Η σύλληψη
Η επτακοσιοστή εξηκοστή πρώτη ημέρα που βρίσκει την Άννα στο Μυστικό Παράρτημα ξεκινά. Στις 6:45 το ξυπνητήρι χτυπάει στο δωμάτιο των Βαν Πελς. Ο Χέρμαν σηκώνεται πρώτος, κατεβαίνει τις απότομες σκάλες και μπαίνει στο μπάνιο. Η Άννα έχει επίσης ξυπνήσει και περιμένει στο κρεβάτι μέχρι να ακούσει ξανά την πόρτα του μπάνιου να τρίζει. Ο συγκάτοικός της, Φριτς Πφέφερ, είναι ο επόμενος. Η Άννα αναστενάζει, ανακουφισμένη, απολαμβάνοντας αυτές τις λίγες πολύτιμες στιγμές μοναξιάς. Με κλειστά μάτια, ακούει το κελάηδημα στην πίσω αυλή και τεντώνεται στο κρεβάτι της. Το κρεβάτι δεν είναι η ακριβής λέξη για τον στενό καναπέ που έχει επιμηκύνει βάζοντας μια καρέκλα στη μία άκρη. Αλλά η Άννα πιστεύει ότι είναι πολυτελές. Έχει ακούσει πολλές φορές την Μιπ Γκις, να της λέει πως άλλοι κρυμμένοι κοιμούνται στο πάτωμα σε μικροσκοπικά και υγρά κελάρια. Με υπευθυνότητα, η Άννα σηκώνεται και ανοίγει τις κουρτίνες συσκότισης. Η πειθαρχία κυβερνά τη ζωή τους εδώ. Ρίχνει μια ματιά στον έξω κόσμο. Το ομιχλώδες πρωινό της Παρασκευής υπόσχεται να μετατραπεί σε μια υπέροχα ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Αν μπορούσε, μόνο για λίγα λεπτά… Αλλά πρέπει να κάνει υπομονή. Δεν θα αργήσει πολύ τώρα. Η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ πριν από δύο εβδομάδες αναπτέρωσε τις ελπίδες όλων… Ίσως μπορέσει να επιστρέψει στο σχολείο το φθινόπωρο. Ο πατέρας της και ο κύριος Βαν Πελς είναι σίγουροι ότι όλα θα τελειώσουν τον Οκτώβριο, ότι θα είναι ελεύθεροι… Είναι ήδη Αύγουστος. 4η Αυγούστου 1944.
Η μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά που έχουν στην διάθεσή τους, οκτώ άτομα, για να πάνε στο μπάνιο, να αποθηκεύσουν τα κλινοσκεπάσματα τους, να σπρώξουν τα κρεβάτια στην άκρη και να βάλουν τραπέζια και καρέκλες στην θέση τους και να ετοιμάσουν το πρωινό τους, περνά πολύ γρήγορα. Από της 8:30, καθώς στην αποθήκη ξεκινά η δουλειά, πρέπει να τηρούν απόλυτη ησυχία. Στις 9:00 προσέρχονται και οι υπάλληλοι του γραφείου. Στις 9:10 η Μιπ θα ανέβει για να πάρει την «λίστα αγορών». Η Μιπ θυμάται ότι: «Η Άννα, ως συνήθως, είχε πολλές ερωτήσεις να κάνει και με παρότρυνε να μιλήσουμε λίγο. Υποσχέθηκα ότι θα επέστρεφα και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αληθινά το απόγευμα όταν θα έφερνα τα ψώνια. Επέστρεψα στο γραφείο και ξεκίνησα τη δουλειά μου.»1
Εκείνη την Παρασκευή, ένας τριαντατράχρονος Αυστριακός αξιωματικός των SS, ο Karl Josef Silberbauer, λοχίας στο «Γραφείο IV» (Γκεστάπο), «Υποδιεύθυνση Β4», η οποία είχε ως αντικείμενο τις εβραϊκές υποθέσεις και την εκπλήρωση της «Τελικής Λύσης» εκτελούσε την βάρδια στο Euterpestraat № 99, στο Νότο Άμστερνταμ, όταν περίπου στις 10:00 χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο ανώτερός του αξιωματικός, ο υπολοχαγός Julius Dettmann, που του είπε ότι μόλις έλαβε ένα τηλεφώνημα από «μια αξιόπιστη πηγή» ότι υπήρχαν Εβραίοι κρυμμένοι σε ένα κτίριο, στο Prinsengracht 263, στο κέντρο του Άμστερνταμ. Το 1963 σε ανάκρισή του ο Σιλμπερμπάουερ δήλωσε ότι ο Dettmann δεν του ανέφερε το όνομα του πληροφοριοδότη, αλλά τον διέταξε να το ελέγξει αμέσως, μαζί με μια ομάδα της ολλανδικής Ασφάλειας, την οποία θα του έστελνε. Ο Dettmann ακολούθως τηλεφώνησε στον Ολλανδό ντετέκτιβ Abraham Kaper στο Γραφείο Εβραϊκών Υποθέσεων και τον διέταξε να πάρει ορισμένους άντρες του και να πάει στη διεύθυνση Prinsengracht 263, με τον Σιλμπερμπάουερ.
Ο Kaper μαζί με τους Gezinus Gringhuis, Willem Grootendorst και έναν τρίτο αστυνομικό, (σύμφωνα με τους Φρανκ, Κούγκλερ και Κλέιμαν) τον Maarten Kuiper2, όλοι τους με πολιτικά, μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κινήματος (Nationaal-Socialistische Beweging – NSB) της Ολλανδίας και τον ένστολο Σιλμπερμπάουερ, περίπου στις 10:30 καταφτάνουν στην είσοδο των αποθηκών Opekta / Gies & Co. Έκπληκτοι οι τρεις υπάλληλοι της αποθήκης ακούν ότι θα διεξαχθεί έρευνα και ζητούν τον ιδιοκτήτη της εταιρείας. Ο υπεύθυνος αποθήκης Βαν Μάαρεν τους δείχνει τις σκάλες που οδηγούν στα γραφεία στον πρώτο όροφο. Σύμφωνα με τη Μιπ όταν ακούει στα ολλανδικά την εντολή «Μείνετε στις θέσεις σας, ακίνητοι!», σήκωσε το βλέμμα της και είδε «στην πόρτα στεκόταν ένας άντρας με πολιτικά ρούχα, κρατώντας ένα περίστροφο στραμμένο προς το μέρος μας»3.
Στο δωμάτιο εκτός από την Μιπ, εκείνη την ώρα βρίσκονταν η Μπεπ και ο Κλέιμαν. Ο Ολλανδός αστυνομικός δεν σταμάτησε στο γραφείο τους, αλλά προχώρησε με την υπόλοιπη ομάδα στο διάδρομο. Τότε είναι που ο Κούγκλερ ακούει βήματα και βλέπει σκιές να περνούν πίσω από το τζάμι στην πόρτα του γραφείου του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν ένστολο και τρεις άλλους με πολιτικά ρούχα που του κάνουν νόημα να επιστρέψει στο γραφείο του.
Στα απομνημονεύματά της η Μιπ γράφει: «Ο άντρας προχωρά προς το πίσω γραφείο όπου δούλευε ο κύριος Κράλερ, (σσ., χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο που είχε δώσει, η Άννα στον Κούγκλερ) αφήνοντάς μας μόνους. Είχαμε κοκαλώσει. Ο Κόφιους (σσ., το ψευδώνυμο του Κλέιμαν) μου είπε, “Μιπ, νομίζω ότι ήρθε η ώρα”. Η Έλλη (σσ., το ψευδώνυμο της Μπεπ) άρχισε να τρέμει. Εν τω μεταξύ, τα μάτια του κυρίου Κόφιους στράφηκαν προς την πόρτα. Έβγαλα γρήγορα από την τσάντα μου τα παράνομα κουπόνια τροφής, τα χρήματα και το μεσημεριανό γεύμα του Χενκ (σσ., το ψευδώνυμο του συζύγου της Γιαν). Μετά περίμενα. Ήταν περίπου η ώρα που ο Χενκ θα ερχόταν για μεσημεριανό γεύμα4.
Το αυτοκίνητο που είχε φέρει τους άνδρες της Ασφάλειας είχε φύγει, αφήνοντας αφύλακτη την είσοδο του κτιρίου. Ο αποθηκάριος, Lammert Hartog, άδραξε αυτή την ευκαιρία για να εξαφανιστεί, ενώ ο Γιαν Γκις ανυποψίαστος και χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους άλλους δύο αποθηκάριους πέρασε την είσοδο που οδηγούσε επάνω στα γραφεία.
Η Μιπ θυμάται: «Μετά από πολύ λίγο άκουσα τον γνωστό ήχο των βημάτων του Χενκ στις σκάλες. Πριν προλάβει να μπει μέσα, σηκώθηκα και έτρεξα προς την πόρτα, την άνοιξα, τον έπιασα από το μπράτσο και είπα: “Χενκ, όχι εδώ”. Του έσπρωξα ότι κρατούσα στα χέρια και τον έσπρωξα να φύγει. Ο Χενκ με κατάλαβε αμέσως και εξαφανίστηκε. Η ανάσα μου κόπηκε στο στήθος, επέστρεψα στο γραφείο μου. Αφού έφυγε ο Χενκ, ο κύριος Κόφιους είδε ότι η Έλλη ήταν πολύ αναστατωμένη και έκλαιγε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε το πορτοφόλι του, το έδωσε στην Έλλη και της είπε: “Πάρε αυτό. Πηγαίνετε στο φαρμακείο στο Leliegracht. Ο ιδιοκτήτης εκεί είναι φίλος μου. Θα σε αφήσει να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο. Τηλεφώνησε στη γυναίκα μου και πες της τι έχει συμβεί και μετά εξαφανίσου”. Η Έλλη μου έριξε ένα τρομαγμένο βλέμμα. Έγνεψα καταφατικά ότι συμφωνώ με τον Κόφιους. Πήρε το πορτοφόλι και βγήκε τρέχοντας.
Ο κύριος Κόφιους με κοίταξε και μου είπε: “Μιπ, μπορείς να φύγεις κι εσύ”.
“Δεν μπορώ” , απάντησα. Ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα.
Ο Κόφιους και εγώ μείναμε καθισμένοι όπως μας είχαν διατάξει για ίσως τρία τέταρτα της ώρας. Στη συνέχεια, ένας άλλος άνδρας μπήκε στο δωμάτιό μας και κάλεσε τον Κόφιους να τον ακολουθήσει στο γραφείο του κυρίου Κράλερ. Συνέχισα να κάθομαι εκεί, πολύ φοβισμένη, χωρίς να γνωρίζω τι γινόταν, τι μπορεί να συνέβαινε στο υπόλοιπο κτίριο. O Γερμανός σταμάτησε τον Κόφιους και τον άκουσα να του λέει στα γερμανικά: “Δώστε τα κλειδιά στη νεαρή κυρία”. Στη συνέχεια, ο άνδρας επέστρεψε στο γραφείο του Κράλερ.
Ο Κόφιους ήρθε κοντά μου, μου έδωσε τα κλειδιά και είπε, “Μιπ, κοίτα να μην ανακατευτείς.”
Κούνησα το κεφάλι μου.
“Όχι. Φρόντισε να μείνεις μακριά από αυτό. Εναπόκειται σε σένα να σώσεις ό,τι μπορεί να σωθεί εδώ. Είναι στα χέρια σου.”
Έπειτα, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, μου έσφιξε το χέρι και μετά επέστρεψε στο γραφείο του Κράλερ, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.»5.
Εν τω μεταξύ στο γραφείο του Κούγκλερ, o Silberbauer με αυστηρό τόνο τον ρωτά στα γερμανικά:
“Σε ποιον ανήκει αυτό το κτίριο;”
Ο Κούγκλερ, ο οποίος μεγάλωσε στο Hohenelbe, μια μικρή πόλη στους πρόποδες των βουνών του Sudeten και τότε μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, νομίζει ότι εντοπίζει μια βιεννέζικη προφορά και απαντά στα γερμανικά:
“Μόλις νοικιάσαμε αυτό το κτίριο”. Και αμέσως δίνει τη διεύθυνση του Ολλανδού που ήταν ο νέος ιδιοκτήτης του κτιρίου στην οδό Prinsengracht 263 από τον Απρίλιο του 1943.
“Σταμάτα να παίζεις παιχνίδια μαζί μου. Ποιος είναι το αφεντικό εδώ; Αυτό θέλω να μάθω”, γρυλίζει ο ένστολος,
“Εγώ είμαι”, του απαντά ο Κούγκλερ.
Ο Σιλμπερμπάουερ με το περίστροφό στο χέρι τον διατάζει να τους οδηγήσει στον επάνω όροφο.
Ρωτούν αν υπάρχουν όπλα κρυμμένα εκεί. Ο Κούγκλερ πρέπει να ανοίξει κάθε κουτί, κάθε βαρέλι, κάθε σάκο. Καθώς το κάνει αυτό, προσπαθεί να μαζέψει τις σκέψεις του. Τον κυνηγούν; Μήπως ξέρουν ότι είναι σε επαφή με την αντίσταση; Ότι έχει πλαστό δελτίο ταυτότητας…; Ή μήπως γνωρίζουν για τους ανθρώπους στο Μυστικό Παράρτημα; Όλα κυλούν ομαλά εδώ και δύο χρόνια και ένα μήνα. Τότε ακούει έναν από τους Ολλανδούς να του λέει: “Έχετε Εβραίους κρυμμένους σε αυτό το κτίριο”. Οι ελπίδες του σβήνουν. Αυτοί οι άντρες ξέρουν.
“Πού είναι;” ρωτούν και τον διατάζουν να τους πάει στο επάνω όροφο.
Ο Κούγκλερ υπακούει. Τι άλλο μπορεί να κάνει; Οι ασφαλίτες τον ακολουθούν με τα πιστόλια βγαλμένα. Καθώς προχωρά στον διάδρομο συνεχίζει να διερωτάται: Αυτοί οι άνδρες απλώς μπλοφάρουν ή μήπως έχουν πάρει πραγματικά μια πληροφορία; Κάποιος τους έχει καρφώσει; Ένας γείτονας; Ένας υπάλληλος; Μετά από λίγα βήματα έφτασε στην ξύλινη περιστρεφόμενη σκάλα6. Ένα ένα ανεβαίνει τα στενά σκαλιά, ενώ οι αστυνομικοί είναι στο κατόπι του. Δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκαέξι. Τώρα στέκονται σε έναν διάδρομο, του οποίου η μπεζ-κόκκινη ταπετσαρία με λουλούδια τον κάνει να φαίνεται ακόμα πιο στενός από ό,τι είναι. Πίσω τους είναι η πόρτα για την αποθήκη μπαχαρικών, μπροστά τους μια ψηλή βιβλιοθήκη με τρία ράφια γεμάτα με φθαρμένους γκρίζους φακέλους αρχείων. Πάνω από τη βιβλιοθήκη κρέμεται ένας μεγάλος χάρτης του είδους που βλέπουμε σε κυβερνητικά γραφεία ή σχολεία: το Βέλγιο, σε κλίμακα 1:500.000.

«Άνοιξε!» διατάζουν. Φυσικά — ξέρουν. Ένα ανασήκωμα στη βιβλιοθήκη και απομακρύνεται από τον τοίχο σαν βαριά πύλη. Πίσω από αυτό, ένα ψηλό σκαλί οδηγεί σε μια λευκή πόρτα, η κορυφή της οποίας είναι κρυμμένη πίσω από τον χάρτη στον τοίχο. Έχουν ακούσει οι ένοικοι τα δυνατά βήματα και τις άγνωστες φωνές; Ο Βίκτορ Κούγκλερ διστάζει, αλλά τον σπρώχνουν να συνεχίσει. Ακριβώς μπροστά τους, μια άλλη σκάλα, φαρδιά ίσα, ίσα για ένα άτομο, οδηγεί στον επάνω όροφο του Μυστικού Παραρτήματος. Ο Κούγκλερ περνά στην αριστερή πλευρά αυτής της στενής σκάλας και ανοίγει μια πόρτα. Το πρώτο άτομο που βλέπει είναι η μητέρα της Άννας, Έντιθ Φρανκ, που κάθεται στο τραπέζι της. «Γκεστάπο», λέει με κομμένη ανάσα. Τα ξηρά χείλη του δεν μπορούν να σχηματίσουν άλλη λέξη. Φοβάται ότι θα πανικοβληθεί, αλλά εκείνη μένει καθιστή, παγωμένη. Κοιτάζει τον Κούγκλερ και τους εισβολείς απαθής, σαν να βρίσκεται αλλού. «Ψηλά τα χέρια!», της φωνάζει ένας από τους Ολλανδούς, σημαδεύοντάς την με το πιστόλι του. Μηχανικά, σηκώνει τα χέρια της. Ένας άλλος αστυνομικός φέρνει την Άννα και τη Μαργκότ από το διπλανό δωμάτιο. Διατάζονται να σταθούν δίπλα στη μητέρα τους με τα χέρια πάνω από το κεφάλι7.
Δύο από τους Ολλανδούς αστυνομικούς ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες στον επόμενο όροφο. Ενώ ο ένας σημαδεύει τον κύριο και την κυρία Βαν Πελς με το πιστόλι του, ο άλλος εισβάλλει στο μικρό δωμάτιο δίπλα, όπου βρίσκεται ο Όττο Φρανκ και ο Πέτερ Βαν Πελς.
Ο Όττο αργότερα θυμάται:
Ήταν γύρω στις δέκα και μισή. Ήμουν στον επάνω όροφο των Βαν Πελς, στο δωμάτιο του Πέτερ και τον βοηθούσα με τις σχολικές του εργασίες. Δεν άκουσα τίποτα. Και όταν άκουσα κάτι δεν του έδωσα καμία σημασία. Ο Πέτερ είχε μόλις τελειώσει μια αγγλική υπαγόρευση και μόλις είχα πει, “Μα, Πίτερ, στα αγγλικά το double γράφεται μόνο με ένα b!” Του έδειχνα το ορθογραφικό λάθος όταν ξαφνικά ακούσαμε κάποιος να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Οι σκάλες έτριζαν. Σηκώθηκα όρθιος, γιατί ήταν ακόμη νωρίς το πρωί και όλοι έπρεπε να ήταν ήσυχοι – μετά άνοιξε η πόρτα και ένας άντρας στεκόταν ακριβώς μπροστά μας με ένα όπλο στο χέρι στραμμένο προς το μέρος μας. Ο άντρας ήταν με πολιτικά ρούχα. Ο Πέτερ κι εγώ σηκώσαμε τα χέρια μας. Ο άντρας μας διέταξε να κατέβουμε κάτω, και μας ακολούθησε σημαδεύοντας μας με το πιστόλι. Κάτω ήταν όλοι μαζεμένοι. Η γυναίκα μου, τα παιδιά, οι Βαν Πελς στεκόντουσαν εκεί με τα χέρια ψηλά. Μετά μπήκε ο Πφέφερ. Στη μέση του δωματίου υπήρχε κάποιος από την Grüne Polizei. Μας κοιτούσε έναν, έναν προσεκτικά και στη συνέχεια μας ρώτησε πού φυλάγαμε τα τιμαλφή μας. Έδειξα την ντουλάπα, όπου είχα αποθηκεύσει ένα μικρό ξύλινο μπαούλο.»8. Ο άντρας από την Πράσινη Αστυνομία, ο Silberbauer, πήρε το κουτί, κοίταξε γύρω του και άρπαξε τον χαρτοφύλακα του Όττο. Αυτόν που χρησιμοποιούσε η Άννα για να φυλά τα γραπτά της. Τον γύρισε ανάποδα και τον τίναξε μέχρι να πέσουν όλα όσα υπήρχαν μέσα του. Το ξύλινο πάτωμα γέμισε χαρτιά –σκόρπιες σελίδες, λογιστικά βιβλία, σημειωματάρια και το καρό υφασμάτινο Ημερολόγιο της Άννας9.
Ο Φρανκ θυμάται: «Μετά έβαλε όλα τα πολύτιμα πράγματα στον χαρτοφύλακα και να τον έκλεισε. Τότε είπε: “Ετοιμαστείτε. Έχετε πέντε λεπτά”. Οι Βαν Πελς ανέβηκαν στον επάνω όροφο για να πάρουν τα σακίδια τους, η Άννα και ο Πφέφερ πήγαν στο δωμάτιό τους και εγώ πήρα το σακίδιο μου που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Ξαφνικά ο άντρας από το Grüne Polizei στεκόταν προσηλωμένος στο κρεβάτι μας, κοιτάζοντας ένα σεντούκι που βρισκόταν ανάμεσα στο κρεβάτι και το παράθυρο και είπε δυνατά:
“Από πού το πήρες αυτό;” Αναφερόταν σε ένα γκρι μπαουλάκι με μεταλλικές λωρίδες που, όπως όλοι μας, είχαμε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στο καπάκι έγραφε: Έφεδρος Υπολοχαγός Όττο Φρανκ.
“Είναι δικό μου”, του απάντησα.
“Τι εννοείς;” με ρώτησε.
“Ήμουν αξιωματικός”, του απάντησα.
Αυτό τον μπέρδεψε πραγματικά. Με κοίταξε επίμονα και με ρώτησε:
“Γιατί δεν το δήλωσες;”
Δάγκωσα τα χείλη μου. Και συνέχισε:
“Σίγουρα θα το είχαν λάβει υπόψη, φίλε. Θα σε είχαν στείλει στο Theresienstadt.”
Έμεινα σιωπηλός. Τον κοίταξα και κείνος μου είπε:
“Ετοιμαστείτε με την ησυχία σας…”».10
Το Theresienstadt, ένα λεγόμενο προνομιακό στρατόπεδο για Εβραίους βετεράνους πολέμου και ηλικιωμένους, δεν ήταν λιγότερο θανατηφόρο για τους κρατούμενους του από τα άλλα στρατόπεδα. Οι Ναζί το χρησιμοποιούσαν απλώς ως βιτρίνα για λόγους δημοσίων σχέσεων. Στη ναζιστική προπαγάνδα, το Theresienstadt κυνικά περιγράφεται ως μια «λουτρόπολη» όπου οι ηλικιωμένοι Γερμανοί Εβραίοι μπορούσαν να «συνταξιοδοτηθούν» με ασφάλεια11.
Όσο για το ημερολόγιο της Άννας, που βρισκόταν σκορπισμένο στο πάτωμα, ο Όττο θυμήθηκε ότι η Άννα δεν του έριξε καν μια ματιά. «Ίσως είχε ένα προαίσθημα ότι τώρα όλα είχαν χαθεί»12.
Μέχρι να μαζέψουν τα πράγματά τους, ο Silberbauer κατεβαίνει πάλι στον πρώτο όροφο, στο μπροστινό γραφείο που βρίσκεται η Μιπ με έναν από τους αστυνομικούς. Να πως περιγράφει την συνάντησή τους η Μιπ:
«Άκουσα τον Γερμανό να μιλάει απότομα, μετά άκουσα τη φωνή του Κράλερ και μετά πάλι τη φωνή του Γερμανού. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι μιλούσε γερμανικά με μια ξεχωριστή βιεννέζικη προφορά. Μιλούσε ακριβώς όπως όλοι οι συγγενείς μου, αυτοί που είχα αφήσει τόσα χρόνια πριν. Προφανώς, είχε καταλάβει ότι ήμουν κι εγώ μέρος αυτού του μυστικού. Μπήκε μέσα και στάθηκε από πάνω μου, λέγοντας, με σκληρή φωνή, “Τώρα είναι η σειρά σου”. Άπλωσε το χέρι και πήρε τα κλειδιά που μου είχε δώσει ο Κόφιους. Σηκώθηκα όρθια, ερχόμενη πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον άντρα… Τον κοίταξα στα μάτια και είπα στα γερμανικά: “Είσαι Βιεννέζος. Είμαι κι εγώ από τη Βιέννη”.
Σταμάτησε, παγωμένος. Μπορώ να πω ότι δεν το περίμενε αυτό. Ξαφνικά φάνηκε σαν να ήταν μπερδεμένος, και πρόσταξε: “Τα χαρτιά σου. Ταυτοποίηση”.
Έβγαλα την ταυτότητά μου που έγραφε “Γεννημένη στη Βιέννη. Παντρεμένη με Ολλανδό”, έλεγξε την κάρτα μου. Τότε παρατήρησε τον άντρα που καθόταν απέναντί μου και μιλούσε στο τηλέφωνο και φωνάζοντάς του είπε: “Φύγε από εδώ”. Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο και απομακρύνθηκε σαν μικρό κουτάβι. Τότε ο Αυστριακός έκλεισε την πόρτα, μου πέταξε την ταυτότητά μου και με πλησίασε γεμάτος οργή. “Δεν ντρέπεσαι να βοηθάς τα εβραϊκά σκουπίδια;” μου γρύλισε. Τότε άρχισε να με βρίζει, λέγοντας μου ότι είμαι προδότης, και ότι θα τιμωρηθώ αυστηρά. Συνέχιζε να βρίζει ανεξέλεγκτα. Όσο περισσότερο φώναζε, τόσο πιο νευρικός γινόταν. Άρχισε να περπατά από την μια άκρη του δωματίου στην άλλη. Ξαφνικά, γύρισε και μου είπε: “Τι να κάνω με σένα;” Εκείνη τη στιγμή, άρχισα να νιώθω ότι έλεγχα λίγο περισσότερο την κατάσταση… Ησύχασε λίγο. Το πρόσωπό του έγινε πιο ανθρώπινο. Συνέχισε να με παρατηρεί και τελικά είπε, “Επειδή σε συμπάθησα… από εμένα προσωπικά, μπορείς να μείνεις. Αλλά ο Θεός να σε βοηθήσει αν το σκάσεις. Τότε παίρνουμε τον άντρα σου”.
Σκέφτηκα, αυτό δεν είναι σοφό, αλλά δεν μπορούσα να μην ξεσπάσω, “Θα κρατήσεις τα χέρια σου μακριά από τον άντρα μου. Εκείνος δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό”.
Με χλεύασε και μετά μου είπε: “Μην είσαι τόσο χαζή. Συμμετείχε και σε αυτό”.
Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε, μετά γύρισε και μου είπε: “Θα επιστρέψω για να βεβαιωθώ ότι είσαι ακόμα εδώ”.
Είπα στον εαυτό μου, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, ακόμα και να πιεις δηλητήριο, αλλά θα μείνω εδώ.
Μετά είπε ξανά: “Θα επιστρέψω να σε ελέγξω. Μια λάθος κίνηση και πας φυλακή”. Γύρισε και έκλεισε την πόρτα αφήνοντας με στο δωμάτιο μόνη. Δεν είχα ιδέα που πήγε. Δεν είχα ιδέα τι γινόταν στο υπόλοιπο σπίτι. Ήμουν σε τρομερή ψυχική κατάσταση. Ένιωθα σαν να έπεφτα σε μια τρύπα χωρίς πάτο. Τι θα μπορούσα να κάνω; Κάθισα πάλι. Ήμουν σε σοκ.»13.
Περίπου στις 13:00, οι μέχρι τώρα οκτώ διαμένοντες στο παράρτημα του κτιρίου στην οδό Prinsengracht № 263, μαζί με τον διευθυντή της «Gies & Co», Βίκτορ Κούγκλερ, και τον διευθυντή της «Opekta», Γιοχάνες Κλέιμαν, με την συνοδεία δύο αστυνομικών επιβιβάζονται σε ένα κλειστό σκούρο πράσινο φορτηγό της Ασφάλειας που τους περιμένει στην είσοδο. Ο σύζυγος της Μιπ, Γιαν, και ο αδερφός του Κλέιμαν, τον οποίο ειδοποίησε ο Γιαν, παρακολουθούν από την άλλη πλευρά του καναλιού. Ο Σιλμπερμπάουερ αναχωρεί με ποδήλατο14.

Ένα τέταρτο αργότερα το αυτοκίνητο που κινείται επί της οδού Euterpestraat σταματά στο κτίριο με αριθμό 99. Μέχρι το 1940 το κτίριο αυτό ήταν σχολείο θηλέων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που τώρα επιταγμένο στεγάζει τα κεντρικά γραφεία της γερμανικής υπηρεσίας έρευνας και πληροφοριών Sicherheitsdienst (SD) και της Γκεστάπο. Οι δέκα κρατούμενοι οδηγήθηκαν σε ένα κελί όπου ήδη υπήρχαν και αρκετοί άλλοι. Όλοι τους περίμεναν την σειρά τους για την ανάκριση. Όλοι τους ήταν τρομαγμένοι και σιωπηλοί. Ο Όττο κάποια στιγμή χαμηλόφωνα προσπάθησε να ζητήσει συγγνώμη από τον Κλέιμαν για την κατάσταση, αλλά ο φίλος του τον διέκοψε, «Μην το σκέφτεσαι άλλο. Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα το έκανα διαφορετικά»15. Αργότερα τον Κλέιμαν και τον Κούγκλερ τους πήγαν σε άλλο κελί, ενώ το ίδιο βράδυ τους μετέφεραν στη φυλακή στο Amstelveenseweg στο Άμστερνταμ. Ο Κούγκλερ θυμήθηκε: «Σε απόσταση, στο διάδρομο έξω από το γραφείο του Σιλμπερμπάουερ, είδαμε τους Φρανκ, τους Βαν Πελς και τον Πφέφερ. Και οι οκτώ φαίνονταν σκυθρωποί και προβληματισμένοι, χωρίς να ξέρουν τι θα τους ξημερώσει. Κουνήσαμε τα χέρια ο ένας στον άλλο θέλοντας να πούμε αντίο.»16. Ο Κούγκλερ και ο Κλέιμαν κρατήθηκαν στη φυλακή στο Amstelveenseweg μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια στάλθηκαν στη φυλακή Weteringschans (όπου είχαν φυλακιστεί οι φίλοι τους από το Μυστικό Παράρτημα τον προηγούμενο μήνα) για τέσσερις ημέρες προτού σταλούν στο αστυνομικό στρατόπεδο διέλευσης του Amersfoort. Αυτό ήταν ένα στρατόπεδο των SS για πολιτικούς κρατούμενους και άλλες ποινικές υποθέσεις. Ο Κλέιμαν υποφέρει από αιμορραγία στο στομάχι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να σταλεί στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα και, υπό την πίεση του Ερυθρού Σταυρού, αφήνεται ελεύθερος στις 18 Σεπτέμβρη 1944 και επιστρέφει στο Άμστερνταμ, όπου πέρασε σχεδόν δύο μήνες αναρρώνοντας. Η επανεμφάνισή του στα γραφεία του Prinsengracht προκάλεσε την εκστατική υποδοχή από την Μιπ και την Μπεπ. Η Μιπ θυμάται: «Και οι τρεις μας γελούσαμε και κλαίγαμε ταυτόχρονα… το καλό συναίσθημα της επιστροφής του με κυρίευσε σαν ένα απαλό κύμα ανακούφισης. Η ασφαλής και υγιής επιστροφή του μου έδωσε μεγάλη ελπίδα για όλους τους άλλους »17. Ο Βίκτορ Κούγκλερ καταδικάστηκε για «παροχή βοήθειας σε Εβραίους» (Judenbegünstigung). Αφού έμεινε στο στρατόπεδο για σχεδόν τρεις εβδομάδες, στάλθηκε στο στρατόπεδο στο Zwolle και στη συνέχεια στο Wageningen. Στο Zwolle, ο Κούγκλερ ήρθε σε επαφή με τον Martin Brouwer, έναν αντιπρόσωπο πωλήσεων της Gies & Co., ο οποίος ενήργησε ως εγγυητής για τον κρατούμενο. Είχε άδεια να περνάει τις νύχτες του στο σπίτι του, αλλά τη μέρα έπρεπε να βρίσκεται στο στρατόπεδο. Στις 28 Μαρτίου 1945, ο Κούγκλερ μαζί με άλλους περίπου εξακόσιους κρατούμενους ξεκίνησαν από το Βάγκενινγκεν για την Γερμανία. Η αποστολή δέχτηκε πυρά από συμμαχικά αεροπλάνα στα σύνορα με τη Γερμανία και μέσα στο χάος που ακολούθησε, ο Βίκτορ κατάφερε να διαφύγει. Μετά από μέρες περιπλάνησης, και με τη βοήθεια αρκετών αγνώστων και ένα ψεύτικο δελτίο ταυτότητας, έφτασε τελικά στο σπίτι του στο Hilversum και τη σύζυγό του, Μαρί. Μπόρεσε να κρυφτεί εκεί μέχρι την απελευθέρωση τον Μάιο του 194518.
Ας γυρίσουμε όμως στην ημέρα της σύλληψης. Η ανάκριση των οκτώ ήταν σύντομη. Μια γυναίκα πληκτρολογούσε τις δηλώσεις τους. Ο Σιλμπερμπάουερ ρώτησε τον Όττο αν ήξερε πού βρίσκονταν άλλοι Εβραίοι που εξακολουθούσαν να κρύβονται στο Άμστερνταμ. Ο Όττο απάντησε ότι δεν είχε ιδέα, μιας και ήταν κρυμμένος τα τελευταία δύο χρόνια και είχε χάσει την επαφή του μαζί τους. Ο Σιλμπερμπάουερ φάνηκε να τον πιστεύει και δεν επέμενε στο θέμα. Οι κρατούμενοι επέστρεψαν στα κελιά τους. Ποια όμως ήταν η τύχη του Ημερολογίου της Άννας;
Στα απομνημονεύματά της η Μιπ Γκις αναφέρει ότι μετά την έφοδο της αστυνομίας και την σύλληψη των φίλων της, παρέμεινε στο γραφείο όμως όπως λέει: «Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Κάποια στιγμή οι δύο εργάτες από την αποθήκη ήρθαν κοντά μου και μου είπαν ότι λυπούνται πολύ. Τότε ήρθε ο Βαν Μάττο (σσ. το ψευδώνυμο του υπεύθυνου αποθήκης Βαν Μάαρεν) και είπε κάτι και είδα ότι ο Αυστριακός του είχε δώσει τα κλειδιά που μου είχε πάρει. Δεν μπορώ να φανταστώ πως πέρασε ο χρόνος… Ύστερα, ξαφνικά, η Έλλη επέστρεψε, και ο Χενκ είχε φτάσει, και κατάλαβα ότι ήταν πέντε η ώρα και η μέρα είχε περάσει.
Ο Χενκ είχε πει στον Φριτς Βαν Μάττο: “Μόλις φύγουν οι βοηθοί σας, κλειδώστε την αποθήκη και ελάτε να μας βρείτε”. Όταν ο Βαν Μάτο επέστρεψε, ο Χενκ είπε στην Έλλη, στον Βαν Μάττο και σε εμένα, “Τώρα θα πάμε επάνω να δούμε ποια είναι η κατάσταση”.
Ο Βαν Μάττο κουβαλούσε τα κλειδιά που του είχαν δώσει. Φτάσαμε στη βιβλιοθήκη και όταν την γυρίσαμε είδαμε ότι η πόρτα δεν είχε παραβιαστεί αλλά ήταν κλειδωμένη. Ευτυχώς, είχα κρατήσει ένα αντικλείδι, το οποίο πήγα και έφερα. Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε στην κρυψώνα.
Αμέσως, από την πόρτα, είδα ότι το μέρος είχε λεηλατηθεί. Τα συρτάρια ήταν ανοιχτά, τα πράγματα σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα. Παντού αναποδογυρισμένα αντικείμενα. Μετά μπήκα στην κρεβατοκάμαρα του κυρίου και της κυρίας Φρανκ. Στο πάτωμα, μέσα στο χάος των χαρτιών και των βιβλίων, το βλέμμα μου έπεσε στο μικρό κόκκινο καρό, υφασμάτινο ημερολόγιο που είχε λάβει η Άννα από τον πατέρα της στα δέκατα τρίτα γενέθλια της. Το έδειξα στην Έλλη. Υπακούοντας στη χειρονομία μου, έσκυψε, το σήκωσε και μου το έδωσε… Ήξερα πόσο πολύτιμο ήταν για την ίδια το ημερολόγιό της. Τα μάτια μου σάρωσαν το χώρο, για να βρω κι άλλα γραπτά της Άννας και έτσι είδα τα παλιά λογιστικά βιβλία και πολλά άλλα χαρτιά γραφής που της είχαμε δώσει με την Έλλη όταν της είχαν τελειώσει οι σελίδες στο καρό ημερολόγιο. Η Έλλη ήταν ακόμα πολύ φοβισμένη και με κοίταξε για οδηγίες. Της είπα; “Βοήθησέ με να βρω όλα τα γραπτά της Άννας”.
Γρήγορα, μαζέψαμε αρκετές σελίδες με τον γραφικό χαρακτήρα της Άννας. Η καρδιά μου χτυπούσε φοβούμενος ότι ο Αυστριακός θα επέστρεφε και θα μας έπιανε ανάμεσα στα κατασχεμένα πλέον “εβραϊκά υπάρχοντα”. Ο Χενκ είχε μαζέψει βιβλία στην αγκαλιά του, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων της βιβλιοθήκης και των ισπανικών βιβλίων του Δρ. Ντούσσελ. Μου έριξε μια ματιά να βιαστώ. Ο Βαν Μάττο στεκόταν άβολα δίπλα στην πόρτα. Τα μπράτσα μου και της Έλλης ήταν γεμάτα χαρτιά. Ο Χενκ ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκάλες. Ακολούθησαν, ο Βαν Μάττο, η Έλλη που έδειχνε πολύ φοβισμένη. Εγώ ήμουν η τελευταία, με το κλειδί στο χέρι… Προσπαθώντας να μην πέσει τίποτα, έσκυψα να κλειδώσω την πόρτα στην κρυψώνα και επέστρεψα στο γραφείο. Εκεί, η Έλλη κι εγώ σταθήκαμε απέναντι, φορτωμένες και οι δύο με χαρτιά. Η Έλλη μου είπε: “Είσαι μεγαλύτερη, πρέπει να αποφασίσεις τι θα κάνεις”. Άνοιξα το κάτω συρτάρι του γραφείου μου και άρχισα να στοιβάζω το ημερολόγιο, τα παλιά λογιστικά βιβλία και τα χαρτιά. “Ναι”, είπα στην Έλλη, “θα τα κρατήσω όλα”. Πήρα τα χαρτιά που κρατούσε και συνέχισα να γεμίζω το συρτάρι. “Θα κρατήσω τα πάντα ασφαλή για την Άννα μέχρι να επιστρέψει”. Έκλεισα το συρτάρι του γραφείου, αλλά δεν το κλείδωσα.»19

Στις 5 Αυγούστου, η Γκεστάπο μεταφέρει τους οκτώ κρατούμενους, στο Huis van Bewaring, μια φυλακή στο Weteringschans. Ήταν ένα μεγάλο, άσχημο, σκοτεινό κτίριο με δύο πτέρυγες με θέα σε ένα βρώμικο τμήμα του καναλιού.
Εν τω μεταξύ η Μιπ Γκις είχε αναλάβει τις επιχειρήσεις στο Prinsengracht. Οι αντιπρόσωποι πωλήσεων και οι αποθηκάριοι γνώριζαν τώρα ποιοι κρυβόντουσαν τόσους μήνες στο κτίριο και για τη σύλληψη τους. Ένας από τους αντιπροσώπους, ο Daatselaar, είπε στη Μιπ: «Κυρία Γκις, έχω μια ιδέα. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Οι Γερμανοί θέλουν να πάνε σπίτι τους. Είναι κουρασμένοι. Όταν φύγουν από εδώ, θα θέλουν να πάρουν μερικά πράγματα μαζί τους. Αυτό περιλαμβάνει όσα ολλανδικά χρήματα μπορούν να συγκεντρώσουν. Κι αν πηγαίνατε στον αυστριακό ναζί από τη Βιέννη; Δεν σας συνέλαβε και μπορεί να σας ακούσει. Τι θα γινόταν αν πηγαίνατε και τον ρωτούσατε πόσα χρήματα θα ήθελε να ελευθερώσει τους ανθρώπους που συνέλαβαν χθες; Μόνο εσείς μπορείτε να πάτε.»20. Ο Daatselaar ήταν μέλος της NSB, αλλά όπως αναφέρει η Μιπ στα απομνημονεύματά της: «Θυμάμαι ότι ο κύριος Φρανκ είχε σχολιάσει: “Αυτόν τον άνθρωπο μπορείς να εμπιστευτείς. Ξέρω ότι δεν είναι Ναζί στην καρδιά. Πρέπει να μπήκε στο NSB γιατί τριγυρνούσε με ένα σωρό νεαρούς που εντάχθηκαν. Όντας εργένης, χρειαζόταν μια κοινωνική ζωή, γι’ αυτό μπήκε και αυτός”. Αναπολώντας τα λόγια του κυρίου Φρανκ για την εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άντρα, άκουσα επίσης την καρδιά μου και αποφάσισα: “Ναι, θα πάω”.»21.Αποφάσισε λοιπόν να προσπαθήσει να δωροδοκήσει τον Σιλμπερμπάουερ για την απελευθέρωση των φίλων της. Να τι αναφέρει στα απομνημονεύματά της: «Αμέσως, πήγα στο τηλέφωνο και κάλεσα τον Αυστριακό στα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο στο Euterpestraat στο Νότιο Άμστερνταμ. Όταν άκουσα τη φωνή του στο τηλέφωνο, του είπα ποια είμαι και ρώτησα στα γερμανικά αν μπορούσα να πάω να τον δω. “Κάτι πολύ σημαντικό”, κατέληξα. “Ναι” απάντησε εκείνος. Μου είπε να πάω τη Δευτέρα το πρωί στις εννιά.»22.
Τη Δευτέρα 7 Αυγούστου η Μιπ επισκέφτηκε την έδρα της Γκεστάπο: «Οι ένστολοι Γερμανοί ήταν παντού. […] Ανέβηκα στο γραφείο του και στάθηκα με την πλάτη στη δακτυλογράφο. Είχα απογοητευτεί από το γεγονός ότι δεν ήταν μόνος, οπότε το μόνο που έκανα ήταν να σταθώ εκεί, κοιτάζοντάς τον για λίγο στα μάτια. Οποιαδήποτε κουβέντα θα ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο, έτσι απλά στάθηκα και δεν είπα λέξη. Το μόνο που έκανα ήταν να τρίψω τον αντίχειρά μου στα δύο διπλανά δάχτυλα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο – το σημάδι για τα χρήματα.
Βλέποντας τη χειρονομία μου, απάντησε: “Σήμερα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Έλα αύριο το πρωί στις εννέα”… Νωρίς το επόμενο πρωί επέστρεψα. Κανείς δεν ήταν στο δωμάτιο εκτός από τον Σιλμπερμπάουερ. Έφτασα κατευθείαν στην ουσία. “Πόσα χρήματα θέλετε να ελευθερώσετε τους ανθρώπους που συλλάβατε τις προάλλες;” Εκείνος απάντησε: “Λυπάμαι πολύ. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω. Μόλις ήρθε νέα διαταγή. Δεν μπορώ να εμπλακώ όσο θα ήθελα”. Δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά είπα: “Δεν σε πιστεύω”. Δεν θύμωσε, απλώς ανασήκωσε τους ώμους του και κούνησε το κεφάλι του. “Πήγαινε πάνω στο αφεντικό μου”. Μου είπε τον αριθμό του δωματίου […] Χτύπησα την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε, οπότε άνοιξα. Καθώς η πόρτα άνοιξε, είδα ένα στρογγυλό τραπέζι γεμάτο με υψηλόβαθμους Ναζί. Τα καπέλα τους ήταν πάνω στο τραπέζι και στη μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο έπαιζε αγγλική εκπομπή. Αμέσως, αναγνώρισα το BBC. […] Ήξερα ότι θα έκαναν μαζί μου ό,τι έκαναν, οπότε δεν είχα τίποτα άλλο να χάσω. “Ποιος είναι ο υπεύθυνος;” Ρώτησα. Ένας από αυτούς σηκώθηκε και κοιτάζοντάς με απειλητικά, έρχεται προς το μέρος μου[…] “Μπάσταρδη”, γρύλισε, και με έσπρωξε έξω από το γραφείο.
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Φοβούμενη ότι θα με συλλάβουν, επέστρεψα στον κάτω όροφο, πίσω στο δωμάτιο του Σιλμπερμπάουερ, όπου στεκόταν και με περίμενε. […] “Στο είπα, έτσι δεν είναι;” είπε κοιτάζοντάς με κατάματα. “Τώρα φύγε από εδώ”, διέταξε.»23.
Που να ήξερε η Μιπ ότι εκείνη την ώρα οι οκτώ φίλοι της επιβιβάζονταν στο τρένο για το στρατόπεδο Westerbork.
Στο στρατόπεδο διέλευσης Βέστερμπορκ
Από τον Ιούλιο του 1942, οι Γερμανοί άρχισαν να λειτουργούν το Βέστερμπορκ ως στρατόπεδο διέλευσης Εβραίων. Από τις 15 Ιουλίου 1942 έως τις 13 Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί απέλασαν περίπου 107.000 Εβραίους από την Ολλανδία. Από αυτούς μέσω του Βέστερμπορκ απελάθηκαν στα ανατολικά 101.525, εκ των οποίων 41.156 άνδρες, 45.867 γυναίκες και 14.502 παιδιά24. Από το Βέστερμπορκ περισσότεροι από 55 000 Εβραίοι και 245 Ρομά απελάθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, 34 313 Εβραίοι απελάθηκαν στο κέντρο δολοφονίας Σόμπιμπορ, 4 000 – 5 000 Εβραίοι εκτοπίστηκαν στο Theresienstadt, ενώ περισσότεροι από 3 500 Εβραίοι απελάθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν25.

Ένας ψηλός φράχτης από συρματοπλέγματα διέτρεχε την περίμετρο του στρατοπέδου, διάσπαρτος με σκοπιές. Γερμανοί άνδρες των SS και μια εκ περιτροπής ομάδα ολλανδικής πολιτικής και στρατιωτικής αστυνομίας φρουρούσαν το στρατόπεδο. Δημιουργήθηκε επίσης ένα Joodsche Ordedienst (OD, Εβραϊκή Αστυνομική Δύναμη), με διοικητή έναν Αυστριακό, τον Arthur Pisk, με μέγιστη δύναμη 200 νεαρών ανδρών υπεύθυνους για τη διατήρηση της τάξης στο στρατόπεδο και στις μεταφορές.
Οι 107 ξύλινοι στρατώνες, που περιείχαν σειρές από κουκέτες τριών επιπέδων, σχεδιάστηκαν για να χωρούν 300 άτομα ο καθένας. Οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν διαχωρισμένοι τη νύχτα, αλλά δεν υπήρχαν περιορισμοί στις μετακινήσεις τους κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Το Βέστερμπορκ πήρε πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας μικρής πόλης. Υπήρχε ένα νοσοκομείο με επικεφαλής τον Dr FM Spanier, με 1 800 κρεβάτια, 120 γιατρούς και άλλους 1 000 υπαλλήλους, ένα μαιευτήριο, οδοντιατρεία, εργαστήρια, φαρμακεία,. Άλλες εγκαταστάσεις περιελάμβαναν γηροκομείο, τεράστιο σύγχρονο μαγειρείο, σχολείο για παιδιά 6-14 ετών, ορφανοτροφείο, τηλεφωνικό κέντρο, ταχυδρομείο, κτλ. Όπως και με ορισμένα άλλα στρατόπεδα διέλευσης, το Βέστερμπορκ είχε το δικό του νόμισμα26.

Το τμήμα Διοίκησης του Βέστερμπορκ κατέγραφε όλους τους νεοεισερχόμενους και το γραφείο Μητρώων κρατούσε τα στοιχεία όλων όσοι περνούσαν από τις πύλες του στρατοπέδου. Το γραφείο Μητρώων ήταν επίσης υπεύθυνο για τη σύνταξη των εβδομαδιαίων καταλόγων των απελαθέντων. Τα τρένα απέλασης αναχωρούσαν κάθε Τρίτη πρωί. Αρχικά οι μεταφορές γίνονταν με επιβατικά βαγόνια, ενώ αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν βαγόνια βοοειδών.
Όταν οι Φρανκ, Βαν Πελς και ο Πφέφερ αποβιβάστηκαν στο Βέστερμπορκ το απόγευμα της 8ης Αυγούστου, πέρασαν τη συνήθη διαδικασία. Μέλη της OD, τους οδήγησαν στο κεντρικό γραφείο Μητρώων, έπειτα στο γραφείο Κατάταξης και στο γραφείο Διαμονής. Ανακρίθηκαν από τη Vera Cohn, η οποία τους θυμόταν καλά: «Μια μικρή ομάδα, ο κύριος Φρανκ, η γυναίκα του και οι δύο κόρες του, ένα άλλο ζευγάρι με έναν γιο και έναν οδοντίατρο – είχαν κρυφτεί όλοι μαζί στο Άμστερνταμ. Ο κύριος Φρανκ ήταν ένας άνθρωπος με ευχάριστη εμφάνιση, ευγενικός και καλλιεργημένος. Απάντησε στις ερωτήσεις ρουτίνας μου ήσυχα. Η Άννα ήταν δίπλα του. Το πρόσωπό της, δεν ήταν όμορφο, αλλά τα μάτια της –λαμπερά, νεαρά, πρόθυμα μάτια– σε έκαναν να την ξανακοιτάξεις. Τότε ήταν δεκαπέντε… Κανείς από τους Φρανκ δεν έδειχνε σημάδια απόγνωσης για την κατάστασή τους.»27. Όσοι Εβραίοι είχαν πιαστεί να κρύβονται χαρακτηρίζονταν ως θανατοποινίτες και τους έβαζαν στο «Barrack 67» στη βορειοανατολική γωνία του στρατοπέδου. Η «ελευθερία» τους ήταν ακόμη πιο περιορισμένη σε σχέση με τα πρότυπα του υπόλοιπου στρατοπέδου. Δεν τους επιτρεπόταν να κρατούν τα ρούχα τους, τους έδιναν μπλε φόρμες και ξύλινα τσόκαρα. Δεν τους επιτρεπόταν το σαπούνι και λάμβαναν λιγότερη τροφή από τους υπόλοιπους κρατούμενους, αν και η δουλειά τους ήταν πιο σκληρή. Κάθε Τρίτη ήταν και οι πρώτοι που επιλέγονταν να σταλούν στα στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας. Αυτή θα ήταν και η μοίρα των οκτώ Εβραίων που είχαν κρυφτεί στο πίσω κτίριο της οδού Prinsengracht 263.
Η δουλειά ξεκινούσε στις 5 το πρωί στο Βιομηχανικό Τμήμα του Βέστερμπορκ, όπου έπρεπε να κόψουν παλιές μπαταρίες και μετά να ταξινομήσουν την πίσσα, τα μεταλλικά καπάκια και τις ράβδους άνθρακα σε καλάθια. Η Janny Brandes-Brilleslijper, μια συγκρατούμενη τους θυμάται:
«Μια στο τόσο μιλούσαμε μεταξύ μας. Για παράδειγμα, όταν διαλύαμε τις μπαταρίες… Έπρεπε να κόψουμε τις μπαταρίες με μια σμίλη και ένα σφυρί και μετά να ρίξουμε την πίσσα σε ένα καλάθι και τις ράβδους άνθρακα, που έπρεπε να αφαιρέσουμε, σε ένα άλλο καλάθι. Έπρεπε να βγάλουμε τα μεταλλικά καπάκια με ένα κατσαβίδι και τα βάζαμε σε ένα τρίτο καλάθι. Εκτός από το ότι λερωνόμασταν τρομερά από τη δουλειά, αρχίσαμε όλοι να βήχουμε γιατί έβγαζε ένα συγκεκριμένο είδος σκόνης. Το ευχάριστο μέρος της εργασίας στις μπαταρίες ήταν ότι μπορούσαμε να μιλάμε μεταξύ μας.»28.
Μία άλλη συγκρατούμενη τους, η Rootje de Winter, επιβεβαιώνει: «Μοιάζαμε σαν ανθρακωρύχοι.»29. Ο Όττο ήθελε να βρει κάποια άλλη δουλεία για την Άννα και πλησίασε τη Rachel van Amerongen-Frankfoorder, που επίσης στεγαζόταν στο Barrack 67, αλλά καθάριζε τουαλέτες και μοίραζε ρούχα στους νεοαφιχθέντες. Η Rachel θυμάται: «Ο Όττο Φρανκ ήρθε κοντά μου με την Άννα και με ρώτησε αν η κόρη του μπορούσε να με βοηθήσει. Η Άννα ήταν πολύ καλή και επίσης με ρώτησε αν μπορούσε να με βοηθήσει. Είπε, “Μπορώ να κάνω τα πάντα. Είμαι πολύ βολική”. Ήταν πραγματικά τόσο γλυκιά και ευδιάθετη, λίγο μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στη φωτογραφία που όλοι έχουμε δει. Δυστυχώς, δεν περνούσε από το χέρι μου. Την έστειλα στους υπεύθυνους του στρατώνα. Δεν μπορούσα να κάνω περισσότερο από αυτό.»30. Η Άννα τελικά θα παραμείνει με τους υπόλοιπους στο υπόστεγο με τις μπαταρίες.
Η Lenie de Jong-van Naarden και ο σύζυγός της Philip de Jong είχαν επίσης κρυφτεί και κατέληξαν στο Βέστερμπορκ. Η Lenie, θυμάται: «Ο σύζυγός μου ήρθε γρήγορα σε επαφή με τον Όττο Φρανκ και τα πήγε πολύ καλά μαζί του. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις και με την κυρία Φρανκ, στην οποία πάντα απευθυνόμουν ως κυρία Φρανκ. Δεν την φώναξα ποτέ με το μικρό της όνομα. Ήταν πραγματικά μια πολύ ιδιαίτερη γυναίκα. Δυσκολεύτηκα λιγότερο να πω “Όττο”. Ανησυχούσε πολύ για τα παιδιά της»31.
Μερικές φορές την Έντιθ συνόδευε στο δρόμο της για τη δουλειά η Lientje Brilleslijper, η αδερφή της Janny, η οποία θυμήθηκε: «Μιλούσαμε για την εβραϊκή τέχνη, για την οποία ενδιαφερόταν πολύ. Ήταν ένα φιλικό, έξυπνο άτομο με ζεστά συναισθήματα. Ο ανοιχτός χαρακτήρας της και η καλοσύνη της με τράβηξαν πάρα πολύ.»32. Σε άλλους, η Έντιθ μίλησε ελάχιστα. Ο Rootje de Winter την περιέγραψε ως σχεδόν βουβή ενώ ο Όττο «είχε μια καθησυχαστική ησυχία που βοήθησε την Άννα και βοήθησε και εμάς τους υπόλοιπους. Έμενε στους στρατώνες των ανδρών, αλλά όταν η Άννα ήταν άρρωστη, ερχόταν κάθε βράδυ και στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι της για ώρες, λέγοντάς της ιστορίες.»33.
Σε μια ομιλία που ηχογραφήθηκε για μαθητές πολλά χρόνια αργότερα, ο Όττο θυμήθηκε φευγαλέα την εποχή του στο Βέστερμπορκ: «Οι συνθήκες δεν ήταν πολύ άσχημες καθώς οι υπεύθυνοι και οι φρουροί ήταν Ολλανδοί, φυσικά. Οι άνδρες και οι γυναίκες ζούσαν σε χωριστούς στρατώνες. Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε το βράδυ μετά τη δουλειά… Εκείνη τη στιγμή οι συμμαχικοί στρατοί προχωρούσαν σταθερά και έτσι ελπίζαμε ότι δεν θα μας απελαύνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία. Αλλά η μοίρα είχε αποφασίσει διαφορετικά…»34. Το γαλήνιο βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου 1944 έγινε η ανακοίνωση για τη μεταφορά της επόμενης ημέρας από το Βέστερμπορκ. Στη λίστα περιλαμβάνονταν 1.019 άτομα. Ανάμεσά τους ήταν ο Όττο και η οικογένειά του. Επρόκειτο να είναι η τελευταία απέλαση προς το Άουσβιτς.
Εκείνο το βράδυ ο καταυλισμός ήταν σε αναστάτωση. Η Janny Brilleslijper θυμάται: «Ξαφνικά, ήρθε η ανησυχητική είδηση ότι θα γινόταν άλλη μία μεταφορά, και ήμασταν όλοι τρομερά φοβισμένοι. Όλοι προσπάθησαν να αποφύγουν τη μεταφορά.[…] Ξέρω ότι ο Όττο Φρανκ πήγε παντού. Είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να πάει στο Τερεζίενσταντ. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που πίστευαν ότι θα ήταν πιο ασφαλείς στο Τερεζίενσταντ, με περισσότερη προστασία. Αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν ένα όνειρο.»35.
498 γυναίκες, 442 άνδρες και 79 παιδιά θα απελαθούν την επόμενη κιόλας μέρα. Ο Όττο και η οικογένειά του κάθισαν στριμωγμένοι σε ένα σφραγισμένο βαγόνι βοοειδών, με περισσότερα από εξήντα άτομα με τους Βαν Πελς, τον Πφέφερ, τους de Winters, Ronnie Goldstein-van Cleef, Lenie και Philip de Jong, και τις αδερφές Brilleslijper. Για τρεις μέρες και δύο νύχτες, το τρένο εφιάλτης που μετέφερε τους επιβάτες του Βέστερμπορκ ταξίδευε μέσω της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας36. Όταν το τρένο του Βέστερμπορκ έφτασε τελικά στον προορισμό του, η Rose de Liema θυμάται με ατελείωτη φρίκη τη στιγμή που οι πόρτες άνοιξαν: «Βγήκαμε σκοντάφτοντας έξω και ένιωσα ότι είχα φτάσει στην κόλαση. Ήταν νύχτα, καμινάδες έκαιγαν με τεράστιες λαμπερές φλόγες. Τα SS χτυπούσαν τους πάντες με ξύλα και όπλα. Μετά ξεκίνησε η επιλογή»37.
Στο σύμπλεγμα στρατοπέδων του Άουσβιτς
Το σύμπλεγμα του Άουσβιτς αναφέρεται συχνά λανθασμένα ως «Άουσβιτς-Μπίρκεναου». Το Μπίρκεναου, ή το Άουσβιτς ΙΙ, αποτελεί ένα μέρος μόνο ολόκληρου του συγκροτήματος. Οι αρχές των SS κατασκεύασαν τρία κύρια στρατόπεδα και 39 δευτερεύοντα στρατόπεδα κοντά στην πολωνική πόλη Οσβιέτσιμ (γερμ. Άουσβιτς): το Άουσβιτς I τον Μάιο του 1940, το Άουσβιτς II (επίσης γνωστό ως Άουσβιτς-Μπίρκεναου) στις αρχές του 1942 και το Άουσβιτς III (επίσης γνωστό ως Άουσβιτς-Μόνοβιτς) τον Οκτώβριο του 1942. Από τα τρία στρατόπεδα, το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπίρκεναου είχε τον μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων. Είχε διαστάσεις 2 επί 2,5 χμ και διαιρούνταν σε περισσότερα από δέκα τμήματα, τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Το στρατόπεδο διέθετε τμήματα για γυναίκες, άντρες, ένα οικογενειακό στρατόπεδο για Ρομά (Τσιγγάνους) που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία, την Αυστρία και το Προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας, καθώς και ένα οικογενειακό στρατόπεδο για εβραϊκές οικογένειες που είχαν απελαθεί από το γκέτο Τερεζίενσταντ.
Στο Άουσβιτς ΙΙ υπήρχαν σε έξι κτίρια – θάλαμοι αερίων, ενώ μέχρι το καλοκαίρι του 1943 χτίστηκαν και ενεργοποιήθηκαν τέσσερα κρεματόρια. Παρόλο που τα κρεματόρια δούλευαν αδιάκοπα, ήταν αδύνατο να αποτεφρωθούν τόσα πτώματα σε σύντομο χρόνο. Για τον λόγο αυτό, τα πτώματα των θυμάτων καίγονταν και σε ανοιχτό χώρο.
Όσοι δεν επιλέγονταν για εξόντωση, και μέχρι να επιλεχτούν, εργάζονταν στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που συνόρευαν με το στρατόπεδο ή σε παραρτήματα του Στρατοπέδου. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης ή συνθετικού ελαστικού (αποκαλούμενου Buna) για την εταιρεία IG Farben. Άλλες γερμανικές εταιρίες, όπως η Krupp, διατηρούσαν επίσης βιομηχανικές εγκαταστάσεις κοντά στο στρατόπεδο. Ο τρόπος αυτός της καταναγκαστικής εργασίας αποτελούσε για τα SS μια καλή ευκαιρία να αποκομίσει κέρδη σε βάρος των φυλακισμένων38.

Το τρένο που μετέφερε τους 1 019 εκτοπισμένους από το Βέστερμπορκ, έφτασε Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Το 1944 είχαν ήδη τοποθετηθεί ράγες που οδηγούσαν κατευθείαν στο εσωτερικό του στρατοπέδου. Καθώς οι άνδρες χωρίστηκαν από τις γυναίκες, ο Όττο κατάφερε να δει ανάμεσα στο τρομοκρατημένο πλήθος τη Μαργκότ και αργότερα είπε στους επιζώντες συγγενείς του: «Θα θυμάμαι το βλέμμα στα μάτια της Μαργκότ για όλη μου τη ζωή»39. Οι νεοαφιχθέντες πέρασαν από διαλογή. Συνήθως το προσωπικό των SS έκρινε την πλειοψηφία των κρατουμένων ως ακατάλληλη για καταναγκαστική εργασία και τους έστελνε αμέσως στους θαλάμους αερίων, που παρουσιάζονταν ως εγκαταστάσεις λουτρών για να παραπλανήσουν τα θύματα.
Πεντακόσια σαράντα έξι άτομα, συμπεριλαμβανομένου κάθε παιδιού κάτω των δεκαπέντε ετών, στάλθηκαν από την πλατφόρμα με τους προβολείς, στο σκοτάδι του θαλάμου αερίων.
Ο Όττο Φρανκ μαζί με τους Φριτζ Πφέφερ, Χέρμαν και Πέτερ Βαν Πελς, ήταν μεταξύ διακόσιων πενήντα επτά ανδρών που τους επετράπη προς το παρόν να ζήσουν. Η γυναίκα του και οι κόρες του και ο Αυγούστα Βαν Πελς παρέμειναν στο Μπίρκεναου με διακόσιες δώδεκα γυναίκες που επίσης, προς το παρόν, γλίτωσαν40. Η Έντιθ Φρανκ και οι κόρες της εγκαταστάθηκαν στο στρατώνα № 29, αλλά όταν η Μαργκότ και η Άννα κόλλησαν ψώρα μεταφέρθηκαν, μαζί με την μητέρα τους, στο «στρατώνα της ψώρας» (Krätzeblock)41. Ο Όττο και οι συγκρατούμενοί του οδηγήθηκαν στο κύριο στρατόπεδο, το Άουσβιτς Ι. Ήταν μια απόσταση τριών χιλιομέτρων σε άγνωστο έδαφος στο σκοτάδι. Όταν έφτασαν, οδηγήθηκαν στους στρατώνες καραντίνας όπου θα περνούσαν τις πρώτες έξι βδομάδες. Τους έγδυσαν, τους ξύρισαν τα κεφάλια και τους έστειλαν στο κρύο ντους. Μετά τους έδωσαν τη ριγέ στολή της φυλακής και τα ξύλινα τσόκαρα. Στη συνέχεια τους έκαναν τατουάζ στον αριστερό τους βραχίονα με αριθμούς που κυμαίνονταν από B-9108 έως B-9365. Ο Όττο ονομάστηκε αιχμάλωτος Β-9174.
Μετά την περίοδο της καραντίνας, οι άνδρες μπήκαν στον κανονικό καταυλισμό. Ο Όττο και οι φίλοι του κατανεμήθηκαν στο Μπλοκ II.

Εκτός του Πέτερ Βαν Πελς, οι υπόλοιποι ανέλαβαν μια από τις πιο βαριές εργασίες, να σκάβουν χαντάκια. Ο Πέτερ όμως, όπως θυμάται ο Όττο: «ήταν τυχερός που έπιασε δουλειά στο ταχυδρομείο στο στρατόπεδο που ήταν εγκατεστημένο για τους στρατιώτες των SS και τους μη Εβραίους κρατούμενους που έπαιρναν αλληλογραφία και δέματα». Έτσι λάμβανε μεγαλύτερες μερίδες από τους άλλους, αλλά έκρυβε ό,τι μπορούσε στα ρούχα του για να το μοιραστεί μεταξύ τους αργότερα.
Η τύχη του Χέρμαν Βαν Πελς τον εγκατέλειψε μετά από ένα μήνα στο στρατόπεδο. Τραυμάτισε τον αντίχειρά του ενώ έσκαβε μια τάφρο και έκανε έκκληση στον Κάπο του να εργαστεί σε κλειστό χώρο μέχρι να επουλωθεί η πληγή. Ο Κάπο συμφώνησε. Την επόμενη μέρα μεταξύ αυτών που επιλέχτηκαν να πάνε στις «εγκαταστάσεις λουτρών» ήταν και ο Χέρμαν Βαν Πελς. Ο Όττο θυμάται: «Ο Πέτερ Βαν Πελς και εγώ είδαμε μια ομάδα επιλεγμένων ανδρών. Μεταξύ αυτών των ανδρών ήταν και ο πατέρας του Πέτερ. Οι άνδρες απομακρύνθηκαν. Δύο ώρες αργότερα, ένα φορτηγό πέρασε φορτωμένο με τα ρούχα τους»42. Ο Χέρμαν Βαν Πελς ήταν σαράντα έξι ετών.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1944, ο Φριτζ Πφέφερ συμπεριλήφθηκε σε μια μεταγωγή γιατρών και οδοντιάτρων που στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Neuengamme κοντά στο Αμβούργο. Αυτή η μετακίνηση αιχμαλώτων σε άλλα στρατόπεδα στη Γερμανία είχε να κάνει με την προέλαση των Συμμάχων στα τέλη του 1944. Οι Ναζί ένιωθαν αυξανόμενη πίεση να σβήσουν κάθε ίχνος των φρικαλεοτήτων τους. Ο Φριτζ επέζησε της μεταφοράς αλλά πέθανε από ασθένεια, στέρηση και εξάντληση στο Νόιενγκαμμε στις 20 Δεκεμβρίου 194443. Ήταν πενήντα πέντε ετών.
Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1944 οι Σοβιετικοί ήταν περίπου 60 μίλια από το Άουσβιτς. Από εκείνη την εποχή, πολλές γυναίκες μεταφέρθηκαν από το Μπίρκεναου σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η Lientje Brilleslijper θυμήθηκε: «Μας οδήγησαν στον μεγάλο χώρο αναφοράς και μας ανάγκασαν να γδυθούμε. Μια μέρα, μια νύχτα και άλλη μια μέρα, σταθήκαμε εκεί […] με μόνο ένα μικρό κομμάτι σκληρό ψωμί για τροφή. Στη συνέχεια, μας έριξαν σε μια μεγάλη αίθουσα όπου ήταν τουλάχιστον ζεστά. Εδώ έγινε η επιλογή.»44. Ήταν Οκτωβρίου 1944.
Η Rootje de Winter αργότερα ανέφερε: «Ο Μένγκελε με έστειλε με τους ηλικιωμένους και τους άρρωστους. Μετά ήρθε η κυρία Φρανκ – και αυτή, επίσης, στάλθηκε να ενταχθεί στην ομάδα μας. “Επόμενος” φώναξε. Η Άννα και η Μαργκότ προχώρησαν μπροστά. Ήταν ακόμα σε ελεεινή κατάσταση από την ψώρα, αλλά ήταν και οι δύο νέες … “Στα αριστερά!” φώναξε ο Μένγκελε και η Άννα και η Μαργκότ προχώρησαν. Τότε ακούστηκε η θυμωμένη κραυγή της Έντιθ Φρανκ: “Τα παιδιά! Θεέ μου τα παιδιά…!”»45.
Στο σύμπλεγμα στρατοπέδων του Μπέργκεν-Μπέλσεν
Η Άννα και η Μαργκότ Φρανκ, μαζί με την Αυγούστα Βαν Πελς, όχι όμως και τη μητέρα τους, ήταν μεταξύ 634 γυναικών που επιλέχθηκαν για τη μεταφορά. Έδωσαν στον καθένα παλιά ρούχα, αταίριαστα παπούτσια, μια κουβέρτα, ένα τέταρτο ψωμί, πέντε ουγγιές λουκάνικο και ένα κομμάτι μαργαρίνη. Στη συνέχεια τους πήγαν στο τρένο. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν. Μετά από τέσσερις ημέρες το τρένο σταμάτησε και οι φρουροί των SS ξεβίδωσαν τις πόρτες. Οι εξαντλημένες γυναίκες κατέβηκαν στην αποβάθρα άφιξης του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης Celle.
Περίπου 17 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Celle, στην περιοχή στα νότια των κωμοπόλεων Μπέργκεν και Μπέλσεν, οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές ίδρυσαν, το 1940, το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Μέχρι το 1943, το Μπέργκεν-Μπέλσεν ήταν αποκλειστικά στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Τον Ιούλιο του 1941, ύστερα από την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, μεταφέρθηκαν εκεί 20 000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, υπό συνθήκες άθλιας διαβίωσης, τόσο λόγω συνωστισμού όσο και ανεπαρκούς διατροφής και εξίσου ανεπαρκών, για την αντιμετώπιση του χειμερινού ψύχους, εγκαταστάσεων.
Τον Απρίλιο του 1943, το Κεντρικό Γραφείο Οικονομικής Διοίκησης των SS ( SS Wirtschafts-Verwaltungshauptamt – WVHA) αναλαμβάνει ένα τμήμα του Μπέργκεν-Μπέλσεν και ιδρύει το «στρατόπεδο διαμονής» (Aufenthaltslager) και το «στρατόπεδο κρατουμένων» (Häftlingslager).
Το «στρατόπεδο διαμονής» στέγαζε πολλές χιλιάδες Εβραίους κρατούμενους σε τέσσερα υποστρατόπεδα με το πρόσχημα ότι θα ανταλλάσσονταν με Γερμανούς υπηκόους που κρατούνταν από τους Δυτικούς Συμμάχους. Οι Γερμανοί ήλπιζαν ότι τέτοιες ανταλλαγές θα διευκόλυναν τη δημιουργία ενός διπλωματικού διαύλου για την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια ξεχωριστή ειρήνη με τους Δυτικούς Συμμάχους. Στο «στρατόπεδο διαμονής» τον Ιούλιο του 1943 δημιουργήθηκε το «ειδικό στρατόπεδο» (Sonderlager) που στέγαζε 2 300 έως 2 500 Εβραίους τους οποίους οι Γερμανοί είχαν μεταφέρει από την Πολωνία. Από τον Αύγουστο του 1943 άνοιξε το λεγόμενο «στρατόπεδο των ουδετέρων» (Neutralenlager). Τα SS φυλάκισαν εκεί αρκετές εκατοντάδες Εβραίους που ήταν πολίτες ουδέτερων χωρών (κυρίως της Ισπανίας, αλλά και της Πορτογαλίας, της Αργεντινής και της Τουρκίας). Τον Σεπτέμβριο του 1943 τα SS ίδρυσαν το «στρατόπεδο των αστέρων» (Sternlager). Ονομάστηκε έτσι επειδή οι κρατούμενοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να φορούν στολές στρατοπέδου, αλλά είχαν το αστέρι του Δαβίδ ραμμένα στα ρούχα τους. Αυτό το στρατόπεδο στέγαζε περίπου 4 000 Εβραίους κρατούμενους. Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από την Ολλανδία μέσω του διαμετακομιστικού στρατοπέδου Βέστερμπορκ. Τα SS έκλεισαν στο «στρατόπεδο των αστέρων» επίσης Εβραίους από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, την Ελλάδα, το Μαρόκο και την Τυνησία. Τον Ιούλιο του 1944, τα SS ίδρυσαν και ένα «ουγγρικό στρατόπεδο» (Ungarnlager) για Ούγγρους Εβραίους, τους οποίους ο Heinrich Himmler σχεδίαζε να ανταλλάξει με χρήματα και αγαθά. Έτσι μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου του 1944, τα SS επέτρεψαν σε περισσότερους από 1 600 από αυτούς τους Ούγγρους Εβραίους να εισέλθουν στην Ελβετία με αντάλλαγμα πληρωμή σε μετρητά.

Για την κατασκευή του «στρατοπέδου διαμονής», τα SS έφεραν περίπου 500 κρατούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Natzweiler-Struthof, Buchenwald και Niederhagen. Αυτοί οι κρατούμενοι εγκαταστάθηκαν στο λεγόμενο «στρατόπεδο κρατουμένων». Οι συνθήκες σε αυτό το στρατόπεδο ήταν πολύ κακές και συνέβαλαν στο υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. Έκλεισε τον Φεβρουάριο του 1944. Οι λίγοι επιζώντες κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachsenhausen. Από τον Μάρτιο του 1944, ένα τμήμα του «στρατοπέδου κρατουμένων», άρχισε να λειτουργεί ως στρατόπεδο συλλογής ασθενών και τραυματισμένων κρατουμένων που μεταφέρονταν και από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτό το τμήμα έγινε γνωστό ως «στρατόπεδο ανάρρωσης» (Erholungslager), αν και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πραγματική ιατρική φροντίδα για αυτούς τους κρατούμενους. Τον Αύγουστο του 1944, και με υπερπλήρες το «στρατόπεδο ανάρρωσης» στήθηκε σε ένα άλλο τμήμα του πρώην «στρατοπέδου κρατουμένων», το λεγόμενο στρατόπεδο σκηνών (Zeltlager) για να μεταφερθούν εκεί αποκλειστικά άρρωστες κρατούμενες. Στα τέλη Οκτωβρίου 1944, το «στρατόπεδο σκηνών» φιλοξενούσε περίπου 8 000 γυναίκες, (οι περισσότερες Εβραίες) τις οποίες τα SS είχαν εκκενώσει από το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Μεταξύ αυτών ήταν η Άννα Φρανκ και η αδερφή της Μαργκότ, η Janny Brilleslijper και η αδερφή της Lientje. Αφού μια καταιγίδα κατέστρεψε το «στρατόπεδο σκηνών» στις αρχές του Νοέμβρη, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου άνοιξαν το λεγόμενο «μικρό γυναικείο στρατόπεδο» (Kleines Frauenlager) και μετέφεραν εκεί τους επιζώντες46. Η Janny Brilleslijper θυμάται: «Κατά τη διάρκεια της νύχτας έγινε μια τρομερή καταιγίδα, με βροντές και αστραπές και χαλάζι […] Δύο-τρεις σκηνές, μεταξύ των οποίων και η δική μας, κατέρρευσαν. Σε κάθε σκηνή, υπήρχαν μερικές εκατοντάδες άτομα. Πολλοί τραυματίστηκαν και, νομίζω, ακόμη και λίγοι πέθαναν. Ήμασταν τυχεροί. Επειδή είχαμε συρθεί ψηλά και ο καμβάς ήταν σκισμένος, μπορέσαμε να βγούμε έξω. Υπήρχε όμως τρομερή καταστροφή. Και το πρωί, ήταν σαν να είχε γίνει ναυάγιο. Άνθρωποι και σωροί από συντρίμμια παντού — γκρίνια και πόνος. Δεν βρήκαμε τις αδερφές Φρανκ, παρά μόνο λίγες μέρες αργότερα. Μεταφερθήκαμε σε ξύλινους και πέτρινους στρατώνες. Μείναμε το μεγαλύτερο διάστημα στους ξύλινους στρατώνες.»47.
Στις αρχές του 1945 ο συνωστισμός, οι κακές συνθήκες υγιεινής και η ελλιπής διατροφή, η έλλειψη νερού και καταλυμάτων προκάλεσαν την έξαρση ασθενειών όπως τύφος, φυματίωση και δυσεντερία. Δεκάδες χιλιάδες αιχμάλωτοι απεβίωσαν τους πρώτους μήνες του χρόνου. Η Janny Brilleslijper αναφέρει: «Η Άννα είχε τύφο. Είχα και εγώ τύφο, αλλά μέχρι το τέλος κατάφερα να μείνω στα πόδια μου.»48.
Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στα υπόλοιπα στρατόπεδα. Η Έντιθ Φρανκ που είχε μείνει πίσω στο Άουσβιτς II βρισκόταν στο στρατώνα του νοσοκομείου, υποσιτισμένη, εξουθενωμένη, καταρρακωμένη, μη γνωρίζοντας αν ζουν οι κόρες και ο σύζυγός της. Η Rootje de Winter θυμήθηκε: «Με έστειλαν στον στρατώνα του νοσοκομείου και εκεί είδα ξανά την κυρία Φρανκ. Ξάπλωσα δίπλα της. Ήταν πολύ αδύναμη και δεν έτρωγε πια. Ό,τι φαγητό της έδιναν το μάζευε κάτω από την κουβέρτα της, λέγοντας ότι το φύλαγε για τον άντρα της, γιατί το χρειαζόταν. Δεν ξέρω αν ήταν τόσο αδύναμη επειδή πεινούσε ή αν είχε σταματήσει να τρώει επειδή ήταν πολύ αδύναμη για να φάει.»49. Τελικά κατέληξε στις 6 Ιανουαρίου 1945. Ήταν σαράντα πέντε ετών.
Οι εκρήξεις του σοβιετικού πυροβολικού πλέον ακούγονταν όχι μακριά από το Άουσβιτς. Τα SS άρχισαν να καταστρέφουν τμήματα του κολοσσιαίου εργοστασίου θανάτου. Οι θάλαμοι αερίων ανατινάχτηκαν, τα κρεματόρια διαλύθηκαν και οι μηχανισμοί στάλθηκαν στα στρατόπεδα του Μαουτχάουζεν και του Γκρος-Ρόζεν. Πολλοί από τους στρατώνες, τους ηλεκτροδοτημένους φράχτες και τους πύργους φρουράς γκρεμίστηκαν. Ρούχα, κοσμήματα και άλλα προσωπικά αντικείμενα στάλθηκαν στο Βερολίνο. Έγγραφα και μητρώα πυρπολήθηκαν τόσο στο Άουσβιτς Ι όσο και στο Μπίρκεναου. Τα πτώματα από τους ομαδικούς τάφους που είχαν θαφτεί βιαστικά, εκτάφηκαν και κάηκαν σε ανοιχτούς λάκκους.
Στις 18 Ιανουαρίου 1945, τα SS ξεκίνησαν την εκκένωση του Άουσβιτς και των περιφερειακών στρατοπέδων. Σχεδόν 60 000 κρατούμενοι αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν τις λεγόμενες «πορείες προς το θάνατο», από το στρατόπεδο προς το Wodzislaw, μια πόλη που απείχε 63 χιλιόμετρα, στο δυτικό τμήμα της Άνω Σιλεσίας. Οι φρουροί των SS πυροβολούσαν οποιονδήποτε έμενε πίσω ή δεν μπορούσε να συνεχίσει. Περισσότεροι από 15 000 άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια των πορειών θανάτου από το Άουσβιτς. Όσοι κατάφεραν να φτάσουν στο Wodzislaw, οι Γερμανοί τους έβαλαν σε εμπορευματικές αμαξοστοιχίες με προορισμό άλλα στρατόπεδα ειδικά στο Φλόσενμπεργκ, το Σαξενχάουζεν, το Γκρος-Ρόζεν, το Μπούχενβαλντ, το Νταχάου και το Μαουτχάουζεν. Το ταξίδι διαρκούσε ημέρες. Χωρίς φαγητό, νερό, κάλυψη ή κουβέρτες, πολλοί κρατούμενοι δεν επέζησαν της μεταφοράς50.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1945, ο σοβιετικός στρατός εισήλθε στο Άουσβιτς και απελευθέρωσε περίπου 7 000 κρατούμενους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άρρωστοι και ετοιμοθάνατοι. Ο Όττο Φρανκ ήταν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν και καταφέρνει να επιβιώσει. Να τι είχε προηγηθεί:
Κάπου στα τέλη Νοεμβρίου 1944, ο Όττο είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του. Πεινασμένος και ταλαιπωρημένος από διάρροια, είχε πέσει σε κατάθλιψη και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Αργότερα αναφέρει: «Το πρωί της Κυριακής δεν μπορούσα να σηκωθώ, κουρασμένος από τη σκληρή δουλειά και το λίγο φαγητό και έχοντας χτυπηθεί την προηγούμενη μέρα από τον Κάπο… Αυτό με είχε επηρεάσει πραγματικά και ως προς το ηθικό μου. Είπα, “Δεν μπορώ να σηκωθώ”, και μετά οι σύντροφοί μου, όλοι Ολλανδοί φυσικά, επειδή ήμουν ο μόνος Γερμανός, αλλά ήμουν απόλυτα αποδεκτός από όλους τους άλλους, μου είπαν: “Αυτό είναι αδύνατο – πρέπει να πάρεις τα πάνω σου γιατί αλλιώς χάνεσαι“. Κάποιος έστειλε έναν γιατρό που έτυχε να είναι Εβραίος από το Άμστερνταμ. Ο Όττο θυμήθηκε: “Αυτός ο Ολλανδός γιατρός ήρθε στον στρατώνα μου. Είπε: “Σήκω και έλα αύριο το πρωί στον στρατώνα των ασθενών, θα μιλήσω με τον Γερμανό γιατρό και θα σωθείς”. Και αυτό συνέβη και μέσω αυτού σώθηκα.»51.
Όταν στις 18 Ιανουαρίου, ξεκίνησε η εκκένωση, οι Γερμανοί αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους άρρωστους του νοσοκομείου που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Ο Όττο Φρανκ, θυμήθηκε αργότερα: «Ο Πέτερ συμπεριφέρθηκε σαν γιος για να με βοηθήσει. Κάθε μέρα μου έφερνε επιπλέον φαγητό.»52. Ο Πέτερ σκόπευε τη νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 1945 να είναι η τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο. Έφευγε από το Άουσβιτς και ήλπιζε να πείσει τον Όττο να κάνει το ίδιο. Τελικά, και ευτυχώς, δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Ο Όττο με την σειρά του πρότεινε να κρυφτεί και ο ίδιος στο νοσοκομείο, αλλά ο Πέτερ φοβόταν πολύ τις συνέπειες της ανακάλυψης και πίστεψε ότι η συμμετοχή στην πορεία ήταν το μικρότερο από τα δύο κακά. «Ο Πέτερ ήταν πολύ καλό παιδί, πραγματικά καλόκαρδο αγόρι. Αλλά δεν ήταν πολύ έξυπνος»53, θα πει αργότερα ο Όττο Φρανκ. Ο Πέτερ θα κατορθώσει να επιζήσει από την πορεία προς το θάνατο, θα φτάσει στο Wodzislaw και από κει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν στην Αυστρία. Δουλεύοντας στο βοηθητικό στρατόπεδο Melk του Μαουτχάουζεν, για την κατασκευή ενός υπόγειου εργοστασίου ρουλεμάν της Steyr-Daimler-Puch AG, θα αρρωστήσει και θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν όπου και πέθανε, στις 10 Μαΐου 1945. Ήταν δέκα οκτώμισι ετών.
Ο Όττο από την άλλη, τη νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 1945, θα κρυφτεί στις τουαλέτες του νοσοκομείου και θα γλιτώσει. Όταν οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν το στρατόπεδο, στις 27 Ιανουαρίου 1945, ο Όττο Φρανκ δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη της γυναίκας και των κορών του.
Τι να γινότανε άραγε με την Άννα και την Μαργκότ;

Η παιδική της φίλη Hannah Elisabeth «Hanneli» Goslar ήταν και αυτή με την οικογένειά της στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Η Χάνα θυμάται: «Στις 15 Φεβρουαρίου 1944 μεταφερθήκαμε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Αυτό ήταν ένα κάπως καλύτερο στρατόπεδο από το Άουσβιτς. Τι ήταν καλύτερο σε αυτό; Καταρχήν μεταφερθήκαμε με επιβατικά αυτοκίνητα και όχι με βοοειδή. Και μετά, όταν φτάσαμε, δεν μας πήραν τα ρούχα και δεν χωρίστηκαν οι οικογένειες. Ο πατέρας μου και η αδερφή μου έμειναν μαζί μου. Κοιμόμασταν σε διαφορετικά μέρη, αλλά μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλον κάθε βράδυ.[…] Ήρθαμε σε ένα μέρος του στρατοπέδου που ήταν σχεδόν καινούργιο. Υπήρχαν εκεί, το πολύ, σαράντα ή πενήντα Εβραίοι από την Ελλάδα. […] Μια μέρα, κοιτάξαμε προς την κατεύθυνση όπου δεν υπήρχε κανένας στρατώνας και είδαμε ότι σκηνές είχαν εμφανιστεί ξαφνικά εκεί. Είχε ήδη πολύ κρύο και δεν ξέραμε ποιος ήταν σε αυτές τις σκηνές. Δύο ή τρεις μήνες αργότερα, υπήρξαν πολύ δυνατοί άνεμοι και γκρεμίστηκαν όλα. […] Στη συνέχεια χτίστηκε ένας φράχτης από συρματοπλέγματα στη μέση του στρατοπέδου τον οποίο γέμισαν με άχυρο για να μην μπορούμε να δούμε την άλλη πλευρά. Αλλά ήμασταν, φυσικά, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, γιατί το στρατόπεδο δεν ήταν μεγάλο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι από τις σκηνές μεταφέρθηκαν στους στρατώνες στην άλλη πλευρά. Παρά τους Γερμανούς φρουρούς στις ψηλές σκοπιές, προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή. Φυσικά απαγορευόταν αυστηρά. […] Περίπου ένα μήνα αργότερα, στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι είχε χιονίσει, μια από τις γνωστές μου, μια μεγαλύτερη γυναίκα, με πλησίασε και μου είπε “Ξέρεις, υπάρχουν κάποιοι Ολλανδοί εκεί. Μίλησα με την κυρία Βαν Ντάαν”. Η γυναίκα την ήξερε από πριν και μου είπε ότι η Άννα ήταν εκεί. Ήξερε ότι ήξερα την Άννα. “Πήγαινε στον φράχτη με τα συρματοπλέγματα και προσπάθησε να της μιλήσεις”. Και, φυσικά, το έκανα. Το βράδυ, στάθηκα δίπλα στα συρματοπλέγματα και άρχισα να φωνάζω. Και εντελώς τυχαία η κυρία Βαν Ντάαν ήταν ξανά εκεί. Τη ρώτησα: “Μπορείς να ειδοποιήσεις την Άννα;” Είπε: “Ναι, ναι, περίμενε λίγο, θα πάω να την φέρω. Δεν μπορώ να όμως να φέρω και τη Μαργκότ γιατί είναι πολύ, πολύ άρρωστη και είναι στο κρεβάτι”.
Αλλά φυσικά με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η Άννα, και περίμενα εκεί μερικά λεπτά στο σκοτάδι. Η Άννα ήρθε αλλά δεν μπορούσα να τη δω. Ο φράχτης και το άχυρο ήταν ανάμεσά μας. Δεν είχε πολύ φως. Ίσως είδα τη σκιά της. Δεν ήταν η ίδια η Άννα. Ήταν ένα τσακισμένο κορίτσι. Μάλλον ήμουν κι εγώ, αλλά ήταν τόσο τρομερό. Αμέσως άρχισε να κλαίει και μου είπε: “Δεν έχω πια γονείς”. Το θυμάμαι με απόλυτη βεβαιότητα. Ήταν τρομερά λυπηρό, γιατί δεν μπορούσε να ξέρει τίποτα άλλο. Νόμιζε ότι τον πατέρας της τον είχαν στείλει στο θάλαμο αερίων αμέσως. […] Πάντα σκέφτομαι, αν η Άννα ήξερε ότι ο πατέρας της ήταν ακόμα ζωντανός, θα μπορούσε να είχε περισσότερη δύναμη να επιβιώσει, γιατί πέθανε πολύ λίγο πριν το τέλος — λίγες μόνο μέρες πριν από την απελευθέρωση. Ίσως όμως ήταν όλα προδιαγεγραμμένα. Σταθήκαμε λοιπόν εκεί, δύο νεαρά κορίτσια, και κλάψαμε. Της είπα για τη μητέρα μου. Δεν το ήξερε αυτό, ήξερε μόνο ότι το μωρό είχε πεθάνει. Και της είπα για τη μικρή μου αδερφή. Της είπα ότι ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Πέθανε δύο εβδομάδες αργότερα. Ήταν ήδη πολύ άρρωστος. Μου είπε ότι η Μαργκότ ήταν σοβαρά άρρωστη […] Την ρώτησα: “Μα τι κάνεις εδώ; Υποτίθεται ότι ήσουν στην Ελβετία, έτσι δεν είναι;” Και μετά μου είπε τι είχε συμβεί. […] Στο τέλος μου είπε: “Δεν έχουμε τίποτα να φάμε εδώ, σχεδόν τίποτα, και κρυώνουμε, δεν έχουμε ρούχα και έχω αδυνατίσει πολύ και μου ξύρισαν τα μαλλιά”. Αυτό ήταν τρομερό για εκείνη. Πάντα ήταν πολύ περήφανη για τα μαλλιά της.[…] Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση.»54.
Οι δύο φίλες συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν το επόμενο βράδυ. Η Χάνα της ετοίμασε ένα πολύ μικρό πακέτο «με τραγανό ψωμί (σκανδιναβικά κράκερ) και λίγα μπισκότα», το οποίο το πέταξε πάνω από τον φράχτη, αλλά πρόλαβε και το έπιασε μια γυναίκα που ήταν δίπλα στην Άννα και το κράτησε για τον εαυτό της. Η Άννα άρχισε να κλαίει και όπως θυμάται η Χάνα: «Την ηρέμησα λίγο και της είπα: “Θα προσπαθήσω ξανά αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω”. Κανονίσαμε να συναντηθούμε ξανά, δύο ή τρεις μέρες αργότερα, και στην πραγματικότητα μπόρεσα να πετάξω άλλο ένα πακέτο, το οποίο αυτή την φορά το έπιασε. Μετά από αυτές τις τρεις ή τέσσερις συναντήσεις στο φράχτη δεν την ξαναείδα, γιατί οι άνθρωποι στο στρατόπεδο της Άννας μεταφέρθηκαν σε άλλο τμήμα στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Αυτό συνέβη περί τα τέλη Φεβρουαρίου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα την Άννα ζωντανή και της μίλησα. Εκείνο το διάστημα πέθανε ο πατέρας μου, στις 25 Φεβρουαρίου 1945, και δεν βγήκα για λίγες μέρες. Όταν πήγα να την ξαναψάξω, διαπίστωσα ότι το τμήμα ήταν άδειο.»55.
Άλλη μια αιχμάλωτη που είδε την Άννα, λίγο πριν πεθάνει, ήταν η Janny Brilleslijper. Χάρη σε ένα μάθημα πρώτων βοηθειών που είχε κάνει κάποτε, τώρα βοηθούσε τους αρρώστους, συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών Φρανκ. Η Άννα, όπως και η Μαργκότ, είχαν προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Η Janny θυμάται ότι λίγο πριν πεθάνει η Άννα, στάθηκε μπροστά της τυλιγμένη με μια κουβέρτα. «Δεν είχε άλλα δάκρυα… Και μου είπε ότι είχε τόσο πολύ φρικιάσει με τις ψείρες και τους ψύλλους στα ρούχα της ώστε τα πέταξε. Ήταν μέσα του χειμώνα και ήταν τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Μάζεψα ό,τι βρήκα να της δώσω για να ντυθεί ξανά. Δεν είχαμε πολλά να φάμε, και η Lientje ήταν τρομερά άρρωστη, αλλά έδωσα στην Άννα λίγο από το μερίδιο ψωμιού μας.»56. Τρεις μέρες μετά η Janny πήγε να τις δει, αλλά όπως λέει ήταν και οι δύο νεκρές: «Πρώτα, η Μαργκότ είχε πέσει από το κρεβάτι στο πέτρινο πάτωμα. Δεν μπορούσε να σηκωθεί άλλο. Η Άννα πέθανε μια μέρα αργότερα. Είχαμε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Είναι πιθανό η Άννα να έζησε μια μέρα παραπάνω. Αυτό έγινε λίγο πριν την απελευθέρωση.»57.
Από τις μαρτυρίες της Hannah Goslar και της Janny Brilleslijper δεν προκύπτει η ακριβής ημερομηνία θανάτου της Άννας. Η πρώτη αναφέρει το διάστημα γύρω από τις 25 Φεβρουαρίου – ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Η δεύτερη είναι ακόμα πιο αόριστη αναφέροντας: «Αυτό έγινε λίγο πριν την απελευθέρωση», παραδεχόμενη ότι: «Είχαμε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου».
Στις 15 Απριλίου 1945, βρετανικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το Μπέργκεν-Μπέλσεν. Οι Βρετανοί βρήκαν περίπου εξήντα χιλιάδες κρατούμενους στο στρατόπεδο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν σοβαρά άρρωστοι. Χιλιάδες πτώματα κείτονταν άταφα στους χώρους του στρατοπέδου. Περισσότεροι από 13 000 αιχμάλωτοι που ήταν πολύ βαριά ασθενείς για να αναρρώσουν, πέθαναν μετά την απελευθέρωση. Μετά την εκκένωση του Μπέργκεν-Μπέλσεν οι βρετανικές δυνάμεις έκαψαν το στρατόπεδο για να αποτρέψουν την εξάπλωση του τύφου, καίγοντας μαζί και τα αρχεία και έθαψαν σε ομαδικούς τάφους τα πτώματα58. Θα πρέπει λοιπόν να αρκεστούμε στα λεγόμενα κυρίως της Χάνα Γκόσλαρ και να υποθέσουμε ότι η Άννα, αλλά και η Μαργκότ, πέθαναν στα τέλη Φεβρουαρίου του 1945. Η μεγάλη αδελφή ήταν 19 ετών και η μικρή 15 ετών και 8 μηνών.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- Gies M., Gold, A. L., 1987, σ. 152
- Muller M., 2013, σ. 16
- Gies M., Gold, A. L., 1987, σ. 152
- Πάλι εκεί
- Gies M., Gold, A. L., 1987, σσ.152 – 153
- Muller M., 2013, σ. 16
- Muller M., 2013, σ. 18
- Lee C. A., 2009, σ. 102
- Πάλι εκεί
- Lee C. A., 2009, σ. 102
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/theresienstadt
- Lee C. A., 2009, σ. 102
- Gies M., Gold, A. L., 1987, σσ. 154 – 155
- Sullivan R., 2022, σ. 69
- Lee C. A., 2009, σ. 103
- Πάλι εκεί
- Lee C. A., 2019, σ. 173
- Anne Frank House (ed.), 2016, σ. 62
- Gies M., Gold, A. L., 1987, σσ. 156 – 157
- Gies M., Gold, A. L., 1987, 159
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Gies M., Gold, A. L., 1987, 160
- http://www.holocaustresearchproject.org/othercamps/westerbork.html
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/westerbork
- Lee C. A., 2021, σ. 156
- Lee C. A., 2021, σ. 157
- Lindwer W., 1992 σ. 58
- Lee C. A., 2009, σ. 105
- Lindwer W., 1992 σ. 90
- Lindwer W., 1992 σ. 135
- Lee C. A., 2009, σ. 106
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Lindwer W., 1992 σσ. 58 – 59
- Lee C. A., 2009, σ. 108
- Πάλι εκεί
- https://en.wikipedia.org/wiki/Auschwitz_concentration_camp
- Lee C. A., 2009, σ. 110
- Lee C. A., 2009, σ. 111
- Lindwer W., 1992, σ. 17
- Lee C. A., 2009, σ. 111
- Anne Frank House (ed.), 2016, σ. 54
- Lee C. A., 2019, σ. 177
- Lee C. A., 2019, σσ. 177 – 178
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/bergen-belsen-in-depth-the-camp-complex?series=3
- Lindwer W., 1992 σ. 70
- Lindwer W., 1992 σ. 74
- Lee C. A., 2019, σ. 185
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/death-marches-1
- Lee C. A., 2009, σ. 115
- Lee C. A., 2009, σ. 118
- Lee C. A., 2009, σ. 119
- Lindwer W., 1992 σσ. 34 – 36
- Lindwer W., 1992 σ. 37
- Lindwer W., 1992 σ. 75
- Πάλι εκεί
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/bergen-belsen-abridged-article
Βιβλιογραφία
Aalders G., 2004. Nazi Looting. The Plunder of Dutch Jewry During the Second World War. Publisher: Berg
Άννα Φρανκ, 1990. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. Αθήνα: Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.
Anne Frank, 1995. THE DIARY OF A YOUNG GIRL: THE DEFINITIVE EDITION. Edited by Otto H. Frank and Mirjam Pressler. Publisher: Doubleday, U.S.A.
Anne Frank House (ed.), 2016. Anne Frank in the Secret Annex. Who Was Who? The Anne Frank House
Anne Frank, 2019. The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM
Berend T. I., 2009. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG
Berstein S. & Milza P., 1997. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 3. ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ Της ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Black E., 2012. The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine. Washington D.C. Publisher: Dialog Press
Dawidowicz S. L., 2010. The War Against the Jews 1933–1945. NY. Distributed by Open Road Integrated Media
Evans R., 2005. The coming of the Third Reich. London. Publisher: Penguin Books
Evans R., 2014. Γ΄ Ράιχ στην εξουσία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις
Gies M., Gold, A. L., 1987. Anne Frank remembered: the story of the woman who helped to hide the Frank family. Publisher: Simon & Schuster
Hirschfeld G., 2019. The contemporary historical context. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 465 – 475)
Kershaw I., 2016. ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Lee C. A., 2009. The Hidden Life of Otto Frank. Publisher: Penguin Books Ltd
Lee C. A., 2021. Roses from the Earth: Biography of Anne Frank. Publisher: Gardners Books
Lindwer W., 1992. The Last Seven Months of Anne Frank. Publisher: Anchor Books
Moore, B., 1986. Refugees from Nazi Germany in the Netherlands, 1933–1940. Martinus Nijhoff Publishers
Müller M., 2013. Anne Frank: The Biography. Publisher: Bloomsbury Publishing PLC
Pressler M., 2019. Anne Frank’s life. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 445 – 454)
Pressler M., 2019. The history of Anne Frank’s family. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 455 – 464)
Prose F., 2019. The Publication History of Anne Frank’s Diary. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 477 – 493)
Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“
Reeves J., 2021. РОТШИЛД. Финансовите господари на света. София: Изд. „ВЕСИ“
Sullivan R., 2022. The Betrayal of Anne Frank: A Cold Case Investigation. First Edition. Publisher: HarperCollins e-books
Zapruder A., 2015. Salvaged Pages. Young Writers’ Diaries of the Holocaust. SECOND EDITION. New Haven. Yale University Press.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .