Σύμφωνα με το ΕΣΙ της Βουλγαρίας, το 2019, καταγράφηκαν 61 882 γεννήσεις, έναντι 62 576 γεννήσεων το 2018, από τις οποίες οι 61 538 αφορούσαν γεννήσεις ζώντων, έναντι 62 197 το 2018 (μείωση κατά 1,06%) και 344 γεννήσεις νεκρών εμβρύων, έναντι 379 το 2018. Το 2019 οι γεννήσεις ζώντων αγοριών (31 515) ήταν κατά 1 492 περισσότερες από τις γεννήσεις ζώντων κοριτσιών (30 023), με άλλα λόγια, σε 1 000 γεννήσεις αγοριών αναλογούσαν 953 γεννήσεις κοριτσιών.
Η εικόνα των διαχρονικών εξελίξεων στο χώρο της γεννητικότητας δίνεται στο διάγραμμα 1, όπου φαίνεται η κυματοειδής κίνηση, συνεχούς ελάττωσης του απόλυτου αριθμού των γεννήσεων ζώντων, ειδικά μετά την δεκαετία του 1980. Ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων από 140 χιλ. τη δεκαετία του 1970 περιορίστηκε σε 120 χιλ. τη δεκαετία του 1980, σε 80 χιλ. τη δεκαετία του 1990, σε 72 χιλ. τη δεκαετία του 2000, και σε 66,8 χιλ. την περίοδο 2010 – 2019, με την χαμηλότερη τιμή ολόκληρης της περιόδου (1960 – 2019) να σημειώνεται το 2019.


Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Με βάση τα στοιχεία του διαγράμματος 1, για τις γεννήσεις ζώντων και το μέσο πληθυσμό έτους, υπολογίσθηκε ο Ακαθάριστος Δείκτης Γεννητικότητας (ΑΔΓ)1, για την περίοδο 1960 – 2019, στο διάγραμμα 2. Από 17,8 γεννήσεις ανά 1 000 κατοίκους, το 1960, ο ΑΔΓ έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του (7,7‰), το 1997. Έκτοτε και μέχρι το 2009 διατηρούσε αυξητική τάση για να ακολουθήσει αντίθετη πορεία από το 2010. Την περσινή χρονιά, ο ΑΔΓ σημείωσε την χαμηλότερη τιμή (8,8‰) των τελευταίων 16 ετών.
Σε επίπεδο κατοικημένων χώρων (βλ. πιν. 1), οι γεννήσεις ζώντων τέκνων είναι στις πόλεις – 45 991 (ΑΔΓ 8,9‰) και στα χωριά – 15 547 (ΑΔΓ 8,5‰). Σε περιφερειακό επίπεδο, υψηλότερη είναι η γεννητικότητα στους νομούς: Σλίβεν – 12,4‰, και Σόφια (πρωτεύουσα) – 9,8‰. Σε 17 νομούς, ο ΑΔΓ, είναι χαμηλότερος από το μέσο όρο της χώρας, με τις μικρότερες τιμές του να σημειώνονται στους νομούς Σμόλιαν – 6,2‰, και Βίντιν – από 6,5‰.

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Όπως είναι γνωστό ο ΑΔΓ, αν και μπορεί να υπολογιστεί εύκολα, έχει αδυναμίες. Είναι προφανές ότι οι γεννήσεις δεν προέρχονται από τον συνολικό πληθυσμό που τίθεται ως παρονομαστής στον υπολογισμό του δείκτη2, αλλά από τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (συνήθως μεταξύ 15 και 49 ετών), το πλήθος των οποίων μεταβάλλεται από χρονιά σε χρονιά. Για το λόγο αυτό οι δημογράφοι χρησιμοποιούν κυρίως τους συντελεστές γονιμότητας ανά ηλικία της μητέρας, δείκτες που υπολογίζονται για κάθε χρονιά, διαιρώντας τις γεννήσεις που προήλθαν από μια ηλικιακή ομάδα γυναικών με τον πληθυσμό των γυναικών της ομάδας αυτής στην μέση του έτους. Αθροίζουν δε εν συνεχεία τις τιμές των συντελεστών αυτών σε κάθε χρονιά και δημιουργούν έναν νέο δείκτη, τον Ολικό Δείκτη Γονιμότητας (ΟΔΓ)3.

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Ο ΟΔΓ στην Βουλγαρία, το 1960, ήταν 2,31‰ (βλ. διαγ. 3), που σημαίνει ότι σύμφωνα με το πρότυπο γονιμότητας του 1960, μια γυναίκα θα γεννήσει κατά μέσον όρο 2,3 ζώντα τέκνα, κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής. Σταδιακά ο δείκτης τις επόμενες δεκαετίες μειώνεται: το 1970 σε 2,17‰, το 1980 σε 2,05‰, το 1990 σε 1,81‰, το 2000 σε 1,26‰. Την τελευταία οκταετία έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα κοντά στο 1,5‰. Ο ΟΔΓ το 2019 ήταν 1,58‰, που σημαίνει ότι σύμφωνα με το πρότυπο γονιμότητας του 2019, μια γυναίκα στη Βουλγαρία θα γεννήσει κατά μέσον όρο 1,58 ζώντα τέκνα, κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής.
Σε επίπεδο κατοικημένων χώρων (βλ. πιν. 1), η τιμή του δείκτη είναι υψηλότερη στα χωριά. Σε επίπεδο νομών τον μεγαλύτερο ΟΔΓ έχει ο νομός Σλίβεν μιας και σύμφωνα με το πρότυπο γονιμότητας του 2019, μια γυναίκα κάτοικος του νομού Σλίβεν θα γεννήσει κατά μέσον όρο 2,35 ζώντα τέκνα, κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής. Η μικρότερη τιμή του δείκτη καταγράφεται στο νομό Σόφιας (πρωτεύουσα) -1,28‰.
Το 2019, η μέση ηλικία της μητέρας επί των γεννήσεων ζώντων, υπολογιζόμενη ως διάμεση ηλικία, είναι αυτή των 28,87 ετών. Μετά την σταδιακή πτώση, της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης, τις δεκαετίες 1960 και 1970 και την σταθεροποίηση της, τις δεκαετίες του 1980 και 1990, τα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα ακολουθεί μια σταθερά ανοδική πορεία (βλ. διαγ.4).
Σε επίπεδο κατοικημένων χώρων (βλ. πιν. 1), η μέση ηλικία τεκνοποίησης είναι υψηλότερη στις πόλεις (29,7 ετών), από ό,τι στα χωριά (26,5 ετών). Σε επίπεδο νομών, το 2019, την μεγαλύτερη μέση ηλικία τεκνοποίησης είχαν οι μητέρες κάτοικοι του νομού Σόφιας (πρωτεύουσα) – 31,5 ετών, ενώ τη μικρότερη, οι μητέρες κάτοικοι του νομού Σλίβεν – 25,3 ετών.

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Το 2019, η μέση ηλικία της μητέρας επί των γεννήσεων ζώντων στο πρώτο παιδί, υπολογιζόμενη ως διάμεση ηλικία, είναι αυτή των 27,3 ετών (βλ. πιν. 1, διαγ. 5). Διαχρονικά ακολουθεί την ίδια πορεία με τη μέση ηλικία της μητέρας ανεξαρτήτως της σειράς έλευσης των παιδιών (βλ. διαγ. 4 και 5). Σε επίπεδο κατοικημένων χώρων (βλ. πιν. 1), η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού είναι επίσης υψηλότερη στις πόλεις (28,2 ετών), από ό,τι στα χωριά (24,3 ετών). Σε επίπεδο νομών, το 2019, την μεγαλύτερη μέση ηλικία απόκτησης του πρωτότοκου είχαν οι μητέρες κάτοικοι του νομού Σόφιας (πρωτεύουσα) – 30,3 ετών, ενώ τη μικρότερη, οι μητέρες κάτοικοι του νομού Σλίβεν – 22,9 ετών.

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Η μείωση των γεννήσεων είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων ανάμεσα στους οποίους είναι και η μείωση του αριθμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών). Όπως μπορούμε να δούμε απο τον πίνακα 2, η ποσοστιαία συμμετοχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στο σύνολο του γυναικείου πληθυσμού απο 54,1% το 1946, σταδιακά μειώνεται για να φτάσει στα επίπεδα του 40,9%, το 2019. Μόνο την τελευταία οκταετία (2012-2019) ο αριθμός τους μειώθηκε κατά 160 827 γυναίκες.
Πιν. 2

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Εκτός απο τη μείωση του αριθμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, διαχρονικά παρατηρείται και μεταβολή της ηλικιακής τους διάρθρωσης (βλ. διαγ. 6). Σταδιακά μειώνονται τα μερίδια των γυναικών νεότερης ηλικίας, και αυξάνονται εκείνα των μεγαλύτερων ηλικιών. Έτσι η ποσοστιαία συμμετοχή γυναικών, των ηλικιακών ομάδων 15 – 24 ετών, από 37,1%, το 1946, σταδιακά μειώθηκε σε 20,4%, το 2019, ενώ εκείνη των ηλικιών 40 – 49 ετών, από 22,6%, το 1946, σταδιακά αυξήθηκε σε 35,1%, το 2019. Η ίδια φορά μετατόπισης παρατηρείται και στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες (βλ. διαγ. 6).

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Για την μείωση των γεννήσεων θα πρέπει να παρθούν υπόψη και οι σταδιακές μεταβολές της ηλικιακής σύνθεσης του γυναικείου πληθυσμού που έχει τεκνοποιήσει (βλ. πιν. 3). Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των γεννήσεων ζώντων, που προήλθε από νεαρές μητέρες ηλικιών μέχρι 24 ετών, με ταυτόχρονη μείωση τους από μητέρες άνω των 35 ετών. Ενώ το 1960, το 54,1% του αριθμού των γεννήσεων ζώντων, προήλθε από νεαρές μητέρες ηλικιών μέχρι 24 ετών και το 5,8%, από μητέρες άνω των 35 ετών, το 1980, τα ποσοστά είχαν φτάσει στο 65,5% και 2,6% αντίστοιχα. Από την δεκαετία του 1990 μέχρι και σήμερα παρατηρείται η σταδιακή συρρίκνωση του αριθμού των γεννήσεων ζώντων, από νεαρές μητέρες ηλικιών μέχρι 24 ετών, με ταυτόχρονη αύξηση τους από μητέρες άνω των 35 ετών. Έτσι ενώ το 1995, το 64% του αριθμού των γεννήσεων ζώντων, προήλθε από νεαρές μητέρες ηλικιών μέχρι 24 ετών και το 3,9%, από μητέρες άνω των 35 ετών, το 2019, τα ποσοστά είχαν φτάσει στο 26,8 % και 16,6% αντίστοιχα.
Πιν. 3


Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Η ποσοστιαία αναλογία των γεννήσεων ζώντων κατά σειρά γεννήσεως, επί όλων των γεννήσεων ζώντων της ίδιας μητέρας, κατά γενική παρατήρηση, μειώνεται συνεχώς από την πρώτη γέννηση προς τις γεννήσεις μεγαλύτερης σειράς (βλ. πιν. 4). Από τους αντίστοιχους αριθμούς των γεννήσεων ζώντων, το 2019, φαίνεται ότι οι μισές γεννήσεις (50,5%), αποτέλεσαν τον πρώτο τοκετό της μητέρας, το 36,6% το δεύτερο τοκετό, ενώ το 12,5% τη τρίτη και μεγαλύτερη σειρά γεννήσεως. Στις ομάδες ηλικιών 30 – 34 και 35 – 40, οι ποσοστιαίες αναλογίες γεννήσεων ζώντων κατά το δεύτερο τοκετό, είναι περισσότερες (46,5% και 49,6% αντίστοιχα), από τις ποσοστιαίες αναλογίες γεννήσεων ζώντων κατά το πρώτο τοκετό (41,2% και 31% αντίστοιχα).

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Το 2019 καταγράφηκαν 1 164 περιπτώσεις πολλαπλού τοκετού (βλ. διαγ. 7). Στις 1 153 εκ των περιπτώσεων γεννήθηκαν δίδυμα και σε 11 περιπτώσεις τρίδυμα. Από το σύνολο των 2 339 πολυδύμων, τα 1 157 είναι αγόρια και τα 1 182 κορίτσια (βλ. πιν. 5).

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Από το 1990 παρατηρείται σταθερή τάση αύξησης των γεννήσεων εκτός γάμου (διαγ. 8). Η ποσοστιαία συμμετοχή τους, στο σύνολο των γεννήσεων, από 12,4%, το 1990, μέσα σε μια δεκαπενταετία τετραπλασιάστηκε, ενώ τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται περίπου στο 59%!

Πηγή: НСИ και υπολογισμοί του συγγραφέα
Οι γεννήσεις εκτός γάμου το 2019, ανήλθαν σε 36 199 τέκνα (58,5% του συνόλου των γεννήσεων) και σε σχέση με το 2018 παρουσίασαν μείωση της τάξης του 1,25% . Στις πόλεις, σε απόλυτες τιμές, οι γεννήσεις εκτός γάμου ήταν 26 096 τέκνα (56,4% του συνόλου των γεννήσεων, στις αστικές περιοχές), ενώ στα χωριά ήταν 10 103 τέκνα (64,6% του συνόλου των γεννήσεων στις αγροτικές περιοχές). Για το 79,8% των γεννήσεων εκτός γάμου που σημειώθηκαν το 2019, υπάρχουν στοιχεία για τον πατέρα, γεγονός που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά, πιθανότατα, μεγαλώνουν σε οικογενειακό περιβάλλον από γονείς που ζουν μαζί. Σε περιφερειακό επίπεδο τα ποσοστά των γεννήσεων εκτός γάμου, είναι πάνω από 50% σε όλους τους νομούς ( με τις υψηλότερες σχετικές τιμές, στους νομούς Βράτσα – 76,6% και Λόβετς – 74,8%), εκτός τους νομούς: Ράζγκραντ – 47,8%, Μπλαγκόεβγκραντ – 47,1% και Κάρντζαλι – 32,5%.
Στο επόμενο άρθρο: Δημογραφικά στοιχεία Βουλγαρίας για το 2019 – Θνησιμότητα
Σημειώσεις
- Ο Ακαθάριστος Δείκτης (Συντελεστής) Γεννητικότητας (Коефициент на обща раждаемост), είναι ο λόγος των γεννήσεων ζώντων τέκνων στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους προς το μέσο πληθυσμό του ιδίου έτους. Πολλαπλασιασμένος με το 1000 εκφράζει το μέσο αριθμό γεννήσεων ζώντων τέκνων στα 1000 μέλη του πληθυσμού.
- Ο ΑΔΓ, ιδανικά θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον πληθυσμό μόνο των δυνητικών γονέων (και του πατέρα και της μητέρας). Λόγω της αδυναμίας μέτρησης της αναπαραγωγικής περιόδου του άνδρα, καθώς και της στατιστικής παρακολούθησης του πληθυσμού των πατεράδων, εφόσον υπάρχουν παιδιά αγνώστου πατέρα, η γεννητικότητα μετράται σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της γυναίκας σε αναπαραγωγική ηλικία (συνήθως μεταξύ 15 και 49 ετών). Εξάλλου η γέννηση, τουλάχιστον βιολογικά, αφορά πρωταρχικά και άμεσα τη μητέρα. Εάν λοιπόν, χρησιμοποιηθεί ως παρανομαστής, μόνο το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας (δεν παίρνουμε υπόψιν μας τις ηλικίες κάτω των 15 ετών και άνω των 50 ετών, που έχουν αναπαραγωγική ικανότητα και δραστηριότητα) τότε μιλάμε για το Γενικό Δείκτη Γονιμότητας (ΓΔΓ). Όμως και αυτός ο δείκτης έχει ένα βασικό μειονέκτημα – τη σημαντική διαφοροποίηση της γονιμότητας μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Γι’ αυτό στην Δημογραφία χρησιμοποιούνται ειδικοί κατά ομάδες ηλικιών συντελεστές γονιμότητας, ή οι καθ’ ηλικία (της μητέρας) δείκτες γονιμότητας. Πρόκειται για δείκτες που εκφράζουν την αναλογία των γεννήσεων ζώντων τέκνων μιας περιόδου (συνήθως εντός ενός ημερολογιακού έτους) που προέρχονται από μητέρες ηλικίας χ, (υπολογίζεται συνήθως για πενταετείς ομάδες ηλικιών: 15-19, 20-24, 25-29, 30-34, 35-39, 40-44, 45-49), προς τον αντίστοιχο πληθυσμό των γυναικών της ίδιας ηλικίας στο μέσο της περιόδου, (στις 30 Ιουνίου του ημερολογιακού έτους αναφοράς). Το άθροισμα των επί μέρους ειδικών κατά ηλικία της μητέρας δεικτών γονιμότητας που προσμετρώνται το ίδιο έτος μας δίνει τον Ολικό Δείκτη Γονιμότητας (ΟΔΓ).
- Ο Ολικός Δείκτης Γονιμότητας ΟΔΓ (Тотален коефициент на плодовитост), υπολογίζεται ως ο μέσος αριθμός ζώντων τέκνων που θα γεννήσει μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της εάν κατά τη διάρκεια των ηλικιών αναπαραγωγής (15-49 ετών) επικρατούν οι συνθήκες γονιμότητας κατά ηλικία του έτους αναφοράς. Αν υποθέσουμε ότι οι γυναίκες ξεκινούν την αναπαραγωγική τους δραστηριότητα στα 15 τους και σταματούν στα 49 τους, η προσμετρώμενη γονιμότητα στην διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους προκύπτει από το άθροισμα 35 ποσοστών γονιμότητας. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη σύγκριση των επιπέδων γονιμότητας τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Με τις τρέχουσες συνθήκες θνησιμότητας στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ο ελάχιστος απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αναπλήρωσης μιας γενιάς από μια άλλη αριθμητικά τουλάχιστον ίση, είναι περίπου 2,1. Βασικό μειονέκτημα του δείκτη αυτού είναι ότι ανάγει δεδομένα μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής στη διάρκεια μια γενεάς. Στην ουσία αποτελεί την αποτύπωση της δημογραφικής συμπεριφοράς όχι μιας πραγματικής, αλλά μιας εικονικής γενεάς, η οποία σε κάθε ηλικία καταγράφει επίπεδα γονιμότητας ανάλογα των ειδικών κατά ηλικία δεικτών γονιμότητας της συγκεκριμένης στιγμής. Ως εκ τούτου, αυξομειώσεις του συνθετικού συντελεστή γονιμότητας μπορεί να οφείλονται στη μεταβολή του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων και να μην αποτυπώνουν πραγματική αύξηση ή μείωση της γονιμότητας. Βλ. και Τραγάκη Α., Μπάγκαβος Χ., Ντούνας Δ., 2015, σ. 64.
Βιβλιογραφία
Национален статистически институт, 2020. „Население и демографски процеси 2019“. Στο: https://www.nsi.bg/sites/default/files/files/pressreleases/Population2019_XE8MEZL.pdf
Национален статистически институт, 2019. „Население и демографски процеси 2018“. Στο: http://www.nsi.bg/sites/default/files/files/pressreleases/Population2018_ZG7X53J.pdf
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1260/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2013 για τις ευρωπαϊκές δημογραφικές στατιστικές. Στο: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32013R1260&from=EL
Τραγάκη Α., Μπάγκαβος Χ., Ντούνας Δ., 2015. Περί Δημογραφίας και Πληθυσμιακών Εξελίξεων. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στο: http://e-book.ddounas.com/joomla/

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .