Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν.
Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον.
Τζωρτζ Όργουελ, «1984»
Οι πρόθυμοι δήμιοι του Χίτλερ
Το 1996, ο τριανταεφτάχρονος τότε, Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, Daniel Goldhagen, στηριζόμενος στο υλικό της διδακτορικής του διατριβής «The Nazi Executioners: A Study of Their Behavior and the Causation of Genocide» που είχε ολοκληρώσει στο Harvard, το 1994, παρουσίασε το βιβλίο του «Hitler’s Willing Executioners: Ordinary Germans and the Holocaust»1. Εξαιρετικά σπάνιο για ένα επιστημονικό βιβλίο, εν μια νυκτί σκαρφάλωσε στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων, παρουσιαζόμενο από τους διαφημιστές των εκδοτών ως η πιο πρωτοποριακή ερμηνεία που δημοσιεύτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα, μια ερμηνεία που επισκίασε ολόκληρη την ιστοριογραφία πέντε δεκαετιών.
Ο ίδιος ο Γκολντχάγκεν προσδιορίζει τα θέματα τα οποία θα έπρεπε να αναθεωρηθούν: «Σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να εξηγήσει γιατί συνέβη το Ολοκαύτωμα, πώς κατέστη δυνατό να συμβεί. Η επιτυχία του εγχειρήματος αυτού βασίζεται σε μια σειρά από δευτερεύουσες εργασίες, οι οποίες συνίστανται ουσιαστικά στην επαναθεώρηση τριών θεμάτων: των αυτουργών του Ολοκαυτώματος, του γερμανικού αντισημιτισμού και της φύσης της γερμανικής κοινωνίας κατά τη ναζιστική περίοδο.»2

Για τον Γκολντχάγκεν: «το πρώτο και βασικότερο από τα τρία θέματα που χρειάζονται επαναθεώρηση είναι εκείνο των αυτουργών του Ολοκαυτώματος»3. Ο Γκολντχάγκεν αφού κάνει την εκτίμηση ότι: «…Περιέργως, η τεράστια βιβλιογραφία, που αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα, ελάχιστα πράγματα περιέχει για τους ανθρώπους που υπήρξαν τα εκτελεστικά του όργανα. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ταυτότητα των αυτουργών, τις λεπτομέρειες των πράξεών τους, τις συνθήκες που συνδέονται με πολλές από τις πράξεις τους, τα κίνητρά τους. Ποτέ δεν έχει γίνει μία σοβαρή εκτίμηση σχετικά με τον αριθμό των ανθρώπων που συνέβαλαν στη γενοκτονία, δηλαδή πόσοι αυτουργοί υπήρξαν»4, προχωρά στον ορισμό του «αυτουργού» και στον υπολογισμό του αριθμού αυτών που πήραν μέρος στο Ολοκαύτωμα: «Αυτουργός είναι όποιος εκούσια συνέβαλε κατά άμεσο τρόπο στη μαζική σφαγή των Εβραίων, γενικά όποιος υπηρέτησε σε κάποιο θεσμό γενοκτονίας. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αφαίρεσαν οι ίδιοι ζωές Εβραίων, καθώς και όλοι εκείνοι που προετοίμασαν το έδαφος για την τελική πράξη της εξόντωσης, όλοι εκείνοι, δηλαδή, που η βοήθειά τους υπήρξε καθοριστική για τη θανάτωση των Εβραίων. Έτσι, όποιος εκτέλεσε Εβραίους ως μέλος ενός εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ένας αυτουργός. Όλοι εκείνοι που συγκέντρωναν αυτούς τους ίδιους Εβραίους, τους εκτόπιζαν (γνωρίζοντας την τελική τους τύχη) σε χώρους όπου επρόκειτο να θανατωθούν ή που περιχαράκωσαν την περιοχή μέσα στην οποία οι συμπατριώτες τους τούς εκτελούσαν, έστω και αν δε διέπραξαν οι ίδιοι την ίδια την πράξη της δολοφονίας, ήταν επίσης αυτουργοί. Αυτουργοί ήταν ακόμα οι μηχανοδηγοί και οι διοικητικές των σιδηροδρόμων, που γνώριζαν πως μετέφεραν Εβραίους στα στρατόπεδα θανάτου. Περιλαμβάνονται, επίσης, όλοι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας που γνώριζαν, ότι η συμβολή τους στο χαρακτηρισμό των Εβραίων ως μη Χριστιανών θα είχε ως συνέπεια την εξόντωσή τους. Συμπεριλαμβάνεται ακόμα και ο παροιμιώδης “γραφειοκράτης δολοφόνος” (Schreibtischtater), ο οποίος, έστω και αν δεν είχε δει ποτέ τα θύματά του, με τη γραφειοκρατική εργασία του κίνησε τα γρανάζια του μηχανισμού των εκτοπισμών και της καταστροφής.[…] Ο αριθμός των ατόμων που υπήρξαν αυτουργοί με τη στενή έννοια του όρου ήταν επίσης τεράστιος. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανών στελέχωσαν ένα πελώριο σύστημα βίαιης κυριαρχίας, στα πλαίσια του οποίου έζησαν και πέθαναν Εβραίοι και μη Εβραίοι. Αν συνυπολογιστούν και οι άνδρες και οι γυναίκες που χρησιμοποίησαν και τυράννησαν δούλους εργάτες (πάνω από 7,6 εκατομμύρια μέσα στα όρια του γερμανικού Ράιχ τον Αύγουστο του 1944), τότε ο αριθμός των Γερμανών που διέπραξαν σοβαρότατα εγκλήματα μπορεί να ανέρχεται σε εκατομμύρια. Από αυτούς, ο αριθμός εκείνων που υπήρξαν αυτουργοί του Ολοκαυτώματος (με την έννοια που δίνεται εδώ) σίγουρα ξεπερνά τις εκατό χιλιάδες.»5
Σχετικά με τους αρωγούς των Γερμανών στο Ολοκαύτωμα, ο Γκολντχάγκεν ξεκαθαρίζει: «Παρόλο που μέλη και άλλων εθνικών ομάδων συνέδραμαν τους Γερμανούς στη σφαγή των Εβραίων, η εκτέλεση του Ολοκαυτώματος ήταν κατά βάση έργο των Γερμανών. Οι μη Γερμανοί δεν είχαν ουσιαστικό ρόλο στη διάπραξη της γενοκτονίας ούτε παρείχαν τη δυναμική και τις πρωτοβουλίες για την προώθησή της. Ασφαλώς, αν οι Γερμανοί δεν είχαν βρει Ευρωπαίους αρωγούς (ιδιαίτερα από την ανατολική Ευρώπη), τότε το Ολοκαύτωμα θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά και, κατά πάσα πιθανότητα, οι Γερμανοί δε θα είχαν καταφέρει να εξοντώσουν τόσους πολλούς Εβραίους. Όμως, το εγχείρημα ήταν, κατά κύριο λόγο, γερμανικό: οι αποφάσεις, ο σχεδιασμός, οι οργανωτικοί πόροι ήταν έργο των Γερμανών. Συνεπώς, η ορθή αντίληψη και ερμηνεία του Ολοκαυτώματος προϋποθέτει παράλληλα μία ερμηνεία της παρόρμησης των Γερμανών να σκοτώνουν Εβραίους. Επειδή για καμία άλλη εθνότητα δεν μπορεί να ειπωθεί ό,τι ειπώθηκε για τους Γερμανούς, πως δηλαδή χωρίς αυτούς δε θα είχε συμβεί το Ολοκαύτωμα, η προσοχή δίκαια εστιάζεται στους Γερμανούς αυτουργούς.»6
Ο Γκολντχάγκεν θέτει το ερώτημα σχετικά με τους πραγματικούς εκτελεστές της γενοκτονίας: τι τους έκανε, όχι απλώς ψυχρούς δολοφόνους, αλλά εκτελεστές που γλεντούσαν με τη βαναυσότητα, τα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό των θυμάτων τους; Ο ίδιος απορρίπτει «τις πέντε συμβατικές εξηγήσεις» γι’ αυτό το φαινόμενο: «ότι εξαναγκάσθηκαν, επειδή ήταν άβουλοι, υπάκουοι εκτελεστές εντολών, επειδή δέχθηκαν αφόρητες κοινωνικές και ψυχολογικές πιέσεις, επειδή προσέβλεπαν στην προσωπική τους εξέλιξη ή επειδή δεν αντιλαμβάνονταν ή δεν αισθάνονταν υπεύθυνοι για ό,τι έκαναν, εξαιτίας της υποτιθέμενης κατάτμησης των αρμοδιοτήτων.»7 Όλες αυτές οι συμβατικές εξηγήσεις είναι λανθασμένες, λέει ο Γκολντχάγκεν, επειδή στηρίζονται στην υπόθεση ότι οι Γερμανοί πολίτες θα αντιδρούσαν αλλιώς στους μαζικούς φόνους των Εβραίων, ότι έπρεπε πρώτα να τους αποκοιμίσουν, να τους εξαναγκάσουν ή να τους κάνουν να μην αντιλαμβάνονται το μέγεθος των εγκλημάτων στα οποία συμμετείχαν. Όχι, λέει, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι οι Γερμανοί χρειάζονταν ιδιαίτερες παρακινήσεις, ότι ήταν ανάγκη να ξεγελούν τεχνηέντως τον εαυτό τους ή να πιεστούν απ’ τον περίγυρο τους για να πάρουν μέρος στη σφαγή.
Ο Γκολντχάγκεν καταγγέλλει τον πρωτοπόρο μελετητή του Ολοκαυτώματος – τον Ραούλ Χίλμπεργκ (Raul Hilberg, 1926 – 2007), ως «τον κατεξοχήν εκπρόσωπο αυτής της (εσφαλμένης συμβατικής) επιχειρηματολογίας», επειδή ο Χίλμπεργκ διερωτάται: «”Πώς η γερμανική γραφειοκρατία ξεπέρασε τους ηθικούς ενδοιασμούς της;”. Υποθέτει (o Χίλμπεργκ), ότι η “γερμανική γραφειοκρατία” είχε φυσικά “ηθικούς ενδοιασμούς” για τη μεταχείριση των Εβραίων, οι οποίοι ξεπεράστηκαν με δυσκολία προκειμένου να ξεκινήσει ο διωγμός. O Χίλμπεργκ και οι άλλοι υποστηρικτές παρόμοιων ερμηνειών… αδυνατούν να εξηγήσουν, γιατί οι Γερμανοί πήραν πρωτοβουλίες, γιατί έκαναν πράγματα πέρα από όσα όριζαν οι διαταγές τους, γιατί εθελοντικά εκτελούσαν τα δολοφονικά τους καθήκοντα, όταν ένας τέτοιος εθελοντισμός δεν ήταν απαραίτητος -φαινόμενα που συνέβησαν πάρα πολύ συχνά. Οι ερμηνείες αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Γερμανοί σκότωσαν Εβραίους παραβιάζοντας τις διαταγές που τους το απαγόρευαν. Οι ερμηνείες αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν τη γενικότερη, πράγματι απίστευτη, ομαλότητα που χαρακτήρισε την εκτέλεση εκείνου του μεγαλεπήβολου προγράμματος, το οποίο εξαρτιόταν από τόσους πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι είτε με δολιοφθορές είτε χρονοτριβώντας θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει αναρίθμητα ατυχήματα και να μην έκαναν καλά τη δουλειά τους.»8 Με άλλα λόγια, ο Γκολντχάγκεν έλεγε ότι αυτό το σημείο της τρίτομης ιστορίας του Ολοκαυτώματος, το έργο ζωής του Χίλμπεργκ, με τίτλο «Ο αφανισμός των Εβραίων της Ευρώπης», δεν ήταν απλώς άνευ αξίας, αλλά ότι επιχειρούσε επιπλέον να απαντήσει σε εντελώς λάθος ερώτημα, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τους λόγους για τους οποίους οι Γερμανοί μεταμορφώθηκαν από τον Χίτλερ και το κόμμα του σε δολοφόνους, ενώ ο Γκολντχάγκεν πίστευε ότι δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξουν και πολύ9. «Όλες οι συμβατικές ερμηνείες πρέπει να απορριφθούν…»10 αναφέρει ο Γκολντχάγκεν και να υιοθετηθεί η δική του ερμηνεία: «Η μόνη ερμηνεία, που μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα ζητήματα, υποστηρίζει ότι ένας δαιμονολογικός αντισημιτισμός με δηλητηριώδη φυλετική ποικιλία, υπήρξε το κοινό δομικό στοιχείο της γνωστικής συγκρότησης τόσο των αυτουργών όσο και της γερμανικής κοινωνίας γενικότερα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι Γερμανοί αυτουργοί ήταν άνθρωποι που έκαναν τις μαζικές εκτελέσεις με τη συγκατάθεσή τους, άνδρες και γυναίκες που, πιστοί στις εξοντωτικές αντισημιτικές πεποιθήσεις τους και στο πολιτισμικό αντισημιτικό πιστεύω τους, θεώρησαν τη σφαγή δίκαιη.»11
Ο Γκολντχάγκεν αν και κατατάσσεται στο στρατόπεδοτων ιντενσιοναλιστών διατηρεί μια ιδιαίτερη θέση. Αν και υποστηρίζει ότι υπήρχε κάποιο μακροπρόθεσμο πλάνο του Χίτλερ για τον φυσικό αφανισμό των Εβραίων, το οποίο μάλιστα το πρωτοδιατύπωσε, όπως αναφέραμε σε μία ομιλία του ήδη από το 1920, αποστασιοποιείται από την θέση των υπόλοιπων ιντενσιοναλιστών, μιας και – σύμφωνα με τον Γκολντχάγκεν -, η απόφαση του Χίτλερ, η βούληση του, παίζει έναν πολύ λιγότερο σημαντικό ρόλο συγκριτικά με το ήδη αποφασισμένο, ήδη κυοφορούμενο έγκλημα που είχε φυτέψει στην ψυχή των Γερμανών ο «εξαλειπτικός αντισημιτισμός» του δέκατου ένατου αιώνα.
Ο Γκολντχάγκεν αναφέρει ότι: «Η αξιωματική πίστη στην ύπαρξη του “Εβραϊκού Προβλήματος” λίγο ως πολύ προανήγγειλε μία εξίσου αξιωματική πίστη στην ανάγκη «εξαφάνισης» του εβραϊκού στοιχείου από τη Γερμανία ως τη μόνη “λύση” στο “πρόβλημα” αυτό. Η αδιάκοπη παρουσία όλων αυτών των δεκαετιών φραστικού, λογοτεχνικού, θεσμικά οργανωμένου και πολίτικου αντισημιτισμού μείωσε τις αντιστάσεις ακόμα και εκείνων που, πιστοί στις αρχές του Διαφωτισμού, αρνούνταν να δεχθούν την ιδέα της δαιμονικής φύσης των Εβραίων. Η λογική της εξόντωσης κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο φανατικός αντισημίτης και ιδρυτής της Παγγερμανικής Λέγκας, Φρίντριχ Λάγκε, μπόρεσε να διακηρύξει την κοινή πίστη περί του “γερμανικού προβλήματος”, επισημαίνοντας εύστοχα, πως το μόνο αμφιλεγόμενο πλέον θέμα ήταν τα μέσα για τη “λύση” του “προβλήματος” και όχι αυτή καθαυτή η ύπαρξή του. Το «Εβραϊκό Πρόβλημα» δε συμπυκνώνεται πλέον στο ερώτημα «μήπως;», αλλά στο «πώς;»12.
Σύμφωνα με τον Γκολντχάγκεν: «…υπάρχει πληθώρα θετικών στοιχείων που μαρτυρούν, ότι ο αντισημιτισμός, αν και ήταν εξελισσόμενος ως προς το περιεχόμενό του ανάλογα με τις διάφορες εποχές, εξακολούθησε να αποτελεί ένα αξίωμα για τη γερμανική κουλτούρα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα, καθώς και ότι η κυρίαρχη εκδοχή του στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου υπήρξε μία πιο έντονη και συνθέτη μορφή ενός ήδη ευρύτατα αποδεκτού βασικού προτύπου»13. Ο Γκολντχάγκεν καταλήγει ότι: «…ο εξοντωτικός αντισημιτισμός ήταν πανταχού παρών στη Γερμανία κατά τη ναζιστική περίοδο… σαφές είναι ότι δεν ξεπήδησε από το πουθενά, για να υλοποιηθεί για πρώτη φορά στις 30 Ιανουάριου 1933. Συνεπώς, η μεγάλη επιτυχία του γερμανικού προγράμματος εξόντωσης των δεκαετιών 1930 και 1940 οφείλεται κυρίως στον προϋπάρχοντα δαιμονολογικό, φυλετικό, εξοντωτικό, αντισημιτισμό του γερμανικού λαού, στον οποίο ο Χίτλερ ουσιαστικά έδωσε διέξοδο, χωρίς να παραλείπει ούτε στιγμή να τον υποδαυλίζει. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο Χίτλερ διακήρυξε δημόσια, ότι αυτός ήταν ο χαρακτήρας και η δυναμική του αντισημιτισμού στη Γερμανία, όπως ο ίδιος εξήγησε σε ομιλία του στις 13 Αυγούστου σε ένα ενθουσιώδες ακροατήριο. Ο Χίτλερ είπε στην ομιλία του ότι οι “πλατιές λαϊκές μάζες” των Γερμανών διακατέχονταν από έναν “ενστικτώδη” αντισημιτισμό. Δικό του έργο ήταν “να αφυπνίσει, να διεγείρει και να υποδαυλίζει” αυτό το “συναισθηματικό” αντισημιτισμό του λαού “μέχρις ότου αυτός αποφασίσει να υποστηρίξει το Κίνημα, που είναι έτοιμο να αναλάβει την αναγκαία δράση”»14.
Ο Ίαν Κέρσοου θα σημειώσει ότι σε πλήρη αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των έργων που έχουν καταχωριστεί στη βιβλιογραφία των ερμηνευτικών επιστημονικών μελετών για το Ολοκαύτωμα, η απάντηση στο ερώτημα «γιατί συνέβη το Ολοκαύτωμα;» είναι για τον Γκολντχάγκεν ξεκάθαρη: από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και μετά, ο γερμανικός λαός πίστευε μοναδικά και ακράδαντα σε έναν «αφανιστικό αντισημιτισμό», και στη συνέχεια, μόλις του δόθηκε η ευκαιρία με τον Χίτλερ, αφάνισε τους Εβραίους.15 Ο Γκολντχάγκεν βάζει στο κέντρο της ερμηνείας του Ολοκαυτώματος την αντισημιτική ιδεολογία, και απορρίπτει τις δομιστικές ερμηνείες: «Πράγματι, η αντιεβραϊκή πολιτική των ναζί χαρακτηρίστηκε από φαινομενική ασυνέπεια και από συγκρούσεις ανάμεσα σε ανταγωνιστικά κέντρα λήψης αποφάσεων και εξουσίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ορισμένοι εστίασαν την προσοχή τους στις πολιτικές, που πράγματι εφαρμόστηκαν, τους έκανε να συμπεράνουν, πως δεν υπήρχε λογική αλληλουχία στη ναζιστική πολιτική, πως κανείς δεν ασκούσε κεντρικό έλεγχο, πως η απόφαση για τον αφανισμό των Εβραίων υπήρξε αποτέλεσμα μη επιδιωκόμενων, τυχαίων περιστάσεων, πως είχε ελάχιστη σχέση με τις προθέσεις της ηγεσίας των ναζί και του Χίτλερ και πως δεν αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της κοσμοαντίληψης των ναζί. Οι απόψεις αυτές είναι εσφαλμένες. Η πολιτική των ναζί απέναντι στους Εβραίους ήταν εξαιρετικά συγκροτημένη και προσανατολισμένη σε σαφείς στόχους. Οι ναζί βάσισαν τις προθέσεις και τις πολιτικές τους πάνω σε μία διατυπωμένη, κοινή αντίληψη περί Εβραίων, δηλαδή πάνω στον εξοντωτικό φυλετικό αντισημιτισμό τους»16.
Ο Ρον Ροζενμπάουμ σημειώνει ότι το κεντρικό σημείο του επιχειρήματος του Γκολντχάγκεν είναι μια εντυπωσιακά παραστατική μεταφορά, η οποία εμπεριέχει, συμπυκνωμένη, τη συνολική άποψη της διατριβής του: υποστηρίζει ότι την εποχή που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, δηλαδή το 1933, ο φυλετικός αντισημιτισμός της Γερμανίας «κυοφορούσε ήδη το έγκλημα» κι έκανε τους Γερμανούς «πρόθυμους εκτελεστές» της Τελικής Λύσης, όταν τους έδωσε την ευκαιρία ο Χίτλερ. Επομένως, οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν απλώς εντολές, με γραφειοκρατική αδιαφορία, επιδεικνύοντας την «κοινοτοπία του Κακού», σύμφωνα με τη γνωστή άποψη της Χάνα Άρεντ, αλλά ήταν μάλλον πρόθυμοι βασανιστές και δολοφόνοι, που δρούσαν με ζήλο, με μοχθηρία και με βαναυσότητα, που ένιωθαν χαρά μ’ αυτά που έκαναν και που δεν ήταν ανάγκη να τους αναγκάσει διά της βίας ο Χίτλερ ή η ναζιστική προπαγάνδα να διαπράξουν αυτή την τρέλα. Ο Γκολντχάγκεν υπονοεί ότι αυτό που είχε καθοριστική σημασία δεν ήταν η προθυμία του Χίτλερ να δολοφονήσει τους Εβραίους, αλλά η προθυμία της Γερμανίας, των Γερμανών17.
Ο Milton Himmelfarb (1918 – 2006), είχε πει ότι το Ολοκαύτωμα δεν θα είχε συμβεί, δεν ήταν αναπόφευκτο, αν ένας άνθρωπος – ο Χίτλερ – δεν είχε θελήσει να συμβεί. Το γεγονός ότι ο Χίτλερ ήθελε το Ολοκαύτωμα δεν είναι για τον Γκολντχάγκεν τόσο σημαντικό όσο ένα άλλο αιτιολογικό στοιχείο: το ότι ήθελε το Ολοκαύτωμα ο μέσος Γερμανός. Ο Χίτλερ δεν χρειαζόταν να τους πείσει να σκοτώσουν τους Εβραίους, απλώς τους έδωσε την άδεια να το κάνουν, σύμφωνα με την επιθυμία τους18.
Για τον Γκολντχάγκεν «το γεγονός ότι η γερμανική πολιτική κουλτούρα παρήγαγε τέτοιους πρόθυμους δολοφόνους δείχνει με τη σειρά του, ότι η κοινωνία αυτή είχε, ίσως, περάσει μία φάση σημαντικών και θεμελιωδών αλλαγών, κυρίως στο χώρο των αντιλήψεων και της ηθικής… Τελικά, το παρόν βιβλίο δεν αναφέρεται μόνο στους αυτουργούς του Ολοκαυτώματος. Επειδή οι αυτουργοί του Ολοκαυτώματος ήταν αντιπροσωπευτικοί πολίτες της Γερμανίας, το παρόν βιβλίο αναφέρεται στη Γερμανία κατά τη ναζιστική περίοδο και πριν από αυτή, στο λαό της και στην κουλτούρα της»19.
Όπως παρατηρεί ο Κέρσοου, ο νεαρός Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ντάνιελ Γκολντχάγκεν με το βιβλίο του διατύπωσε με τον πλέον ωμό τρόπο τη θέση του ότι οι Εβραίοι δολοφονήθηκαν επειδή οι μοναδικά αντισημίτες Γερμανοί τούς ήθελαν νεκρούς. Αυτό ισοδυναμούσε με καταδίκη ενός ολόκληρου έθνους20.
Όπως ήταν αναμενόμενο το βιβλίο του Γκολντχάγκεν έκανε αμέσως αίσθηση. Λίγο μετά την έκδοσή του, στις 8 Απριλίου του 1996, στην αίθουσα Μέγερχοφ του Αμερικανικού Μουσείου Ολοκαυτώματος, στην Ουάσινγκτον, διοργανώθηκε το πρώτο συμπόσιο με θέμα το βιβλίο του Γκολντχάγκεν. Στην επιστημονική συζήτηση εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα, στο πάνελ συμμετείχαν οι: Konrad Kweit, Christopher Browning, Lawrence Langer, Yehuda Bauer, Richard Breitman, Hans-Heinrich Wilhelm, ενώ επιστολή έστειλε και ο Raul Hilberg.
Ο Ροζενμπάουμ παρουσιάζει ως αυτόπτης μάρτυρας τη συζήτηση, στο βιβλίο του «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ». Σύμφωνα με τον τρόπο που ήταν διοργανωμένο το συμπόσιο – αναφέρει ο Ροζενμπάουμ -, ο Γκολντχάγκεν μίλησε πρώτος κι έπειτα επέστρεψε στη θέση του και προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του (με σχετική επιτυχία), καθώς άρχισε να δέχεται τα χτυπήματα από τους άλλους συζητητές του πάνελ. Και πρώτα πρώτα, την κατηγορία για ένα έργο «άνευ αξίας», ένα χαρακτηρισμό που ακούστηκε ιδιαίτερα βαρύς στην κατάμεστη αίθουσα, εξαιτίας του ανθρώπου που το διατύπωσε: του Ραούλ Χίλμπεργκ, ενός ημίθεου από το πάνθεον των μελετητών του Ολοκαυτώματος. Ο Χίλμπεργκ δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως για να χαρακτηρίσει τιποτένιο το βιβλίο του Γκολντχάγκεν, αλλά διαβίβασε την οργισμένη, καταδικαστική του κρίση μέσω ενός μέλους του πάνελ των συζητητών, του Αυστραλού μελετητή του Ολοκαυτώματος, Κόνραντ Κουέιτ. Ο χαρακτηρισμός «άνευ αξίας» είναι πολύ βαρύς, ένα ανάθεμα, στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Η αλήθεια είναι, βεβαίως, πως στο βιβλίο του όπως είδαμε, ο Γκολντχάγκεν πρώτος χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη συμβατική επιχειρηματολογία, ουσιαστικά άνευ αξίας, αυτή που χρησιμοποιεί ο Χίλμπεργκ στην προσπάθειά του να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι Γερμανοί μεταμορφώθηκαν από τον Χίτλερ και το κόμμα του σε δολοφόνους. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το ανάθεμα του Χίλμπεργκ δεν προέκυψε απρόκλητα21. Σύμφωνα με τον Ροζενμπάουμ πέρα από τις επιφανειακές κατηγορίες περί αναξιότητας, που ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στον Γκολντχάγκεν και στον Χίλμπεργκ, υπήρχε κάτι βαθύτερο που εντοπίζεται στη λέξη «ομαλότητα» — στην «απίστευτη ομαλότητα» της διαδικασίας της εκτέλεσης και στο πώς μπορεί αυτή να εξηγηθεί. Η εκτεταμένη αφήγηση του Χίλμπεργκ σχετικά με την τεράστια κινητοποίηση στρατευμάτων, συρμών, δεσμοφυλάκων και πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για να στηθεί το Ολοκαύτωμα, σχετικά με την κινητοποίηση που οργάνωσαν οι Γερμανοί σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, έχει επικριθεί επειδή ο Χίλμπεργκ ανέφερε και τη συμβολή των Εβραίων στην ομαλότητα της διεξαγωγής. Υποστήριξε ότι με τη συνεργασία, τη συνέργειά τους τα Judenrate — τα εβραϊκά συμβούλια στα γκέτο – που συγκέντρωναν και διέθεταν Εβραίους στους Γερμανούς, για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διευκόλυναν το έργο των Γερμανών δολοφόνων. Γιος ενός επιζήσαντα από το Ολοκαύτωμα, ο Γκολντχάγκεν ίσως στρέφει την εχθρότητα του προς τον Χίλμπεργκ από την επιθυμία του να αποδώσει την ευθύνη για την «ομαλότητα» της διαδικασίας του μαζικού εγκλήματος στο ζήλο των θυτών – να αποδώσει αυτή την ομαλότητα στους Γερμανούς και όχι στους Εβραίους22.
Ο Κουέιτ από την μεριά του, αφού διάβασε την επιστολή του Χίλμπεργκ, κατηγόρησε τον Γκολντχάγκεν ότι δεν αγνοεί απλώς τις προηγούμενες διερευνήσεις της γερμανικότητας στη γενοκτονία που διέπραξαν οι Ναζί, αλλά ότι επαναφέρει «αφελείς, ξεπερασμένες ιδέες για τον εθνικό χαρακτήρα της Γερμανίας» και τις παρουσιάζει σαν μια επαναστατική, πρωτότυπη θεωρία. Ο τρόπος παρουσίασης, δήλωσε ο Κουέιτ, ήταν η πιο προσβλητική πλευρά της θεωρίας του Γκολντχάγκεν: «Μόνο εκείνοι που εκφράζουν ακραίες θέσεις προβάλλονται», είπε23.
Ο επόμενος ομιλητής ήταν ο διάσημος Ισραηλινός ιστορικός Γιεχούντα Μπάουερ (1926 – ), ιδρυτής και πρόεδρος του Τμήματος Σπουδών για το Ολοκαύτωμα στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, αρχισυντάκτης τότε της επιστημονικής εφημερίδας Holocaust and Genocide Studies, μέλος της συντακτικής ομάδας του εκδοτικού έργου του Μνημείου Ολοκαυτώματος Γιαντ Βασέμ, και συγγραφέας πολλών βιβλίων, όπως «Το Ολοκαύτωμα σε ιστορικό πλαίσιο», «Οι Εβραίοι παύουν να είναι ανίσχυροι», «Ο αμερικανικός εβραϊσμός και το Ολοκαύτωμα» και «Η ιστορία του Ολοκαυτώματος».
Αφού επαίνεσε, ως όφειλε, κάποιες από τις λιγότερο αμφιλεγόμενες πτυχές του έργου του Γκολντχάγκεν – τα κεφάλαια για τα τάγματα εργασίας και τις πορείες θανάτου -, ο Μπάουερ προχώρησε, όπως αναφέρει ο Ροζενμπάουμ, γρήγορα στην επίθεση, αρχίζοντας απ’ τον τρόπο παρουσίασης της θεωρίας του Γκολντχάγκεν, ιδιαίτερα σχετικά με τον ισχυρισμό ότι κόμιζε καινούριες ιδέες, ότι κανένας δεν είχε τολμήσει προηγουμένως να υποδείξει την αληθινή πηγή της γενοκτονίας, που μόνο αυτός, δηλαδή ο Γκολντχάγκεν, είχε την τόλμη να κατονομάσει: τον εξαλειπτικό (εξοντωτικό) αντισημιτισμό στη Γερμανία του δέκατου ένατου αιώνα24.
Ο Μπάουερ εξέφρασε την έκπληξη του για το γεγονός ότι ο Γκολντχάγκεν είχε διατυπώσει τους ισχυρισμούς του για την ιδιαίτερη σφοδρότητα του γερμανικού φονικού αντισημιτισμού χωρίς να τον θέσει στο πλαίσιο του εθνικού αντισημιτισμού σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην ίδια περίοδο: Και τι είχε να πει για τη Ρωσία, τη Ρουμανία ή την Πολωνία; ρώτησε ο Μπάουερ. «Και η Γαλλία;» Ο Μπάουερ επικαλέστηκε τον έγκριτο ιστορικό Τζορτζ Μος (George Mosse, 1918 – 1999), ο οποίος είχε κάνει συγκριτικές μελέτες και είχε πει ότι «αν ερχόταν κάποιος το 1914 και μου έλεγε ότι μια ευρωπαϊκή χώρα θα επιχειρούσε να εξολοθρεύσει τους Εβραίους, θα του είχα πει: “Δεν εκπλήσσει και κανέναν η αθλιότητα στην οποία μπορούν να πέσουν οι Γάλλοι”»25. Ο Μπάουερ επισημαίνει ότι, αν υπάρχει κάτι εγγενώς γερμανικό σχετικά με το Ολοκαύτωμα, αυτό δεν βρίσκεται στην επιχειρηματολογία ή στην ιδεολογία της γερμανικής φιλολογίας του δέκατου ένατου αιώνα, αφού η αντίστοιχη φιλολογία άλλων ευρωπαϊκών χωρών διαπνεόταν εξίσου από ένα πνεύμα βιαιότητας και δριμύτητας. Αν υπάρχει κάτι εγγενώς γερμανικό σ’ αυτό το φονικό, θα πρέπει να το αναζητήσουμε στη δεκτικότητα των Γερμανών απέναντι στον εξαιρετικά αυταρχικό χαρακτήρα του Ναζιστικού Κόμματος, του Χιτλερικού κράτους. Όμως ο Μπάουερ δεν σταμάτησε εκεί. Πέρασε και σε πιο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. «Δεν φταίει ο Γκολντχάγκεν», είπε στο ακροατήριο. «Ο καθηγητής του φταίει! Δεν μπορείς να εγκρίνεις μια μελέτη χωρίς συγκριτικά στοιχεία, μια μελέτη που αγνοεί παντελώς τη γερμανική Ιστορία, που αγνοεί την αντιπολίτευση – τους σοσιαλδημοκράτες, τους κομουνιστές. Άμα διαβάσεις τον Γκολντχάγκεν, έχεις την εντύπωση πως ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές! Στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές οι Ναζί είχαν κερδίσει το 33% των ψήφων! Εξήντα επτά τοις εκατό δεν ψήφισαν τους Ναζί. Ήρθαν στην εξουσία ακριβώς επειδή έχασαν σ’ εκείνες τις εκλογές, επειδή δεν φαίνονταν πια επικίνδυνοι στη συντηρητική καμαρίλα γύρω απ’ τον ξεμωραμένο πρόεδρο Χίντενμπουργκ.»26
Έχοντας υποβιβάσει τον Γκολντχάγκεν στο επίπεδο του πεισματάρη φοιτητή που παραπλανήθηκε από τους καθηγητές του, ο Μπάουερ συνέχισε την επίθεση του, σύμφωνα με τον Ροζενμπάουμ, αυτή τη φορά επικρίνοντας προσωπικά τον Γκολντχάγκεν, χωρίς το πρόσχημα ότι έφταιγε ο καθηγητής του. Ο Μπάουερ επισήμανε ότι μπροστά στο Ολοκαύτωμα: «πρέπει να διακρίνεται κανείς από μετριοφροσύνη κι όχι να αρχίζει αμέσως τις δημόσιες σχέσεις»27.
Μετά τον λόγο πήρε ο Christopher Browning (1944 – ). Ο υπότιτλος του βιβλίου του Γκολντχάγκεν — «Οι Καθημερινοί (Συνηθισμένοι) Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα» (Ordinary Germans and the Holocaust) — είναι μια σκόπιμη ειρωνική αναφορά στον τίτλο του βιβλίου του Κρίστοφερ Μπράουνινγκ «Ordinary Men: Police Reserve Battalion 101 and the Final Solution in Poland» που εξέδωσε το 1992. Ο Μπράουνινγκ είναι ο πρώτος ιστορικός που στρέφει την μελέτη της Τελικής Λύσης από τον στενό κύκλο των εντολοδόχων του Χίτλερ, στους εκτελεστές, και από τα στρατόπεδα εξόντωσης και τις δολοφονίες βιομηχανικής κλίμακας, σε ένα άλλο θεσμό μαζικής εξόντωσης – των αστυνομικών ταγμάτων28. Ο Μπράουνινγκ στο βιβλίο του παρουσιάζει τα ευρήματα της περιπτωσιολογικής μελέτης του για τα μέλη του «Αστυνομικού Τάγματος Εφέδρων 101», οι οποίοι είχαν σκοτώσει ή συμμετάσχει στη δολοφονία πάνω από 83 χιλιάδων Εβραίων29. Το 1987 ο Μπράουνινγκ μελέτησε στα αρχεία της Εισαγγελίας του Κράτους στο Αμβούργο, το υλικό των ανακρίσεων 210 πρώην μελών του τάγματος30. Ο Μπράουνινγκ διάβασε στις απολογίες ότι από την διοίκηση είχε δοθεί η δυνατότητα, σε όποιον το επιθυμούσε, να μη μετέχει στις εκτελέσεις. Από τα 500 άτομα που αριθμούσε το τάγμα, για παράδειγμα, στην πρώτη αποστολή εκτέλεσης στο χωριό Γιόζεφοφ, μόλις 13 άτομα, αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του ταγματάρχη Τραπ. Οι υπόλοιποι συμμετείχαν στην μαζική δολοφονία 1 500 ηλικιωμένων και γυναικόπαιδων. Ψάχνοντας την απάντηση στην ερώτηση γιατί αφού τους προσφέρθηκε η ευκαιρία να μην σκοτώσουν Εβραίους αμάχους, παρόλα αυτά η πλειοψηφία των αστυνομικών το έκαναν, ο Μπράουνινγκ στράφηκε στα πειράματα των ψυχολόγων Stanley Milgram (1933 – 1984) και Philip Zimbardo (1933 – )31. Ο Μπράουνινγκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκτελεστές δεν ήταν παρά «συνηθισμένοι άνθρωποι» όσον αφορούσε τα επαγγελματικά, πνευματικά και ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά, οι οποίοι πρόθυμα εκτελούσαν εντολές, μεταθέτοντας την ευθύνη των συνεπειών των πράξεών τους στους ανωτέρους. Οι άνδρες του Αστυνομικού Τάγματος 101 συμπεριφέρθηκαν «κανονικά» στο πλαίσιο της δυναμικής της ομάδας, λειτούργησαν δηλαδή όπως θα περίμενε κανείς υπό όρους κοινωνικής πίεσης, υπακοής στην εξουσία, ανάληψης ρόλων. Έκτοτε το «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» είναι ένας όρος που καθιερώθηκε στη γλώσσα της Ιστορικής Έρευνας για θέματα που αφορούν δράστες του Ολοκαυτώματος.

Τον Ιούλιο του 1992 στο περιοδικό «The New Republic»32 ο Γκολντχάγκεν είχε ασκήσει έντονη κριτική στον Μπράουνινγκ, τον οποίο κατηγορούσε ότι είχε ξεγελαστεί από τις μεταπολεμικές, απολογητικές μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν κατηγορηθεί για τη διάπραξη μαζικών εγκλημάτων, κι έτσι πίστεψε ότι δυσκολεύτηκαν να κάνουν το βήμα που θα τους μετέτρεπε από «συνηθισμένους ανθρώπους» σε φονιάδες. Ο Γκολντχάγκεν υποστήριζε ότι τον πιο αποφασιστικό ρόλο για όσα έπραξαν αυτοί οι φονιάδες τον έπαιξε η γερμανική τους ταυτότητα και όχι το γεγονός ότι ήταν απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι. Το 1996 στο δικό του βιβλίο ο Γκολντχάγκεν ανάμεσα στους θεσμούς μαζικής εξόντωσης που εξετάζει αφιερώνει το τρίτο μέρος στα Αστυνομικά Τάγματα και πιο αναλυτικά μελετά την περίπτωση του Αστυνομικού Τάγματος Εφέδρων 101, δηλαδή του ίδιου που είχε μελετήσει και ο Μπράουνινγκ. Οι δύο ερευνητές χρησιμοποιώντας τις ίδιες απολογητικές μαρτυρίες των αυτουργών, τις ίδιες πηγές κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Στο συμπόσιο του Αμερικανικού Μουσείου Ολοκαυτώματος, ο Μπράουνινγκ είχε την ευκαιρία να αντικρούσει τα επιχειρήματα του Γκολντχάγκεν και να επαναλάβει την δική του ερμηνεία33. Ωστόσο όπως θα παρατηρήσει ο Ροζενμπάουμ, ο Μπράουνινγκ στην τοποθέτησή του εστίασε στο μεταξύ τους ζήτημα και όχι στα κίνητρα του Γκολντχάγκεν, στην παρουσίαση του βιβλίου του ή στην υπερβολική προβολή που του είχε γίνει34.
Στη Γερμανία το βιβλίο του Γκολντχάγκεν θεωρήθηκε ως προσβολή για τον εθνικό χαρακτήρα των Γερμανών. Χιλιάδες άνθρωποι – οι περισσότεροι από τους οποίους τότε δεν είχαν ακόμη διαβάσει το βιβλίο και, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε επιστημονικές αναλύσεις του ναζισμού και της «Τελικής Λύσης» – συνέρρεαν στις δημόσιες συζητήσεις όπου ο Αμερικανός συγγραφέας αντέκρουε ακαδημαϊκούς επικριτές του. Μερικές από αυτές τις συζητήσεις επί γερμανικού εδάφους μαγνητοσκοπήθηκαν και προβλήθηκαν στην τηλεόραση με εντυπωσιακά ποσοστά θεαματικότητας. Ο Ίαν Κέρσοου αναφέρει ότι σε ένα ταξίδι του στη Γερμανία είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μία τέτοια τηλεοπτική αντιπαράθεση. Να πως μας την περιγράφει: «Στο τηλεοπτικό πλατό, ο καλοντυμένος, ευγενέστατος και φωτογενής νεαρός επίκουρος καθηγητής του Χάρβαρντ ήταν καθισμένος απέναντι σε ένα “εκτελεστικό απόσπασμα” βλοσυρών κριτικών – ανάμεσά τους μερικοί υπέρβαροι Γερμανοί καθηγητές τρομακτικής ευρυμάθειας. Ήταν λες και ο Γκολντχάγκεν δικαζόταν από μία έδρα εισαγγελέων αποφασισμένων να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση. Οι άτεγκτοι επικριτές του, συμπεριλαμβανομένων εν προκειμένω του Hans Mommsen (που κατά καιρούς αποδείχτηκε ο πιο ισχυρός ανταγωνιστής του Γκολντχάγκεν) και του Ignaz Bubis, επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας της Γερμανίας, κατέρριψαν, κατά τη γνώμη μου (και τη γνώμη των Γερμανών φίλων μου που παρακολουθούσαν την εκπομπή μαζί μου), την επιχειρηματολογική βάση του Γκολντχάγκεν με ένα μπαράζ τεκμηριωμένων επιθέσεων. Ο Γκολντχάγκεν, που μιλούσε στα αγγλικά για να αποφύγει τα όποια γλωσσικά ατοπήματα σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, έδινε κατ’ εμέ ανεπαρκείς, χλιαρές απαντήσεις. Θεωρώ πως για ένα τόσο εμπρηστικό, προκλητικό, άκρως αμφιλεγόμενο βιβλίο, ο Γκολντχάγκεν υπερασπιζόταν ισχνά το έργο του, καταφεύγοντας συχνά σε επεξηγήσεις τις οποίες δεν δικαιολογούσε το κείμενο ή σε ισχυρισμούς περί παρανοήσεων από μέρους των επικριτών του. Μπορεί να απέτυχε να κατατροπώσει τους επικριτές του, δεν είχε όμως καμιά σημασία – όσο συνεχίζονταν οι αντιπαραθέσεις, τόσο μεγαλύτερη υποστήριξη εισέπραττε ο Γκολντχάγκεν από το κοινό. Αυτό ίσχυε κυρίως για τους νεότερους σε ηλικία Γερμανούς.»35

Το πρώτο τιράζ της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου του Γκολντχάγκεν εξαντλήθηκε πριν καν φτάσει στα βιβλιοπωλεία, στα τέλη του καλοκαιριού του ‘96. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η γερμανική έκδοση, το Der Spiegel στο τεύχος 21/1996 είχε αφιερώσει σχεδόν τριάντα σελίδες36, υπό τον τίτλο «Ένας Λαός Δαιμόνων;» (Ein Volk von Dämonen?) σε μια συζήτηση γύρω από την αγγλόφωνη έκδοση του βιβλίου του Γκολντχάγκεν. Ο τίτλος ήταν ο ίδιος που χρησιμοποιούσε και ο Χίτλερ για να περιγράψει τους Εβραίους —, υπονοώντας ότι ο Γκολντχάγκεν χρησιμοποιούσε την ίδια ρητορική περί συλλογικής, εγγενούς δαιμονικής κακίας. Το εξώφυλλο του περιοδικού, κάτω από ένα φωτομοντάζ με απλωμένα χέρια που ικέτευαν να σφίξουν το χέρι του Χίτλερ, απεικόνιζε στο φόντο την «πύλη του θανάτου» του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, με τη λεζάντα: «Νέα Διαμάχη περί Συλλογικής Ευθύνης. Οι Γερμανοί: Πρόθυμοι Συνεργοί του Χίτλερ σε Φόνο;»
Τρεις μήνες μετά από αυτό το αφιέρωμα, πάλι στο Der Spiegel, δημοσιεύτηκε κι άλλο κύριο άρθρο που αυτή την φορά είχε σχέση με την έκδοση της γερμανικής μετάφρασης του βιβλίου του Γκολντχάγκεν και τη διαφημιστική καμπάνια στη Γερμανία. Σ’ αυτό αναφέρονταν ορισμένες σημαντικές αλλαγές που είχαν γίνει στη γερμανική μετάφραση του βιβλίου του Γκολντχάγκεν – ορισμένες φράσεις – κλειδιά είχαν αμβλυνθεί σημαντικά και, πρώτ’ απ’ όλα, ο τίτλος του βιβλίου. Ο αυθεντικός αγγλικός τίτλος «Hitler’s willing Executioners: Ordinary Germans and the Holocaust» στα γερμανικά αποδίδεται ως «Hitlers willige Vollstrecker: Ganz gewöhnliche Deutsche und der Holocaust». Η αγγλική λέξη «Executioners» θα έπρεπε να αποδοθεί με τη λέξη «Scharfrichter» που σημαίνει εκτελεστής με την έννοια του δήμιος. Αντι αυτού επιλέχτηκε η λέξη «Vollstrecker» που πλησιάζει νοηματικά περισσότερο στην έννοια των εκτελεστών κάποιας διαθήκης ή κληρονομιάς. Σύμφωνα με το Der Spiegel ο όρος «εκτελεστής διαθήκης» τους παρουσιάζει σαν ουδέτερους κλητήρες: ο εκτελεστής μιας διαθήκης πλησιάζει περισσότερο νοηματικά στους «κοινότυπους (μπανάλ) γραφειοκράτες» της Άρεντ που εκτελούν εντολές, παρά στους δράστες που περιγράφει ο Γκολντχάγκεν, ως αιμοδιψείς ζηλωτές των βασανιστηρίων και των εγκλημάτων. Η ελληνική μετάφραση του τίτλου: «Πρόθυμοι Δήμιοι: Οι Εκτελεστές του Χίτλερ. Οι Καθημερινοί Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα» από τον Τάσο Ρόκα αποδίδει σωστά την έννοια του αγγλικού πρωτοτύπου.
Άλλες αλλαγές ανάμεσα στις πολλές που επισημαίνει το περιοδικό είναι και οι παρακάτω: «Η γερμανική αντίληψη περί Εβραίων στον εικοστό αιώνα» του αγγλικού πρωτοτύπου έχει μεταφραστεί στα γερμανικά ως «η καθιερωμένη αντίληψη στον εικοστό αιώνα». Η απέλαση μισού εκατομμυρίου Εβραίων από τη Γερμανία στην αγγλική έκδοση χαρακτηρίζεται ως «η πιο ακραία πράξη στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης, σε μια περίοδο αιώνων». Στη γερμανική έκδοση είναι «η πιο ακραία πράξη στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης σε μια περίοδο δεκαετιών» – κάτι εντελώς διαφορετικό. Επιπλέον, η αγγλική έκδοση μας λέει ότι «ολόκληρη η γερμανική ελίτ αποδέχτηκε πρόθυμα τα εξοντωτικά, αντισημιτικά μέτρα». Στη γερμανική έκδοση οι εκπρόσωποι της γερμανικής ελίτ απλώς «υποχρεώθηκαν» να τα αποδεχτούν37.
Η προβολή από τα ΜΜΕ, του βιβλίου του Γκολντχάγκεν, θυμάται ο Κέρσοου, ήταν κάτι το εκπληκτικό – και μάλιστα για ένα βιβλίο που είχε προκύψει από διδακτορική διατριβή. Δεν άργησε να στηθεί μια ολόκληρη «βιομηχανία Γκολντχάγκεν» με άρθρα, κριτικές, ακόμη και βιβλία για το βιβλίο του38. Ένα από αυτά τα βιβλία είναι το «A Nation on Trial: The Goldhagen Thesis and Historical Truth» των Norman G. Finkelstein και Ruth Bettina Birn.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου υπάρχει το δοκίμιο του Finkelstein: «Daniel Jonah Goldhagen’s “Crazy” Thesis: A Critique of Hitler’s Willing Executioners», στο οποίο ο Νεοϋορκέζος πολιτικός επιστήμονας υποστηρίζει ότι το βιβλίο του Γκολντχάγκεν: «…δεν προσθέτει τίποτα στην τρέχουσα κατανόησή μας για το ναζιστικό Ολοκαύτωμα… Βρίθοντας από εξόφθαλμες παρερμηνείες της ήσσονος βιβλιογραφίας και από εσωτερικές αντιφάσεις, το βιβλίο του Γκολντχάγκεν δεν έχει καμία αξία ως επιστημονικό εγχειρίδιο.»39 Αυστηρή κριτική στον Γκολντχάγκεν έκανε και η Birn, η οποία στο παρελθόν είχε θητεύσει επί σειρά ετών στην Κεντρική Υπηρεσία της Κρατικής Διοίκησης Δικαιοσύνης στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου ο Γκολντχάγκεν εκπόνησε το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του. Στο δικό της δοκίμιο με τον τίτλο «Revising the Holocaust» η Birn καταπιάστηκε με το επιχείρημα του Γκολντχάγκεν εκεί όπου φαινόταν πιο άτρωτος σε επικρίσεις: στην ανάλυσή του υλικού από τις δίκες των εκτελεστών του «Αστυνομικού Τάγματος Εφέδρων 101». Σε μια σφοδρή επίθεση, στρεφόμενη όχι μόνο κατά της ουσίας της επιχειρηματολογίας του Γκολντχάγκεν, αλλά και κατά της μεθόδου του, η Birn κατηγόρησε τον Αμερικανό συγγραφέα, μεταξύ άλλων, για μονόπλευρη χρήση των στοιχείων από τις δίκες προκειμένου να υποστηρίξει τις υποκειμενικές, κατά συμπερασμό γενικεύσεις του. Αποδύθηκε μάλιστα στη συστηματική υπονόμευση του τρόπου με τον οποίο ο Γκολντχάγκεν χρησιμοποίησε τις πηγές, για να στερήσει από το βιβλίο του κάθε αξίωση εγκυρότητας ως ερμηνεία του Ολοκαυτώματος. «Το βιβλίο, ως έχει» κατέληξε χωρίς περιστροφές η Birn «ικανοποιεί μόνον εκείνους που επιζητούν απλοϊκές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, εκείνους που αποζητούν την ασφάλεια των προκαταλήψεων… Δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να πετύχει μια επαγγελματική αμερικανική στρατηγική μάρκετινγκ, αλλά μέχρι σήμερα, αυτό το βιβλίο δεν έχει κάνει σχεδόν καμία εισβολή στον ακαδημαϊκό χώρο. Το μάρκετινγκ του αποτελεί πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα. Όταν η ιστορική ατζέντα μπορεί να υπαγορεύεται από τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ, οι επαγγελματίες ιστορικοί πρέπει να ανταποκριθούν.»40
Στη σφοδρή κριτική των Finkelstein και Birn ακολούθησε εξίσου οργισμένη αντίδραση από τον Γκολντχάγκεν με απαξιωτικά λόγια προς τον πρώτο και με απειλές για αγωγή προς τη δεύτερη. Παρόλα αυτά καταξιωμένοι ιστορικοί εκτίμησαν θετικά το βιβλίο – απάντηση «A Nation on Trial: The Goldhagen Thesis and Historical Truth». Ανάμεσά τους οι: Eric Hobsbawm, Arno Mayer, Ian Kershaw, Christopher Browning, Pierre Vidal-Naquet, Volker R. Berghahn41.
Όπως είχε προβλέψει ο Κέρσοου, το βιβλίο του Γκολντχάγκεν τελικά σε βάθος χρόνου δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σοβαρή και διαρκώς βαθύτερη επιστημονική έρευνα για το Ολοκαύτωμα, αλλά θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι έδωσε ώθηση σε νέες έρευνες και μάλιστα Γερμανών μελετητών, γύρω από τον αντισημιτισμό. Φυσικά ο αντισημιτισμός εξακολουθεί να θεωρείται μια αναγκαία μεν, ανεπαρκής δε αιτία του Ολοκαυτώματος, ωστόσο καταβάλλονται πλέον μεγάλες προσπάθειες να κατανοήσουμε λεπτομερέστερα από ό,τι στο παρελθόν πώς διείσδυσε ο φονικός αντισημιτισμός στη γερμανική κοινωνία ακόμα και πριν από την ιλιγγιώδη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία42.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
- Το 1998 θα εκδοθεί και στα ελληνικά με τίτλο: «Πρόθυμοι Δήμιοι: Οι Εκτελεστές του Χίτλερ. Οι Καθημερινοί Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα» σε μετάφραση Τάσου Ρόκα από τις εκδόσεις «Terzo Books».
- GOLDHAGEN D. – J., 1998, σσ. 27 – 28
- Πάλι εκεί, σ. 28
- Πάλι εκεί, σ. 122
- Πάλι εκεί, σσ. 228 – 231
- Πάλι εκεί, σ. 29
- Πάλι εκεί, σσ. 498 – 506
- Πάλι εκεί, σ. 506
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 556
- GOLDHAGEN D. – J., 1998, σ. 515
- Πάλι εκεί, σ. 516
- Πάλι εκεί, σ. 122
- Πάλι εκεί, σ. 61
- GOLDHAGEN D. – J., 1998, σσ . 579 – 580
- Kershaw I., 2012, σ. 520
- GOLDHAGEN D. – J., 1998, σ. 187
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 550
- Πάλι εκεί, σ. 551
- GOLDHAGEN D. – J., 1998,σ. 598
- Kershaw I., 2012, σ. 516
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 554
- Πάλι εκεί, σσ. 556 – 557
- Πάλι εκεί, σ. 554
- Πάλι εκεί, σ. 557
- ROSENBAUM R., 2006, σσ. 557 – 558
- Πάλι εκεί, σ. 558
- Πάλι εκεί, σ. 559
- Η Αστυνομία Τάξης (Ordnungspolizei ή Orpo) αποτελούνταν από την Ένστολη Αστυνομία (Schutzpolizei ή Schupo) στην οποία υπάγονταν διοικητικά τα αστυνομικά τάγματα και την Gendarmerie (Αγροτική Αστυνομία). Ο συνολικός αριθμός της δύναμης της Αστυνομίας Τάξης αυξήθηκε από 131.000 αξιωματικούς και άνδρες, που ήταν στις παραμονές του πολέμου, το 1939, σε 310.000 στις αρχές του 1943, 132.000 από τους οποίους (ή ποσοστό 42%) ήταν έφεδροι. Σύμφωνα με την αρχική τους σύλληψη το 1939, αποστολή τους ήταν η αστυνόμευση, η φρούρηση, η ρύθμιση της κυκλοφορίας, η φύλαξη εγκαταστάσεων και η παροχή βοήθειας για τη μετακίνηση πληθυσμών στις κατεχόμενες χώρες, όπως στην Πολωνία το 1940. Μαζί με την αύξηση του μεγέθους της και τις νέες ανάγκες για την αστυνόμευση περιοχών όπου κατοικούσαν «κατώτερες φυλές», η Αστυνομία Τάξης επιφορτίστηκε με νέα καθήκοντα, όπως η καταπολέμηση των παρτιζάνων, η μεταφορά πληθυσμιακών ομάδων και, παρόλο που δεν αναφέρεται στις σχετικές οργανωτικές εκθέσεις, η εξόντωση πολιτών, πρώτιστα και κύρια Εβραίων. Από τις εξελίξεις αυτές προέκυψε ένας θεσμός που στα 1942 είχε εντελώς διαφορετική μορφή από ό,τι προπολεμικά. Στα αστυνομικά τάγματα και τα αστυνομικά τάγματα εφέδρων υπηρετούσαν κατά μέσο όρο 500 άνδρες. Η Αστυνομία Τάξης γενικά, και ειδικότερα οι έφεδροι της αστυνομίας που επάνδρωσαν τα αστυνομικά τάγματα δεν ανήκαν στους επίλεκτους θεσμούς. Το ηλικιακό προφίλ ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστο για στρατιωτικό σώμα. Οι άνδρες ήταν ασυνήθιστα ηλικιωμένοι για να ανήκουν σε στρατιωτικούς θεσμούς. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί πατεράδες. Η εκπαίδευση ήταν ανεπαρκής. Μεγάλο τμήμα των ανδρών που επιλέγονταν είχε καταφέρει να γλιτώσει την αμιγώς «στρατιωτική» θητεία (είτε στα Ες Ες είτε στον τακτικό στρατό), πράγμα που πρόδιδε ελάχιστη διάθεση για στρατιωτική πειθαρχία. Τα αστυνομικά τάγματα δεν ήταν αμιγώς «ναζιστικοί» θεσμοί. Οι άνδρες τους δεν πίστευαν ιδιαίτερα στο ναζισμό, πέρα από το γεγονός ότι, κατά μία ευρεία έννοια, ήταν εκπρόσωποι της ναζιστικής κοινωνίας. Τα αστυνομικά τάγματα υπήρξαν ο κλάδος εκείνος της Αστυνομίας Τάξης που ενεπλάκησαν με τον πλέον άμεσο τρόπο στη γενοκτονία. Αντίθετα με άλλα τμήματά της, μετακινούνταν από τη μια περιοχή στην άλλη, πράγμα που τα καθιστούσε ένα εύχρηστο, γενικό όργανο για την υλοποίηση των πολιτικών γενοκτονίας.
- Το «Αστυνομικό Τάγμα Εφέδρων 101» υποδιαιρούνταν στην επιτελική διοίκηση του τάγματος και σε τρεις λόχους, ενώ η συνολική του δύναμη, με τη σταδιακή εναλλαγή των μελών του, ανερχόταν περίπου σε 500 άνδρες. Διοικητής του τάγματος ήταν ο ταγματάρχης Wilhelm Trapp, ένας πενηντατριάχρονος επαγγελματίας αστυνομικός, γνωστός και ως «Papa Trapp». Το τάγμα έφερε ελαφρύ οπλισμό, αφού κάθε λόχος διέθετε μόνο τέσσερα πολυβόλα για την ενίσχυση της δύναμης πυρός των όπλων που έφεραν οι άνδρες του. Διέθετε δικά του μεταφορικά μέσα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν φορτηγά και ποδήλατα για την πραγματοποίηση περιπολιών. Την περίοδο Ιούνιο 1942 – αρχές του 1944, το τάγμα στρατοπέδευσε στην περιοχή του Λούμπλιν. Κατά την περίοδο εκείνη, οι αξιωματικοί και οι άνδρες του αστυνομικού τάγματος 101 ασχολήθηκαν κυρίως με την επιχείρηση Aktion Reinhard, αναλαμβάνοντας αναρίθμητες αποστολές εξόντωσης Εβραίων. Συνολικά εκτέλεσαν 38 000 κυρίως γέρους, γυναίκες, παιδιά και προώθησαν 45 200 άτομα σε στρατόπεδα εξόντωσης.
- Οι ανακρίσεις έγιναν την περίοδο 1962 – 1967, και αποτέλεσαν τη βάση για την κατηγορία 14 πρώην μελών του ΑΤΕ 101 και την προσαγωγή τους σε δίκη που διεξήχθη της περίοδο Οκτώβριος 1967 – Απρίλιος 1968. Οι λοχαγοί Hoffmann και Wohlauf και ο υπολοχαγός Drucker καταδικάστηκαν σε οκτώ χρόνια φυλάκιση, ο λοχίας Bentheim σε έξι και ο λοχίας Bekemeier σε πέντε χρόνια. Ο δεκανέας Grafmann (ψευδώνυμο) και πέντε έφεδροι αστυνομικοί δεν καταδικάστηκαν, ενώ οι λοχίες Grund και Steinmetz καθώς και ο δεκανέας Mehler (ψευδώνυμο) δεν συμπεριλήφθηκαν στην ετυμηγορία, λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας τους. Ακολούθησε μια μακρά διαδικασία προσφυγών που ολοκληρώθηκε το 1972. Οι ποινές φυλάκισης του Hoffmann και Drucker μειώθηκαν σε τέσσερα και τρεισήμισι χρόνια αντίστοιχα.
- Πρώτος τον Ιούλιο του 1961, ο Αμερικανός ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram), πραγματοποίησε ένα πείραμα στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ, με σκοπό την μελέτη της αντίδρασης των ανθρώπων, όταν αυτοί καλούνται να εκτελέσουν εντολές κάποιας εξουσίας ή αυθεντίας, που έρχονται σε σύγκρουση όμως με την συνείδησή τους. Η αφορμή του πειράματος, ήταν η δίκη στην Ιερουσαλήμ, μόλις λίγους μήνες πριν, του Γερμανού εγκληματία πολέμου, Άντολφ Άιχμαν. Ο Μίλγκραμ επινόησε αυτή την ψυχολογική μελέτη για να απαντήσει στο ερώτημα: Είχαν ο Άιχμαν και οι συνεργοί του στο «Ολοκαύτωμα», αμοιβαία πρόθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους στόχους του «Ολοκαυτώματος»; Με άλλα λόγια, υπήρχε αμοιβαία αίσθηση της ηθικής μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν σ’ αυτό; Το πείραμα του Μίλγκραμ έτεινε να αποδείξει πως οι συνεργοί απλά εκτελούσαν τις εντολές, παρ’ ότι παραβίαζαν βαθύτατα τις ηθικές αρχές τους. Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ υποστήριξε πως εάν κανείς ενταχθεί σε μια κατάσταση παθητικού υποκειμένου, εάν δηλαδή εισέλθει νοητά σε μια κατάσταση κατά την οποία η προσωπική ευθύνη μεταφέρεται στο άτομο που δίνει τις διαταγές, εύκολα μπορεί να απαλλαχθεί από κάθε ευθύνη, όσο και αν αυτή αντιβαίνει της προσωπικής του συνείδησης. Δέκα χρόνια μετά, το 1971, διεξήχθη το «Πείραμα της Φυλακής του πανεπιστημίου Στάνφορντ» από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή στο τμήμα Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Τα αποτελέσματα του πειράματος φαίνεται πως καταδεικνύουν το ευεπηρέαστο και την υπακοή των ανθρώπων, όταν τους παρασχεθεί μια νομιμοποιημένη ιδεολογία καθώς και κοινωνική και θεσμική υποστήριξη.
- Goldhagen, Daniel Jonah (July 13/20, 1992). “The Evil of Banality”, Review of Christopher Browning, Ordinary Men: Police Reserve Battalion 101 and the Final Solution in Poland. The New Republic, σσ. 49–52
- Οι παρουσιάσεις τόσο του Γκολντχάγκεν όσο και του Browning, δημοσιεύτηκαν στην έκτακτη έκδοση, The «Willing Executioners»/«Ordinary Men» Debate, του United States Holocaust Memorial Museum, Washington D.C. στο: https://www.ushmm.org/m/pdfs/Publication_OP_1996-01.pdf
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 584
- Kershaw I., 2012, σ. 518
- Der Spiegel, τεύχος 21/1996, σελ. 48 – 77
- ROSENBAUM R., 2006, σ. 580
- Kershaw I., 2012, σ. 517
- Finkelstein και Birn, σ. 52
- Finkelstein και Birn, σ. 85
- Βλ. Adam Shatz, April 08, 1998, Goldhagen’s Willing Executioners. Στο: https://slate.com/news-and-politics/1998/04/goldhagen-s-willing-executioners.html#backfromnote1
- Kershaw I., 2012, σσ. 34 – 35
Βιβλιογραφία
Aly G. 2009. Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ. Ληστεία, φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδόσεις «Κέδρος»
Bauer Y., 1994. Jews for Sale? Nazi-Jewish Negotiations, 1933-1945. Yale University Press New Haven and London.
Bullock A., 2020. Хитлер и Сталин. Успоредни животописи Т.1 София: Издател Милениум
Bullock A., 2020. Хитлер и Сталин. Успоредни животописи Т.2 София: Издател Милениум
CARR E.H., 2015. Τι είναι Ιστορία; Αθήνα: Eκδόσεις Πατάκη
Dawidowicz L.S., 1975 The War Against the Jews 1933–1945. NY: OPEN ROAD, INTEGRADIA MEDIA
Evans R., 2013. Η έλευση του Γ’ Ράιχ. Αθήνα: Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
Evans R., 2014. Γ΄ Ράιχ στην εξουσία. Αθήνα: Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
Evans R., 2014. Το Γ´ Ράιχ στον πόλεμο. Αθήνα: Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
Finkelstein N. G. & Birn R. B., 1998. A Nation on Trial. The Goldhagen Thesis and Historical Truth. New York: Metropolitan Books
Finkelstein N. G., 2001. Η βιομηχανία του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Σκέψεις σχετικά με την εκμετάλλευση της εβραϊκής οδύνης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
FLEISCHER H., 2012. Οι Πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΝΕΦΕΛΗ»
Φλάισερ Χ. & Δρουμπούκη Α. Μ., 2016. Κλειώ και κλισέ: Η Γερμανία αντιμέτωπη με το «τηλεοπτικό Ολοκαύτωμα» στο Συλλογικό έργο: Εβραϊκές κοινότητες ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, 15ος-20ός αιώνας: Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός. Άννα Μαχαιρά – Λήδα Παπαστεφανάκη (επιμέλεια) Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Ιωάννινα, 21-23 Μαΐου 2015). Αθήνα: Εκδόσεις «Ισνάφι»
FERRO M., 2008. ΟΙ ΕΠΤΑ ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1918-1945). Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Fritzsche P., 2013. Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ. Αθήνα: Εκδόσεις «Θύραθεν»
Friedlӓnder, S., 2013. Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι. Αθήνα: Εκδόσεις «Πόλις»
GOLDENSOHN L., 2007. ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗ ΤΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΙΜΑΤΟΚΥΛΗΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Αθήνα: Εκδόσεις «Κέδρος»
GOLDHAGEN D. – J., 1998. ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΔΗΜΙΟΙ: ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. ΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ».
Harwood R., 2002. Лъжата за шестте милиона. София: Изд. Жар птица.
IRVING D., 2003. Ο Πόλεμος του Χίτλερ. Τόμ. 1 και 2. Αθήνα: Εκδόσεις «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
IRVING D., 2001. Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ Η TΕΛΕΥTAIA ΜΑΧΗ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ Κ., 1998. ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΔΙΑΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ» ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Στο Μνήμων Τομ. 20, σσ. 109 – 132 https://doi.org/10.12681/mnimon.668
Kershaw I., 2012. Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η «Τελική Λύση». Αθήνα: Εκδόσεις «Πατάκη» (e-book)
Kershaw I., 2016. Χίτλερ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» (e-book)
LUKACS J., 1999. Ο ΧΙΤΛΕΡ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΕΝΑΛΙΟΣ»
ΛΟΥΛΟΣ Κ., 1992. «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ «ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ». Στο Μνήμων Τομ. 14, σσ. 177-187, https://doi.org/10.12681/mnimon.184
MARABINI J., 2008. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ»
ΜΙLΖΑ P., 2004. ΟΙ ΜΕΛΑΝΟΧΙΤΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις «SCRIPTA»
Offenstadt N., Dufaud Gr., Mazurel H., 2007. Οι λέξεις του ιστορικού, Έννοιες – κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας. Αθήνα: Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
PAYNE S., 2000. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945). Αθήνα: Εκδόσεις «ΦΙΛΙΣΤΩΡ»
Postone M., 2006. Οι Ιστορικοί και το Ολοκαύτωμα. Αθήνα: Εκδόσεις «ΙΣΝΑΦΙ»
PAXTON O. R., 2006. Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Rees L., 2015. Οι Ναζί. Αθήνα: Εκδόσεις «Πατάκη»
Rees L., 2018. ХОЛОКОСТЪТ. Нова история. Поредица Хроника. София: Изд. „Прозорец“
ROSENBAUM R., 2006. ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ. Αθήνα: Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Shermer M., 2006. Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα; Ηράκλειο: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Shermer M., Grobman A., Hertzberg A., 2009. Denying History: Who Says the Holocaust Never Happened and Why Do They Say It? Berkeley: University of California Press
Traverso E., 2006. Η ιστορία ως πεδίο μάχης ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Trevor-Roper H., 2005. Χίτλερ, Οι Τελευταίες Μέρες 1945. Αθήνα: Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ
Vidal-Naquet P., 2005. Убийците на паметта. София: Изд. Критика и хуманизъм
Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, όπως κυρώθηκε με το Ν. 3003/2002, (ΦΕΚ 75, τ. Α ́)

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .