Δημοσιονομικό ισοζύγιο και δημόσιο χρέος των κρατών μελών της ΕΕ για το 2020

Στις 22.10.2021 δόθηκαν στην δημοσιότητα από την Eurostat τα τελικά πραγματικά μεγέθη για το δημοσιονομικό ισοζύγιο1 και το δημόσιο χρέος2 των κρατών μελών της ΕΕ για το 2020.

Ο λόγος του δημόσιου ελλείμματος προς το ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε από -0,5 % το 2019 σε -6,9 % το 2020, ενώ ο λόγος αυτός αυξήθηκε στη ζώνη του ευρώ από -0,6 % σε -7,2 %. Αμφότερες οι αυξήσεις είναι αποτέλεσμα των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Η οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από τον ιό, όπως αποδεικνύεται από τη μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ (-4,4 % στην ΕΕ και -4,9 % για τη ζώνη του ευρώ), καθώς και τα μέτρα δαπανών για τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 είχαν ισχυρό αντίκτυπο στους δείκτες ελλείμματος και χρέους.

Το 2020, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν έλλειμμα (βλ. πιν. 1 και διαγ.1). Τα υψηλότερα ελλείμματα σημείωσαν η Ισπανία (-11,0 %), η Ελλάδα (-10,1 %), η Μάλτα (-9,7 %), η Ιταλία (-9,6 %), η Ρουμανία (-9,4 %), η Γαλλία και το Βέλγιο (-9,1 %). Όλα τα κράτη μέλη, εκτός από τη Δανία (-0,2 %) και τη Σουηδία (-2,8%), παρουσίασαν ελλείμματα υψηλότερα του 3 % του ΑΕΠ.

Το δημοσιονομικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης (σε σχέση με το ΑΕΠ) μειώθηκε το 2020 σε σύγκριση με το 2019 σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην Ελλάδα (-11,2 ποσοστιαίες μονάδες), τη Μάλτα (-10,2 ποσοστιαίες μονάδες), την Αυστρία (-8,9 ποσοστιαίες μονάδες), την Ισπανία και τη Σλοβενία (αμφότερες από -8,1 ποσοστιαίες μονάδες). Οι χαμηλότερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Σουηδία (-3,4 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-3,9 ποσοστιαίες μονάδες), τη Σλοβακία και τη Δανία (αμφότερες από -4,2 ποσοστιαίες μονάδες), τη Φινλανδία (-4,5 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Ρουμανία (-4,9 ποσοστιαίες μονάδες).

Στην ΕΕ, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από 77,2 % στο τέλος του 2019 σε 90,1 % στο τέλος του 2020, ενώ στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε από 83,6 % σε 97,3 % (βλ. πιν. 2).

Συνολικά δεκατρία κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν δείκτη χρέους άνω του 60 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2020 (βλ. πιν. 2 και διαγ. 2): τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν από την Ελλάδα (206,3 %), ακολουθούμενα από την Ιταλία (155,6 %), την Πορτογαλία (135,2 %), την Ισπανία (120,0 %), την Κύπρο (115,3 %), τη Γαλλία (115,0 %) και το Βέλγιο (112,8 %). Οι χαμηλότεροι δείκτες δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ καταγράφηκαν στην Εσθονία (19 %), τη Βουλγαρία (24,7 %), το Λουξεμβούργο (24,8 %), την Τσεχία (37,7 %), τη Σουηδία (39,7 %), τη Δανία (42,1 %) και τη Λετονία (43,2 %).

Στο τέλος του 2020, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ σε σύγκριση με το τέλος του 2019. (βλ. πιν.2) Οι μεγαλύτερες αυξήσεις του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (25.6 ποσοστιαίες μονάδες), την Ισπανία (24.5 ποσοστιαίες μονάδες), την Κύπρο (24.2 ποσοστιαίες μονάδες), την Ιταλία (21.3 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Πορτογαλία (18.6 ποσοστιαίες μονάδες). Οι μικρότερες αυξήσεις του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ παρατηρήθηκαν στην Ιρλανδία (1.2 εκατοστιαίες μονάδες), στο Λουξεμβούργο (2.5 εκατοστιαίες μονάδες), καθώς και στη Βουλγαρία (4,7 ποσοστιαίες μονάδες)  και στη Σουηδία (4.8 ποσοστιαίες μονάδες).

Σημειώσεις

  1. Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και την Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 25ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τη στατιστική δημοσίων οικονομικών (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2013/23), το δημοσιονομικό ισοζύγιο ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των εσόδων της γενικής κυβέρνησης και των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ή η καθαρή λήψη/καθαρή χορήγηση δανείων της γενικής κυβέρνησης και εκφράζεται σε σχέση με το ΑΕΠ. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα προϋπολογισθέντα και τα πραγματικά δημοσιονομικά ισοζύγια τους. Πριν από την 1η Απριλίου του έτους ν, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) το προϋπολογισθέν δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν, την ενημερωμένη τους εκτίμηση όσον αφορά το πραγματικό δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν-1 και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματα/πλεονάσματα για τα έτη ν-2, ν-3 και ν-4. Πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) τα ενημερωμένα στοιχεία τους για το προϋπολογισθέν δημόσιο έλλειμμα/πλεόνασμα για το έτος ν, καθώς και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματά/πλεονάσματά τους για τα έτη ν-1, ν-2, ν-3 και ν-4.
  2. Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 και την Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2013/23), το δημόσιο χρέος είναι οι ακαθάριστες υποχρεώσεις σε μετρητά και καταθέσεις, χρεόγραφα και δάνεια της γενικής κυβέρνησης που είναι ανεξόφλητα στο τέλος του έτους, μετρούμενα σε ονομαστική αξία και ενοποιημένα. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, το προϋπολογισθέν και πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους τους, όπως κάνουν και με τα δημοσιονομικά ισοζύγια τους.

Πηγές

Eurostat, Government finance statistics. https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php?title=Government_finance_statistics#General_government_surplus.2Fdeficit

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment