Για το ότι η Βουλγαρία θα γίνει μέλος της ευρωζώνης είναι μία απόφαση που πάρθηκε το 2007 με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Μόνο για το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία προβλέπεται «ρήτρα εξαίρεσης» στις Συνθήκες της ΕΕ1, δυνάμει της οποίας εξαιρούνται από την προσχώρηση στην ευρωζώνη. Στις 29 Μαρτίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 50 της «Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση», άρα έκτοτε δεν τείθετε θέμα ένταξης του ΗΒ στην ευρωζώνη. Το προσαρτώμενο στις Συνθήκες Πρωτόκολλο (αριθ. 16) σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία προβλέπει ότι, εν όψει της γνωστοποίησης στην οποία προέβη η δανική κυβέρνηση προς το Συμβούλιο στις 3 Νοεμβρίου 1993, η Δανία βρίσκεται υπό καθεστώς εξαίρεσης και η διαδικασία κατάργησης της παρέκκλισης θα τεθεί σε εφαρμογή μόνο εάν το ζητήσει η Δανία. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν είναι μέλη και της ευρωζώνης χαρακτηρίζονται από τις Συνθήκες της ΕΕ, ως «κράτη μέλη με παρέκκλιση» που σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώξουν να εκπληρώσουν τα επονομαζόμενα «κριτήρια σύγκλισης», για να γίνουν μέλη της ζώνης του ευρώ. Άρα σήμερα για την Βουλγαρία και για άλλα έξι κράτη μέλη της ΕΕ (Σουηδία, Τσεχία, Κροατία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία), δεν τείθετε θέμα για το «εάν», αλλά για το «πότε» θα αντικαταστήσουν τα εθνικά τους νομίσματα με το ευρώ. Στο σημερινό άρθρο θα αναλύσω τα βασικά χαρακτηριστικά του ΜΣΙ ΙΙ, στον οποίο καλούνται υποχρεωτικά να ενταχθούν κάποια στιγμή τα «κράτη μέλη με παρέκκλιση».
Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), οι Εκθέσεις για τη Σύγκλιση εξετάζουν κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος: «τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ».
Εδώ θα πρέπει καταρχάς να διευκρινήσουμε την αναφορά στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα2 (ΕΝΣ). Όταν καταρτίστηκε η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή και ως η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν σε λειτουργία το ΕΝΣ. Είχε ιδρυθεί στις 13 Μαρτίου 1979 και λειτούργησε ως περιφερειακό σύστημα σταθερών αλλά προσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών, μεταξύ των νομισμάτων των χωρών – μελών της ΕΕ μέχρι την 31η Ιανουαρίου 1998. Ο πυρήνας του συστήματος ήταν ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) του. Όμως η μορφή του ΜΣΙ, ως συστήματος διασύνδεσης των νομισμάτων με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU), έπαψε ντε φάκτο να υφίσταται ήδη από τον Αύγουστο 1993 με την απόφαση να διευρυνθούν τα επιτρεπόμενα κανονικά περιθώρια διακύμανσης από ± 2,25%, σε ±15%. O μηχανισμός αυτός, για ιστορικούς λόγους, αποκαλείται σήμερα ΜΣΙ-Ι. Επίσης να θυμίσουμε ότι με το Ψήφισμα3 της 16ης Ιουνίου 1997 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να θεσπίσει μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (εφεξής «ΜΣΙ ΙΙ») κατά την έναρξη του τρίτου σταδίου της οικονομικής και νομισματικής ένωσης την 1η Ιανουαρίου 1999 που θα αντικαταστήσει το ΕΝΣ. Στην βάση του «Ψηφίσματος» συνήφθη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών της ΕΕ εκτός ζώνης ευρώ, για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στην οικονομική και νομισματική ένωση. Η αρχική «Συμφωνία των κεντρικών τραπεζών για τον ΜΣΙ II» της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μετά από τρεις τροποποιήσεις αντικαταστάθηκε από νέα συμφωνία4 της 16ης Μαρτίου 2006, η οποία και έκτοτε τροποποιείται κάθε φορά που μεταβάλλεται η σύνθεση των κρατών μελών του μηχανισμού. Η τελευταία τροποποίηση της5 στις 13 Νοεμβρίου 2014, έγινε προκειμένου να λάβει υπόψη την κατάργηση της παρέκκλισης υπέρ της Λιθουανίας. Η Lietuvos bankas έπαψε να αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας των κεντρικών τραπεζών για τον ΜΣΙ ΙΙ από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ψήφισμα και στη Συμφωνία για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών:
– Ο ΜΣΙ ΙΙ αντικαθιστά το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του (ΜΣΙ-I).
– Η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ είναι προαιρετική για τα κράτη μέλη εκτός ζώνης ευρώ. Ωστόσο, αναμένεται ότι κράτη μέλη υπέρ των οποίων ισχύει παρέκκλιση θα συμμετάσχουν στο μηχανισμό. Αν ένα κράτος μέλος δεν συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ εξαρχής, μπορεί να συμμετάσχει αργότερα. Είναι σημαντικό ακόμα να τονιστεί, ότι η Συνθήκη αφήνει ανοιχτή την επιλογή του καθεστώτος που μπορεί να επιλέξουν οι χώρες κατά παρέκκλιση που δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό, απαγορεύοντας μόνο και μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου, την περίπτωση της μονομερούς υιοθέτησης του ευρώ τύπου Μαυροβουνίου ή Κοσσυφοπέδιου.
– Ο ΜΣΙ ΙΙ λειτουργεί χωρίς να θίγει τον πρωταρχικό στόχο της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ, δηλαδή τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
– Για το νόμισμα κάθε κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ που συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ καθορίζεται μία κεντρική ισοτιμία έναντι του ευρώ, ενώ προβλέπεται και ένα κανονικό περιθώριο διακύμανσης ± 15% γύρω από την κεντρική ισοτιμία (βλ. πιν.1).
– Για τους σκοπούς της διατύπωσης της διμερούς κεντρικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ, η αναφορά στη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος κάθε κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ που συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ γίνεται με βάση το ευρώ. Η συναλλαγματική ισοτιμία για όλα τα νομίσματα εκφράζεται ως η τιμή του ενός ευρώ (Ε1) σε εξαψήφιο δεκαδικό αριθμό. Ο ίδιος συμπεφωνημένος τρόπος αναφοράς χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των ανώτατων και κατώτατων ισοτιμιών παρέμβασης των νομισμάτων των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ έναντι του ευρώ. Οι ισοτιμίες παρέμβασης καθορίζονται με πρόσθεση στις διμερείς κεντρικές ισοτιμίες, ή με αφαίρεση από αυτές, του συμφωνηθέντος περιθωρίου διακύμανσης, εκφρασμένου σε ποσοστιαίες μονάδες. Οι ισοτιμίες που προκύπτουν στρογγυλοποιούνται σε εξαψήφιο δεκαδικό αριθμό (βλ. πιν. 1).
– Οι αποφάσεις για τις κεντρικές ισοτιμίες και το σύνηθες περιθώριο διακυμάνσεως λαμβάνονται με αμοιβαία συμφωνία των υπουργών των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, της ΕΚΤ και των υπουργών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των εκτός της ζώνης του ευρώ κρατών μελών που συμμετέχουν στο ΜΣΙ II, μέσω μιας κοινής διαδικασίας στην οποία συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Οι υπουργοί και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στο ΜΣΙ II συμμετέχουν στη διαδικασία χωρίς δικαίωμα ψήφου.
– Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της αμοιβαίας συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, έχουν το δικαίωμα να κινήσουν εμπιστευτική διαδικασία που αποσκοπεί σε επανεξέταση των κεντρικών ισοτιμιών. Έτσι αρχικά ενώ η Ελλάδα είχε στον ΜΣΙ II κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 353,109 GRD και όριο διακύμανσης ± 15%, (ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης τις 406,075 GRD και κατώτατο τις 300,143 GRD), από την 17.1.2000 ορίσθηκε νέα κεντρική ισοτιμία και ένα ευρώ ήταν ίσο με 340,75 GRD. Τα υποχρεωτικά όρια παρέμβασης ήσαν 391,863 και 289,628 GRD. Η νέα κεντρική ισοτιμία αποτέλεσε από 1.1.2001 (ημέρα εισόδου της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ) τον αμετάκλητο συντελεστή μετατροπής έναντι του ευρώ. Από την ημερομηνία αυτή η Ελλάδα έπαψε να μετέχει στο ΜΣΙ II (βλ.πιν. 1). Επίσης η Σλοβακία ενώ μπήκε στο ΜΣΙ II στις 28.11.2005 με κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 38,4550 SKK, με ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης 44,2233 SKK και κατώτατο 32,6868 SKK, στις 19.3.2007 καθορίσθηκε από την Ε.Ε νέα κεντρική ισοτιμία και όρια παρέμβασεις. Πιο αναλυτικά: κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 35,4424 SKK, ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης 40,7588 SKK και κατώτατο 30,1260 SKK. Τέλος στις 29.5.2008, μετά από αίτηση της Σλοβακίας, ανατιμήθηκε η κεντρική ισοτιμία της σλοβακικής κορώνας ενώ την ίδια ημέρα η ΕΚΤ ανακοίνωσε τα όρια υποχρεωτικής παρέμβασης. Αναλυτικά, η νέα κεντρική ισοτιμία ορίσθηκε σε 1 ευρώ = 30,1260 SKK, ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης 34,6449 SKK και κατώτατο 25,6071 SKK. Η νέα κεντρική ισοτιμία αποτέλεσε από 1.1.2009 (ημέρα εισόδου της Σλοβακίας στη ζώνη του ευρώ) τον αμετάκλητο συντελεστή μετατροπής έναντι του ευρώ. Από την ημερομηνία αυτή η Σλοβακία έπαψε να μετέχει στο ΜΣΙ II (βλ.πιν. 1).
– Περιθώρια διακυμάνσεως στενότερα από τα συνήθη είναι δυνατόν να ορισθούν, κατά περίπτωση, με επίσημη συμφωνία και κατ’ αίτηση ενός κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ. Μια τέτοια απόφαση για μείωση του περιθωρίου διακυμάνσεως δύναται να ληφθεί από τους υπουργούς των κρατών μελών της ζώνης του εύρω, την ΕΚΤ και τον υπουργό και το διοικητή της κεντρικής τράπεζας του οικείου κράτους μέλους, μέσω κοινής διαδικασίας στην οποία συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Οι υπουργοί και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών των άλλων κρατών μελών συμμετέχουν στη διαδικασία χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η δανέζικη κορώνα, το πρώτο και το μοναδικό σήμερα μέλος του ΜΣΙ II, χρησιμοποιεί στενότερα περιθώρια διακυμάνσεως (± 2,25%), γύρω από την κεντρική της ισοτιμία (1 EUR=7,46038 DKK). Στις 28.6.2004, η Εσθονία, και η Λιθουανία και στις 2.5.2004, η Λετονία, εντάχθηκαν στο μηχανισμό με όριο διακύμανσης ± 15% από την ορισθείσα κεντρική ισοτιμία τους έναντι του ευρώ. Πιο αναλυτικά: α) η Εσθονία, εντάχτηκε με κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 15,6466 EKK, ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης τις 17,9936 EKK και κατώτατο τις 13,2996 EKK, β) η Λιθουανία εντάχτηκε με κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 3,45280 LTL, ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης τις 3,97072 LTL και κατώτατο τις 2,93488 LTL, γ) η Λετονία εντάχτηκε με κεντρική ισοτιμία 1 ευρώ = 0,702804 LVL, ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης το 0,808225 LVL και κατώτατο το 0,597383 LVL. (βλ. πιν. 2). Όμως και στις τρεις περιπτώσεις υπήρξαν μονομερείς δεσμεύσεις από τις ενδιαφερόμενες χώρες, που αφορούσαν την τήρηση στενότερων περιθωρίων διακύμανσης. Αυτές οι μονομερείς δεσμεύσεις δεν δημιουργούσαν πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Πιο συγκεκριμένα, έγινε δεκτή η ένταξη της Εσθονίας και της Λιθουανίας στον ΜΣΙ ΙΙ με το ισχύον καθεστώς Νομισματικού συμβουλίου που είχαν η μεν πρώτη από τον Ιούνιο του 1992, η δε δεύτερη από τον Απρίλιο του 1994. Οι αρχές της Λετονίας επίσης δήλωσαν ότι δεσμεύονται μονομερώς να διατηρούν τη συναλλαγματική ισοτιμία του λατς ίση προς την κεντρική του ισοτιμία έναντι του ευρώ, με περιθώρια διακύμανσης ±1%. Οι τρεις χώρες της Βαλτικής αποχώρησαν από τον ΜΣΙ II και εντάχθηκαν στο ευρώ διαδοχικά με πρώτη την Εσθονία (1.1.2011), δεύτερη την Λετονία (1.1.2014) και τρίτη την Λιθουανία (1.1.2015).
– Η παρέμβαση πραγματοποιείται σε ευρώ και στα συμμετέχοντα νομίσματα εκτός ζώνης ευρώ. Η ΕΚΤ και οι συμμετέχουσες EθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ αλληλοενημερώνονται για κάθε παρέμβαση σε συνάλλαγμα, με την οποία επιδιώκεται η διαφύλαξη της συνοχής του ΜΣΙ ΙΙ.
– Η παρέμβαση στα όρια του περιθωρίου διακύμανσης είναι κατ’ αρχήν αυτόματη και απεριόριστη. Ωστόσο, η ΕΚΤ και οι συμμετέχουσες ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ μπορούν να διακόψουν την αυτόματη παρέμβαση εάν αντίκειται στον πρωταρχικό τους στόχο, δηλαδή στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Στην περίπτωση παρέμβασης όταν η ισοτιμία φθάσει στα όρια του περιθωρίου διακύμανσης, εφαρμόζεται η διαδικασία της «μιας πληρωμής μετά την άλλη» (payment after payment procedure), η οποία παρουσιάζεται στο παράρτημα Ι, της Συμφωνίας της 16ης Μαρτίου 2006.
– Κατά τη λήψη της απόφασης για διακοπή της παρέμβασης, η ΕΚΤ ή οι συμμετέχουσες ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ λαμβάνουν υπόψη και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, συμπεριλαμβανομένης της αξιόπιστης λειτουργίας του ΜΣΙ ΙΙ.
– Για τους σκοπούς της παρέμβασης σε ευρώ και σε συμμετέχοντα νομίσματα εκτός ζώνης ευρώ, η ΕΚΤ και κάθε συμμετέχουσα ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ παρέχουν σε αμοιβαία βάση εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις. Μία εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική πράξη έχει αρχική διάρκεια τριών μηνών. Οι χρηματοδοτικές πράξεις στο πλαίσιο αυτών των διευκολύνσεων λαμβάνουν τη μορφή άμεσων (spot) πωλήσεων και αγορών συμμετεχόντων νομισμάτων, δημιουργώντας μεταξύ της ΕΚΤ και των συμμετεχουσών ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ αντίστοιχες απαιτήσεις και υποχρεώσεις εκφραζόμενες στο νόμισμα του πιστωτή. Η ημερομηνία αξίας (valeur) των χρηματοδοτικών πράξεων ταυτίζεται με εκείνη της παρέμβασης στην αγορά. Η ΕΚΤ τηρεί αρχείο όλων των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των διευκολύνσεων αυτών.
– Για τους σκοπούς της χρηματοδότησης παρεμβάσεων στα όρια του περιθωρίου διακύμανσης σε συμμετέχοντα νομίσματα, η εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση είναι κατ’ αρχήν αυτομάτως διαθέσιμη και κατ’ ύψος απεριόριστη. Προτού προσφύγει στην εν λόγω διευκόλυνση, η χρεώστρια κεντρική τράπεζα χρησιμοποιεί δεόντως τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα. Η ΕΚΤ και οι συμμετέχουσες ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ μπορούν να διακόψουν την περαιτέρω αυτόματη χρηματοδότηση, εάν αντίκειται στον πρωταρχικό τους στόχο, δηλαδή στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.

– Για τους σκοπούς της παρέμβασης εντός του περιθωρίου διακύμανσης, η εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της κεντρικής τράπεζας που εκδίδει το νόμισμα της παρέμβασης, να καταστεί διαθέσιμη υπό τους ακόλουθους όρους:
α) το συνολικό ποσό της χρηματοδότησης που τίθεται στη διάθεση της χρεώστριας κεντρικής τράπεζας δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για την τελευταία στο παράρτημα ΙΙ της «Συμφωνίας των κεντρικών τραπεζών για τον ΜΣΙ II», όπως αυτή ισχύει μετά την τελευταία της τροποποίηση στις 13 Νοεμβρίου 2014 (βλ. πιν. 2)·
β) προτού προσφύγει στην εν λόγω διευκόλυνση, η χρεώστρια κεντρική τράπεζα χρησιμοποιεί δεόντως τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα.
Κατόπιν αιτήματος της χρεώστριας κεντρικής τράπεζας, η αρχική διάρκεια μίας χρηματοδοτικής πράξης μπορεί να παραταθεί αυτομάτως μόνο μία φορά, για μέγιστη περίοδο τριών μηνών. Το συνολικό ποσό του χρέους που προκύπτει από την εφαρμογή της αυτόματης ανανέωσης δεν μπορεί ουδέποτε να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για τη χρεώστρια κεντρική τράπεζα, όπως αυτό καθορίζεται για κάθε κεντρική τράπεζα στο παράρτημα, της «Συμφωνίας των κεντρικών τραπεζών για τον ΜΣΙ II» (βλ. πιν. 2).
Μετά από αμοιβαία συμφωνία, με την πιστώτρια κεντρική τράπεζα χρέος που έχει ήδη ανανεωθεί αυτομάτως για τρεις μήνες μπορεί να ανανεωθεί για δεύτερη φορά, για τρεις επιπλέον μήνες. Επίσης, χρέος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ (βλ. πιν. 2) μπορεί να ανανεωθεί μία φορά, για τρεις μήνες εφόσον συμφωνεί η πιστώτρια κεντρική τράπεζα.
– Το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παρακολουθεί τη λειτουργία του ΜΣΙ ΙΙ και ενεργεί ως φορέας συντονισμού της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, καθώς και ως φορέας διαχείρισης του μηχανισμού παρέμβασης και χρηματοδότησης που περιγράφεται στην συμφωνία των κεντρικών τραπεζών για τον ΜΣΙ II. Παρακολουθεί εντατικά και σε συνεχή βάση τη βιωσιμότητα των διμερών σχέσεων συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ κάθε συμμετέχoντος νομίσματος εκτός ζώνης ευρώ και του ευρώ.
– Οι ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ που δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ συνεργάζονται με την ΕΚΤ και τις συμμετέχουσες ΕθνΚΤ εκτός ζώνης ευρώ στο πλαίσιο της διαδικασίας συντονισμού ή/και των λοιπών ανταλλαγών πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την ορθή λειτουργία του ΜΣΙ ΙΙ.
Σε προηγούμενο άρθρο6 παρουσιάστηκαν οι δύο πρόσφατες (23 Μαΐου 2018) Εκθέσεις για την Σύγκλιση, μία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η άλλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αξιολογούν, την πρόοδο των «κρατών μελών με παρέκκλιση» όσον αφορά την προσχώρηση τους στην ευρωζώνη. Από τα τέσσερα ονομαστικά κριτήρια αυτό της σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσω της συμμετοχής της υποψήφιας χώρας στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ), αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που δεν εκπληρώνει η Βουλγαρία, όχι μόνο στις τωρινές, αλλά και στις τρεις προηγούμενες εκθέσεις σύγκλισης. Το πρώτο τυπικό βήμα για την εκπλήρωση και αυτού του κριτηρίου όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, έγινε στις 29.06.2018, με την κατάθεση από την Βουλγαρία της αίτησης για την ένταξη σε αυτό τον μηχανισμό7. Η Βουλγαρία σε αυτή την αίτηση εκφράζει την ετοιμότητα για μονομερή δέσμεύση της να ενταχθεί στον ΜΣΙ ΙΙ με το ισχύον καθεστώς Νομισματικού συμβουλίου που έχει από το 1997, χωρίς αυτό να δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Τότε στο σχετικό νόμο για την Βουλγάρικη Λαϊκή Τράπεζα (ΒΛΤ) ορίστηκε ισοτιμία ύψους 1 000 λεβ – BGL (1 λεβ – BGN μετά τον επαναπροσδιορισμό της ονομαστικής του αξίας) ανά 1 γερμανικό μάρκο, στην οποία η κεντρική τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει και να πουλά μάρκα έναντι λεβ. Η σχετική ισοτιμία προβλεπόταν να υπολογιστεί εκ νέου μετά την εισαγωγή του ευρώ, όπως και έγινε, το 1999 και από τότε το λεβ παραμένει «κλειδωμένο» στη σχέση 1,95583 BGN ανά ευρώ. Με αυτή την ισοτιμία λοιπόν αναμένεται να μπει στον ΜΣΙ ΙΙ και με όριο διακύμανσης ± 15%, δηλαδή με ανώτατο όριο υποχρεωτικής παρέμβασης τα 2,24920 BGN και κατώτατο τα 1,66245 BGN ανά ευρώ. Για να ακολουθήσει στενότερα όρια διακύμανσης και πιο συγκεκριμένα, μηδενικά (± 0%), όπως επιτάσσει το καθεστώς του Νομισματικού Συμβουλίου, θα πρέπει να ληφθεί συγκεκριμένη απόφαση από τους υπουργούς των κρατών μελών της ζώνης του εύρω, την ΕΚΤ και τον υπουργό και το διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Βουλγαρίας, μέσω κοινής διαδικασίας στην οποία θα συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Ο υπουργός και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Δανίας, ως το μοναδικό σήμερα μέλος του ΜΣΙ ΙΙ, θα συμμετέχουν στη διαδικασία χωρίς δικαίωμα ψήφου. Θα ακολουθηθεί λοιπόν η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε και με την Δανία, την Εσθονία, την Λετονία και την Λιθουανία. Άν και δεν υπάρχει χρονικό όριο για την εξέταση και έγκριση της αίτησης ένταξης στον ΜΣΙ ΙΙ, η επιθυμία της Βουλγαρίας, όπως διατυπώθηκε στην αίτηση ένταξης (29.06.2018), να συνδέσει αυτή την διαδικασία, με την διαδικασία ένταξης στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, θέτει την έγκριση της αίτησης, στα πλαίσια του χρονοδιαγράμματος της ένταξης στην τραπεζική ένωση. Με βάση τον οδικό χάρτη που περιέχει η Δήλωση του Συμβούλιου της Ευρωπαϊκής Ένωσης8 (12.07.2018), η ΕΚΤ αναμένεται να ολοκληρώσει τη συνολική της αξιολόγηση για την καθιέρωση στενής συνεργασίας με την Βουλγαρία, βάσει του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, εντός περίπου ενός έτους, από σήμερα. Άρα τότε και το λεβ θα ενταχθεί στον ΜΣΙ ΙΙ.
Σημειώσεις
- Ουσιαστικά πρόκειται για την Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία υπογράφηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2007, τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 και αποτελείται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την ενοποιημένη απόδοση τόσο της ΣΕΕ, (Τίτλος I, άρθρο 1, εδάφιο τρίτο), όσο και της ΣΛΕΕ, (Μέρος Πρώτο, άρθρο 1, παράγραφος 2), «οι δύο Συνθήκες αποτελούν τις Συνθήκες οι οποίες θεμελιώνουν την Ένωση. Οι δύο αυτές Συνθήκες, οι οποίες έχουν το ίδιο νομικό κύρος, ορίζονται ως οι Συνθήκες». Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 326/47
- Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ΕΝΣ ήταν: 1) Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (European Currency Unit – ECU). Το ECU ήταν μια σύνθετη λογιστική μονάδα, ένα «νομισματικό καλάθι», στο οποίο συμμετείχαν, με διαφορετικές αναλογίες όλα τα νομίσματα των χωρών-μελών της ΕΕ. Η στάθμιση κάθε νομίσματος στο ECU προσδιοριζόταν από τη συμμετοχή της αντίστοιχης χώρας στο ΑΕΠ της ΕΕ και στο διακοινοτικό εμπόριο. Οι σταθμίσεις αναθεωρούνταν κάθε 5 χρόνια, ή μετά από αίτηση μιας χώρας-μέλους όταν η βαρύτητα του νομίσματος της στο ECU είχε μεταβληθεί πάνω από 25%. Η αξία λοιπόν του ECU πήγαζε από τις επιμέρους αξίες, όλων των νομισμάτων που έμπαιναν στο καλάθι. Το ECU αποτέλεσε: (α) αποθεματικό στοιχείο και μέσο πληρωμών μεταξύ των Κεντρικών Τραπεζών (όμοια λειτουργία με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα του ΔΝΤ), (β) μέγεθος αναφοράς για τις κεντρικές ισοτιμίες, με βάση τις οποίες υπολογίζονταν τα επιτρεπόμενα όρια διακύμανσης, (γ) βάση για το δείκτη απόκλισης από το ECU, και (δ) λογιστική μονάδα για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που απέρρεαν από τη λειτουργία του ΕΝΣ. Το επίσημο ECU δημιουργήθηκε με την κατάθεση 20% των αποθεμάτων των χωρών-μελών σε χρυσό και USD στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας (European Monetary Cooperation Fund – EMCF) που λειτουργούσε ως κεντρικό όργανο διακανονισμού των πληρωμών στα πλαίσια των μηχανισμών παρέμβασης. 2) Ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (Exchange Rate Mechanism – ERM). Στο ΜΣΙ για κάθε νόμισμα οριζόταν μια κεντρική ισοτιμία ως προς το ECU. Παρμένες ανά δύο οι κεντρικές ισοτιμίες ως προς το ECU δίνουν τις διμερείς κεντρικές ισοτιμίες. Η κεντρική ισοτιμία κάθε νομίσματος ως προς το ECU μπορούσε να μεταβληθεί μόνο με συμφωνία όλων των χωρών του ΕΝΣ, ενώ οι διμερείς ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων του συστήματος είχαν όρια διακύμανσης ±2,25%, με εξαίρεση την ιταλική λιρέτα (μέχρι τον Ιανουάριο του 1990), τη βρετανική λίρα, την ισπανική πεσέτα και το πορτογαλικό εσκούδο που είχαν όρια διακύμανσης ±6%. Η δραχμή ενώ συμμετείχε στο ECU από το Σεπτέμβριο του 1984, δεν είχε ενταχθεί στον ΜΣΙ. Οι παρεμβάσεις που γίνονταν όταν μια διμερής ισοτιμία έφτανε το επιτρεπόμενο όριο, καλούνταν οριακές, και έπρεπε να γίνουν και από τις δύο εμπλεκόμενες κεντρικές τράπεζες. Προκειμένου περί οριακών παρεμβάσεων, η κεντρική τράπεζα του ισχυρότερου νομίσματος ανελάμβανε να παρέχει στην κεντρική τράπεζα του ασθενέστερου νομίσματος πιστώσεις χωρίς όρια, αλλά και η τελευταία έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλα τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα. Υπήρχαν και οι ενδο‐οριακές παρεμβάσεις, που δεν ήταν υποχρεωτικές, αλλά απαιτούσαν την έγκριση της κεντρικής τράπεζας το νόμισμα της οποίας χρησιμοποιείτο στις παρεμβάσεις. Ο ΜΣΙ συμπληρώνοταν από ένα «δείκτη απόκλιση», κάθε νομίσματος σε σχέση με τη κεντρική του ισοτιμία έναντι του ECU. Ο μηχανισμός αυτός βάζει σε κίνηση μια «προληπτική ενέργεια» από μέρος της χώρας εκείνης της οποίας το νόμισμα πήρε μια κάποια απόσταση από το μέσο όρο όλων των υπόλοιπων νομισμάτων του καλαθιού (ECU). Ο ΔΑ παρουσιάζει για κάθε στιγμή την εκτροπή μεταξύ της κεντρικής ισοτιμίας ενός νομίσματος ως προς το ECU που είναι σταθερή και της τιμής αγοράς του ίδιου νομίσματος σε ECU που ποικίλει ανάλογα με την τιμή του εν λόγο νομίσματος πάνω στις αγορές συναλλάγματος απέναντι στα υπόλοιπα νομίσματα. Η εκτροπή τούτη σημαίνει ότι ένα νόμισμα υποτιμάται ή ανατιμάται σε σχέση με το σταθμισμένο μέσο όρο του συνόλου των νομισμάτων του καλαθιού. Όταν ξεπεράσει μια «τιμή κατωφλιού» (75% της επιτρεπόμενης απόκλισης), τότε η τράπεζα που το εκδίδει οφείλει να παρέμβει προληπτικά για να το εμποδίσει να πάρει τις οριακές τιμές παρέμβασης. Επειδή όμως η συγκεκριμένη προσαρμογή δεν ήταν υποχρεωτική, και επειδή στην πράξη, ο δείκτης απόκλισης σε πολλές περιπτώσεις απέτυχε να δώσει εγκαίρως προειδοποιητικό σήμα και παρουσιάζε σημαντικές τεχνικές αδυναμίες, τελικά δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο στο ΕΝΣ. 3) Χρηματοδοτικές διευκολύνσεις. Στα πλαίσια του ΕΝΣ λειτούργησαν οι ακόλουθοι πιστωτικοί μηχανισμοί: (α) απεριόριστη χρηματοδότηση για πολύ βραχυπρόθεσμες πιστώσεις (μέχρι 45 ημέρες), για να παρέμβουν οι Κεντρικές Τράπεζες στις αγορές συναλλάγματος όταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων τους έτειναν να ξεπεράσουν τα όρια διακύμανσης, (β) βραχυπρόθεσμες πιστώσεις (μέχρι 9 μήνες) για διευκόλυνση μιας χώρας-μέλους που αντιμετώπιζε προσωρινά προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών, και(γ) μεσοπρόθεσμες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση μιας χώρας-μέλους που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών μεσοπρόθεσμα, με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας σε αυτό.
- Βλ. ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, 16 Ιουνίου 1997 ( 97/C 236/03 ).
- Βλ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ της 16ης Μαρτίου 2006 (2006/C 73/08).
- Βλ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ της 13ης Νοεμβρίου 2014 (2015/C 64/01).
- Βλ. προηγούμενο άρθρο μου: Εκθέσεις Σύγκλισης 2018 των κρατών μελών με παρέκκλιση. Η αξιολόγηση της Βουλγαρίας, στις 23.06.2018 στο: https://petinakis.wordpress.com/2018/06/23/
- Βλ. προηγούμενο άρθρο μου: Ο οδικός χάρτης για την ένταξη του λεβ Βουλγαρίας στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ), στις 14.07.2018 στο: https://petinakis.wordpress.com/2018/07/14/
- Βλ. στο ίδιο άρθρο.
Βιβλιογραφία
ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. 26.10.2012, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 326/47.
Европейска централна банка, 2018. Доклад за конвергенцията. Στο: http://www.ecb.europa.eu/pub/pdf/conrep/ecb.crbg.pdf?ee1c3b309ded218fe2785c36ce4d65ba
European Commission, Directorate-General for Economic and Financial Affairs, 2018. Convergence Report. Στο: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/economy-finance/ip078_en.pdf
ΣΥΜΦΩΝΙΑ της 16ης Μαρτίου 2006 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (2006/C 73/08). Στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32006X0325(01)&from=EL
ΣΥΜΦΩΝΙΑ της 13ης Νοεμβρίου 2014 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ που τροποποιεί τη συμφωνία της 16ης Μαρτίου 2006 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (2015/C 64/01). Στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32015Y0221(01)&from=EN
ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης Αμστερνταμ, 16 Ιουνίου 1997 ( 97/C 236/03 ). Στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:31997Y0802(03)&from=EN

Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .