Βουλγαρία – Δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού

    Οι δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού οι οποίοι υιοθετήθηκαν από τη Eurostat στο πλαίσιο της «Στρατηγικής 2020», αποτελούν το βασικό εργαλείο αξιολόγησης του πολυδιάστατου φαινομένου της φτώχειας. Η κύρια πηγή στατιστικών για τον υπολογισμό των δεικτών είναι η δειγματολογική Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC).

Μεθοδολογικά ζητήματα

    Η έρευνα EU-SILC διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Κοινοβουλίου με αριθ. 1177/2003 καθώς και των πέντε εφαρμοστικών κανονισμών του. Η έρευνα αποτελεί τη βασική πηγή στατιστικών στοιχείων για το εισόδημα, τη φτώχεια, την κοινωνική ένταξη και τις συνθήκες διαβίωσης. Βασικό πλεονέκτημα της εν λόγω έρευνας είναι ότι περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία για τα άτομα και τα νοικοκυριά τα οποία έχουν συλλεχθεί με εναρμονισμένο τρόπο από όλα τα κράτη μέλη, καθιστώντας έτσι δυνατές τις συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Βασικό μειονέκτημα της έρευνας είναι η διετής χρονική καθυστέρηση έως ότου καταστούν διαθέσιμα τα στοιχεία για ανάλυση και υποβολή εκθέσεων. Στις 30.4.2020, το Εθνικό Στατιστικό Ινστιτούτο (ΕΣΙ) της Βουλγαρίας, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνας, για το 2019, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2018. Τα αποτελέσματα της έρευνας του 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2019, θα ανακοινωθούν στις 30.04.2021. Το 2022 η Eurostat θα δημοσιεύσει στοιχεία για το 2021 με βάση τα εισοδήματα του 2020 και μόνο τότε θα έχουμε τα στατιστικά στοιχεία για την περαιτέρω εξάπλωση της φτώχειας και την χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του COVID-19.
Ο πληθυσμός αναφοράς του EU-SILC είναι όλα τα ιδιωτικά νοικοκυριά και τα μέλη τους που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους τη χρονική στιγμή της συλλογής των δεδομένων. Εξαιρούνται από την έρευνα: α) Οι συλλογικές κατοικίες, όπως π.χ. ξενοδοχεία, πανσιόν, νοσοκομεία, γηροκομεία, στρατόπεδα, αναμορφωτήρια κλπ. Συλλογικές κατοικίες θεωρούνται για τους σκοπούς της έρευνας και τα νοικοκυριά που παρέχουν στέγη με διατροφή σε άνω των πέντε τροφίμους. β) Τα νοικοκυριά με μέλη ξένους υπηκόους, που υπηρετούν σε ξένες διπλωματικές αποστολές.
Στα πλαίσια της έρευνας υιοθετείται ο ορισμός της σχετικής φτώχειας χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού που ζουν στο «όριο επιβίωσης», σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας (π.χ. άστεγοι, ομάδες μειονοτήτων και μεταναστών). Η σχετική φτώχεια ορίζεται σε άμεσο συσχετισμό με τις ανάγκες που δημιουργούνται μέσα σε μία κοινωνία σε μια ορισμένη χρονική περίοδο και αναφέρεται σε νοικοκυριά των οποίων το βιοτικό επίπεδο απέχει τόσο πολύ από το γενικό βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας στην οποία ανήκουν, ώστε δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν σε συνηθισμένες καθημερινές δραστηριότητες. Η σχετική θεώρηση της φτώχειας σχετίζει την κατάσταση της φτώχειας με το γενικό επίπεδο ευημερίας σε μια κοινωνία και επομένως συνδέεται στενά με την ιδέα της οικονομικής ανισότητας, σε αντίθεση με την απόλυτη φτώχεια που δίνει έμφαση στην οικονομική ανεπάρκεια.
Για να μετρήσουμε τη φτώχεια, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια μεταβλητή με την οποία να καθορίσουμε το επίπεδο της ατομικής ευημερίας. Στη βιβλιογραφία αυτή η μεταβλητή είναι συνήθως το εισόδημα. Ο ορισμός του εισοδήματος που υιοθετείται από την EUROSTAT είναι αυτός του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της διαίρεσης του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού διά το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1980/2003 της Επιτροπής της 21ης Οκτωβρίου 2003 που καθορίζει τις βασικές έννοιες και ορισμούς για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού υπολογίζεται ως το άθροισμα των συνιστωσών του ακαθάριστου προσωπικού εισοδήματος για όλα τα μέλη του νοικοκυριού [ακαθάριστο χρηματικό εισόδημα ή εξομοιούμενο εισόδημα εξαρτημένης εργασίας· ακαθάριστο μη χρηματικό εισόδημα εξαρτημένης εργασίας· εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης· ακαθάριστα χρηματικά κέρδη ή ζημίες από αυτοαπασχόληση· αξία αγαθών που παράγονται για ιδιοκατανάλωση· παροχές ανεργίας· παροχές γήρατος· παροχές επιζώντων· παροχές ασθένειας· παροχές αναπηρίας και εκπαιδευτικά επιδόματα] συν τις συνιστώσες του ακαθάριστου εισοδήματος σε επίπεδο του νοικοκυριού [τεκμαρτό μίσθωμα· εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτου ή γαιών· επιδόματα οικογενειακά/τέκνων· κοινωνικός αποκλεισμός που δεν κατατάσσεται αλλού· επιδόματα στέγασης· εισπραχθείσες τακτικές μεταβιβάσεις μετρητών μεταξύ νοικοκυριών· τόκοι, μερίσματα και κέρδη από κεφαλαιουχικές επενδύσεις σε επιχείρηση μη ανώνυμης εταιρικής μορφής· εισόδημα ατόμων κάτω των 16 ετών] μείον [εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης· τόκους που καταβάλλονται για ενυπόθηκο δάνειο· τακτικούς φόρους περιουσίας· καταβληθείσες τακτικές μεταβιβάσεις μετρητών μεταξύ νοικοκυριών· φόρους εισοδήματος και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης].
Το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τη διαφοροποιημένη κλίμακα OECD (modified OECD scale) η οποία προτάθηκε για πρώτη φορά το 1994. Για τη συγκεκριμένη κλίμακα ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης : 1ος ενήλικας (αρχηγός νοικοκυριού) = 1,0 μονάδα, άτομα ηλικίας 14 χρονών και άνω = 0,5 μονάδες και άτομα κάτω των 14 χρονών = 0,3 μονάδες. Παράδειγμα: Το εισόδημα του νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά κάτω των 14 ετών διαιρείται με το συντελεστή ισοδυναμίας 1+0,5+(2Χ0,3)= 2,1, για νοικοκυριό με δύο ενήλικες διά 1,5, για νοικοκυριό με 2 ενήλικες και 2 παιδιά ηλικίας 14 ετών και άνω διά 2,5 κλπ. Επισημαίνεται ότι στην κατανομή κατά άτομο θεωρείται, με βάση τον παραπάνω ορισμό, ότι το κάθε μέλος του νοικοκυριού κατέχει το ίδιο εισόδημα που αντιστοιχεί στο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε μέλος του νοικοκυριού απολαμβάνει το ίδιο επίπεδο διαβίωσης. Συνεπώς, στην κατά άτομο κατανομή, το εισόδημα που αποδίδεται σε κάθε άτομο δεν αντιπροσωπεύει χρηματική απολαβή, αλλά έναν δείκτη επιπέδου διαβίωσης.
Μετά την επιλογή της προσδιοριστικής μεταβλητής είναι ανάγκη να οριστεί το επίπεδο του εισοδήματος (του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος) κάτω από το οποίο ένα άτομο θεωρείται ότι είναι φτωχό σε σύγκριση με άλλα άτομα στην κοινωνία. Στην έρευνα EU-SILC αυτό ονομάζεται όριο ή γραμμή ή κατώφλι και έχει οριστεί στο 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις). Το διάμεσο όριο ή γραμμή ή κατώφλι του 60 % είναι συμβατικό και αντιπροσωπεύει το επίπεδο εισοδήματος που θεωρείται αναγκαίο για μια αξιοπρεπή ζωή. Τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων, το ισοδύναμο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα είναι κάτω από το κατώφλι της φτώχειας χαρακτηρίζονται ως φτωχός πληθυσμός. Τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το ισοδύναμο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα είναι πάνω από το όριο της φτώχειας χαρακτηρίζονται ως μη φτωχός πληθυσμός.
Έτσι καταλήγουμε στο βασικό εργαλείο αξιολόγησης της σχετικής φτώχειας που χρησιμοποιεί η έρευνα EU-SILC – τον δείκτη «ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας» (At Risk of Poverty – AROP). Αυτός ο δείκτης μετρά το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις).
Παραπάνω αναφέραμε ότι η σχετική θεώρηση της φτώχειας σχετίζει την κατάσταση της φτώχειας με το γενικό επίπεδο ευημερίας σε μια κοινωνία. Συχνά τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του επιπέδου ευημερίας είναι μη χρηματικά και αναφέρονται σε συνθήκες που επηρεάζουν την ικανότητα των ατόμων να επιτύχουν τόσο ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, όσο και τις προοπτικές και τις δυνατότητες τους για το μέλλον. Η πολυδιάστατη αυτή προσέγγιση στην κοινωνική κατάσταση του ατόμου σε συνδυασμό με την έμφαση στη σχετική πλευρά της φτώχειας ή τη στέρηση, οι οποίες δεν μετριούνται με απόλυτους όρους αλλά πάντοτε σε σχέση με το επίπεδο διαβίωσης σε μια κοινωνία συνολικά, συνιστούν τον πυρήνα αυτού που γενικώς γίνεται αντιληπτό ως κοινωνικός αποκλεισμός. Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με την EUROSTAT έχει δύο συνιστώσες αυτή της σοβαρής υλικής στέρησης και της πολύ χαμηλής έντασης εργασίας.
Ο δείκτης «ποσοστό ατόμων με σοβαρή υλική στέρηση» (Severe Material Deprivation – SMD) περιγράφει την αναγκαστική αδυναμία των ατόμων να πληρώνουν για τουλάχιστον τέσσερα από εννέα συγκεκριμένα υλικά αγαθά και υπηρεσίες:
1. καθυστέρηση στην αποπληρωμή πάγιων λογαριασμών (ρεύμα, νερό κ.λπ.), ενοίκιο ή δόσεις δανείων κύριας κατοικίας ή δόσεις άλλων δανείων
2. οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών
3. οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι (ή ισοδύναμο χορτοφαγικό γεύμα)
4. οικονομική αδυναμία στην αντιμετώπιση έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών
5. οικονομική αδυναμία να διαθέτουν σταθερό και κινητό τηλέφωνο
6. οικονομική αδυναμία να διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση
7. οικονομική αδυναμία να διαθέτουν πλυντήριο ρούχων
8. οικονομική αδυναμία να διαθέτουν αυτοκίνητο
9. οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.
Ο δείκτης «ποσοστό πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας» (Very Low work intensity – VLWI) μετρά το ποσοστό ατόμων ηλικίας 0-59 ετών που ζουν σε νοικοκυριά όπου τα άτομα σε ηλικία εργασίας πρόσφεραν λιγότερο από το 20% των συνολικών δυνατοτήτων τους για εργασία κατά τους προηγούμενους 12 μήνες. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας 18-59 ετών. Τα νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από μαθητές ή σπουδαστές κλπ. κάτω των 25 ετών ή και άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη.

    Η έρευνα EU-SILC καταλήγει στο σύνθετο δείκτη κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (At risk of Poverty or Social Exclusion – AROPE), ο οποίος προσδιορίζεται με τη χρήση των τριών επιμέρους δεικτών και αντιστοιχεί στο ποσοστό πληθυσμού που είναι κάτω από το όριο της φτώχιας ή/και ζει σε νοικοκυριά που έχουν σοβαρή υλική στέρηση ή/και ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας. Κάθε άτομο υπολογίζεται μόνο μία φορά έστω και αν εμπίπτει σε πέραν του ενός δείκτη.
Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα για κάθε συνιστώσα του δείκτη κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ξεχωριστά και στο τέλος ο συνολικός δείκτης AROPE.

Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας και κατώφλι κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις

    Τα κράτη – μέλη της ΕΕ μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε να ακολουθείται το ίδιο χρονοδιάγραμμα συλλογής δεδομένων κάθε έτος. Παρ’ολα αυτά η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας EU-SILC δεν γίνεται την ίδια χρονική στιγμή. Έτσι μέχρι της 30 Απριλίου 2020, αποτελέσματα εκτός της Βουλγαρίας είχαν ανακοινώσει άλλες πέντε χώρες μέλη (Δανία, Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Φινλανδία). Η Ελλάδα για παράδειγμα ανακοινώνει την δική της έρευνα πάντα την 21η Ιουνίου. Έτσι τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία για όλα τα κράτη μέλη αφορούν την έρευνα EU-SILC του 2018 με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2017.

1

2

    Τα αποτελέσματα της φτώχειας σε επίπεδο ΕΕ των 27, και ως απόλυτος αριθμός και ποσοστιαία την περίοδο 2010 – 2016 είχαν αυξητική τάση για να ακολουθήσει μία ελαφρά μείωση τα επόμενα δύο χρόνια. Το 2010 στις 27 χώρες μέλη περίπου 71,5 εκατ. άτομα, ήτοι το 16,5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας, ενώ το 2016 το μέγεθος έφτασε τα 76,6 εκατ. άτομα (17,5%). Δύο χρόνια μετά το απόλυτο νούμερο του πληθυσμού που αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας μειώθηκε κατά 2,85 εκατομμύρια άτομα, ή κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες. Ανάμεσα στις 27 χώρες, το 2018, το χαμηλότερο ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας έχει η Τσεχία, ακολουθούμενη από την Φινλανδία, την Σλοβακία και την Δανία, ενώ το υψηλότερο έχει η Ρουμανία, ακολουθούμενη από την Λετονία, την Λιθουανία και την Βουλγαρία (βλ. πιν. 1 και 2).

3

    Από τα στοιχεία των ερευνών EU-SILC των κρατών μελών για το 2018, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2017,  προκύπτει ότι το χαμηλότερο χρηματικό όριο κινδύνου φτώχειας, ανά άτομο έχει η Ρουμανία ακολουθούμενη από την Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Το υψηλότερο κατώφλι κινδύνου φτώχειας έχει το Λουξεμβούργο, ακολουθούμενο από την Δανία, την Σουηδία και την Αυστρία (βλ. πιν. 3).

4

    Από τα στοιχεία της Έρευνας EU-SILC, του ΕΣΙ της Βουλγαρίας για το 2019, προκύπτει ότι το χρηματικό όριο κινδύνου φτώχειας στην Βουλγαρία ανερχόταν στο ετήσιο ποσό των 2 534 ευρώ ανά άτομο και σε 5 322 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών. Το 22,6% του πληθυσμού της Βουλγαρίας δηλαδή 1 586 χιλ. άτομα διέμενε σε νοικοκυριά με εισόδημα κάτω του ορίου φτώχιας. Σε σχέση με ένα χρόνο πριν το ύψος του κατωφλιού αυξήθηκε κατά 17,6%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. (βλ. πιν. 4)

5

    Τα στατιστικά στοιχεία μπορούν να διαχωριστούν κατά ηλικία, φύλο, κατάσταση απασχόλησης, τύπο νοικοκυριού ώστε να δοθεί μία λεπτομερέστερη εικόνα με το προφίλ αυτών που αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

    Η πιο ευάλωτη ομάδα στην Βουλγαρία, ήταν αυτή των ατόμων ηλικίας 65 χρονών και πάνω. Το 34,6% του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (516,6 χιλ. άτομα) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Το ποσοστό μάλιστα στον γυναικείο πληθυσμό είναι κατά 12,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό φτώχειας του ανδρικού πληθυσμού. Σε σχέση με το 2018 ο πληθυσμός αυτής της ομάδας αυξήθηκε κατά 84,4 χιλ. άτομα ή κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες.

    Η δεύτερη πιο ευάλωτη ομάδα ήταν αυτή των παιδιών (0-17 ετών). Το 27,5%  του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (333,2 χιλ. άτομα) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Σε σχέση με ένα χρόνο πριν ο πληθυσμός αυτής της ομάδας αυξήθηκε κατά 9,8 χιλ. άτομα ή κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες.

    Η λιγότερο ευάλωτη ομάδα είναι αυτή ατόμων ηλικίας 18 – 64 ετών. Το 17,1%  του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (736,5 χιλ. άτομα) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, με την συμμετοχή των δύο φύλων να είναι περίπου η ίδια (51,4% άνδρες και 48,6% γυναίκες), (βλ. πιν. 5).

6

    Ο κύριος παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι η οικονομική τους δραστηριότητα και η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 8,9%, σημειώνοντας μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2018. Μείωση κατά 0,3% ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες, ενώ για τους εργαζόμενους άνδρες παρουσίασε μείωση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή σε 8,1% και 9,6% αντίστοιχα.

    Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 58,9%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (65,4% και 51,2% αντίστοιχα).

     Σημαντική είναι και η διαφορά μεταξύ συνταξιούχων ανδρών και γυναικών, με τον κίνδυνο φτώχειας να ανέρχεται σε 26,4% και 39,4% αντίστοιχα.

    Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) παρέμεινε περίπου ο ίδιος (βλ. πιν. 6).

7

    Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 7,8%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 30,8%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018. Δηλαδή ο  κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση είναι περίπου 4 φορές πιο μεγάλος από τον κίνδυνο φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση (βλ. πιν. 7).

01

Πηγή: НСИ

    Το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι απαραίτητο για τη μείωση της φτώχειας. Τα στοιχεία του διαγράμματος 1 δείχνουν ότι το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας πριν την επίδραση όλων των κοινωνικών μεταβιβάσεων όπως των συντάξεων, των οικογενειακών επιδομάτων, επιδομάτων/βοηθημάτων ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας – ανικανότητας, των εκπαιδευτικών παροχών, στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα, αποτελоύσε περίπου το 43% την δεκαετία 2010 – 2019. Την χρονιά που μας πέρασε το ποσοστό φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ήταν κατά 19,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό της φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Εάν στα εισοδήματα του πληθυσμού συμπεριληφθούν και τα εισοδήματα από τις συντάξεις, χωρίς τις υπόλοιπες κοινωνικές μεταβιβάσεις, τότε την προηγούμενη δεκαετία  το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, αποτελούσε περίπου το 28%. Για το 2019 το ποσοστό φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (εξαιρουμένων των συντάξεων), ήταν κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό της φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Το 2019 το ποσοστό κινδύνου φτώχιας από 42,2% μειώνεται στο 22,6% με τις συντάξεις να μειώνουν το ποσοστό κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες και οι υπόλοιπες κοινωνικές παροχές κατά 12,6 μονάδες (σύνολο κατά 19,6 ποσοστιαίες μονάδες).

8

    Ο κίνδυνος φτώχειας για όλους τους τύπους νοικοκυριών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά σημείωσε αύξηση το 2019, σε σχέση με το 2018 (βλ. πιν. 8). Την μεγαλύτερη αύξηση, κατά 7,6 ποσοστιαίες μονάδες (56,9%), σημείωσε η περίπτωση νοικοκυριών με ένα ενήλικα ηλικίας  65 ετών και άνω. Οι υπόλοιπες αυξήσεις κυμαίνονταν από 5,8 ποσοστιαίες μονάδες, στην περίπτωση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών – άρρενες (35,8%), έως 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, στην περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες ηλικίας κάτω των 65 ετών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (9,8%).

     Ο  κίνδυνος φτώχειας για δύο τύπους νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά σημείωσε αύξηση (βλ. πιν. 8). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των μονογονεϊκών νοικοκυριών, με τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί, η αύξηση ήταν 11,4 ποσοστιαίες μονάδες (41,4%), ενώ στην περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά, η αύξηση ήταν 11,1 ποσοστιαίες μονάδες (62,3%).

    Ο  κίνδυνος φτώχειας για τους υπόλοιπους τύπους νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά σημείωσε μείωση (βλ. πιν. 8). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότεροι ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά η μείωση ήταν 4,6 ποσοστιαίες μονάδες (22,8%), στην περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες με δύο εξαρτώμενα παιδιά, η μείωση ήταν 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (16,9%) και τέλος, στην περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες με ένα εξαρτώμενο παιδί η μείωση ήταν 1,3 ποσοστιαίες μονάδες (10,7%).

02

Πηγή: НСИ

    Εφόσον είδαμε πόσοι είναι οι φτωχοί στην Βουλγαρία και υπολογίσαμε το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, μπορούμε να υπολογίσουμε το εισόδημα που είναι αναγκαίο για να εξασφαλίσουν όλοι οι φτωχοί το εισόδημα της γραμμής (του κατωφλιού) φτώχειας. Αυτός ο δείκτης ονομάζεται σχετικό «χάσμα» ή «βάθος» διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Η Eurostat ορίζει το χάσμα φτώχειας ως την διαφορά μεταξύ του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των ανθρώπων κάτω από το κατώφλι κινδύνου φτώχειας, εκφρασμένη ως ποσοστό επί του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας.

    Για το 2019, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ήταν 27,5% κάτω από το κατώφλι του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος (βλ. διαγ. 2). Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 72,5% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 2 534 ευρώ), δηλαδή κάτω από 1 837 ευρώ, ετησίως, ανά άτομο.

9

    Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-27 ήταν, κατά μέσο όρο, 24,5% κάτω από το όριο της φτώχειας το 2018 (βλ. πιν.9). Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το μέσο εισόδημα των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ήταν πολύ πιο κάτω από το όριο της φτώχειας στη Ρουμανία (35,2%). Το μικρότερο χάσμα κινδύνου φτώχειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (14,2%) και κατόπιν στην Τσέχικη Δημοκρατία (15,0%).

Η χωρική διάσταση της φτώχειας στην Βουλγαρία

    Από τα στοιχεία της έρευνας EU-SILC για το 2019, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2018,  προκύπτει ότι το χαμηλότερο ετήσιο χρηματικό όριο κινδύνου φτώχειας, ανά άτομο είχε η Μοντάνα ακολουθούμενη από το Πάζαρντζικ, το Βίντιν και το Χάσκοβο, ενώ το υψηλότερο είχε η Σόφια (πρωτεύουσα), ακολουθούμενη από το Πέρνικ, την Στάρα Ζαγκόρα και το Σμόλιαν (βλ. διαγ.3).

    Το κατώφλι του κινδύνου φτώχειας, το 2019, αυξήθηκε σε σχέση με το 2018, σε όλους τους νομούς. Την μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψε ο νομός Ράζγκραντ (37,2%) και ακολούθησαν οι νομοί Βράτσα (34,9%), Λόβετς (34,7%) και Πέρνικ (34,6%). Την μικρότερη αύξηση είχαν οι νομοί Ιάμπολ (1,6%), Πλέβεν (5,8%), Πλόβντιφ (6,6%) και Χάσκοβο (8,8%).

0310

    Τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας κατέγραψαν οι νομοί Σλίβεν (30, 1%), Κιουστεντίλ (28,8%), Βράτσα (27,7%) και Ιάμπολ (27,4%). Τα χαμηλότερα ποσοστά είχαν οι νομοί Πλέβεν (14,3%), Μπλαγκόεβγκραντ (16,5%), Σόφια (16,8%) και Λόβετς (18,5%).

    Ο νομός Πλέβεν κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό ανδρικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (11,8%), ενώ ο νομός Σιλίστρα – το υψηλότερο (28,8%). Ο νομός Μπλαγκόεβγκραντ είχε το χαμηλότερο ποσοστό γυναικείου πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (15,6%), ενώ οι νομοί Κιουστεντίλ και Σιλίστρα είχαν το υψηλότερο (31,6%).

    Στους νομούς Γκάμπροβο, Ρούσε, Σμόλιαν, Ιάμπολ, Σόφια, Χάσκοβο, Κιουστεντίλ και Βάρνα το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, ήταν υψηλότερο με πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες, από το αντίστοιχο ποσοστό του ανδρικού πληθυσμού. Σε 8 νομούς – Μοντάνα, Βελίκο Τάρνοβο, Βράτσα, Βίντιν, Κάρντζαλι,  Μπλαγκόεβγκραντ, Πάζαρντζικ και Σιλίστρα, το ποσοστό του ανδρικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, ήταν μεγαλύτερο από εκείνο των γυναικών (βλ. πιν. 10)

Πληθυσμός σε σοβαρή υλική στέρηση

    Η σοβαρή υλική στέρηση παρουσιάζει τον πληθυσμό που ζει σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες σε, τουλάχιστον, τέσσερεις από τις εννέα, συνολικά, διαστάσεις της υλικής στέρησης.

11

    Ο αριθμός των ατόμων που πλήττονται από σοβαρή υλική στέρηση βρίσκεται σε πτώση από το 2013, και το 2019 κατήλθε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ (24,4 εκατομμύρια). Ο αριθμός αυτός ισοδυναμεί με το 5,6 % του πληθυσμού της ΕΕ – 27. Με βάση τα έως σήμερα διαθέσιμα στοιχεία για το 2019 προκύπτει ότι τα χαμηλότερα ποσοστά σοβαρών υλικών στερήσεων έχει η Φινλανδία και η Ολλανδία (από 2,4%), ενώ τα υψηλότερα έχει η Βουλγαρία με 19,9% (ήτοι 1 396 χιλ. άτομα), ακολουθούμενη από την Ελλάδα με15,9% (ήτοι 1 678 χιλ. άτομα).

12

    Όσον αφορά τις επιμέρους ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού, το 2019, τα χαμηλότερα ποσοστά σοβαρών υλικών στερήσεων παρουσιάζουν τα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών (17%), με τους άνδρες να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση (17,6%), από τις γυναίκες (16,4%). Όπως ήταν αναμενόμενο η ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού των 65 ετών και άνω που έχει τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας, έχει και τα υψηλότερα ποσοστά σοβαρών υλικών στερήσεων (29,1%). Εδώ ο γυναικείος πληθυσμός βρίσκεται σε πιο δύσκολη θέση (32,5%) σε σχέση με τον ανδρικό (24,1%). Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2019 σε 18,9%.

13

    Το 2019, το 36,5% του πληθυσμού δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες. Παράλληλα το 35,4% δηλώνει οικονομική αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο και το 30,1% οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας. Το 29,3% του πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών (ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο, κλπ), ενοικίου, δόσεις δανείου κύριας κατοικίας ή δόσεις άλλων δανείων και το 27,6% δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας (βλ. πιν. 13).

    Το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή υλική στέρηση διαφοροποιείται ανά εθνοτική ομάδα. Αναγκαστική αδυναμία των ατόμων να πληρώνουν για τουλάχιστον τέσσερα από τα εννέα υλικά αγαθά και υπηρεσίες δηλώνει το 14,8% της εθνοτικής ομάδας των Βουλγάρων, το 22,1% της εθνοτικής ομάδας των Τούρκων και το 63% των Ρομά. Ανάμεσα στην βουλγαρική εθνοτική ομάδα, το υψηλότερο ποσοστό (32,4%) δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ενώ ανάμεσα στους Ρομά το υψηλότερο ποσοστό  (68%) δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα ένα γεύμα με κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας. Στην τουρκική εθνοτική ομάδα το 51,1% των ατόμων δηλώνει οικονομική αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο (βλ. πιν. 13).

Πληθυσμός που ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας

    Ο δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 0-59 που διαβιούν σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η ένταση εργασίας του νοικοκυριού ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μηνών που τα μέλη εργάζονται κατά το προηγούμενο έτος και του συνολικού αριθμού των μηνών που θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας 18-59 ετών. Τα νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από μαθητές ή σπουδαστές κλπ. κάτω των 25 ετών ή και άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη.

14

    Σε επίπεδο ΕΕ των 27, το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 0-59, που ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας την περίοδο 2010 – 2014 είχε αυξητική τάση για να ακολουθήσει μία μείωση τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το 2010 στις 27 χώρες μέλη περίπου 32,8 εκατ. άτομα, ήτοι το 9,9% του ευρωπαϊκού πληθυσμού ηλικίας 0-59, ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας, ενώ το 2014 το μέγεθος έφτασε τα 36,2 εκατ. άτομα (11,1%). Τέσσερα χρόνια μετά το απόλυτο νούμερο του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 60, που ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας μειώθηκε κατά 8 εκατομμύρια άτομα, ή κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες. Ανάμεσα στις 27 χώρες, το 2018, το χαμηλότερο δείκτη είχε η Τσεχία, ακολουθούμενη από την Εσθονία, την Σλοβακία και την Σλοβενία, ενώ το υψηλότερο είχε η Ελλάδα, ακολουθούμενη από την Ιρλανδία, το Βέλγιο και την Ιταλία (βλ. πιν. 14).

15

    Στην Βουλγαρία έχουν δημοσιευθεί τα στοιχεία και για το 2019. Για τον πληθυσμό ηλικίας κάτω των 60, το ποσοστό που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 9,3% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 9,4% και για τις γυναίκες σε 9,2%.

    Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται για το 2019 σε 8,7% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας ελάχιστη μείωση κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 8,9% και για τις γυναίκες σε 8,5%.

   Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας κάτω των 18 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται για το 2019 σε 11,1% επί του συνόλου του πληθυσμού που ανήκει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, εμφανίζοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018 (βλ. πιν. 15).

   Το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού κάτω των 60, που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας έχουν οι Ρομά (27,5%) και ακολουθούν η εθνοτική ομάδα των Τούρκων (14%) και των Βουλγάρων (5,9%).

Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό (AROPE)

    Ο σύνθετος δείκτης AROPE αντιστοιχεί στο ποσοστό πληθυσμού που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας ή/και ζει σε νοικοκυριά που έχουν σοβαρή υλική στέρηση ή/και ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας. Μετά το 2012 σε επίπεδο ΕΕ-27 παρατηρείται μία σταδιακή μείωσει του δείκτη, από 24,9% (108,6 εκατ. άτομα), σε 21,8% (94,8 εκατ. άτομα), το 2018.

    Ανάμεσα στις 27 χώρες, το 2018, το χαμηλότερο ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό έχει η Τσεχία, ακολουθούμενη από την Σλοβενία, την Σλοβακία και την Φινλανδία, ενώ το υψηλότερο έχει η Βουλγαρία, ακολουθούμενη από την Ρουμανία, την Ελλάδα και την Λετονία.

16

17

Πιο αναλυτικά ο σύνθετος δείκτης AROPE αντιστοιχεί στο ποσοστό πληθυσμού που:

  • βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, δεν υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις και δεν ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις και δεν ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, δεν υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις, αλλά ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις και ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις, αλλά δεν ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, δεν υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις, αλλά ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας,
  • δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις, αλλά  ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας.

04

    Μεταξύ των περίπου 94,8 εκατομμυρίων κατοίκων εντός της ΕΕ-27 που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2018, 5 670 χιλ. άτομα (1,3%) ζούσαν σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζαν ταυτόχρονα και τους τρεις κινδύνους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.  Ωστόσο, η πλειονότητα του πληθυσμού της ΕΕ-27 που ζούσε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αντιμετώπιζε μόνο ένα από τα τρία μεμονωμένα κριτήρια: υπήρχαν 46 997 χιλ. άτομα (10,7%) που διέτρεχαν αποκλειστικά κίνδυνο φτώχειας, 10 690 χιλ. άτομα (2,4%) που αντιμετώπιζαν μόνο σοβαρή υλική στέρηση και 8 849 χιλ. άτομα (2%) που ζούσαν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας. Σε κίνδυνο φτώχειας και ταυτόχρονη σοβαρή υλική υστέρηση αλλά χωρίς να ζουν σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας βρίσκονταν 8 914 χιλ. άτομα (2,1%). Επιπλέον 12 216 χιλ. άτομα (2,8%), βρίσκονταν ταυτόχρονα σε κίνδυνο φτώχειας και ζούσαν σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας, αλλά χωρίς να αντιμετωπίζουν σοβαρή υλική στέρηση. Τέλος 1 430 χιλ. άτομα (0,3%), χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας, αντιμετώπιζαν σοβαρή υλική στέρηση και ζούσαν σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας.

18

    Η στατιστική υπηρεσία της Βουλγαρίας έχει δημοσιεύσει τα στοιχεία και για το 2019, με βάση τα οποία τα άτομα που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ήταν κατά 36,5 χιλιάδες λιγότερα (0,3%) από το 2018 και ανέρχονταν σε 2 278,7 χιλιάδες (AROPE = 32,5%). Εάν δούμε την κατά ηλικία και φύλο, σύνθεση του αποτελέσματος, θα διαπιστώσουμε ότι θετικά στην μείωσή του επέδρασαν οι παραγωγικές ηλικίες 18 – 64 και αρνητικά οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά. Το 27,1%  του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας 18 – 64 ετών (1 164,3 χιλ. άτομα) το 2019, βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, με την συμμετοχή των δύο φύλων να είναι περίπου η ίδια (51,4% άνδρες και 48,6% γυναίκες). Σε σχέση με το 2018 ο πληθυσμός αυτής της ομάδας μειώθηκε κατά 71,8 χιλ. άτομα ή κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η πιο ευάλωτη ομάδα, ήταν αυτή των ατόμων ηλικίας 65 χρονών και πάνω. Το 47,1% του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (703,3 χιλ. άτομα) βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό. Το ποσοστό μάλιστα στον γυναικείο πληθυσμό ήταν κατά 13,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό του ανδρικού πληθυσμού. Σε σχέση με το 2018 ο πληθυσμός αυτής της ομάδας αυξήθηκε κατά 34,4 χιλ. άτομα ή κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Αύξηση παρατηρήθηκε και στην ομάδα των παιδιών (0-17 ετών) κατά 900 άτομα ή κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το 2019 το 33,9%  του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (411,1 χιλ. άτομα) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό.

19

    Όπως ήδη τονίσαμε παραπάνω παρουσιάζοντας τα στοιχεία για τον δείκτη AROP, o κύριος παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι η οικονομική τους δραστηριότητα και η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Πόσο μάλλον, όταν πάρουμε υπόψη και το ποσοστό των ατόμων με σοβαρή υλική στέρηση και το ποσοστό που διαβιεί σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς. Ο δείκτης AROPE  για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 16,4%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018. Μείωση κατά 0,7% ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για τις εργαζόμενες γυναίκες, ενώ για τους εργαζόμενους άνδρες παρουσίασε μείωση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή σε 15,6% και 17,1% αντίστοιχα. Για τους ανέργους, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το ποσοστό ανέρχεται σε 71%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (78,1% και 62,8% αντίστοιχα).

    Σημαντική είναι και η διαφορά μεταξύ συνταξιούχων ανδρών και γυναικών, με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού να ανέρχεται σε 38,8% και 52,3% αντίστοιχα. (βλ. πιν. 19)

20

    Ο δείκτης AROPE, σημείωσε αύξηση, το 2019 σε σχέση με το 2018, στους παρακάτω τύπους νοικοκυριών:  δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά (+4,2 ποσοστιαίες μονάδες), δύο ενήλικες ηλικίας κάτω των 65 ετών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (+3,2 ποσοστιαίες μονάδες), μονοπρόσωπο νοικοκυριό – άρρεν (+3,1 ποσοστιαίες μονάδες), ένας ενήλικας ηλικίας  65 ετών και άνω (+2,7 ποσοστιαίες μονάδες), μονογονεϊκό νοικοκυριό με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (+0,9 ποσοστιαίες μονάδες), δύο ενήλικες με έναν τουλάχιστον 65 ετών και άνω χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (+0,5 ποσοστιαίες μονάδες) και τρεις ή περισσότεροι ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (+0,4 ποσοστιαίες μονάδες). Μείωση κατέγραψε στους παρακάτω τύπους νοικοκυριών: τρεις ή περισσότεροι ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά (-4,2 ποσοστιαίες μονάδες), δύο ενήλικες με ένα εξαρτώμενο παιδί (-3,2 ποσοστιαίες μονάδες), ένας ενήλικας ηλικίας κάτω των 65 ετών (-2,4 ποσοστιαίες μονάδες), μονοπρόσωπο νοικοκυριό – θήλυ (-1,1 ποσοστιαίες μονάδες),  και δύο ενήλικες με δύο εξαρτώμενα παιδιά (-0,6).

21

22

05

    Στο πίνακα 22 και στο διάγραμμα 5 αναλύουμε τα συστατικά στοιχεία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην Βουλγαρία, κατά την τελευταία δεκαετία.

    Εάν συγκρίνουμε τον μέσο όρο της ΕΕ – 27 με την Βουλγαρία θα παρατηρήσουμε (βλ. διαγρ. 4 και 5), ότι μέχρι και το 2018, τη μεγαλύτερη κατηγορία του δείκτη AROPE, στην Βουλγαρία, απαρτίζουν άνθρωποι με σοβαρές υλικές στερήσεις που όμως δεν βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και δεν ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Είναι γεγονός βέβαια οτι αυτή η συνιστώσα του δείκτη μειώθηκε σημαντικά από 27,1% (ήτοι 2 046 χιλ. άτομα), το 2010, σε 8,2% (ήτοι 651 χιλ. άτομα), το 2018. Μόλις το 2019 η μεγαλύτερη συνιστώσα στην ΕΕ των 27, – «το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, δεν υφίσταται σοβαρές υλικές στερήσεις και δεν ζει σε νοικοκυριό χαμηλής έντασης εργασίας» – έγινε και η μεγαλύτερη συνιστώσα του δείκτη AROPE στην Βουλγαρία  – 9,8%, (ήτοι 684 χιλ. άτομα). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα δύο επόμενα μεγαλύτερα τμήματα του φτωχού πληθυσμού (η κατηγορία όσων δεν βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά υφίστανται υλικές στερήσεις και δεν ζουν σε νοικοκυριό με χαμηλή ένταση εργασίας – 8,2% το 2019 – και εκείνη όσων βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, υφίστανται υλικές στερήσεις αλλά δεν ζουν σε νοικοκυριό με χαμηλή ένταση εργασίας – 7,9% το 2019) υφίσταντο σοβαρές υλικές στερήσεις. Μεταξύ των 2 279 χιλ. ατόμων που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2019, 225 χιλ. άτομα (3,2%) ζούσαν σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζαν ταυτόχρονα και τους τρεις κινδύνους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

06

     Τέλος τα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, διαφοροποιούνται κατά  εθνοτική ομάδα. Την υψηλότερη τιμή του δείκτη AROPE καταγράφει η εθνοτική ομάδα των Ρομά (83,9%), ακολουθούμενη από την τουρκική (43,2%) και την βουλγαρική (25,8%).

Βιβλιογραφία

 НСИ, 2020. ИНДИКАТОРИ ЗА БЕДНОСТ И СОЦИАЛНО ВКЛЮЧВАНЕ ПРЕЗ 2019 ГОДИНА. Στο: https://www.nsi.bg/sites/default/files/files/pressreleases/SILC2019_ARTRFBK.pdf

НСИ, Индикатори за бедност и социално включване – методологически бележки. Στο: https://www.nsi.bg/sites/default/files/files/metadata /SILC_description_indicators_BG_2020.pdf

Eurostat, 2018. Living conditions in Europe 2018 edition. Στο: https://ec.europa.eu/eurostat/documents/3217494/9079352/KS-DZ-18-001-EN-N.pdf/884f6fec-2450-430a-b68d-f12c3012f4d0

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC). Στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32003R1177&from=EL

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1980/2003 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2003, για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) όσον αφορά ορισμούς και ενημερωμένους ορισμούς. Στο:  https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32003R1980&from=EL

Ευρωπαϊκή Επιτροπή. ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ. Στο: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/file_import/european-semester_thematic-factsheet_social_inclusion_el.pdf

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Leave a comment