίστρια με τον τίτλο «Κυβερνήτης της Ελλάδος» και την προσωρινή άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας σε νέα Γερουσία και στον προσωρινό Κυβερνήτη (ψήφισμα ΚΒ’ της 15ης Μαρτίου 1832). Η  Ε΄ Εθνοσυνέλευση μετά από  64 συνεδριάσεις ολοκλήρωσε τις εργασίες της στις 17/29 Μαρτίου 1832, με τον καταληκτήριο λόγο του Αυγουστίνου Καποδίστρια.    

Η αναρχία στο μεταξύ είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και την Στερεά. Ο Κωλέττης αποφάσισε με τους Ρουμελιώτες του Γρίβα, στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου, να προελάσει προς την Πελοπόννησο. Μετά από μια μάχη που κράτησε περίπου δυο ώρες οι Ρουμελιώτες ανέτρεψαν την ασθενική άμυνα του Ισθμού και την επόμενη μπήκαν στο Άργος πανηγυρίζοντας με τον Κωλέττη επικεφαλής. Η πτώση του Ναυπλίου ήταν ζήτημα ωρών. Υπό το βάρος των εξελίξεων, και παρά το ότι λίγες ημέρες νωρίτερα η -ελεγχόμενη από αυτόν- Εθνοσυνέλευση τον είχε ανακηρύξει σε κυβερνήτη, ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Την παραίτησή του την ανακοίνωσε επίσημα στην Γερουσία στις 28 Μαρτίου/9 Απριλίου. Την επόμενη ο Κωλέττης, προχώρησε από το Άργος προς το Ναύπλιο επικεφαλής 1 000 Ρουμελιωτών. Ο Αυγουστίνος, αφού είδε την θριαμβευτική είσοδο του Κωλέττη στην πρωτεύουσα και άκουσε τις κατάρες και τα αναθέματα του οργισμένου πλήθους, το βράδυ της 30ης Μαρτίου/11ης Απριλίου 1832 μετέφερε από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου το ταριχευμένο λείψανο του αδερφού του σε ένα ρωσικό πλοίο, πήρε τα σπουδαιότερα έγγραφα της αλληλογραφίας του και έφυγε τα μεσάνυχτα χωρίς να τον δουν οι φίλοι του υπουργοί, οι πληρεξούσιοι και οι οπλαρχηγοί. Τον μόνο που θυμήθηκε στις στιγμές εκείνες ήταν ο Κολοκοτρώνης, προς τον οποίο έστειλε σύντομη επιστολή γεμάτη ευχαριστίες47.

Τον Απρίλιο ορίστηκε νέα επταμελής Διοικητική Επιτροπή, που περιλάμβανε τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, Κωνσταντίνο Μπότσαρη, Δημήτριο Υψηλάντη, Ανδρέα Μεταξά και Δημήτριο Πλαπούτα. Η προεδρία της Επιτροπής έμελλε να περιέρχεται κάθε μήνα εκ περιτροπής σε ένα από τα μέλη της. Διορίσθηκαν και ισάριθμοι γραμματείς της κυβερνήσεως (υπουργοί) ανάμεσά τους ο Α. Μαυροκορδάτος της Οικονομίας, ο Σπ. Τρικούπης των Εξωτερικών, και του Εμπ. Ναυτικού, ο Κωνστ. Ζωγράφος των Στρατιωτικών. Η πρώτη πράξη στην οποία προέβη η νέα Επιτροπή ήταν να κηρύξει τη συνέχιση της  «κατ΄επανάληψιν Δ’ των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως», επιδιώκοντας να αποδείξουν ότι δεν αναγνώριζαν το νομοθετικό έργο και το γνωστό ως Ηγεμονικό Σύνταγμα που είχε ψηφίσει η καποδιστριακή ως προς τη σύνθεση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης περίπου ένα μήνα νωρίτερα.

Στις 14/26 Απριλίου 1832 ο πληρεξούσιος της Βαυαρίας στο Λονδίνο De Cetto υπέβαλε προς την Διάσκεψη του Λονδίνου υπόμνημα, όπου, εκτός από άλλα, ζητείται να έχει ο Όθωνας τον τίτλο του βασιλιά, το έδαφος του ελληνικού κράτους να διευρυνθεί με καθορισμό των βόρειων συνόρων του από τον Αμβρακικό κόλπο ως το Αιγαίο, να συγκροτηθεί στρατός από 3 500 Βαυαρούς, μισθοδοτούμενους από την Ελλάδα, να αποφανθεί ο ελληνικός λαός για την εκλογή του Όθωνος και τον τρόπο διαδοχής του και να μην τεθεί σε εφαρμογή το ετοιμαζόμενο στην Ελλάδα Σύνταγμα, να είναι η κυβέρνηση της χώρας ισχυρή και μοναρχική, να επιφυλαχθεί στον Όθωνα το δικαίωμα να ικανοποιήσει τον εθνικό πόθο για Σύνταγμα, όπως η πείρα θα υπαγόρευε σ’ αυτόν, με εξουσιοδότηση στο μεταξύ να προνοήσει αυτός για τους πολιτικούς θεσμούς της χώρας, σύμφωνα με τις ανάγκες της και την πολιτιστική της κατάσταση.

Οι πληρεξούσιοι των τριών Δυνάμεων στη Διάσκεψη του Λονδίνου με διακοίνωσή τους απέστειλαν στον πληρεξούσιο της Βαυαρίας τις αντιπροτάσεις τους, με Πρωτόκολλο από 14/26 Απριλίου 1832, όπου ήταν συνημμένο και σχέδιο συνθήκης μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας.

Στους κύριους όρους του σχεδίου αυτού, όπου επαναλαμβάνονται οι περισσότεροι όροι του βαυαρικού υπομνήματος, περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι: ότι η Ελλάδα υπό την κυριαρχία του Όθωνα και την εγγύηση των τριών Δυνάμεων θα είναι ανεξάρτητο μοναρχικό κράτος, ότι ο Όθωνας θα έχει τον τίτλο του βασιλιά της Ελλάδας και ότι οι τρεις Δυνάμεις υπόσχονται να εγγυηθούν δάνειο ως 60 εκατομμύρια φράγκα, που θα συναφθεί από τον Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας.

Το σχέδιο αυτό, με ελάχιστες επουσιώδεις τροποποιήσεις, έγινε το κείμενο της Συνθήκης του Λονδίνου της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου, που υπογράφηκε από τους πληρεξούσιους των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας στις 29 Απριλίου/11 Μαΐου 1832. Με την συνθήκη αυτή ο Λουδοβίκος Α’ αποδεχόταν τον θρόνο της Ελλάδας για λογαριασμό του ανήλικου γιού του Όθωνα, το νέο ελληνικό κράτος ονομάστηκε «Βασίλειον της Ελλάδος», ο Λουδοβίκος όρισε αντιβασιλεία, που θα κυβερνούσε μέχρι την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά και οι τρεις Δυνάμεις αναλάμβαναν την εγγύηση δανείου 60 εκατομμυρίων φράγκων. Στις 27 Ιουλίου 1832 επικυρώθηκε η εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και με ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης της Πρόνοιας48.  Στις 24 Αυγούστου 1832, η Διοικητική Επιτροπή συνέστησε τριμελή επιτροπή υπό τους Κώστα Μπότσαρη, Δημήτριο Πλαπούτα και Ανδρέα Μιαούλη, η οποία ανέλαβε να ταξιδεύσει στο Μόναχο και να παραδώσει τον Ελληνικό θρόνο στον Όθωνα.            

Τι απέγινε όμως με την βελτίωση των βόρειων συνόρων της Ελλάδας σύμφωνα με τις οδηγίες της Διασκέψεως του Λονδίνου από 14/26 Σεπτεμβρίου 1831;

Οι αποφάσεις περί συνόρων που είχαν ληφθεί το Φεβρουάριο του 1830 ήταν –υποτίθεται οριστικές και αμετάκλητες. Πώς θα μπορούσαν οι Δυνάμεις να δικαιολογήσουν την διεύρυνση που είχαν αποφασίσει;

Ο γάλλος πρέσβης στη Μόνιμη Διάσκεψη του Λονδίνου, η παλιά αλεπού της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο Ταλεϋράνδος, έδωσε τη λύση. Οι πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη πήραν εντολή να ισχυριστούν στον Σουλτάνο ότι τα αρχικά σύνορα είχαν χαραχτεί επί λανθασμένου χάρτου με αποτέλεσμα να είναι εναντίον πάσης γεωγραφικής και φυσικής διαιρέσεως της χώρας. Με τη δικαιολογία αυτή αποφάσισαν ως επιβαλλόμενη γραμμή ασφαλείας την γραμμή κόλπου Άρτας – κόλπου Βόλου. Στην περίπτωση που οι Οθωμανοί έφερναν αντίρρηση, οι πρέσβεις θα τους υπενθύμιζαν: α) ότι τα συγκεκριμένα εδάφη είναι άγονα και με πολεμοχαρείς κατοίκους και β) ότι αυτή ακριβώς τη συνοριακή γραμμή είχε δεχτεί η Πύλη με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης. Τέλος η Διάσκεψη ειδοποίησε τους πρέσβεις στην Πόλη να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις μόνο αφού φτάσει εκεί ο Στράτφορντ Κάνιγκ, που είχε εμπειρία ως προς το ελληνικό συνοριακό ζήτημα49. Ο Σ. Κάνιγκ επανήλθε στις διαπραγματεύσεις ύστερα από την αναχώρηση του Άγγλου πρεσβευτή Γκόρντον από την Κωνσταντινούπολη για λόγους υγείας. Ο Σ. Κάνινγκ έφτασε στην Πόλη στις 16/28 Ιανουαρίου 1832 και οι επίσημες διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 27 Ιανουαρίου/8 Φεβρουαρίου. Διήρκησαν περισσότερο από πέντε μήνες, εξαιτίας της δυσκολίας των προβλημάτων, αλλά προπαντός της κωλυσιεργίας της Πύλης, που επιδίωκε να κερδίσει καιρό, ώστε η ουσιαστική διαπραγμάτευση να γίνει υπό ευνοϊκότερες συνθήκες για αυτήν.

Τελικά 9/21 Ιουλίου 1832, υπογράφτηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης ή αλλιώς και «Τελικός Διακανονισμός της Κωνσταντινούπολης», («Καλεντέρ Κιόσκ»), ανάμεσα στους πρεσβευτές των  Μ. Δυνάμεις και τους πληρεξούσιους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την οποία η δεύτερη αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Το άρθρο 1 του Τελικού Διακανονισμού όριζε τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους. Ξεκινούσαν στα ανατολικά από τις εκβολές του μικρού ποταμού που ρέει κοντά στο χωριό Γραδίτζα και ακολουθούσαν τον ποταμό αυτό έως τις πηγές του. Κατόπιν περνούσαν από τα βουνά Όθρυς και Βελούχι (Τυμφρηστός) και κατέληγαν στον Αμβρακικό κόλπο, μεταξύ της Κόπραινας και του Μενιδίου αφήνοντας το στενό του Μακρυνόρος στην Ελλάδα. Το τμήμα της παραλίας του Αμβρακικού προς τα βόρεια και τα δυτικά από το σημείο που η συνοριακή γραμμή συναντά τη θάλασσα ανήκε στην Τουρκία, ενώ το αντίστοιχο τμήμα προς τα νότια και τα δυτικά ανήκε στο Ελληνικό Κράτος με εξαίρεση το φρούριο της Πούντας (Άκτιο) και μια μικρή περιοχή γύρω του που βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή. Στο φρούριο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης θα στρατοπέδευε μόνο η αναγκαία για την κατοχή του τουρκική φρουρά και σε καμία περίπτωση οι Οθωμανικές αρχές δεν θα εμπόδιζαν την διέλευση των ελληνικών πλοίων από το στενό Πούντας-Πρέβεζας. Εάν η Διάσκεψη του Λονδίνου δεχτεί την αίτηση της Τουρκίας να παραμείνει σ’ αυτή η περιοχή του Ζητουνίου (Λαμίας), τα σύνορα τότε, στο σημείο αυτό, θα αρχίζουν από τις εκβολές του Σπερχειού, θα ακολουθούν την αριστερή όχθη του ως το σημείο συναντήσεως των επαρχιών Ζητουνίου και Υπάτης και θα ανεβαίνουν έπειτα στο όρος Όθρυς. Στο άρθρο 2 η αποζημίωση της Τουρκίας ορίζεται σε 40 εκατομμύρια γρόσια, αν η Διάσκεψη του Λονδίνου προκρίνει τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, και σε 30, αν προκρίνει τη γραμμή Αμβρακικού – Σπερχειού. Βάσει του άρθρου 3 η χάραξη της γραμμής των συνόρων θα άρχιζε αμέσως από οροθέτες των τριών Δυνάμεων, αλλά και ενός Τούρκου και ενός Έλληνα. Η χάραξη θα έπρεπε να τελειώσει μέσα σε έξι μήνες50.

Στον Διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης, οριζόταν ότι τα βορειοδυτικά σύνορα του ελληνικού κράτους θα βρίσκονταν στον Αμβρακικό κόλπο. Σε ό,τι αφορά τα βορειοανατολικά σύνορα, όμως δεν πάρθηκε καμιά απόφαση και το θέμα παραπέμφθηκε σε νέα Διάσκεψη στο Λονδίνο. Αποτέλεσμα της Διάσκεψης αυτής υπήρξε το Πρωτόκολλο της 18ης /30ης Αυγούστου 1832. Με αυτό επιδικαζόταν στο ελληνικό κράτος η περιοχή του Ζητουνίου (Λαμίας) και έτσι τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα ορίζονταν μεταξύ των κόλπων του Αμβρακικού και του Παγασητικού. Από τα νησιά συμπεριλήφθηκαν στα όρια του κράτους μόνο η Εύβοια, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, οι Κυκλάδες και οι Βόρειες Σποράδες. Η Διάσκεψη του Λονδίνου δεν δέχτηκε αίτημα των Κρητικών για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ενώ απέρριψε παρόμοιο αίτημα των Σαμίων, αλλά εισηγήθηκε στην Πύλη παραχώρηση αυτονομίας στη Σάμο. Όντως με τον προνομιακό χάρτη της 10ης Δεκεμβρίου 1932, το νησί κηρύχθηκε σε  Ηγεμονία με δικό του ηγεμόνα, αλλά συνέχισε να είναι υποτελές στην Πύλη.

Η επακριβής χάραξη των συνόρων ολοκληρώθηκε με την υποβολή της έκθεσης των οροθετών στη Διάσκεψη του Λονδίνου στις 13/25 Νοεμβρίου 1832.

Στις 14/26 Δεκεμβρίου 1832 η Πύλη με διακοίνωση του Ρεΐς αφέντη, αποδέχτηκε την απόφαση των Μ. Δυνάμεων για την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και την τελική ρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων. Ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833 ο Όθωνας και η συνοδεία του έφταναν στο λιμάνι του Ναυπλίου με το βρετανικό πλοίο «Μαδαγασκάρη».

Αυτό που εκκρεμούσε όμως, με βάση την χάραξη των συνόρων, ήταν η σύνταξη δύο χαρτών που θα επικύρωναν οι κυβερνήσεις της Πύλης και της Ελλάδας. Οι οροθέτες ήλπιζαν ότι θα έφερναν το έργο τους σε πέρας πριν το τέλος του Ιουνίου του 1833. Τελικά θα περάσουν τρία χρόνια. Στις 18/30 Δεκεμβρίου 1835, ο  Ρεΐς αφέντης αποδέχτηκε εκ μέρους της χώρας του τον οροθετικό χάρτη. Στις 6/18 Ιανουαρίου 1836 η Οροθετική Επιτροπή επέδωσε στον Όθωνα το δεύτερο αντίτυπο του χάρτη και στις 9/21 Ιανουαρίου έστειλε την έκθεσή της στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Με το Πρωτόκολλο της 18/30 Ιανουαρίου 1836 κηρύχτηκε και η λήξη των εργασιών της  Οροθετικής Επιτροπής51. Το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, εκτεινόταν σε 47 516 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αριθμούσε περίπου 750 000 κατοίκους. 

                                                                                                                 (συνεχίζεται)

Σημειώσεις

  1. Η Ελλάδα εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923. Η επόμενη της 15/2/1923 ονομάσθηκε 1/3/1923, προστέθηκαν δηλαδή 13 ημέρες. Τον 19ο αιώνα η διαφορά ανάμεσα στο παλιό (Ιουλιανό) και στο νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο είναι 12 ημέρες.
  2. Βλ. https://greece2021.gr/#timeline
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 462
  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 463
  5. Βλ. https://greece2021.gr/timeline/746-i-navmaxia-tou-navarinou-i-navmaxia-tou-navarinou.html?lang=el-GR&tag_id=97
  6. Woodhouse C.M., 2016, σ. 157
  7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 468
  8. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 474
  9. Ρωμαίος Γ., 2011, σ. 81
  10. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 501
  11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 474
  12. Βουρνάς Τ., 1998, σ. 222
  13. Διβάνη Λ., 2000, σ. 106
  14. Βουρνάς Τ., 1998, σ. 222
  15. Γούναρης Γ. Εμ., 2010, σ. 15
  16. Διβάνη Λ., 2000, σ. 108
  17. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 513
  18. Πάλι εκεί
  19. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 108-109
  20. Γούναρης Γ. Εμ., 2010, σ. 15
  21. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 519
  22. Βλ. https://greeceparadise.gr/24-protokollo-anexartisias-1830/
  23. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 112-113
  24. Πάλι εκεί, σ. 133
  25. Ενδεχομένως  η  ονομασία  αυτή  να  οφείλεται  στο  γεγονός  ότι  ορισμένα  από  τα  νησιά υπήρξαν κατά  καιρούς  ορμητήρια  πειρατών,  ή  επειδή  πλήττονταν  με ιδιαίτερη σφοδρότητα από τα στοιχεία της φύσης.
  26. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 133-134
  27. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 537
  28. Πάλι εκεί
  29. Πάλι εκεί
  30. Πάλι εκεί
  31. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 114-115
  32. Πάλι εκεί, σ. 115
  33. Βερέμης Θ. & Κολιόπουλος Γ., 2006, σσ. 214-215
  34. Βλ. https://www.mixanitouxronou.gr/leopoldos-o-protos-vasilias-toy-velgioy-eiche-apodechthei-na-ginei-vasilias-tis-elladas/
  35. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 537
  36. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 119-120
  37. Βλ. https://www.istorikathemata.com/2012/12/the-destruction-of-the-Greek-fleet-by-Miaoulis-in-Poros-1831.html
  38. Ραφαηλίδης Β., 2001, σσ. 32-33
  39. ΓΑΡΔΙΚΑ – ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ Ε., 1985, σ. 251
  40. Διβάνη Λ., 2000, σ. 121
  41. Ρωμαίος Γ., 2011, σσ. 101-102
  42. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 566
  43. Πάλι εκεί, σ. 567
  44. Ρωμαίος Γ., 2011, σ. 103
  45. ΓΑΡΔΙΚΑ – ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ Ε., 1985, σσ. 262-263
  46. Πάλι εκεί, σσ. 264-265
  47. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 570
  48. Πάλι εκεί, σ. 576
  49. Διβάνη Λ., 2000, σσ. 119-120
  50. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, τόμος ΙΒ, σ. 577 και Διβάνη Λ., 2000, σσ. 134-139
  51. Βενιανάκης Η-Α., 2000, σ. 48

Βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλος Α., 2005. ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. (1204 – 1985) κγ’ έκδοση. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.

Βενιανάκης Η-Α., 2000. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΚΑΙ Η ΗΠΕΙΡΟΘΕΣΣΑΛΙΑ (1832 – 1836). ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.  https://www.academia.edu/11660481/%CE%97_%CE%9F%CE%A1I%CE%9F%CE%98%CE%95%CE%A4%CE%97%CE%A3%CE%97_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%9D%CE%95%CE%9F%CE%A5_%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%97%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A5_%CE%9A%CE%A1%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A5%CE%A3

Βερέμης Θ. & Κολιόπουλος Γ., 2006. ΕΛΛΑΣ. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Από το 1821 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις

Βερέμης Θ. , Κολιόπουλος Γ. & Μιχαηλίδης Ι., 2018. 1821 Η δημιουργία ενός έθνους – κράτος. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ  

Βερέμης Θ., 2016. Βαλκάνια: Ιστορία και κοινωνία. Ένα πολύχρωμο υπόδειγμα εθνικισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Βουρνάς Τ., 1998. Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Α’. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

Βουρνάς Τ., 1998. Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Β’. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

Βουρνάς Τ., 1999. Σύντομη ιστορία της Ελληνικής επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

ΓΑΡΔΙΚΑ – ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ Ε., 1985. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗΣ TOΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ TOΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ.  Μνήμων, 10, 248–269. https://doi.org/10.12681/mnimon.338

Γούναρης Γ. Εμ., 2010. ΤΟ ΕΔΑΦΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Της ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Αθήνα: Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ

Διβάνη Λ., 2000. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). Απόπειρα πατριδογνωσίας, γ΄ έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης

ΚΑΡΙΨΙΑΔΗΣ Γ., 1992. Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΔΙΑΔΟΧΟ ΚΡΑΤΟΣ. η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και η Ένωση των Επτανήσων. Διδακτορική διατριβή. Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)  https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/2295

Ραφαηλίδης Β., 2001. ΙΣΤΟΡΙΑ (ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ) ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Αθήνα: Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

Ρωμαίος Γ., 2011. Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΤΟΜΟΣ Α’ 1844-1915. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Φωτιάδης Δ., 1988. Όθωνας. Η Έξωση. (ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ξανακοιταγμένη) Αθήνα: Εκδοτικός οίκος Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.

Woodhouse C.M., 2016. Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟY ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Συλλογικό έργο, 1975. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ΄: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821) – τουρκοκρατία – λατινοκρατία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

Συλλογικό έργο, 1975. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄: Η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1832), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: LONDON PROTOCOL (3 February 1830). Protocole (No 1) tenu à Londres le 3 Février 1830, relatif à l’indépendance de la Grèce. Στο: https://www.mfa.gr/to-ypourgeio/diethneis-symvaseis/semantikes-diethneis-sunthekes-pou-aphoroun-ten-ellada.html

Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: TREATY (ARRANGEMENT) OF CONSTANTINOPLE (21 July 1832). ARRANGEMENT  between Great Britain, France, Russia, and Turkey, for the Definitive Settlement of the Continental Limits of Greece. Signed at Constantinople, 21st July, 1832. Στο: https://www.mfa.gr/to-ypourgeio/diethneis-symvaseis/semantikes-diethneis-sunthekes-pou-aphoroun-ten-ellada.html

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment