Το χρονολόγιο των μεταναστεύσεων Βουλγάρων της τουρκικής εθνοτικής ομάδας, από την Βουλγαρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878 – 1923) και Τουρκία (1923 – 1943)

Η παρακολούθηση των μεταναστευτικών κινήσεων της τουρκικής εθνοτικής ομάδας, την περίοδο 1878 – 1944, είναι ιδιαίτερα δύσκολη γιατί είναι η περίοδος εδαφικών μεταβολών που οδηγούν αναπόφευκτα και σε πληθυσμιακές μεταβολές. Ως γνωστών από τα πανάρχαια χρόνια, τα σύνορα μεταβάλλονται, συνήθως με πολέμους και τα νέα σύνορα, επικυρώνονται συνήθως με συνθήκες ειρήνης, μέχρι τον επόμενο πόλεμο όταν, έστω ένα από τα εμπόλεμα μέρη, θα επιχειρήσει ξανά να μεταβάλλει τα σύνορα υπέρ του. Θα ακολουθήσει ξανά υπογραφή νέας συνθήκης ειρήνης που είτε θα αφήνει τα σύνορα στην πρότερη θέση τους, είτε θα τα μετακινεί διασταλτικά προς την πλευρά του νικητή και ταυτόχρονα συσταλτικά προς την πλευρά του ηττημένου. Αυτή η μετακίνηση συνόρων μέσα στον ιστορικό χρόνο είναι συνεχής, όπως συνεχής είναι και η μετακίνηση πληθυσμών εντός και εκτός των νέων συνόρων. Την περίοδο του πολέμου, αλλά και της ακολουθούμενης περιόδου, της εξομάλυνσης των σχέσεων των αντιμαχόμενων πλευρών, η εξωτερική μετανάστευση είναι ακούσια (αναγκαστική) ή εκούσια (εθελοντική). Βεβαίως εάν εγκλωβιστούν μειονοτικοί πληθυσμοί στα όρια των νέων συνόρων, πολλές φορές παρατηρείται μετακίνηση αυτών των πληθυσμών, μέσα στα όρια του κράτους (εσωτερικός εκτοπισμός), με βίαιες ή ήπιες αφομοιωτικές πολιτικές. Οι πληθυσμοί των Βαλκανίων έχουν υποστεί, όλες τις παραπάνω μορφές εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστεύσεων, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων. Η τουρκική εθνοτική ομάδα της Βουλγαρίας δεν αποτελεί εξαίρεση.

Με την εισαγωγή στη Βουλγαρία του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1916, τα γεγονότα του 19ου και του 20ου αιώνα υπολογίζονται εκ νέου, με την προσθήκη 12 ημερών για τον 19ο αιώνα και 13 ημερών για τον 20ο αιώνα αντίστοιχα. Έτσι οι ημερομηνίες που θα αναφέρουμε μέχρι και το 1916 θα αναγράφονται πρώτα με το Παλαιό ημερολόγιο και μετά με το Νέο.

19 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου 1878: Στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης υπογράφεται η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου (Сан-Стефанский прелиминарный мирный договор) μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία τερμάτισε τον τέταρτο και τελευταίο, για τον 19ο αιώνα, Ρωσοτουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 – Ιανουάριος 1878). Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τη ρώσικη επιβολή της προκαταρκτικής συνθήκης ειρήνης είναι οι Βούλγαροι που βλέπουν ξαφνικά τα πιο τρελά όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά, μιας και η Ρωσία, για δικούς της στρατηγικούς σκοπούς,  με την δύναμη των όπλων επιβάλει στους Οθωμανούς να παραχωρήσουν στο βουλγάρικο πληθυσμό αυτόνομο, κράτος φόρου υποτελές στην Υψηλή Πύλη, με Χριστιανική κυβέρνηση και λαϊκή πολιτοφυλακή που θα ονομαστεί Πριγκιπάτο Βουλγαρίας (Княжество България). Η προκαταρκτική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, περιλαμβάνει συνολικά 29 άρθρα, από τα οποία τα άρθρα VI έως XI αναφέρονται στη Βουλγαρία.  Στο άρθρο VI, ορίζονται τα σύνορα του Πριγκιπάτου σε γενικές γραμμές πάνω στο συνημμένο χάρτη (βλ. χάρτη 1), ο οποίος θα χρησιμεύσει ως βάση για τη χάραξη των τελικών συνόρων. Τα σύνορα αυτά βόρεια ξεκινούν από τον Δούναβη και φτάνουν νότια μέχρι το Αιγαίο, και από τη Μαύρη θάλασσα ανατολικά μέχρι τον Δρίνο ποταμό, δυτικά. Εκτός δηλαδή, από τη σημερινή Βουλγαρία, περιλαμβάνουν τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης από την Δυτική Θράκη, τη μετέπειτα Ελληνική Μακεδονία, πλην Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και Κοζάνης, ολόκληρη τη σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα, μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας (όπως η Κορυτσά). Περίπου αυτά ήταν τα εδάφη που κατείχε το μεσαιωνικό βουλγαρικό βασίλειο, την εποχή του Συμεών Α’ (893-927). Στην λογική της ιστορικής συνέχειας του βουλγαρικού έθνους από το μεσαιωνικό «Πρώτο Βουλγάρικο Κράτος» (681 – 1018), και «Δεύτερο Βουλγάρικο Κράτος» (1185-1396), στην τουρκοκρατία και από εκεί στη παλιγγενεσία του έθνους έστω, και μέσω της ευγενικής χορηγίας των αδελφών Ρώσων, με την Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου, οι Βούλγαροι θα κάνουν αλλεπάληλες προσπάθειες, από το 1878 μέχρι το 1944, το κράτος τους να «τεντωθεί» για να καλύψει το αλύτρωτο έθνος – πραγματικό ή φανταστικό μέσα στα 170 000 τ. χλμ. που τους εξασφάλιζε η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου.

Χάρτης 1: Το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας με βάση τον συνημμένο χάρτη του άρθρου VI της προκαταρκτικής συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου (19.2/3.3 1878)

1

Χάρτης 2: Το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου (19.2/3.3 1878) και της συνθήκης του Βερολίνου (1/13.7.1878)

2

Πηγή: CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=490211

1/13 Ιουνίου – 1/13 Ιουλίου 1878: Δεν είχε ακόμη στεγνώσει το μελάνι της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου και θα ακολουθήσει μετά από τρεις μήνες, το Συνέδριο του Βερολίνου, (1/13 Ιουνίου – 1/13 Ιουλίου 1878) που θα καταλήξει την τελευταία ημέρα των εργασιών του στην υπογραφή της ομώνυμης  Συνθήκης του Βερολίνου. Σε αυτό το Συνέδριο – του Βερολίνου και με αυτή τη Συνθήκη – του Βερολίνου, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστροουγγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία την Ιταλία, τη Ρωσία από τη μία μεριά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την άλλη, χαράσσονται τα βαλκανικά σύνορα, που με ελάχιστες τροποποιήσεις θα μείνουν αναλλοίωτα για τα επόμενα περίπου 35 χρόνια. Η Συνθήκη του Βερολίνου περιλαμβάνει συνολικά 64 άρθρα. Τα άρθρα από 1 έως 12 της Συνθήκης αναφέρονται στην ίδρυση του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, ενώ τα άρθρα 13 έως 21 στην ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας ως μιας νέας Οθωμανικής επαρχίας (βλ. χάρτη 2).

Το  Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας ως αυτόνομο κράτος φόρου υποτελές στην Υψηλή Πύλη, έχει συνολική έκταση 62 140 τ. χλμ. Στα ανατολικά το Πριγκιπάτο συνορεύει με τη Μαύρη Θάλασσα, στα νότια τα σύνορα με την Ανατολική Ρωμηλία περνούν κυρίως κατά μήκος της κορυφογραμμής της οροσειράς του Αίμου (Стара планина) και στην κορυφή Косица κατεβαίνουν στα νότια μεταξύ της πόλης Пирдоп και του χωριού Душанци μέχρι τον ποταμό Тополница, διασχίζουν το δάσος Ихтиманска Средна гора, περνούν ανάμεσα από την πόλη Ихтиман και το χωριό Вакарел και κατά μήκος της λεκάνης απορροής μεταξύ των ποταμών Искър και Марица και στη συνέχεια, ως σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά μήκος της λεκάνης απορροής των ποταμών Ρίλα (Рилска река) και Бистрица, στην οροσειρά Рила, φτάνουν στην κοιλάδα του ποταμού Струма. Από εκεί, τα σύνορα ανεβαίνουν στην κορυφογραμμή του βουνού Влахина και κατευθύνονται βορειοδυτικά κατά μήκος της κορυφογραμμής του βουνού Осогово, στη συνέχεια κατά μήκος της λεκάνης απορροής μεταξύ των ποταμών Струма και Морава και μετά κατά μήκος της λεκάνης απορροής του ποταμού  Ерма, διασχίζουν την κοιλάδα του ποταμού Нишава, δυτικά του Цариброд. Στη συνέχεια, τα σύνορα φτάνουν σε ευθεία γραμμή προς το βουνό Видлич και από εκεί πάλι σε ευθεία γραμμή φτάνουν στην κορυφογραμμή της Стара планина, δυτικά της κορυφής Сребърна глава. Στη συνέχεια, τα σύνορα περνούν κατά μήκος της κορυφογραμμής της Стара планина και δυτικά της πόλης Кула, διασχίζουν τον ποταμό Тимок στη συμβολή του με τον Δούναβη. Τα βόρεια σύνορα με τη Ρουμανία ακολουθούν την πορεία του Δούναβη και στη συνέχεια διασχίζουν τα χερσαία σύνορα ανατολικά της πόλης Силистра έως τη Μαύρη Θάλασσα νότια της πόλης Мангалия.

Η  Ανατολική Ρωμυλία ως αυτόνομη Οθωμανική επαρχία καλύπτει έκταση 35 845 τ. χλμ. Στα ανατολικά, η περιοχή συνορεύει με τη Μαύρη Θάλασσα. Τα σύνορα με το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας περνούν βόρεια κατά μήκος της κορυφογραμμής της Стара планина, κατεβαίνουν μεταξύ Пирдоп και Душанци μέχρι τον ποταμό Тополница, περνούν ανάμεσα από την πόλη Ихтиман και το χωριό Вакарел και φτάνουν στην οροσειρά της Ροδόπης, ανατολικά της πόλης Самоков. Τα νότια σύνορα περνούν κατά μήκος των βόρειων πλαγιών της Ροδόπης μέχρι τον ποταμό  Арда, διασχίζουν τον ποταμό Марица (Έβρο) πάνω από την πόλη Τζισρ-ι Μουσταφαπασά (σημερινό Свиленград) και κατά μήκος των βόρειων πλαγιών του ορεινού όγκου Странджа φτάνουν στη Μαύρη Θάλασσα βόρεια του Βασιλικού (σημερινό Царево).

Μετά το λήξη του Ρωσσοτουρκικού πολέμου, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1878,  Πομάκοι της Ροδόπης, μαζί με Τούρκους πρόσφυγες και τη συμμετοχή υπολειμμάτων του στρατού του Σουλεϊμάν Πασά, ξεκινούν ένοπλο αγώνα κατά της ρωσικής διοίκηση και των αποφάσεων του Αγίου Στεφάνου. Ανάμεσα στους οργανωτές της εξέγερσης είναι και ο πρώην Βρετανός πρόξενος στη Βάρνα (πράκτορας του Στέμματος) και τώρα αξιωματικός του Οθωμανικού στρατού Stanislas Saint Clair, μάλιστα στη εξέγερση δόθηκε το όνομά του – Сенклеровия бунт. Με τη βρετανική υποστήριξη, η οθωμανική διπλωματία χρησιμοποίησε την εξέγερση ως επιχείρημα για την αναθεώρηση των συνόρων στη Θράκη που επέβαλε η προσωρινή Συνθήκη Ειρήνης του Αγίου Στεφάνου. Έτσι στο Συνέδριο του Βερολίνου αποφασίζεται η περιοχή του Смолян να παραμείνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά όχι και η περιοχή του Кърджали – αυτή περνά στην Ανατολική Ρωμυλία. Μέχρι τον Οκτώβριο, η εξέγερση καταστέλλεται από τα ρωσικά στρατεύματα με τη βοήθεια βουλγαρικών αποσπασμάτων με επικεφαλής τον Καπετάνιο Πέτκο Βοϊβόντα (Капитан Петко войвода). Όμως μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, νοτίως του Πλόβντιφ, στην περιοχή του άλλοτε διοικητικού κέντρου και το 1877 πυρπολημένου χωριού –  Тъмръш, σε μία ομάδα 21 χωριών της περιοχής γύρω από την κοίτη του ποταμού Въча ανακηρύσσεται η λεγόμενη «Δημοκρατία του Ταμράς» („Тъмръшка република”). Ο ηγέτης της «Δημοκρατίας» είναι ο Πομάκος Ахмед ага Караходжов, γνωστός και ως „Тъмръшлията“. Τα «ανυπότακτα» χωριά („непокорените” села)   αρνούνται να πληρώνουν φόρους στην διοίκηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και περιορίζουν την πρόσβαση στην περιοχή.

Χάρτης 3: Η «Δημοκρατία του Ταμράς»(1879-1886)

3

Πηγή: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=16756001

16/28 Απριλίου 1879: Στο Τύ(ά)ρνοβο (Търново), στην μεσαιωνική πρωτεύουσα  του «Δεύτερου Βουλγαρικού Κράτους», ψηφίζεται το Σύνταγμα του Πριγκιπάτου Βουλγαρίας, από την Συντακτική συνέλευση. Θα μείνει γνωστό και ως Σύνταγμα του Τυρνόβου (Търновска конституция)

4

КОНСТИТУЦИЯ НА БЪЛГАРСКОТО КНЯЖЕСТВО

(Приета на 16.04.1879 г.)

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Глава II

КАКВА Е КНЯЖЕСКАТА ВЛАСТЬ И КАКВИ СЪ НЕЙНИТЕ ПРЕДЕЛИ 

  1. Българското Княжество е монархия наследственна и конституционна, съ народно представителство.
  2. Князьтъ е Върховенъ представитель и глава на Държавата.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

  1. Лицето на Княза е свещенно и неприкосновенно.
  2. Законодателната власть принадлежи на Князя и на народното представителство.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

  1. Испълнителната власть принадлежи Князю; всите органи на тая власть действуватъ отъ негово име и подъ неговъ върховенъ надзоръ.
  2. Съдебната власть въ всичката нейна ширина принадлежи на съдебните места и лица, които действоватъ отъ името на Князя. Отношенията на Князя къмъ тия места и лица се определяватъ чрезъ особни наредби.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Глава IХ

ЗА ВЕРАТА 

  1. Господствующа въ Българското Княжество вера е Православно-Християнската отъ Источно Исповедание.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  1. Християнете отъ неправославно исповедание и друговерците, бил природни подданници на Българското Княжество, било приети въ подданство, а така също и чужденци, които постоянно или само временно живеятъ въ България, ползуватъ се съ свобода на вероисповеданието си, стига испълнението на техните обреди да не нарушава съществующите закони.
  2. Поради религиозни убеждения никой не може да отбегнува отъ испълнението на дейсвующите и задължителни за всекого закони.
  3. Църковните работи на християне отъ неправославно исповедание и на друговерци, управляватъ се отъ техните духовни власти, но подъ върховний надзоръ на надлежний министръ, споредъ законите, които ще се издадътъ за тоя предметъ.

Το Βουλγάρικο Πριγκιπάτο είναι κληρονομική και συνταγματική μοναρχία, με λαϊκή αντιπροσώπευση (άρθρο 4). Ο Πρίγκιπας είναι ο Ανώτατος αντιπρόσωπος και αρχηγός του κράτους (άρθρο 5). Το πρόσωπό του Πρίγκιπα χαρακτηρίζεται ιερό και απαραβίαστο (άρθρο 8).  Ο Πρίγκιπας ασκεί την εκτελεστική εξουσία δια των οργάνων εξουσίας, που ενεργούν εξ ονόματός του και υπό την επίβλεψή του, (άρθρο 12),  ενώ τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή (άρθρο 9). Η δικαστική εξουσία ανήκει στο δικαστικό σώμα το οποίο ενεργεί εξ ονόματος του Πρίγκιπα (άρθρο 13).

Υιοθετείται το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής. Το δικαίωµα του εκλέγειν έχουν οι άνδρες που έχουν κλείσει το 21ο έτος της ηλικίας τους, ενώ του εκλέγεσθαι οι εγγράμματοι άνδρες που έχουν κλείσει το 30ο έτος τους. Στο Σύνταγμα περιλήφθηκαν θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, κ.ά

Όσον αφορά στα ζητήματα πίστης, το Σύνταγμα αναφέρει ότι στο Πριγκιπάτο Βουλγαρίας η επικρατούσα πίστη είναι  είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού (άρθρο 37). Χριστιανοί άλλων δογμάτων και αλλόθρησκοι, που είναι υπήκοοι του Πριγκιπάτου εκ γενετής ή εκ των υστέρων, καθώς και οι αλλοδαποί, οι οποίοι ζουν μόνιμα ή προσωρινά στην Βουλγαρία, μπορούν ελεύθερα να πιστεύουν στην θρησκεία τους αρκεί στις τελετουργικές διαδικασίες να μην παραβιάζουν υφιστάμενους νόμους (άρθρο 40). Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εφαρμογή των νόμων που είναι σε ισχύ και είναι δεσμευτικοί για όλους (άρθρο 41). Οι εκκλησιαστικές υποθέσεις των μη Ορθοδόξων Χριστιανών και των αλλόπιστων διευθύνονται από το ιερατείο τους, αλλά υπό την ανώτατη εποπτεία του αρμόδιου υπουργού, σύμφωνα με τους νόμους που θα εκδοθούν επί του θέματος (άρθρο 42).

17/29 Απριλίου 1879: Εκλέγεται με χειροκροτήματα και χωρίς ψηφοφορία από την Συντακτική συνέλευσης ο πρίγκιπας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ  (Alexander Joseph von Battenberg, 1857 – 1893), ως ο πρώτος Βούλγαρος πρίγκιπας, ο Αλεξάντερ Α’ (Александър I Български). Είναι η επιλογή του Ρώσου Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄ Νικολάγεβιτς (Александр II Николаевич‎, 1818 –1881).

31 Δεκεμβρίου 1880: Тο αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας στην απογραφή του 1880 έχει πληθυσμό 2 007 919 άτομα. Οι 3 μεγαλύτερες πόλεις είναι το Ρούσε – 26 163 κατοίκους, η Βάρνα – 24 555 κατοίκους και το Σούμεν – 23 093. Η πρωτεύουσα (από 22.3/3.4 1879) Σόφια έρχεται τέταρτη με 20 501 κατοίκους. Σε αυτή την απογραφή, όπως και στις δύο επόμενες, το γνώρισμα της εθνικότητας προσδιορίζεται από την μητρική γλώσσα και το θρήσκευμα. Μόνο μετά την απογραφή του 1900, προστίθεται και τρίτο γνώρισμα, αυτό της καταγωγής, ενώ από την απογραφή του 1926, η ερώτηση για την μητρική γλώσσα αντικαθίσταται με την ερώτηση για την ομιλούμενη γλώσσα. Στην πρώτη απογραφή, 499 972 άτομα μωαμεθανικού θρησκεύματος, που έχουν μητρική γλώσσα την τουρκική, δηλώνουν ότι είναι Τούρκοι. Αν και ζουν σε συμπαγείς ομάδες, πολλοί από αυτούς που πολέμησαν στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη τους, βρίσκουν τις περιουσίες τους καταπατημένες, να τις καλλιεργούν Βούλγαροι. Η προσφυγή στην δικαιοσύνη δεν είναι σίγουρο ότι θα τους δικαίωνε, το μόνο σίγουρο είναι ότι η διαμάχη θα συνεχίζονταν για χρόνια. Αποφασίζουν λοιπόν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Οι ταραχές ξεκινούν το καλοκαίρι του 1879, στην περιοχή Ески Джумая (Търговище) και  Осман пазар (Омуртаг), όπου σχηματίζονται σημαντικές ένοπλες ομάδες ντόπιων Τούρκων, συμπεριλαμβανομένων και λιποτακτών του Οθωμανικού στρατού. Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου, επιχειρούν να καταλάβουν την πόλη Ομουρτάγκ αλλά απωθούνται από βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες και στρέφονται σε ανταρτοπόλεμο. Στις 10 Ιουλίου 1879, η κυβέρνηση επιβάλλει στρατιωτικό νόμο στις περιοχές που επλήγησαν από τις ταραχές. Σε ορισμένα μέρη, συγκροτούνται κοινές επιτροπές Βούλγαρων και Οθωμανών για να εξετάσουν τις περουσιακές διαφορές, αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει σημαντικά. Μετά από μια προσωρινή χαλάρωση τα επεισόδια, εντάθηκαν και πάλι την άνοιξη του 1880 και στα τέλη Μαρτίου οι αντάρτες πραγματοποιούν πλέον καθημερινές επιθέσεις με δεκάδες θύματα. Τον Απρίλιο του 1880, οι εντάσεις κλιμακώνονται όταν ο βουλγαρικός στρατός προσπαθώντας να οριοθετήση τα σύνορα με την Ανατολική Ρωμηλία στο ανατολικό τμήμα της οροσειράς του Αίμου (Стара Планина), θέτει 13 τουρκικά χωριά υπό τον έλεγχό του. Στις 24 Απριλίου, όταν πολλοί Τούρκοι από την περιοχή συγκεντρώνονται στο χωριό Αχλή (Ахли), ένας βουλγάρικος λόχος, μαζί με μεγάλο αριθμό ντόπιων ένοπλων Βουλγάρων, καταλαμβάνει το σχεδόν άδειο χωριό Μπέλοβο (Белово). Την επόμενη μέρα, το Μπέλοβο περιβάλλεται από εκατοντάδες Τούρκους, περίπου 200 από αυτούς οπλισμένοι, με επικεφαλής τον  γνωστό αντάρτη Чобан Хасан. Στις συμπλοκές που ακολουθούν αρκετοί σκοτώνονται, αλλά ο βουλγάρικος στρατός καταφέρνει τελικά να επιβληθεί. Βουλγαρικές ένοπλες ομάδες λεηλατούν πέντε τουρκικά χωριά, σε ένα από τα οποία μάλιστα έκαψαν το σχολείο και το τζαμί του. Αμέσως μετά τις συγκρούσεις στο Μπέλοβο, ο νεοδιορισμένος Υπουργός Πολέμου, στρατηγός Καζιμίρ Ερνρόθ (Johan Casimir Ehrnrooth, 1833 – 1913) στις 26 Απριλίου, ζητά και λαμβάνει από την Εθνοσυνέλευση, έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπιση των ταραχών. Η εξεταστική επιτροπή που διόρισε δημοσιεύει έκθεση τον Ιούλιο, στην οποία καταλογίζει  στις τουρκικές ομάδες την βασική ευθύνη για τις ταραχές, αλλά σημειώνει επίσης τη λεηλασία, τα πογκρόμ και τις δολοφονίες Τούρκων από Βούλγαρους και την ανικανότητα και την αδράνεια των ανώτερων υπαλλήλων του κρατικού μηχανισμού. Πολλοί απο αυτούς απολύονται, ενώ διορίζονται στρατιωτικοί διοικητές, και ιδρύονται στρατοδικεία για έμεση και επί τόπου απόδοση ευθυνών και εκτέλεση των ποινών. Λαμβάνονται μέτρα για τον αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων με την Ανατολική Ρωμηλία και τη Ρουμανία ενώ η οριοθέτηση των συνόρων, η οποία προκάλεσε τα γεγονότα στο Μπέλοβο, ολοκληρώνεται. Τις επόμενες εβδομάδες, εκατοντάδες συμμετέχοντες στις ταραχές, σε ορισμένα μέρη ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,  συλλαμβάνονται. Με την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, οι περισσότεροι αφήνονται ελεύθεροι, αλλά σε ορισμένους τα στρατοδικεία επιβάλλουν αυστηρές ποινές, συμπεριλαμβανομένης και της θανατικής καταδίκης. Με την αναδιοργάνωση της τοπικής βουλγάρικης διοίκησης και ασκώντας έντονη πίεση στις τουρκικές ένοπλες ομάδες, το φθινόπωρο του 1880 ο στρατηγός Ehrnrooth καταφέρνει να τερματίσει τις ταραχές. Οι τουρκικές ομάδες προχωρούν σε εθελοντικό αφοπλισμό και οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες επιστρέφουν στα χωριά τους,  για να ρευστοποίησουν τις περιουσίες τους και μεταναστεύσουν σε εδάφη της Αυτοκρατορίας που δεν βρίσκονταν σε ειδικό καθεστώς. Στα μέσα Οκτωβρίου, ο στρατιωτικός νόμος και οι έκτακτες εξουσίες του στρατηγού Ehrnrooth αναστέλλονται. Στις 28 Νοεμβρίου, οι ποινές όλων εκείνων που καταδικάστηκαν για τις ταραχές μειώνονται στο ήμισυ. Τα γεγονότα του 1880 συνοδεύονται από συνεχείς κατηγορίες της Οθωμανική Αυτοκρατορία για βία εναντίον Μουσουλμάνων στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, ενώ διπλωματικοί κύκλοι της Υψηλής Πύλης, αλλά και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, δεν κρύβουν τις ανησυχίες τους ότι η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα θα μπορούσε να αποτελέσει προετοιμασία για στρατιωτική επέμβαση στην Ανατολική Ρωμυλία.

Την περίοδο 1878 – 1884, περίπου 100 χιλ. Τούρκοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους (βλ. διαγ. 3). Από την άλλη, πολλοί Βούλγαροι που ζουν διάσπαρτοι σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παίρνουν την απόφαση να κάνουν μία νέα αρχή σε ελεύθερα εδάφη και μεταναστεύουν στο Πριγκιπάτο. Με αυτό τον τρόπο, αρχίζει να μεταβάλλεται προς όφελος της βουλγάρικης κοινότητας  η πληθυσμιακή σύνθεση του Πριγκιπάτου.

5

6

0

31 Δεκεμβρίου 1884: Το στατιστικό γραφείο της αυτόνομης Οθωμανικής επαρχίας της Ανατολικής Ρωμηλίας, στην απογραφή που διενεργεί στα τέλη του 1884, αναφέρει ότι η επαρχία  έχει πληθυσμό 975 030 άτομα. Από αυτούς το 69,9% δηλώνουν ότι είναι Βούλγαροι, το 20,6% Τούρκοι, το 2,8% Ρομά (στις βουλγαρικές απογραφές αναφέρονται ως Τσιγγάνοι) και οι υπόλοιποι 6,7% δηλώνουν  Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, κ.ά. Σε αντίθεση με το Πριγκιπάτο, στην Ανατολική Ρωμηλία, οι μεγαλογαιοκτήμονες Τούρκοι δεν βιάζονται να πουλήσουν τα κτήματά τους και να μεταναστεύσουν, γιατί ελπίζουν στην αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας στη αυτόνομη επαρχία. Αυτές οι εκτάσεις όμως μένουν ακαλλιέργητες και δεν καταβάλλεται φόρος, γεγονός που μειώνει τα έσοδα του κρατιδίου. Προκειμένου να αναγκάσει τους Τούρκους γαιοκτήμονες να πουλήσουν τα τσιφλίκια τους, το Διευθυντήριο της Ανατολικής Ρωμηλίας εφαρμόζει μια σειρά μέτρων όπως απαγόρευση σποράς ρυζιού στις περιοχές Πλόβντιβ και Παζάρντζικ. Το 1882 εισάγεται ένας κτηματολογικός φόρος, ο οποίος αντικαθιστά τη δέκατη. Αυτό σημαίνει ότι οι Τούρκοι ιδιοκτήτες πρέπει να καταβάλλουν φόρο, είτε καλλιεργώντας τη γη, είτε όχι. Την ίδια χρονιά εγκρίνεται νόμος που δίνει δυνατότητα αποχαρακτηρισμού βακουφικών κτημάτων και ελεύθερης πώλησης τους. Όλα αυτά πείθουν πολλούς Τούρκους γαιοκτήμονες ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη και αποφασίζουν να μεταναστεύσουν.

6/18 Σεπτεμβρίου 1885: Το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και η αυτόνομη Οθωμανική επαρχία της Ανατολικής Ρωμηλίας τελικά θα ενωθούν στις 6 Σεπτεμβρίου 1885. Το ενωμένο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας έχει πλέον  έκταση 97 985 τ. χλμ. Ένα χρόνο αργότερα (24.3/5.4.1886) με την συμφωνία του Τοπ Χανέ, ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και την Πύλη, ο σουλτάνος αναγνωρίζει de facto την Ένωση και τοποθετεί τον πρίγκιπα της Βουλγαρίας, γενικό διοικητή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Βέβαια, de jure, η Ανατολική Ρωμυλία, παρέμεινε οθωμανική επαρχία και το Πριγκιπάτο φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ανταποδίδοντας η Βουλγαρία παραχωρεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την επαρχία του Κάρντζαλι (βλ. στο παρακάτω χάρτη, σημείο 1)  και την λεγόμενη «Δημοκρατία του Ταμράς» (βλ. στο παρακάτω χάρτη, σημείο 2), με συνολική επιφάνεια 1 639 τ. χλμ. Τελικά η ενωμένη Βουλγαρίας καλύπτει έκταση  96 346 τ. χλμ.

8

Πηγή: https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%91%D1%8A%D0%BB%D0%B3%D0%B0%D1%80%D0%BE-%D1%82%D1%83%D1%80%D1%81%D0%BA%D0%B0_%D1%81%D0%BF%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%B4%D0%B1%D0%B0_(1886)

31 Δεκεμβρίου 1887: Στην  απογραφή του 1887, ο πληθυσμός του Πριγκιπάτου Βουλγαρίας ανέρχεται σε 3 154 375 κατοίκους (βλ. διαγ 1). Είναι πλέον εμφανής η αλλαγή της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού. Οι Βούλγαροι από 68,1% του πληθυσμού, στην πρώτη απογραφή, αποτελούν πλέον το 73,7%, ενώ οι Τούρκοι από το 24,9% μειώνονται στο 19,3% (βλ. διαγ. 2).

10

11

Πηγή: https://www.nsi.bg/statlib/bg/

31 Δεκεμβρίου 1892: Στην  απογραφή του 1892, ο πληθυσμός του Πριγκιπάτου Βουλγαρίας  αυξάνεται κατά 156 338 άτομα (5%) σε σχέση με την απογραφή του 1887 και ανέρχεται σε 3 310 713 κατοίκους (βλ. διαγ 1). Η αλλαγή της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού συνεχίζεται: οι Βούλγαροι αυξάνονται κατά 179 076 άτομα (7,7%), ενώ οι Τούρκοι μειώνονται κατά 37 603 άτομα (6,2%) με αποτέλεσμα η συμμετοχή των πρώτων να ανεβαίνει κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες φτάνοντας στο 75,7%, ενώ των δεύτερων να μειώνεται κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες φτάνοντας στο 17,2% (βλ. διαγ.2).

31 Δεκεμβρίου 1900/1905/1910: Στις επόμενες τρεις απογραφές, το 1900, το 1905 και το 1910, η Τουρκική εθνοτική ομάδα συνεχίζει να μειώνεται, με αποτέλεσμα περαιτέρω συρρίκνωση της εθνοτικής της συμμετοχής, στον πληθυσμό της χώρας από 14,2% το 1900, σε 12,3% το 1905, και σε 10,7% το 1910 (βλ. διαγ. 2). Παρ’ όλα αυτά, λόγω της σταθερής αύξησης της Βουλγάρικης εθνοτικής ομάδας και της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, στην απογραφή του 1910, ο πληθυσμός της Βουλγαρίας έχει διπλασιαστεί σε σχέση με την πρώτη απογραφή και ανέρχεται στα 4 035 575 άτομα (βλ. διαγ. 1). Την ίδια περίοδο πέρα από τα 100 χιλ. άτομα που μετανάστευσαν την περίοδο 1878 – 1884, θα προστεθούν άλλοι 250 χιλιάδες μετανάστες της τουρκικής εθνοτικής ομάδας, που αναχώρησαν για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την περίοδο 1885 – 1910 (βλ. διαγ. 3).

22 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1908: Ο  Φερδινάνδος Α’ της Βουλγαρίας, ανακηρύσει την de jure ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ανακηρύσει επίσης τη Βουλγαρία βασίλειο και τον εαυτό του τσάρο – σκόπιμη αναφορά στους ηγεμόνες των παλαιότερων βουλγαρικών κρατών. Η Βουλγαρική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, τον Απρίλιο του 1909, γίνεται αποδεκτή από την Τουρκία και αργότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Τριάντα χρόνια μετά την Συνθήκη του Βερολίνου, η Βουλγαρία γίνεται ανεξάρτητο κράτος.

12

Ο τσάρος Фердинанд I, ο πρωθυπουργός Александър Малинов και άλλοι επίσημοι, την ημέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

1912 – 1919: Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα η Βουλγαρία θα αποτελέσει το μεγαλύτερο χριστιανικό κράτος νοτίως του Δούναβη, αφού στην απογραφή του 1907, το Βασίλειο της Ελλάδας έχει συνολικό πληθυσμό 2 631 952 κατοίκους και συνολική έκταση 63 211 τ. χλμ., ενώ το Βασίλειο της Σερβίας, στην απογραφή του 1910, έχει συνολικό πληθυσμό 2 922 258 κατοίκους και συνολική έκταση 48 303 τ. χλμ. Το μικρότερο βασίλειο είναι αυτό του Μαυροβουνίου με συνολικό πληθυσμό 285 χιλ. κατοίκους και συνολική έκταση 9 080 τ. χλμ. Τα 4 βασίλεια με συνολικά κάτι περισσότερο από 215 χιλ. τ. χιλ. και πληθυσμό γύρω στα 8 εκατομμύρια συνασπίζονται απέναντι στον πρώην αφέντη τους, την  Οθωμανική Αυτοκρατορία, των 2 εκατομμυρίων τ.χιλ. και 21 εκατομμυρίων κατοίκων, διεκδικώντας τα αναπομείναντα ευρωπαϊκά εδάφη της, στα οποία ζούν τα αλύτρωτα αδέρφια τους. Στις 5 Οκτωβρίου 1912, κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της. Οκτώ μήνες αργότερα ο πόλεμος, ο οποίος θα ονομαστεί Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, λήγει με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) που συνομολογείται μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή παραχωρούνται στους νικητές (στα Βαλκανικά κράτη) όλα τα εδάφη που βρίσκονται δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, εκτός της Αλβανίας, η οποία θα  δημιουργούνταν ως ανεξάρτητη Ηγεμονία. Η Συνθήκη του Λονδίνου δεν αποσαφηνίζει το θέμα της διανομής των εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Βουλγαρία νιώθοντας αδικημένη πριν καν  επικυρωθεί η συνθήκη του Λονδίνου επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους της κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο) με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Κατά δε την εξέλιξή του, κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν επίσης η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Ο πόλεμος αρχίζει στις 29 Ιουνίου και τελειώνει ένα μήνα μετά, με ήττα της Βουλγαρίας, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28.7/10.8.1913). Με την συνθήκη αυτή, (μεταξύ της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου)  και με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 16.9/29.9.1913 (μεταξύ της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η Βουλγαρία, αν και ηττημένη, βγαίνει από τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο μετά τις προσθαφαιρέσεις των δύο Βαλκανικών Πολέμων, μεγαλύτερη σε έκταση (111 837,2 τ. χλμ.) και πληθυσμό 4 875 300 άτομα, μιας και προσθέτει νέες εκτάσεις (+23 187 τ.χλμ.) από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Δυτική Θράκη, με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης) και χάνει την Νότια Ντόμπρουτζα (- 7 695,8 τ. χλμ.) από την Ρουμανία (με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου).

13

Πηγή: By Ikonact – Собствена творба Data:SRTM3OpenStreetmap, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=31499931

Με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Οθωμανική Аυτοκρατορία όλη την Ανατολική Θράκη εκτός από τις περιοχές του Малко Търново, Царево και Свиленград. Η  Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης δίνει στους κατοίκους, στα εδάφη που προσαρτώνται στη Βουλγαρία, την ευκαιρία να επιλέξουν την Οθωμανική υπηκοότητα εντός τεσσάρων ετών. Μέχρι τότε έχουν την Βουλγαρική υπηκοότητα αλλά απαλλάσσονται απο την στρατιωτική θητεία και την αντίστοιχο φόρο. Στην  περίπτωση που αρνηθούν την Βουλγαρική υπηκοότητα και επιλέξουν την Οθωμανική, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την Βουλγαρία παίρνοντας μαζί τους την κινητή τους περιουσία, ενώ μπορούν να διατηρήσουν την ακίνητη περιουσία τους και να την δώσουν προς εκμετάλευση σε τρίτους ή να την δώσουν προς ενοικίαση (άρθρα 7 και 11). Το άρθρο 8 της Συνθήκης εγγυάται την πλήρη θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων της Βουλγαρίας, την ελευθερία συνείδησης, την ισονομία με τους υπόλοιπους Βούλγαρους υπηκόους, εγγυάται την αναγνώριση και τον σεβασμό των μουσουλμανικών κοινοτήτων, της ιδιοκτησίας τους και της ιεραρχικής τους δομής. Το άρθρο 9 αν και επιτρέπει στους Βούλγαρους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, ποτέ δεν εκτελείται. Τον Νοέμβριο του 1913, η Συμφωνία της Ανδριανούπολης αναιρεί το δικαίωμα 70 χιλιάδων Βουλγάρων της Ανατολικής Θράκης να επιστρέψουν στα σπίτια τους στα σαντζάκια Ανδριανούπολης και Λόζενγκραντ. Αργότερα, με την Σύμβαση Φιλίας Τουρκίας- Βουλγαρίας, το 1925, αυτή η απαγόρευση επεκτείνεται για τους Βούλγαρους πρόσφυγες όλης της Ανατολικής Θράκης (βλ. παρακάτω). Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης προβλέπει την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με το άνοιγμα προξενείων (άρθρο 4) και επιτρέπει στους υπηκόους και των δύο χωρών να ταξιδεύουν ελεύθερα στην άλλη χώρα (άρθρο 15). (Договор за мир между царство България и Османската империя, сключен на 16/29 септември 1913 година, ратифициран на 29 септември/9 октомври 1913 година. Στο: https://bg.wikisource.org/wiki/Цариградски_договор_за_мир_между_царство_България_и_Османската_империя_от_1913_година)

Την περίοδο 1913 – 1923 θα μεταναστεύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 53 000 άτομα από την Βουλγαρία (βλ. διαγ. 3).

 Ακολουθεί η διορθωτική της Συνθήκης της Κωσταντινούπολης, λεγόμενη Σύμβαση της Σόφιας, που υπογράφεται ανάμεσα στην Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην  Σόφια στις 24.8/6.9.1915 με την οποία, τα σύνορα της Βουλγαρίας θα μεγαλώσουν επιπλέον κατά 2 636 τ. χλμ., περιλαμβάνοντας το Καραγάτς (Ορεστιάδα), τα Δημοτικά (Διδυμότειχο) και  εξ ολοκλήρου τον ποταμό Έβρο με μια λωρίδα γης σε βάθος 2 χιλιομέτρων κατά μήκος της αριστερής του όχθης. Αυτή η σύμβαση αποτελεί μέρος των ανταλλαγμάτων που παίρνει η Βουλγαρία για να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία). Με την Σύμβαση της Σόφιας, τα σύνορα της Βουλγαρίας θα φτάσουν στη μέγιστη έκταση τους (114 473,2 τ. χλμ.), με τον πληθυσμό να ανέρχεται σε 4 978 600 άτομα. Αυτή την φορά η ήττα που θα ακολουθήσει θα συνοδευτεί και με εδαφικές μειώσεις.

27 Νοεμβρίου 1919: Στο Παρίσι, στο πλαίσιο των εργασιών της ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης, υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ, ανάμεσα στις Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις και την ηττηθείσα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Βουλγαρία. Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ η έκταση της Βουλγαρίας μικραίνει στα 103 215,7 τ. χλμ. Η  Βουλγαρία  υποχρεούται να εκχωρήσει στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, περιοχή 1021 τ. χλμ., της επαρχίας Στρώμνιτσα (Струмишка околия) και  περιοχές συνολικής έκτασης 1 545 τ. χλμ.  τμημάτων των επαρχιών του Κιουστεντίλ (Кюстендилска околия), του Τσάριμπροντ (Царибродска околия), του Τραν (Трънска околия), και της Κούλα (Кулска околия). Τα παραπάνω εδάφη οι Βούλγαροι τα ονομάζουν «Δυτικές περιοχές» (Западни покрайнини). Για την αποκοπή τους από την Βουλγαρία δεν υπάρχει καμία εθνοτική βάση, ούτε καν οι Σέρβοι αξιωματούχοι δεν ισχυρίζονται ότι εκεί ζουν Σέρβοι. Συνολικά περίπου 70 χιλιάδες Βούλγαροι βρέθηκαν υπό την εξουσία της Σερβίας. Επίσης με βάση την Συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλγαρία υποχρεούται να επιστρέψει στη Ρουμανία την Νότια Ντόμπρουτζα (που είχε επανακαταλάβει την περίοδο – Μάιο 1918 μέχρι Νοέμβριο 1919). Σχετικά με τη Δυτική Θράκη, (8 691,5 τ. χιλ.) η Βουλγαρία παραιτείται από κάθε αξίωση υπέρ των «Προεχουσών Συμμάχων» δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ιταλίας και των «Συνησπισμένων Δυνάμεων» (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σερβία, Ελλάδα, κ.ά.), ενώ δεσμεύεται να αναγνωρίσει και να σεβαστεί τις μελλοντικές τους αποφάσεις. Η περιοχή τέθηκε υπό διασυμμαχικό καθεστώς, το οποίο διήρκησε ως το Μάιο του 1920, οπότε η περιοχή περιήλθε στην ελληνική διοίκηση σύμφωνα με τη συνθήκη του Σαν Ρέμο (Απρίλιος 1920).

Με την Συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλγαρία υποχρεούται επίσης να διατηρεί μόνο μισθοφορικό στρατό, η δύναμη του οποίου δεν θα ξεπερνά τις 20.000 άνδρες (άρθρο 66) και 13 000 για τα σώματα ασφαλείας (άρθρο 69), ενώ υποχρεούται να καταβάλλει αποζημιώσεις στους συμμάχους (άρθρο 121) ύψους 2 250 000 000 χρυσών φράγκων (περίπου 400 000 000 δολαρίων) πληρωτέων σε εξαμηνιαίες δόσεις εντός 37 ετών, αρχής γενομένης από την 1η Ιούλη 1920, με τόκο 2% για τα δύο πρώτα χρόνια και 5% ετησίως, στη συνέχεια. Για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμφωνηθέντων, υποθηκεύεται όλη η κρατική περιουσία και τα έσοδα του κράτους.  Βάσει του άρθρου 122 της Συνθήκης, το ποσό των αποζημιώσεων δεν είναι το τελικό μιας και δίδεται η δυνατότητα επανεξέτασης του, ανάλογα των οικονομικών συνθηκών και δυνατοτήτων της χώρας. Ήταν από την αρχή ξεκάθαρο ότι όταν οι ετήσιες δόσεις αποτελούν το 110% του ετήσιου προϋπολογισμού, δεν βγαίνει ο λογαριασμός (Аврамов, Р.,2007 „Комуналният капитализъм“: т. I., 294 – 295)

Τα θέματα της προστασίας των μειονοτήτων περιλαμβάνονται στο Δ΄ Τμήμα της Συνθήκης του Νεϊγύ. Το άρθρο 50 αναφέρει ότι η Βουλγαρία υποχρεούται να παρέχει στους κατοίκους της πλήρη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση καταγωγής, υπηκοότητας, γλώσσας, φυλής  ή θρησκείας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 53, όλοι οι Βούλγαροι υπήκοοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και θα απολαμβάνουν όλα τα αστικά και πολιτικά τους δικαιώματα, και χωρίς περιορισμό θα χρησιμοποιούν οποιαδήποτε γλώσσα, στις ιδιωτικές τους συνομιλίες, στο εμπόριο, στις θρησκευτικές λειτουργίες, στον τύπο ή στις δημοσιεύσεις οποιουδήποτε είδους, ή στις κοινωνικές τους συναντήσεις. Αν και η βουλγαρική είναι η επίσημη γλώσσα θα παρέχονται οι απαραίτητες διευκολύνσεις στους Βούλγαρους υπηκόους που δεν έχουν μητρική τους γλώσσα την βουλγαρική, να χρησιμοποιούν γραπτώς και προφορικώς στα δικαστήρια την μητρική τους γλώσσα. Όλες οι μειονότητες (φυλετικές, θρησκευτικές, γλωσσικές) θα μπορούν να έχουν τα δικά τους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή κοινωνικά ιδρύματα, σχολεία, όπου θα έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και να εξασκούν την θρησκεία τους ελεύθερα (άρθρο 54). Το άρθρο 56 υποχρεώνει τη Βουλγαρία να πάρει μέτρα για την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση φυλετικών μειονοτήτων. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται και το άρθρο 56, παράγραφος 2, βάσει του οποίου προβλέπεται η υπογραφή της Ελληνοβουλγαρικής Σύμβασης Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μετανάστευσης των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, που κατοικούσαν στα δύο κράτη. Η Σύμβαση αυτή υπογράφεται την ίδια μέρα με τη Συνθήκη Ειρήνης.

14

Πηγή: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=45281575

31 Δεκεμβρίου 1920: Στην απογραφή του 1920 ο πληθυσμός της Βουλγαρίας αυξάνεται κατά 509 458 άτομα (11,7%) σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή του 1910 και ανέρχεται σε  4 846 971 άτομα (βλ. διαγ. 1). Η τουρκική εθνοτική ομάδα από 465 415 άτομα αυξάνεται κατά 54 665 άτομα (11,7%) παρ’ όλο που όπως είδαμε και λόγω της Συνθήκης της Κωσταντινούπολης, σημειώθηκε μεταναστευτική εκροή προς την Τουρκία (βλ. διαγ. 3 και 4).

15

21 Μαρτίου 1923: Η βουλγαρική κυβέρνηση και η Διασυμμαχική Επιτροπή Επανορθώσεων,  υπογράφουν στο Λονδίνο Πρωτόκολλο που αλλάζει εντελώς τη δομή και την αποπληρωμή του χρέους των πολεμικών επανορθώσεων που επέβαλε στην Βουλγαρία η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ. Σύμφωνα με τη συμφωνία, το ύψος των αποζημιώσεων χωρίζεται σε 2 μέρη, Α και Β. Το Β μέρος, 1,7 δισεκατομμυρίων φράγκων γίνεται άτοκο με λήξη μετά από 30 χρόνια – το 1953. Τα υπόλοιπα – 550 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, τοποθετούνται σε μία αποσβεστική περίοδο πληρωμών 60 ετών, έως το 1983, με ετήσιο επιτόκιο 5%. Τα πρώτα 12 χρόνια θα καταβάλλονται μόνο μέρος των τόκων ενώ το υπόλοιπο θα κεφαλοποιηθούν και μαζί με τα χρεωλύσια θα αρχίσει η αποπληρωμή τους, από το 1935. Με αυτό τον τρόπο τα πρώτα χρόνια, τα μεγέθη εξυπηρέτησης μειώθηκαν σε ανεκτό επίπεδο 27,5 εκατομμυρίων φράγκων ετησίως. Για τον λόγο αυτό δεσμεύονται τα έσοδα των τελωνείων σε ειδικό λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας (Българска Народна Банка – БНБ). Η πρώτη δόση καταβάλλεται την 1η Οκτώβρίου 1923. Συνολικά την περίοδο 1923 – 1929 η Βουλγαρία καταβάλλει 186,4 εκατομμύρια χρυσά φράγκα ως αποζημιώσεις που απορρέουν από την Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ. Στις 20 Ιανουαρίου 1930 στην δεύτερη συνδιάσκεψη της Χάγης γίνεται και η τελική αναδιάρθρωση του χρέους των πολεμικών επανορθώσεων. Το Β μέρος, των 1,7 δισεκατομμυρίων φράγκων διαγράφεται, ενώ το Α μέρος, που το κεφαλοποιημένο μέρος των απλήρωτων τόκων και του αρχικού κεφαλαίου των 550 εκατ. φράγκων ανερχόταν στα τέλη του 1929 σε 687,9 εκατ. χρυσά φράγκα, μειώνεται στα 415,2 εκατομμύρια   χρυσά φράγκα, καταβαλλόμενα σε 36 χρόνια, σε ισόποσες δόσεις των 11,2 εκατ. φράγκων μέχρι το 1950 και 13,5 εκατ. φράγκων, μετά το 1950. Το ποσό αυτό των αποζημιώσεων είναι και το τελικό μιας και δεν δίδεται η δυνατότητα επανεξέτασης του. Η υποθήκευση της συνολικής κρατικής περιουσίας και των εσόδων του κράτους εξαλείφεται. (Аврамов, Р.,2007 „Комуналният капитализъм“: т. I.,стр. 289 – 299 και 303 – 304). 

24 Ιουλίου 1923: Μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων συνομολογείται η Συνθήκη της Λωζάνης από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη). Έξι μήνες πριν, στις 30 Ιανουαρίου 1923, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων από την Τουρκία και των Μουσουλμάνων κατοίκων από την Ελλάδα. Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα περίπου 1 200 χιλ. Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία περίπου 500 χιλ. Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Τα θέματα της προστασίας των μειονοτήτων περιλαμβάνονται στο Ε΄ Τμήμα της Συνθήκης της Λωζάνης (άρθρα 38 – 44).

29 Οκτωβρίου 1923: Η Συνθήκη της Λωζάνης οδηγεί στη διεθνή αναγνώριση της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ως κράτους-συνέχειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημοκρατία ανακηρύσσεται επίσημα στις 29 Οκτωβρίου στην Άγκυρα, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας. Ο Μουσταφά Κεμάλ (1881 – 1938) γίνεται ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παραμένει μέχρι το θάνατό του. Όταν το 1934 καταργούνται οι τίτλοι ευγενείας και οι πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας αναγκάζονται να πάρουν επίθετο, ο Μουσταφά Κεμάλ παίρνει το επίθετο Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων. Στην τουρκική βιβλιογραφία η περίοδος αυτή ονομάζεται «Τουρκική Επανάσταση», όρος που – μεταξύ άλλων – εκφράζει τις μεγάλες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο όπως: κατάργηση του χαλιφάτου, κλείσιμο των θρησκευτικών σχολείων και κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, καθιέρωση του λατινικού αλφάβητου, το οποίο αντικατέστησε το αραβικό, υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου, του δυτικού αριθμητικού και μετρικού συστήματος, καθιέρωση της Κυριακής και όχι της Παρασκευής ως επίσημη μέρα αργίας, κατάργηση με νόμο του φεσιού και αντικατάστασής του με το καπέλο, υιοθέτηση του ελβετικού αστικού κώδικα, κατάργηση της πολυγαμίας, θέσπιση πολιτικού γάμου, καθιέρωση κοινής εκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών, καθιέρωση δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες, υιοθέτηση του ιταλικού ποινικού κώδικα, απαγόρευση της συγκρότησης πολιτικών κομμάτων με θρησκευτικούς σκοπούς, τροποποίηση του Συντάγματος και απάλειψη του Άρθρου 2, το οποίο όριζε ότι «η θρησκεία του τουρκικού κράτους είναι η ισλαμική», κ.ά. Μία από τις βασικές αρχές της κεμαλιστικής ιδεολογίας είναι ο εθνικισμός. Το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας για τους κατοίκους της Τουρκικής Δημοκρατίας με την επάλειψη των γλωσσικών, πολιτισμικών, και άλλων ιδιαιτεροτήτων τους, του εκτουρκισμού τους. Βέβαια ο Κεμάλ έχει συνείδηση του γεγονότος ότι το Ισλάμ αποτελεί κύριο στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας στην Ανατολία και χρησιμοποιεί το θρησκευτικό στοιχείο για να επιτύχει την υποστήριξη του εθνικιστικού κινήματος. Οι χριστιανοί θεωρήθηκαν εχθροί του τουρκικού έθνους και οι περισσότεροι εκδιώχθηκαν από την Τουρκία στα πλαίσια του «Ιερού Πολέμου».

18 Οκτωβρίου 1925: Μετά από διαπραγματεύσεις που κράτησαν σχεδόν δύο χρόνια υπογράφεται στην Άγκυρα το Σύμφωνο Φιλίας ανάμεσα στην Βουλγαρία και την Τουρκία.

16

17

Οι δύο πλευρές, στο πρώτο άρθρο, διακυρήσουν ότι ανάμεσά τους θα υπάρχει απαραβίαστη ειρήνη, ειλικρινή και αιώνια φιλία. Το δεύτερο άρθρο αναφέρει ότι τα δύο μέρη συμφωνούν στη σύναψη διπλωματικών σχέσεων στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, ενώ στο τρίτο άρθρο ότι θα συνάψουν  μία εμπορική σύμβαση, μία σύμβαση εγκατάστασης και μία συμφωνία για διαιτησία. Το Σύμφωνο Φιλίας συνοδεύεται από ένα συνημμένο Πρωτόκολλο.

18

Το άρθρο Α του Πρωτοκόλλου αναφέρει ότι οι δύο κυβερνήσεις υποχρεούνται να σεβαστούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων όπως προβλέπονται στις διατάξης της Συνθήκης του Νεϊγύ, για τις μουσουλμανικές μειονότητες στην Βουλγαρία και στις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης για τις βουλγαρικές μειονότητες στην Τουρκία. Όμως υπάρχει υποσημείωση στο άρθρο Α, που διευκρινίζει τι εστί «βουλγαρική μειονότητα στην Τουρκία». Πρόκειται για «Τούρκους υπηκόους χριστιανικής πίστης με μητρική γλώσσα τη βουλγαρική». Αυτό σημαίνει ότι δεν προστατεύονται με την ιδιότητα της μειονότητας το μεγαλύτερο μέρος της βουλγαρικής κοινότητας στην Πόλη, καθώς οι περισσότεροι είναι Βούλγαροι και όχι Τούρκοι υπήκοοι. Στο πρωτόκολλο στο άρθρο Α δεν γίνεται και η διάκριση για τους μουσουλμάνους που η μητρική τους γλώσσα είναι διαφορετική από την τουρκική, δηλαδή οι Βούλγαροι μουσουλμάνοι στην Τουρκία, δεν περιλαμβάνονται στην βουλγαρική μειονότητα, αν και η βουλγαρική είναι η μητρική τους γλώσσα, ενώ στην Άγκυρα της αναγνωρίζεται το δικαίωμα όχι μόνο να παρακολουθεί την τήρηση των διατάξεων της Συνθήκης του Νεϊγύ, για όλους τους μουσουλμάνους στην επικράτεια της Βουλγαρίας, αλλά να προβεί και στον εκτουρκισμό των Βούλγαρων μουσουλμάνων στην επικράτεια της Τουρκίας. Το άρθρο Α είναι ετεροβαρές σε βάρος της Βουλγαρίας.

19

Το άρθρο Β του Πρωτοκόλλου αναφέρει: «…Η Τουρκική κυβέρνηση αναγνωρίζει την ιδιότητα του Βούλγαρου υπηκόου σε όλους τους Βούλγαρους γεννημένους στην επικράτεια της Τουρκίας από το 1912, οι οποίοι μετά την μετανάστευσή τους στην Βουλγαρία, μέχρι την υπογραφή του παρόντος πρωτοκόλλου, έχουν αποκτήσει βουλγάρικη υπηκοότητα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του Βασιλείου. Αντίστοιχα, η Βουλγαρική κυβέρνηση αναγνωρίζει την ιδιότητα του Τούρκου υπηκόου σε όλους τους μουσουλμάνους γεννημένους στην επικράτεια της Βουλγαρίας από το 1912, οι οποίοι μετά την μετανάστευσή τους στην Τουρκία, μέχρι την υπογραφή του παρόντος πρωτοκόλλου, έχουν αποκτήσει τουρκική υπηκοότητα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας της ΔημοκρατίαςΒεβαίως οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι υπήκοοι των δύο παραπάνω κατηγοριών διατηρούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των περουσιών τους που βρίσκονται αντίστοιχα στην Βουλγαρία και στην Τουρκία, εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται στο άρθρο Γ. Εάν υπάρχουν Βούλγαροι γεννημένοι στην ευρωπαϊκή επικράτεια της Τουρκίας, με εξέρεση την Πόλη, οι οποίοι μετά την μετανάστευση τους στην Βουλγαρία, θελήσουν να εγκατασταθούν ξανά στις παραπάνω περιοχές, η Τουρκική κυβέρνηση διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα της να δώσει την σύμφωνη γνώμη της ή να την αρνηθεί, εξετάζοντας κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Η Βουλγαρική κυβέρνηση διατηρεί το ίδιο δικαίωμα σε σχέση με μουσουλμάνους γεννημένους σε προσαρτημένες το 1913, από την Βουλγαρία περιφέρειες, που μετανάστευσαν στην Τουρκία στην περίπτωση που θα ήθελαν να επιστρέψουν στις προαναφερθείσες περιοχές». Αυτή την διάταξη την επέβαλε η τουρκική πλευρά για να καταστρέψει κάθε γέφυρα επιστροφής των βουλγάρων προσφύγων στην Ανατολική Θράκη, μιας και όσοι από αυτούς μεταξύ των ετών 1912 – 1925 είχαν μεταναστεύσει από εκεί στη Βουλγαρία ουσιαστικά έχασαν το δικαίωμα επιστροφής, καθώς αναγνωρίστηκαν ως Βούλγαροι υπήκοοι. Αυτοί υπολογίζονται σε 170 έως 200 χιλιάδες πρόσφυγες για την περίοδο 1912 – 1925. Από την άλλη από το σύνολο των περίπου 53 χιλιάδων μεταναστών, έχασαν το δικαίωμα επιστροφής στις προσαρτημένες το 1913 από την Βουλγαρία περιοχές, περίπου 30 χιλιάδες μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν στην Τουρκία καθώς αναγνωρίστηκαν ως Τούρκοι υπήκοοι. Το άρθρο Β είναι ετεροβαρές σε βάρος της Βουλγαρίας.

20

Το άρθρο Γ αναφέρει ότι: «Οι ακίνητες περιουσίες κάθε είδους από τα Ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκικής Δημοκρατίας, με εξέρεση την Πόλη, που ανήκουν σε Βούλγαρους  οι οποίοι μετανάστευσαν στην Βουλγαρία μετά της 5/18 Οκτώβρη 1912 μέχρι την υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και οι ακίνητες περιουσίες κάθε είδους από εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αποσχίστηκαν ως αποτέλεσμα του Βαλκανικού πολέμου, που ανήκουν σε μουσουλμάνους οι οποίοι μετανάστευσαν στην Τουρκία μετά της 5/18 Οκτώβρη 1912 μέχρι την υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου, θα περάσουν στην κυριότητα του κράτους στο οποίο βρίσκονται.» Η αξία της ακίνητης περιουσίας των 30 χιλιάδων μουσουλμάνων μεταναστών δεν μπορεί να είναι ίση με την αξία της ακίνητης περιουσίας των 170 χιλιάδων Βουλγάρων προσφύγων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός ότι οι πρώτοι οικειοθελώς μετανάστευσαν πουλώντας οι περισσότεροι την ακίνητη περιουσία τους, ενώ οι δεύτεροι, ειδικά κατά την διάρκεια του πολέμου, εκτοπίστηκαν από την Ανατολική Θράκη. Το άρθρο Γ είναι ετεροβαρές σε βάρος της Βουλγαρίας.

21

………………………………………………………………………………………………………………………………………..

22

ЦДА, ф. 321 к, оп. 6, а. е. 4, л. 1–4. Печатно. Ф. 177 к, оп. 2, а. е. 28, л. 55–57. Печатно. Публ. във в. «Държавен вестник», год. ХLVІІІ, С., вторник, 17 август 1926 г., бр. 110, с. 1-9. Στο: http://papertiger-bg.com/Angorsky_Dogovor.pdf

Η Σύμβαση εγκατάστασης που υπογράφεται μαζί με το Σύμφωνο φιλίας αφαιρεί όλα τα εμπόδια σε όσους θέλουν να μεταναστεύσουν οικειοθελώς στη γείτονα χώρα, υιοθετώντας την αρχή της ελεύθερης μετανάστευσης. Οι μετακινηθέντες θα έχουν το δικαίωμα να πάρουν μαζί τους την κινητή τους περιουσία, καθώς και τα ζώα τους. Την ακίνητη περιουσία τους θα μπορούσαν ελεύθερα να την ρευστοποιούσαν είτε αμέσως, είτε αργότερα, αλλά πάντως μέσα σε διάστημα 2 ετών. Η διαδικασία της ρευστοποίησης θα διακανονιζόταν σε μία μελλοντική συμφωνία των δύο κυβερνήσεων.

Από το 1878 μέχρι και τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, μετανάστευσαν από την Βουλγαρία στην Τουρκία γύρω στα 400 χιλιάδες άτομα (βλ.διαγ. 3). Μετά την  Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1913 που περιορισμένα και σε μια ανάστατη ιστορική περίοδο, έθιγε το θέμα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας και των μεταναστευτικών ροών,  το Σύμφωνο φιλίας αν και ετεροβαρής σε βάρος της Βουλγαρίας,  είναι η πρώτη μεγάλη συντονισμένη διακρατική συμφωνία σε περίοδο ειρήνης. Το Σύμφωνο και η Σύμβαση του 1925 δεν έχουν ημερομηνία λήξης και παραμένουν σε ισχύ για τις επόμενες δεκαετίες, στην πράξη ακόμη και την εποχή της σοσιαλιστικού καθεστώτος, μέχρι την υπογραφή της Μεταναστευτικής Σύμβασης τον Μάρτιο του 1968. Ωστόσο, το φιλελεύθερο πλαίσιο των συνθηκών του 1925 τηρείται πολύ επιλεκτικά και οι εθνικές πολιτικές σημειώνουν σημαντικές διακυμάνσεις. Το σύμφωνο δεν καθορίζει αριθμούς μεταναστών, ούτε προθεσμίες. Οι δύο κυβερνήσεις συμφωνούν σε ετήσια μεγέθη. Αυτό δημιουργεί μαζικές προσδοκίες, απογοητεύσεις και ανασφάλειες, που γίνονται ένα σταθερό υπόβαθρο και ένα βασικό κανάλι χειρισμού της συμπεριφοράς των Τούρκων στην επιθυμητή κατεύθυνση από τη μία ή την άλλη χώρα. Για την Τουρκία, οι προτεραιότητες αλλάζουν ανάλογα με την προτίμησή της να «διαθέτει» μια μειονότητα υπό την προστασία της και με επιρροή στη Βουλγαρία, ή να προκαλεί κοινωνικοοικονομικές διαταραχές σε στιγμές μεγάλης έντασης στις διμερείς σχέσεις. Για τη Βουλγαρία, η επιλογή είναι μεταξύ της ενθάρρυνσης της μετανάστευσης (με στόχο την ανακούφιση της εγχώριας πίεσης ή / και την εξαγωγή κοινωνικοοικονομικών πιέσεων στην χώρα υποδοχής) ή εντατικοποίηση της καταστολής, όταν δίδεται η ευκαιρία να ακολουθηθεί μια πιο «ατιμώρητη» πολιτική μειονοτήτων εντός της χώρας.

31 Δεκεμβρίου 1926: Στην απογραφή του 1926 ο πληθυσμός της Βουλγαρίας ανέρχεται σε 5 478 741 άτομα παρουσιάζοντας μια αύξηση κατά 631 770 άτομα ή 13%, σε σχέση με την απογραφή του 1920. Η τουρκική εθνοτική ομάδα με 577 552 άτομα αποτελεί το 10,5% του πληθυσμού (βλ. διαγ. 5) σημειώνοντας αύξηση κατά 57 213 άτομα ή 11%, σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή.

30

31

Πηγή: Царство България. Главна дирекция на статистиката https://www.nsi.bg/statlib/bg/lister.php?iid=DO-0100008992&page=22

32

Πηγή: Царство България. Главна дирекция на статистиката https://www.nsi.bg/statlib/bg/lister.php?iid=DO-0100008992&page=36

33

9 Φεβρουαρίου 1934: Στη Αθήνα υπογράφεται το Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ρουμανία και την Γιουγκοσλαβία, με στόχο τη διατήρηση του γεωπολιτικού στάτους κβο στην περιοχή μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται να μην αναλάβουν πολιτική δράση έναντι οποιασδήποτε άλλης βαλκανικής χώρας που δεν έχει υπογράψει την παρούσα συμφωνία, χωρίς προηγούμενη αμοιβαία κοινοποίηση και να μην αναλάβουν καμία πολιτική υποχρέωση έναντι οποιασδήποτε άλλης βαλκανικής χώρας χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων συμβαλλομένων μερών. Η Βουλγαρία, αν και προσκλήθηκε να συμμετάσχει στο σύμφωνο δεν το κάνει γιατί από το 1878 για εκείνη υπάρχει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και άρα αλύτρωτα αδέλφια στην Δυτική Θράκη, στην Ντόμπρουτζα, στην Μακεδονία που δεν θέλει να προδώσει. Εκ των πραγμάτων το Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας ουσιαστικά απομονώνει ακόμη περισσότερο την Σόφια, καθώς εγγυάται τα σύνορα των τεσσάρων συμβαλλόμενων κρατών, της λεγόμενης και Βαλκανικής Συνεννόησης, εναντίον μιας αναθεωρητικής Βουλγαρίας.

19 Μαΐου 1934: Νωρίς το πρωί η Στρατιωτική Ένωση, με τον ακροδεξιό πολιτικό κύκλο «Ζβενό» και  με τη βοήθεια του στρατού, πραγματοποιούν πραξικόπημα. Πρωθυπουργός τοποθετείται ο Κίμον Γκεοργκίεφ (Кимон Георгиев, 1882 – 1969). Η κυβέρνηση ουσιαστικά καταργεί το Σύνταγμα του Τάρνοβο, μιας και η Βουλή σταματά να λειτουργεί και οι αρμοδιότητες της μεταβιβάζονται στην εκτελεστική εξουσία. Απαγορεύεται η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και του συνέρχεσθαι, επιβάλλεται αυστηρή λογοκρισία στον τύπο. Για την βουλγαρική εθνικιστική κυβέρνηση, η μεταναστευτική πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ ότι η Τουρκία είναι η «μητέρα – πατρίδα» και όλοι οι Τούρκοι του εξωτερικού μπορούν να μεταναστεύσουν σε αυτήν, καθώς και η διάδοση του κεμαλιστικού εθνικισμού που προωθούσε  στην μειονότητα θεωρείται απειλή για την κρατική ασφάλεια. Φυσικός σύμμαχος της κυβέρνησης είναι ο συντηρητικός μουσουλμανικός κλήρος, ο οποίος επίσης αισθάνθηκε ότι απειλείται από τις νεωτεριστικές ιδέες που προέρχονται από την Τουρκία. Για την αντιμετώπισει αυτού του κινδύνου η κυβέρνηση υιοθετεί μια σειρά από μέτρα που περιορίζουν τα μειονοτικά δικαιώματα των Τούρκων, όπως την διάλυση των τουρκικών οργανώσεων και πολιτικών λεσχών όπως της πανίσχυρης „Туран“, ενώ με παρότρυνση των μουφτίδων επανέρχεται το αραβικό αλφάβητο, στην θέση του λατινικού που είχε επιβληθεί από τον Κεμάλ στην Τουρκία το 1928. Εθνικιστικές βουλγάρικες οργανώσεις όπως η φασιστική „Родна защита“ όλο και πιο απροκάλυπτα παρενοχλούν και βιαιοπραγούν σε βάρος μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η Άκγυρα απαντά με σκληρά λόγια στον έντυπο τύπο, ενώ στα τέλη του Δεκέμβρη 1934 απευθύνει στην Σόφια επίσημη πρόταση: «Εάν η βουλγάρικη κυβέρνηση θέλει να ελευθερωθεί από τον τουρκικό πληθυσμό της Βουλγαρίας, ας συμφωνήσουμε αυτό να γίνει σταδιακά σε μία περίοδο 5-6 χρόνων, αφού διευθετήσουμε μέσα από διαπραγματεύσεις το θέμα της μετανάστευσης…αυτό θα είναι η καλύτερη λύση του ζητήματος» (Баева И., Калинова Е., 2013, стр. 240). Την ίδια περίοδο η θέση των πραξικοπηματιών στην εξουσία κλονίζεται. Η Βουλγαρία δεν έχει κάποια ηγετική φυσιογνωμία, όπως έναν Φύρερ ή έναν Ντούτσε. Στην Στρατιωτική Ένωση σχηματίζονται τρεις πτέρυγες: η αντιμοναρχική, η μετριοπαθής και η φιλομοναρχική. Το φθινόπωρο του ’34, οι μετριοπαθείς κερδίζουν έδαφος έναντι των αντιμοναρχικών, ενώ οι μοναρχικοί είναι της άποψης ότι ο στρατός θα πρέπει να επιστρέψει στους στρατώνες.

31 Δεκεμβρίου 1934: Στην απογραφή του 1934 ο πληθυσμός της Βουλγαρίας ανέρχεται σε 6 077 939 άτομα παρουσιάζοντας μια αύξηση κατά 599 198 άτομα ή 10,9%, σε σχέση με την απογραφή του 1926. Η τουρκική εθνοτική ομάδα με 591 193 άτομα αποτελεί το 9,7% του πληθυσμού (βλ. διαγ. 6), σημειώνοντας μικρή αύξηση κατά 13 641 άτομα ή 2,4%, σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή. Βέβαια στην βάση του Συμφώνου Φιλίας και του καλέσματος που απεύθυνε ο Κεμάλ Ατατούρκ σε όσους το επιθυμούν να έρθουν να εγκατασταθούν στην «μητέρα-πατρίδα», 166 485 άτομα μεταναστεύουν στην Τουρκία την περίοδο 1924 – 1934. Η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού συνεχίζει να μεταβάλλεται προς όφελος των Βουλγάρων που πλέον αποτελούν το 85,6% του πληθυσμού (βλ. διαγ. 2).

34

35

36

1935 – 1938: Αντιμέτωπος με την απειλή πραξικοπήματος από τους μετριοπαθείς ο πρωθυπουργός Κίμον Γκεοργκίεφ παραιτείται στις 22 Ιανουαρίου 1935 και αναλαμβάνουν διαδοχικά πρωθυπουργοί ο Πέντσο Ζλάτεφ  (Пенчо Златев, 1883 –  1948), από τις 22 Ιανουαρίου μέχρι τις 21 Απριλίου 1935, ο Αντρέι Τόσεφ (Андрей Тошев, 1867 – 1944),  από τις 21 Απριλίου μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1935 και ο Γκεόργκι Κιοσεϊβανόφ (Георги Кьосеиванов, 1884 – 1960), από τις 23 Νοεμβρίου 1935 μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 1940. Όλοι τους είναι επιλογές του μονάρχη Μπορίς Γ’ (Борис III, 1894 – 1943). Η δικτατορία όπως αναφέρει ο ιστορικός Ιβάν Ίλτσεφ (Иван Илчев) δεν καταργήθηκε, απλώς είχε πλέον τον Τσάρο ως επικεφαλής (Μπακάλοφ Γ…, Ίλτσεφ Ι…, 2015, σ. 407). Η πρόταση της Τουρκίας να επιτρέψει η Βουλγαρία την μετανάστευση όλης της τουρκικής μειονότητας στην Τουρκία αντιμετωπίζεται θετικά από τις παραπάνω διαδοχικές κυβερνήσεις. Η μετανάστευση θα πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη, σταδιακή και να ξεκινήσει από τις παραμεθόριες περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία, σύμφωνα με την Σόφια. Εκεί θα πρέπει στην θέση τους να εγκατασταθούν Βούλγαροι. Τελικά τα δύο μέρη συμφωνούν ότι από το 1935 θα μεταναστεύουν ετησίως 10 χιλιάδες άτομα σε βάθος χρόνου (βλ. διαγ. 7).

37

Αν και η Σύμβαση εγκατάστασης του 1925 προέβλεπε ότι η μετανάστευση πρέπει να είναι ελεύθερη και οικοιοθελείς και τα δύο μέρη παραβιάζουν τις αρχές αυτές, η μεν Βουλγαρία χρησιμοποιώντας διάφορες μορφές εξαναγκασμού, για να αποδόσει μαζικό χαρακτήρα στις μεταναστευτικές εκροές, η δε Τουρκία προσπαθώντας, ιδιαίτερα μετά το 1937, να περιορίσει τις εισροές και αριθμητικά και γεωγραφικά, βάζοντας εμπόδια και στο τέλος απαγορεύοντας την είσοδο μεταναστών που προέρχονται από τις νοτιοανατολικές περιοχές της Βουλγαρίας και επιτρέποντας μόνο σε εκείνους που κατοικούσαν στις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας. Η επιδίωξη των βουλγαρικών αρχών όπως είδαμε θα είναι ακριβώς η αντίθετη. Τελικά με την πρόφαση οικονομικών δυσκολιών απορρόφησης των μεταναστών, η Τουρκία ζητά το 1937 απο την Βουλγαρία και εκείνη κάνει αποδεκτό το αίτημά της να ελλατώσουν των αριθμό των μεταναστών (βλ. διαγ.7). Η Βουλγαρία ετοιμάζεται να ζητήσει την άρση των στρατιωτικών περιορισμών που θέτει η συνθήκη του Νεϊγύ και θέλει να τα έχει καλά με τους γείτονές της. Οι διεθνείς εξελίξεις την βοηθούν:

Ο Τσάρος Μπορίς Γ΄ βλέποντας την Κοινωνία των Εθνών ανίκανη να παρέμβει αποτελεσματικά στην ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία (2 Οκτωβρίου 1935), στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (έναρξη 17 Ιουλίου 1936), στην κατάφωρη παραβίαση από τη ναζιστική Γερμανία της  Συνθήκης των Βερσαλλιών με τον επανεξοπλισμό της (ανακοίνωση έναρξης 16 Μαρτίου 1935) και την προσάρτηση της Ρηνανίας (7 Μαρτίου 1936) και της  Αυστρίας (12 Μαρτίου 1938), πιστεύει ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα πολιτικό εμπόδιο για να μην αρθούν οι περιορισμοί της Συνθήκης του Νεϊγύ. Ήδη με την σύμφωνη γνώμη της Βουλγαρίας και των υπόλοιπων συμβαλλόμενων μερών (Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Αυστραλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Γιουγκοσλαβία) στις 20 Ιουλίου 1936 υπογράφεται η Συνθήκη του Μοντρέ η οποία αφορά στο καθεστώς των Στενών (Στενά των Δαρδανελίων, Θάλασσα του Μαρμαρά και Στενά του Βοσπόρου) και την ακύρωση της αποστρατιωτικοποίησης τους που προβλέπεται στις Αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (13.2.1914) και επαναλάμβανε η Συνθήκη της Λωζάννης (24.7.1923). Γιατί όχι και η ακύρωση των περιοριστικών στρατιωτικών διατάξεων της συνθήκης του Νεϊγύ;

Η Μεγάλη Βρετανία γνωρίζει ότι η Βουλγαρία βρίσκεται στις οικονομικές αγκάλες της Γερμανίας μιας και αυτή είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής των βουλγαρικών αγροτικών προϊόντων (την περίοδο 1936 – 1939, το 56,1% των βουλγαρικών εξαγωγών κατευθύνονται προς την Γερμανία) και εκείνη με την σειρά της αγοράζει κυρίως γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα (την περίοδο 1936 – 1939, το 37,4% των βουλγαρικών εισαγωγών προέρχονται από την Γερμανία). Παρά τις επίσημες διακηρύξεις της Σόφιας περί αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής, η Γερμανία κατάφερε να καλλιεργήσει εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας (Μπακάλοφ Γ…, Ίλτσεφ Ι…, 2015, σσ. 411 – 412). Στα τέλη του 1937 το Λονδίνο εισηγείται  στα κράτη μέλη της Βαλκανικής Συνεννόησης την άρση των περιοριστικών διατάξεων της Συνθήκης του  Νεϊγύ για τον εξοπλισμό της Βουλγαρίας ώστε να αποτραπεί η στενότερη πρόσδεση της στη Γερμανία. Απώτερος σκοπός ήταν η ένταξη της Βουλγαρίας στη Βαλκανική Συνεννόηση. Τον ρόλο του διαμεσολαβητή το Λονδίνο αναθέτει στη Τουρκία.

Μετά από ένα μαραθώνιο διαβουλεύσεων στις 31 Ιουλίου 1938 υπογράφεται στη  Θεσσαλονίκη η ομώνυμη συμφωνία, βάσει της οποίας, η Τουρκία, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία, αναθεωρούν τις στρατιωτικές διατάξεις της Συνθήκης του Νεϊγύ και όλοι, μαζί με την Βουλγαρία, αποκηρύσσουν τη χρήση βίας στις μεταξύ τους σχέση. Η Βουλγαρία έχει το δικαίωμα να κατασκευάσει οχυρώσεις στα νότια σύνορά της, (αλλά και η Ελλάδα στην Δυτική Θράκη και η Τουρκία στην Ανατολική Θράκη) και μπορεί πλέον να επανεξοπλιστεί. Σε καμία περίπτωση όμως η Βουλγαρία δεν έχει εγκαταλείψει  την αναθεωρητικής της πολιτική. Για τον Μπορίς Γ’ η υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου (Γερμανία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία) στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, σύμφωνα με την οποία η περιοχή της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία προσαρτήθηκε με την σύμφωνη γνώμη της ίδιας της Τσεχοσλοβακίας από την Γερμανία, αποκαθιστά μια από τις αδικίες του Α΄ ΠΠ. Ο Βούλγαρος Μονάρχης θεωρεί ότι το μέλλον ανήκει σε τέτοιου είδους αναθεωρητικές συμφωνίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

1939 – 1944: Τα επόμενα χρόνια το θέμα της τουρκικής μειονότητας θα πάει πολύ πίσω στην ατζέντα των ζητημάτων που θα πρέπει να διαχειριστεί η Βουλγαρία. Το Συμφώνο Φιλίας και η Σύμβαση  εγκατάστασης αποτελούν το πλαίσιο το διμερών σχέσεων Βουλγαρίας – Τουρκίας για το μεταναστευτικό. Οι μετακινήσεις της τουρκικής μειονότητας προς την Τουρκία μετά και την παρότρυνση της τελευταίας, μειώθηκαν κατά 40% το 1938, σε σχέση με ένα χρόνο πριν, ενώ διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα και το 1939. Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου,  το 1941 και το 1942 οι μετανάστες προς την Τουρκία είναι τρεις φορές λιγότεροι απ’ ό,τι το 1939, το 1943,  2,16 φορές λιγότεροι σε σχέση με το 1942, ενώ το 1940 και το 1944 δεν έγιναν μεταναστεύσεις. Η Βουλγαρία κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β΄ΠΠ είναι κατοχική δύναμη σε εδάφη γειτονικών  της χωρών – Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας και ως τέτοια, επιχειρεί να αλλάξει την εθνοτική σύνθεση της πρώτης και να αφομιώσει τα ατίθασα αδέρφια της στην δεύτερη. Το μεταναστευτικό ζήτημα της τουρκικής μειονότητας έχει μπει στο ράφι και εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος Β΄ΠΠ και την καθεστωτική αλλαγή.

                                                                                                                               Συνεχίζεται

  Βιβλιογραφία  

Аврамов, Р.,2007 „Комуналният капитализъм“: т. I. София, Фондация „Българска наука и култура“ / Център за либерални стратегии

Аврамов, Ρ., 2016. ИКОНОМИКА НА „ВЪЗРОДИТЕЛНИЯ ПРОЦЕС“. София, Изд. Център за академични изследвания

ВOЙНИКОВ И., 2008. Промените в границите на България през 40-те години на ХХ век

https://geopolitica.eu/spisanie-geopolitika/98-2008/broi5-2008/811-promenite-v-granitsite-na-balgariya-prez-40-te-godini-na-xx-vek

Генов, Р., 2005. ДИПЛОМАТИЧЕСКАТА ИСТОРИЯ НА ИЗТОЧНАТА КРИЗА, 1875-1877г. И БЪЛГАРИТЕ. Нов български университет: www.nbu.bg/PUBLIC/IMAGES/File/departamenti/istoriq/3.pdf

Георгиев, В., Трифонов, Ст. 1996. История на българите 1878-1944 в документи. София Издателство „Просвета“.

Гюдуров Д. Българо-турските отношения и малцинственият въпрос (1919-1928 г.). Στο:  http://ebox.nbu.bg/hist12/ne3/D.%20Giudurov.pdf

Икономов, Т. 1885. Протоколите на Берлинския конгрес. Електронна библиотека на Ж. Войников: http://www.bulgari-istoria-2010.com/booksBG/T_Ikonomov_Protrkolite_na_Berlinskija_Kongres.pdf

Косев К., 2008. ЗАД КУЛИСИТЕ НА БЕРЛИНСКИЯ КОНГРЕС И РОДИЛНИТЕ МЪКИ НА ТРЕТАТА БЪЛГАРСКА ДЪРЖАВА. София: Академично издателство „Проф. Марин Дринов“.

Косев К., & Дойнов С., 2018. От Шипка и Плевен до Сан Стефано и Берлин. София: Издателство „Захарий Стоянов“.

Недев, Недю, 2007. Три държавни преврата или Кимон Георгиев и неговото време. София, Изд. „Сиела“.

Μπακάλοφ Γ., Ματάνοφ, Χ., Μίτεφ Π., Ίλτσεφ Ι., Μαρίνοβα – Χριστίδη Ρ., 2015. Ιστορία της Βουλγαρίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο

Σφέτας Σ. Το σύμφωνο της Θεσσαλονίκης της 31ης Ιουλίου 1938: διπλωματικό παρασκήνιο, ελληνικές προσδοκίες και βουλγαρικές διαψεύσεις. Συμβολή στη μελέτη των ελληνο- βουλγαρικών σχέσεων της δεκαετίας του ’30. Στο: https://ojs.lib.uom.gr/index.php/ValkanikaSymmeikta/article/view/1668/1691

Blainey G., 2008. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. Αθήνα. Εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ Α.Ε.

Сан-Стефански мирен договор, сключен между Русия и Турция на 19 февруари/3 март 1878 г. “Българската държавност – в актове и документи”, С., 1981, стр. 193- 202.   http://www.omda.bg/BULG/hystory/San_stefano.htm

Берлински договор 1878. Берлинският договор е международен пакт между Великобритания, Австро-Унгария, Франция, Германия, Италия, Русия и Османската империя за уреждане работите на Изтока, подписан на френски език в Берлин, 13 юли 1878 година, по време на Берлинския конгрес. https://bg.wikisource.org/wiki/%D0%91%D0%B5%D1%80%D0%BB%D0%B8%D0%BD%D1%81%D0%BA%D0%B8_%D0%B4%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%80_1878_%D0%B3%D0%BE%D0%B4%D0%B8%D0%BD%D0%B0

Συνθήκη του Βουκουρεστίου. https://el.wikisource.org/w/index.php?title=Συνθήκη_του_Βουκουρεστίου&oldid=106498»

Лондонски мирен договор от 1913 година. Договор за мир между Гърция, България, Сърбия, Черна гора и Османската империя, сключен в Лондон на 17/30 май 1913 (превод) https://bg.wikisource.org/wiki/%D0%9B%D0%BE%D0%BD%D0%B4%D0%BE%D0%BD%D1%81%D0%BA%D0%B8_%D0%BC%D0%B8%D1%80%D0%B5%D0%BD_%D0%B4%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%80_%D0%BE%D1%82_1913_%D0%B3%D0%BE%D0%B4%D0%B8%D0%BD%D0%B0#cite_note-1

Цариградски договор за мир между царство България и Османската империя от 1913 година. Договор за мир между царство България и Османската империя, сключен на 16/29 септември 1913 година, ратифициран на 29 септември/9 октомври 1913 година (превод).

https://bg.wikisource.org/wiki/%D0%A6%D0%B0%D1%80%D0%B8%D0%B3%D1%80%D0%B0%D0%B4%D1%81%D0%BA%D0%B8_%D0%B4%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%80_%D0%B7%D0%B0_%D0%BC%D0%B8%D1%80_%D0%BC%D0%B5%D0%B6%D0%B4%D1%83_%D1%86%D0%B0%D1%80%D1%81%D1%82%D0%B2%D0%BE_%D0%91%D1%8A%D0%BB%D0%B3%D0%B0%D1%80%D0%B8%D1%8F_%D0%B8_%D0%9E%D1%81%D0%BC%D0%B0%D0%BD%D1%81%D0%BA%D0%B0%D1%82%D0%B0_%D0%B8%D0%BC%D0%BF%D0%B5%D1%80%D0%B8%D1%8F_%D0%BE%D1%82_1913_%D0%B3%D0%BE%D0%B4%D0%B8%D0%BD%D0%B0

Ньойски мирен договор от 1919 година. Мирен договор между Основните Съюзнически и Асоциирани Сили и България и Протокол Подписан в Ньой сюр Сен на 27 ноември 1919 година (превод). https://bg.wikisource.org/wiki/%D0%9D%D1%8C%D0%BE%D0%B9%D1%81%D0%BA%D0%B8_%D0%BC%D0%B8%D1%80%D0%B5%D0%BD_%D0%B4%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%80_%D0%BE%D1%82_1919_%D0%B3%D0%BE%D0%B4%D0%B8%D0%BD%D0%B0

 Ангорски договор http://papertiger-bg.com/Angorsky_Dogovor.pdf

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment