Εάν θέλουμε να συγκρίνουμε το ΑΕΠ διαφόρων χωρών, εστιάζουμε στο πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, επειδή θέλουμε καταρχάς να ξεχωρίσουμε τις αλλαγές στη ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών από τις επιπτώσεις της μεταβολής του γενικού επιπέδου τιμών (πραγματικό ΑΕΠ) και δεύτερον, επειδή θέλουμε να εξαλείψουμε την επίπτωση των διαφορών που απορρέουν από το μέγεθος του πληθυσμού (κατά κεφαλήν).
Ο ρυθμός μεγένθυσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ ισούται με τον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ μείον τον ρυθμό μεγέθυνσης του πληθυσμού. Μια αύξηση στο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε μία ισόποση αύξηση στο ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού, αφήνει το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αμετάβλητο. Όταν παρατηρείται, αρνητική αύξηση στο ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού (μείωση του πληθυσμού) με ταυτόχρονη, για την ίδια περίοδο, αύξηση στο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, τότε ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, θα είναι ακόμη μεγαλύτερος – αυτή είναι η περίπτωση της Βουλγαρίας. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού την εξεταζόμενη περίοδο 2010 – 2018 είναι μονίμως αρνητικός, γεγονός που σε συνδυασμό με τον θετικό ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, κατά την ίδια περίοδο, ωραιοποιεί την εικόνα του δείκτη. Για παράδειγμα, το 2018 σε σχέση με το 2017, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 3,08% που σε συνδυασμό με την αρνητική αύξηση του πληθυσμού κατά 0,72% παρουσιάζει αύξηση κατά 3,8% του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ [3,08% – (-0,72%)] = 3,80%.
Συγκρίνοντας το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών μελών της ΕΕ σε σταθερές τιμές 2010, παρατηρούμε ότι η Βουλγαρία καταλαμβάνει την τελευταία θέση. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Βουλγαρίας, το 2018 είναι 4,7 φορές χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο ΑΕΠ της ΕΕ (βλ. πιν. 1 και διαγ. 1)


Το γεγονός ότι οι 28 χώρες μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετικά επίπεδα τιμών και 10 διαφορετικά νομίσματα δυσχεραίνει τις συγκρίσεις ανά χώρα τιμών και όγκων. Οι ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν είναι κατάλληλοι παράγοντες μετατροπής σε τέτοιου είδους συγκρίσεις, επειδή δεν αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις διαφορές στα επίπεδα τιμών και επειδή δεν είναι αρκετά σταθερές διαχρονικά. Αντ’ αυτών, εφαρμόζονται οι ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ). Η ΙΑΔ ορίζεται ως ο αριθμός νομισματικών μονάδων της χώρας Β που απαιτούνται στη χώρα Β για να αγοραστεί η ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζεται στη χώρα Α με μια νομισματική μονάδα της χώρας Α. Έτσι, η ΙΑΔ μπορεί να ερμηνευτεί ως συναλλαγματική ισοτιμία ενός τεχνητού νομίσματος που είναι ευρέως γνωστή ως μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ). Αν οι δαπάνες στις χώρες Α και Β, εκφραζόμενες σε εθνικό νόμισμα, μετατραπούν σε ΜΑΔ, οι αριθμοί που προκύπτουν εκφράζονται στο ίδιο επίπεδο τιμών και στο ίδιο νόμισμα, πράγμα που καθιστά δυνατή την αξιόπιστη σύγκριση των όγκων. Αν ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι υψηλότερος / χαμηλότερος από 100, το επίπεδο ΑΕΠ αυτής της χώρας σε κατά κεφαλήν όρους είναι υψηλότερο / χαμηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο για το σύνολο της ΕΕ. Η Βουλγαρία παραμένει με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, καταγράφοντας επίπεδα στο μισό (50%) του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ (βλ. πιν. 2 και διαγ. 2).

