Σαν σήμερα (3 Μαρτίου με το Νέο ημερολόγιο, 19 Φεβρουαρίου με το Παλαιό ημερολόγιο) το 1878, στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, στο αρχοντικό της οικογένειας Συμαιώνογλου, υπεγράφη η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου (Сан-Стефанский прелиминарный мирный договор) μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία τερμάτισε τον τέταρτο και τελευταίο, για τον 19ο αιώνα, Ρωσοτουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 – Ιανουάριος 1878).
Από όλες τις δυνατές ημερομηνίες που θα μπορούσαν να επιλεγούν ως μια ένδοξη στιγμή – ημέρα συλλογικής μνήμης και εθνικής ανάτασης για τον εορτασμό της εθνικής επετείου της Βουλγαρίας, επιλέγετε η ημερομηνία κατά την οποία δύο εμπόλεμα κράτη συνομολογούν μεταξύ τους μια ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ συνθήκη ειρήνης που ανάμεσα στα άλλα επιχειρεί να επιβάλλει την ίδρυση ενός αυτόνομου πριγκιπάτου της Βουλγαρίας. Όπως είναι γνωστό τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δημιουργήθηκαν μετά από μακρά διαδικασία που εξελίχτηκε από το 16ο ως το 18ο αιώνα. Το 19ο αιώνα μαζί με το κεντρικό κράτος εμφανίστηκε και ένα στοιχειώδες διεθνές σύστημα στο πλαίσιο του οποίου όφειλαν να λειτουργούν τα κράτη. Τη βάση της αποτελούσαν η Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Πρωσία (αργότερα η Γερμανία) και η Ιταλία (από το 1861 και μετά). Το κριτήριο εισόδου στο ολιγαρχικό αυτό κλαμπ, που ονομάστηκε Ευρωπαϊκή Συμφωνία (Concert of Europe), ήταν φυσικά η δύναμη. Στόχος κοινός: η κλειστή και αποκλειστική διαχείριση των διεθνών κρίσεων από συνέδρια των πέντε – έξι, ή – συχνότερα – από τις λεγόμενες πρεσβευτικές διασκέψεις που λάμβαναν χώρα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το 19ο αιώνα πλέον, για να ιδρυθεί ένα καινούργιο κράτος έπρεπε να τύχει διεθνούς αναγνώρισης, δηλαδή συγκατάθεσης.

Φώτο: Η υπογραφή της ρωσοτουρκικής προκαταρκτικής Συνθήκης Ειρήνης του Αγίου Στεφάνου, (19.2/3.3 του 1878), Σόφια, Εθνική βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος». Καθιστοί δεξιά οι συνομολογήσαντες τη συνθήκη, πληρεξούσιοι των αυτοκρατόρων από αριστερά: Σαντουλάχ μπέη, Σαφβέτ πασάς, εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Νικολάι Ιγκνάτιεφ (που υπογράφει) και ο διπλωμάτης Νεντίλοφ εκ μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Πηγή: http://bnr.bg/el/post/100802614
Η Ρωσία με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, επιχειρούσε μονομερώς να επιβάλει την δική της λύση στο Ανατολικό ζήτημα, με κύριο όχημα, τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ήταν όμως κεραυνός εν αιθρία αυτή η επιδίωξη της; Νομίζω πως όχι. Το σχέδιο της Μεγάλης Βουλγαρίας είχε προταθεί από τον Κόμη Ιγκνάτιεφ ήδη στη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης, το Δεκέμβριο του 1876, πριν ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και τότε με την παρέμβαση των άλλων Μεγάλων δυνάμεων «ψαλιδίστηκε» και προτάθηκε ως κοινή θέση στους Οθωμανούς. Επίσης η Ρωσία ήξερε την θέση των υπολοίπων και με έναν από αυτούς – την Αυστροουγγαρία είχαν προχωρήσει, πάλι πριν την έναρξη του πολέμου, σε μυστική συμφωνία, την γνωστή πλέον, συμφωνία του Ράιχσταντ (26 Ιουνίου / 8 Ιουλίου του 1876) που απέτρεπε την δημιουργία μεγάλου βαλκανικού κράτους. Άρα από αυτή την άποψη οι οποιεσδήποτε αποφάσεις και εάν πάρθηκαν, υπό την πίεση των όπλων των νικητών, στον Άγιο Στέφανο, αποτελούσαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Ρώσων που στόχευαν το μείζων για να πάρουν το ελάσσων, όταν θα ερχόταν η ώρα των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Και οι αποφάσεις δεν άργησαν να έρθουν. Δεν είχε ακόμη στεγνώσει το μελάνι της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου και θα ακολουθήσει μετά από τρεις μήνες, το Συνέδριο του Βερολίνου, (1/13 Ιουνίου – 1/13 Ιουλίου 1878) που θα καταλήξει την τελευταία ημέρα των εργασιών του στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης του Βερολίνου. Σε αυτό το Συνέδριο – του Βερολίνου και με αυτή τη Συνθήκη – του Βερολίνου ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστροουγγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία την Ιταλία, τη Ρωσία από τη μία μεριά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την άλλη, χαράχτηκαν τα βαλκανικά σύνορα, που με ελάχιστες τροποποιήσεις θα έμεναν αναλλοίωτα για τα επόμενα περίπου 35 χρόνια. Όμως ο χρόνος για τους Βουλγάρους σταμάτησε στην ημερομηνία 3 Μαρτίου 1878!
Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τη ρώσικη επιβολή της ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου είναι οι Βούλγαροι που βλέπουν ξαφνικά τα πιο τρελά όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά, μιας και η Ρωσία, για δικούς της στρατηγικούς σκοπούς, επιβάλει στους Οθωμανούς να παραχωρήσουν αυτονομία στη Βουλγαρία δίνοντάς της, τις περισσότερες από τις περιοχές που κατείχε την μεσαιωνική περίοδο, την εποχή του Συμεών Α’ (893-927).
Στο θυμικό του Βούλγαρου ίσχυε ότι και στο θυμικό του Έλληνα, του πρώτου διδάξαντα : «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι». Παλιγγενεσία εμείς, παλιγγενεσία και οι Βούλγαροι. Δεν έχουμε μόνο εμείς Κωλέττες και Παπαρρηγόπουλους, έχουν και οι Βούλγαροι. Στην λογική της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στη τουρκοκρατία και στη παλιγγενεσία του έθνους στα νεότερα χρόνια, η λογική της ιστορικής συνέχειας του βουλγαρικού έθνους από τον μεσαίωνα και το Πρώτο Βουλγάρικο Κράτος, στη Βυζαντινοκρατία, και το Δεύτερο Βουλγάρικο Κράτος και από την τουρκοκρατία στη παλιγγενεσία του έθνους έστω, και μέσω της ευγενικής χορηγίας των αδελφών Ρώσων, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Μεγάλη Ιδέα εμείς, Μεγάλη Ιδέα και οι Άλλοι! Η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος έπρεπε να «τεντωθεί» για να καλύψει το αλύτρωτο έθνος – πραγματικό ή φανταστικό. Ο δρόμος της ήταν μακρύς πριν συναντήσει στα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης τους Βούλγαρους. Έπρεπε πρώτα να κατοχυρώσει τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Από την άλλη το βουλγάρικο έθνος ποθούσε στέγη – κράτος και όταν της προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα, έπρεπε να «τεντωθεί» για να καλύψει τα όρια των περίπου 170 000 τ. χλμ. της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Και ενώ φούσκωναν τα πανιά του μεγαλοϊδεατισμού, Ελλήνων και Βουλγάρων, οι Σέρβοι αναπολούσαν την αυτοκρατορία του Στέφανου Δουσάν (1331 – 1355). Να θυμίσουμε ότι μέχρι το 1345 ο Δουσάν, είχε επεκτείνει το κράτος του στο ήμισυ των Βαλκανίων, σε εδάφη περισσότερα τόσο από τη Βυζαντινή όσο και από τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Έτσι στις 16 Απριλίου του 1346 στα Σκόπια έστεψε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα των Σέρβων και των Ελλήνων», τίτλος που υποδήλωνε αξίωση διαδοχής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η τελετή έγινε από τον Σέρβο Πατριάρχη Ιωαννίκιο Β΄, τον Πατριάρχη Βουλγαρίας Συμεών και το Νικόλαο, Αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας. Να λοιπόν άλλος ένας αλυτρωτισμός που θα θελήσει να βάλει κάτω από τις φτερούγες ενός μεγαλύτερου κράτους, τους ομοεθνείς – πραγματικούς ή φανταστικούς. Και το κακό τρίτωσε! Τρεις Μεγάλες Ιδέες θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους (και μεταφορικά και κυριολεκτικά), στα ευρωπαϊκά εδάφη της αποχωρούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με την προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου είχε έρθει η σειρά της Βουλγαρίας να «τεντωθεί» για να καλύψει το αλύτρωτο έθνος – πραγματικό ή φανταστικό μέσα στα 170 000 τ. χλμ. που της παραχωρήθηκαν. Τα επόμενα χρόνια να τι κατάφερε:
Καταρχάς η έκταση της Βουλγαρίας μετά την de facto ένωση στις 6/18 Σεπτέμβρη 1885, (κάθε χρόνο εορτάζεται με το Π. ημερ., ως «Ημέρα της Ένωσης») του αυτόνομου, φόρου υποτελές, Πριγκιπάτου (Ηγεμονίας) της Βουλγαρίας (62 140 τ. χλμ.) με την αυτόνομη Οθωμανική επαρχία της Ανατολικής Ρωμηλίας (35 845 τ. χλμ.) φτάνει τα 97 985 τ. χλμ.
Ένα χρόνο αργότερα (24.3/5.4.1886) με την συμφωνία του Τοπ Χανέ, ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και την Πύλη, ο σουλτάνος αναγνώρισε την Ένωση και τοποθέτησε τον πρίγκιπα της Βουλγαρίας, γενικό διοικητή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Βέβαια, de jure, η Ανατολική Ρωμυλία, παρέμεινε οθωμανική επαρχία. Ανταποδίδοντας η Βουλγαρία παραχώρησε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περιοχή του Κάρντζαλι (1 639 τ. χλμ.). Έτσι στην απογραφή του 1887, η έκταση της Βουλγαρίας ήταν 96 345 τ. χλμ. και ο πληθυσμός της 3 154 375 άτομα, ο οποίος κατοικούσε σε 70 πόλεις και 4 884 χωριά.
Ακολουθεί στις 22.9/5.10.1908 η ανακήρυξη από τον Φερδινάνδο Α’ της Βουλγαρίας, της de jure ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ανακήρυξε επίσης τη Βουλγαρία βασίλειο και ανέλαβε τον τίτλο του τσάρου – σκόπιμη αναφορά στους ηγεμόνες των παλαιότερων βουλγαρικών κρατών. Η Βουλγαρική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας αναγνώσθηκε από τον ίδιο στην Εκκλησία των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στο Τίρνοβο και έγινε αποδεκτή από την Τουρκία και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κάθε χρόνο γιορτάζεται με το Π.ημερ. στις 22 Σεπτεμβρίου, ως «Ημέρα της Ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας».
Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28.7/10.8.1913 (μεταξύ της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου) και με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 16.9/29.9.1913 (μεταξύ της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η Βουλγαρία, αν και ηττημένη, εξήλθε από τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο μετά τις προσθαφαιρέσεις των δύο Βαλκανικών Πολέμων, μεγαλύτερη σε έκταση (111 836 τ. χλμ.) και πληθυσμό 4 875 300 άτομα, μιας και πρόσθεσε νέες εκτάσεις (+23 187 τ.χλμ.) από την Οθωμανική Τουρκία (Δυτική Θράκη, με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης) και χάνοντας την Νότια Ντόμπρουτζα (- 7 696 τ. χλμ.) από την Ρουμανία (με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου).
Θα ακολουθήσει η διορθωτική της Συνθήκης της Κωσταντινούπολης, λεγόμενη Σύμβαση της Σόφιας, που υπογράφει ανάμεσα στην Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Σόφια στις 24.8/6.9.1915 και με την οποία, τα σύνορα της Βουλγαρίας θα μεγαλώσουν επιπλέον κατά 2 566 τ. χλμ., περιλαμβάνοντας το Καραγάτς (Ορεστιάδα), τα Δημοτικά (Διδυμότειχο) και εξ ολοκλήρου τον ποταμό Έβρο με μια λωρίδα γης σε βάθος 2 χιλιομέτρων κατά μήκος της αριστερής του όχθης. Αυτή η σύμβαση θα αποτελέσει μέρος των ανταλλαγμάτων που θα πάρει η Βουλγαρία για να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία). Με την Σύμβαση της Σόφιας, τα σύνορα της Βουλγαρίας θα φτάσουν στη μέγιστη έκταση τους (114 424 τ. χλμ.), με τον πληθυσμό να ανέρχεται σε 4 978 600 άτομα.
Αυτή την φορά η ήττα που θα ακολουθήσει θα συνοδευτεί και με εδαφικές μειώσεις. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοέμβρη 1919), η Βουλγαρία υποχρεωνόταν να εκχωρήσει στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, περιοχή 1021 τ. χλμ., γύρω από την Στρώμνιτσα (Струмица), και περιοχές συνολικής έκτασης 1 545 τ. χλμ. τμημάτων των επαρχιών του Κιουστεντίλ [Кюстендил, με την πόλη Μποσίλεγκραντ (Босилеград)], του Τσάριμπροντ (Цариброд), Τριν (Трън), Κούλα (Кула) και Βίντιν (Видин). Επίσης, υποχεωνόταν να επιστρέψει στη Ρουμανία την Νότια Ντόμπρουτζα (που είχε επανακαταλάβει την περίοδο – Μάιο 1918 μέχρι Νοέμβριο 1919). Σχετικά με τη Δυτική Θράκη, η Βουλγαρία παραιτήθηκε από κάθε αξίωση υπέρ των «Προεχουσών Συμμάχων» δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ιταλίας και των «Συνησπισμένων Δυνάμεων» (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σερβία, Ελλάδα, κ.ά.), ενώ δεσμεύτηκε να αναγνωρίσει και να σεβαστεί τις μελλοντικές τους αποφάσεις. Η περιοχή τέθηκε υπό διασυμμαχικό καθεστώς, το οποίο διήρκησε ως το Μάιο του 1920, οπότε η περιοχή περιήλθε στην ελληνική διοίκηση σύμφωνα με τη συνθήκη του Σαν Ρέμο (Απρίλιος 1920).
Στις 10 Αυγούστου 1920 μαζί με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών υπογράφτηκε και μια συμπληρωματική της προηγηθείσης Συνθήκης του Νεϊγύ, ειδική «Συνθήκη περί Θράκης», με την οποία η κυριαρχία επί της Δυτικής Θράκης μεταβιβάσθηκε από τους Συμμάχους στην Ελλάδα, η οποία μεγάλωσε κατά 8 712 τ. χλμ.
Έτσι ανακεφαλαιώνοντας, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η έκταση της Βουλγαρίας μίκρυνε στα 103 146 τ. χλμ. Αυτή ήταν η έκταση της Βουλγαρίας μέχρι και την 7 Σεπτεμβρίου 1940, όταν υπογράφεται ανάμεσα στην Βουλγαρία και την Ρουμανία η Σύμβαση της Κραϊόβας, στην ομώνυμη πόλη της Ρουμανίας και αποφασίζεται η επιστροφή στην Βουλγαρία των εδαφών της Νότιας Ντόμπρουτζας. Έκτοτε τα σύνορα της Βουλγαρίας παραμένουν στα 110 993 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων 261,4 τ. χλμ. συνοριακών ποταμιών και 101,3 τ. χλμ. συνοριακών (62 ποταμίσιων και 7 θαλάσσιων) νήσων.
Στο θυμικό των Βουλγάρων, τα 170 000 τ.χιλ. του Αγίου Στεφάνου, που οι Ρώσοι κατέκτησαν και επιχείρησαν ανεπιτυχώς να τους τα εκχωρήσουν, με το αζημίωτο βέβαια, θεωρήθηκαν τα πάτρια εδάφη, τα οποία έπρεπε να ανακτηθούν και όχι να λησμονηθούν. Και όπως τότε ο Μεγάλος Αδερφός κατακτητής εκχώρησε εδάφη, το 1941, ένας άλλος Μεγάλος Αδερφός που αυτή τη φορά μιλούσε γερμανικά, θα εγχωρούσε στη σύμμαχο του Βουλγαρία, γιουγκοσλαβικά και ελληνικά εδάφη. Στην συνάντηση που είχε στο Σάλτσμπουργκ στις 3-4 Ιανουαρίου 1941, ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Φίλοφ με τον υπουργό Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας, φον Ρίμπεντροπ, λαμβάνει διαβεβαιώσεις ότι η Βουλγαρία θα πάρει μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας και την Δυτική Θράκη, χωρίς μάλιστα να συμμετάσχει ουσιαστικά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και δίνει την σύμφωνη γνώμη του για την ένταξη της Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο. Έτσι την 1η Μαρτίου 1941, η Βουλγάρικη κυβέρνηση υπογράφει το Τριμερές Σύμφωνο και γίνεται η τέταρτη χώρα μετά την Ουγγαρία, Ρουμανία και την νεοϊδρυόμενη Σλοβακία που προσχωρεί στις δυνάμεις του Άξονα. Δεν ικανοποιείται όμως το αίτημα της να υπογραφεί μυστικό πρωτόκολλο που θα εξασφάλιζε νομικά τις βουλγαρικές διεκδικήσεις και η οριστική επίλυση του «εδαφικού προβλήματος» μετατείθεται για μετά την λήξη του πολέμου. Αυτό που ενδιαφέρει τώρα την Γερμανία είναι να εξασφαλίσει τα μετόπισθεν της κατά την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (την επίθεση ενάντια της Σοβιετικής Ένωσης). Με το βουλγάρικο στρατό σε ρόλο δεσμοφύλακα για την τήρηση της «τάξης και ησυχίας» στις κατειλημμένες από τη Βέρμαχτ περιοχές, η τελευταία θα μπορούσε να απαγκιστρώσει δυνάμεις της από τα Βαλκάνια. Την ημέρα που η Βουλγαρία υπογράφει το Τριμερές Σύμφωνο, η Γερμανία εισέρχεται στο έδαφος της. Τα ξημερώματα στις 6 Απριλίου του 1941, τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στο ελληνικό και γιουγκοσλαβικό έδαφος ταυτόχρονα. Τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου 1941, οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και στις 27 Απριλίου 1941, εισήλθαν στην Αθήνα. Με την κατάληψη και της Κρήτης, την 1η Ιουνίου 1941, ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Ελλάδας.
Η εισβολή του Δεύτερου σώματος στρατού της Βουλγαρίας αρχίζει στις 20 Απριλίου 1941 και μέχρι τις 14 Μαΐου έχει καταληφθεί όλη η παραχωρηθείσα, από τον Φύρερ, περιοχή. Οι Βούλγαροι αναλαμβάνουν την διοίκηση της περιοχής ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα μέχρι την γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σβίλενγκραντ. Με τις σημερινές διοικητικές ονομασίες, πρόκειται για την περιφερειακή ενότητα (νομό) Σερρών (περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας) και ολόκληρη την περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εξαιρουμένου του ανατολικού τμήματος της περιφερειακής ενότητας Έβρου. Το μεγαλύτερο μέρος του νομού Έβρου, μία έκταση 2 800 τ.χιλ., με έδρα την πόλη Διδυμότειχο, θα παραμείνει υπό Γερμανική Διοίκηση έπειτα από Τουρκικές πιέσεις. Στην βουλγαρική ζώνη περνούν και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Τα κατεχόμενα από την Βουλγαρία, ελληνικά εδάφη, θα αποτελέσουν ένα ξεχωριστό διοικητικό τομέα – νομό, αποκαλούμενο Μπελομόριε (Беломорие = Ασπροθάλασσα, «Αιγαιίδα»), με έδρα την Ξάνθη. Ο νομός Μπελομόριε (Беломорска област) χωρίζεται σε 11 επαρχίες (околии) και 116 Δήμους (общини). Η έκταση των κατεχόμενων ελληνικών εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης είναι 12 990 τ.χιλ. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, με απόφαση των γερμανικών αρχών ο βουλγαρικός στρατός προωθείται στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι τον Αξιό, για να φυλάσσει την περιοχή, εξαιρουμένης της Θεσσαλονίκης και μιας έκτασης 20 μιλίων γύρω από αυτήν, αλλά τη διοίκηση εξακολουθούν να την έχουν οι Γερμανοί.
Την επομένη της συνθηκολόγησης της Γιουγκοσλαβίας, στις 18 Απριλίου, ο Μπορίς Γ’ ζητά συνάντηση με τον Χίτλερ κατά την οποία ο Φύρερ συμφωνεί να παραχωρήσει στην Βουλγαρία και την διοίκηση εδαφών της Γιουγκοσλαβίας. Πιο συγκεκριμένα: α) τα εδάφη που είχε εκχωρήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Νεϊγύ στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, τις ονομαζόμενες από τους Βούλγαρους «Δυτικές περιοχές» (Западни покрайнини) β) το μεγαλύτερο μέρος της τότε γιουγκοσλαβικής επαρχίας (Μπανόβινα) του Βαρδάρη και σημερινής Βόρειας Μακεδονίας. Οι αλβανικές περιοχές της Μπανόβινας του Βαρδάρη (Τέτοβο, Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Ντέμπαρ, Στρούγκα και το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης της Οχρίδας και οι Πρέσπες εντάσσονται στην ιταλική ζώνη, ενώ η πόλη Οχρίδα, περιοχή των ανατολικών ακτών της ομώνυμης λίμνης και η πόλη Ρέσεν περνούν υπό την διοίκηση της Βουλγαρίας. Τα κατεχόμενα από την Βουλγαρία, γιουγκοσλαβικά εδάφη διοικητικά χωρίζονται σε δύο νομούς: στο νομό Μπίτολα (Битолска област) με έδρα τη ομώνυμη πόλη και με 6 επαρχίες συνολικής έκτασης 8 645 τ. χιλ. και στο νομό Σκοπίων (Скопска област) με έδρα τα Σκόπια και με 19 επαρχίες, συνολικής έκτασης 15 162 τ. χιλ. Οι «Δυτικές περιοχές» χωρίζονται σε 4 επαρχίες και περνούν στο νομό Σόφιας, ενώ τα χωριά ανατολικά του ποταμού Τίμοκ (Халово, Малки Ясеновец, Големи Ясеновец, Шипиково, Бракевци, Злокукя, Коилово) περνούν στην επαρχία Κούλα του νομού Βράτσα. Οι «Δυτικές περιοχές» έχουν συνολική έκταση 3 368 τ. χιλ. Συνολικά τα κατεχόμενα από την Βουλγαρία γιουγκοσλαβικά εδάφη ανέρχονται σε 27 175 τ. χιλ. Εάν σε αυτά προσθέσουμε και τα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη, τότε τα συνολικά ξένα εδάφη που κατέχουν οι Βούλγαροι ανέρχονται σε πάνω από 40 000 τ. χιλ. Όλα στο όνομα της ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ Συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου και του περιεχομένου της που δεν έγινε αποδεκτό από κανένα, αλλά σύμφωνα με τους Βούλγαρους, τους έδινε το ιερό δικαίωμα να καταπατήσουν αυτά τα εδάφη. Αλλά είπαμε ο χρόνος για τη Βουλγαρία σταμάτησε στην ημερομηνία 3 Μαρτίου 1878!
Από τότε έως σήμερα έχουν περάσει 140 χρόνια και για να μην λησμονηθεί γιορτάζεται. Για να είμαστε ακριβείς τον περισσότερο καιρό γιορτάζονταν, ενώ υπήρχαν και περίοδοι λήθης. Και για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς η 3η Μαρτίου ξεκίνησε από ημέρα επετείου της ενθρόνισης του αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β΄ του Ελευθερωτή ( 1818 – 1881) και κατέληξε σε ημέρα εθνικής επετείου της Βουλγαρίας. Να πως έχει η ιστορία:
Η επιλογή της ημέρας – 19 Φεβρουαρίου (π.ημερ.) για την υπογραφή της συνθήκης δεν ήταν τυχαία. Θα μπορούσε να είχε επιλεγεί μία άλλη ημερομηνία λίγο πριν ή λίγο μετά, μιας και είχε προηγηθεί η συνθήκη ανακωχής της Ανδριανούπολης στις 17/30.1.1878, όπου εκεί ο τουρκική πλευρά είχε κάνει δεκτούς τους όρους του κειμένου «Βάσεις για την Ειρήνη», του ρώσου αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β΄. Το ότι επιλέχτηκε η συγκεκριμένη μέρα έχει τον συμβολισμό της. Αποτελεί «δώρο» από την πλευρά της ρωσικής διπλωματίας προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β΄, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο στις 19 Φεβρουαρίου του 1855 και το 1861 την ίδια ημερομηνία, υπέγραψε το διάταγμα κατάργησης της δουλοπαροικίας. Έτσι για πρώτη φορά το 1880, στο Πριγκιπάτο (Ηγεμονία) της Βουλγαρίας (βουλγαριστί: Княжество България) η 19η Φεβρουαρίου εορτάζεται ως ημέρα ενθρόνισης του αυτοκράτορα που θα ονομαστεί και Αλέξανδρος ο Ελευθερωτής. Ένα χρόνο μετά την δολοφονία του τσάρου Ελευθερωτή, το 1882, το Κρατικό Συμβούλιο του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας εγκρίνει τον «Κατάλογο των αργιών» της χώρας. Εκεί για πρώτη φορά ορίζεται η 19η Φεβρουαρίου ως ημέρα «Σύναψης της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου» (“Заключаването на С. Стефанский договор”). Στον «Κατάλογο των αργιών» από το 1887 θα χαρακτηριστεί ως ημέρα «Απελευθέρωσης της Βουλγαρίας» (“Освобождението на България”). Το 1911 εγκρίθηκε ένας νέος νόμος για τις εορτές και τις αργίες, αλλά η 19η Φεβρουαρίου θα εξακολουθήσει να είναι η ημέρα της «Απελευθέρωσης της Βουλγαρίας». Με την εισαγωγή στη Βουλγαρία του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1916, τα γεγονότα του 19ου και του 20ου αιώνα υπολογίζονται εκ νέου, με την προσθήκη 12 ημερών για τον 19ο αιώνα και 13 ημερών για τον 20ο αιώνα αντίστοιχα. Η 19η Φεβρουαρίου 1878 με το Παλαιό ημερολόγιο, γίνεται 3η Μαρτίου με το Νέο ημερολόγιο. Έτσι για πρώτη φορά η 3η Μαρτίου ως ημέρα της «Απελευθέρωσης της Βουλγαρίας», γιορτάστηκε το 1917 και έκτοτε ανελλιπώς εορταζόταν ως τέτοια μέχρι και το 1949. Το 1950 αφαιρέθηκε από τον «Κατάλογο των αργιών» και τον Οκτώβριο του 1951, καταργήθηκε επισήμως από τον Κώδικα Εργασίας. Το 1978 με την ευκαιρία της 100ής επετείου της Απελευθέρωσης, η 3η Μαρτίου γιορτάστηκε ως επίσημη αργία. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1987, με απόφαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του Υπουργικού Συμβουλίου, η 3η Μαρτίου αποκαταστάθηκε ως επίσημη αργία. Με το Διάταγμα № 236/27.02.1990 του Κρατικού Συμβουλίου, το οποίο επικυρώνεται και από την Εθνοσυνέλευση στις 5 Μαρτίου του ίδιου έτους, η 3η Μαρτίου ανακηρύσσεται εθνική επέτειος και έκτοτε εορτάζεται ως «Ημέρα της Απελευθέρωσης της Βουλγαρίας από τον οθωμανικό ζυγό».

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .