Το «πριν» και το «μετά» του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ

(Μέρος δεύτερο)

Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία

Το έτος που γεννήθηκε η Άννα ήταν και το τελευταίο έτος της «Ευτυχισμένης δεκαετίας του είκοσι», που χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αμερικανικές επενδύσεις και δάνεια. Όταν όμως τα κεφάλαια των αμερικανικών τραπεζών, το 1928, άρχισαν να επιστρέφουν στις ΗΠΑ για να εκμεταλλευτούν τα υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια, η γερμανική οικονομία, άρχισε να κλονίζεται. Θα ακολουθήσει η κατάρρευση του Χρηματιστήριου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1929. Ολόκληρο το σύστημα που στήριζε την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας καταρρέει μεμιάς. Οι τράπεζες διακόπτουν τις πιστώσεις, προκαλώντας έλλειψη χρήματος που οδηγεί σε παράλυση την παραγωγή και κατανάλωση. Η κρίση μεταφέρεται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Tον Μάιο του 1931, θα καταρρεύσει το αυστριακό τραπεζικό συστήματος, λόγω της χρεοκοπίας του πιστωτικού κολοσσού Wiener Creditanstalt που αποτελούσε την έδρα των τεράστιων δραστηριοτήτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη της αυτοκρατορίας των Ρότσιλντ1.

Μαζική έφοδος στο Ταμιευτήριο του Sparkasse der Stadt Berlin, Mühlendamm, 13 Ιουλίου 1931.
Photo collection: Bundesarchiv Bildarchiv. https://www.annefrank.org/nl/anne-frank/de-tijdlijn/#key-moment-2-list

Σε λίγες βδομάδες έρχεται η σειρά της Γερμανίας. Η χρεοκοπία του μεγάλου υφαντουργικού ομίλου Norddeutsche Wollkämmerei & Kammgarnspinnerei παρασύρει στις 13 Ιουλίου 1931, στην κατάρρευση την δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Γερμανίας, την Darmstädter und Nationalbank (Danatbank). Οι καταθέτες μαινόμενοι εφορμούσαν στις τράπεζες για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Την ίδια μέρα – στις 13 Ιουλίου 1931, η γερμανική κυβέρνηση έκλεισε τις τράπεζες και σταμάτησε την ανταλλαγή του εθνικού νομίσματος με ξένα νομίσματα. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, ο στυλοβάτης της γερμανικής οικονομίας από τα μέσα του 19ου αιώνα, κατέρρευσε2. Άρα η χρεωκοπία της τράπεζας των Φρανκ, το 1932, ήταν στα πλαίσια του αναμενόμενου.

Ο Erich Elias ήταν ο πρώτος που αντέδρασε στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες. Ήδη από το 1929, εγκατέλειψε την οικογενειακή τράπεζα,  αποδεχόμενος μια πρόταση να ιδρύσει υποκατάστημα στη Βασιλεία της Ελβετίας της εταιρείας Opekta. Δύο χρόνια αργότερα θα τον ακολουθήσουν η Λένη με τον μικρότερο γιο τους, τον Μπάντι και το 1932, ο Στέφαν. Το 1932, ο μικρότερος αδερφός του Όττο, ο Χέρμπερτ, που εν τω μεταξύ είχε πάρει διαζύγιο, θα πάει να μείνει στο Παρίσι, στον πρώτο του ξάδερφο Jean-Michel Frank, ο οποίος είχε γίνει ένας ταλαντούχος σχεδιαστής συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως ο Salvador Dalí3. Μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το 1931, η οικογένεια του Όττο Φρανκ μετακόμισε σε ένα μικρότερο και με χαμηλότερο ενοίκιο διαμέρισμα στην Ganghoferstrasse, ενώ μετά την χρεοκοπία της τράπεζας, στα τέλη του 1932, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του στη Mertonstrasse.

 Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ενώ ο Όττο και η Έντιθ δειπνούσαν  με Γερμανούς φίλους, ακούν στο ραδιόφωνο τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ να ανακοινώνει το διορισμού του Αδόλφο Χίτλερ στη θέση του καγκελάριου της Γερμανίας. Αυτός και η Έντιθ κοιτάχτηκαν με τρόμο καθώς οι φίλοι τους παρατήρησαν: «Ας δούμε τι μπορεί να κάνει ο άντρας!» Για αυτούς τους φίλους, ο Χίτλερ ήταν ο ισχυρός άνδρας που θα έφερνε τάξη και θα έκανε τη χώρα ξανά μεγάλη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο και την τρομερή Ύφεση. Σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις «εκκεντρικότητες» του4. Την ίδια μέρα – 30 Ιανουαρίου – το συμβούλιο της Κεντρικής Ένωσης Γερμανών Πολιτών Ιουδαϊκής Πίστης εξέδωσε μια δημόσια διακήρυξη στην οποία τόνιζε: «Σε γενικές γραμμές, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πρέπει να ακολουθήσουμε αυστηρά την οδηγία: Υπομονή και ψυχραιμία»5. Το κύριο άρθρο της εφημερίδας της Ένωσης, στο φύλλο της 30ής Ιανουάριου, γραμμένο από τον πρόεδρο της οργάνωσης Ludwig Holländer, μαρτυρούσε ελαφρώς μεγαλύτερη ανησυχία, στην ουσία όμως υιοθετούσε την ίδια στάση: «Οι Γερμανοεβραίοι δεν θα χάσουν την ψυχραιμία που αντλούν από τους δεσμούς τους με ό,τι είναι πραγματικά γερμανικό. Περισσότερο παρά ποτέ, δεν θα επιτρέψουν σε εξωτερικές επιθέσεις, τις οποίες θεωρούν αδικαιολόγητες, να επηρεάσουν την προσωπική τους στάση απέναντι στη Γερμανία»6. Οι Εβραίοι θεωρούσαν ότι οι ευθύνες της εξουσίας, σε συνδυασμό με την επιρροή των συντηρητικών μελών της κυβέρνησης καθώς και τη στάση των άλλων χωρών, θα ασκούσαν κατευναστική επίδραση σε κάθε ακραία τάση των Ναζί. Υπήρχαν και Εβραίοι, όπως και μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας που δεν ήταν βέβαιοι, ότι οι Ναζί θα παρέμεναν στην εξουσία, ή αν ήταν πιθανό να ανατραπούν από κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα των συντηρητικών. Πολύ γρήγορα όμως όλοι αυτοί θα διαψευστούν.

Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, με αφορμή τον εμπρησμό την προηγούμενη μέρα  του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg, 1847 – 1934), το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την προστασία του Λαού και του Κράτους», το οποίο επικαλούμενο επιβουλή κατά του πολιτεύματος βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ανέστειλε προσωρινά την ισχύ των άρθρων 114, 115, 117, 118, 123, 124 και 153 του Συντάγματος. Έτσι, οι περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία, στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του Τύπου, στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και στις παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής των ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι οικιακές έρευνες, οι διαταγές κατάσχεσης καθώς και οι περιορισμοί στην ιδιοκτησία επιτρέπονται πέρα από τα προβλεπόμενα νόμιμα όρια. Το διάταγμα, αν και προσωρινής ισχύος δεν ανακλήθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.

Θα ακολουθήσουν στις 5 Μαρτίου 1933,  οι γενικές εκλογές προκειμένου ο Χίτλερ να νομιμοποιήσει και με την εντολή του λαού, την εξουσία του. Το κόμμα του, το NSDAP ήρθε πρώτο, με 43.9% και 288 έδρες σε σύνολο 647. Την επόμενη μέρα, η πρώτη κίνηση της νέας κυβέρνησης είναι να κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – KPD (με βάση το «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ») και να καταργήσει τις 81 έδρες του στο Κοινοβούλιο. Ήδη κατά την προεκλογική περίοδο το KPD τελούσε υπό διωγμό, αφού 4 000 μέλη του, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του Έρνστ Τέλμαν (Ernst Thälmann, 1886 – 1944), συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Έτσι στο νέο Κοινοβούλιο, με 566 έδρες συνολικά, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα είχε την απόλυτη πλειοψηφία.

Στις 20 Μαρτίου 1933, ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler, 1900 – 1945), ανακοίνωσε την έναρξη λειτουργίας του «πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους» στην πόλη Νταχάου. Οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στις 22 Μαρτίου. Ήταν κυρίως Γερμανοί κομμουνιστές. Σύντομα, στρατόπεδα συγκέντρωσης άνοιξαν σε όλη τη χώρα. Αν και οι εκτιμήσεις για τον αριθμό ποικίλλουν, τους πρώτους μήνες του 1933 στήθηκαν τουλάχιστον 70 στρατόπεδα στα οποία μέχρι το τέλος του έτους φυλακίστηκαν περίπου 200 000 άτομα.

Στις 24 Μαρτίου 1933, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο  «Νόμος για την Άρση των Δεινών του Λαού και του Ράιχ», γνωστός και ως «Εξουσιοδοτικός Νόμος». Την προηγούμενη μέρα στο Ράιχσταγκ είχε υπερψηφιστεί (69%), από όλους τους βουλευτές (444) πλην των  Σοσιαλδημοκρατών (94). Με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο, παραχωρείται όλη η νομοθετική εξουσία στη χιτλερική κυβέρνηση για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράιχ».  

Μετά τους κομμουνιστές ήρθε η ώρα και για τους Εβραίους. Από τις 7 Μαρτίου 1933,  τα Τάγματα Εφόδου (SA) ξεκίνησαν τις επιθέσεις σε καταστήματα εβραϊκής ιδιοκτησίας. Μάλιστα την 1η Απριλίου 1933, οι Ναζί προχώρησαν σε πανεθνικό μποϋκοτάζ των εβραϊκών επιχειρήσεων. Τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου στήθηκαν μπροστά σε εβραϊκά μαγαζιά κρατώντας αντιεβραϊκά πλακάτ που προέτρεπαν και προειδοποιούσαν τους Γερμανούς: «Γερμανοί! Αμυνθείτε! Μην αγοράζετε από Εβραίους!», «Οι Εβραίοι είναι η δυστυχία μας» και «Κάντε τις αγορές σας μόνο σε γερμανικά καταστήματα!».

Στις 7 Απριλίου 1933, στο Υπουργικό Συμβούλιο, εγκρίθηκε ο πρώτος νόμος της αντισημιτικής νομοθεσίας, ο «Νόμος περί Αποκατάστασης της Επαγγελματικής Δημόσιας Υπηρεσίας». Ουσιαστικά, στόχος του νόμου ήταν να αναμορφώσει όλη την κρατική μηχανή, προκειμένου να εξασφαλίσει την αφοσίωσή της στο νέο καθεστώς. Αφορούσε περισσότερους από 2 000 000 υπαλλήλους του Δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης, και περιείχε μέτρα αποκλεισμού όσων θεωρούνταν πολιτικώς αναξιόπιστοι -κυρίως των κομμουνιστών και άλλων αντιναζιστών-, καθώς και των Εβραίων. 

Στη παράγραφο 3, που αργότερα έγινε γνωστή ως η «Αρία Παράγραφος», αναφέρεται ότι: «1. Δημόσιοι υπάλληλοι που δεν είναι Αρίας καταγωγής θα χάνουν τη θέση τους…»7. Την ίδια μέρα -7 Απριλίου-, το Υπουργικό Συμβούλιο, ενέκρινε το διάταγμα το οποίο απέκλειε τους Εβραίουςδικηγόρους από τον Δικηγορικό Σύλλογο, ενώ στις 22 Απριλίου 1933, ενέκρινε το  διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στους Εβραίους γιατρούς να εργάζονται σε νοσοκομεία και κλινικές που ανήκαν στο εθνικό σύστημα υγείας.

Στις 25 Απριλίου 1933, εγκρίθηκε ο «Νόμος κατά της Υπερπλήρωσης των Γερμανικών Σχολείων και Πανεπιστημίων», βάσει του οποίου μπήκαν ποσοστώσεις «μη Αρίων» στα γερμανικά σχολεία και τα ΑΕΙ. Βάσει του νόμου περιορίζεται η εγγραφή νέων μαθητών και φοιτητών εβραϊκής καταγωγής σε όλα τα σχολεία και πανεπιστήμια της χώρας στο 1,5% του συνόλου των νεοεισαχθέντων, ενώ ο συνολικός αριθμός των Εβραίων μαθητών και φοιτητών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 5% σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα8.

Το βράδυ της 10ης Μαΐου 1933, στις περισσότερες πανεπιστημιακές πόλεις, δεξιοί φοιτητές οργάνωσαν λαμπαδηδρομίες «κατά του αντιγερμανικού πνεύματος». Στα σημεία συνάντησης φοιτητές πετούσαν τελετουργικά τα λεηλατημένα και «ανεπιθύμητα» βιβλία (των Καρλ Μαρξ, Φέρντιναντ Λασάλ, Ζίγκμουντ Φρόυντ, Μαξιμίλιαν Χάρντεν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, και άλλων) σε πυρές υπό τη συνοδεία μουσικών συνόλων, ενώ έδιναν και τους λεγόμενους «πύρινους όρκους». Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν ήταν και γραπτά του Χάινριχ Χάινε, αγαπητού Γερμανοεβραίου συγγραφέα του δέκατου ένατου αιώνα, ο οποίος στο έργο του Almansor του 1820-1821 έγραψε την προφητική φράση: «Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους9

Στις 13 Μαΐου 1933, απαγορεύτηκε η αλλαγή των εβραϊκών ονομάτων σε μη εβραϊκά.

Η φυγή από την Φρανκφούρτη και η νέα αρχή στο Άμστερνταμ

Με την άνοδο τους στην εξουσία, το 1933, οι Ναζί είχαν ως στόχο να μετατρέψουν τη Γερμανία σε «judenrein» (κράτος απαλλαγμένο από τους Εβραίους) κάνοντάς τους τη ζωή τόσο δύσκολη που δε θα είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Σύμφωνα με την απογραφή της 16ης Ιουνίου 1933, ο πληθυσμός των Εβραίων της Γερμανίας  ήταν περίπου 503 000, δηλαδή αντιπροσώπευαν το 0,75% του συνολικού πληθυσμού της Γερμανίας (περί τα 67 εκατομμύρια). Οι Γερμανοεβραίοι, όπως άλλωστε όλοι, καταγράφηκαν και καταμετρήθηκαν με βάση το θρήσκευμα και την εθνική τους ταυτότητα. Οι κάρτες καταγραφής τους, ωστόσο, περιείχαν περισσότερες πληροφορίες από ό,τι οι κάρτες των άλλων πολιτών. Σύμφωνα με έναν αξιωματούχο της Στατιστικής Υπηρεσίας του Ράιχ, αυτές οι ειδικές κάρτες «επέτρεπαν τη συνολική εξέταση της βιολογικής και κοινωνικής κατάστασης των Εβραίων στο γερμανικό Ράιχ, τουλάχιστον όσο είναι εφικτό να καταγραφεί εκείνη με βάση το θρήσκευμα». Η απογραφή «των Εβραίων που ζουν στο Ράιχ με βάση τη φυλή» δεν ήταν ακόμη δυνατή10. Συνολικά, περί το 70% των Εβραίων της Γερμανίας ζούσαν σε αστικές περιοχές. Πενήντα τοις εκατό όλων των Εβραίων κατοικούσαν στις 10 μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, μεταξύ των οποίων το Βερολίνο (περίπου 160.000), η Φρανκφούρτη (περίπου 26.000), το Μπρεσλάου (περίπου 20.000), το Αμβούργο (περίπου 17.000), η Κολωνία (περίπου 15.000), το Ανόβερο (περίπου 13.000) και η Λειψία (περίπου 12.000)11.

Μέχρι το τέλος του έτους περίπου 37 000 Εβραίοι τελικά «πείστηκαν» να μεταναστεύσουν από την Ναζιστική Γερμανία. Οι χώρες προορισμού ήταν κυρίως οι γειτονικές χώρες: Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Δανία, Τσεχοσλοβακία και Ελβετία. Στις ΗΠΑ αν και η ετήσια  ποσόστωση για την παροχή μεταναστευτικής βίζας στους γεννηθέντες στη Γερμανία ήταν 25 957, λόγω της οικονομικής κρίσης, το 1933, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε μεταναστευτική βίζα μόνο σε 1 241 Γερμανούς οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Εβραίοι. Εκείνη την χρονιά στη λίστα αναμονής για την χορήγηση βίζας για τις ΗΠΑ βρισκόντουσαν 82 787 Γερμανοί.

Η οικογενειακή τράπεζα των Φρανκ είχε χρεοκοπήσει και το 1933 βρισκόταν σε καθεστώς εκκαθάρισης. Ουσιαστικά τίποτα δεν τους κρατούσε στην Φρανκφούρτη. Η μητέρα του Όττο, η Άλις θα πάει να ζήσει στην κόρη της, στη Βασιλεία. Ο Ρόμπερτ και η Σαρλότ Φρανκ επέλεξαν το Λονδίνο και μετανάστευσαν εκεί το καλοκαίρι του ’33. Ο Όττο και η Έντιθ Φρανκ από την πλευρά τους αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο Άμστερνταμ. Υπήρχαν αρκετοί λόγοι για αυτό.

Καταρχάς στην Ολλανδία ο αντισημιτισμός ήταν σχετικά περιορισμένος σε έκταση και ένταση12. Οι ντόπιοι Ολλανδοί Εβραίοι ανήκαν σε μια από τις παλαιότερες εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης. Η ιστορία τους στην Ολλανδία ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό τον 16ο αιώνα όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στο Άμστερνταμ και σε άλλες πόλεις των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών. Εκεί βρήκαν καταφύγιο Εβραίοι Σεφαραδίτες που διώκονταν στην Ισπανία και την Πορτογαλία και αργότερα μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, Εβραίοι Ασκεναζίτες της Γερμανίας. Το έτος 1795 έφερε τα αποτελέσματα της Γαλλικής Επανάστασης στην Ολλανδία, συμπεριλαμβανομένης της χειραφέτησης των Εβραίων. Οι Εβραίοι ευημερούσαν στην ανεξάρτητη Ολλανδία καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ανάμεσα στους εξέχοντες Ολλανδούς Εβραίους ήταν η Aletta Henriëtte Jacobs, η πρώτη γυναίκα που φοίτησε επίσημα σε ολλανδικό πανεπιστήμιο, και έγινε μία από τις πρώτες γυναίκες ιατρούς στην Ολλανδία, ακτιβίστρια που πρωτοστάτησε του αγώνα για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών το 1919. Άλλοι Ολλανδοί Εβραίοι ήταν οι: Jozef Israëls  (ζωγράφος),  Tobias Asser  (βραβευμένος  με Νόμπελ Ειρήνης  το 1911),  Gerard Philips (Ολλανδός βιομήχανος, ιδρυτής της NV Philips), Samuel van den Ο Bergh (μεγαλοπαραγωγός μαργαρίνης και ένας από τους ιδρυτές της  Unilever), Saal van Zwanenberg (παραγωγός των προϊόντων κρέατος Zwan, ιδρυτής της φαρμακευτικής εταιρείας Organon), Simon Philip Goudsmit (ιδρυτής των πολυκαταστημάτων De Bijenkorf), Leo Meyer και Arthur Isaac (ιδρυτές των καταστημάτων HEMA), Eduard Meijers (νομικός, μέλος της Βασιλικής Ολλανδικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, εισηγητής του σύγχρονου Αστικού Κώδικα της Ολλανδίας), κ.ά.

Οι Ολλανδοί Εβραίοι ήταν ένα σχετικά μικρό μέρος του πληθυσμού της Ολλανδίας. Στην απογραφή του 1930, τα άτομα που δήλωσαν τον «Ιουδαϊσμό» ως θρησκεία τους ήταν 111 917, δηλαδή αποτελούσαν το 1,4 τοις εκατό του πληθυσμού. Στη Χάγη ζούσαν 10 605, στο Ρότερνταμ 10 515, στο Χρόνινγκεν 2 408 Εβραίοι, αλλά οι περισσότεροι Εβραίοι  -περίπου το 72 τοις εκατό- έμεναν στο Άμστερνταμ το οποίο ήταν γνωστό και ως η «Ιερουσαλήμ της Δύσης»13.  

Ένας άλλος λόγος για να επιλέξουν οι Φρανκ να μεταναστεύσουν στην Ολλανδία ήταν γιατί είχε παραμείνει ουδέτερη στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Σε περίπτωση ενός νέου πολέμου, ο Όττο πίστευε ότι οι Γερμανοί θα σέβονταν την ουδετερότητα, όπως και τότε, άρα θεωρήθηκε ασφαλής χώρα. Η τύχη όμως δεν θα ήταν με το μέρος τους. Ο Ότο και η Έντιθ δεν μπορούσαν να το προβλέψουν, αλλά μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ολλανδία θα είχε το χειρότερο ρεκόρ θανάτων Εβραίων στη Δυτική Ευρώπη: το 73 τοις εκατό των Εβραίων στην Ολλανδία εξοντώθηκαν, ενώ στο Βέλγιο, το 40 τοις εκατό, στη Γαλλία το 25 τοις εκατό, στη Δανία το 0,6 τοις εκατό.

Άλλος λόγος να επιλέξουν το Άμστερνταμ ήταν γιατί ο Όττο, το 1923, είχε ανοίξει για λίγο καιρό ένα υποκατάστημα της τράπεζας «Michael Frank & Sons» στο Άμστερνταμ. Αν και το εγχείρημα απέτυχε, γνώριζε την πόλη και έκανε φίλους, ανάμεσά τους και τον Johannes Kleiman, τον υποδιευθυντή της τράπεζάς του.

Ο κύριος λόγος, ωστόσο, ήταν το γεγονός ότι ο κουνιάδος του Erich, του πρότεινε να αναλάβει να ανοίξει ένα υποκατάστημα της Opekta στην Ολλανδία, κάτι που ο Όττο ήλπιζε ότι θα του επέτρεπε να συντηρήσει την οικογένειά του14.  

Η εταιρεία πηκτίνης Opekta Gesellschaft mbH, με έδρα την Κολωνία της Γερμανίας, ιδρύθηκε το 1928, από τον Αυστριακό χημικό Robert Feix. Η Opekta παρήγαγε και πουλούσε πηκτίνη για οικιακή χρήση ως πηκτωματοποιητικό παράγοντα για μαρμελάδες. Εν τω μεταξύ ο  «μισοεβραίος» από την πλευρά της μητέρας του Feix ήταν και διευθύνων σύμβουλος της Pomosin Werke, εταιρίας του αποθανόντα θείου του Alexander Scheinberger,  με έδρα την Φρανκφούρτη, η οποία παρήγαγε και πουλούσε την πηκτίνη αποκλειστικά για τη βιομηχανία. Η επιτυχία που σημείωσε η Opekta, παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση, οδήγησε τον Feix να αποφασίσει να ιδρύσει εμπορικά υποκαταστήματα στην Ελβετία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Ολλανδία, όπου βέβαια προωθούσε και την πηκτίνη της Pomosin. Στην Ολλανδία η Pomosin Werke λειτουργούσε από το 1928 με την θυγατρική της «Pomosin Import Utrecht». 

Δεν είναι γνωστό γιατί ο Robert Feix αποφάσισε να μην συμμετέχει τυπικά στην ιδιοκτησία της Opekta Άμστερνταμ, μέσω της μητρικής εταιρίας (Opekta Gesellschaft mbH), αλλά έμμεσα μέσω δανεισμού από μια θυγατρική της Pomosin Werke, με έδρα την Ελβετία – τη Rohstoff Verkehrs AG (Rovag)15. Σε κάθε περίπτωση, στις 15 Σεπτεμβρίου 1933, καταχωρήθηκε στο Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου στο Άμστερνταμ, η υπό σύσταση «Nederlandsche Opekta Maatschappij NV», με μοναδικό ιδιοκτήτη τον Όττο Φρανκ και έδρα το Nieuwe Zijds Voorburgwal 120-126, στο κέντρο του Άμστερνταμ. Κάτω από τον τίτλο «είδος της δραστηριότητας που διεξάγεται», αναφερόταν «η παρασκευή και το εμπόριο προϊόντων φρούτων, ιδίως πηκτίνης». Στην τελική καταχώριση στα Μητρώα, τον Ιούλιο του 1934, αναφερόταν μόνο η πηκτίνη16. Για το κεφάλαιο εκκίνησης, χορηγήθηκε στον Όττο, το ποσό των 15 000 ολλανδικών φιορινιών, με τη μορφή άτοκου δανείου εξασφαλισμένου με μετοχές της εταιρίας του, από την Rovag, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος ήταν ο κουνιάδος του, Erich Elias. Ο Όττο είτε θα αποπλήρωνε το δάνειο  εντός δέκα ετών, είτε θα το εξοφλούσε με μεταβίβαση μετοχών. Για την άδεια χρήσης του εμπορικού σήματος της Opekta έπρεπε να πληρώνει το 2,5 τοις εκατό του τζίρου του, στην εταιρεία της Κολωνίας. Επίσης θα έπρεπε να αγοράζει όλη την πηκτίνη του από την Pomosin-Werke, καθώς και να μην πουλά χοντρική στην ολλανδική αγορά, μιας και «ανήκε» στην Pomosin Import Utrecht17

Μέχρι να εγκατασταθεί όλη η οικογένεια στο Άμστερνταμ, τα κορίτσια έμεναν στη γιαγιά τους Rosa Holländer, στο Άαχεν, ενώ η Έντιθ από τον Σεπτέμβριο πηγαινορχόταν Άμστερνταμ – Άαχεν, προετοιμάζοντας το νέο τους σπιτικό. Έτσι έκλεισε ο κύκλος της ιστορίας της οικογένειας Φρανκ στη Φρανκφούρτη και τη Γερμανία.

Το Δεκέμβριο του 1933, ο Όττο, η Έντιθ και η Μαργκότ θα περάσουν τα πρώτα τους Χριστούγεννα στο νέο τους σπιτικό, στο Merwedeplein №37, σε ένα τριγωνικό σύμπλεγμα πολυκατοικιών, στη συνοικία Rivierenbuurt του Άμστερνταμ. Η μικρή Άννα θα έρθει αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1934.

Η συνοικία Rivierenbuurt βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του δήμου Amsterdam – Zuid. Χτίστηκε τη δεκαετία του 1920, ως μέρος του προγράμματος αστικής επέκτασης «Plan Zuid» και κατοικήθηκε από πληθυσμό κυρίως της μεσαίας τάξης, ανάμεσά τους και από αρκετούς Εβραίους, οι οποίοι θεωρούσαν το Rivierenbuurt ένα βήμα παραπάνω από την εβραϊκή συνοικία Jodenbuurt της εργατικής τάξης. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, ο εβραϊκός πληθυσμός στο Rivierenbuurt αυξήθηκε ραγδαία με εκατοντάδες νεοαφιχθέντες πρόσφυγες από τη Ναζιστική Γερμανία. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1934, οι ολλανδικές αρχές μετανάστευσης είχαν καταγράψει 4 200 Εβραίους πρόσφυγες από τη Γερμανία και ο αριθμός αυξήθηκε τα επόμενα χρόνια18. Το Merwedeplein, αυτή η τριγωνική πλατεία, η οποία βρισκόταν στο κέντρο της συνοικίας Rivierenbuurt, σε αντίθεση με την καταπράσινη γειτονιά γύρω από την Ganghoferstrasse στη Φρανκφούρτη, που ήταν ένας παράδεισος για τα παιδιά, ήταν αστική και μάλλον γυμνή. Στο σημείο του ισόπλευρου τριγώνου βρισκόταν ο De Wolkenkrabber – ο ουρανοξύστης – που υψωνόταν σε δώδεκα ορόφους, διπλάσιο από το ύψος των άλλων κτιρίων. Τα κτίρια στα αριστερά του ουρανοξύστη ήταν μονά, εκείνα στα δεξιά ζυγά. Κάθε κτίριο ήταν σαν το επόμενο, η απλή πρόσοψη του στο χρώμα της άμμου, τα παντζούρια του απλά λευκά, τα μπαλκόνια στο πίσω μέρος ήταν αρκετά μεγάλα για δύο σεζλόνγκ. Αυτός ήταν ο σύγχρονος πολεοδομικός σχεδιασμός, απλός, φθηνός, χωρίς ιστορία και χωρίς προφίλ — και ίσως για αυτούς ακριβώς τους λόγους ήταν τέλειος για ανθρώπους που έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Οι Φρανκ ζούσαν στον τρίτο όροφο του πέμπτου σπιτιού στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στο 37 Merwedeplein, ο αριθμός —όπως συνηθιζόταν στην Ολλανδία— έδειχνε το διαμέρισμα και όχι το κτίριο19.

Photo collection:  Anne Frank Fonds, Basel, https://www.annefrank.ch/en/family/anne-frank
 

Η οκτάχρονη Μαργκότ και η πεντάχρονη Άννα δεν γράφτηκαν στο ίδιο σχολείο. Την Μαργκότ οι γονείς της την έγραψαν τον Ιανουάριο του 1934,  σε ένα δημοτικό σχολείο στην Jekerstraat του Άμστερνταμ, κοντά στο σπίτι τους. Παρά τα αρχικά προβλήματα με την ολλανδική γλώσσα, η Μαργκότ τελικά εξελίχθηκε σε μια άριστη μαθήτρια20.. Σύμφωνα με τη καλύτερή της φίλη της, Jetteke Frijda, πέρα από πολύ επιμελής στα μαθήματα, η Μαργκότ έπαιζε  τένις, έκανε πατινάζ και συμμετείχε σε αγώνες κωπηλασίας.  Η Μαργκότ ήταν «η καλύτερη σε όλα, αλλά παρέμεινε σεμνή. Μπορούσες να την εμπιστευτείς, μπορούσες να στηριχθείς πάνω της» θυμάται η Frijda21.

Photo collection:  Anne Frank Fonds, Basel, https://www.annefrank.ch/en/family/anne-frank

Τον Μάιο του 1934, την Άννα οι γονείς της, την έγραψαν στο νηπιαγωγείο του 6ου Δημόσιου Σχολείου Montessori, στο Rivierenbuurt του Άμστερνταμ, δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι της. Το σχολείο ακολουθούσε τη μέθοδο που αναπτύχθηκε από την παιδαγωγό Μαρία Μοντεσσόρι. Σύμφωνα με την Ιταλίδα παιδαγωγό, υπάρχουν καθολικά και έμφυτα βιο-ανθρωπο-εξελικτικά χαρακτηριστικά, οι «ανθρώπινες τάσεις», οι οποίες θεωρούνται ως κατευθυντήρια συμπεριφορά σε κάθε στάδιο ανάπτυξης και η εκπαίδευση θα πρέπει να διευκολύνει την έκφρασή τους. Όταν η Μοντεσσόρι επινόησε τη μέθοδο (1897) και λειτούργησε την πρώτη της τάξη (1907), η παιδική εκπαίδευση ήταν πολύ άκαμπτη, τα παιδιά ήταν καθηλωμένα στα θρανία και η διδασκαλία γινόταν με αυστηρή ξύλινη γλώσσα. Η Μοντεσσόρι, πρώτη έκανε χρήση επίπλων κατάλληλου μεγέθους (όλα «φιλικά προς το παιδί»), ενώ απαγόρευσε να δίνονται βαθμοί στο παιδί ή να κρίνεται με οποιονδήποτε τρόπο22.

Το τρίο από αριστερά προς τα δεξιά: Sanne, Hanneli και Anne, στην πλατεία  https://artsandculture.google.com/story/NgVBtLmxVrkeKA

Η Άννα σε αυτό το σχολείο σύντομα ένιωσε σαν στο σπίτι της και γνώρισε τις κολλητές της, την Hannah Elisabeth «Hanneli» Goslar και την Susanne «Sanne» Ledermann. Η μεγαλύτερη αδερφής της Susanne, η Barbara, ήταν πάλι συμμαθήτρια και φίλη της Μαργκότ Φρανκ. Το τρίο  Sanne, Hanneli και Anne, ήταν αχώριστες – και παρέμειναν έτσι καθώς μεγάλωναν. Άλλες φίλες από το δημοτικό σχολείο Montessori ήταν η Mary Bos, η Lucia «Lucie» van Dijk, η Rie «Ietje» Swillens, η Käthe «Kitty» Egyedi (μέχρι την έκτη τάξη, μετά η Kitty πήγε σε άλλο σχολείο), η Martha van den Berg, η Rela Salomon.

Ο Όττο Φρανκ με τους υπαλλήλους του: Miep Gies, Johannes Kleiman, Victor Kugler και Bep Voskuijl (από αριστερά προς τα δεξιά). Photo: Anne Frank Fonds, Basel. https://www.annefrank.ch/en/family/otto-frank

Επικεφαλής των υπαλλήλων της Opekta, ο Όττο τοποθέτησε τον Αυστριακό Victor Kugler (1900-1981), ο οποίος ζούσε στην Ουτρέχτη από το 1920, και είχε προϋπηρεσία στην Pomosin Import Utrecht. Μάλιστα ο Robert Feix – ιδρυτής της Opekta, και διευθύνων σύμβουλος της Pomosin Werke – σκεφτόταν να ορίσει τον Κούγκλερ διευθύνοντα σύμβουλο της Opekta Amsterdam. Τελικά όταν επέλεξε να συνεργαστεί με τον Όττο Φρανκ, ο Κούγκλερ συμφώνησε να δουλέψει στη νέα επιχείρηση.

Λίγο μετά την ένταξη του Kugler, η επίσης Αυστριακή  Hermine «Miep» Santrouschitz, (1909 – 2010), προσλήφθηκε στην εταιρεία αρχικά ως υπάλληλος γραφείου. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Hermine είχε μεταφερθεί στην πόλη Λέιντεν της Ολλανδίας, συμμετέχοντας σε ένα πρόγραμμα υποστήριξης υποσιτισμένων παιδιών και φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Nieuwenburg, η οποία τελικά την υιοθέτησε, αλλάζοντας μάλιστα το όνομά της, από Hermine που ήταν δύσκολο για τους Ολλανδούς να το προφέρουν, σε Miep. Το 1924, με την νέα της οικογένεια η  Μιπ θα ζήσει στο Άμστερνταμ. Σταδιακά ο Όττο Φρανκ θα της εμπιστευθεί την τηλεφωνική και γραπτή επικοινωνία με πελάτισσες νοικοκυρές παρέχοντάς τους οδηγίες για την σωστή διαχείριση της πηκτίνης. Τελικά προήχθη σε αυτό που σήμερα θα λέγαμε υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ. Το 1941 παντρεύτηκε τον Ολλανδό Jan Gies (1905 – 1993) και πήρε την ολλανδική υπηκοότητα. Έκτοτε έγινε γνωστή ως Μιπ Γκις.

Η εταιρία στεγαζόταν σε ένα μικρό γραφείο δύο δωματίων σε ένα εντυπωσιακά μοντέρνο εννιάροφο κτίριο στην παλιά πόλη. Λόγω έλλειψης χώρου, το 1937, η επιχείρηση μεταφέρθηκε, σε νέες εγκαταστάσεις, στη διεύθυνση Singel 400. Στις αρχές του καλοκαιριού της ίδιας χρονιάς, προσελήφθη ως γραμματέας, η δεκαοχτάχρονη Ολλανδή Elisabeth «Bep» Voskuijl (1919 – 1983). Το 1941, ο άνεργος πατέρας της, Johan Voskuijl, που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας προσλήφθηκε επίσης, ως αποθηκάριος.  

Εν τω μεταξύ στην μητρική εταιρεία το 1936 έγιναν αλλαγές στην ιδιοκτησία και διοίκηση. Οι γιοι του ιδρυτή της Pomosin που πλέον είχαν ενηλικιωθεί, ως νόμιμοι διάδοχοι, απαίτησαν και τελικά κατάφεραν να  διώξουν τον Robert Feix από την Pomosin, αλλά να πάρουν και τον έλεγχο της Opekta23.

Οι νέοι ιδιοκτήτες απομάκρυναν από την θέση του διευθύνοντα σύμβουλου της εταιρείας στην Ελβετία τον Εβραίο Erich Elias. Ο Όττο σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν η σειρά του. Θα έπρεπε να προετοιμάσει το έδαφος για παν ενδεχόμενο. Επιπλέον ο Όττο εξακολουθούσε να αναζητά έναν τρόπο να επεκτείνει τις δραστηριότητές του και να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τις πωλήσεις της πηκτίνης που ήταν ένα  εποχιακό προϊόν μιας και υπήρχαν λιγότερα φρέσκα φρούτα το χειμώνα.

Έτσι το 1938, ο Όττο Φρανκ, αφού το συζήτησε με τον παλιό του φίλο Johannes Kleiman (1896 – 1959), πήρε την απόφαση να ξεκινήσει μια δεύτερη εταιρεία, την «Handelsmaatschappij Pectacon N.V.». Η εταιρία έφτιαχνε και προμήθευε τους κρεοπώλες, μείγματα μπαχαρικών που χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή διαφόρων ειδών αλλαντικών. Ο Ολλανδός Κλέιμαν γνώρισε τον Όττο το 1923, όταν διορίστηκε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας «Michael Frank & Sons» στο Άμστερνταμ. Είχε κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του Όττο και όταν η τράπεζα έπρεπε να προχωρήσει το Δεκέμβριο του 1924, σε εκκαθάριση, είχε δώσει στον νεαρό Ολλανδό, πλήρες πληρεξούσιο για να φροντίσει την ομαλή διάλυση της επιχείρησης. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο Κλέιμαν αναλαμβάνει τα λογιστικά των δύο εταιριών που στεγάζονταν στη διεύθυνση Singel 400.

Ο Όττο στην Pectacon προσέλαβε και τον Εβραίο Hermann van Pels, ως ειδικό σε αυτό τον τομέα. Ο Χέρμαν αν και γεννήθηκε στο Gehrde κοντά στο Osnabrück της Γερμανίας, είχε ολλανδική υπηκοότητα μιας και ο πατέρας του Aron van Pels, καταγόταν από το Χρόνινγκεν της Ολλανδίας. Στις 25 Δεκεμβρίου 1925 παντρεύτηκε τον Auguste Röttgen και σχεδόν ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους, Peter. Την περίοδο 1932 – 1937, στο Osnabrück, εργάστηκε ως αντιπρόσωπος πωλήσεων στην επιχείρηση χονδρικής για προμήθειες κρεοπωλείων που διατηρούσε ο πατέρας του. Μεταξύ άλλων, η εταιρεία εμπορευόταν καρυκεύματα για την παραγωγή λουκάνικων. Το 1937, ο Χέρμαν και η Αυγούστα αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο Άμστερνταμ. Δεν έβλεπαν μέλλον για τον εαυτό τους στην αντισημιτική Γερμανία του Χίτλερ. Η αδερφή του Βαν Πελς, η μοδίστρα Henny van Pels, είχε ήδη μεταναστεύσει στο Άμστερνταμ το 1935. Μετά το πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων», τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938, ο Aron van Pels πήγε να βρει τα παιδιά του στη γενέτειρα του. Οι Βαν Πελς έζησαν σε πολλές διευθύνσεις στο Άμστερνταμ πριν καταλήξουν τελικά στο Zuider Amstellaan 34-II. Το σπίτι τους ήταν ακριβώς πίσω από το Merwedeplein, όπου ζούσε η οικογένεια Φρανκ.

Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου , υπήρχαν έξι άτομα στο μισθολόγιο της Opekta και πέντε στην Pectacon, συμπεριλαμβανομένων  τεσσάρων πωλητών που εξυπηρετούσαν τα φαρμακεία (για την πηκτίνη) και τα κρεοπωλεία (για τα μπαχαρικά). Το προσωπικό του γραφείου και της αποθήκης υποστήριζε τις πωλήσεις και για τις δύο εταιρίες.

Η απόπειρα μετανάστευσης στις ΗΠΑ

Το αίσθημα ασφάλειας του Όττο και όχι μόνο, είχε για τα καλά κλονιστεί ειδικά μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, στις 13 Μαρτίου 1938. Ποιος έχει σειρά; Ήταν πραγματικά ασφαλείς οι Κάτω Χώρες; Ο Όττο στην αρχή πίστευε ότι η Γερμανία θα σεβόταν την ολλανδική ουδετερότητα όπως και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κατάλαβε ότι η οικογένειά του κινδύνευε ξανά. Θα έπρεπε να φύγουν, αλλά που να πάνε;

Μετά τη λεγόμενη Anschluss πολλά κράτη φοβούμενα ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα προσφύγων άρχισαν να αυστηροποιούν τους όρους μετανάστευσης. Με την προσάρτηση της Αυστρίας άλλοι 192 000 Αυστριακοί Εβραίοι βρέθηκαν σε περιοχές ελεγχόμενες από τους Ναζί. Οι ολλανδικές αρχές σταμάτησαν να δέχονται τα αυστριακά διαβατήρια ως επίσημα έγγραφα, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο ξεκίνησαν πιο αυστηρούς ελέγχους στα σύνορά τους.

Στην αρχή ο Όττο σκεφτόταν να πάνε στη μητέρα και την αδερφή του στην Ελβετία, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα. Οι Ελβετοί είχαν αρνηθεί να δεχτούν Εβραίους πρόσφυγες ή Εβραίους μετανάστες. Δεν ήθελαν να προσβάλουν τον Χίτλερ ούτε να θέσουν σε κίνδυνο την ουδετερότητά τους. Οι μόνοι Εβραίοι που επιτρεπόταν να εισέλθουν στη χώρα ήταν αυτοί που μετανάστευαν στην Παλαιστίνη και που μπορούσαν να αποδείξουν ότι ήταν σε νόμιμη διέλευση σε άλλη χώρα. Ο Όττο γνώριζε ότι αν προσπαθούσε να περάσει τα σύνορα με την Ελβετία, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι αυτός και η οικογένειά του θα γύριζαν πίσω και στη συνέχεια θα συλλαμβάνονταν. Δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να φύγουν από την Ολλανδία χωρίς βίζα.

Τελικά στα τέλη της άνοιξης του 1938, ο Όττο επισκέφτηκε το προξενείο των ΗΠΑ στο Ρότερνταμ για να υποβάλει αίτηση για βίζα για να μεταναστεύσει με την οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στις ΗΠΑ το Κογκρέσο εμπνευσμένο από το κίνημα της ευγονικής είχε ορίσει ποσοστά εισόδου μεταναστών με το νόμο Johnson-Reed, το 1924, βάσει των οποίων περιορίζονταν ο συνολικός αριθμός των μεταναστών σε 164 667 άτομα ετησίως και γίνονταν διακρίσεις εις βάρος ομάδων της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης που θεωρούνταν «φυλετικά και εθνοτικά ανεπιθύμητες». «Επιθυμητές» ομάδες ήταν αυτοί που κατάγονταν από τη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Για αυτούς που κατάγονταν από την Αμερικανική ήπειρο δεν υπήρχαν ποσοστώσεις.  Μετά το 1929 ο συνολικός αριθμός των μεταναστών μειώθηκε σε 154 879 άτομα ετησίως. Δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, πολλοί Αμερικανοί πίστευαν ότι οι πρόσφυγες θα τους ανταγωνίζονταν για τις θέσεις εργασίας και θα επιβάρυναν υπερβολικά τα προγράμματα κοινωνικής αρωγής που είχαν δημιουργηθεί για τους απόρους.  Επίσης οι νέες ποσοστώσεις αντικατόπτριζαν το αντισημιτικό συναίσθημα στη χώρα. Από τη Μεγάλη Βρετανία ο αριθμός τους αυξήθηκε ετησίως από 34 007 σε 65 721 βίζες, ενώ η ποσόστωση για τη Γερμανία μειώθηκε σημαντικά, από 51 227 σε 25 957 βίζες. Βέβαια σε χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης οι ποσοστώσεις μειώθηκαν και άλλο. Στην Πολωνία με περίπου 3,5 εκατομμύρια Εβραίους είχε ποσόστωση 6 524 βίζες και η Ρουμανία, με εβραϊκό πληθυσμό σχεδόν 1 εκατομμυρίου, είχε ποσόστωση ετησίως μόλις 377 βίζες24. Το θέμα όμως είναι ότι ενώ υπάρχει η ετήσια ποσόστωση για την Γερμανία, ποτέ μέχρι τότε δεν καλύφτηκε πλήρως. Στη Γερμανία τη χρονιά που ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, βίζες χορηγήθηκαν σε 1 241 άτομα με 82 787 άτομα να βρίσκονταν στη λίστα αναμονής. Μεταξύ 1934 και 1937, υπήρχαν κατά μέσο όρο 88 714 Γερμανοί στη λίστα αναμονής για βίζα μετανάστευσης στις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι. Αν και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ άρχισε σιγά-σιγά να εκδίδει περισσότερες βίζες (7 053 ετησίως κατά μέσο όρο), η γερμανική ποσόστωση έμεινε ανεκπλήρωτη (18 904 ετησίως κατά μέσο όρο). Μετά το λεγόμενο Anschluss το Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1938, άρχισε να προσθέτει στις γερμανικές (25 957) και τις αυστριακές (1 413) ποσοστώσεις, καθιστώντας 27 370 μεταναστευτικές βίζες διαθέσιμες κάθε χρόνο για άτομα που γεννήθηκαν σε αυτές τις χώρες, τα οποία τώρα θεωρούνταν όλοι «Γερμανοί»25.

Μέχρι τα μέσα του 1938, στη λίστα αναμονής για τις ΗΠΑ περίμεναν συνολικά 139 163 αιτήσεις για βίζα. Ανάμεσά τους και οι αιτήσεις της οικογένειας του Όττο Φρανκ. Παρόλα αυτά το 1938 μόνο 19 552 Γερμανοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Εβραίοι, κατάφεραν να πάρουν την πολυπόθητη βίζα, ενώ 7 818 θέσεις παρέμειναν κενές γιατί οι υποψήφιοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που είχαν θέσει οι αμερικανικές αρχές. Ποιες όμως ήταν αυτές; Χωρίς να είναι εξαντλητικός ο κατάλογος σίγουρα περιελάμβανε: πιστοποιητικό γέννησης, κατάλογο απογραφής περιουσιακών στοιχείων, εκκαθαριστικό από την εφορία, ιατρική βεβαίωση καλής υγείας, πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου, πιστοποιητικό στρατιωτικής θητείας, Αμερικανό πολίτη εγγυητή-χορηγό, ο οποίος θα έπρεπε με την σειρά του να συγκεντρώσει μια σειρά εγγράφων όπως ένορκη βεβαίωση, τραπεζική επιστολή, βεβαίωση φορολογικής δήλωσης, συστατική επιστολή τρίτου προσώπου. Επίσης οι αιτούντες θα έπρεπε να αποδείξουν ότι έχουν κάνει κράτηση για εισιτήριο ή καλύτερα να το είχαν αγοράσει, εάν ήταν απαραίτητο για να φτάσουν στο λιμάνι αναχώρησης να προμηθευτούν βίζα διέλευσης ή/και βίζα εισόδου. Ορισμένα από τα παραπάνω έγγραφα είχαν ημερομηνίες λήξης και μέχρι οι υποψήφιοι να περάσουν από την συνέντευξη στο Αμερικανικό Προξενείο, χρειαζόταν να ανανεώνονται περισσότερο από μία φορές. Όταν ερχόταν η σειρά του αιτούντα μεταναστευτικής βίζας ακολουθούσε η συνέντευξη στον αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος αφού έλεγχε την πληρότητα και αυθεντικότητα των εγγράφων ενέκρινε ή απέρριπτε την αίτηση26.

Το 1939, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε για πρώτη φορά τον μέγιστο αριθμό θεωρήσεων που ήταν διαθέσιμες στα άτομα που είχαν γεννηθεί στη Γερμανία και Αυστρία. Ωστόσο, πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, σχεδόν εννεαπλάσιος ήταν ο αριθμός αυτών που παρέμεναν στη λίστα αναμονής (240 748 άτομα). Ανάμεσά τους και η οικογένεια Φρανκ27. Σίγουρα ο Όττο και η Έντιθ ένιωθαν τον κλοιό να στενεύει καθημερινά. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία αναγκάζουν τη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας να εκχωρήσει τη Σουδητία, συμπεριλαμβανομένων των νευραλγικών αμυντικών στρατιωτικών θέσεων της Τσεχοσλοβακίας, στη ναζιστική Γερμανία. Στις 14–15 Μαρτίου 1939, υπό την πίεση της Γερμανίας, οι Σλοβάκοι κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και ιδρύουν τη Δημοκρατία της Σλοβακίας. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου και ιδρύουν το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας. Τελικά την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία. Ο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μόλις ξεκινήσει.

Ο εγκλωβισμός

Τον Μάρτιο του 1939, η μητέρα της Έντιθ, η Ρόζα, εγκατέλειψε  το Άαχεν και ήρθε να μείνει μόνιμα στο Άμστερνταμ, στην οικία των Φρανκ.

Η δεύτερη ξαδέρφη του Όττο Φρανκ, η Milly Stanfield που διέμενε στο Λονδίνο θυμήθηκε την αλληλογραφία της με τον Όττο την άνοιξη του 1940: «Πήρα ένα γράμμα από αυτόν που έλεγε πόσο τρομερά δυστυχισμένος ήταν επειδή ήταν σίγουρος ότι η Γερμανία επρόκειτο να επιτεθεί». Είπε ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τι θα γινόταν με τα παιδιά. Η Milly του πρότεινε να στείλει τα κορίτσια στο Λονδίνο, μπορεί να είναι πιο ασφαλείς εκεί. Ο Όττο της απάντησε ότι αυτός και η Έντιθ δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα χωρίζονταν με τα παιδιά τους. Εάν ο Χίτλερ επιτεθεί στην ουδέτερη Ολλανδία, γιατί όχι και στην Αγγλία με την οποία βρισκόταν και επίσημα σε πόλεμο από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939; Και τι εγγυάται ότι η Αγγλία θα άντεχε; Τα παιδιά του μπορεί να ήταν μόνα τους σε ένα κατεχόμενο Λονδίνο, για το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό του.

Η σχετική παύση των εχθροπραξιών που ακολούθησε την ήττα της Πολωνίας τερματίστηκε στις 9 Απριλίου 1940, όταν οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Δανία την οποία και κατέλαβαν σε διάστημα δύο ωρών. Την ίδια μέρα οι Ναζί εισβάλουν και στη Νορβηγία, η οποία θα αντισταθεί έως τις 9 Ιουνίου 1940. 

Στις 10 Μαΐου 1940, ήταν η σειρά του Λουξεμβούργο  της Ολλανδία, και του Βέλγιο που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση στον πόλεμο, όπως και της Γαλλίας, να γνωρίσουν την τακτική του Blitzkrieg («κεραυνοβόλου πολέμου»). Η θέση της Ολλανδίας, που βρίσκεται ανάμεσα στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, στρατηγικά την καθιστούσε ιδανικό στόχο για την εγκαθίδρυση βάσεων, από πλευράς ναζιστικής Γερμανίας, για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης «Θαλάσσιος λέων», δηλαδή την εισβολή της Γερμανίας στην Αγγλία.

Τα ξημερώματα της 10ης Μαΐου 1940 οι γερμανικές 6η και 18η Στρατιές εισέβαλαν στην Ολλανδία, διασχίζοντας τα χερσαία γερμανο-ολλανδικά σύνορα. Ταυτόχρονα η Luftwaffe πραγματοποιεί ρίψη αλεξιπτωτιστών στα αεροδρόμια της ναυτικής βάσης του Valkenburg και του Ockenburg, κοντά στην έδρα της ολλανδικής κυβέρνησης και στο παλάτι στη Χάγη, εκκινώντας έτσι τη Μάχη της Χάγης.  Οι Ολλανδοί διέθεταν τέσσερα Σώματα Στρατού (ΣΣ) έκαστο με δύο Μεραρχίες Πεζικού. Στα βόρεια η γερμανική επίθεση καθηλώθηκε από τις ολλανδικές δυνάμεις και η αντίστασή τους δεν υπερνικήθηκε μέχρι την συνθηκολόγηση. Στο κέντρο τα ολλανδικά 2ο και 4ο ΣΣ αντιστάθηκαν σκληρά στη γραμμή «Γκρέμπε» και υποχώρησαν στις 14 Μαΐου. Νότια το 3ο ΣΣ αντιστάθηκε όσο μπορούσε, αλλά ηττήθηκε στο Μάαστριχ και υποχρεώθηκε σε υποχώρηση28. Παράλληλα αλεξιπτωτιστές και ειδικές δυνάμεις των Γερμανών που μεταφέρθηκαν με αεροπλάνα στα νώτα των Ολλανδών κατέλαβαν τις κύριες γέφυρες και τις οχυρωμένες θέσεις και εξασφάλισαν τους κύριους δρόμους προς το Βέλγιο29. Καθώς η Βέρμαχτ διασπούσε τις ολλανδικές γραμμές, οι Εβραίοι της χώρας καταλήφθηκαν από πανικό. Στις 13 και 14 Μαΐου, χιλιάδες κατευθύνθηκαν προς τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, ελπίζοντας να βρουν κάποιο μέσο για να μεταβούν στο  Ηνωμένο Βασίλειο30. Εκεί ήδη βρισκόταν από τις 13 Μαΐου, η βασίλισσα Wilhelmina (1880 – 1962). Η εξήνταχρονη βασίλισσα και η οικογένειά της διέφυγαν από τη Χάγη και επιβιβάστηκαν στο HMS Hereward, ένα βρετανικό αντιτορπιλικό που εστάλη από τον Βασιλιά Γεώργιο ΣΤ’ για να τους περάσει απέναντι. Την ίδια μέρα αναχώρησαν  για το Λονδίνο με ένα άλλο αγγλικό αντιτορπιλικό και το Υπουργικό Συμβούλιο με τον πρωθυπουργό Ντιρκ Ίαν ντε Γκέερ, εκτός από τους υπουργούς Εμπορίου, Βιομηχανίας και Ναυτιλίας Max Steenberghe και τον υπουργό Γεωργίας Fisheries Arie Adriaan van Rhijn. Την ίδια μέρα ο Steenberghe εκ μέρους της βασίλισσας και του Υπουργικού Συμβουλίου, παρέδωσε την κυβερνητική εξουσία στον στρατηγό Henri Winkelman και ζήτησε από τους Γενικούς Γραμματείς (ΓΓ) να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις οδηγίες του Winkelman. Την επόμενη μέρα, 14 Μαΐου, η Luftwaffe, βομβάρδισε το κέντρο του Ρότερνταμ και το προάστιο Κράλινγκεν, σκοτώνοντας περίπου 850 αμάχους και αφήνοντας, σχεδόν 85 000 ανθρώπους άστεγους. Περίπου 2,6 km2 της πόλης ισοπεδώθηκαν, 24 978 οικίες, 24 εκκλησίες, 2 320 καταστήματα, 775 αποθήκες και 62 σχολεία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η Γερμανία απείλησε να βομβαρδίσει και την Ουτρέχτη31. Η Ολλανδία δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραδοθεί. Στις 15 Μαΐου 1940, σε ένα σχολικό κτίριο στο χωριό Rijsoord, στα νοτιοανατολικά  του Ρότερνταμ, ο Henri Winkelman υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Οι Ολλανδοί είχαν απώλειες 10 800 ανδρών στην σύντομη σύγκρουση με τους Γερμανούς, προκαλώντας τους απώλειες 9 300 ανδρών32.

Επάνω: Ο στρατηγός Winkelman αναχωρεί από το σχολικό κτίριο στο Rijsoord στις 15 Μαΐου 1940 όπου υπογράφηκε η συνθηκολόγηση της Ολλανδίας. Bundesarchiv, Bild 146-1969-097-17 / Hausen, v. / CC-BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Bundesarchiv_Bild_146-1969-097-17,_Kapitulation_der_Niederlande.jpg
Κάτω: O αντιδήμαρχος του Άμστερνταμ, Kropman, ανταλλάσει χειραψία με τον Γερμανό αντιστράτηγο Von Tiedemann, διοικητή της 207ης Μεραρχίας Πεζικού κατά την είσοδο των Γερμανών στο Άμστερνταμ, τη 15η Μαΐου 1940. Photo collection: NIOD, Amsterdam (Beeldbank WO2) https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/#64

Οι Εβραίοι στην κατοχική Ολλανδία. Η περίοδος της απομόνωσης

Την ημέρα της άφιξής της στο Λονδίνο, η βασίλισσα ανακοίνωσε μέσω του ραδιοφώνου του BBC ότι θα συνεχίσει να μάχεται εναντίον της Γερμανίας από εκεί. Αν και το ολλανδικό σύνταγμα δεν προέβλεπε τη μετεγκατάσταση της έδρας της κυβέρνησης εκτός της χώρας, η Wilhelmina ανακήρυξε το Λονδίνο ως την προσωρινή έδρα της κυβέρνησής της. Με αυτή την απόφαση ήλπιζε να εξασφαλίσει τη συνέχιση της νόμιμης ύπαρξης του βασιλείου των Κάτω Χωρών για να συνεχίσει τον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, ανεξάρτητα από τη συνθηκολόγηση. Ο ολλανδικός πληθυσμός αρχικά αντέδρασε στη φυγή της βασίλισσας και του υπουργικού συμβουλίου με οργή και απογοήτευση.

Οι εισβολείς απ’ την πλευρά τους εγκατέστησαν  μια πολιτική διοίκηση υπό την αιγίδα του NSDAP και των SS. Στις 29 Μαΐου 1940, ο Χίτλερ διόρισε τον Arthur Seyss-Inquart (1892–1946), Επίτροπο του Ράιχ (Reichskommissar) για την Ολλανδία. Ο Αυστριακός  Ζάυς-Ίνκβαρτ ήταν κυβερνήτης του Ράιχ της Αυστρίας μέχρι τις 30 Απριλίου 1939, μετά υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Χίτλερ και από τις 12 Οκτωβρίου 1939 αναπληρωτής κυβερνήτης  του Γενικού Κυβερνείου της Πολωνίας. Έτσι, όταν διορίστηκε στη θέση του Reichskommissar στην Ολλανδία, γνώριζε ήδη από πρώτο χέρι την αιματοβαμμένη πραγματικότητα της ναζιστικής πολιτικής στην ανατολή. Ο Ζάυς-Ίνκβαρτ διόρισε Αυστριακούς σε όλες τις κορυφαίες πολιτικές θέσεις. Οι γενικοί κομισάριοι Friedrich Wimmer (Διοίκησης και Δικαιοσύνης), Hans Fischbök (Οικονομικών και Οικονομίας) και Fritz Schmidt (Κομματικών Υποθέσεων), ο κύριος αντιπρόσωπός του στο Άμστερνταμ D.H. Böhmcker. Αυστριακός ήταν και ο ανώτατος αξιωματικός των SS και της Αστυνομίας Albin Rauter (εκπρόσωπος του Χίμλερ στη Χάγη).

Οι τρέχουσες υποθέσεις της χώρας διεκπεραιώνονταν άψογα από τον κρατικό μηχανισμό, υπό την καθοδήγηση του λεγομένου Σώματος των Γενικών Γραμματέων (των ανώτατων υπαλλήλων κάθε υπουργείου). Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν αποδοτικοί και ευσυνείδητοι, η αστυνομία αποτελεσματική, και όλες οι τοπικές αρχές συνεργάζονταν υποδειγματικά. Οι Γερμανοί απλώς επόπτευαν ένα διοικητικό σύστημα που λειτουργούσε ομαλά33. Όπως δήλωνε το 1943 η εξόριστη ολλανδική κυβέρνηση: «Όλη τους τη ζωή [οι δημόσιοι υπάλληλοι] είχαν συνηθίσει να υπακούουν, ήταν πάντα –και σωστά– τόσο περήφανοι για την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων τους και την επιμελή εργασία τους ώστε μετέφεραν αυτή την επιμέλεια και την προσήλωση στην εκπλήρωση του καθήκοντος όσον αφορά τη σχολαστική οργάνωση της λεηλασίας της χώρας μας προς όφελος του εχθρού»34.

Αν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα (Nationaal-Socialistische Beweging, NSB) δεν έγινε ποτέ υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Ναζί. Τον Ιούνιο του 1940, ο ηγέτης του NSB Anton Mussert πραγματοποίησε μια ομιλία στο Lunteren στην οποία κάλεσε τους Ολλανδούς να αγκαλιάσουν τους Γερμανούς και να αποκηρύξουν την Ολλανδική Μοναρχία , η οποία είχε καταφύγει στο Λονδίνο. Μετά το 1941 το NSB ήταν το μόνο κόμμα που δεν είχε τεθεί εκτός νόμου από το γερμανικό καθεστώς.

Πάνω: Η συγκέντρωση του NSB στο Άμστερνταμ όπου οι Seyss-Inquart και Mussert μίλησαν για την αναγκαιότητα εισβολής στη Σοβιετική Ένωση , 27 Ιουνίου 1941, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Demonstratie_Mussert_en_Seyss-Inquart_-_Fotodienst_der_NSB_-_NIOD_-_76383.jpeg
Κάτω: Στο βήμα ο Mussert σε ομιλία του προς τα μέλη της NSB στη Χάγη, Οκτώβριος 1941. Στο πίσω μέρος είναι ο Rijkscommissaris Arthur Seyss-Inquart, ο στρατηγός Hendrik Seyffardt και ο SS Obergruppenführer (στρατηγός) Hanns Albin Rauter, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Toespraak_Anton_Mussert.jpg
 

Το γεγονός ότι ο Χίτλερ πίστευε πως οι Ολλανδοί είναι ουσιαστικά Άριοι και μακροπρόθεσμα θα ενσωματωθούν στο Ράιχ, είχε ως συνέπεια να θεωρείται εξαιρετικά επείγον ζήτημα η απομόνωση των Εβραίων από την ολλανδική κοινωνία. Λίγο πριν την εισβολή στην Ολλανδία, ζούσαν περίπου 140 000 Εβραίοι, από τους οποίους οι 20 000 ήταν πρόσφυγες από την Γερμανία και την Αυστρία. Σχεδόν το 60 τοις εκατό, από αυτούς, ζούσαν μόνο στο Άμστερνταμ.

Η γερμανική διοίκηση άρχισε αμέσως να επιβάλει αντιεβραϊκά μέτρα35.

Το πρώτο μέτρο ήταν ο Κανονισμός 80/1940 που εκδόθηκε στις 31 Ιουλίου 1940, σύμφωνα με τον οποίο από τις 5 Αυγούστου 1940 και μετά, απαγορεύεται η εβραϊκή τελετουργική σφαγή «Shechita».  

Στις 28 Αυγούστου 1940 το Κολλέγιο των Γενικών Γραμματέων λαμβάνει ανεπίσημα οδηγίες να μην διορίζει, εκλέγει ή προάγει κανένα άτομο «εβραϊκού αίματος» σε κυβερνητικές υπηρεσίες.

Στις 22 Οκτωβρίου 1940 δημοσιεύτηκε ο Κανονισμός που διευκρίνιζε ποιοι θεωρούνταν Εβραίοι.  Ο ολλανδικός ορισμός του Εβραίου ήταν ουσιαστικά ίδιος με εκείνον των Νόμων της Νυρεμβέργης του 1935, με μία διαφορά: τα άτομα μεικτής καταγωγής ορίζονταν με βάση ένα χρονικό όριο. Σύμφωνα με το «Πρώτο Συμπληρωματικό Διάταγμα του Νόμου περί της ιδιότητας του πολίτη του Ράιχ» που εγκρίθηκε στη Ναζιστική Γερμανία στις 14 Νοεμβρίου 1935, οι Εβραίοι κατηγοριοποιήθηκαν σε αμιγώς Εβραίους, σε ημι-Εβραίους (ή μικτής φυλής πρώτου βαθμού) και σε ένα τέταρτο Εβραίους (ή μικτής φυλής δευτέρου βαθμού). Αμιγώς ή Πλήρεις Εβραίοι ήταν αυτοί που ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό ή εκείνοι που είχαν τουλάχιστον 3 Εβραίους παππούδες ή γιαγιάδες εβραϊκής καταγωγής, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πρακτική. Μικτής φυλής (Mischlinge) πρώτου βαθμού ήταν εκείνοι που είχαν 2 Εβραίους παππούδες ή γιαγιάδες, δεν ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό και δεν είχαν Εβραίο σύζυγο. Μικτής φυλής δευτέρου βαθμού ήταν εκείνοι που είχαν μόνο 1 Εβραίο  παππού ή γιαγιά και δεν ασκούσαν τον Ιουδαϊσμό. Η διαφορά στην ολλανδική απόφαση, βρίσκεται στον ορισμό της μικτής φυλής. Εάν μόνο οι δύο παππούδες ή γιαγιάδες του ήταν Εβραίοι, το άτομο θεωρούνταν μεικτής φυλής (Mischling) πρώτου βαθμού, υπό την προϋπόθεση ότι την 9η Μαΐου του 1940 (την παραμονή της γερμανικής επίθεσης στη Δύση) δεν είχε Εβραίο ή Εβραία σύζυγο και δεν ανήκε στην εβραϊκή θρησκεία. Διαφορετικά, το άτομο αυτό θεωρούνταν Εβραίος36.

Με βάση την απόφαση που διευκρίνιζε ποιοι θεωρούνταν Εβραίοι, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να συμπληρώσουν την «βεβαίωση άριας καταγωγής». Μέχρι την 4η Νοεμβρίου του 1940, όσοι δεν μπορούσαν να αποδείξουν την «άρια καταγωγή» τους, τέθηκαν «σε διαθεσιμότητα». Η «διαθεσιμότητα» ηχούσε λιγότερο σκληρή, από την «απόλυση», αλλά οι επιπτώσεις ήταν οι ίδιες. Όλοι οι Εβραίοι απομακρύνθηκαν από την δημόσια διοίκηση37. Ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας αποφάσισε, με πλειοψηφία 12 προς 5, να απολύσει τον ίδιο του τον πρόεδρο, τον Εβραίο Lodewijk Ε. Visser38.

Στην Ολλανδία δεν επέδειξαν όλοι οι φορείς την ίδια με τη δημόσια διοίκηση διάθεση αποτελεσματικής συνεργασίας με τους ναζί. Στις 26 Νοεμβρίου 1940, ο καθηγητής R.P. Cleveringa κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Leiden, του παλαιότερου ολλανδικού πανεπιστημίου, αντέδρασε σθεναρά στη διαταγή των Γερμανών να απολυθούν οι Εβραίοι καθηγητές. Στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου καταδίκασε την απαίτηση ως «εντελώς απαράδεκτη» και αντιπαρέβαλε την «εξουσία που βασίζεται μόνο στη βία» με το «ευγενές» παράδειγμα του Ε.Μ. Meijers, Εβραίου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής Meijers, έλεγε ο Cleveringa, ήταν «γιος του λαού μας, αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο πατέρας των φοιτητών του, αυτός ο επιστήμονας, που ξένοι σφετεριστές τον απάλλαξαν από τα καθήκοντά του…»39.  Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι φοιτητές των πανεπιστημίων του Leiden και του Delft ξεκίνησαν αποχή. Στις 29 Νοεμβρίου 1940 και τα δύο πανεπιστήμια έκλεισαν με γερμανική διαταγή, ενώ ορισμένοι διαδηλωτές, όπως ο καθηγητής Cleveringa, συνελήφθησαν. Ο Cleveringa έμεινε στη φυλακή τους επόμενους οκτώ μήνες.

Οι διαμαρτυρίες, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στην πανεπιστημιακή ελίτ. Έναν μήνα πριν από τα γεγονότα του Leiden η Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία και οι Μενονίτες έστειλαν κοινή επιστολή στον Ζάυς-Ίνκβαρτ.  Την επιστολή δεν υπέγραφε η Καθολική Εκκλησία της Ολλανδίας, ούτε η μικρή Ολλανδική Λουθηρανική Εκκλησία (δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών προτεσταντών είναι λουθηρανοί). Έπειτα από αναφορές στη χριστιανική φιλανθρωπία και στο ζήτημα των εκχριστιανισμένων Εβραίων, η επιστολή συνέχιζε ως εξής: «Τέλος, αυτό το ζήτημα [των αντιεβραϊκών νόμων και της εκδίωξης των Εβραίων από τον δημόσιο τομέα] έχει θορυβήσει τους πιστούς, διότι αφορά τον λαό από τον οποίο προέρχεται ο Σωτήρας μας, προς τον οποίο προσεύχονται όλοι οι χριστιανοί και τον οποίο αναγνωρίζουν ως Κύριο και Βασιλέα τους. Για όλους αυτούς τους λόγους, στρεφόμαστε προς την Εξοχότητά σας, με την παράκληση να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να αναιρεθούν τα προαναφερθέντα μέτρα»40. Το κείμενο της επιστολής διαβάστηκε από τους άμβωνες όλων των Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών την επόμενη Κυριακή. Την ίδια περίοδο, κείμενα διαμαρτυρίας έκαναν την εμφάνισή τους σε όλο τον παράνομο ολλανδικό Τύπο. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 1940, το φύλλο της αριστερής De Waarheid (Η Αλήθεια) μιλούσε έξω απ’ τα δόντια: «Οι Ολλανδοί εργάτες και όλοι οι Ολλανδοί που αγαπούν την ελευθερία πρέπει να καταπολεμήσουν αυτό το εισαγόμενο δηλητήριο του μίσους κατά των Εβραίων»41.

Με την απόφαση 231/1940 της 19ης Δεκεμβρίου 1940, απαγορεύεται η εργασία Γερμανών στα εβραϊκά νοικοκυριά.

Στις 10 Ιανουαρίου 1941, με διάταγμα (6/1941) αποφασίστηκε  η απογραφή όλων των Εβραίων που διανέμουν στην Ολλανδία στα τοπικά υποκαταστήματα Απογραφής. Όσοι δεν το κάνουν τιμωρούνταν με φυλάκιση πέντε ετών ή/και δήμευση περιουσίας.

Μετά τη γερμανική εισβολή, δόθηκε η ευκαιρία στο NSB να επανενεργοποιήσει την ένστολη παραστρατιωτική οργάνωση «Τμήμα Ανθεκτικότητας» (WeerbaarheidsAfdeling – WA), η οποία τραμπούκιζε τους Εβραίους, κατέστρεφε εβραϊκά καταστήματα και μνημεία. Στις 9 Φεβρουάριου 1941, μέλη της WA έκαναν έφοδο στο καμπαρέ «Alcazar» στην πλατεία Thorbeckeplein επειδή Εβραίοι καλλιτέχνες εξακολουθούσαν να παίζουν εκεί, αν και υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε όλους τους Εβραίους μουσικούς και καλλιτέχνες να εμφανίζονται σε μη εβραϊκά κλαμπ. Στο συγκεκριμένο έπαιζε η διάσημη Εβραία τρομπετίστα της τζαζ Clara de Vries, για την οποία είχε πει τα καλύτερα λόγια ο Λούις Άρμστρονγκ42. Στη συμπλοκή που ακολούθησε τραυματίστηκαν 23 άτομα. Αυτό ήταν η αφορμή να ξεσπάσουν τις επόμενες μέρες νέες ταραχές. Στις 11 Φεβρουαρίου μια ομάδα περίπου 45 ανδρών του WA παρέλασε στην εβραϊκή συνοικία Jodenbuurt του Άμστερνταμ και αφού τραμπούκισε Εβραίους σε καφέ της περιοχής, από κει κατευθύνθηκε προς την πλατεία Waterlooplein. Μια κομμουνιστική ομάδα επαγρύπνησης ειδοποιήθηκε και ήρθε να βοηθήσει τους Εβραίους. Ακολούθησε συμπλοκή κατά την οποία ένα μέλος της  WA, ο Hendrik Koot, κτυπήθηκε σοβαρά στο κεφάλι. Την επόμενη μέρα 12 Φεβρουαρίου ο Böhmcker έδωσε εντολή να σφραγιστεί η εβραϊκή συνοικία της πόλης, ενώ ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός ενιαίου οργάνου που θα εκπροσωπούσε τους Εβραίους της πόλης. Για τον σκοπό αυτό κάλεσε την ίδια μέρα, εξέχουσες προσωπικότητες της εβραϊκής κοινότητας, μεταξύ των οποίων τον Abraham Asscher, τον David Cohen, τον Αρχιραβίνο του Άμστερνταμ Lodewijk Sarlouis, να συζητήσουν για την σύνθεση του νέου οργάνου του «Εβραϊκού Συμβουλίου».

Ήδη από τον Απρίλιο του 1933, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ολλανδού Εβραίου επιχειρηματία διαμαντιών  Abraham Asscher (1880 –1950) και του επίσης Ολλανδού Εβραίου καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ David Cohen (1882 –1967) και με κυβερνητική έγκριση, λειτουργούσε η «Επιτροπή για Ειδικές Εβραϊκές Υποθέσεις» (Comité voor Bijzondere Joodsche Belangen – CBJB) και το παρακλάδι της – η «Επιτροπή για τους Εβραίους Πρόσφυγες» (Comité voor Joodsche Vluchtelingen – CJV). Οι επιτροπές ήταν μια απάντηση στο κύμα των προσφύγων που έμπαιναν στην Ολλανδία από τη γειτονική Γερμανία από το 1933. Είχαν φτιαχτεί τμήματα πρόνοιας, αποκατάστασης, επαγγελματικής κατάρτισης, μετανάστευσης και επαναπροώθησης. Μετά την Kristallnacht τον Νοέμβριο του 1938, οργανώθηκε ένα Kindertransport για να μεταφερθούν παιδιά – χωρίς τους γονείς τους – σε χώρες εκτός του Γερμανικού Ράιχ. Στην Ολλανδία, η Truus Wijsmuller-Meijer και η CJV διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία με την ολλανδική κυβέρνηση για την υποδοχή 1500 παιδιών που ήταν καθ’ οδόν προς τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες χώρες. Μετά την «Νύχτα των Κρυστάλλων» υπήρξε αύξηση του αριθμού των Εβραίων από τη Γερμανία και την Αυστρία που αναζητούσαν καταφύγιο στην Ολλανδία. Η CJV ετοίμαζε τις λίστες με τους πρόσφυγες που θα γινόταν δεκτοί στην Ολλανδία. Όμως οι νέοι πρόσφυγες θα έπρεπε να μένουν σε καταυλισμούς αντί να στεγάζονται ιδιωτικά και η CJV θα έπρεπε να αναλάβει το οικονομικό κόστος συντήρησης τους. Το καλοκαίρι του 1939 κατασκευάστηκε ο Κεντρικός Καταυλισμός Προσφύγων (Centraal Vluchtelingenkamp), κοντά στο χωριό Hooghalen, του δήμου Westerbork, (σημερινό Midden-Drenthe). Οι πρώτοι 22 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον καταυλισμό, τον Οκτώβριο του 1939. Μετά τη γερμανική κατοχή της Ολλανδίας, ο καταυλισμός μετατράπηκε σε κύριο στρατόπεδο μεταγωγών για τους Εβραίους που εκτοπίζονταν  στην ανατολή.

Ο Αβραάμ Άσσερ λοιπόν προσφέρθηκε εθελοντικά να προεδρεύσει του νέου οργάνου – του «Εβραϊκού Συμβουλίου», και ζήτησε τον διορισμό τού Νταβίντ Κοέν ως συμπροεδρεύοντος. Έπειτα οι Άσσερ και Κοέν επέλεξαν τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου, κυρίως από το δικό τους κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή τη μικρή και πλούσια εβραϊκή αριστοκρατία του Άμστερνταμ. Οι υπάρχουσες εβραϊκές οργανώσεις CBJB και CJV διαλύθηκαν και τα έμπειρα μέλη του προσωπικού τους πέρασαν στο «Εβραϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ».

Στις 13 Φεβρουαρίου 1941, κατ’ απαίτηση του Böhmcker, ο Άσσερ μίλησε σε μια συνέλευση Εβραίων εργατών, ζητώντας τους να παραδώσουν τα όποια όπλα διέθεταν. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Bob Moore: «Ουσιαστικά, τα πρώτα βήματα προς τη συνεργασία των Εβραίων με τους Γερμανούς είχαν ήδη γίνει, με την αυτοδιορισμένη ελίτ του Εβραϊκού Συμβουλίου να λειτουργεί ως διαβιβαστής των γερμανικών απαιτήσεων»43.  Όμως στις 14 Φεβρουαρίου ο Ολλανδός Ναζί Koot πέθανε από το τραύμα του44. Έτσι τις επόμενες ημέρες συνεχίστηκαν οι επιθέσεις των μαυροπουκαμισάδων της WA σε περιοχές πέρα από την γκετοποιημένη συνοικία Jodenbuurt που διέμεναν και εργάζονταν Εβραίοι.

Photo collection: Οι επιδρομές των Ναζί στην πλατεία Jonas Daniël Meijerplein, στις 22 και 23 Φεβρουαρίου 1941. NIOD, Amsterdam (Beeldbank WO2) και Imperial War Museums, United Kingdom, https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/#26

Στις 19 Φεβρουαρίου 1941, οι Alfred Kohn και Ernst Cahn, Εβραίοι πρόσφυγες από τη Γερμανία,  ιδιοκτήτες του παγωτατζίδικου «Koco» στην οδό  Van Woustraat 149, στο νότιο Άμστερνταμ, νόμισαν πως μια ομάδα Γερμανών αστυνομικών (Ordnungspolizei) ήταν Ολλανδοί Ναζί, και τους ψέκασαν με αέριο αμμωνίας. Σε αντίποινα τρεις μέρες αργότερα οι Γερμανοί εξαπολύοντας δύο επιδρομές στην πλατεία Jonas Daniël Meijerplein, το Σαββατοκύριακο στις 22 και 23 Φεβρουαρίου 1941, συνέλαβαν 389 νεαρούς Εβραίους, τους οποίους έστειλαν στο Μπούχενβαλντ και, από εκεί, στο Μαουτχάουζεν. Αποτέλεσμα – μόνο ένας από αυτούς επέζησε45. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ολλανδίας διαμαρτυρόμενο για τις βαναυσότητες των Γερμανών κατά των Εβραίων οργάνωσε γενική απεργία στις 25-26 Φεβρουαρίου 1941, που παρέλυσε το Άμστερνταμ. Σύντομα η απεργία εξαπλώθηκε σε άλλες περιοχές: Zaandam, Haarlem, Velsen, Hilversum, Bussum, Weesp, Muiden και Ουτρέχτη. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν τους απεργούς με εξαιρετική βιαιότητα, χρησιμοποιώντας όπλα και χειροβομβίδες – εννέα απεργοί σκοτώθηκαν, 24 τραυματίστηκαν και πολλοί συνελήφθησαν. Η απεργία διακόπηκε μετά από δύο ημέρες. Μετά την απεργία, οι κατακτητές ξεκίνησαν το κυνήγι των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια αυτού του κυνηγιού στις 5 Μαρτίου, συνελήφθη ο Εβραίος κομμουνιστής Leendert Schijveschuurder. Την επόμενη μέρα εκτελέστηκε. Ήταν ο πρώτος Ολλανδός Εβραίος που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Δύο μέρες νωρίτερα όμως οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον πρώτο Γερμανό Εβραίο -τον Ernst Cahn-, έναν από τους ιδιοκτήτες του παγωτατζίδικου «Koco». Θα ακολουθήσουν στις 13 Μαρτίου 1941, οι εκτελέσεις άλλων τριών κομμουνιστών (Hermanus Coenradi, Joseph Eijl και Eduard Hellendoorn)46. Οι Ολλανδοί έμαθαν ότι οι Γερμανοί δεν θα δίσταζαν να επιβάλουν την αντιεβραϊκή τους πολιτική με κάθε τρόπο, ενώ οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι δεν θα ήταν εύκολο να μετατρέψουν τους Ολλανδούς σε εθνικοσοσιαλιστές47.

Photo collection: Ομιλία του Arthur Seyss-Inquart στο Concertgebouw, Άμστερνταμ, 12 Μαρτίου 1941. NIOD, Amsterdam, (Beeldbank WO2), https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/#69

Στις 12 Μαρτίου 1941, σε ομιλία του ο Ζάυς-Ίνκβαρτ, στο Concertgebouw στο Άμστερνταμ, η οποία μεταδόθηκε  ραδιοφωνικά, κινηματογραφήθηκε για δελτίο ειδήσεων και το κείμενο δημοσιεύτηκε επίσης σε μπροσούρα, αναφερόμενος στους Ολλανδούς Εβραίους είπε: «Και θα ήθελα με αυτήν την ευκαιρία να πω κάτι για το εβραϊκό ζήτημα. Δεν θεωρούμε ότι οι Εβραίοι είναι μέλη του ολλανδικού έθνους. Για εμάς, οι Εβραίοι δεν είναι Ολλανδοί. Οι Εβραίοι είναι ο εχθρός με τον οποίο δεν μπορεί να γίνει ανακωχή ή ειρήνη … Θα χτυπήσουμε τους Εβραίους όπου τους συναντάμε και όποιος πάει μαζί τους πρέπει να αναλάβει τις συνέπειες»48.

Την ίδια μέρα, με τον κανονισμό 48/1941, οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη διαδικασία «Αριανοποίησης» δηλαδή τη διαδικασία περάσματος των επιχειρήσεων εβραϊκών συμφερόντων σε μη εβραϊκά χέρια. Πολλές γερμανικές εταιρείες επιθυμούσαν ν’ αποκτήσουν μετοχές σε μεγάλες ολλανδικές εταιρείες, αποκτώντας πρώτα όσες ανήκαν σε Εβραίους. Πολλές γερμανικές τράπεζες έπαιξαν σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο σε αυτές τις συναλλαγές, ιδιαίτερα η Handelstrust West, μια θυγατρική της Τράπεζας της Δρέσδης. Στην προσπάθειά του να επιταχύνει τις διαδικασίες, το Κεντρικό Γραφείο Εβραϊκής Μετανάστευσης (Zentralstelle) επέτρεπε την αναχώρηση των Εβραίων ιδιοκτητών μεγάλων επιχειρήσεων, εάν πωλούσαν τις επιχειρήσεις τους σε Γερμανούς αγοραστές. Οι αγοραπωλησίες αυτές επέτρεψαν την ανεμπόδιστη αναχώρηση ελάχιστων τυχερών (περίπου τριάντα οικογενειών), μέσα σε λίγες εβδομάδες από τη στιγμή της μεταβίβασης περιουσίας.

Στις 15 Απριλίου 1941, ο Hanns Rauter, διέταξε οι Εβραίοι να παραδώσουν τις ραδιοφωνικές συσκευές τους βάσει της απόφασης (26/1941) της 11ης Φεβρουαρίου49.

Από τον Απρίλιο του 1941 και μετά, κάθε Ολλανδός ηλικίας 15 ετών και άνω έπρεπε να έχει δελτίο ταυτότητας. Δημιουργός τους ήταν ο  Jacob Lentz (1894-1963), ένας Ολλανδός αξιωματούχος στο Υπουργείο Εσωτερικών. Οι ταυτότητες που σχεδίασε ο Lentz περιελάμβαναν φωτογραφία διαβατηρίου και δακτυλικό αποτύπωμα του κομιστή καθώς και μοναδικό αριθμό προσώπου. Λόγω του ειδικού μελανιού, των γραμματοσήμων, της κόλλας και του υδατογραφημένου χαρτιού που χρησιμοποιήθηκαν, η πλαστογράφηση δελτίων ταυτότητας ήταν σχεδόν αδύνατη. Επιπλέον, ο Lentz δημιούργησε ένα κεντρικό μητρώο δελτίων ταυτότητας, έτσι ώστε να είναι εύκολο να ελεγχθεί αν μια ταυτότητα ήταν γνήσια από τον μοναδικό αριθμό της. Με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και οι απλοί αστυνομικοί μπορούσαν να εντοπίσουν σχεδόν τέλειες πλαστογραφίες αν τις έλεγχαν ενδελεχώς. Ο μόνος τρόπος για να πλαστογραφηθούν τα δελτία ταυτότητας ήταν η τροφοδοσία στοιχείων ανύπαρκτων στην κεντρική διοίκηση. Αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία νέων δελτίων ταυτότητας. Αυτό απαιτούσε τη συνεργασία έμπιστων δημοσίων υπαλλήλων και ικανών πλαστογράφων όπως η Alice Cohn (1914-2000), μια Γερμανοεβραία γραφίστρια που είχε καταφύγει στην Ολλανδία το 1936. Τα δελτία ταυτότητας των Εβραίων, στις 3 Ιουνίου 1941, επιπλέον σφραγίστηκαν με ένα κεφαλαίο μαύρο γράμμα «J».

Τον Απρίλιο του 1941, επίσης, ιδρύθηκε το Κεντρικό Γραφείο Εβραϊκής Μετανάστευσης στο Άμστερνταμ, σύμφωνα με τα πρότυπα των γραφείων που άνοιξαν στη Βιέννη το 1938, και στο Βερολίνο και την Πράγα το 1939. Το Κεντρικό Γραφείο (Zentralstelle), αναλάμβανε την καταγραφή του εβραϊκού πληθυσμού, των περιουσιακών του στοιχείων, και των αναχωρήσεων (που οδηγούσαν, φυσικά, στην κατάσχεση της περιουσίας που έμενε πίσω).

Photo collection: NIOD, Amsterdam, https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/

Τον Μάιο του 1941, ο δήμος του Άμστερνταμ χαρτογράφησε τις διευθύνσεις των Εβραίων κατοίκων   και των εβραϊκών επιχειρήσεων. Από την 1η Μαΐου απαγορεύτηκε στους Εβραίους να συναλλάσσονται  στα χρηματιστήρια. Από την ίδια μέρα επίσης, οι Εβραίοι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι μαίες, οι κτηματομεσίτες και οι μεταφραστές δεν επιτρεπόταν πλέον να εργάζονται για μη Εβραίους. Από την επομένη, οι Εβραίοι απαγορευόταν πλέον να εργάζονται ως δημοσιογράφοι. Στις 15 Μαΐου 1941, οι Εβραίοι μουσικοί απολύονται από τις ορχήστρες. Στις 27 Μαΐου 1941, οι δυνάμεις κατοχής εξέδωσαν το διάταγμα 102/1941 σχετικά με την κήρυξη και την αναγκαστική πώληση αγροτικής γης σε μη εβραϊκά χέρια. Μέσω του εντύπου «Δήλωση γεωργικής γης στα χέρια των Εβραίων» έπρεπε να αναφέρουν ποια αγροτεμάχια κατείχαν. Μετά τη δήλωση, τα οικόπεδα έπρεπε να πουληθούν σε μη Εβραίους πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 1941 και να μεταβιβαστούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1942. Τα γραφεία μίσθωσης επιφορτίστηκαν με τη διαχείριση της πώλησης σε μη Εβραίους αγρότες.

Από τις 31 Μαΐου 1941, απαγορεύτηκε η είσοδος Εβραίων σε πάρκα, ιαματικά λουτρά και ξενοδοχεία, και από της 13 Ιουνίου σε όλες τις δημόσιες παραλίες και πισίνες.

 Από τις 15 Ιουνίου 1941, οι Εβραίοι δικηγόροι δεν επιτρεπόταν πλέον να εργάζονται για μη Εβραίους πελάτες.

Το καλοκαίρι του 1941, οι Εβραίοι μαθητές όλων των βαθμίδων υποχρεώθηκαν να συμπληρώσουν ειδικά έντυπα εγγραφής και από την νέα σχολική χρονιά απαγορεύτηκε η φοίτησή τους σε μη εβραϊκά σχολεία.

Στις 3 Ιουνίου 1941, μια επίθεση στο τηλεφωνικό κέντρο της Luftwaffe στο αεροδρόμιο Schiphol είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό ενός στρατιώτη που υπηρετούσε εκεί. Σε αντίποινα, οι Γερμανοί κατόρθωσαν, εξαπατώντας δύο μέλη του Εβραϊκού Συμβουλίου, τον David Cohen και την Gertrud van Tijn, να τους αποσπάσουν μια λίστα με τις διευθύνσεις διακοσίων νεαρών Γερμανοεβραίων προσφύγων. Οι Γερμανοί τους συνέλαβαν μαζί με άλλους νεαρούς Εβραίους από το Άμστερνταμ, και τους έστειλαν στο Μαουτχάουζεν, όπου και δολοφονήθηκαν. Τι έπρεπε να κάνει το Συμβούλιο; Σε μια έκτακτη συνάντηση στις 12 Ιουλίου, ο Asscher πρότεινε να παραιτηθούν ομαδικά. 0 Cohen όμως δίσταζε, με τον φόβο των γερμανικών αντιποίνων. Κι έπειτα -προσέθεσε-, αν παραιτούνταν το Συμβούλιο, ποιος θα βοηθούσε την κοινότητα; Υπήρχε άραγε πιθανότητα, πράττοντας διαφορετικά (για παράδειγμα, διαλύοντας το Συμβούλιο), να υπονομεύσουν τα σχέδια των Γερμανών ή να βοηθήσουν τους Εβραίους;50

Στις 8 Αυγούστου του 1941 οι Εβραίοι της Ολλανδίας διατάχθηκαν να καταθέσουν όλα τους τα μετρητά και τα περιουσιακά στοιχεία πάνω από 1 000 φιορίνια, στην Liro Bank, της οδού Sarphatistraat 47-55, στο Άμστερνταμ. Δεν τους επιτρεπόταν πλέον να έχουν λογαριασμούς σε άλλες τράπεζες. Επιπλέον στις 15 Σεπτεμβρίου 1941, οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να εγγράψουν, όλη τους την ακίνητη περιουσία. Στην πραγματικότητα οι Ναζί χρησιμοποίησαν το καλό όνομα της παλαιάς εβραϊκής τράπεζας Lippmann, Rosenthal & Co (Liro) που λειτουργούσε από το 1859 με έδρα το Άμστερνταμ στην Nieuwe Spiegelstraat 6-8, και η οποία τον Μάιο του 1941 είχε «αριανοποιηθεί»,  με σκοπό να υπεξαιρέσουν τις περιουσίες των Εβραίων, στήνοντας ένα «υποκατάστημα» της τράπεζας στην οδό Sarphatistraat51.

Τελικά πόσοι ήταν οι Εβραίοι, σύμφωνα με τα κριτήρια της απόφασης της 22ας Οκτώβρη 1940;

Τα στατιστικά στοιχεία, που υποβλήθηκαν από το Γραφείο Απογραφής στις 27 Αυγούστου 1941, έδειξαν 160 820 εγγραφές, 140 552 εκ των οποίων «Εβραίοι», 14 549 «Μικτής φυλής πρώτου βαθμού» και 5 719 «Μικτής φυλής δευτέρου βαθμού»52. Από τους 140 552 πλήρεις Εβραίους, οι 22 252 δεν ήταν Ολλανδοί Εβραίοι και από αυτούς οι 14 652 ήταν Γερμανοί Εβραίοι. Στο Άμστερνταμ, το 1941, σύμφωνα με το Γραφείο Απογραφής, ζούσαν 79 410 Εβραίοι53. Από τις 15 Σεπτεμβρίου 1941, οι πινακίδες «Απαγορεύεται για τους Εβραίους» εμφανίζονται σε βιβλιοθήκες, εστιατόρια, αθλητικά γήπεδα, αγορές, αναγνωστήρια και μουσεία.

Από τις 22 Οκτωβρίου 1941, οι Εβραίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τους μη εβραϊκούς συλλόγους. Από τις 23 Οκτωβρίου 1941, απαγορεύτηκε στους Εβραίους να μεταναστεύουν.

Από τις 24 Οκτωβρίου 1941, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να εργάζονται για μη Εβραίους, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 1942, δεν επιτρεπόταν στους μη Εβραίους να εργάζονται για Εβραίους.

Την 1η Νοεμβρίου 1941 οι Γερμανοί Εβραίοι χάνουν την γερμανική τους υπηκοότητα.

Από τις 7 Νοεμβρίου 1941, απαγορεύτηκε στους Εβραίους η είσοδός τους σε κλαμπ τένις, χορού και μπριτζ. Από τις 10 Ιανουαρίου 1942, οι πρώτοι άνεργοι Εβραίοι φεύγουν για τα ειδικά στρατόπεδα εργασίας στο Άμερσφοορτ και αλλού. Από τις 23 Ιανουαρίου 1942, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να οδηγούν αυτοκίνητα. Από τις 25 Μαρτίου άρχισε να ισχύει η απαγόρευση των γάμων μεταξύ Εβραίων και μη, ενώ από την 1η Απριλίου 1942, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να παντρεύονται στο δημαρχείο του Άμστερνταμ. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις υπόκεινται σε αυστηρές ποινές.

Άστρο του Δαβίδ. Collection: Museon Museum, The Hague. Wikimedia Commons. Licence: CC BY-SA 3.0

Στις 29 Απριλίου 1942, οι Ναζί εισήγαγαν ένα άλλο ταπεινωτικό μέτρο που αφορούσε τους Εβραίους. Από τις 3 Μαΐου 1942 και μετά, θα έπρεπε να αρχίσουν να φορούν ένα υφασμάτινο σήμα στα ρούχα τους: ένα εξάκτινο κίτρινο αστέρι του Δαβίδ με τη λέξη «Εβραίος» στη μέση. Οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να αγοράσουν τέσσερα ο καθένας. Τα παιδιά από την ηλικία των 6 ετών έπρεπε να τα φορούν επίσης. Συνολικά, μοιράστηκαν 569 355 κίτρινες κονκάρδες54. Με αυτό τον τρόπο δεν ήταν απλώς πιο εύκολο να αναγνωρίσει κάποιος τους Εβραίους, γεγονός που τους καθιστούσε πιο ευάλωτους σε κακομεταχείριση, αλλά και ήταν πλέον εμφανές σε όλους τους μη Εβραίους ότι οι Εβραίοι ήταν υπό διωγμόν. Το ίδιο μέτρο ίσχυε ήδη από την 1η του Σεπτέμβρη 1941 στη Γερμανία, στην Αυστρία και στις άλλες περιοχές που είχαν ενσωματωθεί στο Ράιχ55.

Από τον Μάιο του 1942, οι Εβραίοι θα έπρεπε να φέρουν «προς φύλαξη» στην Liro Sarphatistraat, όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που κατείχαν, όπως κοσμήματα, χρυσό, έργα τέχνης και αντίκες.

Την 1η Ιουνίου 1942, ο αρχηγός της αστυνομίας του Άμστερνταμ, Sybren Tulp, εγκαινίασε το Γραφείο Εβραϊκών Υποθέσεων, το οποίο θα χειριζόταν τις υποθέσεις Εβραίων που είχαν παραβιάσει τα αντιεβραϊκά μέτρα ή τους συνήθεις νόμους και θα εντόπιζε τους Εβραίους που κρυβόταν.

Από τις 5 Ιουνίου 1942, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να ταξιδεύουν χωρίς προηγούμενη άδεια.  Από τις 12 Ιουνίου 1942, δεν επιτρεπόταν να αγοράζουν φρούτα και λαχανικά από μη εβραϊκά καταστήματα, ενώ την ίδια μέρα απαγορεύτηκαν για τους Εβραίους όλες οι μορφές αθλητισμού και καλούνταν να παραδώσουν τα ποδήλατά τους και τα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς που διέθεταν.

Στις 22 Ιουνίου, ο Rauter αποφάσισε ότι όλοι οι Εβραίοι έξω από το Άμστερνταμ έπρεπε να παραδώσουν τα ποδήλατά τους μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες. (Μια παρόμοια διαταγή για τους Εβραίους που ζούσαν στο Άμστερνταμ θα ακολουθούσε στις 20 Ιουλίου). Όλα τα ποδήλατα έπρεπε να είναι σε άριστη κατάσταση και να εφοδιάζονται με εφεδρικά ελαστικά56

Στις 26 Ιουνίου 1942, το Εβραϊκό Συμβούλιο λαμβάνει ειδοποίηση για την έναρξη των απελάσεων. Από τις 30 Ιουνίου 1942, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να χρησιμοποιούν και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ από εκείνη την ημέρα άρχισε να ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας για τους Εβραίους μεταξύ 8.00 μ.μ. και 6.00 π.μ. Από τις 6 Ιουλίου 1942, απαγορεύτηκε στους Εβραίους να τηλεφωνούν ή να επισκέπτονται μη Εβραίους, ενώ από τις 17 Ιουλίου, είχαν την δυνατότητα να βγαίνουν για ψώνια μόνο μεταξύ 3.00 και 5.00 μ.μ.

Μια ανακεφαλαίωση των μέτρων της απομόνωσης των Εβραίων την περίοδο της κατοχής, δίνει η ίδια η Άννα Φρανκ στο  Ημερολόγιο της:

 «Σάββατο 20 Ιουνίου 1942

[…] Μετά τον Μάιο του 1940 οι καλές στιγμές ήταν ελάχιστες: πρώτα υπήρξε ο πόλεμος, μετά η συνθηκολόγηση και μετά η άφιξη των Γερμανών, οπότε άρχισαν τα δεινά για τους Εβραίους. Η ελευθερία μας περιορίστηκε σοβαρά από μια σειρά αντιεβραϊκών διαταγμάτων: οι Εβραίοι έπρεπε να φορούν ένα κίτρινο αστέρι. Οι Εβραίοι έπρεπε να παραδώσουν τα ποδήλατά τους. Απαγορευόταν στους Εβραίους να χρησιμοποιούν τραμ. Απαγορευόταν στους Εβραίους να επιβαίνουν σε αυτοκίνητα, ακόμα και στα δικά τους. Οι Εβραίοι έπρεπε να κάνουν τα ψώνια τους μεταξύ 3.00 και 5.00 μ.μ.57 Οι Εβραίοι έπρεπε να συχνάζουν μόνο σε κουρεία και ινστιτούτα αισθητικής μόνο Εβραίων. Απαγορεύτηκε στους Εβραίους να βγαίνουν στους δρόμους μεταξύ 8.00 μ.μ. και 6.00 π.μ58. Απαγορευόταν στους Εβραίους να πηγαίνουν σε θέατρα, κινηματογράφους ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διασκέδασης. Απαγορευόταν στους Εβραίους να χρησιμοποιούν πισίνες, γήπεδα τένις, γήπεδα χόκεϊ ή άλλα γήπεδα αθλητισμού. Απαγορευόταν στους Εβραίους να κάνουν κωπηλασία. Απαγορευόταν στους Εβραίους να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα δημόσια. Απαγορευόταν στους Εβραίους να κάθονται στους κήπους τους ή στους κήπους των φίλων τους μετά τις 8.00 μ.μ. Απαγορευόταν στους Εβραίους να επισκέπτονται Χριστιανούς στα σπίτια τους. Οι Εβραίοι έπρεπε να φοιτούν σε εβραϊκά σχολεία, κ.λπ. Δεν μπορούσες να κάνεις αυτό, δεν μπορούσες να κάνεις εκείνο, αλλά η ζωή συνεχιζόταν…».59

Εικονική Αριανοποίηση

Το 1940 οι επιχειρήσεις του Όττο Φρανκ πήγαιναν καλά, ιδιαίτερα η Pectacon. Μάλιστα μετά την εισβολή της Γερμανίας, πελάτης της έγινε και η γερμανική Βέρμαχτ. Αυτό είναι εμφανές στα βιβλία παραγγελιών της εταιρείας. Μια τέτοια εγγραφή με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1940, μόλις τρεις εβδομάδες μετά την συνθηκολόγηση της Ολλανδίας, τεκμηριώνει ακριβώς μια τέτοια αγορά. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940, επίσης οι αντιπρόσωποι πωλήσεων Oldenboom και Van der Held που εργάζονταν για την Pectacon έλαβαν μια μεγάλη απευθείας παραγγελία στην οποία κέρδισαν προμήθεια 1 τοις εκατό. Δύο μέρες αργότερα, η Pectacon παρέδωσε στο αρχηγείο της Βέρμαχτ πεντακόσια κιλά λευκό πιπέρι, πεντακόσια κιλά μαύρο πιπέρι και πεντακόσια κιλά μοσχοκάρυδο, όλα συσκευασμένα σε εύχρηστα μεταλλικά δοχεία60.

Στις 22 Οκτωβρίου 1940, εκδόθηκε ο Κανονισμός 189/1940, «περί καταχώρισης επιχειρήσεων» σύμφωνα με τον οποίο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 1940, θα έπρεπε όλες οι επιχειρήσεις που είχαν περισσότερο από 25 τοις εκατό εβραϊκή ιδιοκτησία ή τουλάχιστον έναν Εβραίο διευθυντή ή νόμιμο εκπρόσωπο να εγγραφούν στο Γραφείο Οικονομικών Ερευνών στη Χάγη (Wirtschaftsprüfstelle – WPS) και να καταγραφούν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Το μέτρο ίσχυε και για επιχειρήσεις των οποίων τα διοικητικά συμβούλια είχαν μέλη Εβραίους στις 9 Μαΐου 1940, δηλαδή πριν την εισβολή. Η παραβίαση της απαίτησης εγγραφής των εβραϊκών επιχειρήσεων στο WPS θα μπορούσε να επιφέρει έως και πέντε χρόνια ποινή φυλάκισης61.  Ο Όττο Φρανκ συνειδητοποίησε ότι ο Κανονισμός ήταν μόνο το πρώτο βήμα για την πλήρη «Αριανοποίηση». Είχε δει στη Γερμανία την οικογένεια της γυναίκας του να χάνει ό,τι είχε και ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει να συμβεί το ίδιο σε εκείνον.

Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1938 η διαδικασία Αριανοποίησης στη Γερμανία ήταν «εθελοντική». Ο συνδυασμός της ναζιστικής τρομοκρατίας, της προπαγάνδας, του μποϊκοτάζ και της νομοθεσίας, ήταν τόσο αποτελεσματικός που περίπου τα δύο τρίτα των περίπου 100 χιλιάδων εβραϊκών επιχειρήσεων (1933) έκλεισαν ή πωλήθηκαν σε μη Εβραίους, στο 20% με 30% της αξίας τους. Στις 26 Απριλίου 1938, εκδόθηκε το διάταγμα «Για την καταγραφή της ιδιοκτησίας που ανήκει σε Εβραίους» με το οποίο οι Εβραίοι που είχαν περιουσιακά στοιχεία άνω των 5 000 μάρκων υποχρεωνόντουσαν, ως τις 30 Ιουνίου 1938, να τα δηλώσουν και τους απαγορευόταν να πουλήσουν κάποιο περιουσιακό τους στοιχείο, χωρίς την άδεια του κράτους. Αμέσως μετά τα βίαια εθνικά πογκρόμ στις 9-10 Νοεμβρίου 1938 (Kristallnacht), η Αριανοποίηση μπήκε στη δεύτερη φάση της, την «υποχρεωτική». Στις 12 Νοεμβρίου 1938,  η ναζιστική κυβέρνηση εξέδωσε τον κανονισμό «Για την εξάλειψη των Εβραίων από τη γερμανική οικονομική ζωή», βάσει του οποίου διατάσσονται όλοι οι Εβραίοι να μεταβιβάσουν τις επιχειρήσεις τους, μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1938, σε «Άριους» δηλαδή σε Γερμανούς πολίτες, ή σε επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων, ή να τις κλείσουν.  Αυτή η διαδικασία αριανοποίησης ήταν γνωστή στον Όττο Φρανκ και ήταν σίγουρος ότι και η κατεχόμενη Ολλανδία θα ακολουθούσε την ίδια οδό. Έτσι και έγινε.

Μετά την καταχώρηση των Εβραϊκών επιχειρήσεων, στο WPS, η «νομική» βάση της απαλλοτρίωσης τους προσδιορίστηκε στις 12 Μαρτίου 1941, με τον Κανονισμό 48/1941, ο οποίος στο άρθρο 20 γράφει επί λέξη ότι: «ο Κανονισμός 48/1941 θα πρέπει να αναφέρετε στο εξής ως ο κανονισμός για την απομάκρυνση των Εβραίων από την οικονομική ζωή»62. Ο Κανονισμός 48/1941, εξουσιοδοτούσε το WPS να διορίζει διαχειριστές (Treuhänder) στις εβραϊκές επιχειρήσεις. Την επιχείρηση που ήταν καταγεγραμμένη βάσει του Κανονισμού 189/1940, θα την αναλάμβανε είτε ένας διαχειριστής εκκαθάρισης (Liquidations-Treuhänder), εάν επρόκειτο να εκκαθαριστεί, είτε ένας διοικητικός διαχειριστής (Verwaltungs-Treuhänder), εάν επρόκειτο να πωληθεί σε μη Εβραίους, ή να συνεχίσει την λειτουργία της. Το WPS ανάθεσε το έργο των εκκαθαρίσεων κυρίως στην εξειδικευμένη γερμανική εταιρεία καταπιστεύματος με έδρα την Πράγα – την Omnia Treuhandgesellschaft G.m.b.H., η οποία τον Οκτώβριο του 1941 άνοιξε υποκατάστημα στη Χάγη. Μεταξύ Οκτωβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1944, η Omnia έλαβε 16 000 εντολές εκκαθάρισης από το WPS63.  

Ο Όττο Φρανκ έπρεπε καταρχάς, βάσει του Κανονισμού 189/1940,  να εγγράψει τις εταιρίες Opekta και Pectacon, στο WPS πράγμα που έκανε στις 27 Νοεμβρίου 1940. Ο Εβραίος Όττο Φρανκ δηλώθηκε ως διευθύνων σύμβουλος των δύο εταιριών, ως κάτοχος του 100% των μετοχών της  «Nederlandsche Opekta Maatschappij NV», αλλά μόνο του 20 τοις εκατό της αξίας των μετοχών της «Handelsmaatschappij Pectacon NV». Το υπόλοιπο 80 τοις εκατό δεν είχε ακόμη καταβληθεί. Αυτό ήταν το «παραθυράκι» που χρησιμοποίησε ο Όττο για να πραγματοποιήσει την εικονική αριανοποίηση της Pectacon.

Στις αρχές Απριλίου 1941, σύμφωνα με αποφάσεις που ελήφθησαν σε μια εικονική συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου που υποτίθεται ότι πραγματοποιήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1941, το 80 τοις εκατό των μετοχών της Pectacon καταχωρήθηκε στα ονόματα του Johannes Kleiman και του μη Εβραίου δικηγόρου του Όττο, Anton Dunselman. Επίσης ο Όττο παραιτήθηκε από την διεύθυνση και την θέση του διευθύνων συμβούλου ανέλαβε ο Kleiman. Οι μεταβολές αυτές θα έπρεπε να έχουν την έγκριση της WPS. Αν και η νέα μετοχική σύνθεση φαίνεται ότι έπεισε το Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, δεν το έπεισε η αλλαγή της διεύθυνσης και η συνέχιση της λειτουργίας της μιας και тον Σεπτέμβριο του 1941, διόρισε τον Karel Wolters διαχειριστή εκκαθάρισης της «Handelsmaatschappij Pectacon NV»64. Ο Kleiman κατάφερε να πείσει τον Wolters να ρευστοποιήσει ο ίδιος την περιουσία της επιχείρησης. Και εδώ βρίσκεται το δεύτερο μέρος του σχεδίου του Φρανκ. Τα πάγια και τα αποθέματα πουλήθηκαν στην «NV Handelsvereniging Gies & Co.», πίσω από την οποία βρισκόταν πάλι ο Όττο Φρανκ.

 Ήδη από την επομένη της έκδοσης του Κανονισμού 189/1940, ο Victor Kugler και ο Jan Gies σε συνεννόηση με τον Φρανκ, κατέθεσαν ως μέτοχοι τα δικαιολογητικά για την ίδρυση μιας νέας εταιρίας της «La Synthèse NV», με έδρα στη γενέτειρα του Kugler, το Hilversum, και πεδίο δραστηριοτήτων: «την παρασκευή και την εμπορία χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, τροφίμων και επιτραπέζιων ειδών πολυτελείας, καθώς και τη συμμετοχή σε παρόμοιες επιχειρήσεις»65.  Ο σκοπός ήταν η νέα εταιρία να δραστηριοποιούταν αρχικά παράλληλα με την Pectacon, ενώ σταδιακά θα έπαιρνε την θέση της στην αγορά. Τελικός στόχος ήταν η Pectacon να οδηγηθεί σε εκκαθάριση. Ο Αυστριακός Kugler που εν τω μεταξύ είχε πάρει το 1938 την Ολλανδική υπηκοότητα ανέλαβε την θέση του διευθύνοντα συμβούλου και ο Gies του εποπτικού διευθυντή.

Τα προϊόντα της εταιρείας «NV Handelsvereniging Gies & Co» πωλούνταν με την επωνυμία Gisco.

Κατόπιν πρότασης του Kleiman, στις 8 Μαΐου 1941, η «La Synthèse NV» αλλάζει ονομασία σε «NV Handelsvereniging Gies & Co».  

Η Opekta είχε μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Στις αρχές Οκτωβρίου 1941, ο Όττο Φρανκ έλαβε μια επιστολή από τη Rovag από τη Βασιλεία σχετικά με το δάνειο που χορηγήθηκε από τον Erich Elias το 1933, στην «Nederlandsche Opekta Maatschappij NV». Αποδείχθηκε ότι (μέσω της Rovag) η Pomosin Werke Frankfurt είχε στην πραγματικότητα την εταιρεία. Η Αριανοποίηση της ξεκίνησε μετά από «αίτημα» της μητρικής εταιρείας στη Γερμανία. Οι μετοχές του Όττο Φρανκ κατατέθηκαν σε τράπεζα και ο J. Kleiman ανέλαβε στις 18 Δεκεμβρίου τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου. Η εταιρεία μπόρεσε τότε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της, ενώ ο Όττο έμεινε άνεργος μιας και με βάση τον Κανονισμό της 24ης Οκτωβρίου 1941, δεν επιτρεπόταν πλέον στους Εβραίους να εργάζονται για μη Εβραίους. Η Άννα θα γράψει στο Ημερολόγιο την Κυριακή 5 Ιουλίου 1942: «Ο πατέρας, απ’ όταν δεν μπορεί να πάει στο Γραφείο του, είναι τον τελευταίο καιρό συνεχώς σπίτι. Θα πρέπει να ‘ναι τρομερό το συναίσθημα του να νιώθεις ξαφνικά περιττός66 

Μια τελευταία απόπειρα φυγής

Τον Απρίλιο του 1941, ο Ότο Φρανκ ήταν απελπισμένος. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που κατέθεσε αίτηση για βίζα στο προξενείο των ΗΠΑ στο Ρότερνταμ. Μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, έγινε πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν από την Ευρώπη. Για παράδειγμα, μετά τον Σεπτέμβριο του 1940, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαιτούσε δύο οικονομικούς εγγυητές- χορηγούς. Τα εισιτήρια επίσης έγιναν πανάκριβα και τα ταξίδια επικίνδυνα με τα λιμάνια να κλείνουν και τα γερμανικά υποβρύχια να επιτίθενται σε πλοία στον Ατλαντικό Ωκεανό. Το 1940, στην λίστα αναμονής ήταν πλέον 301 935 άνθρωποι, οι περισσότεροι Εβραίοι. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για δεύτερη στη σειρά χρονιά, κάλυψε σχεδόν 100% τη γερμανική ποσόστωση χορηγώντας βίζα σε 27 355 άτομα67. Ανάμεσά τους και τα αδέρφια της Έντιθ, ο Walter και ο Julius, Holländer, που είχαν συλληφθεί και οι δύο από τους Ναζί κατά τη διάρκεια της Kristallnacht, μπόρεσαν τελικά να μεταναστεύσουν στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, το καλοκαίρι του 1940 και υποσχέθηκαν να βοηθήσουν με τις βίζες της οικογένειας της αδερφής τους. Εν τω μεταξύ κατά τον βομβαρδισμό του Ρότερνταμ, στις 14 Μαΐου 1940,  καταστράφηκε το κτίριο του προξενείου των ΗΠΑ – και μαζί με αυτό, η λίστα αναμονής για βίζα. Αξιωματούχοι του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη λίστα, ζητώντας από όλους όσους είχαν κάνει αίτηση για μετανάστευση να επικοινωνήσουν με το προξενείο. Για κάποιο λόγο, ο Όττο Φρανκ δεν φαίνεται να ξαναέβαλε τα ονόματα της οικογένειάς του στη λίστα68. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 30 Απριλίου 1941, ο Όττο Φρανκ έγραψε στον παλιό του φίλο, Νέιθαν Στράους Τζούνιορ να τον βοηθήσει να με τα δικαιολογητικά της μετανάστευσης, με το να γίνει χορηγός-εγγυητής. Ο Στράους στενός φίλος του Ρούζβελτ, σύζυγος της Helen Sachs, της γνωστής οικογενείας Goldman-Sachs, επικεφαλής της Αρχής Στέγασης των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1937, ήταν ο ιδανικός εγγυητής. Στις 11 Ιουνίου 1941, μόλις έξι εβδομάδες αφότου ο Φρανκ τον ρώτησε για πρώτη φορά, ο Στράους υπέγραψε πέντε αντίγραφα ένορκης δήλωσης για την οικογένεια Φρανκ, συμφωνώντας να υποστηρίξει τη μετανάστευση τους. Πέντε ημέρες αργότερα, οι εφημερίδες ανακοίνωσαν ότι η Γερμανία είχε διατάξει να κλείσουν τα προξενεία των ΗΠΑ στα κατεχόμενα από τους Ναζί εδάφη. Στις 10 Ιουλίου 1941, το προξενείο στο Ρότερνταμ έκλεισε και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ακύρωσε τη λίστα αναμονής. Μέχρι τότε, από την αρχή του έτους, οι ΗΠΑ είχαν χορηγήσει βίζα σε 16 994 άτομα που είχαν γεννηθεί στην προπολεμική Γερμανία και Αυστρία69.

Τώρα ο Όττο ακόμα κι αν κατάφερνε να συγκεντρώσει όλα τα δικαιολογητικά, θα έπρεπε με την οικογένειά του να ταξιδέψουν από πολλές χώρες που κατείχαν οι Ναζί για να φτάσουν σε ένα αμερικανικό προξενείο για μια συνέντευξη. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό το ταξίδι ήταν σχεδόν αδύνατο. Μόνο οι Γερμανοί πρόσφυγες που είχαν ήδη δραπετεύσει από το ναζιστικό έδαφος μπορούσαν να λάβουν βίζα μετανάστευσης στις ΗΠΑ.

Τότε ο Όττο σκέφτηκε έναν άλλο δρόμο διαφυγής. Να επιχειρήσει να πάρει τουριστική βίζα για την Κούβα, από το προξενείο της στην Ισπανία και από εκεί να περάσει στις ΗΠΑ. Το σχέδιο του ήταν να επιχειρήσει το ταξίδι μέχρι την Κούβα μόνος του και αν τα κατάφερνε θα έφερνε και τους υπόλοιπους. Σε αυτή του την προσπάθεια θα χρειαζόταν και πάλι την βοήθεια του Στράους καθώς και των αδερφών της Έντιθ.  Στις 8 Σεπτεμβρίου 1941, ο Όττο Φρανκ έγραψε ξανά στον Νέιθαν Στράους Τζούνιορ, ζητώντας του να βοηθήσει. Χρειαζόταν τουλάχιστον 2 825 $ (σημερινά περίπου 50 000 $) για τα τέλη βίζας και την τραπεζική κατάθεση που απαιτούσε η κουβανική κυβέρνηση. Από την μεριά του ο Julius Holländer σε γράμμα του προς τον Στράους αναφέρει: «Ο αδερφός μου και εγώ θα πληρώσουμε το εισιτήριο του πλοίου και την κουβανική βίζα για τον κύριο Φρανκ. Αν δώσετε την απαραίτητη κατάθεση Σας υπόσχομαι ότι θα σας επιστραφεί το ποσό…».

Μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη, οι Holländers και ο Στράους είχαν ετοιμάσει τα χρήματα για τη βίζα του Όττο Φρανκ. Όμως και πάλι τα γεγονότα πρόλαβαν τους Φρανκ. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Ιαπωνία (μία από τις δυνάμεις του Άξονα) βομβάρδισε το Περλ Χάρμπορ της Χαβάης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν αμέσως πόλεμο στην Ιαπωνία. Στις 11 Δεκεμβρίου 1941, η Γερμανία και η Ιταλία κήρυξαν πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς οι στρατιωτικές συρράξεις διευρύνονταν. Την ίδια μέρα η κουβανική κυβέρνηση ακύρωσε την αίτηση βίζας του Όττο Φρανκ. Είναι πιθανό ότι οι Κουβανοί αξιωματούχοι θεώρησαν ότι οι Γερμανοί πρόσφυγες θα έμεναν κολλημένοι στην Κούβα επ’ αόριστον εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιέρωναν ακόμη περισσότερους ελέγχους εθνικής ασφάλειας για νέους μετανάστες ή σταματούσαν να δέχονται μετανάστες εντελώς. Ο Όττο Φρανκ πλέον ήξερε ότι μη έχοντας δυνατότητα διαφυγής, θα έπρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο για να σώσει την οικογένειά του. Θα έπρεπε να κρυφτούν. Ναι αλλά που;

Συνεχίζεται

         Σημειώσεις

  1. Berend T. I., 2009, σ. 105
  2. Πάλι εκεί
  3. Pressler M., 2019, σ. 447 και Sullivan R., 2022, σ. 32
  4. Sullivan R., 2022, σ. 31
  5. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 33
  6. Πάλι εκεί
  7. Πάλι εκεί, σ. 47
  8. US Holocaust Memorial Museum: https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/anti-jewish-legislation-in-prewar-germany
  9. Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος – US Holocaust Memorial Museum: https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/book-burning
  10. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 60
  11. Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος – US Holocaust Memorial Museum:  https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/jews-in-prewar-germany
  12. Evans R., 2014, σ. 384
  13. https://en.wikipedia.org/wiki/History_of_the_Jews_in_the_Netherlands
  14. Pressler M., 2019, Anne Frank’s life, σ. 448 και Sullivan R., 2022, σ. 32
  15. Müller M., 2013, σ. 50
  16. https://www.archieven.nl/en/search?miview=inv2&mivast=0&mizig=210&miadt=298&micode=292&milang=en#inv3t3
  17. Müller M., 2013, σσ. 49 – 50 και https://de.wikipedia.org/wiki/Opekta_Amsterdam
  18. Μέχρι το 1940, περίπου το 20% των Εβραίων στο Άμστερνταμ —περίπου 17 000 κάτοικοι— ζούσαν στο Rivierenbuurt. Περίπου 13 000 από αυτούς δεν θα επιζήσουν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως μετά την αποστολή τους σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
  19. Müller M., 2013, σ. 58
  20. https://www.timesofisrael.com/margot-frank-comes-out-of-her-sisters-shadow-in-new-photos
  21. https://www.annefrank.org/en/anne-frank/main-characters/margot-frank
  22. https://en.wikipedia.org/wiki/Montessori_education
  23. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, ο Feix συνελήφθη στη Βιέννη από την Γκεστάπο, στις 26 Μαρτίου 1938. Κατηγορήθηκε για νομισματικά αδικήματα επειδή είχε μεταφέρει χρήματα από τη Γερμανία στα υποκαταστήματα του εξωτερικού. Φυλακίστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 1940 και στη συνέχεια από τον Ιούλιο του 1942 έως τον Απρίλιο του 1945 οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Από τα μέσα του 1943, ο Feix ήταν βοηθός του Sigmund Rascher και στην συνέχεια του Kurt Plötner οι οποίοι έκαναν πειράματα σε φυλακισμένους με το αιμοστατικό παρασκεύασμα Polygal, το οποίο είχε αναπτύξει ο Feix. Έτσι συνεργαζόμενος με τους Ναζί, ο Feix παρέμεινε ζωντανός. Όσον αφορά τη μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ του Feix και των αδελφών Scheinberger, ολοκληρώθηκε το 1952 με μια διευθέτηση, ως αποτέλεσμα του οποίου ο Feix ανέκτησε όλες τις εταιρείες που συνδέονταν με την Opekta, αλλά έχασε τις μετοχές του στη Pomosin.
  24. US Holocaust Memorial Museum: https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/united-states-immigration-and-refugee-law-1921-1980
  25. United States Holocaust Memorial Museum How Many Refugees Came to the United States from 1933-1945? Διαθέσιμο στο: https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/how-many-refugees-came-to-the-united-states-from-1933-1945
  26. United States Holocaust Memorial Museum. What did Refugees Need to Obtain a US Visa in the 1930s? Διαθέσιμο στο: https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/what-did-refugees-need-to-obtain-a-us-visa-in-the-1930s
  27. United States Holocaust Memorial Museum How Many Refugees Came to the United States from 1933-1945? Διαθέσιμο στο: https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/how-many-refugees-came-to-the-united-states-from-1933-1945
  28. https://www.history-point.gr/ollandia-1940-o-stratos-kai-i-prospatheia-kata-tis-panischyris-vermacht
  29. Evans R., 2014, σ. 123
  30. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 523
  31. https://en.wikipedia.org/wiki/German_bombing_of_Rotterdam
  32. https://www.history-point.gr/ollandia-1940-o-stratos-kai-i-prospatheia-kata-tis-panischyris-vermacht
  33. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 524
  34. Rees L., 2018, σσ. 218 – 219
  35. Evans R., 2014, σ. 384
  36. Friedlӓnder, S., 2013, σσ. 524-525
  37. Rees L., 2018, σσ. 219
  38. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 525
  39. Rees L., 2018, σσ. 220
  40. Friedlӓnder, S., 2013, σσ. 526-527
  41. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 527
  42. https://dirkdeklein.net/2022/02/09/cafe-alcazar-amsterdam/
  43. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 584
  44. https://nl.wikipedia.org/wiki/Hendrik_Koot
  45. Evans R., 2014, σ. 384 και Friedlӓnder, S., 2013, σ. 525
  46. https://nl.wikipedia.org/wiki/Februaristaking
  47. Friedlӓnder, S., 2013, σ. 582
  48. https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/#69
  49. Aalders G., 2004, σ. 109
  50. Friedlӓnder, S., 2013, σσ. 585-586
  51. Aalders G., 2004, σσ. 127-202
  52. Dawidowicz S. L., 2010, σ. 424
  53. Aalders G., 2004, σ. 107
  54. https://www.annefrank.org/en/anne-frank/the-timeline/#126
  55. Rees L., 2018, σ. 272
  56. Müller M., 2013, σ. 147
  57. Εδώ η Άννα Φρανκ έχει μπερδέψει τις εγγραφές γιατί το μέτρο αυτό πάρθηκε στις 17 Ιουλίου
  58. Εδώ η Άννα Φρανκ έχει μπερδέψει τις εγγραφές γιατί το μέτρο αυτό πάρθηκε στις 30 Ιουνίου
  59. Anne Frank, 2019, σ. 14
  60. Müller M., 2013, σ. 108
  61. Aalders G., 2004, σ. 114
  62. Aalders G., 2004, σ. 115
  63. https://www.archieven.nl/nl/search-modonly?mivast=298&mizig=210&miadt=298&micode=094&milang=nl&mizk_alle=omnia&miview=inv2#inv3t3
  64. Müller r M., 2013, σ. 134
  65. Aalders G., 2004, σ. 114
  66. Άννα Φρανκ, 1990, σ. 18
  67. https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/how-many-refugees-came-to-the-united-states-from-1933-1945
  68. https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/personal-story/otto-frank
  69. https://exhibitions.ushmm.org/americans-and-the-holocaust/how-many-refugees-came-to-the-united-states-from-1933-1945

Βιβλιογραφία

Aalders G., 2004. Nazi Looting. The Plunder of Dutch Jewry During the Second World War. Publisher: Berg

Άννα Φρανκ, 1990. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. Αθήνα: Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.

Anne Frank, 1995. THE DIARY OF A YOUNG GIRL: THE DEFINITIVE EDITION. Edited by Otto H. Frank and Mirjam Pressler. Publisher: Doubleday, U.S.A.

Anne Frank House (ed.), 2016. Anne Frank in the Secret Annex. Who Was Who? The Anne Frank House

Anne Frank, 2019. The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM

Berend T. I., 2009. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG

Berstein S. & Milza P., 1997.  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 3. ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ Της ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Black E., 2012. The Transfer Agreement: The Dramatic Story of the Pact Between the Third Reich and Jewish Palestine. Washington D.C. Publisher: Dialog Press

Dawidowicz S. L., 2010. The War Against the Jews 1933–1945. NY. Distributed by Open Road Integrated Media

Evans R., 2005. The coming of the Third Reich. London. Publisher: Penguin Books

Evans R., 2014.  Γ΄ Ράιχ στην εξουσία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια

Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Πόλις

Hirschfeld G., 2019. The contemporary historical context. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 465 – 475)

Kershaw  I., 2016. ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Lee C. A., 2009. The Hidden Life of Otto Frank. Publisher: Penguin Books Ltd

Lee C. A., 2021. Roses from the Earth: Biography of Anne Frank. Publisher: Gardners Books

Moore, B., 1986. Refugees from Nazi Germany in the Netherlands, 1933–1940. Martinus Nijhoff Publishers

Müller M., 2013. Anne Frank: The Biography. Publisher: Bloomsbury Publishing PLC

Pressler M., 2019. Anne Frank’s life. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 445 – 454)

Pressler M., 2019. The history of Anne Frank’s family. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 455 – 464)

Prose F., 2019. The Publication History of Anne Frank’s Diary. Στο: Anne Frank: The Collected Works. First Edition. Publisher: BLOOMSBURY CONTINUUM. (σσ. 477 – 493)

Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“

Reeves J., 2021. РОТШИЛД. Финансовите господари на света. София: Изд. „ВЕСИ“

Sullivan R., 2022. The Betrayal of Anne Frank: A Cold Case Investigation. First Edition. Publisher: HarperCollins e-books

Zapruder A., 2015. Salvaged Pages. Young Writers’ Diaries of the Holocaust. SECOND EDITION. New Haven. Yale University Press.

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment