Ποτέ άλλοτε ο πολιτικός χρόνος δεν ήταν τόσο ελάχιστος και τόσο πυκνός όσο τον πρώτο μήνα της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Να θυμίσω ότι ο Α. Τσίπρας ορκίζεται πρωθυπουργός, την 26η Ιανουαρίου και η κυβέρνησή του την επομένη, ενώ την 28η Φεβρουαρίου έληγε η δίμηνη παράταση που είχε πάρει ο Σαμαράς για την ολοκλήρωση της δανειακής σύμβασης ή όπως επίσημα αναφέρεται της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Master Financial Assistance Facility Agreement, MFFA). Τριάντα δύο μέρες όλες κι όλες από την ορκομωσία μέχρι την εκτέλεση της κυβίστησης, δηλαδή την υποταγή στην τελευταία αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, είτε στην άρνηση εκτέλεσης της κωλοτούμπας, που σήμαινε την κατάρρευση του προγράμματος (της MFFA) και το κλείσιμο των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στις 28 Ιανουαρίου, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του νέου υπουργού Οικονομικών, στην πρώτη του σύσκεψη με στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Οργανισμού Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους, μία ήταν η ερώτηση που είχε σημασία να απαντηθεί: «Πόσον καιρό έχουµε;» Ο Βαρουφάκης αυτό που ρωτούσε ήταν πόσες μέρες είχαμε προτού το ταμεία του κράτους αδειάσουν τόσο ώστε να καταστεί αναγκαία η επιλογή μεταξύ της παύσης πληρωμών είτε απέναντι στον βασικό μας πιστωτή, εκείνη την περίοδο – το ΔΝΤ, είτε προς τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Η απάντηση που πήρε από τον διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου που ήταν αρμόδιος να απαντήσει ήταν «Oτίδηποτε μεταξύ έντεκα ημερών και πέντε εβδομάδων»1. Αυτό ήταν το Greek-cονery, και Greek Success Story της απερχόμενης κυβέρνnσnς των κ. Σαμαρά-Βενιζέλου-Στουρνάρα.
Να θυμίσω ότι στα πλαίσια της Συμφωνίας Διευρυμένου Πιστωτικού Μηχανισμού (2012 – 2016), που αποτελούσε την συμμετοχή του ΔΝΤ (27,9 δις ευρώ), στο 2ο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής (172,6 δις ευρώ), από τις 12 Μαρτίου 2012 μέχρι και την 5η αξιολόγηση που έκλεισε στις 28 Φεβρουαρίου 2014, είχαν εκταμιευθεί συνολικά 12 δις ευρώ. Η 6η αξιολόγηση του ΔΝΤ που θα έπρεπε να κλείσει τον Αύγουστο του 2014, έμεινε ανοιχτή, όπως και η 5η αξιολόγηση από την Κομισιόν. Έτσι δεν έγινε η εκταμίευση των 3,5 δις από το ΔΝΤ και των 1,8 δις ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ – EFSF). Από την άλλη η Ελλάδα καλούνταν να καταβάλει μέχρι τον Ιούλιο του 2015, για την αποπληρωμή μέρους του πρώτου δανείου στο ΔΝΤ, το ποσό των 5,5 δις ευρώ. Η πληρωμή μάλιστα της πρώτης δόσης ύψους 747 895 915 ευρώ, θα έπρεπε να καταβληθεί στις 12 Φεβρουαρίου. Και σαν να μην έφτανε η ασφυξία ρευστότητας του Δημοσίου, μετά την φυγή από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα 4 δις ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2014, μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μειώθηκαν επιπλέον κατά 12 δις.
Δύο μέρες μετά, στις 30 Ιανουαρίου ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, παραδίδει το τελεσίγραφο: «Το τρέχον πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλιώς δεν υπάρχει τίποτε άλλο!»2. ‘Οπως αναφέρει ο Βαρουφάκης στο βιβλίο του Ανίκητοι Ηττημένοι: «Είχε έρθει η ώρα να πάρω των ομματίων μου και να κινήσω για την Εσπερία με διττό σκοπό, από τη μία τον κατευνασμό των αγορών και από την άλλη τη διερεύνηση του βαθμού στον οποίο το τελεσίγραφο του Γερούν εξέφραζε το ΔΝΤ, το υπόλοιπο Eurοgrοup και ιδίως τις γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις». Πριν ξεκινήσει την περιοδεία του ετοίμασε ένα σύντοµο τεχνικό non-paper που επικεντρωνόταν στην αναδιάρθρωση του χρέους. «Ήξερα ότι οι αξιωµατούχοι τους οποίους επρόκειτο να συναντήσω προετοιµάζονταν να αποκρούσουν απαιτήσεις µας για µια πολιτικά «δύσκολη» διαγραφή χρεών. Με το non-paper µου προσπαθούσα να αποδείξω ότι ήταν δυνατό να συµφωνήσουµε σε µια µορφή αναδιάρθρωσης χρέους που ωφελεί και τις δύο µεριές…. Με το σκεπτικά αυτό, στο non-paper που έγραψα τόνιζα πως ούτε η Ελλάδα ούτε οι πιστωτές της είχαν συµφέρον να μετακυλιστεί ένα μη βιώσιµο χρέος στο µέλλον, υπό συνθήκες µάλιστα που συρρικνώνουν τα εισοδήµατα από το οποία θα πρέπει να αποπληρωθούν τα χρέη. Περιείχε απλές ιδέες ανταλλαγής χρεών (debt swaps), οι οποίες θα τους κόστιζαν, πολιτικά και οικονομικά, πολύ λιγότερο από τη συνέχιση του φαύλου κύκλου που είχε ξεκινήσει το 2010 η από την υποχώρηση της κυβέρνησης μας, την οποία είχε απαιτήσει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ μία μέρα πριν»3.
Ετοιμάζοντας το non-paper, ο Βαρουφάκης παραδέχεται ότι ανησυχούσε για το εάν: «Θα υποστήριζαν τις προτάσεις μου για την αναδιάρθρωση του χρέους ο Αλέξης, ο Παππάς και ο Δραγασάκης; Είχαν, βέβαια, συμφωνήσει με τη βασική λογική των προτάσεων εκείνων, ως μέρους των δεσμεύσεών μας. Και πράγματι είχα το ΟΚ τους να προτείνω τις ανταλλαγές χρεών που περιέγραφε το non-paper. Παρ’ όλα αυτά, πριν από την επιστράτευση μου από την ηγετική ομάδα του Σύριζα, η θέση του κόμματος για το δημόσιο χρέος ήταν η απαίτηση για ένα μεγάλο, μονομερές κούρεμα. Με το μισό κόμμα να εξακολουθεί να απαιτεί μονομερές κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και το άλλο μισό να προτείνει ολική διαγραφή και Grexit, τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα. Οι περισσότεροι δεν ήταν καν μυημένοι στην ιδέα της ανταλλαγής χρεών, που ήταν η βάση των προτάσεων μου. Το μόνο στήριγμα που είχα, ουσιαστικά, ήταν μια εύθραυστη, προφορική συμφωνία με τον Αλέξη, τον Παππά και τον Δραγασάκη. Το τράβηγμα του χαλιού κάτω από το πόδια μου ήταν το ευκολότερο πράγμα που μπορούσα να φαντασθώ, την ώρα που θα έδινα μάλιστα τη μάχη στο εξωτερικό»4.
Ο Βαρουφάκης δηλαδή αναγνωρίζει πως η συμφωνία αυτή που έκλεισε με το τρίο (Τσίπρας – Παππάς – Δραγασάκης) ήταν αντίθετη στο πρόγραμμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε έλθει στην εξουσία, αλλά και των οπαδών του. Αναγνωρίζει ότι είχε να κάνει με «κωλοτουμπαίους». Για να καλύψει τα νώτα του, αλλά και να βοηθήσει στην επιχειρηματολογία της ηγετικής ομάδας, μετά το non-paper: «Ξόδεψα άλλη µία ώρα για να προετοιµάσω πλήρη ενηµέρωση για τον Αλέξη, αντίγραφα της οποίας θα έπαιρναν ο Παππάς και ο Δραγασάκης, ελπίζοντας να τους κρατήσω ζεστούς, αποσαφηνίζοντας τις προτάσεις µου και παρέχοντας τα επιχειρήµατα και τα κίνητρα που θα χρειαζόνταν για να τις υποστηρίξουν στην Κεντρική Επιτροπή του Σύριζα και στο υπουργικό συµβούλιο, απέναντι σε όσους πιθανόν να µε κατηγορούσαν για ανεπαρκή επαναστατικό ζήλο η για συνωμοσία µε τους δανειστές.»5
Την 1η Φεβρουαρίου 2015, έξι μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης, ο Βαρουφάκης ξεκινά λοιπόν την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη, ως υπουργός. Τον συνοδεύει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Ο µοναδικός συνεργάτης ο οποίος πίστευα ότι θα καταλάβαινε και θα υποστήριζε τις προτάσεις µου για αναδιάρθρωση του χρέους»6. Την Κυριακή 1η Φεβρουαρίου, στο Παρίσι, ο Βαρουφάκης έχει μαραθώνιο πρόγραμμα: επίσημη συνάντηση με τον Μισέλ Σαπέν, Γάλλο υπουργό Οικονομικών, μια άλλη με τον Εμανουέλ Μακρόν, υπουργό Οικονομίας, καθώς και τέσσερις μυστικές συναντήσεις με τους Πόουλ Τόμσεν, υποδιευθυντή του ΔΝΤ για την Ευρώπη, Πιερ Μοσκοβισί, Ευρωπαίο Επίτροπο οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων, Μπενουά Κερέ, υπ’αριθμόν 2 της ΕΚΤ, και τον επικεφαλής του γραφείου του Φρανσουά Ολλάντ.
Την Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου, στο Λονδίνο, ο Βαρουφάκης γίνεται δεκτός από τον υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας Τζωρτζ Όσμπορν, ενω στη συνέχεια δίνει συνέντευξη στον Μάρτιν Γουλφ, τον βασικό σχολιαστή οικονομικών υποθέσεων των Financial Times, και μια διάλεξη μπροστά σε διακόσιους χρηματιστές προσκεκλημένους από την Deutsche Bank. Στο City του Λονδίνου ο Βαρουφάκης ήταν ειλικρινής και αποκαλυπτικός: «Το να μιλήσω με ειλικρίνεια σήμαινε ότι θα αναφερόμουν σε δυο θέματα χωρίς περιστροφές. Πρώτον, τους είπα, το ελληνικό κράτος πτώχευσε το 2010, και όσα μέτρα λιτότητας ή νέα δάνεια κι αν παίρναμε, το γεγονός αυτό δε θα μπορούσε να αλλάξει. Είδα στα πρόσωπα τους την ανακούφιση που ένιωσαν ακούγοντας τον Έλληνα υπουργό οικονομικών να μην προσπαθεί, αντίθετα με τους προκατόχους του, να παρουσιάσει το πρόβλημα μας ως πρόβλημα ρευστότητας , αντί για τη βαθιά οικονομική αφερεγγυότητα στην οποία είχαμε περιέλθει από το 2010. Αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν την αλήθεια και αναθάρρησαν όταν με άκουσαν να την αναγνωρίζω κι εγώ, άνευ των συνηθισμένων περιστροφών.
Δεύτερον, παραδέχθηκα ότι κυριαρχούσαν διαφορετικές απόψεις εντός της ελληνικής κυβέρνησης. Υπήρχαν όντως υπουργοί που ήθελαν το Grexit, που έδιναν μικρή σημασία στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και το ΔΝΤ έχοντας πειστεί ότι τίποτα καλό δεν πρόκειται να βγει από αυτές. Eξήγησα στους παρισταμένους ότι οι απόψεις αυτές ήταν καθ’ όλα σεβαστές ίσως και σωστές. Μια σοβαρή ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να διαθέτει υπουργούς που να θέτουν το ζήτημα της εξόδου από τη νομισματική ένωση, η οποία απεδείχθη ειδεχθής και καταστροφική για τη χώρα μας. Όμως, παράλληλα, τους εξήγησα ότι αυτή δεν ήταν η δική μου άποψη, ή η άποψη του πρωθυπουργού και της ηγετικής ομάδας που είχε αναλάβει τη διαπραγματευτικής μας προσπάθεια. Δική μας άποψη ήταν ότι στόχος έπρεπε να είναι μια βιώσιμη λύση εντός της ευρωζώνης. Αλλά, πρόσθεσα με θετικό τόνο, αυτή η εντός του υπουργικού συμβουλίου διαφωνία δε θα επηρέαζε τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα διεξάγονταν από τη μικρή ομάδα γύρω στον πρωθυπουργό και το υπουργείο Οικονομικών. Tους είπα ότι οι συνάδελφοί μας που προέκριναν το Grexit δε θα στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο μας. Θα ήταν υπομονετικοί, δίνοντας μας την ευκαιρία να αποδείξουμε ότι μια βιώσιμη συμφωνία εντός του ευρώ είναι δυνατή. Όσο οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας, η ΕΕ και το ΔΝΤ, ήταν πρόθυμοι να συνάψουν μια αμοιβαίως επωφελή συμφωνία, ο οικονομικός κόσμος δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τους συναδέλφους της κυβέρνησης μου που ανήκαν στην Αριστερή Πλατφόρμα. Φυσικά, αν αρνούνταν να διαπραγματευτούν προς αυτή την κατεύθυνση και επέμεναν στη διατήρηση της Ελλάδας σε καθεστώς χρεοδουλοπαροικίας, τότε θα μας έβρισκαν όλους μας μπροστά τους.
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι προτάσεις μου για ανταλλαγές χρέους, οι οποίες θα ελάφρυναν το δημόσιο χρέος σημαντικά μέσω εξελιγμένων χρηματοοικονομικών εργαλείων που συνοψίζονταν στο non paper μου. Δεδομένης της οικονομικής εμπειρίας του ακροατηρίου, μίλησα σχετικά με αυτές παραθέτοντας πολύ περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες απ’ ότι είχα κάνει σε άλλες περιπτώσεις, ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για το είδος των προτάσεων-λύσεων που θα είχαν υποστηρίξει και οι ίδιοι.
Τέλος, στράφηκα σε ένα θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα των απόψεων των οικονομικών παραγόντων με τις νεοφιλελεύθερες απόψεις: τις ιδιωτικοποιήσεις. Ξεκίνησα αποδεχόμενος ότι πολλοί στην αίθουσα, που βρίσκονταν στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος από μένα, θα διαφωνούσαν με τις απόψεις μου για τα υπέρ και τα κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιος ότι θα συμφωνούσαμε, είπα, ήταν ότι είναι ανόητο να ξεπουλάς περιουσιακά στοιχεία όταν οι τιμές τους έχουν καταποντίστει. Ότι το ξεπούλημα σε αγοραστές που δε σκοπεύουν να επενδύσουν, αλλά, ενδιαφέρονται, μόνο για την απογύμνωση περιουσιακών στοιχείων, ήταν μια φρικτή ιδέα. Δεδομένων των πολύ δυσχερών περιστάσεων στις οποίες, βρισκόμαστε, τους διαβεβαίωσα ότι η κυβέρνηση μας δε θα αντιμετώπιζε αυτό το θέμα ως ιδεολόγημα.
Στην ερώτηση αν ήμουν υπέρ ή κατά της ιδιωτικοποίησης, η απάντηση μου τους είπα ήταν σταθερή: «Εξαρτάται από το περιουσιακό στοιχείο – πρόκειται για ένα λιμάνι, ένα σιδηροδρομικό δίκτυο, μια παραλία, μια εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας; Παραλίες δε θα πουλούσα ποτέ, τους είπα, όπως δε θα πουλούσα ποτέ τον Παρθενώνα. Aπλώς δεν είχαμε δικαίωμα να πουλήσουμε κάτι που ποτέ μια κυβέρνnσn, ή και ένα εκλογικό σώμα σήμερα, δεν μπορεί να εξουσιοδοτηθεί από την ιστορία, από τις επόμενες γενιές, να πουλήσει. Όσο για την ιδιωτικοποίηση των ηλεκτρικών δικτύων, η εμπειρία (βλ. Καλιφόρνια, Βρετανία) οδηγεί με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι συγκρούεται με τις αρχές της οικονομικής αποτελεσματικότητας και των περιβαλλοντικών συμφερόντων της κοινωνίας.
Αλλά όταν πρόκειται για λιμάνια και αεροδρόμια, η απάντηση (ναι ή όχι) πρέπει να βασίζεται σε τέσσερα κριτήρια: (α) το μέγεθος της επένδυσης που είναι διατεθειμένος ο αγοραστής να κάνει. (β) Στη δέσμευση του αγοραστή να σεβαστεί τα δικαιώματα, των εργαζομένων για συνδικαλιστική εκπροσώπηση και για αξιοπρεπή αμοιβή και συνθήκες εργασίας. (γ) Στην τήρηση των περιβαλλοντικών κανονισμών και (δ) στον βαθμό που ο αγοραστής θα υποχρεωθεί να αφήσει ζωτικό χώρο προς όφελος των μικρών και μεσαίων τοπικών επιχειρήσεων. Εάν πληρούνταν αυτά τα τέσσερα κριτήρια. θα ήμουν ευτυχής όχι μόνο να συμφωνήσω με την ιδιωτικοποίηση, αλλά και να την προωθήσω ενεργά, τους είπα..[…] το καυτό ερώτημα, παρέμενε: Πώς θα ανταποκρίνονταν οι αγορές; Η απάντηση στο ερώτημα δεν άργησε να έρθει! Μερικές ώρες αργότερα ο ειδησεογραφικός τίτλος , στις οθόνες του Bloomberg, τις οποίες παρακολουθούν μετά μανίας όλοι οι άνθρωποι των χρηματαγορών για να δουν τι συμβαίνει στον μαγικό κόσμο του παγκόσμιου χρήματος, δε θα μπορούσε να είναι πιο εύγλωττος, όπως και το σύντομο κείμενο που ακολουθούσε: ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ΤΡΕΛΑΘΗΚΑΝ. Οι ελληνικές μετοχές εκτινάχθηκαν την Τρίτη λόγω των προσδοκιών για επίλυση του προβλήματος του χρέους μεταξύ της νέας ριζοσπαστικής κυβέρνησης της Ελλάδας και των πιστωτών της. Από τις 3:12 μ.μ. ώρα Γκρίνουιτς (10:12 π.μ. ώρα Ανατολικών HΠA), ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών σημείωσε άνοδο κατά 11,2%. Το γεγονός ακολούθησε τη δήλωση του νέου υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνη Βαρουφάκη, στους Financial Times ότι αντί να ζητήσει διαγραφή των 315 δισ. ευρώ (237 δισ. λιρών, 350 δισ. δολαρίων), η κυβέρνηση θα ζητήσει τη μετατροπή του ελληνικού χρέους σε δύο νέα είδη ομολόγων που θα συνδέονται με την ανάπτυξη.
Ένα γρήγορο τηλεφώνηµα στην Αθήνα επιβεβαίωσε το καλά νέα. Όχι μόνο το χρηματιστήριο κατέγραψε άνοδο κατά 11,2%, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών είχαν σημειώσει άνοδο κατά περισσότερο από 20% και χιλιάδες καταθέτες άρχισαν να επιστρέφουν μετρητά από το στρώματα τους στους τραπεζικούς τους λογαριασµούς. Ήταν ένα βραχυπρόθεσμο αλλά σημαντικό επίτευγμα: απέδειξε ότι η αφήγηση μας για πραγματικές μεταρρυθμίσεις και λογική αναδιάρθρωση του χρέους είχε τη δυνατότητα να κερδίσει τις αγορές και τους πολίτες. Γι’ αυτό τον λόγο, όπως θα επιβεβαίωνα λίγες μέρες αργότερα στη Γερμανία, το επίτευγμα αυτό έπρεπε να ακυρωθεί.»7
Την Τρίτη 3 Φεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης βρίσκεται στην Ρώμη για να συναντήσει τον Ιταλό υπουργό Οικονομικών, Πιέρ Κάρλο Παντοάν. Την Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου, έχει ραντεβού στην Φρανκφούρτη με τον Μάριο Ντράγκι και μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Εκεί θα πέσουν οι μάσκες: «Αργότερα μέσα στην ημέρα το διοικητικό μας συμβούλιο θα συνεδριάσει και είναι πολύ πιθανό το waiver σας να ανακληθεί»8, ανέφερε ο Μάριο Ντράγκι, με το καλημέρα σας. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ έδειξε έτοιμος να κλιμακώσει την οικονομική ασφυξία. Η ανάκληση του waiver που τελικά ανακοινώθηκε την ίδια μέρα, ήταν μια ξεκάθαρη, καλά υπολογισμένη επιθετική πράξη. Φυσικά, μετά από αυτό, το χρηματιστήριο κατέγραψε πτώση, οι µετοχές των τραπεζών υποχώρησαν και οι εκροές των καταθέσεων συνεχίστηκαν9.

Η ευρωπαϊκή γύρα του Βαρουφάκη ολοκληρωνόταν την Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου. Δεν μπορούσε να έχει άλλον, ως τελευταίο του σταθμό, παρά μόνο την Γερμανία και πιο συγκεκριμένα το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών και τον Δρα Σόϊµπλε και το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονοµίας και τον Ζίγκµαρ Γκάµπριελ.
Για την συνάντηση με τον Σόϊµπλε, ο Βαρουφάκης αναφέρει: «Προχώρησα σε µια παραλλαγή της ίδιας οµιλίας που είχα κάνει στις συναντήσεις µου µε τους Σαπέν, Όσµπορν, Παντοάν και Ντράγκι. Η διαφορά ήταν η έµφαση που έδωσα σε δύο σημεία, γνωρίζοντας την ιδιαίτερα θετική απήχηση που είχαν στο Βερολίνο. Πρώτον, δε ζητούσα διαγραφή χρέους και κατέστησα σαφές ότι οι προτάσεις µου για ανταλλαγή χρεών σε τελική ανάλυση θα ωφελούσαν τόσο τη Γερµανία όσο και την Ελλάδα. Δεύτερον, υπογράµµισα τη σημασία που έδινα στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην υλοποίηση μεταρρυθµίσεων που θα ενθάρρυναν την επιχειρηµατικότητα, τη δημιουργικότητα και την ακεραιότητα σε όλη την ελληνική κοινωνία…[…]… Ο Σόϊµπλε δεν κοίταξε καν το non-paper που του έδωσα. Το παρέδωσε στον υφυπουργό του µε έναν αέρα περιφρόνησης, λέγοντας ότι ήταν θέµα των «θεσµών»…[…]…Από δω και στο εξής αυτή θα ήταν η πάγια τακτική του Βερολίνου. Κάθε φορά που κάναµε κάποια πρόταση στην καγκελάριο Μέρκελ ή στον υπουργό Σόϊµπλε -για το χρέος, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις συντάξεις, τη φοροδιαφυγή και ούτω καθεξής -, εκείνοι αρνούνταν να πάρουν θέση, είτε θετική είτε αρνητική, παραπέμποντας µας στους «θεσμούς». ‘Ήθελαν να κατανοήσουμε ότι δε θα υπάρχουν, και δεν μπορούσαν να υπάρξουν, διαπραγµατεύσεις μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Απλώς δεν ήταν δουλειά τους…[…]… Στην καθιερωµένη συνέντευξη Τύπου ο Βόλφγκανγκ υιοθέτησε την αυστηρή δηµόσια περσόνα του, λέγοντας στους εκπροσώπους των ΜΜΕ που είχαν συγκεντρωθεί ότι είχαµε µια εγκάρδια συνάντηση, κατά την οποία εκείνος «εξήγησε» ότι η Ελλάδα είχε «υποχρεώσεις» τις οποίες όφειλε να σεβαστεί, ανεξάρτητα από το ποιο κόµµα ήταν στην κυβέρνηση. «Συµφωνήσαµε ότι διαφωνούµε», κατέληξε ο Σόιµπλε, διαλύοντας κάθε ελπίδα ότι στη συζήτηση µας είχε βρεθεί κάποιο κοινό έδαφος. «Δε συµφωνήσαµε ούτε καν σε αυτό», ανταπάντησα. Με αυτή τη φράση ήθελα να καταστήσω σαφές ότι ο οικοδεσπότης µου είχε αρνηθεί να συζητήσει οτιδήποτε σοβαρά, επί της ουσίας, παραπέμποντας µε στους «θεσμούς». οπότε πώς ισχυριζόταν ότι συµφωνήσαµε πως διαφωνούµε; Επιπλέον, ήθελα να καταδείξω ότι το πράγµατα είχαν αλλάξει: η Ελλάδα πλέον είχε έναν υπουργό οικονοµικών ο οποίος δε θα υπέκυπτε σε εκφοβισµούς µόνο και µόνο επειδή το ελληνικό κράτος ήταν χρεοκοπημένο»10.

Για την συνάντηση του με τον σοσιαλδημοκράτη αντικαγκελάριο και ηγέτη του SPD Ζίγκµαρ Γκάµπριελ, ο Βαρουφάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Ανίκητοι ηττημένοι» την απογοήτευσή του, όταν μπρος στις κάμερες: «Ο Γκάµπριελ παρουσιάστηκε ως αλλαγμένος άνθρωπος. Για άλλη µια φορά ένας Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης στον δηµόσιο λόγο του θα επιχειρούσε να φανεί βασιλικότερος του βασιλέως Σόιµπλε. Όλες οι συζητήσεις µας για κοινό σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο για την Ελλάδα και την Ευρώπη εξαφανίστηκαν. Το κοινό έδαφος που είχαµε κατακτήσει για τη βιομηχανική πολιτική, τον τερµατισµό της λιτότητας και την αναδιάρθρωση του χρέους ήταν σαν να µην είχε υπάρξει. Η συναντίληψη σχετικά µε τις στρατηγικές για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής εξανεμίστηκαν. Τα πάντα αντικατέστησε µια επιθετικότητα απέναντι στην κυβέρνησή µας και µια αυστηρή διάλεξη σχετικά µε τις υποχρεώσεις µου προς τους πιστωτές, οι οποίες ήταν υψίστης σηµασίας και υπεράνω κάθε διαπραγμάτευσης. Και βάζοντας αλάτι στην πληγή πρόσθεσε και µια αναφορά στην «ευελιξία» της τρόϊκας, την οποία έπρεπε, λέει, να εκτιμήσω…[…]… καθώς φεύγαμε από την αίθουσα Τύπου, ρώτησα τον Ζίγκµαρ πόσο εύκολο του ήταν να λέει άλλα στις ιδιωτικές του συζητήσεις και άλλα δηµόσια…Απάντησε ισχυριζόµενος ότι δεν καταλάβαινε σε τι αναφερόµουν, αλλά αναίρεσε τον ισχυρισµό του δικαιολογούµενος ότι ο συνασπισµός µε τους Χριστιανοδηµοκράτες περιόριζε τι µπορούσε να πει δηµοσίως. Του απάντησα λέγοντας ότι οφείλει να διδαχθεί από το πάθηµα του ΠΑΣΟΚ, που επίσης είχε ανάλογη τάση να προσαρμόζει το αφήγηµα του ώστε να ταιριάζει µε τον συνασπισµό που είχε με το συντηρητικό κόµµα της Νέας Δηµοκρατίας. «Το αποτέλεσµα ήταν η εκλογική του συντριβή, από το 40% στο 4%. Δε θα ήθελα να δω το κόµµα του Βίλλυ Μπράντ να ακολουθεί τον ίδιο δρόµο», ήταν το τελευταία λόγια που του είπα.»11.
Κατά την πενταήμερη αναγνωριστική περιοδεία του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ο Βαρουφάκης τελικά «on camera», δεν βρήκε «ευήκοα ώτα». Πίστευε όμως, αφελώς, ότι με την κατάλληλη επεξεργασία των προτάσεων του, θα μπορούσε να πείσει τους συναδέλφους του, στο πρώτο Eurogroup στο οποίο θα έπαιρνε μέρος στις 11 Φεβρουαρίου. Μέχρι τότε έπρεπε να ετοιμάσει τρία non-paper που θα παρέδιδε στα μέλη του Eurogroup ώστε να έχουν στα χέρια τους την ανάλυση και το περίγραμμα των προτάσεων του:
«⦁Επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (Debt Sustainability Analysis, DSA), η οποία θα αποδείκνυε ότι οι ανταλλαγές χρεών που πρότεινα όχι µόνο ήταν συμβατές µε τον στόχο της ανάκαµψης, αλλά και απαραίτητες για την επιστροφή της Ελλάδας στη βιώσιµη ανάπτυξη.
⦁Κατάλογος καταλλήλων, προοδευτικών μεταρρυθµίσεων που θα αντικαθιστούσαν το πρόγραµµα της τρόϊκας.
⦁ Πρόταση για πιο ορθολογική, αποτελεσματική και αξιοπρεπή διαδικασία για την παρακολούθηση της προόδου της Ελλάδας η οποία θα αντικαθιστούσε τις επισκέψεις-εισβολές της τρόϊκας στα υπουργεία µας»12.
Ταυτόχρονα ξεκινούσε και η επεξεργασία του Plan X, όπως είχε υποσχεθεί ο Βαρουφάκης στον Τσίπρα, στα τέλη Νοεμβρίου 2014 (βλ. μέρος πρώτο). Στις 6 Φεβρουαρίου, άρτι αφιχθείς εξ Αμερικής, ο James K. Galbraith, ο συντονιστής της ομάδας, εγκαταστάθηκε στο µικρό γραφείο που ήταν κρυµµένο πίσω από του υπουργού, χωρίς δική του πρόσβαση στο διάδροµο. «Ο λόγος που επέλεξα τον Τζέιµι για να καθοδηγήσει την οµάδα ήταν ότι το Σχέδιο Χ έπρεπε να εκπονηθεί υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας , δεδοµένου ότι η γνωστοποίηση του θα ενέτεινε το ήδη εκκινηθέν (από τους κ. Σαµαρά και Στουρνάρα) bank run (τη µαζική απόσυρση καταθέσεων). Γιατί; Επειδή και µόνον η αναφορά στο Σχέδιο Χ θα έδινε στους δανειστές και στην ολιγαρχία την ευκαιρία να µας κατηγορήσουν ότι θέλαµε το Grexιt (όπως κάνουν κατόπιν εορτής , από τον Ιούλιο του 2015 έως σήμερα) και θα έφερνε πιο κοντά στο µυαλό του κόσµου µια υποτιμημένη δραχμή, µε αποτέλεσµα να σπεύσουν κατόπιν όλοι στα γκισέ των τράπεζών να απαιτούν τις αποταμιεύσεις τους από την πρώτη εβδοµάδα της διακυβέρνησης µας προσφέροντας έτσι στην ΕΚΤ την τέλεια δικαιολογία για να κλείσει τις τράπεζες µας, αναγκάζοντας µας να προχωρήσουµε σε σύγκρουση µε την τρόϊκα πριν µας δοθεί η ευκαιρία σοβαρών διαπραγματεύσεων, πριν προετοιµασθούµε για µια τέτοια περίπτωση, πριν αρχίσουν να ασκούνται πιέσεις επί της σκληρής τρόϊκας από ψυχραιμότερες καθεστωτικές δυνάµεις, Π.χ. από τους υποστηρικτές µας στην Ουάσινγκτον, στο Σίτυ του Λονδίνου κτλ.
Αν είχα αναθέσει το Σχέδιο Χ σε Έλληνα αξιωματούχο, υπήρχε πολύ µεγάλη πιθανότητα να διαρρεύσει. Ρεαλιστικό σκεπτόμενος , ήταν αδύνατον να βρω κάποιον στην Ελλάδα που να συνδυάζει την εµπειρία, την εχεµύθεια και την κριτική ικανότητα του Τζέιµι. Πράγματι ο Τζέιµι δούλεψε για μήνες, µαζί µε την οµάδα που φτιάξαμε , πάνω στο Σχέδιο Χ. Κυριολεκτικά δίπλα µου – στο «διακριτικό», δύσκολα προσπελάσιµο γραφείο που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το υπουργικό. Και δε διέρρευσε ούτε λέξη. Απόδειξη είναι ότι οι σήμερα φωνασκούντες εναντίον µου της τότε µνηµονιακής αντιπολίτευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) τα του Σχεδίου Χ τα έµαθαν από … εµένα όταν πλέον δεν ετίθετο θέµα, μετά δηλαδή τη συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού τον Ιούλιο του 2015.»13
Στις 9 Φεβρουαρίου 2015, ο Γιάνης Βαρουφάκης στην παρθενική του ομιλία ως υπουργός Οικονομικών, στην Βουλή των Ελλήνων, στα πλαίσια της συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, έθεσε το πλαίσιο της διαπραγματευτικής του τακτικής: «…στη διαπραγμάτευση που έχει ήδη αρχίσει προσερχόμαστε με ένα και μοναδικό αίτημα: Να μας δοθεί η ευκαιρία να καταθέσουμε τις απόψεις μας, τις προτάσεις μας. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή που εκλεγήκαμε, πριν ακόμη ορκιστούμε ως βουλευτές, μας έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό, λέγοντάς μας «είτε υπογράφετε, είτε…». Η σταθερή μας απάντηση, όπου έχουμε βρεθεί και όπου έχουμε συνομιλήσει, είτε εδώ, είτε στην Ευρώπη εκτός Ελλάδας, είναι απλή: Εδώ έχουμε δύο αλληλοσυγκρουόμενες αρχές. Σεβαστές και οι δύο. Από τη μία υπάρχει η συνέχεια του κράτους, η δέσμευση που έχουν αποδεχθεί οι προηγούμενες κυβερνήσεις για το τρέχον πρόγραμμα. Είναι σεβαστή αυτή η δέσμευση. Από την άλλη, όμως, υπάρχει και μια νέα λαϊκή εντολή για να αμφισβητήσουμε τη λογική αυτού του προγράμματος. Και αυτή πρέπει να είναι σεβαστή, εκτός εάν συμφωνούμε ότι σε μια χώρα που βρίσκεται σε πρόγραμμα στην Ευρώπη πρέπει να καταργηθούν οι εκλογές.
Θέτω, λοιπόν, μια ερώτηση κρίσεως για όλους μας: Πώς μπορούν να παντρευτούν οι δύο αυτές αρχές; Αυτό δεν είναι, άλλωστε, το ίδιον της Δημοκρατίας; Να παντρεύει αλληλοσυγκρουόμενες αρχές.

Η δική μας πρόταση είναι η εξής: Ούτε θα σκίσουμε το ισχύον πρόγραμμα, ούτε εσείς θα απαιτήσετε την τυφλή εφαρμογή του, λες και δεν έγιναν εκλογές.
Όπως κάνουν οι σοβαρές επιχειρήσεις, οι έξυπνοι συμβεβλημένοι σε κάποιο συμβόλαιο, όταν αλλάξουν τα δεδομένα συμφωνούν να υπάρξει μια μεταβατική περίοδος, μια γέφυρα μεταξύ των συμβολαίων, μεταξύ της ισχύουσας συμφωνίας και μιας νέας που θα εξασφαλίσει ικανό χρόνο στα δύο μέρη να προβούν στις συζητήσεις και στις διαβουλεύσεις που θα παράξουν μια κοινώς επωφελή, νέα συμφωνία.
Αυτό ζητάμε να συμφωνηθεί τώρα, μία συμφωνία-γέφυρα μεταξύ του μνημονιακού προγράμματος που ισχύει και ενός νέου «συμβολαίου», όπως το λέμε, μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης που θα βάλει τη χώρα σε πορεία ανασυγκρότησης και θα επιτρέψει στην Ευρώπη να ανακτήσει την αξιοπιστία της απέναντι σε όλους τους λαούς της.
Εμείς τι δεσμευόμαστε να κάνουμε στη διάρκεια των μερικών αυτών μηνών της γέφυρας; Δεν θα κάνουμε, κυρίες και κύριοι, καμία κίνηση που θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό, καμία κίνηση που θα μειώσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 από το επίπεδο στο οποίο έκλεισε, γύρω στο 1,5%.
Θα καταθέσουμε και θα βάλουμε μπροστά βαθιές μεταρρυθμίσεις σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ… Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα προσθέσουμε περί το 70% των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων που υπάρχουν στο υπάρχον μνημόνιο, δεσμεύσεις με τις οποίες ως σώφρονες άνθρωποι δεν έχουμε καμία αντίρρηση, εφόσον βεβαίως το 30%, που κρίνουμε απαράδεκτες, είτε μπουν σε αναστολή είτε αφαιρεθούν.
Προτείνουμε, σε συνεργασία με τους εταίρους μας και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να καταστρώσουμε μαζί το σχέδιο καταπολέμησης της ανθρωπιστικής κρίσης που προέκυψε λόγω των ευρωπαϊκών πολιτικών άρνησης και των αστοχιών των ελληνικών κυβερνήσεων και της ελληνικής κοινωνίας…[…]…Αυτή είναι η πρότασή μας για τη συμφωνία-γέφυρα που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε σε μία σοβαρή αναθεώρηση της συμφωνίας μας με τους δανειστές μας, με τους εταίρους μας, όσον αφορά τη μακροδυναμική ανάλυση, τα πρωτογενή πλεονάσματα, την αναδιάρθρωση του χρέους, τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθήσουν στη συμφωνία που θα έλθει μετά. Ζητάμε πολλά; Νομίζω ότι ζητάμε το αυτονόητο.
Η δική μας λαϊκή εντολή δεν μας δίνει το δικαίωμα να κάνουμε του κεφαλιού μας. Έχουμε ακόμη δεκαοκτώ εντολές άλλων δημοκρατικών χωρών. Ένα δικαίωμα μας δίνει, να ζητήσουμε να ακουστούμε, να μας δοθούν μερικές εβδομάδες να καταθέσουμε τις απόψεις μας και από εκεί και πέρα η δική μας εντολή έχει την ίδια αξία και την ίδια δύναμη, ισχύ και νομική υπόσταση, όπως και οι δικές τους.»14.
Κατά τη δευτερολογία του στις 10 Φεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης για ακόμα μία φορά ξεκαθάρισε ότι: «Παρόλο που έχω ξοδέψει πολλά χρόνια της ζωής μου στη θεωρία παιγνίων σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα την εφαρμόσω. Η θεωρία παιγνίων είναι για τα παίγνια, δεν παίζεις με το μέλλον της Ελλάδας, δεν παίζεις με το μέλλον της Ευρώπης. Χωρίς μπλόφες, χωρίς περιστροφές. Αυτή θα είναι η πανούργα τακτική μας». Επίσης τόνισε προς την τρόικα εσωτερικού: «Άκουσα νουθεσίες από εκπροσώπους της προηγούμενης κυβέρνησης να διαπραγματευθούμε, ότι έχουμε τη στήριξη σας, αλλά να δεσμευτούμε ότι δεν θα πάμε ποτέ σε ρήξη. Συνειδητοποιείτε το οξύμωρο σχήμα εδώ; Εάν δεν είσαι διατεθειμένος να διανοηθείς καν τη ρήξη δεν διαπραγματεύεσαι. Εάν δηλώσεις εκ προοιμίου στην αντίπαλη πλευρά ότι μία, δύο, τρεις ημέρες θα περάσουν, θα είστε κλεισμένοι σε αυτές τις σκοτεινές και δυσάρεστες αίθουσες των Βρυξελλών, αλλά την τελευταία στιγμή αυτό που θα σου δώσουν, ό,τι και να γίνει θα το αποδεχτείς. Τι περιμένετε ότι θα γίνει σε αυτή τη διαπραγμάτευση; Θα χάνουμε τον χρόνο μας μέχρι την τελευταία στιγμή και η αντίπαλη πλευρά θα διατυπώσει το τελεσίγραφό της» πρόσθεσε ο Γ.Βαρουφάκης και συνέχισε: «Εάν είναι έτσι καλύτερα να κάτσουμε εδώ να οργανώσουμε τα υπουργεία μας, να μείνουμε με τις οικογένειας μας και να μας στείλουν με email την απόφασή τους για εμάς. Όπως συνέβαινε πέντε χρόνια τώρα»15.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις – Βιβλιογραφία
- Βαρουφάκης Γ., 2017. ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ. Για μια Ελληνική Άνοιξη μετά από ατέλειωτους μνημονιακούς χειμώνες. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, σ. 265
- Βαρουφάκης Γ, οπ.π., σ. 279
- Πάλι εκεί σσ. 297 – 298
- Βαρουφάκης Γ, οπ.π σ. 298
- Πάλι εκεί σ. 299
- Βαρουφάκης Γ, οπ.π σ. 299
- Πάλι εκεί, σσ. 323 – 325
- Πάλι εκεί, σ. 333
- Πάλι εκεί, σ. 346
- Πάλι εκεί σσ. 348 – 353
- Πάλι εκεί σσ. 360 – 361
- Πάλι εκεί σσ. 363 – 364
- Πάλι εκεί, σσ. 261 – 262
- Βλ. Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκη, στη Βουλή, στη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης. Στο: https://www.minfin.gr/web/guest/-/url-node-7013?inheritRedirect=true
- Βλ. https://www.lifo.gr/now/politics/60359