Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν.
Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον.
Τζορτζ ‘Οργουελ, «1984»
Η υπόθεση Φωρισσόν, το φαινόμενο Πρεσσάκ και η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος στη Γαλλία
Μπορεί οι Γάλλοι αρνητές του Ολοκαυτώματος να θεωρούν τον Πωλ Ρασσινιέ ιδρυτή της «σχολής» τους, αλλά οι ίδιοι τοποθετούν στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου, τον πιο σπουδαίο μαθητή του, τον Ρομπέρ Φωρισσόν, (Robert Faurisson, 1929 – 2018) τον οποίο θα ονομάσουν «πάπα του ρεβιζιονισμού του Ολοκαυτώματος»1.
Ο Φωρισσόν γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Shepperton (κομητεία του Surrey), από Γάλλο πατέρα και Σκωτσέζα μητέρα. Είχε τρία αδέρφια και τρεις αδερφές. Ο πατέρα του εργαζόταν στην γαλλική ναυτιλιακή εταιρεία «Compagnie des messageries maritimes» και λόγω της δουλειάς του, η οικογένεια συχνά μετακόμιζε, από τη Σαϊγκόν, στη Σιγκαπούρη, μετά στο Κόμπε και στη συνέχεια στη Σαγκάη, μέχρι το 1936, όταν επέστρεψε τελικά στη Γαλλία. Ο Ρομπέρ θα πάει σχολείο στο Petit Séminaire de Versailles, μετά στο École de Provence στη Μασσαλία και τέλος στο αριστοκρατικό Λύκειο Ερρίκος Δ’ στο Παρίσι. Συμμαθητής του στο λύκειο, ήταν ο Pierre Vidal-Naquet. Θα σπουδάσει γαλλική και κλασική (ελληνική και λατινική) φιλολογία στη Σορβόννη και αφού περάσει τις γαλλικές εξετάσεις (agrégation) για διδασκαλία στη μέση εκπαίδευση το 1956, θα διοριστεί καθηγητής στο λύκειο θηλέων Célestins στο Vichy (1957- 1963) και μετά στο λύκειο αρρένων Blaise-Pascal στο Clermont-Ferrand (1963-1969). Ο Φωρισσόν εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον ποιητή Lautréamont και απέκτησε το διδακτορικό του το 1972. Κατόπιν αυτού διορίστηκε λέκτορας Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών-II.
Η δράση του Ρομπέρ Φωρισσόν ως αρνητή του Ολοκαυτώματος άρχισε το 1974, όταν απέστειλε στο Γιαντ Βασσέμ μία μακροσκελή επιστολή με ποικίλα επιχειρήματα, τα οποία σύμφωνα με αυτόν απεδείκνυαν ότι δεν είχε υπάρξει γενοκτονία των Εβραίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά τα επιχειρήματα βασίζονταν πάνω στις δικές του ερμηνείες αρχειακού υλικού και τον σκεπτικισμό του σχετικώς με τις δηλώσεις και τις μαρτυρίες διάφορων ιστορικών προσώπων, όπως του Ρούντολφ Ες (Rudolf Höß, 1901 – 1947) – διοικητή του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς Μπίρκεναου2.
Την ίδια χρονιά ο Φωρισσόν, σε επιστολή του στη «Le Monde», την 1η Αυγούστου, αναφέρει: «Οι εκτοπισμένοι πέθαναν από πείνα, κρύο, αρρώστιες, επιδημίες, κακομεταχείριση. Μερικές φορές εκτελούνταν με πυροβόλα όπλα ή με απαγχονισμό. Μερικές φορές ήταν θύματα των συμμαχικών βομβαρδισμών. Σε όλες αυτές τις φρικαλεότητες πρέπει να προσθέσουμε ότι, πιο αποτρόπαιο και απόλυτα δαιμονικό, τους θαλάμους αερίων; Το πίστευα. Δεν το πιστεύω πλέον.»3.
Μέχρι και το 1978 οι απόψεις του Φωρισσόν ήταν γνωστές στο στενό κύκλο των αρνητών μέσα κυρίως από την αρθρογραφία του στο περιοδικό του Μπαρντές Défense de l’ Occident. Όμως το φθινόπωρο του ’78 θα του δοθεί η ευκαιρία να γίνει γνωστός σε όλη την Γαλλία, με αφορμή τη δημοσίευση, στο περιοδικό L’Express, μιας συνέντευξης του Louis Darquier de Pellepoix, του γενικού επιτρόπου για τα εβραϊκά ζητήματα του Καθεστώτος του Βισύ, την περίοδο 1942-1944. Μετά τον πόλεμο ο Darquier είχε βρει καταφύγιο στην Ισπανία του Φράγκο. Ο Darquier φαίνεται αμετανόητος για την στάση του, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της συνέντευξης: «Στο Άουσβιτς, μόνο ψείρες είχαν εξοντωθεί με δηλητηριώδη αέρια». Η συνέντευξη προκάλεσε δημόσια κατακραυγή. Ο πρόεδρος Valéry Giscard d´Estaing με παρέμβασή του δηλώνει ότι, «αν και η ελευθερία της έκφρασης είναι πλήρης στη Γαλλία, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ ευπρέπειας και σεβασμού για την αλήθεια», ενώ στις 2 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός Raymond Barre συστήνει στα ΜΜΕ «επαγρύπνηση στην παρουσίαση της ιστορίας»4.
Ο Φωρισσόν αρπάζει την ευκαιρία και στέλνει σε διάφορες εφημερίδες μια επιστολή με τις απόψεις του: «για υποτιθέμενους “θαλάμους αερίων” και υποτιθέμενη “γενοκτονία” δηλαδή ένα και το αυτό ψέμα, που δυστυχώς υποστηρίζεται μέχρι σήμερα από την επίσημη ιστορία (αυτή των νικητών) και από την κολοσσιαία δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης»5. Επιτέλους στις 16 Νοεμβρίου ο Φωρισσόν παραχωρεί μια συνέντευξη στη Le Matin: «Οι θάλαμοι αερίων: αυτό δεν υπάρχει.» Και παρακάτω ο δημοσιογράφος γράφει: «Ο Darquier δεν είναι μόνος. Κάποιοι αποκαλούν τα σχόλιά του για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης “τρελά”. Στη Λυών, ένας δάσκαλος, ο Ρομπέρ Φωρισσόν, τον υποστηρίζει.»6 Μετά από σύντομη συζήτηση για τη ζωή του και τις ακροδεξιές απόψεις του, το άρθρο αναπαράγει μερικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη, όμως σύμφωνα με τον Φωρισσόν τα λεγόμενά του παραποιούνται. Για το λόγο αυτό ζητά από την εφημερίδα το δικαίωμα της απάντησης, πράγμα το οποίο η Le Matin αρνείται να ικανοποιήσει. Θα ακολουθήσει μήνυση του Φωρισσόν προς την εφημερίδα. Εν τω μεταξύ η δημοσιοποίηση των θέσεων του Φωρισσόν, ενός μέλους του διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου της Λυών, δημιουργεί τεράστιο θόρυβο. Στις 17 Νοεμβρίου 1978, ο Pierre Sudreau, βουλευτής του Loir-et-Cher, ζήτησε εκ μέρους της ομάδας πρώην αντιστασιακών και απελαθέντων, από την Εθνοσυνέλευση να ξεκινήσει έρευνα για «τα σκανδαλώδη σχόλια ενός πανεπιστημιακού» και την παρέμβαση της υπουργού ΑΕΙ Alice Saunier-Seité. Η τελευταία διατάσει διοικητική έρευνα, ενώ ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου M. Bernardet για την περίοδο που θα διενεργείται η έρευνα, από τις 20 Νοεμβρίου αναστέλλει τα διδασκαλικά καθήκοντα του Φωρισσόν και του απαγορεύει την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Τα μέσα ενημέρωσης αρχίζουν να μιλούν για κάποιον Φωρισσόν, «καθηγητή» λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών. Η υπόθεση Φωρισσόν ξεκινά7.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1978, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde ένα κείμενο υπογεγραμμένο από πανεπιστημιακούς και ερευνητές. Αφού καταδίκασαν τα λόγια του συναδέλφου τους Φωρισσόν, διαμαρτυρήθηκαν για τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος του. Σύμφωνα με αυτούς, οι δηλώσεις του Ρομπέρ Φωρισσόν απαιτούν δημόσιο διάλογο. Για αυτούς, «το ερώτημα είναι πολύ σοβαρό για να […] αποδεχτεί ένα βιαστικό μέτρο αναστολής, το οποίο βοηθάει στην αποφυγή της συζήτησης και καθιστά τον κ. Φωρισσόν αποδιοπομπαίο τράγο.»8 Δύο μέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου 1978 ολοκληρώθηκε η έρευνα σε βάρος του Φωρισσόν με το πόρισμα να μην του καταλογίζει κάποια διοικητική παράβαση. Παρόλα αυτά οι διαμαρτυρίες από την πλευρά των φοιτητών έκαναν αδύνατη την διεξαγωγή των μαθημάτων του.
Η Le Monde στις 16 Δεκεμβρίου 1978, δίνει βήμα στον Φωρισσόν να διαμαρτυρηθεί για τον εκφοβισμό και τη βία των οποίων ήταν θύμα, ενώ στις 29 Δεκεμβρίου 1978, μετά από είκοσι δύο αποτυχημένες απόπειρες μέσα σε τέσσερα χρόνια, όπως αποκαλύπτει η Nadine Fresco9 δημοσιεύει επιστολή του με τίτλο: «”Το πρόβλημα των θαλάμων αερίων” ή “ο ψίθυρος του Άουσβιτς”» («“Le problème des chambres à gaz” : ou “La rumeur d’Auschwitz”»). Το πλήρες κείμενο είχε δημοσιευτεί στις 12 Απριλίου 1978 στο περιοδικό του Μπαρντές Défense de l’ Occident. Ο Ρομπέρ Φωρισσόν εξέθετε μια θεματολογία περίπου όμοια με εκείνη των πιο ακραίων γραπτών του Ρασσινιέ, θέτοντας, κατά τρόπο ακόμη πιο σαφή από τον Ρασσινιέ, το ζήτημα των θαλάμων αερίων στο κέντρο της επιχειρηματολογίας του. Ευθύς εξαρχής ήταν σαφές ότι το πρόβλημα της εξόντωσης των Εβραίων με το zyklon Β δεν ήταν παρά το πρόσχημα που είχε επιλέξει ο Φωρισσόν, όπως είχαν κάνει και οι προκάτοχοί του, για να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Αφού, όπως έγραφε, «επισκέφτηκε και ξαναεπισκέφτηκε το Άουσβιτς–Μπιρκενάου, όπου μας δείχνουν μιαν “αναπαράσταση θαλάμου αερίων” και υποτιθέμενα ερείπια “κρεματορίων με θαλάμους αερίων”», και ύστερα εξέτασε «χώρους παρουσιαζόμενους ως θαλάμους αερίων στην αρχική τους κατάσταση», αφού, τέλος, ανέλυσε «χιλιάδες ντοκουμέντα, ειδικότερα στο Κέντρο Στοιχείων για τον Σύγχρονο Ιουδαϊσμό του Παρισιού», μπορούσε να διακηρύξει παντού ότι δεν υπήρξε ποτέ εξόντωση των Εβραίων με αέριο10. Ο λέκτορας Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών-II, τελείωνε με αυτά τα λόγια: «Η ανυπαρξία «θαλάμων αερίων» είναι καλό νέο για τη ταλαίπωρη ανθρωπότητα. Καλό νέο το οποίο θα ήταν λάθος να το κρατάμε κρυφό άλλο.»11 Αυτό που είχε συμβεί κατά τον Φωρισσόν και το είχαν δηλώσει και άλλα «φωτεινά μυαλά» όπως ο Μπαρντές και ο Ρασσινιέ, ήταν ότι είχε στηθεί, το 1945, μια τεράστια σκευωρία που απέβλεπε να δικαιολογήσει μια «γιγαντιαία πολιτικοοικονομική απάτη» προς όφελος του σιωνισμού12.
Στο ίδιο φύλλο της Le Monde φιλοξενήθηκε όμως και άρθρο του καθηγητή Ιστορίας Georges Wellers (1905 – 1991), με τίτλο «Πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων». Ο Wellers καταρρίπτει τα επιχειρήματα του λέκτορα Λογοτεχνίας βασιζόμενος στα έγγραφα που είναι διαθέσιμα και αποκαλύπτουν τη γενοκτονία των Εβραίων: τα γερμανικά αρχεία, τις μαρτυρίες πρώην SS και πρώην κρατουμένων. Την επόμενη μέρα η Le Monde δημοσιεύει άλλο ένα άρθρο που συνεχίζει την αποδόμηση των ισχυρισμών του Φωρισσόν, αυτή την φορά της ιστορικού Olga Wormser-Migot (1912 – 2002) με τίτλο: «Η Τελική Λύση»13. Οι αναφορές των Wellers και Wormser-Migot, στο πρόσωπο του Φωρισσόν του έδιναν το «δικαίωμα απάντησης» σύμφωνα με το νόμο της 29ης Ιουλίου 1881, δικαίωμα που το χρησιμοποίησε στο φύλλο της Le Monde της 16ης Ιανουαρίου 1979. Σε αυτή του την παρέμβαση πέρα από τις διευκρινήσεις και τις απαντήσεις στους επικριτές του, ο Φωρισσόν υπογραμμίζει την επίδραση που είχε ασκήσει στη «σκέψη» του και στις «έρευνες» του ο δρόμος που είχε ανοίξει ο Πωλ Ρασσινιέ. «Μέχρι το 1960 πίστευα ότι υπήρξε πραγματικά αυτή η τεράστια μαζική εξόντωση στους “θαλάμους αερίων”. Ύστερα, διαβάζοντας τον Πωλ Ρασσινιέ, πρώην κρατούμενο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αντιστασιακό και συγγραφέα τού Το ψέμα του Οδυσσέα, άρχισα να έχω αμφιβολίες. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια στοχασμού, και εν συνεχεία τέσσερα χρόνια ακούραστης έρευνας, κατέληξα στη βεβαιότητα, όπως είκοσι άλλοι αναθεωρητές συγγραφείς, ότι βρισκόμουν μπροστά σε ένα ιστορικό ψέμα»14.
Το εγχείρημα αυτό της Le Monde να φιλοξενεί πανεπιστημιακούς ιστορικούς οι οποίοι θα απαντούν στον Φωρισσόν, με τον τελευταίο να ανταπαντά και να γίνεται κάποιο είδος διαλόγου δεν βρίσκει σύμφωνους τον μεγάλο ιστορικό, μελετητή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού Pierre Vidal-Naquet (1930 – 2006) και έναν από τους πρώτους μελετητές του Ολοκαυτώματος τον Léon Poliakov (1910 – 1997). Ο παλιός συμμαθητής του Φωρισσόν, ο Βιντάλ-Νακέ σε δοκίμιό του με τίτλο «Ένας χάρτινος Άιχμαν» στο περιοδικό Esprit, τον Σεπτέμβριο του 1980, γράφει: «…από τη μέρα που ο Ρομπέρ Φωρισσόν… λέκτορας (μεγάλου πανεπιστημίου) μπόρεσε να μιλήσει στη Le Monde, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα διαψευσθεί αμέσως εκεί, το ερώτημα έπαψε να είναι οριακό και μετατράπηκε σε κεντρικό»15. Πολιακόφ και Βιντάλ-Νακέ συνέταξαν ένα κείμενο που απευθυνόταν στη γενιά που δεν έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμίζει, για εκπαιδευτικούς σκοπούς, την ιστορία της γενοκτονίας, διακρίνει τα στρατόπεδα εξόντωσης από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εξηγεί τις διαφορετικές «μεθόδους» της ναζιστικής δολοφονίας και σκιαγραφεί τις διάφορες ιστορικές πηγές. Ο Βιντάλ-Νακέ στην επιστολή που συνοδεύει το κείμενο που στέλνει στους πιθανούς υπογράφοντες τονίζει ότι: «Δεν υπάρχει, δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για την ύπαρξη των θαλάμων αερίων»16. Κάτω από το κείμενο με τίτλο: «Η πολιτική εξόντωσης του Χίτλερ: μια διακήρυξη ιστορικών» έβαλαν την υπογραφή τους 34 ιστορικοί πανεπιστημιακοί και ερευνητές και δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 21 Φεβρουαρίου 197917. Ο Φωρισσόν στο κείμενο δεν κατονομάζεται για να μην του δοθεί ξανά το δικαίωμα απάντησης.
Εν τω μεταξύ οι φοιτητές περιφρουρούν το χώρο του Πανεπιστημίου με σκοπό να μην επιτρέψουν ξανά στον Φωρισσόν να διδάξει απαιτώντας την απόλυσή του. Τελικά μετά από αίτηση του ίδιου του Φωρισσόν, τον Οκτώβριο του 1979 θα αποσπαστεί στο Εθνικό Κέντρο για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση (Centre national de télé-enseignement – CNTE). Για τον φιλόσοφο και ιστορικό François Azouvi, «ο Φωρισσόν εγκαθίσταται έτσι στην ιδανική θέση γι’ αυτόν: αυτή του μοναχικού θύματος μπροστά στη συναίνεση των ισχυρών […] ο διεστραμμένος μηχανισμός βρίσκεται σε κίνηση: όσο περισσότερο ο Φωρισσόν διαψεύδεται, τόσο περισσότερο θα δηλώνει θύμα συνωμοσίας»18.
Δεν θα αργήσουν να έρθουν και οι μηνύσεις και αγωγές προς το πρόσωπό του για να εξυψωθεί ακόμα περισσότερο στα μάτια των αρνητών. Ήδη τον Ιανουάριο του 1979 ο Πολιακόφ μηνύει τον Φωρισσόν για συκοφαντική δυσφήμιση, όταν αυτός τον αποκάλεσε «χειραγωγό και δημιουργό κειμένων». Στις 15 Φεβρουαρίου 1979, η «La Ligue internationale contre le racisme et l’antisémitisme» (L.I.C.R.A.), η «Le Mouvement contre le racisme et pour l’amitié entre les peuples» (M.R.A.P.) και άλλες επτά ενώσεις και οργανισμοί19 άσκησαν αγωγή και μήνυση κατά του Φωρισσόν, αφενός για αστική ευθύνη για τα δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν το 1978 στη Le Matin de Paris και στη Le Monde και αφετέρου για φυλετική δυσφήμιση και υποκίνηση φυλετικού μίσους.
Τα ρατσιστικά δυσφημιστικά σχόλια και η υποκίνηση φυλετικού μίσους ποινικοποιήθηκαν όταν ο Νόμος περί ελευθερίας του Τύπου της 29ης Ιουλίου 188120 τροποποιήθηκε, πρώτα με το διάταγμα του Marchandeau του 193921 (καταργήθηκε το 1940 από την κυβέρνηση του Vichy, που επανήλθε το 1944), και στη συνέχεια με τον «Νόμο αριθ. 72-546 της 1ης Ιουλίου 1972 σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού» γνωστός και ως «Νόμος Pleven», (από το όνομα του εισηγητή του, René Pleven, κεντροδεξιού υπουργού Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Chaban-Delmas και Messmer το 1969–1973).
Το αδίκημα της δημόσιας υποκίνησης μίσους, διακρίσεων ή βίας που θεσπίστηκε με το άρθρο 1 του νόμου του 1972, ορίζεται ως η πράξη, προφορικώς, με γραπτό κείμενο, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες, εμβλήματα, πλακάτ, αφίσες, εικόνες ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, υποκίνηση τρίτων να επιδείξουν μίσος, διακρίσεις ή βία εναντίον ορισμένων ατόμων, ή ομάδας ατόμων με βάση την καταγωγή τους ή γιατί ανήκουν ή δεν ανήκουν σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, έθνος, φυλή ή θρησκεία και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή/και χρηματικό πρόστιμο από 2 000 έως 300 000 γαλλικά φράγκα (FRF). Από την άλλη το αδίκημα της δυσφήμησης που διαπράττεται προφορικώς, με γραπτό κείμενο, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, εναντίον ορισμένων ατόμων, ή ομάδας ατόμων με βάση την καταγωγή τους ή ότι ανήκουν ή δεν ανήκουν σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, έθνος, φυλή ή θρησκεία, θεσπίστηκε με το άρθρο 3 του νόμου του 1972, και τιμωρείται με φυλάκιση από ένα μήνα έως ένα έτος ή/και χρηματικό πρόστιμο από 300 έως 300 000 FRF22.
Στις 3 Ιουλίου 1981, εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, της υπόθεσης Φωρισσόν εναντίον Πολιακόφ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο αποδέχεται τον δυσφημιστικό χαρακτήρα των γραπτών του Ρομπέρ Φωρισσόν και τον καταδικάζει σε πρόστιμο 2 000 FRF καθώς και στο συμβολικό ποσό του 1 FRF που πρέπει να καταβάλει στον Πολιακόφ23.
Την ίδια μέρα βγήκε και η απόφαση του δικαστηρίου στη μήνυση των εννέα αντιρατσιστικών ενώσεων και οργανισμών. Ο Φωρισσόν καταδικάστηκε και πάλι, αυτή τη φορά σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή και πρόστιμο 5 000 FRF, επειδή δήλωσε στην Europe 1 στις 19 Δεκεμβρίου 1980 στον Ivan Levaï: «Η φερόμενη θάλαμοι αερίων του Χίτλερ και η υποτιθέμενη γενοκτονία των Εβραίων αποτελούν ένα και το αυτό ιστορικό ψέμα, το οποίο επέτρεψε μια γιγάντια πολιτικοοικονομική απάτη της οποίας κύριοι ωφελούμενοι είναι το κράτος του Ισραήλ και ο διεθνής σιωνισμός και τα κύρια θύματα είναι ο γερμανικός λαός, αλλά όχι οι ηγέτες του, και ο παλαιστινιακός λαός στην ολότητά του»24. Η απόφαση επικυρώθηκε στο Εφετείο τον Ιούνιο του 1982 μόνο για το αδίκημα της φυλετικής δυσφήμισης. Τον Ιούνιο του 1983, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Φωρισσόν, καθώς και εκείνες των LICRA, MRAP και Amicale des Anciens Deportés d’Auschwitz, που ζητούσαν την καταδίκη του για υποκίνηση φυλετικού μίσους25. Όσο αναφορά στην πολιτική αγωγή των εννέα αντιρατσιστικών ενώσεων και οργανισμών, η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου 1981. Ο Φωρισσόν καταδικάστηκε να πληρώσει συμβολική αποζημίωση 1 FRF επειδή δήλωσε ότι «ο Χίτλερ ποτέ δεν διέταξε ή παραδέχτηκε ότι κάποιος σκοτώθηκε λόγω της φυλής ή της θρησκείας του». Η έφεση που άσκησε ο Φωρισσόν απορρίφθηκε στις 26 Απριλίου του 198326.
Οι ποινικές διώξεις του Φωρισσόν τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήδη στο πρώτο «Αναθεωρητικό συνέδριο» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο για την Ιστορική Αναθεώρηση (IHR) το Σεπτέμβριο του 1979, και στο οποίο είχαν κληθεί «ιστορικοί» και «ερευνητές» πολλών χωρών, οι βεντέτες θα είναι δύο: ο Άρθουρ Μπατζ, και ο Ρομπέρ Φωρισσόν.
Στο πρώτο τεύχος του «The Journal of Historical Review», την άνοιξη του 1980, αρθρογραφούν οι γνωστοί αρνητιστές Arthur R. Butz, Austin J. App, Ditlieb Felderer, Udo Walendy, Louis FitzGibbon και ο Robert Faurisson με θέμα του άρθρου του: «The mechanics of gassing». Ο Φωρισσόν κλείνει το άρθρο του ως εξής:
«Θα ολοκληρώσω με ένα σχόλιο σχετικά με αυτό που θεωρώ ως το κριτήριο των ψευδών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τους θαλάμους αερίων. Παρατήρησα ότι όλες αυτές οι δηλώσεις, όσο ασαφείς και ασυνεπείς και αν είναι, συμφωνούν σε τουλάχιστον ένα σημείο: το πλήρωμα που ήταν υπεύθυνο για την απομάκρυνση των σορών από τον «θάλαμο αερίων» εισήλθε στον χώρο είτε «αμέσως» ή «λίγες στιγμές» μετά, τους θανάτους των θυμάτων. Υποστηρίζω ότι αυτό το σημείο από μόνο του αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, γιατί αυτό είναι φυσικώς αδύνατο. Εάν συναντήσετε ένα άτομο που πιστεύει στην ύπαρξη των «θαλάμων αερίων», ρωτήστε τον πώς, κατά τη γνώμη του, αφαιρέθηκαν τα χιλιάδες πτώματα για να δημιουργηθεί χώρος για την επόμενη παρτίδα.»27
Στο δεύτερο τεύχος, το καλοκαίρι 1980, πάλι φιλοξενεί μια επιστολή και ένα άρθρο του με το αγαπημένο του θέμα: «The Problem of the Gas Chambers». Για άλλη μια φορά ο Φωρισσόν κλείνει το άρθρο του επαναλαμβάνοντας:
«Μετά από 30 χρόνια έρευνας, οι ρεβιζιονιστές συγγραφείς κατέληξαν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Οι “θάλαμοι αερίων” του Χίτλερ δεν υπήρξαν ποτέ.
- Η “γενοκτονία” (ή “απόπειρα γενοκτονίας”) των Εβραίων δεν έγινε ποτέ. Με άλλα λόγια: ο Χίτλερ δεν έδωσε ποτέ εντολή ούτε άδεια να σκοτωθεί κάποιος λόγω της φυλής ή της θρησκείας του.
- Οι υποτιθέμενοι “θάλαμοι αερίων” και η υποτιθέμενη “γενοκτονία” είναι ένα και το αυτό ψέμα.
- Αυτό το ψέμα, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό σιωνιστικής προέλευσης, κατέστησε δυνατή μια τεράστια πολιτική και οικονομική απάτη, της οποίας ο κύριος δικαιούχος είναι το κράτος του Ισραήλ.
- Τα κύρια θύματα αυτής της απάτης είναι ο γερμανικός λαός (αλλά όχι οι Γερμανοί άρχοντες) και ολόκληρος ο παλαιστινιακός λαός.
- Η τεράστια δύναμη των επίσημων υπηρεσιών πληροφόρησης είχε, μέχρι στιγμής, ως αποτέλεσμα τη διασφάλιση της επιτυχίας του ψέματος και τη λογοκρισία της ελευθερίας έκφρασης όσων κατήγγειλαν το ψέμα.
- Οι συμμετέχοντες σε αυτό το ψέμα ξέρουν ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Διαστρεβλώνουν τον σκοπό και τη φύση της ρεβιζιονιστικής έρευνας. Χαρακτηρίζουν ως “αναβίωση του ναζισμού” ή ως “παραποίηση της ιστορίας” ό,τι είναι μόνο μια μελετημένη και δικαιολογημένη ανησυχία για την ιστορική αλήθεια.»28
Ο Φωρισσόν τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να συμμετέχει ενεργά στα «Αναθεωρητικά συνέδρια» του IHR και να αρθρογραφεί τακτικά στο JHR στο οποίο έγινε μέλος της συντακτικής επιτροπής του Journal of Historical Review.
Η «υπόθεση Φωρισσόν» και ο Νόαμ Τσόμσκι
Το φθινόπωρο του 1979, οι υποστηρικτές του Φωρισσόν με πρωτοβουλία του Μαρκ Γουέμπερ, θα συγκεντρώσουν υπογραφές σε μια δήλωση διαμαρτυρίας υπέρ της «ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης» του Φωρισσόν να αμφισβητεί το Ολοκαύτωμα. Το κείμενο υπέγραψαν πάνω από 500 άτομα ανάμεσα στα οποία και ο γνωστός διανοούμενος και πολιτικός ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky, 1928 – ). Αργότερα ο ίδιος ο Τσόμσκι θα γράψει: «Το φθινόπωρο του 1979, ο Serge Thion, ένας ελευθεριακός σοσιαλιστής μελετητής με ιστορικό αντίθεσης σε όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού, μου ζήτησε να υπογράψω μια αναφορά καλώντας τις αρχές να διασφαλίσουν την “ασφάλεια και την ελεύθερη άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του Ρομπέρ Φωρισσόν”.»29. Η δήλωση διαμαρτυρίας αναφέρει:
«Ο καθηγητής Φωρισσόν […] από το 1974 διεξάγει εκτενείς ιστορικές έρευνες για το ερώτημα του “Ολοκαυτώματος”. Από τότε που άρχισε να δημοσιοποιεί τα ευρήματά του, ο καθηγητής Φωρισσόν υπέστη μια φαύλη εκστρατεία παρενόχλησης, εκφοβισμού, συκοφαντίας και σωματικής βίας σε μια ακατέργαστη προσπάθεια να σιωπήσει. Φοβισμένοι αξιωματούχοι προσπάθησαν ακόμη και να τον σταματήσουν από περαιτέρω έρευνα αρνούμενοι την πρόσβασή του σε δημόσιες βιβλιοθήκες και αρχεία. Διαμαρτυρόμαστε έντονα σε αυτές τις προσπάθειες να στερηθεί από τον καθηγητή Φωρισσόν η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, και καταδικάζουμε την επαίσχυντη εκστρατεία να τον σιωπήσουν. Υποστηρίζουμε σθεναρά το δικαίωμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας του καθηγητή Φωρισσόν και απαιτούμε από πανεπιστήμια και κυβερνητικούς αξιωματούχους να κάνουν ό, τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουν την ασφάλειά του και την ελεύθερη άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του.»30.
Καταρχάς να παρατηρήσουμε ότι το φθινόπωρο του 1979, που συντάσσεται η δήλωση διαμαρτυρίας, ο Φωρισσόν είναι λέκτορας Λογοτεχνίας και όχι καθηγητής. Τον Μάρτιο του 1980, ο Φωρισσόν που είχε αποσπασθεί στο Εθνικό Κέντρο για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, από τον Οκτώβριο του 1979, αν και δεν είχε πλέον καμία ερευνητική ή διδακτική δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο της Λυών II, επωφελήθηκε από ένα μέτρο συλλογικής ανακατάταξης που του έδωσε το βαθμό του καθηγητή πανεπιστημίου. Μόλις το 1990 με απόφαση του υπουργού Εθνικής Παιδείας, Lionel Jospin, η απόσπαση του μετατρέπεται σε μετάθεση από το Πανεπιστήμιο της Λυών II στο CNED (πρώην CNTE), με αποτέλεσμα να χάσει τα προνόμιά του, ανάμεσα στα οποία και τον τίτλο του καθηγητή Πανεπιστημίου31. Έπειτα παρατηρούμε ότι η λέξη Ολοκαύτωμα βρίσκεται εντός εισαγωγικών. Αυτό γίνεται γιατί σαν όρος ήταν σχετικά καινούργιος και παρέπεμπε στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά που παιζόταν εκείνη την εποχή στην τηλεόραση, ή τα εισαγωγικά προϊδεάζουν για τις προθέσεις των συντακτών, να αμφισβητήσουν το αναμφισβήτητο του γεγονότος και να υποδηλώσουν εμμέσως τη θέση τους – των αρνητών; Μάλλον το δεύτερο.
Το 1999 οι δημοσιογράφοι Ντενί Ρομπέρ και Βερόνικα Ζαράχοβιτς θα έχουν μια δίωρη συνομιλία – συνέντευξη με τον Νόαμ Τσόμσκι, η οποία θα εκδοθεί σε βιβλίο στη Γαλλία το 2001 με τίτλο: «Δύο Ώρες Διαύγειας» (Deux heures de lucidité). Στον πρόλογο του βιβλίου ο Ντενί Ρομπέρ γράφει: «Οι αντιδράσεις είναι απίστευτα βίαιες. Ο Γαλλικός Τύπος παρουσιάζει το κείμενο σαν τη «Δήλωση Διαμαρτυρίας Τσόμσκι» και ο Αμερικανός πανεπιστημιακός βρίσκεται σύντομα κατηγορούμενος ότι συμμερίζεται τις θέσεις του Φωρισσόν»32. Λίγο παραπάνω σημείωνε: «Όλοι απορούσαμε γιατί δεν βρίσκαμε μετάφραση των κειμένων του στα γαλλικά. Είχαμε βρει κάποια συγκεχυμένα παλιά κείμενα του, αλλά τίποτα ή σχεδόν τίποτα από την αρχή της δεκαετίας του 1980 […] Παντού, μας εξηγούσαν πως ήταν φυσικό να μη βρίσκουμε κανένα κείμενο του στη Γαλλία, αφού ο Νόαμ Τσόμσκι ήταν ένας συγγραφέας, στη καλύτερη περίπτωση «ύποπτος», ενώ στη χειρότερη «αρνητής». Τους υποδεικνύαμε ότι ήταν και Εβραίος, αλλά μας απαντούσαν «Και λοιπόν;» Παντού μας έλεγαν γενικά, πως ο Τσόμσκι είχε ξοφλήσει. Ή μας υπενθύμιζαν, ξανά και ξανά, εκείνη την παλιά ιστορία του Φορισόν»33. Στην ερώτηση των δημοσιογράφων: «τι σας έκανε να υπογράψετε, το 1979, μια δήλωση διαμαρτυρίας υπέρ αυτού του Γάλλου πανεπιστημιακού “αρνητιστή”;», ο Τσόμσκι απαντά: «Η δήλωση διαμαρτυρίας ήταν όμοια μ’ εκείνες τις αναρίθμητες δηλώσεις που υπογράφω συνεχώς. Απαιτούσε να εξασφαλιστεί στον Ρομπέρ Φορισόν η σωματική του ασφάλεια και η ελεύθερη άσκηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. […] Αυτή η δήλωση διαμαρτυρίας δεν αναφερόταν στο περιεχόμενο αυτών των απόψεων, αλλά στο δικαίωμα έκφρασής τους. Είναι πολύ κλασικό. Όταν υπερασπιζόμαστε την ελευθερία έκφρασης, δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το περιεχόμενο των απόψεων, ούτε με τις πεποιθήσεις του προσώπου που δέχεται επίθεση. Πρέπει μόνο να υπερασπιζόμαστε την ελευθερία έκφρασης.»34. Όμως «μια χούφτα Παρισινών διανοουμένων», όπως τους αποκαλεί ο ίδιος ο Τσόμσκι35 με πρωτεργάτη τον ιστορικό Βιντάλ-Νακέ, δεν συμφωνούσαν με την πράξη του.

Στο δοκίμιο «Ένας χάρτινος Άιχμαν» που γράφει ο Βιντάλ-Νακέ τον Ιούνιο του 1980 και θα κυκλοφορήσει στο περιοδικό Esprit, τεύχος Σεπτεμβρίου 1980, στο τελευταίο κεφάλαιο «Να ζήσουμε με τον Φωρισσόν;» σημειώνει ότι καμία δημόσια βιβλιοθήκη δεν απαγόρευσε στον Φωρισσόν την πρόσβαση στα αρχεία της. Οι υπάλληλοι του ιδιωτικού ιδρύματος «Κέντρο Σύγχρονης Εβραϊκής Τεκμηρίωσης», όντως αρνήθηκαν να τον εξυπηρετήσουν και αυτό σύμφωνα με τον Βιντάλ-Νακέ είναι λογικό, μιας και ο Φωρισσόν πρόσβαλε τους βασικούς σκοπούς λειτουργίας του – την διατήρηση της μνήμης και της ιστορίας των Εβραίων θυμάτων και την τεκμηρίωση του εγκλήματος36. Για τον Βιντάλ-Νακέ: «Αυτό που είναι σκανδαλώδες σχετικά με το κείμενο είναι ότι δεν εγείρει ποτέ το ερώτημα εάν αυτό που λέει ο Φωρισσόν είναι αληθές ή ψευδές, ότι παρουσιάζει ακόμη και τα συμπεράσματά του ή τα “ευρήματά του” ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής έρευνας, δηλαδή, μιας αναζήτησης της αλήθειας. Βεβαίως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στο ψεύδος και το σφάλμα, και ότι η ατομική ελευθερία συνεπάγεται αυτό το δικαίωμα, το οποίο παραχωρείται, στη γαλλική φιλελεύθερη παράδοση, στον κατηγορούμενο προς υπεράσπισή του. Αλλά το δικαίωμα του πλαστογράφου δεν πρέπει να του παραχωρείται στο όνομα της αλήθειας.»37.
Ο Τσόμσκι διαβάζοντας την τοποθέτηση του Βιντάλ-Νακέ, αλλά και μια επιστολή που του είχε στείλει στην οποία ανέφερε αυτές που θεωρούσε αποδείξεις του αντισημιτισμού του Φωρισσόν, αποδέχεται την πρόταση του κοινωνιολόγου Σερζ Τιόν, φίλο του εκείνη την εποχή, να υπερασπιστεί τον εαυτό του διατυπώνοντας γραπτώς τις θέσεις του. Ο Αμερικανός διανοητής ετοίμασε λοιπόν ένα κείμενο στις 11 Οκτωβρίου, με τίτλο «Μερικά στοιχειώδη σχόλια πάνω στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης»38, το οποίο έστειλε στον Τιόν, επιτρέποντάς του να το χρησιμοποιήσει όπως εκείνος θα ήθελε. Από όσα πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε, χωρίς να τον ειδοποιήσουν, ο Τιόν και ο εκδότης Πιέρ Γκιγιόμ (Pierre Guillaume) εμφανίζουν αυτό το κείμενο – άποψη, σαν πρόλογο του συγγράμματος του Φωρισσόν «Υπερασπιστικό υπόμνημα εναντίον αυτών που με κατηγορούν ότι παραχαράσσω την Ιστορία. Το θέμα των θαλάμων αερίων». Ο ίδιος ο Τσόμσκι ρητά δηλώνει ότι «Ποτέ δεν έγραψα κανένα πρόλογο σε οποιοδήποτε σύγγραμμα του Ρομπέρ Φωρισσόν»39. Για να δικαιολογήσει όμως την πρωτοβουλία του Τιόν, σε άρθρο του στο εβδομαδιαίο περιοδικό The Nation στις 28 Φεβρουαρίου 1981 σημειώνει ότι: «Αν και δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου, δεν ήταν αντίθετη με τις οδηγίες μου»40. Ο Τσόμσκι αναφέρει ότι: έλαβε ένα γράμμα από τον Jean-Pierre Faye, έναν γνωστό αντιφασίστα συγγραφέα και αγωνιστή, ο οποίος αν και συμφωνούσε με τη θέση του, τον παρότρυνε να μην δημοσιεύσει τη δήλωσή του «επειδή το κλίμα κοινής γνώμης στη Γαλλία ήταν τέτοιο που υπερασπιζόμενος το δικαίωμα του Faurisson να εκφράζει τις απόψεις του θα ερμηνεύονταν ως στήριξή τους»41. Αυτό σημαίνει ότι ο Jean-Pierre Faye ήξερε την ύπαρξη του κειμένου και του περιεχομένου του. Στις 6 Δεκεμβρίου ο Τσόμσκι γράφει στον Τιόν: «Εάν το κείμενο δεν έχει σταλθεί στο τυπογραφείο, απαιτώ να μην συμπεριληφθεί στο βιβλίο του Φωρισσόν». Όμως είναι πολύ αργά. Το βιβλίο του Φωρισσόν με τον πρόλογο του Τσόμσκι είχε ήδη τυπωθεί από τις εκδόσεις La Vieille Taupe42.

Στις 16 Δεκεμβρίου 1980, η Le Monde γράφει: «στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης, ο κ. Νόαμ Τσόμσκι δέχεται να προλογίσει ένα βιβλίο του κ. Φωρισσόν». Επτά σελίδες προλόγου για το βιβλίο του Ρομπέρ Φωρισσόν στις οποίες ο Νόαμ Τσόμσκι εκθέτει «μερικά στοιχειώδη σχόλια πάνω στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης»43.
Ο Νόαμ Τσόμσκι υποστηρίζει ότι ακολουθεί το ρητό που λαθεμένα αποδίδεται στον Βολταίρο «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες»44. Εξηγεί στο κείμενο πως η αναγνώριση του δικαιώματος κάποιου να εκφράσει τις ιδέες του δεν έχει καμία σχέση με τον ενστερνισμό αυτών των ιδεών: «Επισημαίνω πρώτον ότι ακόμη κι αν ο Φωρισσόν ήταν ένας άκαμπτος αντισημίτης και φανατικός υποστηρικτής των Ναζί – μου έχουν υποβληθεί τέτοιες κατηγορίες σε ιδιωτική αλληλογραφία που δεν θα ήταν σωστό να αναφέρω λεπτομερώς εδώ – αυτό δεν θα είχε καμία απολύτως βαρύτητα όσον αφορά τη νομιμότητα της υπεράσπισης των πολιτικών του δικαιωμάτων. Αντιθέτως, θα καθιστούσε ακόμη πιο επιτακτική την υπεράσπισή τους, καθώς, για άλλη μια φορά, είναι αλήθεια εδώ και χρόνια, και αιώνες, ότι ακριβώς στην περίπτωση των αποτρόπαιων ιδεών θα πρέπει να υποστηρίζουμε πιο σθεναρά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης· είναι αρκετά εύκολο να υπερασπιστούμε την ελεύθερη έκφραση για εκείνους που δεν χρειάζονται τέτοια υπεράσπιση.»45. Εδώ ο Τσόμσκι επικεντρώνεται στο θέμα της υπεράσπισης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης παρακάμπτοντας τις παρατηρήσεις που αφορούν το ψεύδος των ισχυρισμών του Φωρισσόν. Μάλιστα ο Βιντάλ-Νακέ αργότερα θα γράψει: «Αν ο Τσόμσκι είχε περιοριστεί στην υπεράσπιση του δικαιώματος του Φωρισσόν στην ελευθερία της έκφρασης, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα»46. Όμως, ο Αμερικανός διανοούμενος θα μπει στον πειρασμό να κρίνει και τους ισχυρισμούς του Φωρισσόν: «Δεν έχω τίποτα να πω εδώ για το έργο του Ρομπέρ Φωρισσόν ή των επικριτών του, για τα οποία γνωρίζω ελάχιστα, ή για τα θέματα που θίγουν, για τα οποία δεν έχω ιδιαίτερες γνώσεις. […] ο Φωρισσόν είναι αντισημίτης ή νεοναζί; Όπως προαναφέρθηκε, δεν ξέρω το έργο του πολύ καλά. Αλλά από όσα έχω διαβάσει – σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της φύσης των επιθέσεων εναντίον του – δεν βρίσκω κανένα στοιχείο που να στηρίζει τέτοιο συμπέρασμα. Ούτε βρίσκω αξιόπιστα στοιχεία στο υλικό που έχω διαβάσει σχετικά με αυτόν, είτε στα δημόσια αρχεία είτε σε ιδιωτική αλληλογραφία. Από όσο μπορώ να κρίνω, είναι ένα είδος σχετικά απολιτικού φιλελεύθερου.»47.
Εδώ πιστεύω ότι ο Τσόμσκι έκανε λάθος. Αντί να παραμείνει πιστός στο θέμα αρχής της υπεράσπισης του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης του Φωρισσόν, προχώρησε σε εκτίμηση του προσώπου του. Ο Τσόμσκι αν και γνωρίζει ελάχιστα για το έργο του Φωρισσόν και των επικριτών του και δηλώνει μη ειδικός, από αυτά που έχει διαβάσει δεν μπόρεσε να πειστεί ότι ο Φωρισσόν είναι αντισημίτης ή νεοναζί. Ο πιο γνωστός από τους επικριτές του Φωρισσόν ο οποίος αντάλλαξε επιστολές με τον Τσόμσκι την επίμαχη περίοδο, είναι ο Βιντάλ – Νακέ. Και οι δύο τους το έχουν δηλώσει. Όμως τα επιχειρήματα του Βιντάλ-Νακέ τόσο στις επιστολές, όσο και στο δοκίμιο των 45 σελίδων – «Ένας χάρτινος Άιχμαν» τον Σεπτέμβριο του 1980, στο περιοδικό Esprit δεν έπεισαν τον Τσόμσκι, ούτε τότε, ούτε αργότερα. Το 1999 στο «Δύο Ώρες Διαύγειας», οι δημοσιογράφοι ρωτούν τον Τσόμσκι: «Η επιστολή του Πιερ Βιντάλ-Νακέ σας έκανε να αλλάξετε στάση; Για να πω την αλήθεια, (απαντά ο Τσόμσκι σ.σ.) δεν είχα διαμορφώσει θέση σχετικά με τον Φορισόν σαν άνθρωπο, αφού δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν […] Όμως, μπορούμε να πούμε ότι η επιστολή του Βιντάλ – Νακέ μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη σε ένα σημείο, πολύ περιορισμένο βέβαια. Πριν την λήψη της, αγνοούσα σχεδόν τα πάντα για τον Φορισόν. Μετά, είδα καθαρά ότι ο πιο αδιάλλακτος και προφανώς ο πιο ενημερωμένος κριτής του (εννοεί ο Βιντάλ – Νακέ, σ.σ.) δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά αξιόπιστη απόδειξη για να στηρίξει τις κατηγορίες του για αντισημιτισμό.»48. Έτσι σύμφωνα με τον Τσόμσκι ο Φωρισσόν δεν είναι ούτε αντισημίτης, ούτε νεοναζί, αλλά μάλλον ένας σχετικά απολιτικός φιλελεύθερος.
Ο Βιντάλ-Νακέ στο δοκίμιο του: «Για τον Φωρισσόν και τον Τσόμσκι», στο τεύχος Ιανουαρίου 1981 του Esprit, απευθυνόμενος απευθείας στον Τσόμσκι δεν έχασε την ευκαιρία να ανταπαντήσει:
«Νόαμ Τσόμσκι, η απλή αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορέσετε να τηρήσετε την αρχή που ο ίδιος κηρύσσετε. Έχετε το δικαίωμα να πείτε: ο χειρότερος εχθρός μου έχει το δικαίωμα να είναι ελεύθερος, υπό τον όρο ότι δεν θα απαιτήσει τη θάνατωσή μου ή (τη θανάτωση) των αδελφών μου. Δεν έχετε όμως το δικαίωμα να πείτε: ο χειρότερος εχθρός μου είναι σύντροφος ή «σχετικώς απολιτικός φιλελεύθερος». Δεν έχετε το δικαίωμα να πάρετε έναν παραποιητή της Ιστορίας και να τον ξαναντύσετε με τα χρώματα της αλήθειας.»49.
Το 1999 στο «Δύο Ώρες Διαύγειας» οι δημοσιογράφοι θα ρωτήσουν σχετικά τον Τσόμσκι: «Είχατε γράψει το 1980, στο κείμενο “Μερικά βασικά σχόλια πάνω στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης”: “Από όσο μπορώ να κρίνω, είναι ένα είδος σχετικά απολιτικού φιλελεύθερου.” Θα χρησιμοποιούσατε σήμερα τους ίδιους όρους;» και ο Τσόμσκι απαντά: «Όχι ακριβώς. […] χρησιμοποίησα αυτή τη φράση γιατί μου φαινόταν αληθινή. Όπως έχω γράψει οι κατηγορίες του νεοναζισμού και του αντισημιτισμού είναι σκληρές. Ίσως να είναι ορθές, αλλά εν πάση περιπτώσει πρέπει να παρουσιαστούν αποδείξεις. Ειδικά σε αυτή την περίπτωση, επανεξέτασα τις αποδείξεις που μου παρουσιάστηκαν από τον αυστηρότερο και καλύτερα πληροφορημένο κριτή του Φορισόν (πάλι τον Βιντάλ-Νακέ εννοεί, σ.σ.) Επειδή αυτές οι αποδείξεις δεν είχαν μεγάλη ισχύ, το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν ότι αυτή η κατηγορία δεν μπορούσε να αποδειχθεί.»50.
Ας υποθέσουμε ότι τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις ιστορικών όπως του Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Λεόν Πολιακόφ, Ναντίν Φρεσκό, δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Τσόμσκι το 1979-1980, ότι ο Φωρισσόν ήταν νεοναζιστής και αντισημίτης. Ο ίδιος όμως ο Φωρισσόν τότε έγραψε ολόκληρο βιβλίο που υποστηρίζει ότι οι θάλαμοι αερίων είναι ένα «ψέμα» και η γενοκτονία των Εβραίων μια «απάτη». Τελικά καθιστά η άρνηση του Ολοκαυτώματος τον Φωρισσόν αντισημίτη; Αυτή ήταν μια από τις ερωτήσεις που έθεσε μια δεκαετία αργότερα ο Lawrence K. Kolodney προς τον Τσόμσκι: «Είναι αλήθεια ότι δηλώσατε ότι δεν είδατε “καμία αντισημιτική επίπτωση στην άρνηση της ύπαρξης θαλάμων αερίων ή ακόμη και στην άρνηση του Ολοκαυτώματος”;». Ο Νόαμ Τσόμσκι θα απαντήσει: «… ακόμη και η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποδεικνύει ότι ένα άτομο είναι αντισημίτης. Υποθέτω ότι και αυτό το σημείο δεν αμφισβητείται. Επομένως, εάν ένα άτομο που αγνοούσε τη σύγχρονη ιστορία, ενημερωνόταν για το Ολοκαύτωμα και αρνούνταν να πιστέψει ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για τέτοιες τερατώδεις πράξεις, δεν θα συμπεράνουμε ότι είναι αντισημίτης. Αυτό αρκεί για να καθοριστεί το επίμαχο σημείο. Το θέμα είναι πολύ πιο γενικό. Η άρνηση μιας τερατώδους φρικαλεότητας, ανεξαρτήτως κλίμακας, δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει ότι αυτοί που την αρνούνται είναι ρατσιστές έναντι των θυμάτων.»51.
Αυτό που λέει ο Τσόμσκι είναι ότι, θα έπρεπε όταν κάποιος ισχυρίζεται δημόσια και προσπαθεί να αποδείξει με ιστορικά τεκμήρια, ανεξάρτητα από την όποια αξιοπιστία τους ή μη, ότι «το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη ποτέ» ή ότι «δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων στο Άουσβιτς», αυτό να μην τον κάνει αυτόματα και αντισημίτη. Και αυτό γιατί θα πρέπει πέρα από την απλή άρνηση του ιστορικού γεγονότος, ο ομιλών ή ο γράφων, να εκφράσει έστω και έμμεσα την αντιπάθεια, αν όχι το μίσος του κατά των Εβραίων. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του Ολοκαυτώματος «Η λέξη αντισημιτισμός δηλώνει την προκατάληψη ή το μίσος εναντίον των Εβραίων»52. Όχι μόνο τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις ιστορικών όπως του Πιερ Βιντάλ – Νακέ, Λεόν Πολιακόφ, Ναντίν Φρεσκό, δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Τσόμσκι, ότι ο Φωρισσόν εκφράζει μέσα από τον λόγο του, έστω και έμμεσα, την προκατάληψή του κατά των Εβραίων και άρα είναι αντισημίτης, αλλά και όταν χαρακτηρίστηκε ως τέτοιος με την βούλα του Νόμου, πάλι δεν πείστηκε. Ο Τσόμσκι το 1999, όταν δίνει την συνέντευξη στους δύο δημοσιογράφους, γνωρίζει ότι: Ο Φωρισσόν καταδικάστηκε το 1981 με βάση το «Νόμο αριθ. 72-546 της 1ης Ιουλίου 1972 σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού» για το αδίκημα της φυλετικής δυσφήμισης λέγοντας ότι: «Η φερόμενη θάλαμοι αερίων του Χίτλερ και η υποτιθέμενη γενοκτονία των Εβραίων αποτελούν ένα και το αυτό ιστορικό ψέμα, το οποίο επέτρεψε μια γιγάντια πολιτικοοικονομική απάτη της οποίας κύριοι ωφελούμενοι είναι το κράτος του Ισραήλ και ο διεθνής σιωνισμός και τα κύρια θύματα είναι ο γερμανικός λαός, αλλά όχι οι ηγέτες του, και ο παλαιστινιακός λαός στην ολότητά του»53. Επίσης ο Τσόμσκι γνωρίζει, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι ο Φωρισσόν θα καταδικαστεί και το 1991 με βάση το Νόμο Γκεϊσσό για την άρνηση του ίδιου του γεγονότος – του Ολοκαυτώματος. Η άρνηση του γεγονότος (του Ολοκαυτώματος), της εμβέλειας, των μηχανισμών (π.χ. θάλαμοι αερίων) ή του σκόπιμου χαρακτήρα της γενοκτονίας των Εβραίων στα χέρια της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας και των υποστηρικτών και συνεργών της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα αντισημιτισμού, σύμφωνα με τη Διεθνή Συμμαχία για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA)54.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου «Δύο Ώρες Διαύγειας», ο Ντενί Ρομπέρ, αν και έχουν περάσει είκοσι χρόνια πια: «ο Νόαμ Τσόμσκι παραμένει άκαμπτος σ’ αυτό το ζήτημα. Του είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τα λάθη του.»55. Θα συμφωνήσω με την άποψη του Ρομπέρ ότι: «Σ’ αυτή την υπόθεση, ο Τσόμσκι έκανε σίγουρα πολλά λάθη, αρχίζοντας από το ότι επέτρεψε στον Σερζ Θιόν να κάνει ότι ήθελε με το κείμενό του. Επίσης, χωρίς αμφιβολία, δεν έκρινε σωστά, κι αυτό ήταν λάθος του. […] Ο Νόαμ Τσόμσκι καταδίκαζε πάντοτε το ναζισμό. Αυτό το έχει εκφράσει εδώ και πολλές δεκαετίες, εκατοντάδες φορές – σε βιβλία , γράμματα, άρθρα ή δημόσιες δηλώσεις – και δεν μετακινήθηκε ποτέ ούτε ελάχιστα. Έχει πει ότι το Ολοκαύτωμα είναι “η φανταστικότερη φλόγα συλλογικής βίας στην ιστορία της ανθρωπότητας”.»56.
Ακόμη και ο κυριότερος επικριτής του Τσόμσκι στην «υπόθεση Φωρισσόν» – ο Πιερ Βιντάλ – Νακέ είναι σίγουρος ότι: «οι θέσεις του Τσόμσκι δεν προσεγγίζουν με κανέναν τρόπο τις θέσεις των νεοναζί»57. Θα προσθέσει όμως με πικρία: «Αλλά από πού αντλεί τόση ενέργεια ακόμα και τρυφερότητα για να υπερασπίζεται αυτούς που έχουν γίνει εκδότες και υπερασπιστές των νεοναζί και τόση οργή εναντίον εκείνων που τολμούν να τους πολεμήσουν; Ορίστε αυτή την απλή ερώτηση θα ήθελα να θέσω. Όταν η λογική λειτουργεί μόνο ως αυτοάμυνα, οδηγεί στην τρέλα.»58.
Ο Τσόμσκι στην πραγματικότητα ξέρει ότι ο Φωρισσόν είναι αντισημίτης, αλλά γι αυτόν «Το θέμα είναι πολύ πιο γενικό». Πιστεύω ότι έχει να κάνει με την ίδια την ελευθερία του λόγου και την προστασίας της. Στις ΗΠΑ η περίφημη πρώτη Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος ορίζει πως «Το Κογκρέσο δεν θα θεσπίσει κανένα νόμο που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του τύπου». «Και όταν λέμε κανέναν, εννοούμε κανένα νόμο», έλεγε ο ανώτατος αμερικανός δικαστής Hugo Black. Στο αμερικανικό δίκαιο η προπαγάνδιση βίας ή παράνομης πράξης αποτελεί λόγο που προστατεύεται συνταγματικά. Εκτός προστασίας τίθεται μόνον η άμεση υποκίνηση σε παράνομη πράξη και αυτή μόνον όταν είναι πιθανόν να οδηγήσει σε τέλεση της παρανομίας. Η έμμεση ή ακίνδυνη υποκίνηση δεν μπορούν να απαγορευθούν, διότι βρίσκονται εντός του πεδίου προστασίας του λόγου. Αντίθετα σε πολλές χώρες της Ευρώπης με πρωταθλήτρια την Γαλλία τιμωρούνται πολλά είδη λόγου με τους λεγόμενους, όπως θα δούμε παρακάτω, Νόμους Μνήμης, όπως η άρνηση του Ολοκαυτώματος, η άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων κ.ά. Στην ποινικοποίηση της γνώμης και της έκφρασης, ήταν και παραμένει σταθερά αντίθετος ο Τσόμσκι. Ευτυχώς δεν είναι μόνος του.
Η μάχη ενάντια στον «χάρτινο Άιχμαν» και το «φαινόμενο Πρεσσάκ»
Σε άρθρο στη Le Monde στο φύλλο της 15ης Απριλίου 1981 ο Βιντάλ-Νακέ γράφει: «Η μάχη ενάντια στον πραγματικό Άιχμαν έπρεπε να δοθεί με πραγματικά όπλα … ενάντια στον χάρτινο Άιχμαν, η απάντηση έπρεπε να δοθεί στο χαρτί. Ορισμένοι από μας ήδη το κάναμε και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Δεν χρησιμοποιούμε όμως τις μεθόδους του εχθρού. Δεν “κάνουμε διάλογο” μαζί του, μόνο αποσυναρμολογούμε τους μηχανισμούς του ψεύδους και της πλαστογραφίας, το οποίο μεθοδολογικά είναι χρήσιμο για τις επόμενες γενιές.»59.

Το 1979, ο Λεόν Πολιακόφ έγραψε μια «Σύντομη Ιστορία της Γενοκτονίας των Ναζί». Μέσα από αυτό το εκπαιδευτικό βιβλίο, ο συγγραφέας εκθέτει τις διαφορετικές χρονολογικές φάσεις της Τελικής Λύσης και συντάσσει μια ακριβή ιστορία της γενοκτονίας των Εβραίων. Επίσης το 1979 θα εκδοθεί το βιβλίο του Ζωρζ Ουέλερς «Η Τελική Λύση και η Νέο-ναζιστική Μυθομανία», που απευθύνεται «σε καλόπιστους ανθρώπους που αγνοούν τα πραγματικά γεγονότα και που κινδυνεύουν, γι’ αυτό το λόγο, να αποδεχτούν τη δυσφήμιση και τους άσκοπους ισχυρισμούς των απολογητών του ναζισμού»60. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ουέλερς συνέχισε αυτή τη μελέτη και την τεκμηρίωσε στο: «Οι θάλαμοι αερίων υπήρχαν»61.
Ο πρώτος προβληματισμός για τον «αρνητισμό» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Temps Modernes, τον Ιούνιο του 1980, από την Ναντίν Φρεσκό, με το άρθρο της: «Η άρνηση των νεκρών. Θάλαμοι αερίων: τα καλά νέα. Πώς αναθεωρούμε την ιστορία». Τρεις μήνες αργότερα, δημοσιεύεται το πρώτο δοκίμιο του Βιντάλ – Νακέ «Ένας χάρτινος Άιχμαν» στο περιοδικό Esprit. Το 1981, θα ακολουθήσει στο ίδιο περιοδικό το δεύτερο του δοκίμιο με τίτλο «Για τον Φωρισσόν και τον Τσόμσκι». Την ίδια χρονιά, στις 15 Απριλίου θα δημοσιευθεί στη Le Monde το άρθρο του «Από την πλευρά των καταδιωγμένων». Από τις 29 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου 1982, στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS), πραγματοποιήθηκε ένα συμπόσιο με θέμα τη «Ναζιστική Γερμανία και τη Γενοκτονία των Εβραίων», υπό την προεδρία του Raymond Aron και François Furet. Επί τέσσερις ημέρες, Αμερικανοί, Ισραηλινοί, Γερμανοί και Γάλλοι ερευνητές όπως οι: Uwe Dietrich Adam, Yehuda Bauer, Randolph Braham, Christopher Browning, Roger Errera, Saul Friedländer, Amos Funkenstein, Raul Hilberg, Eberhard Jäckel, Claude Lefort, Michael Marrus, Ezra Mendelsohn, Robert Paxton, Léon Poliakov, Jean-Claude Pressac, René Rémond, Karl Schleunes, Zeev Sternhell, Rita Thalmann, Bela Vago, Pierre Vidal-Naquet, Georges Wellers, Shulamit Volkov, Bernard Wasserstein, κάνουν απολογισμό της κατάστασης των γνώσεών τους. Τα θεμέλια του ναζιστικού αντισημιτισμού, η γένεση και ανάπτυξη της Τελικής Λύσης, οι αντιδράσεις στην εξόντωση, η ιστοριογραφία του ζητήματος, ο «ρεβιζιονισμός», είναι ορισμένα από τα θέματα που συζητήθηκαν62.
Ανάμεσα στους εισηγητές ιστορικούς ήταν και ο Βιντάλ-Νακέ, που παρουσίασε τις: «Θέσεις για τον “Αναθεωρητισμό”». Αυτή του η εισήγηση δημοσιεύθηκε αρχικά στον τόμο «L’Allemagne nazie et le Génocide juif» με τα πρακτικά του συμποσίου, το 1982 και μετά από διορθώσεις και συμπληρώσεις θα ξαναδημοσιευθεί, το 1985. Οι τέσσερις παραπάνω εργασίες του Βιντάλ-Νακέ, ξαναδουλεμένες μαζί με ένα νέο δοκίμιο θα δημοσιευθούν το 1987, υπό τον τίτλο του πέμπτου δοκιμίου του: «Οι δολοφόνοι της μνήμης». Το βιβλίο-σταθμός της ιστοριογραφίας βοηθά τον αναγνώστη να καταλάβει πώς μια τέτοια εκτροπή, όπως η άρνηση της χιτλερικής γενοκτονίας, είδε το φως της μέρας και απέκτησε δημοσιότητα, παρά τα σαθρά «επιχειρήματα» των αρνητών.
Στο συμπόσιο της EHESS, το 1982, στην παρέμβασή του ο κορυφαίος ιστορικός Raul Hilberg θα πει: «…κατά κάποιο τρόπο, ο Φωρισσόν και άλλοι, άθελά τους, μας έκαναν μια υπηρεσία. Έθεσαν ερωτήματα που είχαν ως αποτέλεσμα την εμπλοκή ιστορικών σε νέες έρευνες. Έκαναν αναγκαία τη συλλογή περισσότερων πληροφοριών, την επανεξέταση των εγγράφων και την περαιτέρω κατανόηση του τι συνέβη»63.
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ειδικούς ερευνητές στο συμπόσιο βρίσκεται και ένας όχι ιστορικός, αλλά φαρμακοποιός στο επάγγελμα, ο οποίος ήταν μάλιστα τεχνικός συνεργάτης του Φωρισσόν για περίπου έξι μήνες, το 1980 – ο Jean-Claude Pressac (1944 – 2003).
Ο Πρεσσάκ, γιος έφεδρου αξιωματικού μεγάλωσε μέσα σε στρατιωτικό περιβάλλον. Μετά την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσής του στη στρατιωτικό σχολείο «École Militaire Enfantine Hériot» (EMEH) όπου εργάζονταν και οι γονείς του, συνέχισε στην δευτεροβάθμια στρατιωτική ακαδημία «Prytanée National Militaire» στην κοινότητα La Flèche. Μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια να περάσει στην «École Spéciale Militaire de Saint-Cyr», τελικά στράφηκε για σπουδές στη Φαρμακευτική64. Όμως το παθιασμένο ενδιαφέρον του για τα στρατιωτικά θέματα, την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, το πιο σημαντικό, την πραγματικότητα των στρατοπέδων εξόντωσης παράμεινε ανέπαφο από νεαρή ηλικία, τότε που για τα δέκατα όγδοα γενέθλια του, του δώρισαν το μυθιστόρημα «La mort est mon métier», του Robert Merle. Το βιβλίο βασίζεται στη ζωή του αντισυνταγματάρχη των SS Ρούντολφ Ες (Rudolf Höss, 1900-1947), του πρώτου διοικητή του συμπλέγματος στρατοπέδων συγκέντρωσης του Άουσβιτς, μέσα από στις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις μετά την σύλληψή του και τα αρχεία της δίκης του. Λίγο αργότερα θα διαβάσει και το μυθιστόρημα «Treblinka: la révolte d’un camp d’extermination» του Jean-François Steiner. Τα μέρη που αναφέρονταν στα μυθιστορήματα, ο Πρεσσάκ θέλησε να τα δει από κοντά. Έτσι το 1966, συνοδευόμενος από την συμφοιτήτρια και μέλλουσα σύζυγο του, επισκέφτηκε για πρώτη φορά στην Πολωνία τα στρατόπεδα εξόντωσης Τρεμπλίνκα II και Άουσβιτς-Μπίρκεναου65. Η έρευνα των εγκαταστάσεων της μαζικής δολοφονίας, στο Άουσβιτς- Μπίρκεναου γίνεται μια από τις εμμονές του. Το 1975 μάλιστα ξεκίνησε να γράφει, χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει, ένα μυθιστόρημα που περιέγραφε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα μετά από μια γερμανική νίκη στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματος διαδραματιζόταν σε αυτό το στρατόπεδο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές τις δεκαετίας του ’70, σύχναζε σε ακροδεξιούς κύκλους, ενώ το 1973, εντάχθηκε και στο Εθνικό Μέτωπο. Όπως ο ίδιος αναφέρει, σε μια ομιλία του Jean-Marie Le Pen, άκουσε τον πρόεδρο του Εθνικού Μετώπου να δηλώνει ότι δεν χρειάζεται διανοούμενους και αποφάσισε αμέσως να φύγει66. Για τις ανάγκες του μυθιστορήματος67, και αμφισβητώντας την ύπαρξη των κρεματορίων, τον Οκτώβριο του 1979, επισκέφθηκε για δεύτερη φορά το Άουσβιτς II68. Εκεί θα γνωριστεί με τον επιμελητή του μουσείου Tadeusz Iwaszko, ο οποίος μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό του παρέχουν βοήθεια, πεπεισμένοι για τις έντιμες προθέσεις του να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας του στρατοπέδου. Ο Πρεσσάκ μελετά τα αυθεντικά έγγραφα και τα σχεδιαγράμματα σχετικά με την κατασκευή των κρεματορίων και των θαλάμων αερίων. Όταν επιστρέφει στο Παρίσι μέσω του παλιού του συμμαθητή, Πιέρ Γκιγιόμ, γνωρίζεται με τον Φωρισσόν, που εν τω μεταξύ όπως είδαμε είχε γίνει διάσημος αρνητής. Ο Φωρισσόν ενθουσιάζεται με την δουλειά του Πρεσσάκ και μιας και αυτός ήταν persona non grata, στο μουσείο του Άουσβιτς II, του αναθέτει να επιστρέψει και να συγκεντρώσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το Άουσβιτς-Μπίρκεναου ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης και όχι εξόντωσης. Όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Πρεσσάκ η ουσιαστική συνεργασία του με τον Φωρισσόν διήρκησε από τον Μάρτιο του 1980, μέχρι τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Την περίοδο αυτή ο Πρεσσάκ θα επισκεφτεί το Άουσβιτς τρεις φορές (από 25 μέχρι 30 Αυγούστου 1980, από 4 μέχρι 17 Οκτωβρίου 1980 και από 11 μέχρι 21 Νοεμβρίου 1980)69. Ο Πρεσσάκ θα γράψει: «Ο Faurisson αναγκάστηκε να ποντάρει τα πάντα πάνω μου. Έπρεπε να διπλασιάσω τις προσπάθειές μου μελετώντας τα έγγραφα σχετικά με την κατασκευή του Κρεματόριου II με την ελπίδα να βρω στοιχεία ότι δεν είχαν εγκατασταθεί ποτέ θάλαμοι αερίων ανθρωποκτονίας σε αυτά τα κτίρια»70. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του όμως ήταν αντίθετα με τη θέση του Φωρισσόν. Ο τελευταίος αντιμετώπιζε αρκετές ποινικές διώξεις και τα πορίσματα του Πρεσσάκ δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως υπερασπιστικά όπλα. Τουναντίον μάλιστα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις τους να ψυχρανθούν. Οι δύο άνδρες θα συνεχίσουν να επικοινωνούν σποραδικά μέχρι τον Απρίλιο του 1981, οπότε και θα διακόψουν την οποιαδήποτε μεταξύ τους επαφή71.
Μέσω ενός πρώην κρατούμενου του Μόνοβιτς (Άουσβιτς ΙΙΙ), του Jacques Zylbermine, ο Ζαν-Κλοντ Πρεσσάκ την Άνοιξη του 1981, γνώρισε τον ιστορικό Ζωρζ Γουέλερς. Εκτοπισμένος στο Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ, ο Ζωρζ Γουέλερς αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στη μελέτη των εγγράφων που διασώθηκαν από την καταστροφή των αρχείων των στρατοπέδων και των υλικών ιχνών της εξόντωσης. Μέλος της διευθύνουσας επιτροπής του Κέντρου Σύγχρονης Εβραϊκής Τεκμηρίωσης, συγγραφέας τριών βιβλίων, «De Drancy à Auschwitz» (1945), «L’Étoile jaune à Heure de Vichy» (1973) και «La solution finale et la mythomanie néo-nazie», (1979) και πολυάριθμων εξειδικευμένων μελετών, ήταν ένας από τους καλύτερους για να απαντήσουν στα ζητήματα που έθεταν οι αρνητές: για την ύπαρξη των θαλάμων αερίων, ιδίως στο Άουσβιτς, για την αμφισβήτηση του αριθμού των θυμάτων στα στρατόπεδα εξόντωσης, κ.ά. Αυτό κάνει μέσα από το νέο του βιβλίο «Les chambres à gaz ont existé» που βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από τον Απρίλιο του 1981. Ο Γουέλερς όταν μαθαίνει από τον Πρεσσάκ, ότι έχει ερευνήσει και αυτός το ίδιο θέμα, ζητά από τον φαρμακοποιό ένα δείγμα της δουλειάς του. Εν τω μεταξύ ο Πρεσσάκ ενθουσιασμένος από το δοκίμιο του Βιντάλ-Νακέ «Ένας χάρτινος Άιχμαν» στο περιοδικό Esprit, έρχεται σε επαφή και με αυτόν τον επαγγελματία ιστορικό και στέλνει και σε αυτόν μια ογδοντασέλιδη παρουσίαση της δουλειάς του για το Άουσβιτς. Ο μεν Γουέλερς, αν και βρίσκει ενδιαφέρουσα την εργασία του Πρεσσάκ, διαφωνεί με το συμπέρασμά του, ότι η κατασκευή των διαφόρων κρεματορίων στο Άουσβιτς πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία εγκληματική πρόθεση, και ότι αυτή εμφανίστηκε στην πορεία, αργότερα. Ο δε Βιντάλ-Νακέ βρίσκει τα συμπεράσματα του Πρεσσάκ «έγκυρα, στέρεα και αντίθετα με τα συμπεράσματα του Φωρισσόν»72.
Ο συγγραφέας του «Χάρτινου Άιχμαν» θα καλέσει τον Πρεσσάκ να προετοιμάσει και παρουσιάσει τα συμπεράσματα της έρευνάς του στο συμπόσιο που διοργάνωνε η EHESS (29 Ιουνίου – 2 Ιουλίου, 1982). Μέσα Ιουνίου, ο Ζαν-Κλωντ Πρεσσάκ δεν ξέρει ακόμα μπροστά σε ποιον, ούτε πότε θα μιλήσει. Η παρέμβασή του, που δεν εμφανίζεται στο επίσημο πρόγραμμα του συμποσίου, προστίθεται τελευταία στιγμή. Το «ρεβιζιονιστικό» παρελθόν του Πρεσσάκ συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στους δισταγμούς των ιστορικών. Ο φαρμακοποιός εισήλθε στον ακαδημαϊκό χώρο, το απόγευμα της 30ης Ιουνίου 1982. Η ομιλία του διήρκεσε περίπου είκοσι λεπτά και επικεντρώθηκε στη «Μελέτη και υλοποίηση του Κρεματορίου 4 και 5 του Μπίρκεναου». Κατά τη διάρκεια αυτής, προβάλλει τριάντα έξι αδημοσίευτες διαφάνειες. Συμπερασματικά, ο Πρεσσάκ βεβαιώνει ότι «τα σχέδια και η πρόοδος των επιχειρήσεων αποδεικνύουν ότι τα Κρεματόρια 4 και 5 δεν προορίζονταν ως όργανα εξόντωσης, αλλά – ΜΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ – προσαρμόστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό.»73.
Ο Ζωρζ Γουέλερς αν και υποστηρίζει ότι τα κρεματόρια είχαν κατασκευαστεί εξ αρχής για να χρησιμοποιηθούν στην μαζική δολοφονία ανθρώπων, δίνει βήμα στον Πρεσσάκ να δημοσιεύσει τα συμπεράσματα της έρευνάς του, τον Σεπτέμβριο του 1982, στο περιοδικό στο οποίο ήταν διευθυντής – στο «Le Monde juif» – το περιοδικό του Κέντρου Σύγχρονης Εβραϊκής Τεκμηρίωσης (CDJC).
Τον επόμενο χρόνο ξεκινά η συνεργασία του Πρεσσάκ με τον Γάλλο ακτιβιστή και κυνηγό των Ναζί Serge Klarsfeld. Οι δυο τους και η Anne Freyer-Mauthner παρουσιάζουν και σχολιάζουν την γαλλική έκδοση του «Άλμπουμ του Άουσβιτς», ενώ τον Μάιο του 1985, για την τεσσαρακοστή επέτειο της ήττας του Χίτλερ, ο Πρεσσάκ παρουσιάζει μια σύντομη μελέτη σχετικά με τις ανθρωποκτονίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νατζβάιλερ-Στρούτχοφ (Natzweiler-Struthof), μελέτη που δημοσιεύτηκε στην αγγλική με τίτλο «Το Άλμπουμ του Στρούτχοφ» από το Ίδρυμα Klarsfeld74. Ο Σερζ Κλαρσφέλντ ενθαρρύνει τον Πρεσσάκ, να συγκεντρώσει όλα τα διαγράμματα, τα έγγραφα, το φωτογραφικό υλικό, που έχει βρει στα αρχεία του μουσείου του Άουσβιτς και να γράψει ένα βιβλίο για την τεχνική και τον τρόπο λειτουργίας των θαλάμων αερίων Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Για τον σκοπό αυτό, θέλοντας να συγκεντρώσει και άλλο αρχειακό υλικό, ο Πρεσσάκ συνεχίζει τις επισκέψεις του στο μουσείο του Άουσβιτς. Συνολικά όπως γράφει ο Κλαρσφέλντ «πάει στο Άουσβιτς, να εργαστεί στα αρχεία και να επιθεωρήσει τον χώρο, όσο συχνά ήταν απαραίτητο –συνολικά πάνω από τρεις μήνες σε περίπου δεκαπέντε επισκέψεις μεταξύ 1979 και 1987– προκειμένου να τεκμηριώσει πλήρως το θέμα του.»75.

Τελικά το 1989, χάρη στο Ίδρυμα Beate Klarsfeld, ο Πρεσσάκ δημοσίευσε στις ΗΠΑ την μελέτη του: «Auschwitz. Technique and operation of the gas chambers». Είναι ένα μακρόστενο βιβλίο 564 σελίδων, σε μεγάλη μορφή, έτσι ώστε τα σχέδια που εκτίθενται να μπορούν να διαβαστούν εύκολα. Κυκλοφόρησε σε μόλις 1 000 αντίτυπα, δεδομένου του υψηλού κόστους εκτύπωσης. Θέλοντας να απαντήσει στο «πως έγινε η εξόντωση» παρουσιάζει αναλυτικά την «τεχνική» ιστορία της κατασκευής και λειτουργίας των θαλάμων αερίων στο Άουσβιτς καταρρίπτοντας τις θέσεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Το βιβλίο, έγινε ένα έργο αναφοράς, που χαιρετίστηκε από πολλούς ιστορικούς, όπως τον διευθυντή του «Institut d’Histoire du Temps» François Bédarida, την Madeleine Rebérioux. Ακόμα κι αν κάνει κάποιες παρατηρήσεις, επί της ουσίας, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ θεωρεί «κεφάλαιο» το βιβλίο του Ζαν Κλωντ Πρεσσάκ και προτείνει στο συγγραφέα του να ετοιμάσει μια εκδοχή στη γαλλική διακοσίων σελίδων: «Σίγουρα θα υπάρχει ακόμα κάτι νέο να προσθέσετε, αλλά αυτό που κάνατε, ήσασταν ο μόνος που θα μπορούσατε, και σας συγχαίρω για αυτό.»76. Είναι γνωστό ότι τον Νοέμβριο του 1944, τα SS με εντολή του Χίμλερ, ανατίναξαν τα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων στα στρατόπεδα του Άουσβιτς, καθώς πλησίαζαν οι σοβιετικές δυνάμεις και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος των αρχείων. Παρέλειψαν όμως να κάψουν τα αρχεία της Διεύθυνσης Κατασκευών SS (SS Bauleitung), που ήταν υπεύθυνη για την κατασκευή και συντήρηση όλου του εξοπλισμού του στρατοπέδου, καθώς και για τις σχέσεις με εταιρείες και προμηθευτές. Συνολικά βρέθηκαν 130 000 έγγραφα και σχέδια σε 850 φακέλους. Από αυτά περίπου 80 000 έγγραφα και σχέδια, σε 600 φακέλου, μεταφέρθηκαν από τους Σοβιετικούς στη Μόσχα. Τα υπόλοιπα, που διατηρήθηκαν από τις πολωνικές αρχές και κατατέθηκαν στο μουσείο του Άουσβιτς, δεν είχαν σχεδόν αξιοποιηθεί μέχρι να τα αναδείξει ο Πρεσσάκ. Όμως το μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων, παρέμενε στα χέρια των Σοβιετικών ακόμη ανεκμετάλλευτο77. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, χάρη στην υποστήριξη από τον Σερζ Κλαρσφέλντ και την παρέμβαση του Roland Dumas, τότε υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, παραχωρείται στον Πρεσσάκ, ως κορυφαίου πλέον ειδικού στην έρευνα για τις τεχνικές εξόντωσης των Ναζί, να ερευνήσει πρώτος αυτό το πολύτιμο αρχείο. Θα περάσει δύο χρόνια μελετώντας προσκλήσεις για διαγωνισμούς εκτέλεσης έργων, αλληλογραφία ανάμεσα στη Διεύθυνσης Κατασκευών SS και τους εκτελεστές των έργων, προσφορές, μελέτες πολιτικών μηχανικών όπως του Kurt Prüfer, υπεύθυνου της εταιρεία «J.A. Topf & Söhne», που κατασκεύασε μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 1943, τα τέσσερα μεγάλα αποτεφρωτήρια του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, φωτογραφίες, έντυπα παραγγελιών και τιμολογίων για μεγάλες ποσότητες Zyklon-B, οικοδομικών υλικών, συστήματα εξαερισμού, ανελκυστήρες, αποτεφρωτήρες, εκθέσεις προόδου των εργασιών, πρωτόκολλα παράδοσης των έργων, κλπ.

Μέσα σε αυτό τον τεράστιο όγκο εγγράφων, ο Πρεσσάκ βρήκε στοιχεία για την οργάνωση της ανθρωποκτονίας. Εδώ ή εκεί, και συχνά σε σχέση με βασικά τεχνικά ερωτήματα, εμφανίζεται η αλήθεια: σε ένα σχέδιο, σε μια εκτίμηση ή σε μια επείγουσα επιστολή, ακριβείς ενδείξεις προδίδουν τις οδηγίες του απορρήτου πιστοποιώντας την ύπαρξη των θαλάμων αερίων.
Τα αποτελέσματα της νέας έρευνας του Πρεσσάκ θα αποτυπωθούν στο νέο του βιβλίο που θα εκδοθεί το 1993, αυτή την φορά στη Γαλλία, από τις εκδόσεις του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (CNRS) με τον τίτλο «Τα κρεματόρια του Άουσβιτς. Ο μηχανισμός μαζικής δολοφονίας» (Les Crématoires d’Auschwitz. La machinerie du meurtre de masse).
Το βιβλίο του Πρεσσάκ χαιρετίστηκε από τη συντριπτική πλειονότητα του Τύπου (L’Express, Le Monde, Le Nouvel Observateur, New York Times), ως μείζον γεγονός που απεδείκνυε τελεσίδικα την ύπαρξη των θαλάμων αερίων, άρα και την εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί.

Στο εξώφυλλο του εβδομαδιαίου περιοδικού «L’Express» (23 – 29 Σεπτεμβρίου 1993), δεσπόζει η γνωστή ασπρόμαυρη φωτογραφία από την είσοδο του Άουσβιτς II, με τίτλο: «Άουσβιτς, η αλήθεια» και δύο υπότιτλους: «Τι αποκαλύπτουν τα σοβιετικά αρχεία» και «Ένα αδημοσίευτο έγγραφο από το CNRS». Μέσα στο περιοδικό υπάρχει ένα δωδεκασέλιδο αφιέρωμα με τίτλο «Τα Κρεματόρια του Άουσβιτς. Ο μηχανισμός της μαζικής δολοφονίας», υπογεγραμμένο από τον Πρεσσάκ και δύο άρθρα από τους ιστορικούς Denis Peschanski και François Bédarida οι οποίοι εξηγούν τη σημασία του έργου78. Τρεις μέρες αργότερα, η «Le Monde» δημοσίευσε στη σελίδα «Κοινωνία» ένα μεγάλο άρθρο σε έξι στήλες με τίτλο «Τα σχέδια του θανάτου».

Στις 30 Σεπτεμβρίου, το περιοδικό Le Nouvel Observateur παρουσίασε με τη σειρά του μια εκτενή συνέντευξη που έγινε στο Άουσβιτς, όπου ο Πρεσσάκ είχε συμφωνήσει να επιστρέψει με τον δημοσιογράφο Claude Weill. Τίτλος της συνέντευξης: «Άουσβιτς: Διερεύνηση της μηχανικής του τρόμου. Με τον Ζαν–Κλωντ Πρεσσάκ στη σκηνή της γενοκτονίας». Εκτός της συνέντευξης του Πρεσσάκ, το περιοδικό ζήτησε και την γνώμη των Raul Hilberg, Pierre Vidal-Naquet και Claude Lanzmann, για το βιβλίο του79.
Στην ερώτηση του περιοδικού «Ποια, σύμφωνα με εσάς, είναι η συμβολή της έρευνας του Ζαν – Κλωντ Πρεσσάκ» ο κορυφαίος ιστορικός Ραούλ Χίλμπεργκ απαντά: «Είχε την αξία να μελετήσει ένα θέμα του οποίου τη σημασία δεν είχαμε συνειδητοποιήσει. Η ιστορία της κατασκευής του Άουσβιτς εγείρει ερωτήματα κρίσιμα για την κατανόηση της εξέλιξης της διαδικασίας της τελικής λύσης»80. Ο διάσημος Γάλλος ιστορικός – δημοσιογράφος – σκηνοθέτης Claude Lanzmann, δεν απαντά τόσο διπλωματικά. Σύμφωνα με τους Times, ο Λανζμάν «εξοργίστηκε με το βιβλίο». Στην εβδομαδιαία επιθεώρηση «Le Nouvel Observateur», έγραψε: «Το έργο του κ. Πρεσσάκ είναι επιζήμιο και χαρακτηρίζεται από την αλλόκοτη λογική των ανθρώπων… που αρνούνται [ότι έγινε] το Ολοκαύτωμα, εμμένοντας στις αποδείξεις, στα τεκμήρια, υποτιμώντας τις συναισθηματικές μαρτυρίες των ανθρώπων που επέζησαν απ’ το Ολοκαύτωμα, το βιβλίο νομιμοποιεί τα επιχειρήματα των Ρεβιζιονιστών, που γίνονται το σημείο αναφοράς για μελλοντικές αντιπαραθέσεις […] Προσωπικά, προτιμώ τα δάκρυα του κουρέα της Τρεμπλίνκα στο Shoah από ένα ντοκιμαντέρ του Πρεσσάκ για τους ανιχνευτές αερίων».
Όπως αναφέρει ο Ρόζενμπάουμ: «Θα περίμενε κανείς πως ο Κλάουντ Λανζμάν, ο οποίος μας παροτρύνει διαρκώς να βάλουμε παρωπίδες για όλα εκτός από το “Πώς”, την τεχνική του εγκλήματος, θα καλοδεχόταν την παρουσίαση αυτών των αποκαλυπτικών ντοκουμέντων, τα οποία αποκάλυπταν με ακρίβεια το “Πώς”.»81. Όταν ο Ρόζενμπάουμ, ρωτά τον Λανζμάν να του πει την γνώμη του για τα βιβλίο του Πρεσσάκ, ο σκηνοθέτης του αριστουργηματικού ντοκιμαντέρ «Shoah» θα του απαντήσει ως εξής: «Ο Πρεσσάκ είναι ένας πρώην Ρεβιζιονιστής. Έχει πεισθεί ότι οι θάλαμοι αερίων υπήρξαν στην πραγματικότητα. Δεν ανακάλυψε τίποτα το καινούριο. Απολύτως τίποτα. Άνοιξε την πόρτα του θαλάμου αερίων. Μα όλοι ήξεραν πως υπήρχαν οι θάλαμοι αερίων.»82.
Αυτό που ο Πρεσσάκ πεισματικά αρνείται να πάρει υπόψη του και σε αυτό το βιβλίο είναι οι μαρτυρίες των αυτόπτων μαρτύρων – οι αφηγήσεις των επιζώντων και οι ομολογίες των θυτών, καταδικάζοντας την μελέτη σε μια καθαρά τεχνική έκθεση του τρόπου εξόντωσης. Αυτή η αυστηρά τεχνική προσέγγιση θα επικριθεί και από τους Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, Georges Bensoussan, Pierre Pachet, Annette Wieviorka.
Ο Βιντάλ-Νακέ θα γράψει: «Το βιβλίο του, … σίγουρα δεν είναι ένα καλό βιβλίο ιστορίας. Ο Πρεσσάκ δεν δείχνει πραγματική κατανόηση ούτε για τα θύματα, ούτε ακόμη και για τους δήμιους […] Όταν ανακάλυψε, τα αρχεία του μουσείου […] καταπλακώθηκε από τα στοιχεία»83. Θα συμπληρώσει όμως και θα παραδεχτεί για τα αρχεία ότι: « Δυστυχώς, αυτό το διαθέσιμο σύνολο είχε παραμεληθεί από τους ιστορικούς πριν από αυτόν»84.
Το 1995, σε μια συνέντευξή του στη Βαλερί Ιγκουνέ, ο Πρεσσάκ θα δώσει τη δική του εξήγηση για την επιλογή του Βιντάλ-Νακέ να κρατήσει πλέον αποστάσεις από τον ίδιο: «Όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου, έλαβα μια συγχαρητήρια επιστολή από τον Βιντάλ-Νακέ στην οποία αναγνώριζε ότι ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι η τεχνική μου έρευνα θα μπορούσε να πετύχει και να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Τρεις μέρες αργότερα, έλαβα απ’ τον ίδιο μια επιστολή επίπληξης, γιατί είχα εξηγήσει σε έναν δημοσιογράφο της «Le Monde» πως ένας ερασιτέχνης, μπορούσε και έπρεπε, να ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί που προσέγγισαν το θέμα, βρέθηκαν μετά από μελέτη του φακέλου βασισμένου κυρίως σε μαρτυρίες και, ελλείψει των αγνώστων εγγράφων των SS ή τεχνικών, που θα είχαν ανακαλύψει στα αρχεία, μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή. Είτε να συνεχίσουν μεταβαίνοντας στην πλευρά των Φωρισσιανών και να θέσουν σε κίνδυνο την καριέρα τους, είτε να εγκαταλείψουν το θέμα για να διατηρήσουν τη θέση τους. Ο δημοσιογράφος συνόψισε αυτό που είπα ως ακαδημαϊκή «δειλία»,… μια λέξη που ισχύει απόλυτα για τη στάση των λεγόμενων «καθηγητών» σε αυτό το ευαίσθητο θέμα. Ο Βιντάλ-Νακέ μπορεί να συγκριθεί με έναν κούφιο ανεμοδείκτη που γυρίζει στον αέρα των δημοσιεύσεων και της επικαιρότητας, επειδή ο ίδιος δεν έχει αναλάβει βασική έρευνα για να υποστηρίξει τις επιβλητικές και ηθικολογικές δηλώσεις του.»85.
Η «Liberation» παρατηρεί ότι, αν «ο Ζαν Κλωντ Πρεσσάκ κλείσει έτσι τον φάκελο για την ύπαρξη των θαλάμων αερίων, κινδυνεύει να ανοίξει έναν άλλο. Διότι δουλεύοντας σχολαστικά σε αδημοσίευτα δεδομένα, διορθώνει κάποια επιτεύγματα της ιστορικής γνώσης»86.
Το πιο αδύναμο κομμάτι και το πιο αμφισβητήσιμο του βιβλίου του Πρεσσάκ βρίσκεται στο παράρτημα 2. Σε πέντε σελίδες, ο φαρμακοποιός προτείνει μια νέα καταγραφή του αριθμού των θυμάτων του Άουσβιτς II. Με τη δραστική αναθεώρηση προς τα κάτω όλων των μέχρι τότε αποδεκτών εκτιμήσεων, ιδίως των Ζωρζ Ουέλερς και Ραούλ Χίλμπεργκ, ο συγγραφέας εκτιμά ότι οι θάνατοι των Εβραίων ανέρχονται συνολικά σε 775 000 άτομα τους οποίους τελικά στρογγυλοποιεί σε 800 000. Από αυτούς υπολογίζει ότι στους θαλάμους αερίων θανατώθηκαν 630 000 Εβραίοι. Ο Ουέλερς υπολογίζει ότι στο Άουσβιτς II, εξοντώθηκαν 1 353 000 Εβραίοι, από τους οποίους η συντριπτική τους πλειοψηφία (97,8%), στους θαλάμους αερίων. Ο Χίλμπεργκ υπολογίζει αρχικά τον αριθμό αυτών που θανατώθηκαν στο Άουσβιτς γύρω στο 1 100 000 άτομα. Στην συνέντευξή του στο περιοδικό «Le Nouvel Observateur» το Σεπτέμβριο του 1993, μειώνει τον αριθμό: «Σύμφωνα με την εκτίμησή μου, τα εβραϊκά θύματα στο Άουσβιτς είναι της τάξης των 950 000, αν συνυπολογίσουμε όλες τις αιτίες θανάτου. Θα έλεγα ότι από αυτόν τον αριθμό, περίπου 850 000 σκοτώθηκαν στους θαλάμους αερίων. Αυτό φαίνεται για μένα το πλησιέστερο στην αλήθεια με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα σήμερα. Υπάρχουν αβεβαιότητες, ιδίως λόγω της περίπλοκης πορείας ορισμένων αποστολών. Έτσι, το 1944, ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων που απελάθηκαν από την Ουγγαρία μεταφέρθηκαν πρώτα στο Άουσβιτς και στη συνέχεια παραπέμφθηκαν σε άλλους προορισμούς. Πόσοι-? Ίσως 40.000, αλλά είναι πολύ είναι δύσκολο να δοθεί ακριβής αριθμός.»87.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1995, ο Πρεσσάκ θα πει στη Βαλερί Ιγκουνέ: «Προσπάθησα να προσδιορίσω τον αριθμό των θυμάτων των λεγόμενων στρατοπέδων εξόντωσης σε ρεαλιστικές βάσεις: την επιφάνεια του θαλάμου αερίων και τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να χωρέσουν σε αυτόν, τον χρόνο της αντίδρασης των αερίων, τον αριθμό των καθημερινών ρήψεων αερίων, τον αριθμό των ανθρώπων που φτάνουν ανά ημέρα, σύμφωνα με τις πραγματικές χωρητικότητες των αιθουσών κ.ά. Σε σύγκριση με τον Χίλμπεργκ, που δανείστηκε από τους Πολωνούς, εδώ είναι τα νούμερα που παίρνω. Κέλμνο: από 80 έως 85 000 αντί για 150 000. Μπέλζεκ: από 100 έως 150 000 αντί για 550 000. Σομπιμπόρ: από 30 έως 35 000 αντί για 200 000. Τρεμπλίνκα: από 200 έως 250 000 αντί για 750 000. Μαϊντάνεκ: λιγότερο από 100 000 αντί για 360 000. […] Ο συντελεστής συναισθηματικού πολλαπλασιαστή ποικίλλει από 2 έως 7 και είναι κατά μέσο όρο 4 έως 5. Αυτός ο μέσος όρος ισχύει τέλεια για το Άουσβιτς.[…] Στην περίπτωση αυτού του συγκροτήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης, ήδη από το 1945, τα SS αναγνώρισαν ότι είχαν χάσει κάθε ιδέα για τον αριθμό των θανάτων, επειδή ήταν πάρα πολλοί για να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό. Όσο για τους πρώην κρατούμενους, οι μνήμες τους είναι αποτέλεσμα φημών της εποχής που ενισχύονται από τη φαντασία τους. […] Μόνο οι ιστορικοί μπορούν να προσπαθήσουν να αποκτήσουν μια αξιόπιστη τάξη μεγέθους. Ο αριθμός των 4 000 000 θυμάτων, που καθορίστηκε μετά τον πόλεμο, μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Σοβιετικών και Πολωνών κομμουνιστών ηγετών, είναι προπαγάνδα και χωρίς ιστορική βάση. […] Η πολωνική κυβέρνηση απέρριψε τη μελέτη του Piper και επέβαλε, για πολιτικούς λόγους, ότι 1 500 000 άνθρωποι πέθαναν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου.»88.
Ο Πιερ Μιλζά (Pierre Milza, 1932 – 2018), υπογραμμίζει την ασάφεια των παρατηρήσεών του σχετικά με τις εκτιμήσεις του αριθμού των θυμάτων που έδιναν ως τότε οι καλύτεροι στον κόσμο ειδικοί της γενοκτονίας, πράγμα που εκμεταλλεύονται γρήγορα οι αρνητές: «Ήταν αρκετό αυτό για να επιδοθούν οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, με πρώτο τον Φωρισσόν, στο αγαπημένο τους παιχνίδι, συνάγοντας, από μιαν εν μέρει υπερεκτίμηση του αριθμού των θυμάτων, ότι υπήρξε “συμφωνημένο ψέμα” και ότι, συνεπώς, καθετί που απέβλεπε στο να καταστήσει πιστευτή τη θέση της εξόντωσης των Εβραίων, ήταν καθαρό και απλό παραμύθι.»89.
Η Βαλερί Ιγκουνέ ανακεφαλαιώνει: «Ο Ζαν-Κλοντ Πρεσσάκ κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία του αρνητισμού. Πρώην συνεργάτης του Ρομπέρ Φωρισσόν, θεωρείται σήμερα από πολλούς ως αυτός που απέδειξε επιστημονικά την ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Παρά ταύτα, η προσωπικότητά του και τα αποτελέσματα της έρευνάς του παραμένουν διφορούμενα και αποκαλύπτουν αυτό το παράδοξο: Ο Ζαν-Κλοντ Πρεσσάκ έχει γίνει ένα είδος τελάλη των δύο εμπλεκόμενων μερών, των ιστορικών και των αρνητών· κατάσταση που φανερώνει την ασάφεια της θέσης του. Διότι, εκτός από τον Ρομπέρ Φωρισσόν, οι δεσμοί του με αρνητές παραμένουν. Ο Πιέρ Γκιγιόμ αποφασίζει να διατηρήσει “αυστηρά ευγενικές σχέσεις με τον Ζαν-Κλοντ Πρεσσάκ, όπως με κάθε αντίπαλο που αποδέχεται τη νομιμότητα της συζήτησης, και αυτός [είναι] ο μόνος!”. Σύμφωνα με τον ιδρυτή του La Vieille Taupe, ο Ζαν-Κλοντ Πρεσσάκ “πέτυχε να εγχύσει το ρεβιζιονιστικό πρόβλημα στην καρδιά του εξοντωτικού ναού επειδή πίστευε ότι ήταν πραγματικά αντιρεβιζιονιστής!”. Και επειδή το πραγματικό του μίσος για τον Φωρισσόν πήρε τη θέση της αποδοχής. Είναι αρκετά τρομακτικό αλλά έτσι είναι.»90.
Με την σειρά της η Νικόλ Λαπιέρ (Nicole Lapierre, 1947 – ), κλείνοντας το άρθρο της με τίτλο «Το φαινόμενο Πρεσσάκ» γράφει: «Σήμερα, εκ των υστέρων, το φαινόμενο Pressac, είτε εκλαμβάνεται ως η έμμεση ευλογία από τους αρνητές ή ως όπλο για όσους τους πολεμούν, προφανώς έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει. Το έργο του παραμένει ως μια πρώτη ανακάλυψη σε μια πτυχή που μέχρι τότε παραμελήθηκε, την τεχνική διάσταση της υλοποίησης της γενοκτονίας, χωρίς να “φέρει την τελευταία λέξη για το θέμα”.»91.
Η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος στη Γαλλία
O Νόμος Γκεϊσσό (Gayssot)
Αυτό που έλειπε από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για να φιμωθεί ο Φωρισσόν και ο κάθε Φωρισσόν, ήταν η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Αυτό έγινε με την ψήφιση από την γαλλική Εθνοσυνέλευση του Νόμου αριθ. 90-615 της 13ης Ιουλίου 1990, πιο γνωστού ως ο «Νόμος Γκεϊσσό» (Gayssot), από το όνομα του κομμουνιστή βουλευτή Jean-Claude Gayssot (1944 – ), που ηγήθηκε του συντονισμού για την ψήφισή του, το 1990.
Ο νόμος ψηφίστηκε στον απόηχο της ανησυχίας για τον ρατσισμό, την αυξανόμενη πολιτική δύναμη του «Εθνικού Μετώπου» και τις προσπάθειες του Φωρισσόν να θέσει την άρνηση του Ολοκαυτώματος στο πολιτικό προσκήνιο.
Παρόλο που το Εθνικό Μέτωπο, τα πρώτα χρόνια από την ίδρυσή του (1972), ήταν περιθωριοποιημένο, από το 1984, όταν κατέκτησε το 11% στις ευρωεκλογές εκείνης της χρονιάς, χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος εκπρόσωπος του δεξιού εθνικισμού της Γαλλίας. Στο κύριο πολιτικό του πρόγραμμα εντάχθηκαν η προώθηση του θεσμού της οικογένειας μέσω της απαγόρευσης των αμβλώσεων, καθώς και η αντίσταση στις συνεχείς αλλαγές που επέφερε η παγκοσμιοποίηση, οι οποίες θεωρούνταν ότι έθεταν στο περιθώριο τον γηγενή πληθυσμό, υποβαθμίζοντας την εγχώρια οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, τάχθηκε κατά της πολυπολιτισμικότητας μέσω της εξάλειψης των μεταναστευτικών ροών και του κλεισίματος των εθνικών συνόρων. Για την προστασία -ποσοτικά τουλάχιστον- των αυτοχθόνων Γάλλων προκρίθηκε η αύξηση του αριθμού των γεννήσεων μέσω του περιορισμού διάθεσης προϊόντων αντισύλληψης στην εγχώρια αγορά. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στον σεβασμό των διακριτών ρόλων των δύο φύλων και στην τήρηση των οικογενειακών κανόνων. Διαφορετικές μορφές οικογενειακής δομής πέραν της παραδοσιακής -όπως οι μονογονεϊκές-, καθώς και η υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, θεωρούνταν κατακριτέες92. Ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen, 1928- ), αν και στις επίσημες ομιλίες και στα κείμενα του πρόσεχε να μην χρησιμοποιεί ρατσιστικό και αντισημιτικό λόγο, του άρεσε να χρησιμοποιεί υπαινιγμούς και ευφημισμούς. Για παράδειγμα σε μια συγκέντρωση του Εθνικού Μετώπου στο Μπουρζέ τον Οκτώβριο του 1985, δήλωσε στους οπαδούς του: «Αφιερώνω εξαιρετικά την υποδοχή που μου επιφυλάξατε στον Ζαν-Φρανσουά Καν, τον Ζαν Ντανιέλ, τον Ιβάν Λεβάι και τον Ελκαμπάς, σε όλους τους ψεύτες αυτής της χώρας». Όλοι οι παραπάνω δημοσιογράφοι-βεντέτες του Τύπου και της Ραδιοτηλεόρασης ήταν εβραϊκής καταγωγής93. Στην εκπομπή «Le grand jury» RTL/Le Monde της 13ης Σεπτεμβρίου 1987, ερωτηθείς σχετικά με τις θέσεις των «αναθεωρητών ιστορικών», ο Λεπέν απάντησε: «Αναρωτιέμαι. Δεν λέω ότι οι θάλαμοι αερίων δεν υπήρξαν. Δεν μπόρεσα να τους δω ο ίδιος, με τα μάτια μου. Δεν μελέτησα ιδιαίτερα το ζήτημα. Αλλά νομίζω ότι πρόκειται για μια λεπτομέρεια στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.»94. Χρησιμοποιώντας την λέξη «λεπτομέρεια», ο ακροδεξιός ηγέτης έκρινε καλό να δηλώσει πόσο λίγη σημασία έδινε σε αυτό το «επεισόδιο» του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πράγμα που σήμαινε, αν όχι ότι αρνιόταν απροκάλυπτα την ύπαρξη των θαλάμων αερίων, τουλάχιστον ότι θεωρούσε πως επρόκειτο για ένα ζήτημα «ξεπερασμένο», όπως άλλωστε και το ζήτημα του αριθμού των θυμάτων. Υπήρξαν, εξήγησε, εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια νεκροί («οι ιστορικοί το συζητούν»), Εβραίοι και άλλοι: πράγμα που συνεπαγόταν ότι θεωρούσε το φαινόμενο ένα συνηθισμένο έγκλημα πολέμου, και όχι ένα μείζον έγκλημα κατά της ανθρωπότητας95. Ο Λεπέν αναφερόμενος στην «λεπτομέρεια», απέβλεπε στον ίδιο σκοπό με εκείνο των μακροσκελών φιλιππικών του Ρασσινιέ ή του Φωρισσόν, με τη διαφορά ότι εκφερόταν μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές από έναν επιδέξιο ρήτορα. Το αποτέλεσμα, άλλωστε, είναι γνωστό. Μετά από μια σημαντική πτώση της δημοτικότητας του (7% των προθέσεων ψήφου έναντι 12% στην προηγούμενη δημοσκόπηση), ο Λεπέν κατέρριπτε, έξι μήνες αργότερα, όλα τα μέχρι τότε ρεκόρ της ψήφου υπέρ της άκρας δεξιάς, στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 1988, συγκεντρώνοντας πάνω από 4 300 000 ψήφους και ποσοστό 14,4%96.
Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι οι παρατηρήσεις του Λεπέν δεν έγιναν ιδιαίτερα δεκτές από τους ίδιους τους αρνητές. Ο Φωρισσόν απέρριψε τον χαρακτηρισμό του Λεπέν για τους θαλάμους αερίων ως λεπτομέρεια: «Χωρίς σύστημα καταστροφής δεν υπάρχει συστηματική καταστροφή. Χωρίς τους θαλάμους αερίων, δεν υπάρχει Εβραϊκό Ολοκαύτωμα. Επομένως, οι θάλαμοι αερίων δεν αποτελούν υποσημείωση»97. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο Φωρισσόν θεώρησε ότι η αναφορά του Λεπέν ήταν «θετική» επειδή έκανε ευρύτερα γνωστή τη θέση των αρνητών του Ολοκαυτώματος.
Η καθημερινή προβολή των θέσεων του Φωρισσόν και του Λεπέν στην κοινωνική και πολιτική ζωή, δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, στις οργανώσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και την εβραϊκή κοινότητα. Μέσα σε αυτό το κλίμα έγινε η συζήτηση στο διθάλαμο (Γερουσία και Εθνοσυνέλευση) Γαλλικό Κοινοβούλιο, του νομοσχεδίου για την «καταστολή κάθε ρατσιστικής, αντισημιτικής ή ξενοφοβικής πράξης». Αν και οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές ήθελαν συναίνεση για τη αντιρατσιστική και αντισημιτική νομοθεσία, η Δεξιά, η οποία είχε την πλειοψηφία στη Γερουσία, αντιτάχθηκε στο σχέδιο, καταγγέλλοντας τους πιθανούς περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης. Η Αριστερά διαπραγματεύτηκε τροπολογίες, αλλά ταυτόχρονα διακήρυξε ότι η Δεξιά είναι κατά του νομοσχεδίου, κυρίως επειδή ο ηγέτης του ΠΜ, Ζαν-Μαρί Λε Πεν είχε ταχθεί εναντίον του98. Σύμφωνα με τη Valérie Igounet, το Εθνικό Μέτωπο ήταν «το μόνο γαλλικό πολιτικό κόμμα που καταδίκασε ανοιχτά τον νόμο Γκεϊσσό και απαίτησε την κατάργησή του στα προγράμματά του»99.
Αν και η Γαλλική Γερουσία (Sénat) είχε προχωρήσει σε ψηφοφορίες απόρριψης στις 11, 29 και 30 Ιουνίου 1990, τελικά στις 13 Ιουλίου, στην ψηφοφορία στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση, σοσιαλιστές και κομμουνιστές που ήταν η πλειοψηφία, ψήφισαν υπέρ, θεσπίζοντας το Νόμο αριθ. 90-615 ή όπως είναι πιο γνωστός το «Νόμο Γκεϊσσό».
Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση για να πω ότι είναι κάπως εσφαλμένη αυτή η ονομασία. Το όνομα του Gayssot ήταν πράγματι στην κορυφή της λίστας των υπογραφόντων στο νομοσχέδιο του Κομμουνιστικού Κόμματος που αποτελούσε μέρος της τελικής νομοθεσίας. Ωστόσο, η πρόταση του ΓΚΚ δεν ήταν η μόνη βάση για τον νέο νόμο. Μερικά από τα πιο σημαντικά στοιχεία του νόμου του 1990 προέρχονται από νομοσχέδιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος του 1988, που υποβλήθηκε εκ νέου το 1989100. Μάλιστα το προτεινόμενο άρθρο με το οποίο ποινικοποιείται η άρνηση του Ολοκαυτώματος, δεν προήλθε από «σταλινικούς» κομμουνιστές (όπως υπονοείται από τη Δεξιά στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις), αλλά μάλλον από τους ίδιους τους κυβερνώντες σοσιαλιστές. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο των σοσιαλιστών του 1989 προσαρτήθηκε αθόρυβα σε αυτό των κομμουνιστών, όταν ο εισηγητής συνέταξε το επίσημο νομοσχέδιο για την Εθνοσυνέλευση το 1990101. Επιπλέον, ο Jean-Claude Gayssot δεν ήταν καν ο συντάκτης του νομοσχεδίου από την πλευρά των κομμουνιστών, μιας και αυτό είχε υποβληθεί στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο με την υπογραφή του συντρόφου του, Guy Ducolone102. Πριν το Νόμο οι αρνητές του Ολοκαυτώματος κατηγορούνταν ως προπαγανδιστές των Ναζί και απαντούσαν με αγωγές και μηνύσεις εναντίον των επικριτών τους. Έτσι στο δικαστήριο οι επικριτές έπρεπε να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους δηλαδή ότι το Ολοκαύτωμα υπήρξε πραγματικό γεγονός και ότι οι αρνητές ήταν παραχαράκτες της Ιστορίας. Από τότε που ξεκίνησε να ισχύει ο Νόμος Γκεϊσσό όμως, το δικαστήριο έκρινε μόνο κατά πόσο υπήρξε άρνηση του Ολοκαυτώματος ή όχι. Δε χρειαζόταν να μπει στην αντιπαράθεση κατά πόσο αυτό ήταν ή όχι γεγονός, μιας και ο νόμος ρητά τιμωρούσε όποιον το αρνούνταν.
Πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 9, (που αποτελεί συμπλήρωμα, ως άρθρο 24 (α), του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881 περί ελευθερίας του Τύπου) αναφέρει ότι όσοι αμφισβητούν (προφορικά, με γραπτό κείμενο, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες, εμβλήματα, πλακάτ, αφίσες, εικόνες ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο), την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 6 του Καταστατικού Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ο οποίος επισυνάφθηκε ως παράρτημα στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Απριλίου 1945, και τα οποία (εγκλήματα) διαπράχθηκαν είτε από τα μέλη οργάνωσης που κηρύχθηκε εγκληματική, είτε από άτομο που καταδικάστηκε για τέτοια εγκλήματα από γαλλικό ή διεθνές δικαστήριο, τιμωρούνται (με βάση το άρθρο 24, εδάφιο 6, του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, όπως τροποποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1990) με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους ή/και με χρηματική ποινή από 2 000 έως 300 000 FRF103.
Να θυμίσω ότι το άρθρο 6 του Καταστατικού Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, αναφέρεται στα Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στα οποία περιλαμβάνονταν ο φόνος, η εξόντωση, η υποδούλωση, η εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις κατά του αμάχου πληθυσμού πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου ή διωγμοί για λόγους θρησκευτικούς, φυλετικούς ή πολιτικούς, σε συνεκτέλεση ή συνδυασμό με κάποιο άλλο από τα εγκλήματα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Η υπόθεση Φωρισσόν
Οποιαδήποτε ελπίδα ότι ο Νόμος Γκεϊσσό θα εκφοβίσει τους αρνητές του Ολοκαυτώματος και επομένως θα καθιστούσε περιττές τις διώξεις, διαψεύστηκε όταν ο Ρομπέρ Φωρισσόν σε συνέντευξή του στο μηνιαίο ακροδεξιό περιοδικό Le Choc du Mois, στο τεύχος № 32 του Σεπτεμβρίου 1990 δήλωσε: «Δεν θα με κάνει κανείς να πω ότι δύο και δύο κάνει πέντε, ότι η γη είναι επίπεδη και ότι το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης είναι αλάθητο. Έχω εξαιρετικούς λόγους να μην πιστεύω στην πολιτική εξόντωσης των Εβραίων ή στους μαγικούς θαλάμους αερίων […] Δεν επιδιώκω να αποφύγω τον νέο νόμο, [….] Μακάρι το 100% των Γάλλων να αναγνωρίσει ότι ο μύθος των θαλάμων αερίων είναι ένα παραμύθι, που επικυρώθηκε το 1945–46 από τις νικηφόρες δυνάμεις της Νυρεμβέργης και επισημοποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1990, από τη σημερινή κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, με την έγκριση των αυλικών ιστορικών»104. Λίγο αργότερα η LICRA, και άλλες δέκα αντιρατσιστικές οργανώσεις ένωσαν τις δυνάμεις τους για να μηνύσουν τον Φωρισσόν και τον εκδότη του περιοδικού Patrice Boizeau, σύμφωνα με το Νόμο Γκεϊσσό.
Η δίωξη κατά του Ρομπέρ Φωρισσόν θα ήταν η πρώτη δοκιμασία του νέου νόμου. Υπήρχε μεγάλη προσμονή όταν η υπόθεση έφτασε στο 17ο τμήμα του ποινικού δικαστηρίου του Παρισιού, τον Μάρτιο του 1991. Αντίθετα, με τις προηγούμενες καταγγελίες, ο Νόμος Γκεϊσσό δεν απαιτούσε από τους ενάγοντες απόδειξη ότι συνέβη το Ολοκαύτωμα. Η πράξη του Φωρισσόν να αμφισβητήσει το Ολοκαύτωμα αποτελούσε το αδίκημα. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί ενάγοντες έπρεπε μόνο να αποδείξουν ότι ο Φωρισσόν αρνείται το Ολοκαύτωμα105. Επειδή ο Νόμος τιμωρούσε την «αμφισβήτηση της γενοκτονίας», δεν υπήρχε χώρος για αξιολόγηση ιστορικών στοιχείων. Ο Φωρισσόν, ωστόσο, δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του όπως είχε κάνει στις προηγούμενες δίκες του, υποστηρίζοντας ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μύθος. Εάν αυτή η στρατηγική δεν φαινόταν πιθανό να αποτρέψει μια καταδίκη, τουλάχιστον θα βοηθούσε τον Φωρισσόν να δημοσιοποιήσει την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Οι δικηγόροι των πολιτικών εναγόντων έφεραν έντονες αντιρρήσεις. Το να αφήσουν τον Φωρισσόν να μιλήσει για τους θαλάμους αερίων, για αυτούς ήταν σαν να τον αφήνουν «να διαπράξει ξανά, ζωντανά, το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται». Ο Eric Delcroix, δικηγόρος του Φωρισσόν, απάντησε ότι ένας κατηγορούμενος είχε ασυλία από τη δίωξη για δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης του. Οι δικηγόροι των πολιτικών εναγόντων απείλησαν να αποχωρήσουν από την αίθουσα του δικαστηρίου εάν ο δικαστής επέτρεπε στον Φωρισσόν να μιλήσει. Εναλλακτικά, πρότειναν στον δικαστή να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών, πρόταση που ο δικαστής απέρριψε, άφησε τον Φωρισσόν να καταθέσει και οι δικηγόροι των εναγόντων, πιστοί στο λόγο τους, αποχώρησαν. Στο βήμα του μάρτυρα ο Φωρισσόν δήλωσε: «Ασυλία ή όχι, λέω σήμερα ότι είπα χθες και ότι θα πω αύριο. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ψέμα της ιστορίας, μια αποτρόπαια συκοφαντία, μια αποτρόπαια δυσφήμιση»106. Δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Φωρισσόν προσπάθησε να καταχωρήσει τους σαράντα δύο τόμους της δίκης της Νυρεμβέργης στα πρακτικά, προκαλώντας τον δικαστή να βρει σε αυτούς τους τόμους την απόδειξη ότι υπήρχαν θάλαμοι αερίων. Όταν ένας επιζών του Ολοκαυτώματος είπε στο Φωρισσόν ότι ήταν μάρτυρας, εκείνος απάντησε: «Αν υπάρχει απόδειξη, ας μου την φέρουν»107.
Πώς θα μπορούσε ένα δικαστήριο να κρίνει την Ιστορία; Στις προηγούμενες δίκες του Φωρισσόν το δικαστήριο δήλωνε αναρμόδιο. Τώρα όμως για την Ιστορία έχει αποφανθεί το Κράτος με τον Νόμο Γκεϊσσό.
Το δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Απριλίου 1991, έκρινε ένοχους τους δύο κατηγορούμενους. Στον Φωρισσόν επέβαλε πρόστιμο 100 000 FRF, με αναστολή. Θα έπρεπε να πληρώσει αυτό το πρόστιμο εάν υποπέσει σε νέα παράβαση εντός πέντε ετών. Στον Patrice Boizeau, επιβλήθηκε πρόστιμο 30 000 FRF και αποζημίωση 20 000 FRF σε καθεμία από τις 11 ενάγουσες εβραϊκές ενώσεις. Το δικαστήριο διέταξε επίσης τη δημοσίευση της απόφασής του σε τέσσερις ημερήσιες εφημερίδες, (Le Monde, Le Figaro, Libération και Le Quotidien de Paris) με τιμή 15 000 FRF ανά δημοσίευση. Τα έξοδα δημοσίευσης επιβάρυναν τους εναγόμενους108. Φωρισσόν και Boizeau, όπως ήταν αναμενόμενο άσκησαν έφεση κατά της καταδίκης τους στο 11ο τμήμα του Εφετείου του Παρισιού. Το Εφετείο εξέτασε, μεταξύ άλλων, τα γεγονότα υπό το φως των άρθρων 6 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα είχε αξιολογήσει σωστά. Στις 9 Δεκεμβρίου 1992, το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη και επέβαλε πρόστιμο στους εκκαλούντες συνολικού ύψους 374 045,50 FRF. Ο Φωρισσόν αν και θα μπορούσε να ασκήσει έφεση στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ισχυρίστηκε, ότι δεν έχει τα 20 000 FRF για τις αμοιβές των δικηγόρων που θα απαιτούσε μια τέτοια έφεση, και ότι εν πάση περιπτώσει, δεδομένου του κλίματος στο οποίο διεξήχθη η δίκη σε πρώτο βαθμό και η έφεση, μια περαιτέρω έφεση στο ΑΔ θα ήταν μάταιο. Ο Φωρισσόν πίστευε ότι ακόμη και αν το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωνε τις αποφάσεις των κατώτερων βαθμίδων, αναμφίβολα θα διέταζε εκ νέου δίκη, η οποία θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με την αρχική δίκη του 1991. Ο Patrice Boizeau από την άλλη προσέφυγε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο στις 20 Δεκεμβρίου 1994, απέρριψε την έφεση του.
Τα επόμενα χρόνια ο Φωρισσόν συνέχισε απτόητος να κάνει δηλώσεις που τον έστελναν στο εδώλιο του κατηγορουμένου και σε νέες καταδικαστικές αποφάσεις, βάσει του Νόμου Γκεϊσσό.
Στις 27 Απριλίου 1998 καταδικάστηκε σε πρόστιμο 20 000 FRF για «αμφισβήτηση εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας» από το 17ο τμήμα του ποινικού δικαστηρίου του Παρισιού, επειδή αρνήθηκε την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος σε μια επιστολή που δημοσιεύτηκε στην ακροδεξιά εβδομαδιαία εφημερίδα Rivarol στις 12 Ιουλίου 1996.
Το Φεβρουάριο του 2005, στο ιρανικό τηλεοπτικό κανάλι Sahar-1 ο Φωρισσόν αμφισβήτησε και πάλι το Ολοκαύτωμα, ισχυριζόμενος ότι οι Ναζί αναζητούσαν μια «τελική εδαφική λύση στο εβραϊκό ζήτημα» που συνίστατο στην «εγκατάσταση των Εβραίων κάπου στον κόσμο ώστε να μην είναι πλέον παράσιτα» και ότι «δεν υπήρξε ποτέ πολιτική φυσικής εξόντωσης των Εβραίων». Όσον αφορά τα πτώματα που εμφανίζονται στις φωτογραφίες τα απέδωσε σε επιδημίες τύφου109. Θα ακολουθήσει μήνυση και αγωγή από τις αντιρατσιστικές οργανώσεις MRAP, LICRA και LDH. Ο Φωρισσόν στη δίκη παραδέχτηκε ότι τα σχόλια με τα οποία κατηγορήθηκε εξέφραζαν την ουσία των σκέψεών του, αλλά δήλωσε ότι δεν θυμάται αν είχε κάνει πραγματικά τα σχόλια και ότι δεν γνώριζε ότι τα σχόλια για τα οποία καταγγέλλονταν προορίζονταν να μεταδοθούν σε δορυφόρο τηλεοπτικό κανάλι που μπορεί να ληφθεί στη Γαλλία. Η απόφαση που εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006 τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή και πρόστιμο 7 500 ευρώ. Στις 4 Ιουλίου 2007, το 11ο τμήμα του Εφετείου του Παρισιού επιβεβαίωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ωστόσο, αύξησε το ποσό της ποινής στα 1 000 ευρώ, έναντι του συμβολικού ενός ευρώ που είχε επιδικαστεί πρωτοβάθμια, για καθεμία από τις τρεις ενάγουσες αντιρατσιστικές οργανώσεις110.
Πέρα από εναγόμενος και μηνυόμενος, ο Φωρισσόν υπήρξε πολλές φορές ενάγον και μηνυτής. Είδαμε παραπάνω την περίπτωση της αγωγής ενάντια στον Πολιακόφ. Άλλο παράδειγμα είναι το 2007, τότε που μήνυσε τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Robert Badinter, όταν ο τελευταίος, τον χαρακτήρισε «παραχαράκτη της ιστορίας» κατά τη διάρκεια εκπομπής στο Arte στις 11 Νοεμβρίου 2006. Στην ακροαματική διαδικασία, ο εισαγγελέας θεώρησε ότι η καταδικαστική απόφαση του Φωρισσόν το 1981, «συνιστά αδυσώπητο κατηγορητήριο που του έδωσε όλα τα χαρακτηριστικά του πλαστογράφου». Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική για τον κατηγορούμενο και επέβαλε στον Φωρισσόν να πληρώσει 5 000 ευρώ στον Badinter για δικαστικά έξοδα. Παρόμοια είναι και η περίπτωση το 2013, τότε που ο Φωρισσόν έκανε αγωγή κατά της εφημερίδας Le Monde και της δημοσιογράφου Ariane Chemin για δημόσια προσβολή όταν σε άρθρο της στις 20 Αυγούστου του 2012 τον ονόμασε «επαγγελματία ψεύτη», «παραποιητή» και «πλαστογράφο της Ιστορίας». Και εδώ η απόφαση του δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2014, ήταν αθωωτική. Τον Σεπτέμβριο του 2014, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το ίδιο άρθρο, συμπεριλήφθηκε σε βιβλίο που δημοσιεύτηκε με αφορμή την 70η επέτειο της εφημερίδας Le Monde, ο Φωρισσόν υπέβαλε μήνυση αυτή τη φορά για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της εφημερίδας και της αρθρογράφου Ariane Chemin. Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και πάλι ήταν αθωωτική.
Ο Νόμος Γκεϊσσό, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Οι πολέμιοι του Νόμου Γκεϊσσό ισχυρίζονταν ότι ήταν αντίθετος με την ελευθερία της έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι επομένως θα ήταν αντίθετος με πολλά διεθνή κείμενα που επικυρώθηκαν από τη Γαλλία, όπως με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, του ΟΗΕ, ή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Συμβουλίου της Ευρώπης. Παρακάτω θα δούμε τις υποθέσεις τριών καταδικασθέντων με βάση το Νόμο Γκεϊσσό του Robert Faurisson, του Pierre Marais και του Dieudonné M’Bala M’Bala. Την υπόθεση ενός τέταρτου, του Roger Garaudy, θα εξετάσουμε στο επόμενο μέρος του αφιερώματος. Ο πρώτος θα επικαλεσθεί το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και οι υπόλοιποι τρεις την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Φωρισσόν κατά Γαλλίας
Στις 2 Ιανουαρίου 1993, ο Φωρισσόν υπέβαλε καταγγελία111 στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (UNHRC), ισχυριζόμενος ότι ο Νόμος Γκεϊσσό του 1990, ο οποίος κατέστησε αδίκημα την αμφισβήτηση της ύπαρξης της κατηγορίας των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, περιόριζε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και άρα παραβίαζε το Πρώτο Προαιρετικό Πρωτόκολλο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου του ΔΣΑΠΔ:
«Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος στο Σύμφωνο, που γίνεται Συμβαλλόμενο Μέρος στο παρόν Πρωτόκολλο, αναγνωρίζει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να λαμβάνει και να εξετάζει αναφορές προερχόμενες από άτομα, που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης, εκ μέρους αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους, οποιουδήποτε από τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Σύμφωνο.»112.
Το άρθρο 19 του ΔΣΑΠΔ αναφέρει ότι:
«Άρθρο 19.- 1. Κανείς δεν πρέπει να υπόκειται σε διακριτική μεταχείριση και να παρενοχλείται για τις
απόψεις του.
2. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζήτησης, της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, γραπτά, σε έντυπα, σε κάθε μορφή τέχνης ή με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του.
3. Η άσκηση των δικαιωμάτων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, συνεπάγεται ειδικά καθήκοντα και ευθύνες. Μπορεί, επομένως, να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι όμως πρέπει να προβλέπονται με σαφήνεια από το νόμο και να είναι:
α. Για το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της υπόληψης των άλλων.
β. Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών.»113.
Στην υπόθεση Φωρισσόν κατά Γαλλίας στις 8 Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Παράγραφος 9.4 των διαπιστώσεών της αναφέρει: «Οποιοσδήποτε περιορισμός στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρέπει να προβλέπεται από το νόμο, πρέπει να καλύπτει έναν από τους στόχους που ορίζονται στην παράγραφο 3 (α) και (β) του άρθρου 19, και πρέπει να είναι απαραίτητα για την επίτευξη θεμιτού σκοπού.»114.
Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση, η Επιτροπή στην παράγραφο 9.5 των διαπιστώσεών της αναφέρει: «Ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του συγγραφέα προβλεπόταν πράγματι από το νόμο, δηλαδή τον νόμο της 13ης Ιουλίου 1990. Η πάγια νομολογία της Επιτροπής είναι ότι ο ίδιος ο περιοριστικός νόμος πρέπει να είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Συμφώνου.[…] η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι ο νόμος Γκεϊσσό, όπως διαβάστηκε, ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε στην υπόθεση του συγγραφέα από τα γαλλικά δικαστήρια, είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Συμφώνου.»115.
Σχετικά με την δεύτερη προϋπόθεση, η Επιτροπή στην παράγραφο 10 κάνει καταρχάς μια γενική διαπίστωση: «…είναι της άποψης ότι τα γεγονότα όπως διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή δεν αποκαλύπτουν παραβίαση από τη Γαλλία, του άρθρου 19 παράγραφος 3 του Συμφώνου.» Στην παράγραφο 9.6 πιο συγκεκριμένα παρατηρεί ότι εφόσον οι δηλώσεις του Φωρισσόν ήταν τέτοιες που «εγείρουν ή ενισχύουν αντισημιτικά συναισθήματα, ο περιορισμός εξυπηρετούσε τον σεβασμό της εβραϊκής κοινότητας να ζει απαλλαγμένη από το φόβο μιας ατμόσφαιρας αντισημιτισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του συγγραφέα ήταν επιτρεπτός σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3 (α), του Συμφώνου.»116.
Τέλος η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει εάν ήταν απαραίτητος ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του Φωρισσόν. «Η Επιτροπή σημείωσε το επιχείρημα του Κράτους που υποστήριξε ότι η εισαγωγή του Νόμου Γκεϊσσό είχε σκοπό να υπηρετήσει τον αγώνα κατά του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Σημείωσε επίσης τη δήλωση ενός μέλους της γαλλικής κυβέρνησης, του τότε υπουργού Δικαιοσύνης, που χαρακτήριζε την άρνηση της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος ως το κύριο όχημα για τον αντισημιτισμό.» Στην Επιτροπή δεν παρουσιάστηκαν αποδείξεις από τον Φωρισσόν «που να υπονομεύει την εγκυρότητα της θέσης του κράτους μέλους ως προς την αναγκαιότητα του περιορισμού» για τον λόγο αυτό: «η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του κ. Faurisson ήταν απαραίτητος κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 3.»117.
Τελικά η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε τον ισχυρισμό του Φωρισσόν ότι η δίωξη εναντίον του αποτελούσε παραβίαση του Πρώτου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ενώ χαρακτήρισε τον Νόμο Γκεϊσσό ως απαραίτητο για την αντιμετώπιση πιθανής αντισημιτικής δράσης.
Marais κατά Γαλλίας
Ο Pierre Marais, το Σεπτέμβριο του 1992 δημοσίευσε ένα τρισέλιδο άρθρο στο 40ο τεύχος του περιοδικού «Revision» με τίτλο «Οι θανατηφόροι θάλαμοι αερίων στο Struthof-Natzweiler, μια ειδική περίπτωση». Στο κείμενο αυτό ο Marais αμφισβητούσε τη λειτουργία και ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του με βάση το Νόμο Γκεϊσσό και στις 10 Ιουνίου του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο πρόστιμο ύψους 10 χιλιάδων FRF και αποζημίωση στις αντιρατσιστικές οργανώσεις LICRA και MRAP που ήταν διάδικοι στη δίκη. Ο Pierre Marais έκανε έφεση η οποία απορρίφθηκε. Είχε την δυνατότητα να προσφύγει και στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, πράγμα που έκανε, αλλά και πάλι στις 7 Νοεμβρίου 1995, το Δικαστήριο, απέρριψε την προσφυγή του. Η υπόθεση έφτασε τελικά μέχρι και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΑΔ) του Συμβουλίου της Ευρώπης118. Εκείνη την περίοδο δεν προβλεπόταν ακόμη ατομική προσφυγή πολίτη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αλλά η προσφυγή έπρεπε να περάσει από την ΕΕΑΔ και αν αυτή την έκρινε βάσιμη τότε την εισήγαγε η ίδια στο Δικαστήριο εκ μέρους του πολίτη που προσέφυγε σε αυτή. Ο Pierre Marais119 στρεφόταν κατά του Γαλλικού νόμου με κύριο επιχείρημα ότι του στερούσε την ελευθερία του λόγου και ότι αυτός ο περιορισμός του Γαλλικού νόμου ήταν αντίθετος και με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ για την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Η παρ. 1 του άρθρου 10 αναφέρει:
«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων…»120.
Η ΕΕΑΔ στις 24 Ιουνίου 1996, απέρριψε την προσφυγή του Marais λέγοντας ότι ο Γαλλικός νόμος αποτελεί δικαιολογημένο και αναγκαίο περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και είναι σύμφωνος και με τις εξαιρέσεις που προβλέπει η ίδια η ΕΣΔΑ για την ελευθερία του λόγου στο άρθρο 10 «Ελευθερία έκφρασης», παρ. 2:
«Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»121.
Η Επιτροπή λοιπόν αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός της έκφρασης στην περίπτωση της άρνησης του Ολοκαυτώματος προβλέπεται από το Νόμο Γκεϊσσό και αποτελεί μέτρο για τη δημόσια τάξη και πρόληψη του εγκλήματος, προστατεύοντας την υπόληψη αλλά και τα δικαιώματα τρίτων. Και είναι περιορισμός που κρίνεται αναγκαίος προκειμένου να διασφαλίζεται ειρηνική συνύπαρξη στη γαλλική κοινωνία και ότι η Γαλλία όπως και όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν το περιθώριο να κρίνουν κατά πόσο υπάρχει κάποια κοινωνική ανάγκη που επιβάλλει τέτοιους περιορισμούς. Επιπλέον η Επιτροπή απάντησε και στον ισχυρισμό του Marais ότι το κείμενο του αποτελούσε ένα επιστημονικό άρθρο. Σύμφωνα λοιπόν και με τα οριζόμενα στην ΕΣΔΑ δεν υπάρχει καμιά ελευθερία που να είναι απόλυτη. Και οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης όπως περιγράφονται παραπάνω δεν κάνουν κάποια ειδική μνεία ότι δεν εφαρμόζονται και στα επιστημονικά κείμενα122. Τέλος η ΕΕΑΔ επισήμανε ότι το άρθρο 17 «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος» της ΕΣΔΑ αναφέρει ρητά ότι:
«Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι’ έν Κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση Συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων μεγαλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει.»123. Έτσι λοιπόν η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι ή όχημα προκειμένου να προσβληθούν άλλα δικαιώματα ή ελευθερίες τρίτων.
M’Bala M’Bala κατά Γαλλίας
Στις 26 Δεκεμβρίου 2008, ο κωμικός ηθοποιός Dieudonné M’Bala M’Bala ανέβασε μια παράσταση στην αίθουσα «Zénith» στο Παρίσι, με τίτλο «Ήμουν ένα άτακτο αγόρι». Στο τέλος της παράστασης ο M’Bala M’Bala προσκάλεσε τον φίλο του Ρομπέρ Φωρισσόν που βρισκόταν στο κοινό, να ανέβει στη σκηνή μαζί του για να λάβει «το βραβείο αντιπάθειας και αυθάδειας». Το βραβείο αυτό, το οποίο είχε την μορφή ενός κηροπηγίου τριών θέσεων (το κηροπήγιο των επτά θέσεων είναι έμβλημα της εβραϊκής θρησκείας) στις οποίες ήταν τοποθετημένα τρία μήλα, του απέμεινε ένας ηθοποιός που φορούσε ριγέ πιτζάμα πάνω στην οποία ήταν ραμμένο ένα κίτρινο αστέρι με τη λέξη «Εβραίος» – ενδυμασία γνωστή ως «ένδυμα φωτός» -, υποδυόμενος έτσι τον ρόλο ενός Εβραίου κρατούμενου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το περιστατικό καταγράφηκε από την αστυνομία. Στις 29 Δεκεμβρίου 2008 ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα. Στις 27 Μαρτίου 2009, ξεκινά η δίκη του Dieudonné M’Bala M’Bala με την κατηγορία της δημόσια προσβολής που απευθύνεται σε άτομο ή ομάδα ατόμων λόγω της καταγωγής τους ή ότι ανήκουν ή δεν ανήκουν σε μια δεδομένη εθνική κοινότητα, έθνος, φυλή ή θρησκεία, ειδικά στην περίπτωση αυτή άτομα εβραϊκής καταγωγής ή πίστης, με έναν από τους τρόπους που προβλέπεται στο άρθρο 23 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881 περί ελευθερίας του Τύπου. Στις 27 Οκτωβρίου 2009 το δικαστήριο του Παρισιού έκρινε ένοχο τον Dieudonné M’Bala M’Bala και τον καταδίκασε σε πρόστιμο 10 000 ευρώ, επιδικάζοντας ένα συμβολικό ευρώ ως αποζημίωση σε κάθε πολιτικό διάδικο. Οι δικαστές θεώρησαν, ειδικότερα, ότι ο Dieudonné M’Bala M’Bala δεν θα μπορούσε να αγνοεί το γεγονός ότι ο Ρομπέρ Φωρισσόν ήταν ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της άρνησης του Ολοκαυτώματος και ότι τα προσβλητικά σχόλια θα ήταν τόσο προσβλητικά όσο και περιφρονητικά προς πρόσωπα εβραϊκής καταγωγής ή πίστης. Παρατήρησαν επίσης ότι ο Dieudonné M’Bala M’Bala δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από το πρόσχημα της κωμωδίας, γιατί παρόλο που η σάτιρα – ακόμη και εσκεμμένα προκλητική ή χυδαία – εμπίπτει σαφώς, σε μια δημοκρατική κοινωνία, στην ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας, που αφορούσε την επικοινωνία ιδεών και απόψεων, το δικαίωμα στο χιούμορ είχε ωστόσο ορισμένα όρια, και σε ιδιαίτερα αυτό του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με τους δικαστές, τα επιτρεπτά όρια του δικαιώματος στο χιούμορ είχαν ξεπεραστεί σε υπερβολικό βαθμό. Ο Dieudonné M’Bala M’Bala, άσκησε έφεση κατά της απόφασης, όμως στις 17 Μαρτίου 2011, το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την απόφαση ως προς την ενοχή του. Θα ακολουθήσει στις 16 Οκτωβρίου 2012 το Ακυρωτικό Δικαστήριο το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή του.
Ο Dieudonné M’Bala M’Bala στις 10 Απριλίου 2013 θα καταθέσει προσφυγή κατά του γαλλικού κράτους (αριθ. 25239/13) στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στις 20 Οκτωβρίου 2015 το ΕΔΔΑ έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 17 (απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ο Dieudonné M’Bala M’Bala, δεν είχε δικαίωμα στην προστασία του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης). Ως εκ τούτου, η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί ως ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3 (α) και παρ. 4 (προϋποθέσεις παραδεκτού)124.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ειδικότερα ότι, κατά τη διάρκεια της επίμαχης σκηνής, η παράσταση δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως ψυχαγωγικό θέαμα, αλλά ως πολιτική συνάντηση η οποία, υπό την κάλυψη της χιουμοριστικής παράστασης, επιδοκίμαζε την άρνηση των εγκλημάτων μέσω της κεντρικής θέσης που δόθηκε στην επέμβαση του Ρομπέρ Φωρισσόν και της ταπεινωτικής απεικόνισης των Εβραίων θυμάτων των απελάσεων έναντι εκείνου ο οποίος αρνιόταν της εξόντωσή τους. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν επρόκειτο για ένα θέαμα το οποίο, έστω και με σατιρικό ή προκλητικό χαρακτήρα, ενέπιπτε στο πεδίο προστασίας του Άρθρου 10 της Σύμβασης, αλλά στην πραγματικότητα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, επρόκειτο για επίδειξη μίσους και αντισημιτισμού καθώς και για αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος. Υπό το πρόσχημα της καλλιτεχνικής παραγωγής, ήταν τόσο επικίνδυνη όσο μια μετωπική και σφοδρή επίθεση και εξέφραζε μια ιδεολογία η οποία αντίκειται στις αξίες της Σύμβασης. Επομένως το Δικαστήριο θεώρησε εν προκειμένω ότι ο προσφεύγων επιχείρησε να εκτρέψει το Άρθρο 10 από τον πραγματικό του ρόλο, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα του στην ελευθερία έκφρασης για σκοπούς οι οποίοι ήταν αντίθετοι με το γράμμα και το πνεύμα της Σύμβασης, σκοποί οι οποίοι, εάν γίνονταν δεκτοί, θα συντελούσαν στην προσβολή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται η Σύμβαση125.
Οι υπόλοιποι Νόμοι Μνήμης της Γαλλίας
Ο νόμος του 1990 που ποινικοποιήσε την άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν ήταν παρά μόνο η αρχή της κρατικής παρέμβασης στον τομέα της ιστορικής έρευνας, η αρχή μιας επίσημης εκδοχής της ιστορίας. Θα ακολουθήσουν άλλοι τρεις Νόμοι της Μνήμης στη Γαλλία:
- «Νόμος αριθ. 2001-70 της 29ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915».
- «Νόμος αριθ. 2001-434 της 21ης Μαΐου 2001 σχετικά με την αναγνώριση της εμπορίας ανθρώπων και της δουλείας ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», γνωστός και ως «Νόμος Taubira», από το όνομα της εισηγήτριας του νόμου.
- «Νόμος αριθ. 2005-158 της 23ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με την αναγνώριση από το έθνος και την εθνική συμβολή υπέρ των επαναπατρισμένων Γάλλων», γνωστός και ως «Νόμος Hamlaoui Mekachera», από το όνομα του τέως υπουργού της Γαλλίας με αρμοδιότητα τους βετεράνους του γαλλικού στρατού.
Το 2005, ο νόμος Τaubira τέθηκε στο επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων, με αφορμή την υπόθεση του ιστορικού Ολιβιέ Πετρέ-Γκρενουγιό (Olivier Pétré-Grenouilleau, 1962 – ). Ο Πετρέ-Γκρενουγιό είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Lorient, μέλος του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Γαλλίας και συγγραφέας του βραβευμένου από τη Γαλλική Γερουσία και τη Γαλλική Ακαδημία, αλλά και τιμημένου με το βραβείο Chateaubriand για το βιβλίου του για το διεθνές δουλεμπόριο «Les traites négrieres. Essai d’histoire globale». Ο καθηγητής, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Le Journal du Dimanche» στις 12 Ιουνίου 2005, ασκούσε κριτική στον νόμο Τaubira και αναφερόμενος στο δουλεμπόριο υποστήριξε ότι, εκτός από το δυτικό εμπόριο των Μαύρων, υπήρχε και αυτό των Αράβων πάνω στους Μαύρους, όπως και το δουλεμπόριο που έκαναν οι Μαύροι πάνω σε άλλους Μαύρους. Δήλωσε επίσης ότι τα δουλεμπόρια δεν ήταν γενοκτονίες και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με το Ολοκαύτωμα.
Σε απάντηση, η κοινότητα μνήμης Αντιλλών, Γουιάνας και Ρεϋνιόν (Collectif DOM) δια του προέδρου της επιχειρηματία Patrick Karam, εγκαλούσε τον ιστορικό με βάση τους νόμους Gayssot και Τaubira για ρατσισμό και «απολογητισμό» εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας και αξίωνε την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο. Η δίωξη προκάλεσε σάλο στους κύκλους των ιστορικών, γενικότερα της διανόησης από τον κίνδυνο που διαγραφόταν στον ορίζοντα να αποφασίζουν για την ιστορική αλήθεια, τα δικαστήρια. Με πρωτοβουλία 19 επιφανών Γάλλων ιστορικών με επικεφαλής τους ακαδημαϊκούς Ρενέ Ρεμόντ (René Rémond, 1918 – 2007) και Πιέρ Νορά (Pierre Nora, 1931- ) ιδρύεται η συλλογικότητα «Ελευθερία για την ιστορία». Στην ιδρυτική τους διακήρυξη με τον ομώνυμο τίτλο, που δημοσιεύτηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2005, στη Liberation τονίζουν:
«Κινούμενοι από τις ολοένα και συχνότερες πολιτικές παρεμβάσεις στην εκτίμηση των γεγονότων του παρελθόντος και από νομικές διαδικασίες που επηρεάζουν ιστορικούς και στοχαστές, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε τις ακόλουθες αρχές:
- Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται τα δόγματα, δεν σέβεται καμία απαγόρευση, δεν παραδέχεται ταμπού. Μπορεί να είναι και ενοχλητικός.
- Η Ιστορία δεν είναι η ηθική. Ο ρόλος του ιστορικού δεν είναι να εξυμνεί ή να καταδικάζει, αλλά να εξηγεί.
- Η Ιστορία δεν είναι σκλάβα της επικαιρότητας. Ο ιστορικός δεν τοποθετεί σύγχρονα ιδεολογικά σχήματα στο παρελθόν και δεν εισάγει τη σημερινή ευαισθησία στα γεγονότα του παρελθόντος.
- Η Ιστορία δεν είναι η μνήμη. Ο ιστορικός, με βάση την επιστημονική διεργασία, συγκεντρώνει τις αναμνήσεις των ανθρώπων, τις συγκρίνει μεταξύ τους, τις αντιπαραβάλλει στα ντοκουμέντα, στα αντικείμενα, στα ίχνη και αποκαθιστά τα γεγονότα. Η Ιστορία λαμβάνει υπόψη της τη μνήμη, αλλά δεν περιορίζεται σ΄ αυτήν.
- Η Ιστορία δεν είναι αντικείμενο του δικαστηρίου. Σε ένα ελεύθερο κράτος δεν είναι στην αρμοδιότητα ούτε του κοινοβουλίου ούτε της δικαστικής εξουσίας να ορίζει την ιστορική αλήθεια. Η πολιτική του κράτους, ακόμη και αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, δεν είναι η πολιτική της Ιστορίας.
Jean-Pierre Azéma, Elisabeth Badinter, Jean-Jacques Becker, Françoise Chandernagor, Alain Decaux, Marc Ferro, Jacques Julliard, Jean Leclant, Pierre Milza, Pierre Nora, Mona Ozouf, Jean-Claude Perrot, Antoine Prost, René Rémond, Maurice Vaïsse, Jean-Pierre Vernant, Paul Veyne, Pierre Vidal-Naquet et Michel Winock»126.
Τη διακήρυξη της «Ελευθερίας για την Ιστορία» των 19, την υπέγραψαν άλλοι 550 ιστορικοί. Άλλα υπήρξαν και ορισμένοι που διαφώνησαν. Μάλιστα τριάντα μία προσωπικότητες127 συμπεριλαμβανομένων συγγραφέων, νομικών και ιστορικών, όπως των Serge Klarsfeld, Claude Lanzmann, Yves Ternon, στις 20 Δεκεμβρίου 2005, υπέγραψαν μια ανοιχτή επιστολή με τίτλο: «Ας μην τα ανακατεύουμε όλα» στην οποία διατύπωσαν τη διαφωνία τους σε πολλά σημεία της διακήρυξη. Μεταξύ άλλων στην επιστολή αναφέρουν:
«…Αυτοί οι τρεις νόμοι (Νόμος Gayssot, Νόμος αριθ. 2001-70 της 29ης Ιανουαρίου 2001 και ο Νόμος Taubira) δεν περιορίζουν σε καμία περίπτωση την ελευθερία της έρευνας και της έκφρασης. Ποιον ιστορικό εμπόδισε ποτέ ο Νόμος Gayssot να ασχοληθεί και να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα; Δηλωτικά, ο νόμος της 29ης Ιανουαρίου 2001 δεν λέει την ιστορία. Αναγνωρίζει ένα γεγονός που διαπιστώθηκε από τους ιστορικούς – τη γενοκτονία των Αρμενίων – και αντιτίθεται δημόσια στην ισχυρή, διεστραμμένη και εκλεπτυσμένη κρατική άρνηση. Όσον αφορά τον νόμο Taubira, απλώς αναγνωρίζει ότι η δουλεία και το δουλεμπόριο συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που τα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αναλόγως.
Ο νομοθέτης δεν έχει παρέμβει στο πεδίο έρευνας του ιστορικού. Το χρησιμοποίησε για να περιορίσει τις αρνήσεις που σχετίζονται με αυτά τα πολύ συγκεκριμένα ιστορικά θέματα, τα οποία έχουν εγκληματική διάσταση και τα οποία ως τέτοια αποτελούν αντικείμενο πολιτικών απόπειρων διασταύρωσης. Αυτοί οι ψηφισμένοι νόμοι δεν εγκρίνουν απόψεις, αλλά αναγνωρίζουν και κατονομάζουν εγκλήματα που, όπως ο ρατσισμός, η δυσφήμιση ή η διάδοση ψευδών πληροφοριών, απειλούν τη δημόσια τάξη.
Είναι ο ιστορικός ο μόνος πολίτης υπεράνω του νόμου; Θα είχε έναν τίτλο που του επιτρέπει να παραβιάζει επιπόλαια τους κοινούς κανόνες της κοινωνίας μας; Δεν είναι αυτό το πνεύμα της Δημοκρατίας όπου, όπως μας υπενθυμίζει το άρθρο 11 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, “κάθε πολίτης μπορεί να μιλήσει, να γράψει, να εκτυπώσει ελεύθερα, εκτός από το να απαντήσει για την κατάχρηση αυτής της ελευθερίας στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος”»128.
Τελικά κάτω από το βάρος της γενικής κατακραυγής η Collectif DOM απέσυρε την μήνυση. Το κείμενο της ανάκλησης της μήνυσης εναντίον του Genouilleau έχει ως εξής: «Από τον Δεκέμβριο του 2005 […] η αρνητική εντύπωση που προκλήθηκε μεταξύ των πολιτικών, η εχθρότητα των ΜΜΕ της Γαλλίας καθώς και της γαλλικής διανόησης (διαβήματα διαμαρτυρίας 19 επιφανών και 550 άλλων ιστορικών) δεν μας επιτρέπουν να φέρουμε σε πέρας τη δικαστική διαδικασία. Η Collectif DOM δεν μπορεί να βρίσκεται σε ανοιχτή διαμάχη με όλη τη διανόηση και όσους ελέγχουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων ούτε να διατρέχει τον κίνδυνο να απολέσει την αξιοπιστία της και να δει να δημιουργείται ρήγμα μεταξύ των Γάλλων που προέρχονται από την ίδια τη Γαλλία και όσων κατάγονται από τις αποικίες»129.
Το 2005 και ο «Νόμος Hamlaoui Mekachera» προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες γιατί στο άρθρο 4 προέβλεπε ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα έπρεπε να διδάσκουν τον «θετικό ρόλο» της γαλλικής παρουσίας στις αποικίες. Μέσα από τις δημόσιες διεργασίες ενάντια στον συγκεκριμένο νόμο στις 17 Ιουνίου 2005 ιδρύθηκε η «Επιτροπή επαγρύπνησης για τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας», από τον Ζεράρ Νουαριέλ (Gérard Noiriel, 1950- ), την Μισέλ Ριό Σαρσέ (Michèle Riot-Sarcey, 1943- ) και άλλους νεότερους ιστορικούς. Στο Μανιφέστο της Επιτροπής γράφει:
«Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος μας δεν είναι να κυβερνάμε τη μνήμη. Δεν βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ειδικούς που κατέχουν την Αλήθεια για το παρελθόν. Στόχος μας είναι απλώς να διασφαλίσουμε ότι η γνώση και οι ερωτήσεις που παράγουμε είναι διαθέσιμες σε όλους. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει ένας ευρύς προβληματισμός σχετικά με τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας και να προταθούν λύσεις που θα καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματικότερη αντίσταση στις προσπάθειες εργαλειοποίησης του παρελθόντος.»130. Τα μέλη της Επιτροπής επιδιώκουν τη δημιουργία ενός «συλλογικού διανοούμενου» με συνεχείς παρεμβάσεις στον δημόσιο λόγο, στα σχολικά προγράμματα και στον τύπο. Η Επιτροπή, όπως ανέφερε ο πρώτος πρόεδρός της Ζεράρ Νουαριέλ, όμως δεν συμφωνεί με τη γενική απαγόρευση των «μνημονικών νόμων», όπως ήθελαν οι συνάδελφοί τους από την «Ελευθερία για την ιστορία»:
«Η επιτροπή μας, ζήτησε την απόσυρση του νόμου της 23ης Φεβρουαρίου 2005, γιατί απεικόνιζε μια άμεση εισβολή πολιτικής εξουσίας στη διδασκαλία της ιστορίας, κάτι που δεν συνέβαινε με τους προηγούμενους μνημονικούς νόμους.»131. Και θα γίνει πιο συγκεκριμένος παρακάτω λέγοντας:
«Ο λόγος που εναντιωθήκαμε στον νόμο της 23ης Φεβρουαρίου 2005 είναι γιατί το άρθρο 4 αμφισβητούσε την αυτονομία του επαγγέλματός μας. Αυτό το άρθρο έλεγε μάλιστα: “τα σχολικά προγράμματα αναγνωρίζουν ιδιαίτερα τον θετικό ρόλο της γαλλικής παρουσίας στο εξωτερικό”. Η λέξη “θετικό” είναι μια αξιακή κρίση που επιβάλλει τη μνήμη-ιστορία εις βάρος της επιστήμης-ιστορίας, ενώ ο ρόλος των δασκάλων είναι να κάνουν κατανοητό και να εξηγούν το παρελθόν, όχι να το κρίνουν. Με αυτό το άρθρο 4, η Πολιτεία βοήθησε έτσι στην εισαγωγή μνημονικών διαφορών στις τάξεις.»132.
Μετά από ισχυρές και ηχηρές αντιδράσεις, σύσσωμης της πανεπιστημιακής κοινότητας, των κομμάτων της Αριστεράς και του λαού, στις 9 Δεκεμβρίου 2005, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ κατάργησε το σχετικό άρθρο, με το αιτιολογικό ότι δεν αποτελεί αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να νομοθετεί περί Ιστορίας προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των προγραμμάτων διδασκαλίας και επιβάλλοντας μια γραφειοκρατική και μονοδιάστατη θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος. Παρ’ όλα αυτά ο μνημονικός νόμος της 23ης Φεβρουαρίου 2005 τέθηκε σε εφαρμογή.
Σε σχέση με τον Νόμο Gayssot, οι άλλοι τρεις μνημονικοί νόμοι είναι δηλωτικοί, οι οποίοι απλώς επιβάλλουν αρχές χωρίς να επισυνάπτουν ποινικές κυρώσεις. Όμως αυτό επιχειρήθηκε να ανατραπεί το 2011, όταν κατατέθηκε για ψήφιση νόμος που προέβλεπε τις ίδιες κυρώσεις με εκείνες του Νόμου Gayssot, σε περίπτωση αμφισβήτησης της ύπαρξης γενοκτονίας αναγνωρισμένης από το νόμο. Ο Νόμος αριθ. 2001-70 της 29ης Ιανουαρίου 2001, περιλαμβάνει ένα μόνο άρθρο το οποίο δηλώνει ότι: «Η Γαλλία αναγνωρίζει δημοσίως την Αρμενική Γενοκτονία του 1915.»133. Τώρα θα έπρεπε να ποινικοποιηθεί εκτός από την άρνηση της Εβραϊκής γενοκτονίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, μετά από έντονες διαμαρτυρίες πολλών πολιτών και ιστορικών, που τόνισαν ότι οι βουλευτές δεν έχουν δικαίωμα να υπαγορεύουν την ιστορία, ο νόμος απορρίφθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2012, από το Συνταγματικό Συμβούλιο ως αντισυνταγματικός και περιοριστικός για την ελευθερία της έκφρασης. Είναι προφανές ότι οι έντονες αντιδράσεις που είχαν προηγηθεί είχαν ευαισθητοποιήσει και την κοινή γνώμη και τους δικαστικούς.
Οι συζητήσεις για την αναγκαιότητα ή τον επιβλαβή χαρακτήρα των «μνημονικών νόμων» συνεχίζονται στο δημόσιο πεδίο στη Γαλλία, όπως δείχνει η δραστηριότητα των δύο παραπάνω σωματείων και η αρθρογραφία στον τύπο134.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- Shermer M., 2006, σ. 210
- Levy S. R., (Editor) 2005, σ. 225
- Lettre au journal “Le Monde”, Thursday, August 1, 1974. Στο: https://robertfaurisson.blogspot.com/1974/08/lettre-au-journal-le-monde.html
- Igounet V., 2000, σ. 221
- Igounet V., 2000, σ. 222
- Igounet V., 2000, σ. 223
- Igounet V., 2000, σσ. 233 – 234
- Igounet V., 2000, σσ. 235 – 236
- Fresco N., 1980, http://www.anti-rev.org/textes/Fresco80a/
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 280
- Fresco N., 1980, http://www.anti-rev.org/textes/Fresco80a/
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 281
- Igounet V., 2000, σ. 236
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 277
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 17
- Igounet V., 2000, σ. 237
- «La politique hitlérienne d’extermination : une déclaration d’historiens », Le Monde, 21 février 1979
- https://fr.wikipedia.org/wiki/Robert_Faurisson#cite_ref-13
- La Ligue internationale contre le racisme et l’antisémitisme (L.I.C.R.A.), L’Association nationale des familles de résistants et d’otages morts pour la France (A.N.F.R.O.M.F.), L’Union nationale des associations de déportés internés et familles de disparus (U.N.A.D.I.F.), La Fédération nationale des déportés et internés de la résistance (F.N.D.I.R.), L’Union nationale des déportés, internés et victimes de guerre (U.N.D.I.V.G.), Le Comité d’action de la résistance (C.A.R.), L’Amicale des déportés d’Auschwitz et des camps de Haute-Silésie (A.D.A.C.), Le Mouvement contre le racisme et pour l’amitié entre les peuples (M.R.A.P.), L’Association des fils et filles des déportés juifs de France
- Ο νόμος για την ελευθερία του Τύπου της 29ης Ιουλίου 1881 (γαλλικά: Loi sur la liberté de la presse du 29 juillet 1881), που συχνά αποκαλείται νόμος για τον Τύπο του 1881 ή νόμος της Λισαβόνας από τον εισηγητή του, Eugène Lisbonne, είναι ο θεμελιώδης νόμος που ορίζει τις ελευθερίες και τις ευθύνες των μέσων ενημέρωσης και των εκδοτών στη Γαλλία. Ο νόμος επιβάλλει νομικές υποχρεώσεις για τους εκδότες και ποινικοποιεί ορισμένες συγκεκριμένες συμπεριφορές που ονομάζονται «αδικήματα τύπου», ιδίως όσον αφορά τη δυσφήμιση και τις υβριστικές δηλώσεις. Αν και έχει τροποποιηθεί πολλές φορές από την ψήφισή του, παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα.
- Κατόπιν αιτήματος του Διεθνούς Συνδέσμου κατά του Ρατσισμού και του Αντισημιτισμού, ο Paul Marchandeau, κεντροδεξιός υπουργός Δικαιοσύνης στην τρίτη και τέταρτη κυβέρνηση Daladier το 1938-1939, εξέδωσε το διάταγμα της 21ης Απριλίου 1939 για την τροποποίηση του νόμου για την ελευθερία του Τύπου της 29ης Ιουλίου 1881, ασκώντας δίωξη «όταν η συκοφαντική δυσφήμιση ή η προσβολή που διαπράττεται εναντίον μιας ομάδας προσώπων, λόγω καταγωγής, φυλής ή θρησκείας, έχει σχεδιαστεί για να προκαλέσει μίσος μεταξύ πολιτών». Αυτό το διάταγμα καταργήθηκε με το νόμο της κυβέρνησης συνεργασίας του Βισύ της 16ης Αυγούστου 1940. Το διάταγμα τέθηκε και πάλι σε ισχύ μετά την Απελευθέρωση της Γαλλίας το 1944 με διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1944 που καταργούσε το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας του Βισύ.
- Νόμος αριθ. 72-546 της 1ης Ιουλίου 1972 σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού. Στο: https://www.legifrance.gouv.fr/jorf/id/JORFTEXT000000864827
- Igounet V., 2000, σσ. 263 – 264
- Lapierre N., 2009, σ. 168
- Igounet V., 2000, σσ. 264 – 265
- Igounet V., 2000, σ. 265
- Robert Faurisson: «The Mechanics of Gassing», The Journal of Historical Review, Volume 1, No. 1 – Spring 1980, http://www.ihr.org/jhr/v01/v01p-23_Faurisson.html
- Robert Faurisson: «The Problem of the Gas Chambers», The Journal of Historical Review, Volume 1, No. 2 – Summer 1980, http://www.ihr.org/jhr/v01/v01p103_Faurisson.html
- Chomsky N., “His right to say it”, The Nation, 28/2/1981. https://chomsky.info/19810228/
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 98
- https://fr.wikipedia.org/wiki/Robert_Faurisson#cite_ref-13
- CHOMSKY N., 2006, σ.15
- CHOMSKY N., 2006, σ.12
- CHOMSKY N., 2006, σσ. 40 – 42
- CHOMSKY N., 2006, σ. 46
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 71
- Πάλι εκεί
- Chomsky N., “Some Elementary Comments on The Rights of Freedom of Expression” https://chomsky.info/19801011/
- CHOMSKY N., 2006, σ. 40
- Chomsky N., “His right to say it”, The Nation, 28/2/1981. https://chomsky.info/19810228/
- Πάλι εκεί
- CHOMSKY N., 2006, σ. 16 και Vidal-Naquet P., 2005, σ. 101
- Igounet V., 2000, σ. 261
- Το είπε η Βρετανίδα Evelyn Beatrice Hall η οποία σε ένα σύγγραμμα του 1906 αφιερωμένο στον Βολταίρο (ουσιαστικά βιογραφικό βιβλίο) γράφει ακριβώς αυτά τα λόγια: «I disapprove of what you say, but I will defend to the death your right to say it»
- Chomsky N., “Some Elementary Comments on The Rights of Freedom of Expression” https://chomsky.info/19801011/
- CHOMSKY N., 2006, σ. 101
- Chomsky N., “Some Elementary Comments on The Rights of Freedom of Expression” https://chomsky.info/19801011/
- CHOMSKY N., 2006, σ. 43
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 100
- CHOMSKY N., 2006, σσ. 45 – 46
- The Faurisson Affair. Noam Chomsky writes to Lawrence K. Kolodney. Circa 1989-1991, https://chomsky.info/1989/
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/antisemitism
- Lapierre N., 2009, σ. 168
- Ο λειτουργικός ορισμός του αντισημιτισμού σύμφωνα με την IHRA, στο: https://www.holocaustremembrance.com/el/resources/working-definitions-charters/o-leitoyrgikos-orismos-toy-antisimitismoy-symfona-me-tin
- CHOMSKY N., 2006, σ. 18
- CHOMSKY N., 2006, σσ. 16 – 17
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 100
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 100
- Vidal-Naquet P., 2005, σ. 106
- Igounet V., 2000, σ. 268
- Πάλι εκεί
- Igounet V., 2000, σ. 269
- Lapierre N., 2009, σ. 169
- Pressac J.-C., 1989, σσ. 538 – 539
- Pressac J.-C., 1989, σσ. 539 – 540
- Igounet V., 2000, σ. 391
- Lapierre N., 2009, σ. 164
- Έτσι ονομάστηκε το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Το Άουσβιτς Ι ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης και το Άουσβιτς ΙΙΙ ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας
- Pressac J.-C., 1989, σ. 546
- Pressac J.-C., 1989, σ. 550
- Igounet V., 2000, σσ. 381 – 385
- Igounet V., 2000, σ. 386
- Igounet V., 2000, σ. 386
- Igounet V., 2000, σσ. 389 – 390 και Pressac J.-C., 1989, σ. 12
- Pressac J.-C., 1989, σ. 12
- Igounet V., 2000, σ. 448
- Eric Conan και Denis Peschanski. «Auschwitz: la vérité», στο «L’Express» (23 – 29/09/1993) https://www.lexpress.fr/informations/auschwitz-la-verite_595879.html
- Lapierre N., 2009, σ. 166
- Weill C., Auschwitz: enquête sur la mécanique de l’horreur. Avec Jean-Claude Pressac sur les lieux du génocide. Le Nouvel Observateur, 30 septembre 1993. http://www.ordiecole.com/auschwitz_pressac.pdf
- Raul Hilberg : “II soulève des questions cruciales”, Le Nouvel Observateur, 30 septembre 1993. http://www.ordiecole.com/auschwitz_pressac.pdf
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 442
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 443
- Vidal-Naquet P., 1995. Les Juifs, la mémoire et le présent, La Découverte, σ. 293
- Πάλι εκεί
- Igounet V., 2000, σ. 646-647
- Igounet V., 2000, σ. 451
- Raul Hilberg : “II soulève des questions cruciales”, Le Nouvel Observateur, 30 septembre 1993. http://www.ordiecole.com/auschwitz_pressac.pdf
- Igounet V., 2000, σσ. 640-641
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σσ. 290-291
- Igounet V., 2000, σ. 456
- Lapierre N., 2009, σ. 171
- Βαρζακάκου Μ., «Το “εθνικό μέτωπο” της ακροδεξιάς», Διπλωματία & Πολιτική: https://powerpolitics.eu/%CE%B7-%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%AC%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-7/
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 429
- Kahn R., 2004, σ. 102
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 287
- ΜΙLΖΑ P., 2004, σ. 287 και 393
- Kahn R., 2004, σ. 103
- Bleich Е., 2003 σ. 143
- Le Pen – Faurisson : un rendez-vous manqué ?https://blog.francetvinfo.fr/derriere-le-front/2016/04/11/le-pen-faurisson-un-rendez-vous-manque.html
- Bleich Е., 2003 σ. 143
- Bleich Е., 2003 σ. 155
- Bleich Е., 2003 σ. 143
- Νόμος αριθ. 90-615 της 13ης Ιουλίου 1990. Στο: https://www.legifrance.gouv.fr/jorf/id/JORFTEXT000000532990 και Νόμος της 29ης Ιουλίου 1881 περί ελευθερίας του Τύπου, όπως τροποποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1990. Στο: https://www.legifrance.gouv.fr/loda/id/LEGIARTI000006419712/1990-07-14/#LEGIARTI000006419712
- Kahn R., 2004, σ. 108
- Kahn R., 2004, σ. 109
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Le Monde, 20/4/991
- https://fr.wikipedia.org/wiki/Robert_Faurisson#cite_ref-264
- Πάλι εκεί
- Robert Faurisson v. France, (Communication No. 550/1993), U.N. Doc. CCPR/C/58/D/550/1993 (1996). Στο: http://hrlibrary.umn.edu/undocs/html/550-1993.html
- Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και του Δευτέρου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα σχετικού με την κατάργηση της ποινής του θανάτου. Στο: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/nomos-2462-1997
- Πάλι εκεί
- Robert Faurisson v. France, (Communication No. 550/1993), U.N. Doc. CCPR/C/58/D/550/1993 (1996). Στο: http://hrlibrary.umn.edu/undocs/html/550-1993.html
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Πάλι εκεί
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΑΔ), ιδρύθηκε στο Στρασβούργο το 1954 και έδρευε εκεί μέχρι τη διάλυσή της τον Οκτώβριο του 1998. Αποτελούσε ένα από τα τρία εποπτικά όργανα για την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονταν με την ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ): την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΑΔ), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελείται από τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών. Η ΕΕΑΔ διεξήγαγε δύο τύπους διαδικασιών: την κρατική και την ατομική καταγγελία. Στην περίπτωση κρατικής καταγγελίας, την οποία υποχρεωτικά ακολουθούσαν τα κράτη μέλη, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής προηγούνταν της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ. Η ατομική διαδικασία καταγγελιών, για την οποία τα κράτη μέλη έπρεπε πρώτα να έχουν αναγνωρίσει την αρμοδιότητα της Επιτροπής, επιτρεπόταν μόνο στην ΕΕΑΔ και δεν μπορούσε να μετατραπεί σε ατομική διαδικασία ενώπιον του ΕΔΔΑ. Μόνο η Επιτροπή, το κράτος μέλος του οποίου ήταν υπήκοος ο ζημιωθείς, το καταγγέλλον κράτος μέλος και το εναγόμενο κράτος μέλος είχαν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή. Εάν η ΕΕΑΔ αποδεχόταν μια καταγγελία, διαπίστωνε την τυχόν παραβίαση της ΕΣΔΑ και προσπαθούσε να επιτύχει φιλική διευθέτηση της διαφοράς. Έτσι, η Επιτροπή λειτουργούσε ως φίλτρο για το Δικαστήριο. Η απόφασή της δεν ήταν νομικά δεσμευτική, αλλά απλώς σύσταση. Εάν δεν μπορούσε να επιτευχθεί φιλική συμφωνία, η Επιτροπή (κατόπιν έκδοσης αντίστοιχης γνώμης προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης) ή ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούσε να προσφύγει στο ΕΔΔΑ, εφόσον το εναγόμενο κράτος είχε προηγουμένως αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του.
- Pierre Marais v. France, (Application Number 31159/1996), Στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-88275%22]}
- ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) όπως τροποποιήθηκε από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 11, 14 και 15 συνοδευόμενη από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 1, 4, 6, 7, 12, 13 και 16
- Πάλι εκεί
- Hennebel L. & Hochmann T., 2011, σ.34
- ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) όπως τροποποιήθηκε από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 11, 14 και 15 συνοδευόμενη από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 1, 4, 6, 7, 12, 13 και 16
- «Άρθρο 35. Προϋποθέσεις παραδεκτού. 1. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης. 2. Το Δικαστήριο δεν θα επιληφθεί καμίας ατομικής προσφυγής που υποβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, εφόσον αυτή : α. είναι ανώνυμη ή β. είναι ουσιαστικά όμοια με προσφυγή που έχει προηγουμένως εξετασθεί από το Δικαστήριο ή έχει ήδη υποβληθεί σε άλλη διεθνή διαδικασία που διερευνά ή επιλύει διαφορές και εφόσον δεν περιέχει νέα στοιχεία. 3. Το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη οποιαδήποτε ατομική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 34, όταν εκτιμά ότι: α. η προσφυγή είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, προφανώς αβάσιμη ή καταχρηστική, ή β. ο προσφεύγων δεν έχει υποστεί σημαντική βλάβη, εκτός εάν ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται από τη Σύμβαση και τα Πρωτοκολλά της, απαιτεί την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας. 4. Το Δικαστήριο απορρίπτει κάθε προσφυγή που θεωρεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Μπορεί να πράξει καθ΄ όμοιο τρόπο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) όπως τροποποιήθηκε από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 11, 14 και 15 συνοδευόμενη από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 1, 4, 6, 7, 12, 13 και 16»
- M’Bala M’Bala v. France (Application Number 25239/13). Στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-158752%22]}
- https://www.liberation.fr/societe/2005/12/13/liberte-pour-l-histoire_541669/
- Claire Ambroselli, Muriel Beckouche, Tal Bruttmann, Yves Chevalier, Didier Daeninckx, Frédéric Encel, Dafroza Gauthier, Alain Jakubowicz, Bernard Jouanneau, Raymond Kévorkian, Serge Klarsfeld, Marc Knobel, Joël Kotek, Claude Lanzmann, Laurent Leylekian, Stéphane Lilti, Eric Marty, Odile Morisseau, Claire Mouradian, Assumpta Mugiraneza, Claude Mutafian, Philippe Oriol, Gérard Panczer, Michel Péneau, Iannis Roder, Georges-Elia Sarfati, Richard Sebban, Yveline Stéphan, Danis Tanovic, Yves Ternon, Philippe Videlier, βλ. https://www.imprescriptible.fr/dossiers/petitions/lois
- https://www.imprescriptible.fr/dossiers/petitions/lois
- Κόκκινος Γ., 2009, σσ. 312 – 313
- Manifeste du Comité de Vigilance face aux usages publics de l’histoire du 17 juin 2005. Στο: http://cvuh.blogspot.com/2007/02/manifeste-du-comite-de-vigilance-face.html
- Παρέμβαση του Gérard Noiriel ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής για θέματα μνήμης. http://cvuh.blogspot.com/search/label/loi%20de%20f%C3%A9vrier%202005
- Πάλι εκεί
- https://www.legifrance.gouv.fr/jorf/id/JORFTEXT000000403928
- Αβδελά Ε., 2016, σσ. 348-349
Βιβλιογραφία
Αβδελά Ε., 2016. «Μνημονικοί νόμοι» και ιστορικοί: η ευρωπαϊκή εμπειρία. Μνήμων, 35. Στο: https://doi.org/10.12681/mnimon.20294
Atkins E. S., 2009. Holocaust denial as an international movement. Εκδόσεις : Praeger, Westport, Connecticut, London
Bauer Y., 1994. Jews for Sale? Nazi-Jewish Negotiations, 1933-1945. Yale University Press New Haven and London.
Bleich Е., 2003. Race Politics in Britain and France: Ideas and Policymaking since the 1960s. Publisher: Cambridge University Press
CHOMSKY N., 2006. ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ. (Συνομιλίες του Νόαμ Τσόμσκι με τον Ντενί Ρομπέρ και την Βερόνικα Ζαράχοβις). Αθήνα: Eκδόσεις ΛΙΒΑΝΗΣ
Chomsky N., «Some Elementary Comments on The Rights of Freedom of Expression»
https://chomsky.info/19801011/
Δημητριάδης Ν., 2013. Η «αποδόμηση» του Ολοκαυτώματος. Στο «νέος Ερμής ο Λόγιος», Τεύχος 7, Ιανουάριος – Ιούνιος 2013, σσ. 135 – 148. Αθήνα: Έκδοση Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού
Fresco N., 1980. Les redresseurs de morts Chambres à gaz: la bonne nouvelle. Comment on révise l’histoire. Les Temps Modernes N° 407, juin 1980. Στο: http://www.anti-rev.org/textes/Fresco80a/
Hennebel L. & Hochmann T., 2011. Genocide Denials and the Law. Publisher: Oxford University Press
Hilberg, R., 1985. The destruction of the European Jews. Εκδόσεις: Holmes and Meier.
Igounet V., 2000 Histoire du négationnisme en France. Paris, Editions du Seuil
Kahn R., 2004. HOLOCAUST DENIAL AND THE LAW. NY: PALGRAVE MACMILLAN
Κόκκινος Γ., 2009. Η παθογένεια των νόμων της ιστορικής μνήμης στη Γαλλία. https://doi.org/10.12681/mnimon.50
Lapierre N., 2009. L’effet Pressac. Communications, no 84, 2009, p. 163-172
Levy S. R., (Editor) 2005. Antisemitism: a historical encyclopedia of prejudice and persecution (Two Vol. Set). Santa Barbara, California: Publisher ABC-CLIO
Lipstadt E. D., 1993. Denying the Holocaust. New York: Εκδόσεις Plume
Lipstadt E. D., 2005. History on Trial: My Day in Court with David Irving. Publisher: Ecco
Litvak M., Webman E., Dwyer J. M., 2009. From Empathy to Denial: Arab Responses to the Holocaust
LONDON: Publisher HURST & COMPANY
ΜΙLΖΑ P., 2004. ΟΙ ΜΕΛΑΝΟΧΙΤΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις «SCRIPTA»
Offenstadt N., Dufaud Gr., Mazurel H., 2007. Οι λέξεις του ιστορικού, Έννοιες – κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας. Αθήνα: Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Pressac J.-C., 1989. Auschwitz Technique And Operation Of The Gas Chambers. NY: BEATE KLARSFELD FOUNDATION
ROSENBAUM R., 2006. ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Shermer M., 2006. Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα; Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Shermer M., Grobman A., Hertzberg A., 2009. Denying History: Who Says the Holocaust Never Happened and Why Do They Say It? Berkeley: University of California Press
Vidal-Naquet P., 2005. Убийците на паметта. София: Изд. Критика и хуманизъм
Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, όπως κυρώθηκε με το Ν. 3003/2002, (ΦΕΚ 75, τ. Α ́)
Νόμος αριθ. 90-615 της 13ης Ιουλίου 1990. Στο: https://www.legifrance.gouv.fr/jorf/id/JORFTEXT000000532990 και Νόμος της 29ης Ιουλίου 1881 περί ελευθερίας του Τύπου, όπως τροποποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1990. Στο: https://www.legifrance.gouv.fr/loda/id/LEGIARTI000006419712/1990-07-14/#LEGIARTI000006419712
Pierre Marais v. France, (Application Number 31159/1996). Στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-88275%22]}
Robert Faurisson v. France, (Communication No. 550/1993), U.N. Doc. CCPR/C/58/D/550/1993 (1996). Στο: http://hrlibrary.umn.edu/undocs/html/550-1993.html
M’Bala M’Bala v. France (Application Number 25239/13). Στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-158752%22]}

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .