Μια τυπική μέρα στο Μυστικό Παράρτημα
Η Άννα Φρανκ πέρασε 761 ημέρες στο Μυστικό Παράρτημα. Αν και κάθε μέρα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη, υπήρχε ένας ορισμένος ρυθμός ζωής. Με βάση το Ημερολόγιο της Άννας και μερικές από τις διηγήσεις της, μπορούμε να ανασυνθέσουμε πώς θα ήταν οι τυπικές καθημερινές και Κυριακές στο Μυστικό Παράρτημα. Μια τυπική μέρα στο κρησφύγετο των οκτώ ανθρώπων εξελισσόταν κάπως έτσι:
06.45 ξεκινούσε η μέρα με το ξυπνητήρι της οικογένειας Βαν Πελς. Η σειρά με την οποία οι κάτοικοι του παραρτήματος χρησιμοποιούσαν το μπάνιο θεσπίστηκε γρήγορα και παρέμεινε άγραφος νόμος από τότε. Πρώτος το χρησιμοποιούσε ο Χέρμαν βαν Πελς και τελευταίος ο Όττο Φρανκ. Μόνο η αυστηρή τήρηση αυτού του κανόνα εξασφάλιζε ότι μέχρι τις οκτώ και μισή θα είχαν ολοκληρώσει όλοι την πρωινή τους τουαλέτα, θα είχαν ντυθεί και θα είχαν μαζέψει τα κλινοσκεπάσματα για να έχουν όσο περισσότερο χώρο διαβίωσης μπορούσαν στα μικρά δωμάτια. Η Άννα είχε αναλάβει να ανοίγει τις κουρτίνες συσκότισης από τα παράθυρα.
08.30 για μισή ώρα έπρεπε να είναι πιο αθόρυβοι από ποτέ καθώς εκείνη την ώρα ξεκινούσαν τη βάρδια τους οι εργάτες της αποθήκης, ενώ οι υπάλληλοι στα επάνω γραφεία ξεκινούσαν στις 09.00. Στο κρησφύγετο συνήθως κυκλοφορούσαν όλοι φορώντας παντόφλες ή με τις κάλτσες: «Ακριβώς στις οκτώ και μισή,… σταγόνα νερό δεν μπορεί να πέσει πια στο μέρος, το μπάνιο και την τουαλέτα δεν επιτρέπεται να τα μεταχειριστούμε πια. Δεν μπορούμε να τρέχουμε πάνω και κάτω. Απόλυτη ησυχία. Όσο το προσωπικό του γραφείου δεν έχει φτάσει, οι ήχοι ταξιδεύουν πιο εύκολα στην αποθήκη. Η πόρτα ανοίγει στον επάνω όροφο στις οκτώ και είκοσι, και αυτό ακολουθείται από τρία απαλά χτυπήματα στο πάτωμα… Τα ζεστά δημητριακά της Άννας. Ανεβαίνω τις σκάλες για να πάρω το μπολάκι μου. Πίσω κάτω, όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα, γρήγορα: να χτενίσω τα μαλλιά μου, να βάλω το γιογιό στη θέση του, να στρώσω το κρεβάτι. Ησυχία! Το ρολόι χτυπάει οχτώ και μισή! Η κυρία Βαν Ντάαν αλλάζει παπούτσια και περνάει μέσα στο δωμάτιο με τις παντόφλες της. Ο κύριος Βαν Ντάαν επίσης — ένας πραγματικός Τσάρλι Τσάπλιν. Όλα είναι ήσυχα.»1 Το υπόλοιπο πρωινό το αφιέρωναν στο διάβασμα, στα μαθήματα και στις προετοιμασίες για το μεσημεριανό. Η Άννα έκανε μαθήματα Γερμανικών και Αγγλικών, Γεωμετρίας, Άλγεβρας, Γεωγραφίας και Ιστορίας. Της άρεσε επίσης να διαβάζει βιογραφίες, καθώς και ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία. Την Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 1942 γράφει στο Ημερολόγιο: «Είμαι τρομερά απασχολημένη. Χθες ξεκίνησα μεταφράζοντας ένα κεφάλαιο από το “La Belle Nivemaise”, βρήκα τις άγνωστες λέξεις, τις έμαθα, έλυσα μετά ένα αρκετά δύσκολο μαθηματικό πρόβλημα και μετέφρασα τρεις σελίδες γαλλικά. Σήμερα, γαλλική γραμματική και ιστορία. Απλώς αρνούμαι να κάνω αυτά τα άθλια μαθηματικά κάθε μέρα. Ο μπαμπάς επίσης τα βρίσκει δύσκολα και πολλές φορές τα καταφέρνω εγώ καλύτερα από κείνον, αλλά κατά βάθος και οι δύο μας δεν τα μπορούμε και τότε τρέχουμε στην Μαργκότ για βοήθεια. Στην στενογραφία όμως είμαι πιο προχωρημένη και από τους τρεις μας.»2
Τα πρωινά όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τη Μιπ να ανέβει κρυφά για να πάρει την καθημερινή λίστα αγορών για είδη διατροφής και άλλα είδη πρώτης ανάγκης και να προσφέρει μερικά βιαστικά ψιθυριστά αποσπάσματα των ειδήσεων.
12.30 επιτέλους, το μεσημεριανό διάλειμμα. Οι εργάτες έφευγαν για μεσημεριανό στα σπίτια τους και θα έμεναν εκτός κτιρίου για μιάμιση ώρα, μιάμιση πολύτιμη ώρα κατά την οποία οι ένοικοι μπορούσαν να κάνουν θόρυβο, ακόμη και να χρησιμοποιούν την τουαλέτα αντί για τον κοινόχρηστο κουβά. Και ερχόντουσαν και επισκέπτες.
12.45 Πιο πολλοί από τους βοηθούς ανέβαιναν στο κρησφύγετο για να φάνε όλοι μαζί: «Ένας ένας μπαίνουν μέσα: πρώτα ο κύριος Γκις και μετά είτε ο κύριος Κλέιμαν είτε ο κύριος Κούγκλερ, ακολουθούμενος από την Μπεπ και μερικές φορές ακόμη και την Μιπ.»3 Στην αρχή, συχνά εμφανιζόταν και ο Γιόχαν Βόσκουιλ (ο πατέρας της Μπεπ). Ο Γιαν Γκις αν και δούλευε αλλού – στο Γραφείο Κοινωνικής Εργασίας του Άμστερνταμ – ερχόταν και γευμάτιζε τακτικά μαζί τους, ενώ η σύζυγός του, η Μιπ, συνήθως έμενε στο γραφείο για να παρακολουθεί τα πράγματα.
13.00 άνοιγαν το ραδιόφωνο να ακούσουν τα νέα του BBC: «Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που όλοι οι ένοικοι του Μυστικού Παραρτήματος δεν προσπαθούν να αντιμιλήσουν ο ένας στον άλλο, αφού ακόμη και ο κύριος Βαν Ντάαν δεν μπορεί να αντιμιλήσει στον εκφωνητή.»4
13.15 έπαιρναν το μεσημεριανό τους: «Καθένας παίρνει ένα φλιτζάνι σούπα, συν επιδόρπιο, αν τύχει να υπάρχει.»5
13.45 οι βοηθοί επέστρεφαν στα γραφεία τους και οι ενήλικες της κρυψώνας έπαιρναν τον μεσημεριανό τους ύπνο. Η Άννα εκείνη την ώρα συνήθιζε να διαβάζει ή να γράφει: «Όλοι σηκώνονται από το τραπέζι και πηγαίνουν για τις δουλειές τους. Η Μαργκότ και η μητέρα πλένουν τα πιάτα, ο κύριος και η κυρία Βαν Ντάαν πηγαίνουν να ξαπλώσουν, ο Πέτερ για τη σοφίτα, ο πατέρας για το ντιβάνι του, ο Ντούσσελ επίσης και εγώ διαβάζω ή γράφω. Αυτή είναι η ωραιότερη ώρα, όταν όλοι κοιμούνται. Όταν κανένας δεν με ενοχλεί.»6
16.00 έπαιρναν τον καφέ τους και ξεκινούσαν τις προετοιμασίες για το δείπνο. Όλοι οι κάτοικοι του «ορφανοτροφείου» – όπως έλεγαν την κρυψώνα τους, κάνοντας μαύρο χιούμορ – έπρεπε να εναλλάσσονται στο έργο του καθαρισμού των πατατών, οι οποίες ήταν αποθηκευμένες σε μεγάλα βαρέλια στη σοφίτα και αποτελούσαν το κύριο συστατικό της διατροφής τους.
17.30 οι εργάτες σχολούσαν και από την ώρα αυτή και μετά μπορούσαν να βγουν από την κρυψώνα και να κυκλοφορήσουν και στους υπόλοιπους χώρους της επιχείρησης. Η Μπεπ Βόσκουιλ συνήθως ανέβαινε στον κρυψώνα για να δει αν οι άνθρωποι που κρύβονταν χρειάζονταν κάτι. Ο Όττο Φρανκ κατέβαινε στο παλιό του γραφείο στον πρώτο όροφο του παραρτήματος και συνήθως δακτυλογραφούσε εμπορικές επιστολές, ο Χέρμαν Βαν Πελς έλεγχε την αλληλογραφία και την αποθήκη και η κα Φρανκ με την κα Βαν Πελς μαγείρευαν7. Η Άννα και η Μαργκότ συχνά καθόντουσαν σε ένα από τα γραφεία για να κάνουν μερικές απλές εργασίες γραφείου που τους είχε αναθέσει η Μιπ και η Μπεπ. Χωρίς αμφιβολία, το κίνητρό τους είχε πολύ λιγότερο να κάνει με τη μείωση του φόρτου εργασίας τους και περισσότερο με την ικανοποίηση μιας ανάγκης των κοριτσιών: συνειδητοποιούσαν πόσο καλό τους έκανε να νιώθουν ότι προσέφεραν κάτι χρήσιμο: «Το να κρατάς την αλληλογραφία και να γράφεις στο βιβλίο εσόδων-εξόδων αυτό το μπορεί ο καθένας. Αλλά εμείς είμαστε πολύ τυπικές», θα γράψει η Άννα στις 11 Ιουλίου του 19438.
21.00 – 22.00 έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες για το βράδυ: «Καρέκλες σπρώχνονται, κρεβάτια εμφανίζονται, κουβέρτες απλώνονται. Κατά βάθος δε μένει τίποτα εκεί που βρίσκεται την ημέρα. Εγώ κοιμάμαι απάνω στην μικρή σεζλόνγκ, η οποία είναι ένα μέτρο και πενήντα πόντους μακριά και χρειάζομαι καρέκλες για να την προεκτείνω… Από το διπλανό δωμάτιο ακούει κανείς τα τριξίματα και τα σκουξίματα από το πτυσσόμενο κρεβάτι της Μαργκότ… Θα νόμιζε κανείς ότι βροντάει από πάνω αν δεν ήξερε ότι είναι το κρεβάτι της κ. Βαν Ντάαν που σπρώχνεται στο παράθυρο. Άμα τελειώσει ο Πέτερ, γύρω στις εννέα η ώρα, πηγαίνω εγώ στο μπάνιο… μέσα στην μισή ώρα που μου ανήκει. […] Δέκα η ώρα βάζουμε στα παράθυρα τα πανό συσκότισης. Καληνύχτα.»9
Επειδή υπήρχε μόνο κρύο νερό στο Μυστικό Παράρτημα, οι κάτοικοί του συνήθως περιορίζονταν σε ένα γρήγορο πλύσιμο το πρωί, αλλά το βράδυ, με διαθέσιμο το ζεστό νερό της κουζίνας του γραφείου, επέτρεπαν στον εαυτό τους ένα πραγματικό μπάνιο: «Όμως όπως είμαστε και τελείως διαφορετικοί και ο ένας ντρέπεται περισσότερο από τον άλλο, έχει καθένας, σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, διαλέξει και μια γωνίτσα, για αυτό το πανηγύρι πλυσίματος»10 έγραψε η Άννα στο Ημερολόγιο στις 29 Σεπτεμβρίου 1942. Ο καθένας μετέφερε με την σειρά του την ξύλινη σκάφη που χρησίμευε ως μπανιέρα σε κάποια ήσυχη γωνιά και τη γέμιζε με ζεστό νερό. Η μπανιέρα ήταν αρκετά μεγάλη για να στριμωχτεί ένα άτομο: «Ο Πέτερ κάνει το μπάνιο του στην κουζίνα, παρόλο που έχει πόρτα από γυαλί. Προτού αρχίσει το μπάνιο λέει σε όλους το τι πρόκειται να συμβεί και μας ζητά την επόμενη μισή ώρα να μην περάσουμε από την κουζίνα. Ο πατέρας του κάνει μπάνιο στον επάνω όροφο. Αξίζει λέει τον κόπο να κουβαλήσει το ζεστό νερό απάνω για να μην χάσει τις ανέσεις του ιδιαίτερού του δωματίου.»11 Ο Όττο Φρανκ αποσυρόταν στο πρώην γραφείο του για να κάνει μπάνιο. Η Έντιθ προτιμούσε την κουζίνα, όπου κρυβόταν προσεκτικά πίσω από τη σόμπα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να βρει η Άννα το αγαπημένο της σημείο. Στην αρχή, αυτή και η Μαργκότ είχανε βρει «το μεγάλο γραφείο σαν την πιο κατάλληλη θέση. Κάθε Σαββατόβραδο τραβιούνταν οι κουρτίνες και η παράσταση αρχίζει στο μισοσκόταδο. Όποια από τις δυο μας δεν είναι μέσα στο μπάνιο, παρατηρεί το τι συμβαίνει έξω από μια μικρή χαραμάδα ανάμεσα στις κουρτίνες.»12 Αλλά η Άννα σύντομα κουράστηκε να μεταφέρει το ζεστό νερό τόσο μακριά και να ζητάει βοήθεια για το άδειασμα της σκάφης, έτσι δημιούργησε μια νέα ρουτίνα, την οποία της πρότεινε ο Πέτερ: «Ο Πέτερ είχε μια καλή ιδέα, μου πρότεινε να πάρω τα πράγματά μου και να πάω στο μεγάλο W.C. που ανήκει στο κάτω γραφείο. Εκεί θα είμαι μόνη, μπορώ να ανάψω φως, να κλείσω την πόρτα και να χύσω τα νερά χωρίς βοήθεια.»13
Τις Κυριακές το πρόγραμμα ήταν διαφορετικό. Ξυπνούσαν με την ησυχία τους και έπαιρναν το πρωινό τους γύρω στις 11.30 και μετά ξεκινούσαν εργασίες καθαριότητας μέχρι τις 14.00. Μετά το μεσημεριανό φαγητό οι ενήλικες έπεφταν για ύπνο μεταξύ 14.00 και 16.00 η ώρα, κάτι που παραξένευε την Άννα, η οποία έγραψε στο ημερολόγιό της: «Ίσως θα το καταλάβω μια μέρα που θα γίνω τόσο μεγάλη όσο κι εκείνοι»14.Της Άννας δεν της άρεσαν οι Κυριακές: «Ό,τι συμβαίνει στα σπίτια των άλλων κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης εβδομάδας συμβαίνει εδώ στο Παράρτημα τις Κυριακές. Ενώ άλλοι άνθρωποι φορούν τα καλύτερά τους ρούχα και κάνουν μια βόλτα στον ήλιο, εμείς τρίβουμε, σκουπίζουμε και πλένουμε. […] Όταν τελειώσει το δείπνο και τελειώσει το πλύσιμο, είμαι χαρούμενη γιατί άλλη μια Κυριακή τελείωσε»15 θα γράψει η Άννα στις 20 Φεβρουαρίου 1944, σε μια μικρή ιστορία που της έδωσε τον τίτλο «Κυριακές».
Τα χόμπι της Άννας Φρανκ στο Μυστικό Παράρτημα
«Πέμπτη 6 Απριλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Με ρώτησες ποια είναι τα χόμπι και τα ενδιαφέροντά μου και θα ήθελα να σου απαντήσω, αλλά καλύτερα να σε προειδοποιήσω, έχω πολλά από αυτά, οπότε μην εκπλαγείς. Πρώτα απ’ όλα: το γράψιμο, αλλά δεν το σκέφτομαι πραγματικά ως χόμπι. Νούμερο δύο: γενεαλογικοί χάρτες. Ψάχνω σε κάθε εφημερίδα, βιβλίο και έγγραφο που μπορώ να βρω για τα γενεαλογικά δέντρα των Γαλλικών, Γερμανικών, Ισπανικών, Αγγλικών, Αυστριακών, Ρωσικών, Νορβηγικών και Ολλανδικών βασιλικών οίκων. Έχω κάνει μεγάλη πρόοδο με πολλά από αυτά, γιατί εδώ και πολύ καιρό κρατάω σημειώσεις διαβάζοντας βιογραφίες ή βιβλία ιστορίας. Αντιγράφω μάλιστα πολλά από τα αποσπάσματα της ιστορίας. Έτσι, το τρίτο μου χόμπι είναι η ιστορία, και ο πατέρας μου έχει ήδη αγοράσει πολλά βιβλία. Ανυπομονώ να έρθει η μέρα που θα μπορέσω να πάω στη δημόσια βιβλιοθήκη και να βρω τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Το νούμερο τέσσερα είναι η ελληνική και η ρωμαϊκή μυθολογία. Έχω επίσης διάφορα βιβλία για αυτό το θέμα. Μπορώ να ονομάσω τις εννέα Μούσες και τις επτά αγάπες του Δία. Έχω τις γυναίκες του Ηρακλή κ.λπ., κ.λπ.. Τα άλλα χόμπι μου είναι αστέρες του κινηματογράφου και οικογενειακές φωτογραφίες. Τρελαίνομαι για το διάβασμα και τα βιβλία. Λατρεύω την ιστορία των τεχνών, ειδικά όταν αφορά συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφους· οι μουσικοί μπορεί να έρθουν αργότερα. Σιχαίνομαι την άλγεβρα, τη γεωμετρία και την αριθμητική. Μου αρέσουν όλα τα άλλα σχολικά μου μαθήματα, αλλά η ιστορία είναι το αγαπημένο μου!»16
Ζώντας με το Φόβο
Ο φόβος στοίχειωνε συνεχώς τους οκτώ κατοίκους του Μυστικού Παραρτήματος. Ο φόβος να τους ανακαλύψουν και το τι θα επακολουθούσε.
Το Ημερολόγιο της Άννας καθιστά σαφές ότι η ίδια γνώριζε για την μαζική δολοφονία εναντίον των Εβραίων που διέπρατταν οι Ναζί.
Την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 1942, η Άννα γράφει στο Ημερολόγιο:
«Σήμερα έχω μονάχα θλιβερές και καταθλιπτικές ειδήσεις. Μαζεύουν σωρηδόν πολλούς Εβραίους φίλους και γνωστούς μας. Η Γκεστάπο τους μεταχειρίζεται πολύ σκληρά. Τους φορτώνουν σε βαγόνια που χρησιμοποιούνται για τα βοοειδή και τους μεταφέρουν στο Westerbork, το μεγάλο στρατόπεδο στο Drenthe στο οποίο στέλνουν όλους τους Εβραίους. Η Μιπ μας είπε για κάποιον που είχε καταφέρει να δραπετεύσει από εκεί. Πρέπει να είναι τρομερό στο Westerbork. Οι άνθρωποι δεν έχουν σχεδόν τίποτα να φάνε, πολύ λιγότερο να πιουν, καθώς το νερό είναι διαθέσιμο μόνο μία ώρα την ημέρα και υπάρχει μόνο μία τουαλέτα και νεροχύτης για αρκετές χιλιάδες άτομα. Λένε μάλιστα ότι κοιμούνται όλοι ανάκατα στις παράγκες άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Το να δραπετεύσει κανείς είναι αδύνατο, οι περισσότεροι έχουν σταμπαριστεί με ξυρισμένα κεφάλια και ακόμα πιο πολύ με την εβραϊκή φυσιογνωμία τους. Αφού εδώ, λέω, στην Ολλανδία, είναι τόσο απαίσια, φαντάσου το τι θα τους περιμένει εκεί μακριά που θα τους πάνε. Ο αγγλικός σταθμός μιλάει για θαλάμους αερίων. Ίσως όμως αυτό είναι η γρηγορότερη λύση.[…] Ωραία δείγματα της ανθρωπότητας, αυτοί οι Γερμανοί, και να σκεφτείς ότι είμαι πραγματικά ένας από αυτούς! Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια, ο Χίτλερ μας αφαίρεσε την εθνικότητά μας εδώ και πολύ καιρό. Και εξάλλου, δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι εχθροί στη γη από τους Γερμανούς και τους Εβραίους.»17
ΤηνΠέμπτη 19 Νοεμβρίου 1942, η Άννα γράφει:
«Ο κ. Ντούσσελ μας διηγήθηκε πολλά για τον έξω κόσμο, από τον οποίο είχαμε απομονωθεί τόσο καιρό. Είχε θλιβερά νέα. Αμέτρητοι φίλοι και γνωστοί έχουν τραγική μοίρα. Κάθε βράδυ, πράσινα και γκρίζα στρατιωτικά οχήματα ταξιδεύουν στους δρόμους. Χτυπούν σε κάθε πόρτα, ρωτώντας αν ζουν Εβραίοι εκεί. Αν ναι, παίρνουν αμέσως όλη την οικογένεια. Αν όχι, προχωρούν στο επόμενο σπίτι. Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τα νύχια τους εκτός κι αν κρυφτείς. Συχνά κυκλοφορούν με λίστες, χτυπώντας μόνο εκείνες τις πόρτες όπου ξέρουν ότι κρύβονται Εβραίοι εκεί. Καμιά φορά μπορεί να τους δωροδοκήσει κανείς· γνωρίζουν πολύ καλά την οικονομική κατάσταση των θυμάτων τους. Είναι σαν το κυνήγι σκλάβων των παλιών ημερών. Βλέπω πολλές φορές με το νου μου την εικόνα. Μεγάλες ουρές καλών, αθώων ανθρώπων, συνοδευόμενοι από παιδιά που κλαίνε, να περπατούν και να συνεχίζουν, με διαταγή από μια χούφτα ανδρών που τους φοβερίζουν και τους χτυπούν. Κανείς δεν γλιτώνει. Οι άρρωστοι, οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, τα μωρά και οι έγκυες γυναίκες – όλοι οδηγούνται στο θάνατό τους. Είμαστε τόσο τυχεροί εδώ, μακριά από την αναταραχή. Δεν θα χρειαζόταν να σκεφτούμε ούτε μια στιγμή όλο αυτό το βάσανο αν δεν ήταν το γεγονός ότι ανησυχούμε τόσο πολύ για αυτούς που αγαπάμε, τους οποίους δεν μπορούμε πλέον να βοηθήσουμε. Νιώθω άσχημα που κοιμάμαι σε ένα ζεστό κρεβάτι, ενώ κάπου εκεί έξω οι αγαπημένοι μου φίλοι πέφτουν από την εξάντληση ή τους χτυπούν στο έδαφος. Τρομάζω όταν σκέφτομαι στενούς φίλους που βρίσκονται τώρα στο έλεος των πιο σκληρών τεράτων που γνώρισε η ιστορία. Και όλα αυτά επειδή είναι Εβραίοι.»18
Την επόμενη μέρα – Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 1942 – η Άννα συμπληρώνει στο Ημερολόγιό της:
«Όταν πού και πού διηγιόταν η Μιπ κάτι για την τρομαχτική τύχη μερικών γνωστών και φίλων, άρχιζε η Μητέρα και η κ. Βαν Ντάαν πάντα να κλαίνε και έτσι η Μιπ σταμάταγε καλύτερα και δεν έλεγε τίποτα. Αλλά μόλις ήρθε ο Ντούσσελ τον κατακλύσαμε με ερωτήσεις και αυτά που μας διηγήθηκε ήταν εφάμιλλα βαρβάρων του Μεσαίωνα. Δεν μπορεί κανείς να τα ξεπεράσει. Θα μπορέσουμε ποτέ και πάλι να γελάσουμε και να ‘μαστε ανόητα χαρούμενοι; Ίσως όταν ωχριάσουν λιγάκι αυτές οι εντυπώσεις. Παρ’ όλα αυτά δε νομίζω ότι βοηθούμε έστω και στο ελάχιστο αυτούς εκεί έξω αν συνεχίσουμε να είμαστε τόσο ζοφεροί όσο είμαστε τώρα. Και τι νόημα θα είχε να μετατρέψουμε το Μυστικό Παράρτημα σε Μελαγχολικό Παράρτημα; Ό,τι κι αν κάνω, δεν μπορώ να μην σκέφτομαι αυτούς που έχουν φύγει. Πιάνω τον εαυτό μου να γελάει και θυμάμαι ότι είναι ντροπή να είσαι τόσο χαρούμενος. Πρέπει όμως να περάσω όλη μέρα κλαίγοντας; Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αυτή η καταχνιά θα περάσει.»19
Την τελευταία μέρα του Μαρτίου 1944 η Άννα έγραψε ξανά για τις φρικαλεότητες που έπρεπε να φοβούνται οι Εβραίοι. Με συνοπτική, αποστασιοποιημένη γλώσσα αναφέρει την αφάνταστη έκταση της εθνικοσοσιαλιστικής τρέλας:
«Η Ουγγαρία έχει καταληφθεί από γερμανικά στρατεύματα. Υπάρχουν ακόμα ένα εκατομμύριο Εβραίοι που ζουν εκεί, οι οποίοι βέβαια είναι καταδικασμένοι.»20 Όντως μέσα σε δύο μήνες, ο Αδόλφος Άιχμαν απέλασε μισό εκατομμύριο Ούγγρους Εβραίους στο Άουσβιτς. Σχεδόν όλοι πέθαναν στους θαλάμους αερίων.
Σήμερα είναι γνωστές οι θηριωδίες των Ναζί. Τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου 1942, το πρώτο τρένο, που μετέφερε 962 Εβραίους, χωρίς την Μαργκότ Φρανκ, έφυγε από τον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ για το Hooghalen/Westerbork. Ωστόσο, το στρατόπεδο διέλευσης Westerbork στην επαρχία Drente, κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία, ήταν απλώς μια προσωρινή στάση. Ο τελικός προορισμός, ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης της Πολωνίας. Η τελική φάση των εθνικοσοσιαλιστικών διώξεων των Εβραίων στην κατεχόμενη Ολλανδία είχε ξεκινήσει.
Εκείνο το μήνα, συνολικά εννέα αμαξοστοιχίες έφυγαν από την ολλανδική πρωτεύουσα. Ακολούθησαν κι άλλες, μαζί με περαιτέρω εφόδους και συλλήψεις, με το καθιερωμένο πλέον τρόπο.

Από τα μέσα Οκτωβρίου και μετά, το γνωστό θέατρο Hollandsche Schouwburg, που ένα χρόνο πριν μετονομάστηκε σε Joodsche Schouwburg μιας και οι καλλιτέχνες και το κοινό αποτελούνταν μόνο από Εβραίους, έγινε η διαβόητη «αίθουσα αναμονής» για τις απελάσεις. Σύντομα, ειδικά τρένα των ολλανδικών εθνικών σιδηροδρόμων έφτασαν στο Hooghalen από όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η άφιξη στο σημείο αναχώρησης και το ίδιο το ταξίδι πραγματοποιούνταν πάντα με τον ίδιο τρόπο: από τον σταθμό Hooghalen, οι εκτοπισμένοι έπρεπε να περπατήσουν περίπου εφτά χιλιόμετρα με τα πόδια μέχρι το συγκρότημα του στρατοπέδου. Μόλις έφταναν, εγγράφονταν ξανά και υποβάλλονταν σε περαιτέρω έλεγχο. Τα κοσμήματα και τα χρήματα κατάσχονταν. Οι «ταξιδιώτες» έμεναν στο στρατόπεδο συνήθως μόνο για μικρό χρονικό διάστημα – συχνά λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Συνολικά, το στρατόπεδο του Βέστεμπορκ ήταν το σημείο εκκίνησης για περίπου 101 000 από τους 107 000 που απελάθηκαν από την Ολλανδία μεταξύ 15 Ιουλίου 1942 και 13 Σεπτεμβρίου 1944. Οι αμαξοστοιχίες είχαν τους ακόλουθους προορισμούς: Άουσβιτς (57 800 απελαθέντες – 65 τρένα), Σόμπιμπορ (34 313 απελαθέντες – 19 τρένα), Μπέργκεν-Μπέλσεν (3 724 απελαθέντες – 8 τρένα) και Τερεζίενσταντ (4 466 απελαθέντες – 6 τρένα)21.
Από τους 107 000 Εβραίους που απελάθηκαν από την Ολλανδία, μόνο περίπου 5 000 επέζησαν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Άλλοι 20 000 – 25 000 Εβραίοι, κυρίως νεότεροι άνθρωποι, κρύφτηκαν στην Ολλανδία και μπόρεσαν, με την υποστήριξη θαρραλέων μη Εβραίων βοηθών, να επιβιώσουν την περίοδο των διώξεων. Σε αντίθεση με τα λεπτομερή αρχεία των απελαθέντων Εβραίων που κρατούσαν οι δράστες, ο ακριβής αριθμός των Εβραίων που κρύβονταν δεν μπορεί πλέον να προσδιοριστεί, καθώς άνθρωποι κρύβονταν συνεχώς και άλλοι ανακαλύπτονταν τυχαία ή με προδοσία22.
«Πόσοι άνθρωποι πρέπει να κρύβονται; Φυσικά, όχι πολλοί συγκριτικά, αλλά αναμφίβολα θα μείνουμε απολύτως έκπληκτοι αργότερα με το πόσοι καλοί άνθρωποι υπάρχουν στην Ολλανδία που έχουν δεχτεί Εβραίους καθώς και Χριστιανούς σε φυγή, με ή χωρίς χρήματα»23 θα γράψει η Άννα στο Ημερολόγιο στις 2 Μαΐου 1943. Εννέα μήνες αργότερα, την Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 1944, η Άννα, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς όλους εκείνους που βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, βοήθησαν τους Εβραίους. Στην αναφορά της μάλιστα δίνει ως παράδειγμα αλτρουιστικής στάσης την ομάδα των ανθρώπων που εργάζονταν για τον πατέρα της:
«Ο Γιαν και ο κύριος Κλέιμαν μας διηγούνται όλα όσα μπορούν να μάθουν για κρυμμένους ανθρώπους σαν και μας. Ξέρουν ότι αυτά μας καίνε πραγματικά κι ότι συμπάσχουμε πραγματικά με τη λύπη όσων συνελήφθησαν καθώς και τη χαρά των κρατουμένων που απελευθερώθηκαν. […] Υπάρχουν πολλές αντιστασιακές ομάδες, όπως η Ελεύθερη Ολλανδία, που πλαστογραφούν ταυτότητες, παρέχουν οικονομική υποστήριξη σε όσους κρύβονται, οργανώνουν κρυψώνες και βρίσκουν δουλειά για νεαρούς χριστιανούς που βγαίνουν στην παρανομία. Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά κάνουν αυτοί οι γενναιόδωροι και ανιδιοτελείς άνθρωποι, ρισκάροντας τη ζωή τους για να βοηθήσουν και να σώσουν άλλους. Το καλύτερο παράδειγμα αυτού είναι οι δικοί μας προστάτες, οι οποίοι ίσαμε τώρα μας έχουν βοηθήσει και που ελπίζω να μπορέσουν να μας φέρουν μέχρι την άλλη όχθη, μέχρι το αίσιο τέλος του πολέμου. Γιατί αλλιώς τους περιμένει η ίδια τύχη με μας, όπως και όλους όσους βοήθησαν Εβραίους. Ποτέ δεν ακούσαμε ούτε μια λέξη για το τι βάρος πρέπει να είμαστε εμείς και είμαστε πράγματι, ποτέ κανένας δε διαμαρτυρήθηκε για τους κόπους που έχουν κάνει για μας. Καθημερινά ανεβαίνουν επάνω, μιλάνε με τους άνδρες για τις συναλλαγές και για την πολιτική, με τις γυναίκες για το φαγητό και για τις δυσκολίες του νοικοκυριού, με μας για βιβλία και για εφημερίδες. Πάντα έρχονται με χαρούμενα πρόσωπα, σε γιορτές και σε γενέθλια φέρνουν λουλούδια και δώρα και κάθε στιγμή μπορούν να μας βοηθήσουνε. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, ενώ άλλοι επιδεικνύουν τον ηρωισμό τους στη μάχη ή εναντίον των Γερμανών, οι βοηθοί μας αποδεικνύουν τον δικό τους καθημερινά με την καλή διάθεση και τη στοργή τους.»24
Καθώς μπήκαν σε μια καθημερινή ρουτίνα, οι κάτοικοι του Παραρτήματος μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τους φόβους τους, αλλά αυτοί και οι βοηθοί τους γνώριζαν ότι κάθονταν πάνω σε ένα ενεργό ηφαίστειο. Μαζί με τον φόβο για τη ζωή τους – ο φόβος ότι θα προδοθούν ή ότι μπορεί να προδώσουν τον εαυτό τους μέσω κάποιας μικρής πράξης απροσεξίας – μικρά επείγοντα περιστατικά και συνηθισμένες, καθημερινές ανησυχίες συνέβαλαν επίσης στην ένταση στο Μυστικό Παράρτημα, ανησυχίες που είναι υπερβολικές για τους ανθρώπους που ζουν στην ελευθερία, αλλά όχι και για τους φυγάδες.
Ήταν για παράδειγμα καθαρή τύχη που στους εικοσιπέντε μήνες που ήταν κρυμμένοι, κανένας από τους οκτώ ανθρώπους του παραρτήματος δεν αρρώστησε τόσο βαριά ώστε να χρειαστεί να τον δει γιατρός, να πρέπει να νοσηλευτεί και άρα να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την κρυψώνα τους. Αλλά υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις που τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν αλλιώς.
Η χρόνια βρογχίτιδα της Μαργκότ ήταν διπλά ανησυχητική, εγείροντας ανησυχίες τόσο για την υγεία των πνευμόνων της όσο και για την ασφάλεια όλων των άλλων, καθώς οι κρίσεις βήχα της αντηχούσαν τη νύχτα και ο νυχτερινός βήχας μέσα σε ένα κτίριο γραφείων ήταν βέβαιο ότι θα έκανε τους γείτονες να υποψιαστούν.
Στις 29 Οκτωβρίου 1942, η Άννα: «Είμαι πολύ ταραγμένη, ο πατέρας είναι άρρωστος, έχει ψηλό πυρετό και ένα έκζεμα όπως σαν να είχε ιλαρά. Σκέψου δεν μπορούμε να φέρουμε ούτε γιατρό.»25
Αρκετές φορές αρρώστησε και η ίδια η Άννα: «Μια βαριά γρίπη δε με άφησε να σου γράψω τακτικά» γράφει η Άννα στην φανταστική φίλη της Κίττυ την Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου του 1943, και συνεχίζει: «Είναι σχεδόν καταστροφή το να είναι κανείς άρρωστος εδώ. Όταν έρχεται το γαργάλημα για το βήχα βούλιαζα αμέσως κάτω απ’ τις κουβέρτες και προσπαθούσα να ηρεμήσω το λαιμό μου, τις πιο πολλές φορές έχοντας το αντίθετο αποτέλεσμα και προκαλώντας το γαργάλημα ακριβώς περισσότερο, το οποίο σταμάταγε αν πρόφταναν να μου δώσουνε γάλα με μέλι ή καμιά παστίλια. Όταν σκέφτομαι όλα τα φάρμακα και τις κούρες που έκανα ζαλίζεται το κεφάλι μου. Ίδρωμα, κομπρέσες στο λαιμό, βρεγμένες κομπρέσες στο στήθος, στεγνές κομπρέσες στο στήθος, ζεστά ποτά, ξάπλωμα, γαργάρες, επαλείψεις, ζεστά μαξιλαράκια στο λαιμό, ζεστές μποτίλιες στα πόδια και κάθε δύο ώρες μου μέτραγαν την θερμοκρασία. Πως μπορεί κανείς να γίνει καλά με όλα αυτά τα πράγματα.»26
Στις 25 Απριλίου 1944, αναφέρει ξανά: «Έχω ακόμα ένα άσχημο κρυολόγημα και κόλλησα τη Μαργκότ, καθώς και τη Μητέρα και τον Πατέρα»27
Στο Ημερολόγιό της η Άννα κατέγραψε και διάφορα ατυχήματα που είχε, όπως εκείνα της 9ης Αυγούστου 1943: «Εχτές είχα μια κακιά μέρα, τρυπήθηκα με την ανάποδη μεριά μιας χοντρής βελόνας στο χοντρό μου δάκτυλο […] μετά χτύπησα με το μέτωπο απάνω στην ντουλάπα και από το τρομερό κτύπημα έπεσα πίσω και παρά τρίχα να γκρεμιστώ κάτω. […] Έτσι έχω ένα μεγάλο καρούμπαλο πάνω απ’ το δεξί μου μάτι. Στραμπούλιξα και το μικρό δακτυλάκι του ποδιού μου μέσα στην ηλεκτρική σκούπα, αλλά είχα ήδη τόσα να κάνω με τ’ άλλα μου τραύματα που αυτό με άφησε τελείως αδιάφορη. Χαζομάρα μου γιατί τώρα μολύνθηκε η πληγούλα, το πόδι πρήστηκε και έτσι δεν μπορώ να φορέσω τα ωραία μου καινούργια παπούτσια.» 28 (Τρίτη 10 Αυγούστου 1943)
Η Άννα, αντιμετώπιζε συνεχώς όχι μόνο ατυχήματα, κρυολογήματα και πυρετό, αλλά παρουσίασε και πρόβλημα με την όρασή της: «Είναι πολύ δυσάρεστο, αλλά τον τελευταίο καιρό άρχισα να έχω μυωπία, και θα έπρεπε να μου πάρουν γυαλιά,[…] όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούν να μ’ εξετάσουνε, γιατί οι άνθρωποι που κρύβονται δεν μπορούν...»29 έγραψε στο Ημερολόγιό της, την Κυριακή 11 Ιουλίου του 1943.
Πέρα από την αδυναμία παροχής ιατρικής περίθαλψης για τους κάτοικους του Μυστικού Παραρτήματος, τα προβλήματα υγείας των βοηθών, δυσκόλευαν την ομαλή υποστήριξη που παρείχαν στους έγκλειστους: «…έχουμε σκοτούρες και μάλιστα με τον κ. Κλέιμαν. Ξέρεις τον αγαπάμε όλοι πάρα πολύ. Παρόλο που είναι πολύ συχνά άρρωστος και έχει πολλούς πόνους και τρώει λίγο και δεν κάνει να περπατήσει, είναι πάντα χαρούμενος, αγαπητός και πάρα πολύ θαυμαστός, […] Και τώρα πρέπει να υποστεί μια δυσάρεστη εγχείρηση στα έντερα και θα πρέπει να μας λείψει πάνω από τέσσερις βδομάδες»30 γράφει η Άννα στην φανταστική της φίλη, την Κίττυ, την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1943. Όντως στις 17 Οκτωβρίου 1943: «Δόξα τω Θεό γύρισε ο κ. Κλέιμαν, είναι βέβαια ακόμα πάρα πολύ ωχρός…»31. Την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 1943, η Άννα ενημερώνει την Κίττυ ότι: «Ο κ. Κλέιμαν πρέπει να μείνει πάλι στο σπίτι του. Το στομάχι του δεν τον αφήνει σε ησυχία. Και κανένας δεν ξέρει αν η αιμορραγία η εσωτερική έχει τελείως σταματήσει. Για πρώτη φορά τον είδαμε τόσο στεναχωρημένο και μελαγχολικό, όταν μας διηγήθηκε ότι δεν μπορούσε να μείνει και έπρεπε να πάει στο σπίτι του.»32. Τα στομαχικά προβλήματα του Κλέιμαν συνεχίζονται, μάλιστα την Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 1943, η Άννα γράφει: «Ο κύριος Κλέιμαν βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι και δεν μπορεί εδώ και τρεις εβδομάδες να φάει τίποτα άλλο παρά μονάχα λίγο γάλα και λίγο κουάκερ.»33.
Η νεαρή Μπεπ, είχε επιφορτιστεί με επιπλέον καθήκοντα, γεγονός που δεν άφησε ασχολίαστο η Άννα: «Η Μπεπ έπαθε αυτή την βδομάδα σχεδόν μια υπερκόπωση. Πρέπει συνεχώς να τρέχει για να ψωνίσει κάτι και ύστερα πρέπει να ξανατρέξει πίσω, γιατί αυτό που ψώνισε δεν ήταν το σωστό. Αν σκεφτεί κανείς ότι έχει εκτός απ’ όλα αυτά και πάρα πολύ δουλειά στο γραφείο, την αρρώστια του κ. Κλέιμαν, τη Μιπ, η οποία είναι στο κρεβάτι για κάποιο κρύωμα, η ίδια έχει στραμπουλίξει τον αστράγαλό της…»34, γράφει στο Ημερολόγιο την Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 1943. Τελικά και η Μπεπ για ενάμιση μήνα θα μείνει κλινήρης: «Λόγω της επιδημίας διφθερίτιδας στο σπίτι της Μπεπ δεν θα της επιτραπεί να έρθει σε επαφή μαζί μας για έξι εβδομάδες. Αυτό είναι τρομερά δυσάρεστο γιατί αυτή μας ψώνιζε και μας έφερνε τα φαγητά. Χωρίς αυτήν θα είναι πολύ δύσκολα, για να μην αναφέρουμε πόσο θα μας λείψει η παρέα της»35γράφει η Άννα στις 17 Νοεμβρίου 1943.
Στις 16 Μαρτίου 1944 η Άννα γράφει: «Σήμερα ακούγεται μόνο αυτό: Αν συμβεί αυτό ή εκείνο τότε θα υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες και αν αρρωστήσει κι αυτός χαθήκαμε. Θα βρισκόμαστε μόνοι εδώ. […] Η Μπεπ είναι κρυωμένη, η Μιπ έχει γρίπη και δεν σηκώθηκε ακόμα, ο κύριος Κλέιμαν έχει πάλι βαριές και στομαχικές αιμορραγίες με λιποθυμικές καταστάσεις, μια τρομερά λυπηρή λιτανεία.»36.
Η Μπεπ θα έπρεπε όμως να γιατροπορέψει και τον βαριά άρρωστο πατέρα της. Ο υπεύθυνος αποθήκης Γιόχαν Βόσκουιλ, ο άνθρωπος που έφτιαξε την περιστρεφόμενη βιβλιοθήκη κρύβοντας την είσοδο του Μυστικού Παραρτήματος, και κρυφά έβγαζε κάθε πρωί τα σκουπίδια, στα τέλη της Άνοιξης του 1943 δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται και να βοηθά τους οκτώ κρυμμένους Εβραίους. Ο Όττο Φρανκ ήξερε ήδη από το 1941, όταν είχε προσλάβει τον πατέρα της Μπεπ, για το πρόβλημα υγείας που είχε, αλλά όπως γράφει η Άννα στο Ημερολόγιο την Τρίτη 15 Ιουνίου 1943: «Ο κ. Βόσκουιλ δεν είχε έλκος στομάχου. Όταν οι γιατροί άνοιξαν το στομάχι του διαπιστώσανε καρκίνο, ο οποίος όμως δυστυχώς ήταν τόσο προχωρημένος, ώστε δεν μπορούσε πλέον να εγχειρηθεί. Κλείσανε πάλι την πληγή, τον κρατήσανε τρεις βδομάδες και μετά τον στείλανε σπίτι του. Έκαναν όμως ένα ασυγχώρητο λάθος: είπαν στον φτωχό πιο ήταν ακριβώς το γραφτό του. Δεν μπορεί να δουλέψει πια, και απλώς κάθεται στο σπίτι, περιτριγυρισμένος από τα οκτώ παιδιά του, και σκέφτεται τον θάνατό του που πλησιάζει. Τον λυπάμαι πολύ και μισώ που δεν μπορώ να βγω έξω. Διαφορετικά, θα τον επισκεπτόμουν όσο πιο συχνά μπορούσα και θα τον βοηθούσα να ξεχάσει. Τώρα ο καλός άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να μας ενημερώνει τι λέγεται και τι γίνεται στην αποθήκη, κάτι που είναι καταστροφή για εμάς. Ο κ. Βόσκουιλ ήταν η μεγαλύτερη πηγή βοήθειας και υποστήριξής μας όσον αφορά τα μέτρα ασφαλείας. Μας λείπει πολύ.»37.
Εκτός από το φόβο μήπως και αρρωστήσουν οι ίδιοι και χρειαστεί να εγκαταλείψουν το κρησφύγετο, ή οι βοηθοί τους και δεν μπορούν να προμηθεύονται τα απαραίτητα για την διαβίωσή τους, καθημερινός ήταν και ο φόβος μήπως κάποιος εργαζόμενος εκτός των μυημένων, μάθει για το κρησφύγετο.
Κάθε νέος εργαζόμενος στην αποθήκη και κάθε νέα καθαρίστρια που προσλάμβανε ο Βίκτορ Κούγκλερ έκανε τους κατοίκους του Παραρτήματος να ανησυχούν. «Πάντα φοβόμασταν τους αποθηκάριους», σημείωσε η Άννα. Ο Willem Gerard van Maaren διαδέχθηκε τον κ. Βόσκουιλ ως επιστάτης αποθήκης. Ο Βαν Μάαρεν, χρειαζόταν απελπισμένα χρήματα επειδή μια επιχείρηση παράδοσης ρούχων καθαριστήριου που διεύθυνε είχε χρεοκοπήσει. Ήταν καλός εργάτης και έκανε τα καθήκοντά του με θέληση, αλλά παρόλα αυτά έχασε σύντομα την εμπιστοσύνη του εργοδότη του. Αντί να κάνει απλώς τη δουλειά του, άρχισε να κατασκοπεύει. Τα «πήγαινε έλα» των υπαλλήλων του γραφείου, όπως το περιέγραψε αργότερα, του είχαν κεντρίσει την περιέργεια και ήταν αποφασισμένος να μάθει τι συνέβαινε στο στενό Παράρτημα πάνω από την αποθήκη. Ο Βίκτορ Κούγκλερ είχε βάψει τα παράθυρα του μπροστινού κτιρίου που έβλεπαν έξω προς το Παράρτημα, αλλά ο Βαν Μάαρεν είχε ξύσει λίγο από το χρώμα για να δει. «Όταν τον έπιασα να κοιτάζει», έγραψε ο Βίκτορ Κούγκλερ χρόνια αργότερα στον Όττο Φρανκ, «με ρώτησε τι υπήρχε στον επάνω όροφο και είπε ότι δεν είχε πάει ποτέ εκεί». Και όταν ο Κούγκλερ προσπάθησε να τον διακόψει, ο Βαν Μάαρεν επέμεινε ακόμα περισσότερο: «Υπάρχει μια πόρτα εκεί πάνω. Πρέπει να οδηγεί στο παράρτημα»38. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1943, έγραψε η Άννα για την αυξανόμενη καχυποψία του Βαν Μάαρεν: «Φυσικά, όποιος έχει καθόλου μυαλό πρέπει να έχει παρατηρήσει ότι η Μιπ συνεχίζει να λέει ότι πηγαίνει στο εργαστήριο, η Μπεπ στην αίθουσα αρχείων και ο κύριος Κλέιμαν στις προμήθειες της Opekta, ενώ ο κ. Κούγκλερ ισχυρίζεται ότι το παράρτημα δεν ανήκει καθόλου σε αυτό το κτίριο, αλλά στο διπλανό, του γείτονα»39. Ο υπεύθυνος αποθήκης είχε παρατηρήσει ότι το γραφείο και οι αποθήκες χρησιμοποιούνταν τη νύχτα, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όποιος τρύπωνε εκεί το βράδυ πρέπει να κρύβεται στο παράρτημα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Σαν ντετέκτιβ που καταδιώκει έναν εγκληματία, έστηνε μικρές παγίδες. «Συχνά έβαζε ένα μικρό ξύλο στο τραπέζι συσκευασίας με το άκρο του να προεξέχει από την άκρη», θυμάται ο Βίκτορ Κούγκλερ στην επιστολή του προς τον Όττο Φρανκ. «Επειδή ο χώρος ανάμεσα στο τραπέζι και τα δοχεία στην άλλη πλευρά δεν ήταν πολύ μεγάλος, ήταν πολύ πιθανό κάποιος που περνούσε από εκεί να μετατοπίσει το ραβδί». Ο Βαν Μάαρεν έριχνε επίσης αλεύρι στο πάτωμα για να μαζέψει τα ίχνη και τοποθετούσε μολύβια σε μέρη όπου οποιοσδήποτε κυκλοφορούσε τη νύχτα θα ήταν πιθανό να τα κλωτσήσει. Κάθε φορά που οι υποψίες του φαινόταν να επιβεβαιώνονταν, ρωτούσε ξανά τον Κούγκλερ: «Ήσουν στην αποθήκη χθες το βράδυ;» Οι απαντήσεις του Κούγκλερ δεν ικανοποίησαν τον Βαν Μάαρεν, ο οποίος συνέχιζε να ενοχλεί το αφεντικό του με τις ερωτήσεις του. «Δεν δούλευε κάποιος κύριος Φρανκ σε αυτό το γραφείο κάποια στιγμή;» ρώτησε τελικά μια μέρα. Και όταν ένα πρωί βρήκε ένα πορτοφόλι στην αίθουσα του φρεζαρίσματος -το πορτοφόλι που είχε γλιστρήσει από την τσέπη του σακακιού του Χέρμαν Βαν Πελς όταν έβγαλε το σακάκι του για να ζυγιστεί στη ζυγαριά- ο Βαν Μάαρεν ήταν σίγουρος ότι είχε επιτέλους λύσει το μυστήριο40. Σίγουροι όμως ήταν και οι κάτοικοι του Μυστικού Παραρτήματος και οι βοηθοί τους, ότι ο Βαν Μάαρεν ήταν κλέφτης, μιας και παρέδωσε το πορτοφόλι χωρίς το περιεχόμενό του, τα εκατό γκούλντεν του Βαν Πελς. Ο Κούγκλερ και ο Κλέιμαν συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι ο Βαν Μάαρεν έκλεβε από την αποθήκη σε τακτική βάση. Ένας από τους εργάτες της αποθήκης, ο Johannes Jacobus de Kok, ο οποίος εργάστηκε στο Prinsengracht №263 για λίγο το δεύτερο εξάμηνο του 1943, βοήθησε τον Βαν Μάαρεν να πουλήσει τα κλοπιμαία στη μαύρη αγορά. Και είναι πολύ πιθανό οι δύο άνδρες να συνέχισαν την «επαγγελματική τους σχέση» αφού ο Ντε Κοκ αποχώρησε από την Pectacon (Gies and Company) και την Opekta. Γιατί δεν απέλυσαν όμως τον Βαν Μάαρεν; Μήπως αφήνοντάς τον να κλέβει «εξαγόραζαν» την σιωπή του; Τι κρατούσε τον Βαν Μάαρεν και δεν τους πρόδιδε; Μήπως γιατί πέρα από το οικονομικό του όφελος, υποπτευόταν ότι οι Κούγκλερ και Κλέιμαν ήξεραν και το δικό του μυστικό; Ότι έκρυβε δηλαδή στο σπίτι του έναν δραπέτη – όχι έναν Εβραίο αλλά τον δικό του γιο, ο οποίος, απέφευγε την εντολή των Γερμανών κατακτητών να παρουσιαστεί για στρατιωτική ή εργατική υπηρεσία και για την ασφάλεια του οποίου ανησυχούσε φυσικά41.
Καθημερινός ήταν ο φόβος μήπως τους δουν, μήπως τους ακούσουν. Το να αποφύγουν τον περιττό θόρυβο και να γίνουν αόρατοι, τόσο στο μπροστινό κτίριο του Prinsengracht №263, όσο και στη γειτονιά, ήταν το ελάχιστο που μπορούσαν να κάνουν οι κάτοικοι του Μυστικού Παραρτήματος για την ασφάλειά τους. Αλλά η απίστευτη απροσεξία, αν όχι η απόλυτη απερισκεψία, μπήκε στη ρουτίνα τους καθώς περνούσαν οι μήνες: «“Ω κανείς δεν θα το προσέξει”. Έτσι αρχίζει και τελειώνει κάθε απρόσεκτη πράξη. Κανείς δεν θα προσέξει, κανείς δεν θα ακούσει, κανείς δεν θα δώσει την παραμικρή προσοχή. Εύκολο να το πεις, αλλά είναι αλήθεια;»42 ρώτησε με οξυδέρκεια, η Άννα στις 3 Νοεμβρίου 1943. Πολλά από αυτά που περιγράφει προκάλεσαν ανησυχία. Οι κάτοικοι του Παραρτήματος προκαλούσαν δυνατούς θορύβους κάθε βράδυ, όταν έσπρωχναν τραπέζια και καρέκλες από τη μέση για να ανοίξουν τα κρεβάτια. Τι θα γινόταν αν κάποιος άκουγε αυτούς τους θορύβους; Τι θα γινόταν αν κάποιος αποφασίσει να μάθει ποιος ήταν υπεύθυνος για τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας; Τι θα γινόταν αν τα χτυπήματα από το κόψιμο των ξύλων του Πέτερ Βαν Πελς ακούγονταν έξω από το ανοιχτό παράθυρο και κινούσαν την περιέργεια των γειτόνων; Και αν έχει προσέξει κάποιος ότι το ένα ή το άλλο από τα παράθυρα του Παραρτήματος ήταν μερικές φορές ανοιχτά; Και αυτός ο καπνός που συνέχιζε να βγαίνει από την καμινάδα του Prinsengracht №263, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανείς στο μπροστινό μέρος του κτιρίου;43
Η Άννα σημείωσε επανειλημμένα στο Ημερολόγιό της, τον αυξανόμενο εκνευρισμό που ένιωθε ο Κούγκλερ για την απροσεξία των κατοίκων του Μυστικού Παραρτήματος. Η Άννα αναφέρει για παράδειγμα το περιστατικό με το ξεχασμένο μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου που μοιραζόταν με τον Φριτς Πφέφερ, το οποίο κίνησε την περιέργεια του διευθυντή της διπλανής επιχείρησης, ο οποίος έφερε και σκάλα για να ελέγξει πιο προσεχτικά. Ευτυχώς αναφέρει η Άννα «Ο Κούγκλερ κατάφερε να τον σταματήσει εγκαίρως μόνο επειδή η σκάλα ήταν ευτυχώς πολύ μικρή.»44.
Ο Όττο Φρανκ έμαθε μετά τον πόλεμο ότι οι περισσότεροι γείτονες άρχισαν να έχουν τις υποψίες τους αργά ή γρήγορα. Κάποιοι είχαν ακούσει το ξέπλυμα μιας τουαλέτας, άλλοι είχαν ακούσει φωνές, άλλοι πάλι είχαν δει μια δέσμη φωτός ή μια σκιά να περνά βιαστικά στο μισοσκόταδο. Κάποιοι, αποκαλύφθηκε αργότερα, πίστεψαν ακόμη και ότι ήξεραν ποιος είχε ζήσει πίσω από αυτούς τους τοίχους για δύο χρόνια. Ήταν σίγουρο, πάντως, ότι ψίθυροι κυκλοφορούσαν στη γειτονιά.
Καθημερινός ήταν και ο φόβος μήπως και από κάποια διάρρηξη αποκαλυφτούν. Μετά από περισσότερα από τρία χρόνια πολέμου, οι διαρρήξεις είχαν γίνει συνηθισμένο φαινόμενο σε όλη την Ολλανδία. Τον Ιούλιο του 1943, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, διαρρήκτες κατάφεραν να παραβιάσουν την εξώπορτα με μια σμίλη, να σπάσουν την πόρτα της αποθήκης και να πάρουν ζάχαρη, κουπόνια τροφίμων και χρήματα. Οι βοηθοί φυσικά δεν έκαναν το σύνηθες βήμα να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Οι κάτοικοι του Μυστικού Παραρτήματος φοβόντουσαν την αστυνομία πολύ περισσότερο από τους κλέφτες, που μερικές φορές ήταν ακίνδυνα αγόρια που δοκίμαζαν την ικανότητά τους και πρόθυμα να ξεφύγουν με τη λεία τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ένας από αυτούς τους νεαρούς κλέφτες από τη γειτονιά, ο Hans Wijnberg από το Prinsengracht № 251, δήλωσε αργότερα ότι ένα βράδυ, καθώς σκαρφάλωνε πάνω από τον τοίχο στην πίσω αυλή του 263, είχε δει μια κοπέλα από το παράθυρο του γραφείου του Όττο Φρανκ. Τουλάχιστον άλλες δύο φορές κλέφτες εισέβαλαν στην αποθήκη στο Prinsengracht № 263.
Η Άννα καταγράφει και τις δύο διαρρήξεις στο Ημερολόγιό της. Η μία έγινε στις 28 Φεβρουαρίου 1944 στα γραφεία: «μια φωτογραφική μηχανή και ο νέος χαρτοφύλακας του κυρίου Κούγκλερ είχαν εξαφανιστεί από την ντουλάπα στο μεγάλο δωμάτιο. […] ο κλέφτης είχε αντικλείδι γιατί η πόρτα δεν ήταν σπασμένη, ούτε η κλειδαριά. […] Ποιος θα μπορούσε να έχει το κλειδί μας; Γιατί ο διαρρήκτης δεν πήγε στην αποθήκη; Μήπως ήταν ένας από τους υπαλλήλους της αποθήκης μας ο οποίος θα μας μαρτυρήσει, τώρα που άκουσε τον κύριο Βαν Ντάαν και ίσως τον είδε; Είναι πραγματικά τρομακτικό, αφού δεν ξέρουμε πότε θα του κατέβει του κλέφτη να ξαναμπεί. Ή μήπως τρόμαξε τόσο πολύ όταν άκουσε κάποιον άλλο στο κτίριο που δε θα ξαναπατήσει;» διερωτάται η Άννα την 1η Μαρτίου 194445.
Στη διάρρηξη όμως που τρόμαξαν περισσότερο και κινδύνεψαν να αποκαλυφτούν, ήταν το βράδυ της Κυριακής της Αναστάσεως 9 Απριλίου 1944. Δύο μέρες αργότερα η Άννα εξιστορεί αναλυτικά την περιπέτειά τους:
«…στις εννέα και μισή ο Πέτερ χτύπησε σιγανά την πόρτα και ζήτησε από τον πατέρα να ανέβει για να τον βοηθήσει με μια δύσκολη εργασία στα αγγλικά. Κάτι θα συμβαίνει, είπα στη Μαργκότ, αυτό δεν είναι αλήθεια ότι τον θέλει για εργασία. Η σκέψη μου ήταν σωστή. Κάτω στο μαγαζί είχαν μπει πάλι κλέφτες. Με μια τρομερή ταχύτητα βρέθηκε ο πατέρας, ο Πέτερ, ο Βαν Ντάαν κι ο Ντούσσελ κάτω και η μητέρα, η Μαργκότ, η κυρία Βαν Ντάαν κ’ εγώ περιμέναμε. Τέσσερις γυναίκες που τρέμουν από φόβο πρέπει να μιλάνε, οπότε αυτό κάναμε και εμείς ώσπου ακούσαμε ένα μεγάλο κρότο στον κάτω όροφο. Μετά από αυτό όλα ήταν ήσυχα. Το ρολόι έδειχνε δέκα παρά τέταρτο. Το χρώμα είχε φύγει από τα πρόσωπά μας, αλλά παραμείναμε ήρεμες, παρόλο που φοβόμασταν. Πού ήταν οι άντρες; Τι ήταν αυτό το μπαμ; Τσακώνονταν με τους διαρρήκτες; Φοβηθήκαμε πολύ για να σκεφτούμε. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε. Δέκα η ώρα, βήματα στις σκάλες. Ο πατέρας, χλωμός και νευρικός, μπήκε μέσα, ακολουθούμενος από τον κύριο Βαν Ντάαν. “Τα φώτα σβήνουν, στις μύτες των ποδιών πάνω, περιμένουμε την αστυνομία!” Δεν υπήρχε χρόνος για να φοβηθείς. Τα φώτα έσβησαν, άρπαξα μια ζακετούλα και καθίσαμε στον επάνω όροφο. “Τι συνέβη; είπαμε, για πέστε μας, για εξηγήστε. Αλλά δεν βρισκόταν κανένας για να μας εξηγήσει. Οι κύριοι πάλι είχαν κατέβει κάτω. Δέκα λεπτά μετά τις δέκα ανεβήκανε και οι τέσσερις επάνω, […] Τότε αρχίσανε να μας εξηγούν. Ο Πέτερ ήταν επάνω όταν άκουσε δύο δυνατούς κρότους. Κατέβηκε κάτω και είδε ότι από το αριστερό μισό της πόρτας της αποθήκης έλειπε μια μεγάλη σανίδα. Έτρεξε στον επάνω όροφο, ειδοποίησε τον «Οικοφύλακα» και οι τέσσερις τους κατέβηκαν ξανά κάτω. Όταν μπήκαν στην αποθήκη, τσακώσανε τους κλέφτες στη δουλειά. Χωρίς να σκεφτεί, ο κ. Βαν Ντάαν φώναξε: “Αστυνομία!” Αμέσως οι διαρρήκτες τράπηκαν σε φυγή. Η σανίδα τοποθετήθηκε ξανά στην πόρτα, έτσι ώστε η αστυνομία να μην προσέξει το κενό, αλλά στη συνέχεια με ένα γρήγορο λάκτισμα από έξω την πέταξαν ξανά στο πάτωμα. Οι άνδρες έμειναν έκπληκτοι με το θράσος των διαρρηκτών. […] Τη στιγμή που πήγαν να ξαναβάλουν τη σανίδα στη θέση της, για άλλη μια φορά η προσπάθεια ματαιώθηκε. Έξω, ένας άντρας και μια γυναίκα άναψαν ένα δυνατό φακό μέσα από το άνοιγμα, φωτίζοντας ολόκληρη την αποθήκη. “Τι στο . . .” μουρμούρισε ένας από τους άντρες, αλλά τώρα οι ρόλοι τους είχαν αντιστραφεί. Αντί για τους αστυνομικούς, έκαναν πλέον τους διαρρήκτες. Και οι τέσσερις τους έτρεξαν στον επάνω όροφο, ο Πέτερ άνοιξε γρήγορα την πόρτα και τα παράθυρα από την κουζίνα για να φαίνεται ότι βγήκαν από κει, πέταξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και έκλεισε πίσω του τη μυστική πόρτα που είχαμε στο διάδρομο.»46
Τη νύχτα της 9ης Απριλίου 1944, ο νυχτοφύλακας, Martinus Slegers, που έκανε περιπολία με το ποδήλατό του και δύο σκυλιά, παρατήρησε ότι έλειπε μια σανίδα στην πόρτα της αποθήκης και -ακολουθώντας τις οδηγίες- κάλεσε έναν αστυνομικό που βρισκόταν εκεί κοντά. Ο Slegers και ο Cornelis den Boef χτένισαν το κτίριο, φτάνοντας μέχρι την βιβλιοθήκη που έκρυβε την είσοδο του Παραρτήματος και μάλιστα επιχείρησαν να την μετακινήσουν. Να πως περιγράφει η Άννα εκείνες τις στιγμές:
«Γύρω στις έντεκα και τέταρτο, ακούσαμε κάτω θόρυβο. Σε μας εδώ επάνω ακουγόταν μόνο η αναπνοή του καθενός, τίποτε άλλο. Βήματα στο σπίτι, στο ιδιαίτερο γραφείο, στην κουζίνα, μετά. . . στη σκάλα. Κανενός πια δεν ακουγόταν η αναπνοή. Οκτώ καρδιές χτυπούσαν δυνατά. Βήματα στη σκάλα τη δική μας. Μετά κάποιος προσπαθούσε να τραβήξει την βιβλιοθήκη. Αυτές οι στιγμές είναι απερίγραπτες. “Τώρα τελειώσαμε”, σκέφτηκα, και έβλεπα ήδη νοερά στην Γκεστάπο όλους μας μαζί. Ακόμα δυο φορές προσπάθησαν να μετακινήσουν αυτό που δεν ήξεραν πως ήταν η γυριστή πόρτα, μετά κάτι έπεσε, ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται. Ήμασταν εκτός κινδύνου, μέχρι στιγμής! Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα όλων, άκουσα πολλά δόντια να τρίζουν, κανείς δεν είπε λέξη. Μείναμε έτσι μέχρι τις έντεκα και μισή. Δεν ακούγονταν πια ήχοι στο σπίτι, αλλά ένα φως άναβε στο διάδρομο μας, ακριβώς μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Ήταν επειδή η αστυνομία θεώρησε την βιβλιοθήκη μυστηριώδης ή επειδή απλώς το ξέχασαν; Θα επέστρεφε κάποιος να το σβήσει; […] Τρέμαμε τόσο πολύ από το φόβο…»47.
Την επόμενη μέρα η Μιπ και ο Γιαν ειδοποίησαν την αστυνομία για την διάρρηξη και έμαθαν για τον νυχτοφύλακα και το ζευγάρι που με τον φακό του τρόμαξε τους κατοίκους του Μυστικού Παραρτήματος: «Η Μιπ είχε βρει ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της αποθήκης από τον Slegers, τον νυχτοφύλακα, ο οποίος είχε παρατηρήσει την τρύπα και ειδοποίησε την αστυνομία»48. Αργότερα ο Γιαν επισκέφτηκε τον νυχτοφύλακα και έμαθε από την σύζυγό του (ο ίδιος κοιμόταν μετά την νυχτερινή του βάρδια) τι είχε γίνει. «Στο δρόμο της επιστροφής, ο Γιαν συνάντησε τον κύριο van Hoeven, τον άνθρωπο που μας προμηθεύει με πατάτες, και του είπε για τη διάρρηξη. “Το ξέρω”, απάντησε ήρεμα ο κύριος van Hoeven. “Χθες το βράδυ, καθώς γύριζα με την γυναίκα μου για να πάω σπίτι περνώντας από το κτήριο σας, είδα την τρύπα στην πόρτα. Η γυναίκα μου δεν ήθελε να σταματήσουμε αλλά εγώ έφεξα με ένα φακό μέσα και εκεί είδα τους κλέφτες να τρέχουν και να εξαφανίζονται. Για να είμαι ασφαλής, δεν κάλεσα την αστυνομία. Σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν σοφό στην περίπτωσή σας. Δεν ξέρω τίποτα, αλλά έχω τις υποψίες μου”. Ο Γιαν τον ευχαρίστησε και συνέχισε. Ο κύριος van Hoeven προφανώς υποψιάζεται ότι είμαστε εδώ, γιατί πάντα παραδίδει τις πατάτες το μεσημέρι. Ένας αξιοπρεπής άνθρωπος!»49
ο οποίος, όπως είπαμε συμμετείχε στην Αντίσταση και έκρυβε και ο ίδιος στο διαμέρισμά του δυο Εβραίους.
Καθημερινός ήταν και ο φόβος από τους βομβαρδισμούς. Ο κίνδυνος συχνά αναγγέλλονταν από μακριά και συνοδευόταν από το ουρλιαχτό των σειρήνων καθώς πλησίαζε. Και μετά: «Δεν μπορείς να ακούσεις την ίδια σου τη φωνή από τα μπαμ και τα μπουμ και τα κανόνια», γράφει η Άννα στο Ημερολόγιο την Τετάρτη 10 Μαρτίου 194350. Τι θα γινόταν εάν βομβαρδίζονταν το μέρος που κρύβονταν ή κοντινά κτίρια, ή/και ξεσπούσε πυρκαγιά από τις εμπρηστικές βόμβες;
Μετά υπήρχαν οι τρομακτικές φήμες, μία από τις οποίες διαδόθηκε γρήγορα τον Φεβρουάριο του 1944. Τι θα γινόταν αν οι Γερμανοί έσπαζαν τα φράγματα και πλημμύριζαν ολόκληρη την περιοχή για να αρνηθούν την πρόσβαση των Συμμάχων; Πως θα μπορούσαν να φύγουν οι κάτοικοι του Παραρτήματος; Αν και δεν είχαν απάντηση σε αυτή την ερώτηση, έκαναν κάθε είδους προετοιμασία. Η Άννα γράφει στις 3 Φεβρουαρίου 1944 στο Ημερολόγιό της ότι είχαν τα σακίδια τους έτοιμα για αναχώρηση ανά πάσα στιγμή. Μάλιστα σκέφτηκαν να ράψουν μικρές υφασμάτινες θήκες, τις οποίες θα κρεμούσαν στο λαιμό τους, κάτω από τα ρούχα και μέσα θα έβαζαν τα χρήματά τους51.
Η σίτιση των έγκλειστων
Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος εκτός από τον φόβο ότι θα τους ανακαλύψουν ήταν το φαγητό. Καταρχάς ο Γιαν Γκις και ο Γιοχάνες Κλέιμαν αγόραζαν στη μαύρη αγορά δελτία τροφίμων52. O Γκις μάλιστα ήταν μέλος της εθνικής οργάνωσης που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους ανθρώπους που κρύβονταν «Landelijke Organisatie voor Hulp aan Onderduikers» (LO), της πιο αποτελεσματικής από όλες τις ολλανδικές ομάδες αντίστασης. Από τα τέλη του 1942 και μετά, η LO έβρισκε κρυψώνες για τους διωκόμενους, Εβραίους και μη, και τους παρείχε πλαστά έγγραφα ταυτότητας, κουπόνια διατροφής και χρήματα. Ο Γκις εξασφάλισε έτσι τέσσερα κουπόνια για τους ενοίκους του Μυστικού παραρτήματος. Όπως αναφέρει η Άννα στις 9 Νοεμβρίου 1942: «Δελτία τροφίμων μπορεί κανείς να αγοράσει στη μαύρη αγορά. Βεβαίως το κόστος τους ανεβαίνει συνέχεια. Στις αρχές πληρώναμε γι’ αυτά 27 γκούλντεν, τώρα ήδη 33, για ένα τόσο δα ένα μικρό κομμάτι χαρτί.»53.
Κάθε πρωί, η Μιπ και η Μπεπ έδιναν στις οικογένειες τις μερίδες τους, τις οποίες συνέλεγαν για λογαριασμό τους. Το ψωμί αγοραζόταν από έναν φίλο του Κλέιμαν, τον W. J. Siemons που διατηρούσε μια γνωστή αλυσίδα αρτοποιείων στο Άμστερνταμ. Μια σταθερή επιπλέον ποσότητα ψωμιού για εφτά άτομα, πέρα από εκείνη που με κουπόνια προοριζόταν για τους εργαζομένους, παραδιδόταν στο γραφείο δύο φορές την εβδομάδα. Για αυτή την ποσότητα συμφωνήθηκε ότι θα εξοφλούνταν μετά τον πόλεμο, αλλά δεν χρειάστηκε μιας και ο Siemons το διέγραψε. Ο χασάπης Scholte, φίλος του Βαν Πελς, προμήθευε το κρέας54.
Την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 1942, η Άννα γράφει στο Ημερολόγιο: «Ο κ. Βαν Ντάαν ασχολούνταν με το κρέας, τα λουκάνικα και τα μπαχαρικά. Προσλήφθηκε για τις γνώσεις του στα μπαχαρικά, και όμως, προς μεγάλη μας χαρά, είναι η μαεστρία του στα λουκάνικα που έχει φανεί χρήσιμη τώρα. Παραγγείλαμε μια μεγάλη ποσότητα κρέατος (από την μαύρη αγορά, φυσικά) που σχεδιάζαμε να κονσερβοποιήσουμε για να έχουμε να φάμε την περίοδο των ισχνών αγελάδων. Διασκέδασα βλέποντάς τον να βάζει το κρέας στο μύλο: μία, δύο, τρεις φορές για να γίνει πάρα πολύ μαλακό. Μετά έρχονται οι προσθήκες, ανακατεύονται καλά και ύστερα όλη αυτή η μάζα περνιέται από ένα τουλπάνι μέσα στα έντερα από ζώα. Το μπράτβουρστ το φάγαμε τηγανιτό αμέσως με ξινολάχανο για μεσημεριανό, αλλά τα λουκάνικα που ήταν για φύλαξη μακράς διαρκείας έπρεπε πρώτα να αποξηρανθούν, οπότε τα δέσαμε με σχοινάκια από το ταβάνι σε ένα δοκάρι και καθένας που μπαίνει στο δωμάτιο γελάει όταν βλέπει τα λουκάνικα να κρέμονται και να κουνιούνται.»55.
Η Μιπ προμηθευόταν τα λαχανικά και τα χόρτα από ένα συγκεκριμένο παντοπωλείο στο Leliegracht που διεύθυνε ο van Hoeven, ένας μεγαλόσωμος άνδρας γύρω στα τριάντα, ο οποίος συμμετείχε σε μια ομάδα της Αντίστασης. Άλλωστε αυτός και η σύζυγός του επίσης έκρυβαν δύο Εβραίους στο διαμέρισμά τους στο Δυτικό Άμστερνταμ, μέχρι που τους πρόδωσαν το 194456. Η Άννα γράφει στο Ημερολόγιο την Κυριακή 11 Ιουλίου 1943: «Η Μιπ έχει καταντήσει γαϊδούρι απ’ το κουβάλημα για μας, σχεδόν κάθε μέρα βρίσκει κάπου κάποια χόρτα και λαχανικά και μας φέρνει με το ποδήλατο σε μεγάλες τσάντες»57. Ο δε van Hoeven παρέδιδε ο ίδιος τα βαριά σακιά με τις πατάτες στα γραφεία, τοποθετώντας τα σε ένα μικρό ντουλάπι στην κουζίνα58. Ο Πέτερ Βαν Πελς τα ανέβαζε τη νύχτα στη σοφίτα όπου ήταν αποθηκευμένα επίσης «εκτός απ’ τις 100 κονσέρβες, και τριακόσιες λίβρες φασόλια»59. Το γάλα ήταν ευθύνη της Μπεπ. Τους έφερνε επίσης φρούτα όταν οι τιμές ήταν χαμηλές. Την Παρασκευή 23 Ιουλίου 1943, η Άννα γράφει: «Η Έλλη κατάφερε να βρει φρούτα βεβαίως στη μαύρη αγορά. Μας κοστίζουνε κάτι τι παραπάνω. Σταφύλια πέντε γκούλντεν, διάφορα βατόμουρα εβδομήντα σεντς, ένα ροδάκινο πενήντα σεντς, ένα κιλό πεπόνι ένα και πενήντα γκούλντεν»60

Την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1944, η Άννα δίνει μια αναλυτική απογραφή των αποθεμάτων τους:
«Αυτή τη στιγμή έχουμε περίπου εξήντα πέντε λίβρες φασόλια και δέκα λίβρες μπιζέλια. Και μην ξεχνάς τα πενήντα κουτάκια με λαχανικά. […]Δέκα κονσέρβες ψάρι, σαράντα κουτιά γάλα, είκοσι λίβρες γάλα σε σκόνη, τρία μπουκάλια λάδι, τέσσερα βάζα βούτυρο, τέσσερα βάζα με κρέας, δύο μεγάλα βάζα με φράουλες, δύο βάζα με σμέουρα, είκοσι μποτίλιες με τοματοπολτό, δέκα λίβρες κουάκερ, εννέα κιλά ρύζι. […] έχουμε ακόμα περίπου διακόσιες τριάντα λίβρες πατάτες στην αποθήκη μπαχαρικών»61. Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν η ανεύρεση τροφής έγινε ακόμη πιο δύσκολη και τα αποθέματα μειώνονταν δραματικά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν συνελήφθη ο van Hoeven, ο μπακάλης τους. Παρόλο που οι κάτοικοι του παραρτήματος τον λυπήθηκαν βαθιά, οι σκέψεις τους στράφηκαν στο τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για αυτούς: θα μπορούσε να σπάσει με τα βασανιστήρια και να τους καταδώσει; Η Μιπ άρχισε να ψωνίζει από ένα άλλο παντοπωλείο στο Rozengracht, αλλά χρειάστηκε χρόνος και υπομονή για να μπορέσει να αποκτήσει οικειότητα και φιλικές σχέσεις με την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια, μέχρι να την πείσει να της πουλά επιπλέον μερίδες.
Στις 14 Μαρτίου 1944 η Άννα γράφει: «Οι άνθρωποι που μας προμήθευαν με κουπόνια τροφίμων έχουν συλληφθεί[…] Δεδομένου ότι η Μιπ και ο κύριος Κλέιμαν είναι ξανά άρρωστοι, η Μπεπ δεν μπορεί να ασχολείται και με τα ψώνια. Από αύριο, δεν θα έχουμε λίπος, βούτυρο ή μαργαρίνη.[…] Δεν μπορεί να πιστέψεις πόσο μπορεί να βρωμάει το ξινολάχανο όταν είναι μερικών ετών! Η κουζίνα μυρίζει σαν μείγμα από χαλασμένα δαμάσκηνα, χαλασμένα αυγά και άλμη. Ουφ, και μόνο η σκέψη ότι πρέπει να φάω αυτή τη λάσπη με κάνει να θέλω να κάνω εμετό! Εκτός αυτού, οι πατάτες μας έχουν κολλήσει τόσο περίεργες ασθένειες που ένας στους δύο κουβάδες πέφτει στα σκουπίδια. Διασκεδάζουμε προσπαθώντας να καταλάβουμε ποια ασθένεια έχουν, και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πάσχουν από καρκίνο, ευλογιά και ιλαρά.»62.
Την Τρίτη 3 Απριλίου 1944 η Άννα επιστρέφει στο διατροφικό θέμα και γράφει:
«Αγαπητή Κίττυ,
Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική μου, θα σου γράψω μια λεπτομερή περιγραφή της κατάστασης της σίτισης, καθώς έχει γίνει το μεγάλο θέμα δυσκολίας, όχι μόνο εδώ στο παράρτημα, αλλά σε όλη την Ολλανδία, σε όλη την Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα. Στους είκοσι ένα μήνες που βρισκόμαστε εδώ, έχουμε περάσει από πολλούς «κύκλους τροφής» – θα καταλάβεις τι σημαίνει αυτό αμέσως. Ένας «κύκλος τροφής» είναι μια περίοδος κατά την οποία έχουμε μόνο ένα συγκεκριμένο πιάτο ή είδος λαχανικού να φάμε. Για πολύ καιρό δεν τρώγαμε τίποτε άλλο εκτός αντίδι. Αντίδι με άμμο, αντίδι χωρίς άμμο, αντίδι με πουρέ, αντίδι και πουρέ στην κατσαρόλα. Έπειτα ήταν το σπανάκι, και ακολούθησαν τα μπρόκολα, οι μαύρες ρίζες, τα αγγούρια, οι ντομάτες, το ξινολάχανο κ.λπ., κ.λπ. Δεν είναι βέβαια πολύ ευχάριστο, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ να τρως ξινολάχανο, αλλά όταν πεινάς αρκετά, κάνεις πολλά πράγματα. Τώρα, όμως, διανύουμε την πιο παράξενη περίοδο μέχρι στιγμής, γιατί δεν υπάρχουν καθόλου λαχανικά. Το εβδομαδιαίο μεσημεριανό μας μενού αποτελείται από καφετιά φασόλια, σούπα με μπιζέλια, πατάτες με ζυμαρικά, κούγκελ πατάτας και, με τη βοήθεια του Θεού, γογγύλι χόρτα ή σάπια καρότα, και ύστερα πάλι καφετιά φασόλια. Λόγω της έλλειψης ψωμιού, ξεκινάμε την πατατοφαγία ήδη στο πρόγευμα. Για να φτιάξουμε σούπα χρησιμοποιούμε καφετιά ή άσπρα φασόλια, πατάτες, συσκευασίες σκόνης με χορτόσουπα, κοτόσουπα και φασολάδα μπλουμ. Υπάρχουν καφετιά φασόλια σε όλα, συμπεριλαμβανομένου του ψωμιού. Για δείπνο έχουμε πάντα πατάτες με απομίμηση σάλτσας και – δόξα τω Θεώ που το έχουμε ακόμα – σαλάτα από κοκκινογούλια. Από αλεύρι, νερό και λίγη μαγιά φτιάχνουμε ένα είδος κεφτέδες οι οποίοι όμως είναι τόσο κολλώδεις και σκληροί που νιώθεις σαν να είχες πέτρες στο στομάχι σου, αλλά εντάξει! Το κορυφαίο γεγονός της εβδομάδας είναι μια λεπτή φετούλα φουά-γκρα και η μαρμελάδα πάνω σε μια φέτα ψωμί χωρίς βούτυρο. Αλλά είμαστε ακόμα ζωντανοί, και τις περισσότερες φορές μας φαίνονται πολύ νόστιμα αυτά τα φτωχικά μας φαγητά!»63.
Τέλος την Πέμπτη 25 Μαΐου 1944, η Άννα σημειώνει στο Ημερολόγιο: «Η Μητέρα λέει ότι το πρωινό δε θα υπάρχει πλέον. Το μεσημέρι θα τρώμε χυλό και ψωμί, τα βράδυ τηγανητές πατάτες και ίσως μια ή δύο φορές την εβδομάδα σαλάτα ή λίγα χόρτα. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει. Θα πεινάμε, αλλά τίποτα δεν είναι χειρότερο από το να μας πιάσουν.»64.
Τα νέα από τα μέτωπα του πολέμου
Πηγή ειδήσεων για το τι γίνεται στον έξω κόσμο ήταν το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες που τους έφερναν οι βοηθοί, αλλά και αυτά που τους διηγιόντουσαν καθημερινά οι τελευταίοι.
Στο πίσω κτίριο, στον πρώτο όροφο που βρισκόταν το άλλοτε ιδιαίτερο γραφείο του Όττο Φρανκ, υπήρχε ένα μεγάλο ραδιόφωνο Philips, από το οποίο κάθε βράδυ η ομάδα άκουγε τις ειδήσεις του BBC ή του Radio Orange. Πρώτη φορά που η Άννα θα κατέβει από το κρησφύγετο με την οικογένειά της να ακούσουν ειδήσεις από τον έξω κόσμο ήταν στις 10 Ιουλίου 1942. Η Άννα γράφει στο Ημερολόγιο την επόμενη μέρα:
«Χθες το βράδυ κατεβήκαμε οι τέσσερις στο ιδιαίτερο γραφείο για να ακούσουμε στο ραδιόφωνο τον αγγλικό σταθμό. Ήμουνα τρομερά φοβισμένη μήπως κάποιος το ακούσει που παρακάλεσα κυριολεκτικά τον πατέρα να με πάει πίσω. Η μητέρα κατάλαβε το άγχος μου και ήρθε μαζί μου. Ό,τι και να κάνουμε, φοβόμαστε πολύ ότι οι γείτονες μπορεί να μας ακούσουν ή να μας δουν.»65.
Άλλη μια φορά – στις 24 Μαρτίου 1943 – φοβήθηκαν ότι θα αποκαλυφθούν λόγω του ραδιοφώνου. Να πως το καταγράφει η Άννα στο Ημερολόγιό της, την επομένη:
«Για κακή μας τύχη στο δωμάτιο που είχαμε το ραδιόφωνο, η βελόνα βρισκότανε στον αγγλικό σταθμό με γύρω τριγύρω οι καρέκλες έτσι κολλητά βαλμένες, που αν έμπαινε κανείς θα καταλάβαινε αμέσως ότι εκείνη τη στιγμή, πριν λίγα λεπτά, είχε χρησιμοποιηθεί το ραδιόφωνο. Αν έμπαινε η αστυνομία, η αντιαεροπορική άμυνα ή οποιοσδήποτε θα είχαμε πολύ δυσάρεστα επακόλουθα. Θα το έβλεπαν και θα φώναζαν οπωσδήποτε την Γκεστάπο.»66

https://www.annefrank.org/en/anne-frank/front-section/ottos-private-office/
Το ραδιόφωνο παρέμεινε η πιο σημαντική πηγή πληροφοριών των ενοίκων του Μυστικού Παραρτήματος ακόμη και μετά από έναν νόμο που θεσπίστηκε τον Μάιο του 1943, ο οποίος υποχρέωνε όλους τους Ολλανδούς να παραδώσουν τα ραδιόφωνά τους στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, μια απέλπιδα προσπάθεια να τεθεί ένα τέλος στην ραδιοφωνική προπαγάνδα του εχθρού. Όταν ο Κούγκλερ παρέδωσε ευσυνείδητα τον Ιούλιο του 1943, τη μεγάλη ραδιοσυσκευή Philips, ο Κλέιμαν τους έφερε ένα μικρό ραδιόφωνο. Η Άννα γράφει σχετικά στο Ημερολόγιο την Τρίτη 15 Ιουνίου 1943:
«Τον επόμενο μήνα θα πρέπει μάλλον να παραδώσουμε το ραδιόφωνό μας στις Αρχές. Ο κ. Κλέιμαν έχει κρυμμένο ένα ραδιοφωνάκι στο σπίτι του, το οποίο μας το δίνει για να αντικαταστήσουμε το όμορφο ραδιόφωνο του γραφείου μας. Είναι κρίμα που πρέπει να παραδώσουμε το μεγάλο μας Philips, αλλά όταν κρύβεστε, δεν έχετε την πολυτέλεια να τραβήξετε την προσοχή των Αρχών. Φυσικά θα βάλουμε το «μίνι» ραδιόφωνο στον επάνω όροφο. Τι είναι ένα κρυφό ραδιόφωνο όταν υπάρχουν ήδη λαθραίοι Εβραίοι και λαθραία χρήματα;[…] Είναι αλήθεια: καθώς τα ρεπορτάζ από το εξωτερικό γίνονται όλο και χειρότερα, το ραδιόφωνο, με την ελπιδοφόρα φωνή του, μας βοηθά να μην αποθαρρύνουμε και να συνεχίσουμε να λέμε στους εαυτούς μας: “Καλή διάθεση, ψηλά τα κεφάλια, τα πράγματα είναι βέβαιο ότι θα γίνουν καλύτερα!”».
Στο Ημερολόγιό της η Άννα κάνει συχνές αναφορές για τις εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου. Να ορισμένες από αυτές:
«Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 1942 […] οι Άγγλοι είχαν αποβιβαστεί στην Τύνιδα, το Αλγέρι, την Καζαμπλάνκα και το Οράν. «Αυτή είναι η αρχή του τέλους», έλεγαν όλοι, αλλά ο Τσώρτσιλ, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, που πρέπει να άκουσε το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται στην Αγγλία, δήλωσε: «Αυτό δεν είναι το τέλος. Δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Αλλά είναι, ίσως, το τέλος της αρχής». Βλέπεις τη διαφορά; Ωστόσο, υπάρχει λόγος αισιοδοξίας. Το Στάλινγκραντ, η ρωσική πόλη που δέχεται επίθεση εδώ και τρεις μήνες, δεν έχει ακόμη περιέλθει στα χέρια των Γερμανών.»67. Και ούτε θα περιέλθει. Την περίοδο 23 Νοεμβρίου 1942 – 2 Φεβρουαρίου 1943, τα σοβιετικά στρατεύματα αντεπιτίθενται, διαπερνώντας τις ουγγρικές και ρουμανικές γραμμές βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ, παγιδεύοντας τη γερμανική Έκτη Στρατιά στην πόλη. Καθώς οι Χίτλερ τούς είχε απαγορεύσει να υποχωρήσουν ή να προσπαθήσουν να διαφύγουν από τον σοβιετικό δακτύλιο, οι επιζώντες της Έκτης Στρατιάς παραδόθηκαν στις 30 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 1943. Θα ακολουθήσει γερμανική επίθεση (5-17 Ιουλίου) και σοβιετική αντεπίθεση (12 Ιουλίου-23 Αυγούστου) στην περιοχή του Κουρσκ, που έληξε με την με αποφασιστική νίκη του Κόκκινου Στρατού. Έκτοτε οι Σοβιετικοί κυριαρχούσαν στα πεδία των μαχών, μέχρι το τέλος του πολέμου.
«Κυριακή 11 Ιουλίου 1943 […] φτάσανε οι Εγγλέζοι στη Σικελία και ο πατέρας νομίζει ότι όπου να ‘ναι ο πόλεμος θα τελειώσει»68. Όντως στις 10 Ιουλίου 1943, αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σικελία, την οποία θα θέσουν υπό τον έλεγχό τους, έως τα μέσα Αυγούστου. Το τέλος όμως του πολέμου είναι ακόμη μακριά.
«Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1943 […] Την Τετάρτη το βράδυ, 8 Σεπτεμβρίου, καθόμαστε στις επτά η ώρα όλοι μαζί γύρω από το ραδιόφωνο και ακούμε “Εδώ ακολουθούν τα καλύτερα νέα του κόσμου. Η Ιταλία παραδόθηκε”.»69. Ήδη από τις 25 Ιουλίου 1943, το Μεγάλο Συμβούλιο του ιταλικού φασιστικού κόμματος ανατρέπει τον Μπενίτο Μουσολίνι, δίνοντας τη δυνατότητα στον Ιταλό στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο να σχηματίσει καινούργια κυβέρνηση. Στις 8 Σεπτεμβρίου η νέα κυβέρνηση μετά από διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους συνθηκολογεί και υπογράφεται ανακωχή. Την είδηση θα την ανακοινώσει από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Αλγερίου, Radio Algiers, ο αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Οι Γερμανοί με μια εντυπωσιακή επιχείρηση Ειδικών Δυνάμεων Αλεξιπτωτιστών, στις 12 Σεπτέμβρη, απαντούν με την απελευθέρωση του Μουσολίνι και επιθέσεις εναντίον των ιταλικών δυνάμεων στην Ιταλία, στη νότια Γαλλία και στα Βαλκάνια. Έτσι, η Ιταλία χωρίζεται σε δύο μέρη: στο βασίλειο της Ιταλίας, υπό την προστασία των Συμμάχων, και στη Δημοκρατία του Σαλό, ένα ιδιότυπο κράτος-μαριονέτα, το οποίο ίδρυσε ο Μουσολίνι με την υποστήριξη των Γερμανών.
«Παρασκευή 31 Μαρτίου 1944 […] Υπάρχει μια γενική διάθεση αισιοδοξίας για το ρωσικό μέτωπο, γιατί αυτό πάει πολύ καλά! Δεν γράφω συχνά για την πολιτική κατάσταση, αλλά πρέπει να σου πω πού βρίσκονται οι Ρώσοι αυτή τη στιγμή. Έφτασαν στα πολωνικά σύνορα και στον ποταμό Προυτ στη Ρουμανία. Είναι κοντά στην Οδησσό και έχουν περικυκλώσει το Τερνόπιλ. Κάθε βράδυ περιμένουμε μια επιπλέον ανακοίνωση από τον Στάλιν»70. Στο Ανατολικό Μέτωπο μετά την νίκη του Κόκκινου Στρατού στο Κουρσκ θα δώσει την μάχη του Δνείπερου και στα τέλη του Δεκέμβρη του 1943 θα απελευθερώσει το Κίεβο. Το ενδιαφέρον του Κόκκινου Στρατού στις αρχές του 1944 στράφηκε στο βορρά – αρχικά εξανάγκασε τους Γερμανούς να λύσουν την Πολιορκία του Λένινγκραντ (Ιανουάριος) και στη συνέχεια ξεκίνησε την εκδίωξή τους από τη Βαλτική.
«Δευτέρα 22 Μαΐου 1944 […] Στις 20 Μαΐου, ο Πατέρας έχασε το στοίχημα και έπρεπε να δώσει πέντε βάζα γιαούρτι στην κυρία Βαν Ντάαν: η απόβαση αλήθεια δεν έχει ακόμη ξεκινήσει. Μπορώ να πω με ασφάλεια ότι όλο το Άμστερνταμ, όλη η Ολλανδία, στην πραγματικότητα ολόκληρη η δυτική ακτή της Ευρώπης, μέχρι την Ισπανία, μιλάνε για την απόβαση μέρα και νύχτα, συζητούν, στοιχηματίζουν και . . . ελπίζουν. Η ένταση έχει μεγαλώσει ίσαμε εκεί που δεν πάει άλλο.»71.
«Τρίτη 6 Ιουνίου 1944…, “Αυτή είναι η D Day”, ανακοίνωσε το BBC στις δώδεκα. “Αυτή είναι η μέρα”. Η απόβαση ξεκίνησε! Σήμερα το πρωί στις οκτώ οι Βρετανοί ανέφεραν ισχυρούς βομβαρδισμούς στο Καλαί, στη Βουλώνη, στη Χάβρη και στο Χερβούργο, καθώς και στο Πα-ντε-Καλαί (ως συνήθως). Επιπλέον, ως προληπτικό μέτρο για όσους βρίσκονται στα κατεχόμενα, όλοι όσοι ζούσαν σε μια ζώνη είκοσι μιλίων από την ακτή προειδοποιήθηκαν να προετοιμαστούν για βομβαρδισμούς. Όπου είναι δυνατόν, οι Βρετανοί θα ρίχνουν προκηρύξεις μια ώρα νωρίτερα. Σύμφωνα με τις γερμανικές ειδήσεις, Βρετανοί αλεξιπτωτιστές έχουν πέσει στις ακτές της Γαλλίας. “Βρετανικά αποβατικά σκάφη εμπλέκονται σε μάχη με γερμανικές ναυτικές μονάδες”, σύμφωνα με το BBC. […] Μετάδοση του BBC στα γερμανικά, ολλανδικά, γαλλικά και άλλες γλώσσες στις δέκα: Η απόβαση άρχισε! Αυτή είναι λοιπόν η “πραγματική” απόβαση. Το BBC μεταδίδει στα γερμανικά στις έντεκα: ομιλία του Ανώτατου Διοικητή Στρατηγού Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Το BBC μετέδωσε στα αγγλικά: “This is 0 Day”. Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ είπε στον γαλλικό λαό: “Θα έρθουν σκληρές μάχες τώρα, αλλά μετά από αυτές η νίκη. Το έτος 1944 είναι η χρονιά της πλήρους νίκης. Καλή τύχη!” Το BBC μετέδωσε στα αγγλικά στη μία: 11 000 αεροπλάνα πηγαίνουν πέρα δώθε ή βρίσκονται κοντά για να αφήσουν στρατεύματα και να βομβαρδίσουν πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Τέσσερις χιλιάδες αποβατικά σκάφη και μικρότερα πλοία φτάνουν συνεχώς στην περιοχή μεταξύ Χερβούργου και Χάβρης. Αγγλικά και αμερικανικά στρατεύματα έχουν ήδη εμπλακεί σε βαριές μάχες. Ομιλίες του πρωθυπουργού του Βελγίου, του βασιλιά Χάακον της Νορβηγίας, του Ντε Γκωλ της Γαλλίας, του βασιλιά της Αγγλίας και, τέλος, του Τσώρτσιλ. Μεγάλη ταραχή στο Παράρτημα! Είναι πραγματικά αυτή η αρχή της πολυαναμενόμενης απελευθέρωσης; Η απελευθέρωση για την οποία όλοι έχουμε μιλήσει τόσο πολύ, η οποία εξακολουθεί να φαίνεται πολύ καλή, πάρα πολύ παραμυθένια για να γίνει ποτέ πραγματικότητα; Φέτος το 1944 θα μας φέρει τη νίκη; δεν ξέρουμε ακόμα. Αλλά όπου υπάρχει ελπίδα, υπάρχει ζωή. Μας γεμίζει με φρέσκο κουράγιο και μας κάνει ξανά δυνατούς. Θα χρειαστεί να είμαστε γενναίοι για να υπομείνουμε τους πολλούς φόβους και τις κακουχίες και τα βάσανα που έρχονται. Τώρα το θέμα είναι να παραμείνουμε ήρεμοι και σταθεροί, να σφίξουμε τα δόντια μας για να μην ουρλιάξουμε! Η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία, ακόμη και η Γερμανία, μπορούν να ουρλιάξουν από αγωνία, αλλά εμείς δεν έχουμε ακόμη αυτό το δικαίωμα! Ω, Κίττυ, το καλύτερο με την απόβαση είναι ότι έχω την αίσθηση ότι οι φίλοι είναι καθ’ οδόν. Εκείνοι οι τρομεροί Γερμανοί μας καταπίεζαν και μας απειλούσαν τόσο καιρό που η σκέψη των φίλων και της σωτηρίας σημαίνει τα πάντα για εμάς! Τώρα δεν είναι μόνο οι Εβραίοι, αλλά η Ολλανδία και όλη η κατεχόμενη Ευρώπη. Ίσως, λέει η Μαργκότ, μπορώ ακόμη και να επιστρέψω στο σχολείο τον Οκτώβριο ή τον Σεπτέμβριο… Υστερόγραφο: Θα σε κρατάω ενήμερη για τα τελευταία νέα! Σήμερα το πρωί και χθες το βράδυ, ομοιώματα από άχυρο και καουτσούκ έπεσαν από τον αέρα πίσω από τις γερμανικές γραμμές και εξερράγησαν τη στιγμή που χτύπησαν στο έδαφος. Πολλοί αλεξιπτωτιστές, με τα πρόσωπά τους βαμμένα μαύρα, ώστε να μην φαίνονται στο σκοτάδι, προσγειώθηκαν επίσης. Η γαλλική ακτή βομβαρδίστηκε με 5 500 τόνους βόμβες κατά τη διάρκεια της νύχτας και στη συνέχεια, στις έξι το πρωί, το πρώτο αποβατικό σκάφος έφτασε στη στεριά. Σήμερα υπήρχαν 20 000 αεροπλάνα σε δράση. Το γερμανικό παράκτιο πυροβολικό καταστράφηκε πριν ακόμη ξεκινήσει η απόβαση. έχει ήδη διαμορφωθεί ένα μικρό προγεφύρωμα. Όλα πάνε καλά, παρά τον κακό καιρό. Ο στρατός και ο λαός είναι “μία θέληση και μία ελπίδα”.»72.
«Παρασκευή 23 Ιουνίου 1944 […] Οι Εγγλέζοι έκαναν μια μεγάλη επίθεση στο Χερβούργο… Οι Ρώσοι λαμβάνουν μέρος στην επίθεση και εχτές αρχίσανε την αντεπίθεση ακριβώς τρία χρόνια μετά την εισβολή των Γερμανών.»73. Στις 22 Ιουνίου 1944, όντως τρία χρόνια από την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, (έτσι αναφέρεται στη ρωσική ιστοριογραφία ο πόλεμος ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και τις δυνάμεις του Άξονα), οι Σοβιετικοί εξαπολύουν μαζική επίθεση στην ανατολική Λευκορωσία, καταστρέφοντας τη γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και κατευθύνονται δυτικά προς τον ποταμό Βιστούλα και τη Βαρσοβία στην κεντρική Πολωνία έως την 1η Αυγούστου. Από τις 25 Ιουνίου 1944, οι αγγλοαμερικανικές δυνάμεις προελαύνουν πέρα από το προγεφύρωμα της Νορμανδίας και κατευθύνονται ανατολικά προς το Παρίσι.
«Τρίτη 27 Ιουνίου 1944…,Τα κέφια είναι μεγάλα. Όλα πετυχαίνουν. Έπεσε το Χερβούργο. Το Σλομπίν και το Βιτέμπσκ. Πολλά λάφυρα και πολλοί αιχμάλωτοι.»74.
«Παρασκευή 21 Ιουλίου 1944…,Επιτέλους γίνομαι αισιόδοξη. Τώρα, επιτέλους, τα πράγματα πάνε καλά! Πραγματικά καλά! Θαυμάσια νέα! Έχει γίνει μια απόπειρα δολοφονίας κατά της ζωής του Χίτλερ, και όχι από Εβραίους κομμουνιστές ή Άγγλους καπιταλιστές, αλλά από έναν ευγενή Γερμανό στρατηγό που μάλιστα είναι και κόμης, αλλά και νέος. Ο Φύρερ οφείλει τη ζωή του στη «Θεία Πρόνοια»: γλίτωσε, δυστυχώς, με λίγα μόνο ελαφρά εγκαύματα και γρατσουνιές. Μερικοί από τους αξιωματικούς και τους στρατηγούς που βρίσκονταν εκεί κοντά σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Ο υπεύθυνος της απόπειρας έχει πυροβοληθεί, τον σκότωσαν.»75. Πρόκειται για την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του Χίτλερ στο καταφύγιο του, Wolfsschanze (Φωλιά του Λύκου), στην ανατολική Πρωσία, με δράστη τον τριανταεξάχρονο συνταγματάρχη Κλάους Σενκ Γκραφ φον Στάουφενμπεργκ, επικεφαλής του γενικού στρατηγείου των δυνάμεων εσωτερικού της Βέρμαχτ. Ο ίδιος δεν θα αναλάμβανε μόνο τον ρόλο του εκτελεστή, τοποθετώντας εκρηκτική ύλη, κρυμμένη σε χαρτοφύλακα, κοντά στον Χίτλερ, αλλά θα εκπονούσε ολόκληρο σχέδιο ανατροπής του καθεστώτος, στο οποίο συμμετείχαν συντηρητικοί κύκλοι και πιο συγκεκριμένα αξιωματικοί, διπλωμάτες και υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Το βράδυ της 20ης Ιουλίου οι πρώτοι πέντε συνωμότες: Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, Λούντβιχ Μπεκ, Βέρνερ φον Χέφτεν, Φρίντριχ Όλμπριχτ και Άλμπρεχτ φον Κβιρνχάιμ θανατώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα θα μεταδοθεί ομιλία του Χίτλερ, απ’ όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο Χίτλερ είπε ότι «η ασήμαντη κλίκα των εγκληματικών στοιχείων θα ξεριζωθεί αμείλικτα». Την επόμενη περίοδο η Γκεστάπο προχώρησε στη σύλληψη τουλάχιστον 7 000 ατόμων, από τα οποία τα 4 980 εκτελέστηκαν. Στην ομιλία του σε τρεις περιπτώσεις αναφέρθηκε στη σωτηρία του χαρακτηρίζοντάς τη «σημάδι της Θείας Πρόνοιας για να συνεχίσω το έργο μου, και γι’ αυτό θα το συνεχίσω»76.
Τα συναισθήματα της Άννας
Η έφηβη Άννα αναζητώντας την προσωπική της ανεξαρτησία βρίσκει ένα εσωτερικό καταφύγιο στο Ημερολόγιό της και μέσω της φανταστικής της φίλης, Κίττυ, συνομιλεί με τον εαυτό της αποτυπώνοντας αυθόρμητα, με ειλικρίνεια και με απόλυτο τρόπο στο χαρτί, συναισθήματα θλίψης, λύπης, ζήλιας, θυμού, αλλά και θαυμασμού, αγάπης, έρωτα. Η έφηβη Άννα κατηγορεί και θυμώνει με την μητέρα της. Ζηλεύει την αδερφή της. Θαυμάζει και αγαπά τον πατέρα της, αλλά και του παραπονιέται ότι δεν την καταλαβαίνει. Ερωτεύεται τον μόνο διαθέσιμο έφηβο του κρησφύγετου.
Η Άννα για την οικογένειά της:
«Σάββατο 3 Οκτωβρίου 1942
Αγαπητή Κίττυ,
Χτες έγινε πάλι ένας τρομερός καβγάς. Η Μητέρα διηγήθηκε στον Μπαμπά όλες μου τις αμαρτίες, αλλά βέβαια πολύ παραφουσκωμένες. Αυτή έκλαιγε, εγώ επίσης, παρόλο ότι είχα τρομερό πονοκέφαλο. Έτσι ομολόγησα στον Μπαμπά ότι αγαπάω εκείνον πολύ περισσότερο. Απλώς δεν αντέχω τη Μητέρα, και πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να μην της εναντιώνεται συνέχεια και να παραμένω ήρεμη, αν και προτιμώ να τη χαστουκίσω στο πρόσωπο. Δεν ξέρω γιατί την αντιπαθούσα τόσο τρομερά… Μπορώ να φανταστώ τη Μητέρα να πεθαίνει κάποια μέρα, αλλά ο θάνατος του Μπαμπά μού φαίνεται αδιανόητος. Είναι πολύ κακό εκ μέρους μου, αλλά έτσι νιώθω. Ελπίζω ότι η Μητέρα δεν θα διαβάσει ποτέ αυτό ή οτιδήποτε άλλο έχω γράψει.»77.
Αγαπητή Κίττυ,
Τα νεύρα της Μητέρας είναι τεντωμένα, και αυτό δεν είναι καλό για μένα. Είναι τάχα τυχαίο που ο Πατέρας και η Μητέρα δεν επιπλήττουν ποτέ τη Μαργκότ και πάντα κατηγορούν εμένα για όλα; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και ζήτησε θυμωμένη το βιβλίο πίσω. Ήθελα να το κοιτάξω λίγο περισσότερο. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η Μητέρα λέγοντας: “Η Μαργκότ διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις”.
«Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942
Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο Πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε: “Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου!”. Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο – πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του Πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη. Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο Πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι’ αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει. Φυσικά η Μητέρα πήρε το μέρος της Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές της Μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ. Τις αγαπώ, αλλά μόνο γιατί είναι η Μητέρα μου και η Μαργκότ. Δεν με ενδιαφέρουν ως άνθρωποι. Όσο με αφορά, να πάνε να πνιγούνε. Είναι διαφορετικά με τον Πατέρα. Όταν τον βλέπω να είναι μεροληπτικός απέναντι στη Μαργκότ, να εγκρίνει κάθε ενέργεια της Μαργκότ, να την επαινεί, να την αγκαλιάζει, νιώθω έναν πόνο μέσα μου, γιατί είμαι τρελή μαζί του. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον Πατέρα. Δεν συνειδητοποιεί ότι αντιμετωπίζει τη Μαργκότ διαφορετικά από εμένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η καλύτερη. Παρ’ όλ’ αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν και ο αποδιοπομπαίος τράγος της οικογένειας· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ’ ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον Πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει. Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του Πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι. Γαντζώνομαι στον Πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα των συναισθημάτων μου για την οικογένεια. Ο Πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη Μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της. Περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, η Μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη. Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της Μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η Μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν’ αράξω. Όλ’ αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ’ εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω Μητέρα μου. Λέω στον εαυτό μου ξανά και ξανά να αγνοήσει το κακό παράδειγμα της Μητέρας. Να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ’ εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο Πατέρας ούτε η Μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι’ αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα; Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτα απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα. Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω. Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ’ ενοχλούν κι εκείνους που παρερμηνεύουν πάντα τις προθέσεις μου. Γι’ αυτό πάντα καταλήγω να επιστρέφω στο ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίττυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ’ αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα ‘θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα ‘θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ’ αγαπά. Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.»78.
«Σάββατο 30 Ιανουαρίου 1943
Αγαπητή Κίττυ,
Είμαι έξω φρενών απ’ το θυμό μου, δεν επιτρέπεται όμως να το δείξω. Θέλω να χτυπήσω τα πόδια μου, να ουρλιάξω, να ταρακουνήσω τη Μητέρα μου και δεν ξέρω τι άλλα να κάνω για τα ειρωνικά βλέμματα, τις κατσάδες που πέφτουν κάθε μέρα απάνω μου σαν τα βέλη από ένα τεντωμένο τόξο. Θέλω να ουρλιάξω στη Μητέρα, στη Μαργκότ, στον Ντούσσελ, στους Βαν Ντάαν και ακόμα και στον Πατέρα μου! Αφήστε με επιτέλους ήσυχη. Μα για το Θεό, πρέπει κάθε βράδυ να μουσκεύω το μαξιλάρι μου με δάκρυα και να κοιμάμαι με ένα βαρύ κεφάλι; Αφήστε με ήσυχη, θέλω να φύγω από όλα, ακόμα καλύτερα και από τον κόσμο αυτόν. Αλλά δεν ωφελεί. Δεν το καταλαβαίνουμε πως έχω τόσο απογοητευτεί, δεν ξέρουν τίποτα απ’ τις πληγές που μου έχουν κάνει. Αλλά και την συμπόνια τους και την ειρωνεία τους, εκείνη πια δεν μπορώ καθόλου να την αντέξω. Μου ‘ρχεται να κλαίω συνέχεια. Καθένας με βρίσκει γεμάτη προσποίηση, μόλις ανοίξω το στόμα μου. Γελοία αν δεν μιλήσω, αυθάδικη αν δώσω απάντηση, υπεροπτική αν έχω κάποια ιδέα, τεμπέλα αν είμαι κουρασμένη, εγωιστική αν πάρω ένα κουτάλι παραπάνω από κάτι, κουτή, δειλή, υπολογίστρια και τα λοιπά. Όλη την ημέρα δεν ακούω τίποτα άλλο παρά δε με αντέχουν και αν γελάσω γι’ αυτό και κάνω έτσι, ότι δεν με ενδιαφέρει, πάλι δε θα ‘χω καταφέρει τίποτα. Θα ‘θελα να παρακαλέσω το Θεό να μου δώσει ένα χαρακτήρα που να μη θυμώνει τους άλλους, όμως δε γίνεται. Ο χαρακτήρας μου έχει δοθεί. Δεν είμαι όμως κακή. Το αισθάνομαι. Προσπαθώ συνέχεια πολύ περισσότερο απ’ ‘ό,τι φαντάζονται όλοι να κάνω τα πάντα σωστά και όπως τα θέλουνε. Ακόμα-ακόμα γελάω μαζί τους για να μην καταλάβουν τον βαθύ μου καημό. Όταν η μητέρα είναι άδικη με μένα της έχω αντιμιλήσει πολλές φορές και της έχω πει: “Μου είναι αδιάφορο τι λες, τράβα μόνο τα χέρια σου από πάνω μου. Έτσι κι αλλιώς είμαι μια περίπτωση χωρίς ελπίδα”. Τότε μου λένε ότι είμαι αυθάδης. Δυο μέρες δε με προσέχουν και ξαφνικά όλα είναι πάλι ξεχασμένα και καλά. Εμένα όμως μου είναι αδύνατο να είμαι φιλική με κάποιο πρόσωπο τη μια μέρα και την άλλη να το μισώ. Διαλέγω καλύτερα τη χρυσή μέση, η οποία δεν είναι διόλου χρυσή και κρατώ τις σκέψεις μου για τον εαυτό μου και προσπαθώ να είμαι έτσι υποτιμητική απέναντι τους όπως είναι αυτοί με μένα. Μακάρι να μπορούσα.»79.
«Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 1943
[…] Ομολογώ ότι δεν έχω καμία απολύτως επιθυμία να γίνω σαν τη Μαργκότ. Κατά την κρίση μου είναι πολύ άχρωμη και παθητική, αφήνει να επηρεάζεται απ’ τον καθένα και πάντα ενδίδει. Καθένας νομίζω πρέπει να ‘χει την δική του γνώμη. Αλλά κρατάω τέτοιες ιδέες για τον εαυτό μου, γιατί αλλιώς θα με κοροϊδέψουν…»80.
«Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 1944
Αγαπητή Κίττυ, […] Όπως ξέρεις, έχω παραπονεθεί συχνά για εκείνη και μετά προσπάθησα να είμαι καλή. Ξαφνικά κατάλαβα τι της φταίει. Η Μητέρα είπε ότι μας βλέπει περισσότερο ως φίλες παρά ως κόρες. Αυτό είναι πολύ ωραίο, φυσικά, εκτός από το ότι ένας φίλος δεν μπορεί να πάρει τη θέση μιας μητέρας. Χρειάζομαι τη Μητέρα μου να δώσει το καλό παράδειγμα και να είναι ένα άτομο που μπορώ να σέβομαι, αλλά στα περισσότερα θέματα είναι ένα παράδειγμα για το τι δεν πρέπει να κάνω.»81.
«Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Καθώς φαίνεται να διανύω μια περίοδο προβληματισμού αυτή τη στιγμή και να αφήνω το μυαλό μου να κυμαίνεται σε οτιδήποτε και σε όλα, οι σκέψεις μου φυσικά έχουν στραφεί στον γάμο του Πατέρα και της Μητέρας. Πάντα μου παρουσιαζόταν ως ιδανικός γάμος. Ποτέ καυγάς, κανένα θυμωμένο πρόσωπο, τέλεια αρμονία κ.λπ., κ.λπ. Ξέρω μερικά πράγματα για το παρελθόν του Πατέρα, και όσα δεν ξέρω, τα έχω φτιάξει. Έχω την εντύπωση ότι ο Πατέρας παντρεύτηκε τη Μητέρα γιατί ένιωθε ότι θα ήταν κατάλληλη σύζυγος. Οφείλω να ομολογήσω ότι θαυμάζω τη Μητέρα για τον τρόπο που ανέλαβε το ρόλο της συζύγου του και ποτέ, απ’ όσο ξέρω, δεν παραπονέθηκε ή ζήλεψε. Δεν μπορεί να είναι εύκολο για μια ερωτευμένη σύζυγο να ξέρει ότι δεν θα είναι ποτέ πρώτη στα συναισθήματα του συζύγου της, και η Μητέρα το ήξερε αυτό. Ο Πατέρας σίγουρα θαύμαζε τη στάση της Μητέρας και πίστευε ότι είχε εξαιρετικό χαρακτήρα. Γιατί να παντρευτείς κάποιαν άλλη; Τα ιδανικά του είχαν καταρρεύσει και τα νιάτα του είχαν παρέλθει. Τι είδους γάμος έχει αποδειχθεί; Χωρίς διαμάχες ή διαφορές απόψεων – αλλά δεν είναι ιδανικός γάμος. Ο Πατέρας σέβεται τη Μητέρα και την αγαπά, αλλά όχι με τον έρωτα που οραματίζομαι για έναν γάμο. Ο Πατέρας δέχεται τη Μητέρα όπως είναι, συχνά ενοχλείται, αλλά λέει όσο το δυνατόν λιγότερα, γιατί ξέρει τις θυσίες που έπρεπε να κάνει η Μητέρα. Ο Πατέρας δεν ρωτά πάντα τη γνώμη της – για την επιχείρηση, για άλλα θέματα, για ανθρώπους, για οτιδήποτε. Δεν της λέει τα πάντα, γιατί ξέρει ότι είναι πολύ συναισθηματική, πολύ επικριτική και συχνά πολύ προκατειλημμένη. Ο Πατέρας δεν είναι ερωτευμένος. Τη φιλάει όπως φιλάει εμάς. Δεν την φέρνει ποτέ ως παράδειγμα, γιατί δεν μπορεί. Την κοιτάζει πειραχτικά, ή κοροϊδευτικά, αλλά ποτέ ερωτικά. Μπορεί να αποδειχτεί ότι η μεγάλη αυτοθυσία της Μητέρας την έχει κάνει σκληρή και δυσάρεστη με τους γύρω της, αλλά είναι σίγουρο ότι θα την πάει ακόμα πιο μακριά από το μονοπάτι της αγάπης, θα προκαλέσει ακόμη λιγότερο θαυμασμό και μια μέρα ο Πατέρας θα αναγκαστεί να συνειδητοποιήσει ότι ενώ, εξωτερικά, ποτέ δεν ζήτησε την απόλυτη αγάπη του, εσωτερικά, αργά αλλά σταθερά καταρρέει. Τον αγαπά περισσότερο από τον καθένα και είναι δύσκολο να δεις αυτό το είδος αγάπης να μην ανταποκρίνεται. Άρα πρέπει πραγματικά να νιώσω περισσότερη συμπάθεια για τη Μητέρα; Να τη βοηθήσω; Και ο Πατέρας; – Δεν μπορώ, πάντα φαντάζομαι μια άλλη Μητέρα. Απλά δεν μπορώ. – Πως θα μπορούσα? Δεν μου είπε τίποτα για τον εαυτό της και δεν της το ζήτησα ποτέ. Τι γνωρίζουμε για τις σκέψεις του άλλου; Δεν μπορώ να της μιλήσω, δεν μπορώ να κοιτάξω με αγάπη αυτά τα ψυχρά μάτια, δεν μπορώ. Ποτέ! – Αν είχε έστω και ένα χαρακτηριστικό που υποτίθεται ότι έχει μια Μητέρα με κατανόηση, ευγένεια ή φιλικότητα ή υπομονή ή κάτι τέτοιο, θα συνέχιζα να προσπαθώ να έρθω πιο κοντά της. Αλλά το να αγαπάς αυτό το αναίσθητο άτομο, αυτό το κοροϊδευτικό πλάσμα – γίνεται όλο και πιο αδύνατο κάθε μέρα!»82.
«Σάββατο 15 Ιουλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
[…]Τώρα θα ήθελα να στραφώ στο κεφάλαιο «Ο Πατέρας και η Μητέρα δεν με καταλαβαίνουν». Οι γονείς μου με παραχάιδεψαν, με κακομάθανε, ήταν πολύ καλή μαζί μου, με υπεράσπιζαν πάντα, έκαναν ότι μπορούσαν να κάνουν οι καλοί γονείς. Και όμως τον περισσότερο καιρό αισθανόμουνα εξαιρετικά μόνη, παραμελημένη και παρεξηγημένη. Ο Πατέρας έκανε ό,τι μπορούσε για να περιορίσει το επαναστατικό μου πνεύμα, αλλά δεν ωφέλησε. Μονάχη μου γιατρεύτηκα λέγοντας στον εαυτό μου ότι αυτό που κάνω είναι σωστό ή στραβό. Γιατί ο Πατέρας δεν με στήριξε στον αγώνα μου; Γιατί δεν τα κατάφερε όταν προσπάθησε να μου προσφέρει ένα χέρι βοήθειας; Η απάντηση είναι: χρησιμοποίησε λάθος μεθόδους. Πάντα μου μιλούσε σαν να ήμουν παιδί που περνούσε μια δύσκολη φάση. Ακούγεται τρελό, αφού ο Πατέρας είναι ο μόνος που μου έδωσε μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και με έκανε να νιώθω σαν να είμαι λογικός άνθρωπος. Όμως παρέβλεψε ένα πράγμα: δεν κατάλαβε ότι αυτός ο αγώνας να θριαμβεύσω πάνω στις δυσκολίες μου ήταν πιο σημαντικός για μένα από οτιδήποτε άλλο. Δεν ήθελα να ακούσω για «συνήθη προβλήματα εφηβικής ηλικίας» ή «άλλα κορίτσια» ή «θα ξεφύγεις από αυτό». Δεν ήθελα να είμαι απλός ένα κορίτσι, όπως όλα. Ήθελα και ήμουνα μια προσωπικότητα. Η Άννα. Αυτό δεν το κατάλαβε ο Πημ. Εξάλλου, δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον που δεν μιλάει για το εαυτό του. Ο Πημ, ο Πατέρας, βρισκόταν πάντα στη θέση του μεγαλύτερου προς το μικρότερο. Αυτά τα αισθηματάκια και αυτές τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τις είχε και αυτός περάσει και ξεπεράσει, δεν ήταν όμως ποτέ ο κάπως μεγαλύτερος σύντροφος προς ένα νεότερο τον οποίο αισθάνεται, τον συμβουλεύει, αλλά και τον πονάει μαζί. Όσο και να το είχε δοκιμάσει δεν το κατάφερε. Γι’ αυτό ποτέ δεν τον άφησα να δει απόλυτα μέσα στον εαυτό μου, να δει τις απόψεις μου για την ζωή και γενικά τις θεωρίες που είχα για το ένα ή το άλλο θέμα. Ίσως καμιά φορά άνοιξα της Μαργκότ λιγάκι την πόρτα. Από τον Πατέρα τα έκρυβα όλα, κάθε τι που με αφορούσε απόλυτα. Δεν μπορούσα αλλιώς. Έπρεπε να προστατεύσω τα αισθήματά μου.[…] Θέλω να μείνω μόνη μου και θα προτιμούσα να με αγνοήσει για λίγο μέχρι να είμαι πιο σίγουρη για τον εαυτό μου όταν του μιλάω!»83.
Ανακαλύπτοντας την σεξουαλικότητά της
Όπως είναι γνωστό οι σεξουαλικές ορμόνες υπάρχουν στο σώμα του παιδιού από την γέννησή του, όμως στην εφηβεία αυξάνονται απότομα τα ποσοστά τους και φτάνουν στα επίπεδα ενός ενήλικου σώματος. Είναι η περίοδος που οι έφηβοι συχνά νιώθουν την ανάγκη να πειραματιστούν και να ανακαλύψουν την σεξουαλικότητά τους. Η Άννα δεν αποτέλεσε εξαίρεση και μάλιστα έγραψε για αυτό στο Ημερολόγιό της.

Πηγή: https://www.news247.gr/kosmos/apokalypsi-diavasan-tis-kryfes-selides-sto-imerologio-tis-anna-frank.6613732.html
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1942, η 13χρονη τότε Άννα έγραψε δύο σελίδες στο κοκκινόλευκο καρό ημερολόγιό της, τις οποίες η ίδια, ή ο πατέρας της αργότερα, τις κάλυψε με σκούρα καφέ χαρτοταινία και το περιεχόμενό τους παράμεινε μυστικό για δεκαετίες. Μόλις το 2018, ερευνητές που είχαν φωτογραφίσει τις σελίδες 78 και 79 από το ημερολόγιο, τις εξέτασαν με ειδικό φωτισμό και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ειδικό λογισμικό για να αποκρυπτογραφήσουν τις λέξεις που κρύβονταν κάτω από την χαρτοταινία. Σε αυτές τις σελίδες η Άννα έγραψε τέσσερα «πονηρά», όπως η ίδια τα ονόμασε, ανέκδοτα, μερικές φράσεις που μετά διέγραψε και πρόσθεσε ένα κείμενο 33 σειρών περί της σεξουαλικής πράξης, της αντισύλληψης αλλά και της πορνείας.
«Η Άννα Φρανκ γράφει για τη σεξουαλικότητα με έναν αφοπλιστικό τρόπο», δήλωσε ο Ρόναλντ Λέοπολντ, του Μουσείου – Σπιτιού της Άννας Φρανκ στο Άμστερνταμ. «Όπως κάθε έφηβη, είναι περίεργη για αυτό το θέμα», πρόσθεσε. Με το παραπάνω συμφώνησε και ο Φρανκ Βαν Φρέε, διευθυντής του Ινστιτούτου Niod, που βοήθησε στην «αποκρυπτογράφηση» των σελίδων. «Οποιοσδήποτε διαβάσει τα αποσπάσματα που ανακαλύφθηκαν τώρα, δεν θα μπορέσει να κρύψει ένα χαμόγελο», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «τα “βρώμικα” αστεία είναι κλασικά μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν. Δείχνουν πως η Άννα, με όλα της τα χαρίσματα, ήταν πάνω από όλα ένα καθημερινό κορίτσι»84. Ένα από τα επίμαχα αστεία είναι το εξής: «Ξέρετε γιατί τα κορίτσια της γερμανικής Βέρμαχτ βρίσκονται στην Ολλανδία; Ως στρώματα για τους στρατιώτες».
Στα αποσπάσματα σχετικά με το σεξ, η Άννα περιγράφει πώς η έμμηνος ρήση μίας γυναίκας, που έρχεται γύρω στα 14, «είναι ένα δείγμα πως είναι ώριμη να έχει σχέσεις με έναν άντρα, αλλά, φυσικά, δεν το κάνεις αυτό πριν παντρευτείς».
Αναφορικά με την πορνεία γράφει: «Όλοι οι άντρες, αν είναι φυσιολογικοί, πάνε με γυναίκες, οι γυναίκες αρέσκονται να τους προσεγγίζουν στο δρόμο και ύστερα φεύγουν μαζί. Στο Παρίσι έχουν μεγάλα σπίτια γι’ αυτό. Ο μπαμπάς έχει πάει εκεί»85.
Οι σελίδες αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα σκανδαλώδεις ούτε προκαλούν έκπληξη, δεδομένου ότι η Άννα έγραφε συχνά πυκνά για το θέμα της σεξουαλικότητας στο ημερολόγιο της.
Να τι γράφει τηνΤετάρτη 5 Ιανουαρίου 1944:
«…Χτες διάβασα ένα άρθρο της Σις Χέυστερ για το κοκκίνισμα. Ήταν σαν να είχε απευθυνθεί σε μένα. Όχι ότι κοκκινίζω εύκολα, αλλά το υπόλοιπο άρθρο ίσχυε. Αυτό που λέει βασικά είναι ότι κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα κορίτσια κλείνονται στον εαυτό τους και αρχίζουν να σκέφτονται τις εκπληκτικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα τους. Το νιώθω κι εγώ, και τώρα ντρέπομαι ακόμα και την Μαργκότ και τους γονείς μου. Από την άλλη πλευρά, η Μαργκότ που συνήθως είναι πολύ πιο ντροπαλή από εμένα, κι όμως δεν ντρέπεται καθόλου. Νομίζω ότι αυτό που μου συμβαίνει είναι τόσο υπέροχο, και δεν εννοώ μόνο τις αλλαγές που συμβαίνουν στο εξωτερικό του σώματός μου, αλλά και εκείνες που γίνονται μέσα μου βαθιά. Ακριβώς επειδή γι’ αυτή τη διαφορά δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν προσπαθώ μόνη μου να μπορέσω να την εξηγήσω. Κάθε φορά όταν είμαι αδιάθετη και αυτό συνέβη ως τώρα τρεις φορές, έχω ένα αίσθημα, παρ’ όλους τους πόνους και της δυσάρεστης καταστάσεως, της αηδίας που νιώθω, έχω ένα αίσθημα ενός μικρού μυστικού, το οποίο κουβαλάω μαζί μου και παρ’ όλες τις ενοχλήσεις και την αδιαθεσία που νιώθει κανείς, εύχομαι να έρθει πάλι γρήγορα ο καιρός και που θα την έχω πάλι απάνω μου. […] Πολλές φορές τα βράδια δεν μπορώ να μην πιάσω και να μην νιώσω τα στήθια μου και να μην ακούσω πόσο ήρεμα και βαθιά χτυπάει μέσα τους η καρδιά μου. Ασυνείδητα, είχα αυτά τα συναισθήματα ακόμη και πριν έρθω εδώ. Μια φορά, όταν κοιμήθηκα στο σπίτι της Ζακλίν, δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω την περιέργειά μου για το σώμα της, που πάντα μου έκρυβε και που δεν είχα δει ποτέ. Τη ρώτησα αν, ως απόδειξη της φιλίας μας, μπορούσαμε να αγγίξουμε ο ένας το στήθος του άλλου. Η Ζακλίν αρνήθηκε. Είχα και μια τρομερή επιθυμία να τη φιλήσω, κάτι που έκανα. Κάθε φορά που βλέπω μια γυναίκα γυμνή, όπως την Αφροδίτη στο βιβλίο ιστορίας της τέχνης μου, εκστασιάζομαι. Μερικές φορές τα βρίσκω τόσο εξαίσιο ώστε πρέπει να συγκρατηθώ για να μη με πάρουν τα δάκρυα. Αχ, ας είχα μια φίλη μόνο!»86.
Μια άλλη εγγραφή που αρχικά είχε λογοκριθεί από τον πατέρα της Όττο Φρανκ και δεν συμπεριλήφθη στις πρώτες εκδόσεις του Ημερολογίου είναι εκείνη της 24ης Μαρτίου 1944:
«Θα ήθελα να ρωτήσω τον Πέτερ αν ξέρει πώς μοιάζουν τα κορίτσια εκεί κάτω. Δεν νομίζω ότι τα αγόρια είναι τόσο περίπλοκα όσο τα κορίτσια. Μπορείτε εύκολα να δείτε πώς μοιάζουν τα αγόρια σε φωτογραφίες ή πίνακες γυμνών ανδρών, αλλά με τις γυναίκες είναι διαφορετικά. Στις γυναίκες, τα γεννητικά όργανα, ή όπως αλλιώς ονομάζονται, είναι κρυμμένα ανάμεσα στα πόδια τους. Ο Πέτερ μάλλον δεν έχει δει ποτέ κορίτσι από κοντά. Να σου πω την αλήθεια, ούτε εγώ. Τα αγόρια είναι πολύ πιο εύκολα. Πώς στο καλό θα μπορούσα να περιγράψω τα μέρη ενός κοριτσιού; Μπορώ να καταλάβω από αυτά που είπε ότι δεν ξέρει ακριβώς πώς ταιριάζουν όλα μαζί. Μιλούσε για τον «τράχηλο της μήτρας», αλλά αυτό είναι στο εσωτερικό, όπου δεν μπορείτε να το δείτε. Όλα είναι πολύ καλά οργανωμένα σε εμάς τις γυναίκες. Μέχρι τα έντεκα ή τα δώδεκα μου, δεν συνειδητοποιούσα ότι υπήρχε ένα δεύτερο σετ χειλιών στο εσωτερικό, αφού δεν μπορούσες να τα δεις. Αυτό που είναι ακόμα πιο αστείο είναι ότι νόμιζα ότι τα ούρα έβγαιναν από την κλειτορίδα. Ρώτησα μια φορά τη Μητέρα τι ήταν αυτό το μικρό εξόγκωμα, και είπε ότι δεν ήξερε. Μπορεί πραγματικά να παίζει την χαζή όταν το θέλει!
Αλλά για να επανέλθω στο θέμα. Πώς στο καλό μπορείτε να εξηγήσετε πώς μοιάζουν όλα χωρίς κανένα μοντέλο; Να προσπαθήσω πάντως; Εντάξει, ορίστε!
Όταν είσαι όρθιος, το μόνο που βλέπεις από μπροστά είναι τρίχες. Ανάμεσα στα πόδια σου υπάρχουν δύο μαλακά, μαξιλαράκια, καλυμμένα επίσης με τρίχες, τα οποία πιέζονται μεταξύ τους όταν στέκεσαι, έτσι δεν μπορείς να δεις τι υπάρχει μέσα. Διαχωρίζονται όταν κάθεσαι και είναι πολύ κόκκινα και αρκετά σαρκώδη εσωτερικά. Στο πάνω μέρος, ανάμεσα στα μεγάλα χείλη του αιδοίου, υπάρχει ένα αναδιπλωμένο κομμάτι δέρματος, που αν το ξανασκεφτείς, μοιάζει με ένα είδος φουσκάλας. Αυτή είναι η κλειτορίδα. Έπειτα έρχονται τα εσωτερικά χείλη, τα οποία επίσης πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο σαν μια μικρή πιέτα. Όταν ανοίγουν, μπορείς να δεις ένα σαρκώδες μικρό στόμιο, όχι μεγαλύτερο από την κορυφή του αντίχειρά μου. Το πάνω μέρος του είναι πορώδες, υπάρχουν μερικές μικρές τρύπες σε αυτό και από εκεί βγαίνουν τα ούρα. Το κάτω μέρος φαίνεται σαν να είναι απλώς δέρμα, και όμως εκεί είναι ο κόλπος. Μετά βίας το βρίσκεις, γιατί οι πτυχές του δέρματος κρύβουν το άνοιγμα. Η τρύπα είναι τόσο μικρή που δύσκολα μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να μπει ένας άντρας εκεί, πολύ λιγότερο πώς θα μπορούσε να βγει ένα μωρό. Είναι αρκετά δύσκολο να προσπαθήσεις να βάλεις τον δείκτη σου μέσα. Αυτό είναι όλο, και όμως παίζει τόσο σημαντικό ρόλο!»87
Η Άννα για τον Πέτερ βαν Πελς:
Η Άννα τον Φεβρουάριο του 1944, συμπλήρωνε ένα χρόνο και εφτά μήνες συγκατοίκησης μεταξύ άλλων και με τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερό της Πέτερ Βαν Πελς. Όλη αυτή την περίοδο δεν του έδινε ιδιαίτερη σημασία, και όταν είχε κάτι να πει γι ‘αυτόν, δεν ήταν ιδιαίτερα κολακευτικό. Τον έβρισκε «τρομακτικά βαρετό νεαρό, απ’ του οποίου τη συντροφιά δεν υπόσχομαι και πολλά στον εαυτό μου» θα γράψει στις 14 Αυγούστου 1942. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 του Σεπτέμβρη η Άννα θα τον χαρακτηρίσει «τεμπέλη και μυγιάγγιχτο… ένα πραγματικό υποχόνδριο». Οι προσπάθειές του να είναι φιλικός –ένα άγγιγμα στο μάγουλο ή ένα αστείο– μόνο την εκνεύριζαν. Ενώ η Άννα ασχολιόταν με το διάβασμα και τη μελέτη, ο Πέτερ προτιμούσε να μαστορεύει. Δεν είχε το πλεονέκτημα που είχαν απολαύσει η Άννα και η Μαργκότ —γονείς που κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να εμφυσήσουν στα παιδιά τους την αγάπη για τη μάθηση. Ο Χέρμαν και η Αυγούστα Βαν Πελς δεν μπήκαν καν στον κόπο να διδάξουν στον Πέτερ κάτι τόσο συνηθισμένο όπως το κολύμπι, πολύ λιγότερο τον ενθάρρυναν να σπουδάσει. Κι όμως ο νεαρός ήταν πρόθυμος να μάθει. Την περίοδο που κρυβόντουσαν στο Παράρτημα ο Όττο Φρανκ κατάφερε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον του Πίτερ για τα αγγλικά, τα γαλλικά και τη στενογραφία88. Έτσι σταδιακά και η γνώμη της Άννας άρχισε να αλλάζει. Πως, θα παρακολουθήσουμε στα παρακάτω αποσπάσματα του Ημερολογίου:
«Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
[…] Σήμερα το πρωί κατάλαβα και το λέω με μεγάλη μου χαρά, ότι ο Πέτερ με παρατηρούσε συνέχεια. Με παρατηρούσε αλλιώτικα από συνήθως. Δεν ξέρω πως δεν μπορώ ούτε καν να το περιγράψω, όμως ήταν αλλιώτικα. Στο παρελθόν νόμιζα ότι ο Πέτερ ήταν ερωτευμένος με την Μαργκότ, όμως τώρα κατάλαβα ότι δεν συμβαίνει αυτό. Επίτηδες δεν τον παρατήρησα όλη την ημέρα, δεν τον κοίταξα καν. Όταν όμως το έκανα σε μικρά διαστήματα, τον έβρισκα πάντα να με κοιτάζει. Είχα τότε ένα τέτοιο παράξενο και όμορφο συναίσθημα.»89.
«Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Τώρα όποτε πηγαίνω προς τα πάνω το κάνω πάντα με την πρόθεση να τον δω. Η ζωή μου εδώ έγινε πολύ πιο όμορφη. Έχει πάλι αποκτήσει κάποιο νόημα και κάτι για το οποίο μπορώ να χαίρομαι.»90.
«Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Από το πρωί που ξυπνάω ως αργά το βράδυ δε σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μονάχα τον Πέτερ. Κοιμάμαι με την εικόνα του μέσα στα μάτια, τον ονειρεύομαι κι όταν ξυπνάω νομίζω ότι μόλις εκείνη την στιγμή με κοίταξε.»91.
«Δευτέρα 6 Μαρτίου 1944
[…] Υστερόγραφο: Το ξέρεις ότι θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής και να στα γράφω όλα, γι’ αυτό πρέπει να σου πω και να σου ομολογήσω ότι ζω μονάχα από τη μία συνάντηση στην άλλη. Κάθε φορά από την αρχή το βρίσκω το ίδιο όμορφο να βλέπω τις μικρές του δειλές προσπάθειες να με πλησιάσει. Νομίζω ότι και αυτός ακριβώς όπως κ’ εγώ θέλει να ανοίξει την καρδιά του. Και δεν ξέρει πως. Και αυτή η αμήχανη δειλία του είναι αυτή που με τραβάει τόσο πολύ σ’ αυτόν.»92.
«Σάββατο 1 Απριλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
[…]Λαχταρώ τόσο πολύ να με φιλήσει, αλλά αυτό το φιλί παίρνει τον δικό του γλυκό χρόνο. Θα με βλέπει πάντα και μόνο σαν φίλη; Δεν του είμαι τίποτε παραπάνω;»93
«Κυριακή 16 Απριλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Τη χθεσινή μου μέρα δεν κάνει να την ξεχάσεις ποτέ. Γιατί είναι πάρα πολύ σπουδαία για όλη μου τη ζωή. Δεν είναι για κάθε κορίτσι πολύ σπουδαία η ημέρα που θα πάρει το πρώτο της φιλί; Έτσι συμβαίνει και με μένα.»94.
«Δευτέρα 17 Απριλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Νομίζεις ότι ο Πατέρας και η Μητέρα θα το έβρισκαν σωστό το να κάθομαι στον καναπέ βράδυ και να φιλιέμαι μ’ ένα αγόρι δεκαεπτάμισι χρονών κ’ εγώ ένα κορίτσι σχεδόν δεκαπέντε; Μάλλον όχι, αλλά εγώ πρέπει να κάνω αυτό που καταλαβαίνω μόνη μου. Είναι τόσο γαλήνιο και ασφαλές, όταν βρίσκομαι στην αγκαλιά του και ονειρεύομαι, είναι τόσο συναρπαστικό να νιώθω το μάγουλό του πάνω στο δικό μου, είναι τόσο υπέροχο να ξέρω ότι κάποιος ενδιαφέρεται για μένα. Αλλά, υπάρχει ένα αλλά, θα αρκεστεί ο Πέτερ ίσαμε εδώ μονάχα; Έχω βέβαια την υπόσχεσή του, αλλά. . . είναι ένα αγόρι! […] Είμαι σίγουρη ότι η Μαργκότ δεν θα φιλούσε ποτέ ένα αγόρι χωρίς να γινόταν κουβέντα για αρραβώνες ή για γάμο. Ούτε ο Πέτερ ούτε εγώ έχουμε τέτοια σχέδια. Είμαι επίσης βέβαια ότι η Μητέρα δεν άγγιξε ποτέ κανένα άλλον άντρα εκτός από τον πατέρα. Τι θα έλεγαν οι φίλες μου αν ήξεραν ότι θα ήμουν στην αγκαλιά του Πέτερ με την καρδιά μου πάνω στο στήθος του, το κεφάλι μου στον ώμο του και το κεφάλι το δικό του ακουμπισμένο πάνω στο δικό μου; Ω! Άννα, τι ντροπή! Αλλά αληθινά δεν το βρίσκω ντροπιαστικό. Είμαστε εδώ, αποκομμένοι από τον κόσμο, αγχωμένοι και φοβισμένοι, ιδιαιτέρως τον τελευταίο καιρό. Γιατί πρέπει να μένουμε χωριστά όταν αγαπιόμαστε; Γιατί δεν πρέπει να φιλιόμαστε σε τέτοιες στιγμές; Γιατί πρέπει να περιμένουμε μέχρι να φτάσουμε στην κατάλληλη ηλικία; Γιατί να ζητήσουμε την άδεια κανενός; Αποφάσισα να προσέξω το δικό μου καλό. Δεν θα ήθελε ποτέ να με πληγώσει ή να με κάνει δυστυχισμένη. Γιατί να μην κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά μου και μας κάνει και τους δύο ευτυχισμένους; Ωστόσο, έχω την αίσθηση, Κίττυ, ότι μπορείς να αντιληφθείς τις αμφιβολίες μου. Πρέπει να είναι η ειλικρίνειά μου που ξεσηκώνεται ενάντια σε όλο αυτό το κρυφό τριγύρω. Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να το πω στον Πατέρα; Πιστεύεις ότι το μυστικό μας πρέπει να το μοιραστούμε με τρίτο πρόσωπο; Μεγάλο μέρος της ομορφιάς θα χανόταν, αλλά θα με έκανε να νιώσω καλύτερα μέσα μου; Θα το συζητήσω μαζί του. Ω, ναι, έχω ακόμα τόσα πολλά που θέλω να συζητήσω μαζί του, αφού δεν βλέπω το νόημα απλώς να αγκαλιαζόμαστε. Το να μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας απαιτεί μεγάλη εμπιστοσύνη, αλλά τότε θα είμαστε και οι δύο πιο δυνατοί εξαιτίας της.»95.
«Παρασκευή 28 Απριλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
[…] Ο Πέτερ χρειάζεται τρυφερότητα. Για πρώτη φορά στη ζωή του ανακάλυψε ένα κορίτσι. Για πρώτη φορά είδε ότι αυτά τα ζιζάνια έχουν επίσης εσωτερικό κόσμο και καρδιά και μεταμορφώνονται μόλις μείνουν μόνες μαζί σου. Για πρώτη φορά στη ζωή του έδωσε τον εαυτό του και τη φιλία του σε άλλο άτομο. Δεν είχε ποτέ ξανά φίλο, αγόρι ή κορίτσι. Τώρα βρεθήκαμε. Ούτε εγώ είχα ποτέ κάποιον που θα μπορούσα να εμπιστευτώ, και όμως τώρα έφτασε η στιγμή. . . Η ίδια ερώτηση με ενοχλεί συνέχεια: «Είναι σωστό;» Είναι σωστό που ενέδωσα τόσο εύκολα και είμαι τόσο παθιασμένη, όσο ο Πέτερ; Μπορώ, εγώ ένα κορίτσι, να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάει τόσο μακριά; Υπάρχει μόνο μια πιθανή απάντηση: «Λαχταρώ τόσο πολύ … ήμουνα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο μόνη και τώρα βρήκα παρηγοριά!»96
«Σάββατο 15 Ιουλίου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
[…]Ξέρω πολύ καλά ότι ήταν η κατάκτησή μου και όχι το αντίστροφο. Δημιούργησα μια εικόνα του στο μυαλό μου, τον φανταζόμουν ως ένα ήσυχο, γλυκό, ευαίσθητο αγόρι που έχει μεγάλη ανάγκη από φιλία και αγάπη! Έπρεπε να ανοίξω την καρδιά μου σ’ ένα ζωντανό άνθρωπο. Ήθελα έναν φίλο που θα με βοηθούσε να βρω ξανά τον δρόμο μου. Κατάφερα αυτό που είχα σκοπό να κάνω και τον τράβηξα, αργά αλλά σταθερά, προς το μέρος μου. Όταν τελικά τον έκανα φίλο μου, αυτομάτως εξελίχθηκε σε μια οικειότητα που, όταν το σκέφτομαι τώρα, μου φαίνεται εξωφρενική. Μιλήσαμε για τα πιο προσωπικά πράγματα, αλλά δεν έχουμε αγγίξει ακόμα που βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά μου. Είναι επιφανειακός ή είναι η συστολή που τον κρατάει πίσω, ακόμα και με εμένα; Αλλά αφήνοντας όλα αυτά στην άκρη, έκανα ένα λάθος: χρησιμοποίησα την οικειότητα για να έρθω πιο κοντά του, και έτσι απέκλεισα άλλες μορφές φιλίας. Λαχταρά να τον αγαπήσουν και βλέπω ότι με κάθε μέρα που περνάει αρχίζει να με αγαπά περισσότερο. Ο χρόνος που περνάμε μαζί νιώθει ικανοποιημένος, αλλά εμένα με κάνει να θέλω να ξεκινήσω από την αρχή. Ποτέ δεν αναλύω τα θέματα που λαχταρώ να αναδείξω. Τράβηξα τον Πέτερ με δύναμη επάνω μου περισσότερο απ’ ότι φαντάζεται και τώρα αρπάζεται αυτός από μένα και για την ώρα δεν βρίσκω κανένα μέσω για να μπορέσω να τον αποσπάσω από μένα και να μπορέσω να τον στήσω στα πόδια του. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει συγγενικό πνεύμα, αλλά παρόλα αυτά προσπάθησα να τον βοηθήσω να ξεφύγει από τον στενό κόσμο του και να διευρύνει τους νεανικούς του ορίζοντες.»97
Η Άννα για την στάση του πατέρα της στην σχέση της με τον Πέτερ
Όταν τα ξεμοναχιάσματα των δύο εφήβων έγιναν όλο και πιο συχνά, η Άννα θεώρησε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει τους γονείς της και τους φόβους τους ότι η κόρη τους θα μπορούσε να δει τη σχέση της με τον Πέτερ με «αφύσικα» σοβαρούς όρους και ότι αυτό που ο πατέρας της αποκαλούσε «τα σαλιαρίσματα τους», μπορεί να πάει πολύ μακριά. Όμως συγκρούστηκε με τον πατέρα της όχι τόσο για χάρη της σχέσης της με τον Πέτερ, αλλά πιστεύοντας ότι το κάνει για την ανεξαρτησία της, για την ελευθερία να παίρνει τις δικές της αποφάσεις και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές. Τελικά ο πατέρας της για άλλη μια φορά θα της δώσει ένα χρήσιμο μάθημα το οποίο η Άννα, κάνοντας την αυτοκριτική της, έδειξε ότι το κατάλαβε.
«Τρίτη 2 Μαΐου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Το Σαββατόβραδο ρώτησα τον Πέτερ αν νομίζει ότι θα έπρεπε να πούμε στον Πατέρα για μας τους δύο. Αφού το συζητήσαμε, είπε ότι έπρεπε. Χάρηκα, δείχνει ότι είναι λογικός και ευαίσθητος. Αμέσως μετά που κατέβηκα κάτω, πήγα με τον Πατέρα να φέρω νερό και ήδη στη σκάλα του είπα:
“Πατέρα καταλαβαίνεις βέβαια ότι όταν ο Πέτρος και εγώ είμαστε μαζί, δεν καθόμαστε ακριβώς στα απέναντι άκρα του δωματίου. Πιστεύεις ότι είναι λάθος;
” Ο πατέρας σταμάτησε πριν απαντήσει: “Όχι, δεν νομίζω ότι είναι λάθος. Αλλά Άννα, εδώ σ’ αυτό τον περιορισμένο χώρο πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική” ….
Το πρωί της Κυριακής με κάλεσε κοντά του και είπε:“Άννα, σκέφτηκα αυτό που είπες”. (Ω, ω, ήξερα τι ερχόταν!).“Εδώ στο Παράρτημα δεν είναι και τόσο καλή ιδέα. Νόμιζα ότι ήσασταν απλώς φίλοι. Ο Πέτρος είναι ερωτευμένος μαζί σου;”
“Φυσικά και όχι”, απάντησα.
“Λοιπόν, ξέρεις ότι σας καταλαβαίνω και τους δύο. Αλλά πρέπει να είσαι εσύ αυτή που θα δείξει αυτοσυγκράτηση, μην ανεβαίνετε τόσο συχνά επάνω, μην τον ενθαρρύνεις ακόμη περισσότερο. Σε θέματα όπως αυτά, είναι πάντα ο άνδρας που αναλαμβάνει τον ενεργό ρόλο και εναπόκειται στη γυναίκα να θέσει τα όρια. Έξω, όπου είσαι ελεύθερη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Βλέπεις άλλα αγόρια και κορίτσια, μπορείς να βγεις σε εξωτερικούς χώρους, να λάβεις μέρος σε αθλήματα και κάθε είδους δραστηριότητες. Αλλά εδώ, αν είστε πολύ μαζί και θέλετε να ξεφύγετε, δεν μπορείτε. Βλέπετε ο ένας τον άλλον κάθε ώρα της ημέρας – όλη την ώρα, στην πραγματικότητα. Πρόσεχε, Άννα, και μην το παίρνεις πολύ στα σοβαρά!”“Όχι, πατέρα, αλλά ο Πέτρος είναι ένα αξιοπρεπές αγόρι, ένα καλό αγόρι”.
“Ναι, αλλά δεν έχει μεγάλη δύναμη χαρακτήρα. Μπορεί εύκολα να επηρεαστεί για να κάνει καλό, αλλά και να κάνει κακό. Ελπίζω γι’ αυτόν να παραμείνει καλός, γιατί κατά βάθος είναι ένας καλός άνθρωπος”.
Μιλήσαμε ακόμα λίγο για όλα αυτά τα πράγματα και ο Πατέρας μου υποσχέθηκε να μιλήσει και μαζί του. […] Το άλλο πρωί ο Πέτερ μου είπε ότι ο Πατέρας μίλησε μαζί του.
“Ο πατέρας σου σκέφτηκε ότι η φιλία μας μπορεί να μετατραπεί σε έρωτα. Αλλά εγώ του είπα ότι μπορεί να μας εμπιστεύεται”.
Ο Πατέρας τώρα θέλει να σταματήσω να ανεβαίνω τόσο συχνά πάνω, αλλά εγώ δεν συμφωνώ. Όχι μόνο επειδή μου αρέσει να είμαι με τον Πέτερ, αλλά επειδή έχω πει ότι τον εμπιστεύομαι. Τον εμπιστεύομαι, και θέλω να του το αποδείξω, αλλά ποτέ δε θα το μπορέσω αν του δείξω δυσπιστία. Όχι, θα πάω επάνω!»98
«Παρασκευή 5 Μαΐου 1944
Αγαπητή Κίττυ
Ο Πατέρας είναι δυσαρεστημένος μαζί μου. Μετά την κουβέντα μας την Κυριακή σκέφτηκε ότι θα σταματήσω να ανεβαίνω επάνω στον Πέτερ κάθε βράδυ. Δε θέλει αυτά τα σαλιαρίσματα, όπως λέει. Δεν μπορώ να ακούω αυτές τις λέξεις. Αρκετά μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα. Δεν πρέπει να το καταστρέφουμε και να το γελοιοποιούμε τελείως. Θα μιλήσω σήμερα μαζί του. Η Μαργκότ μου έδωσε μερικές καλές συμβουλές. Λοιπόν άκου περίπου τι θα του πω:
Πατέρα, νομίζω ότι περιμένεις μια εξήγηση από εμένα, οπότε θα σου δώσω μια. Είσαι οπωσδήποτε απογοητευμένος, περίμενες περισσότερη αυτοσυγκράτηση από εμένα, αναμφίβολα θέλεις να συμπεριφέρομαι όπως υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει ένα δεκατετράχρονο κορίτσι. Αλλά εδώ απατάσαι! Από τότε που είμαστε εδώ, από τον Ιούλιο του 1942 μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες, δεν περνούσα καλά. Αν ήξερες πόσο έκλαιγα τα βράδια, πόσο δυστυχισμένη και απογοητευμένη ήμουν, πόσο μόνη ένιωθα, θα καταλάβαινες γιατί θέλω να πηγαίνω επάνω στον Πέτερ! Έχω φτάσει τώρα στο σημείο όπου δεν χρειάζομαι την υποστήριξη της Μητέρας μου ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν έγινε εν μία νυκτί. Έχω αγωνιστεί πολύ και σκληρά και έχω ρίξει πολλά δάκρυα για να γίνω τόσο αυτόνομη όσο είμαι τώρα. Μπορείς να γελάσεις και να αρνηθείς να με πιστέψεις, αλλά δεν με νοιάζει. Ξέρω ότι είμαι ανεξάρτητο άτομο και δεν νιώθω ότι χρειάζεται να λογοδοτήσω σε εσάς για τις πράξεις μου. Σου το λέω μόνο γιατί δεν θέλω να νομίζεις ότι κάνω πράγματα πίσω από την πλάτη σου. Αλλά υπάρχει μόνο ένα άτομο στο οποίο είμαι υπόλογος, και αυτός είμαι εγώ. Όταν αντιμετώπιζα προβλήματα, όλοι σας – ακόμη και εσύ – κλείνατε τα μάτια και τα αυτιά σας και δεν με βοηθούσατε. Αντίθετα, το μόνο που έλαβα ήταν προτροπές να μην είμαι τόσο θορυβώδης. Ήμουν θορυβώδης μόνο για να μην είμαι μίζερη όλη την ώρα. Είχα υπερκινητική και πολύ φωνακλού για να μην ακούω τη φωνή μέσα μου. Έπαιζα κωμωδία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, μέρα με τη μέρα. Ποτέ δεν παραπονέθηκα ούτε άφησα τη μάσκα μου, τίποτα τέτοιο, και τώρα. . . τώρα η μάχη τελείωσε. Κέρδισα! Είμαι ανεξάρτητη, τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό. Δεν χρειάζομαι πια Μητέρα και από τον αγώνα βγήκα πιο δυνατός άνθρωπος. Τώρα που τελείωσε, τώρα που ξέρω ότι η μάχη κερδήθηκε, θέλω να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο, να ακολουθήσω το μονοπάτι που μου φαίνεται σωστό. Μη με θεωρείτε δεκατετράχρονο, αφού όλα αυτά τα προβλήματα με έχουν μεγαλώσει. Δεν θα μετανιώσω για τις πράξεις μου, θα συμπεριφερθώ όπως νομίζω ότι πρέπει! Η ήπια πειθώ δεν θα με εμποδίσει να ανέβω πάνω. Είτε θα πρέπει να το απαγορεύσεις, είτε να με εμπιστευτείς απόλυτα. Τώρα άφησέ με ήσυχη.»99.
«Σάββατο 6 Μαΐου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Χθες το βράδυ πριν από το δείπνο έχωσα στου Πατέρα την τσέπη ένα γραμματάκι που έγραφε ακριβώς αυτά που σου εξέθεσα χτες. Σύμφωνα με τη Μαργκότ, το διάβασε και ήταν αναστατωμένος για το υπόλοιπο της βραδιάς. (Ήμουν στον επάνω όροφο και έπλενα τα πιάτα!) Καημένε Πιμ, μάλλον θα έπρεπε να ήξερα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας επιστολής. Είναι τόσο ευαίσθητος! Είπα αμέσως στον Πέτερ να μην κάνει καμία ερώτηση ή να πει τίποτα περισσότερο. Ο Πιμ δεν μου είπε τίποτα άλλο για το θέμα. Θα μου έλεγε;»100
«Κυριακή 7 Μαΐου 1944
Αγαπητή Κίττυ,
Ο Πατέρας κ’ εγώ χτες το απόγευμα είχαμε μια μεγάλη κουβέντα. Εγώ έκλαψα γοερά και έκλαψε κ’ εκείνος μου φαίνεται. Ξέρεις τι μου είπε Κίττυ;
“Έχω λάβει πολλά γράμματα στη διάρκεια της ζωής μου, αλλά κανένα δεν είναι τόσο επώδυνο όσο αυτό. Εσύ, που είχες τόση αγάπη από τους γονείς σου. Εσύ, που οι γονείς σου ήταν πάντα έτοιμοι να σε βοηθήσουν, που πάντα σε υπερασπίζονταν, ό,τι κι αν γίνει. Λες ότι δεν χρειάζεται να λογοδοτήσεις για τις πράξεις σου! Νιώθεις ότι σε έχουν αδικήσει και σε έχουν αφήσει στην τύχη σου. Όχι, Άννα, μάς αδικείς τρομερά! Ίσως δεν το εννοούσες έτσι, αλλά αυτό έγραψες. Όχι, Άννα, δεν κάναμε τίποτα για να αξίζουμε μια τέτοια μομφή!”.
Αχ, απέτυχα παταγωδώς. Αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει σε όλη μου τη ζωή. Ήθελα απλώς να παραστήσω με τα κλάματά μου την παραμελημένη για να τους εξαναγκάσω να με προσέξουν. Σίγουρα είχα το μερίδιό μου στη δυστυχία και όλα όσα είπα για τη Μητέρα είναι αληθινά. Αλλά το να κατηγορήσω τον Πιμ, που είναι τόσο καλός και που έκανε τα πάντα για μένα – όχι, ήταν πολύ σκληρά λόγια. Είναι καλό που επιτέλους κάποιος με μείωσε στο μέγεθός μου, χαστούκισε την περηφάνια μου, γιατί ήμουν πολύ αυτάρεσκη. Δεν είναι καλά όλα όσα κάνει η δεσποινίς Άννα! Όποιος σκόπιμα προκαλεί τέτοιο πόνο σε κάποιον που λέει ότι αγαπά είναι πάρα πολύ μικροπρεπές, πάρα πολύ! Αυτό για το οποίο ντρέπομαι περισσότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο με συγχώρεσε ο Πατέρας. Είπε ότι θα ρίξει το γράμμα στη σόμπα, και θα μου φέρεται σαν να έχει φταίξει εκείνος και όχι εγώ. Λοιπόν, Άννα, έχεις ακόμα πολλά να μάθεις. Ήρθε η ώρα να κάνεις μια αρχή, αντί να κοιτάς αφ’ υψηλού τους άλλους και να τους ρίχνεις πάντα την ευθύνη! […] Θα ‘πρεπε να ντρέπομαι βαθιά και ντρέπομαι πράγματι. Γεγονότα που έχουν γίνει δεν μπορούν ποτέ να αλλάξουν και να ξαναγίνουν, αλλά μπορεί κανείς να φροντίσει να μην επαναληφθούν.»101.
Ποτέ απελπισμένη
Στις 26 Μαΐου 1944, η Άννα εκμυστηρεύτηκε στη φανταστική φίλη της: «Ξανά και ξανά αναρωτήθηκα, δεν θα ήταν καλύτερο για όλους μας αν δεν είχαμε κρυφτεί και αν ήμασταν νεκροί τώρα και δεν περνούσαμε όλη αυτή τη δυστυχία, και δεν δημιουργούσαμε κίνδυνο στους αγαπημένους ανθρώπους που μας προσέχουν»102. Δεν ήταν η απελπισία που την οδήγησε σε αυτή τη δήλωση, «γιατί ακόμα αγαπάμε τη ζωή, δεν έχουμε ξεχάσει ακόμα τη φωνή της φύσης, και συνεχίζουμε να ελπίζουμε, να ελπίζουμε. . . τα πάντα.»103. Αντίθετα, ήταν η εξουθενωτική πίεση από την προσδοκία και την ελπίδα αλλά και από τον φόβο που την ώθησε να γράψει: «Ας έρθει το τέλος, όσο σκληρό κι αν είναι. Τουλάχιστον τότε θα ξέρουμε αν θα είμαστε οι νικητές ή οι νικημένοι.»104.
«Πολλές φορές ήμουνα μελαγχολική αλλά ποτέ δεν ήμουνα απελπισμένη. Αντιμετωπίζω τη ζωή μας στο κρησφύγετο ως μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, γεμάτη κινδύνους και ρομαντισμό, και κάθε στέρηση ως μια διασκεδαστική προσθήκη στο ημερολόγιό μου. Έχω αποφασίσει να κάνω μια διαφορετική ζωή από τα άλλα κορίτσια και όχι να γίνω μια συνηθισμένη νοικοκυρά αργότερα. Αυτό που βιώνω εδώ είναι μια καλή αρχή για μια ενδιαφέρουσα ζωή, και αυτός είναι ο λόγος – ο μόνος λόγος – για τον οποίο πρέπει να γελάω με τη χιουμοριστική πλευρά των πιο επικίνδυνων στιγμών. Είμαι νέα και έχω πολλές κρυφές ιδιότητες. Είμαι νέα και δυνατή και ζω συνειδητά αυτή τη μεγάλη περιπέτεια. Γιατί λοιπόν να παραπονιέμαι όλη μέρα; […] Γιατί λοιπόν να απελπίζομαι;»105, θα γράψει η Άννα στο Ημερολόγιό της, την Τετάρτη 3 Μαΐου του 1944.
Τέλος στις 15 Ιουλίου θα γράψει: «Είναι θαύμα που δεν έχω εγκαταλείψει όλα τα ιδανικά μου, φαίνονται τόσο παράλογα και ανεκπλήρωτα. Ωστόσο, γαντζώνομαι σε αυτά γιατί εξακολουθώ να πιστεύω, παρ’ όλα αυτά, ότι οι άνθρωποι είναι πραγματικά καλοί στην καρδιά. Είναι εντελώς αδύνατο για μένα να χτίσω τη ζωή μου σε θεμέλια χάους, ταλαιπωρίας και θανάτου. Βλέπω τον κόσμο να μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε μια έρημο, ακούω τη βροντή που πλησιάζει που, μια μέρα, θα μας καταστρέψει κι εμάς, νιώθω τα βάσανα εκατομμυρίων. Κι όμως, όταν κοιτάζω ψηλά στον ουρανό, κατά κάποιο τρόπο νιώθω ότι όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, ότι και αυτή η σκληρότητα θα τελειώσει, ότι η ειρήνη και η ηρεμία θα επιστρέψουν για άλλη μια φορά. Στο μεταξύ, πρέπει να διατηρήσω τα ιδανικά μου. Ίσως έρθει η μέρα που θα μπορέσω να τα πραγματοποιήσω!»106
Δυστυχώς η μέρα αυτή δεν θα έρθει για την Άννα Φρανκ. Σε λίγες μέρες, στις 4 Αυγούστου 1944, ο Κούγκλερ θα μπει στο Μυστικό Παράρτημα και θα δηλώσει έντρομος: «Η Γκεστάπο είναι εδώ»107.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- Anne Frank, 1995, σ.186
- Anne Frank, 1995, σ.79
- Anne Frank, 1995, σ.175
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 101 και Anne Frank, 1995, σ.176
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 101
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 90
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 97 – 98 και Anne Frank, 1995, σσ.108 – 109
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 39
- Πάλι εκεί
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 39-40
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 40
- Anne Frank, 2019. The Collected Works, σ. 239
- Πάλι εκεί
- Anne Frank, 1995, σσ. 338-339
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 42-43 και Anne Frank, 1995, σσ. 77-78
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 57-58 και Anne Frank, 1995, σ. 100
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 58-59 και Anne Frank, 1995, σ. 102
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 198-199 και Anne Frank, 1995, σ. 330
- https://de.wikipedia.org/wiki/Durchgangslager_Westerbork
- Hirschfeld G., 2019, σ. 473
- Anne Frank, 2019, σ. 553
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 148-149 και Anne Frank, 1995, σ. 243
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 47
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 124
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 221 και Anne Frank, 1995, σ. 364
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 106
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 89 και Anne Frank, 1995, σ. 154
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 112
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 114 και Anne Frank, 1995, σ. 194
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 116 και Anne Frank, 1995, σ. 196
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 121 και Anne Frank, 1995, σ. 204
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 113
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 121 και Anne Frank, 1995, σ. 204
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 179-180 και Anne Frank, 1995, σ. 297
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 87-88 και Anne Frank, 1995, σσ. 152-153
- Müller M., 2013, σ. 231
- Anne Frank, 1995, σσ. 190-191
- Müller M., 2013, σ. 232
- Müller M., 2013, σ. 232
- Anne Frank, 1995, σ. 199
- Müller M., 2013, σ. 219
- Anne Frank, 2019, σ. 634
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 165 – 166 και Anne Frank, 1995, σσ. 271 – 272
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 205 – 207 και Anne Frank, 1995, σσ. 341 – 342
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 207 – 208 και Anne Frank, 1995, σ. 343
- Anne Frank, 1995, σ. 346
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 212 και Anne Frank, 1995, σ. 347
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 73
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 150 – 154 και Anne Frank, 1995, σσ. 247 – 250
- Lee C. A., 2021, σ. 117
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 51
- Lee C. A., 2021, σσ. 116 – 117
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 62-63 και Anne Frank, 1995, σ. 107
- Lee C. A., 2021, σσ. 116 – 117
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 90
- Anne Frank, 1995, σ. 221
- Lee C. A., 2021, σ. 117
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 92
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 150-151 και Anne Frank, 1995, σσ. 247-249
- Anne Frank, 1995, σσ. 294-295
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 200-201 και Anne Frank, 1995, σσ. 333-334
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 248 και Anne Frank, 1995, σ. 409
- Anne Frank, 1995, σ. 44
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 78
- Anne Frank, 1995, σ. 221
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 89
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 111-112
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 198 και Anne Frank, 1995, σ. 330
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 245 και Anne Frank, 1995, σ. 403
- Anne Frank, 1995, σσ. 419-421
- Anne Frank, 1995, σ. 261
- Πάλι εκεί
- Anne Frank, 1995, σ. 449
- Kershaw I., 2016, σσ. 1167 – 1204
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 42 και Anne Frank, 1995, σ. 73
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 48 – 51 και Anne Frank, 1995, σσ. 88 – 90
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 69 – 70 και Anne Frank, 1995, σσ. 116 – 117
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 70 και Anne Frank, 1995, σ. 118
- Anne Frank, 1995, σ. 221
- Anne Frank, 2019, σ. 119
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 268 – 271 και Anne Frank, 1995, σσ. 443 – 445
- https://www.lifo.gr/now/world/sex-ponira-asteia-kai-tolmiro-periehomeno-se-kryfes-selides-toy-imerologioy-tis-annas
- Πάλι εκεί
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 132 – 133 και Anne Frank, 1995, σσ. 222 – 223
- Anne Frank, 2019. The Collected Works, σ. 586
- Müller M., 2013, σ. 211
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 154 – 155
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 159
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 163
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 171
- Anne Frank, 1995, σ. 332
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 217
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 218 – 220 και Anne Frank, 1995, σσ. 356 – 357
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 225 και Anne Frank, 1995, σ. 368
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 217-218 και Anne Frank, 1995, σ. 446
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 225 – 228 και Anne Frank, 1995, σσ. 370 – 372
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 230 – 232 και Anne Frank, 1995, σσ. 376 – 377
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 232 και Anne Frank, 1995, σ. 378
- Άννα Φρανκ, 1990, σσ. 233 – 234 και Anne Frank, 1995, σσ. 380 – 381
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 250, και Anne Frank, 1995, σ. 412
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 230 και Anne Frank, 1995, σ. 375
- Άννα Φρανκ, 1990, σ. 273 και Anne Frank, 1995, σ. 448
- Lee C. A., 2021, σ. 145
Βιβλιογραφία
Aalders G., 2004. Nazi Looting. The Plunder of Dutch Jewry During the Second World War. Publisher: Berg
Άννα Φρανκ, 1990. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. Αθήνα: Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.
Anne Frank, 1995. THE DIARY OF A YOUNG GIRL: THE DEFINITIVE EDITION. Edited by Otto H. Frank and Mirjam Pressler. Publisher: Doubleday, U.S.A.
Anne Frank House (ed.), 2016. Anne Frank in the Secret Annex. Who Was Who? The Anne Frank House
Anne Frank, 2019. The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM
Berend T. I., 2009. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG
Berstein S. & Milza P., 1997. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 3. ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ Της ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Black E., 2012. The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine. Washington D.C. Publisher: Dialog Press
Dawidowicz S. L., 2010. The War Against the Jews 1933–1945. NY. Distributed by Open Road Integrated Media
Evans R., 2005. The coming of the Third Reich. London. Publisher: Penguin Books
Evans R., 2014. Γ΄ Ράιχ στην εξουσία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις
Gies M., Gold, A. L., 1987. Anne Frank remembered: the story of the woman who helped to hide the Frank family. Publisher: Simon & Schuster
Hirschfeld G., 2019. The contemporary historical context. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 465 – 475)
Kershaw I., 2016. ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Lee C. A., 2009. The Hidden Life of Otto Frank. Publisher: Penguin Books Ltd
Lee C. A., 2021. Roses from the Earth: Biography of Anne Frank. Publisher: Gardners Books
Moore, B., 1986. Refugees from Nazi Germany in the Netherlands, 1933–1940. Martinus Nijhoff Publishers
Müller M., 2013. Anne Frank: The Biography. Publisher: Bloomsbury Publishing PLC
Pressler M., 2019. Anne Frank’s life. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 445 – 454)
Pressler M., 2019. The history of Anne Frank’s family. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 455 – 464)
Prose F., 2019. The Publication History of Anne Frank’s Diary. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 477 – 493)
Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“
Reeves J., 2021. РОТШИЛД. Финансовите господари на света. София: Изд. „ВЕСИ“
Sullivan R., 2022. The Betrayal of Anne Frank: A Cold Case Investigation. First Edition. Publisher: HarperCollins e-books
Zapruder A., 2015. Salvaged Pages. Young Writers’ Diaries of the Holocaust. SECOND EDITION. New Haven. Yale University Press.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .