Βούλγαροι – Από πού κρατάει η σκούφια τους; (μέρος τέταρτο). Ψάχνοντας την παλαιά μεγάλη Βουλγαρία του Κουμπράτ στο γεωγραφικό χάρτη

   Όποια υπόθεση και να δεχτούμε για την προέλευση των Προβουλγάρων (βλ. μέρος τρίτο –  Στο λαβύρινθο της βουλγάρικης εθνογένεσης1) οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι στις αρχές  του  7ου αιώνα μ.Χ., έχουν εγκατασταθεί στις περιοχές  που περιβάλλονται βόρεια από τον Καύκασο, ανάμεσα στην Μαύρη Θάλασσα, στην Αζοφική Θάλασσα, και στις εκβολές του ποταμού Ντον, δυτικά,  και στην Κασπία Θάλασσα και στις εκβολές του ποταμού Βόλγα, ανατολικά.

   Κατά τον 4ο και στις αρχές του 5ο αιώνα, μέρος των Προβουλγάρων που ζούσαν στην περιοχή δυτικά του ποταμού Ντον στις βορειοδυτικές ακτές της Αζοφικής Θάλασσας, παίρνουν μέρος στις επιδρομές των Ούννων στην Ευρώπη. Εγκαταστάθηκαν στην Παννονία (στη θέση της σημερινής Ουγγαρίας) και τις πεδιάδες γύρω από τα Καρπάθια. Μετά τον θάνατο του Αττίλα (453 μ.Χ) και την διάλυση της Ουννικής Αυτοκρατορίας του, οι περισσότεροι από αυτούς, μετακινήθηκαν στην Μικρή Σκυθία (σημερινής Ντόμπρουτζα). Εάν εξαιρέσουμε τον Ανώνυμο χρονογράφο του 354, λόγω αμφιβολιών, ως προς την περίοδο συγγραφής του (βλ. μέρος πρώτο, 18.09.2016), οι Βούλγαροι αναφέρονται σε κείμενο απο τον χρονογράφο του 7ου αιώνα, Ιωάννη Αντιοχείας στο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ». Πιο συγκεκριμένα ο χρονογράφος, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Ζήνων (474-491) συμμάχησε με τους Βούλγαρους εναντίον των Γότθων το 480: «Καὶ ἡ τῶν Θευδερίχων συζυγία αὖθις τὰ Ῥωμαίων ἐτάραττε, καὶ τὰς περὶ τὴν Θρᾴκην πόλεις ἐξεπόρθει, ὡς ἀναγκασθῆναι τὸν Ζήνωνα τότε πρῶτον τοὺς καλουμένους Βουλγάρους εἰς συμμαχίαν προτρέψασθαι»2. Από εκείνο το σημείο οι Βούλγαροι εμφανίζονται στις βυζαντινές (Ιωάννης Μαλάλας, Θεοφάνης ο Ομολογητής) και λατινικές πηγές (Magnus Felix Ennodius, Παύλος ο Διάκονος) είτε ως σύμμαχοι είτε ως επιδρομείς που προξενούν καταστροφές στις βαλκανικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.

   Τα υπόλοιπα Προβουλγαρικά φύλα είχαν παραμείνει στις περιοχές βορείως του Καυκάσου. Τη  βουλγαρική παρουσία σε αυτά τα εδάφη πολλοί Βούλγαροι ιστορικοί αναφέρουν3 ότι κατέγραψε τον 6ο αιώνα ο Βυζαντινός αρχιεπίσκοπος Ζαχάριος ο Ρήτορας ή Σχολαστικός (περ. 465 – 536). Ο εκκλησιαστικός ιστορικός  συνέθεσε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων και την «Εκκλησιαστική ιστορία», η οποία ολοκληρώθηκε περίπου το 518 και περιέχει πολύτιμα ιστορικά δεδομένα της περιόδου 451-491. Το αυθεντικό χειρόγραφο έχει χαθεί αλλά μας σώζεται ένα κατατετμημένο Συριακό αντίγραφο (του 555) που περιελήφθη στο δωδεκάτομο έργο  ενός μονοφυσίτη μοναχού από την Άμιδα. Σε αυτό το αντίγραφο υπάρχει και ένας πίνακας με λαούς που κατοικούσαν βόρεια και νότια του Καύκασου. Εκεί ανάμεσα σε 13 Ουννικούς λαούς αναφέρονται και οι «Βούργαροι» που ζούσαν απέναντι από τις πύλες της Κασπίας στην περιοχή που έπειτα θα κτισθεί η πόλη Ντερμπέντ στο σημερινό Νταγκεστάν. Ήταν παγανιστές και είχαν τη δική τους γλώσσα, κατοικούσαν σε σκηνές (γιουρτ) και ζούσαν με το κρέας από τα κοπάδια τους και με ψάρια και άγρια θηρία και από τον πόλεμο. Το ορθό λοιπόν όπως αναφέρει ο πατριάρχης της Βουλγάρικης ιστοριογραφίας Β. Ζλατάρσκι είναι να αποδίδουμε την πληροφορία αυτή στον Σύριο χρονογράφο που συνέθεσε την συλλογή, μέρος της οποίας αποτελεί η «Εκκλησιαστική ιστορία»4.

   Σύμφωνα με τον Β. Ζλατάρσκι, κατά τον 6ο αιώνα είχαν επικρατήσει δύο Προβουλγαρικές φυλές που δημιούργησαν η καθεμία την δική της στρατιωτική ένωση που έδωσε και το όνομα στην οντότητα: οι  Κουτρίγουροι και οι  Ουτίγουροι. Οι Κουτρίγουροι είχαν εγκατασταθεί δυτικά της Αζοφικής θάλασσας και του ποταμού Ντον, ενώ οι Ουτίγουροι, ανατολικά. Την ίδια περίοδο οι κύριες δυνάμεις στις νοτιορωσικές στέπες, κοντά στις περιοχές των όρων του βόρειου Καυκάσου που κατοικούνταν και από Προβουλγαρικές φυλές, ήταν το Χαγανάτο των Αβάρων και το Χαγανάτο των Δυτικών Τούρκων. Την περίοδο 558-562 οι Άβαροι με την βοήθεια και των Κουτρίγουρων υποτάσσουν τους Ουτίγουρους και προελαύνουν δυτικά. Για δεύτερη φορά Προβούλγαροι (Κουτρίγουροι) θα εγκατασταθούν σε περιοχές της Παννονίας. Μάλιστα  τους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της ξεχωριστής γλώσσας, θρησκείας και τρόπου ζωής. Από εκεί θα συμμετέχουν μαζί με Αβάρους σε επιθέσεις ενάντια του Βυζαντίου, ενώ το 569 μ.Χ ορισμένοι από αυτούς θα ακολουθήσουν τους εκτοπισμένους από τους Αβάρους, Λογγοβάρδους, στις επιδρομές τους, σε περιοχές της Βόρειας Ιταλίας. Οι Ουτίγουροι και οι υπόλοιπες Προβουλγάρικες φυλές που είχαν παραμείνει στα βόρεια και ανατολικά της Μαύρης και της Αζοφικής Θάλασσας στα τέλη του 6ου αιώνα κατακτήθηκαν από το Χαγανάτο των Τούρκων. Το απέραντο Χαγανάτο το 603 μ.Χ διασπάται σε Ανατολικό και Δυτικό. Το Χαγανάτο των Δυτικών Τούρκων ξεκινά από την Αζοφική θάλασσα και τον ποταμό Ντον και φτάνει μέχρι την οροσειρά  Τιέν Σαν και την βορειοανατολική Ινδία. Σε αυτό το Χαγανάτο ενσωματώνονται πλέον  τα εδάφη όλων των Προβουλγάρικων  φυλών του Καυκάσου. Από τότε σύμφωνα με τον ιστορικό  Ράνσιμαν5 δεν γίνεται πλέον καμία αναφορά στους Ουτίγουρους, ενώ εμφανίζεται μια καινούργια ονομασία: οι Ονογούροι  ή Ουν(ν)ογοντούροι. Σύμφωνα με τον Ράνσιμαν μάλλον γίνεται λόγος για την φυλή από την οποία προέρχεται η πατριά Ντούλο (Дуло), που συναντάμε στον «Κατάλογο ονομάτων»6. Ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄ στην «Ιστορία σύντομος από της Μαυρικίου Βασιλείας» αναφέρεται στην εξέγερση που οργάνωσε ο Κούβρατος (ή Κουμπράτ, όπως επικράτησε να ονομάζεται στην Βουλγάρικη ιστοριογραφία), το 632, με σκοπό την αποτίναξη της εξάρτησης  από τους Δυτικούς Τούρκους (άν και ο χρονογράφος αναφέρεται λανθασμένα στο χαγανάτο των Αβάρων7): «Ὑπὸ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐπανέστη Κούβρατος ὁ ἀνεψιὸς Ὀργανᾶ ὁ τῶν Οὐνογουνδούρων κύριος τῷ τῶν Ἀβάρων χαγάνῳ, καὶ ὃν εἶχε παρ’ αὐτοῦ λαὸν περιυβρίσας ἐξεδίωξε τῆς οἰκείας γῆς.»8. Ο Κουμπράτ έθεσε την αρχή μιας στρατιωτικο-φυλετικής ένωσης που τον πυρήνα της οι Βυζαντινοί θα ονομάσουν «παλαιά μεγάλη Βουλγαρία».

                                                                                                                                Χάρτης 1

1

   Αν και η γεωγραφική οριοθέτηση της στρατιωτικο-φυλετικής ένωσης και της «παλαιάς μεγάλης Βουλγαρίας» υπό την ηγεμονία του Κουμπράτ πρέπει να στηρίζεται στις γραπτές πηγές, όσο ελειπείς και ελάχιστες να είναι, μόνο στο ίντερνετ, καταμέτρησα 35 διαφορετικούς χάρτες, με 35 προτεινόμενες γεωγραφικές θέσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων, δεν στηρίζονται πραγματικά στα κείμενα των πηγών!!!  Και ποια είναι τα κείμενα; Για την περίοδο του 7ου αιώνα, βασικά δύο: η «Ιστορία σύντομος από της Μαυρικίου Βασιλείας» του Νικηφόρου Α΄ και η «Χρονογραφία» του Θεοφάνη του Ομολογητή.

   Ο Νικηφόρος Α’ στην Ιστορία συντόμος αναφέρει: «Περὶ τὴν Μαιῶτιν λίμνην κατὰ τὸν Κώφινα ποταμὸν καθίσταται ἡ πάλαι καλουμένη μεγάλη Βουλγαρία καὶ οἱ λεγόμενοι Κότραγοι, ὁμόφυλοι αὐτῶν καὶ οὗτοι τυγχάνοντες.»9. Ο δε Θεοφάνης Ομολογητής, στην  Χρονογραφία του επίσης οριοθετεί την παλαιά μεγάλη Βουλγαρία «τῶν Οὐννογουνδούρων Βουλγάρων καὶ Κοτράγων», από την περιοχή της Μαιώτιδας λίμνης (θάλασσα του Αζόφ) μέχρι τις εκβολές του ποταμού Κούφιν (Κουμπάν): «ἀπὸ δὲ τῆς αὐτῆς λίμνης ἐπὶ τὸν λεγόμενον Κοῦφιν ποταμόν, ἔνθα τὸ ξυστὸν ἀγρεύεται Βουλγαρικὸν ὀψάριν, ἡ παλαιὰ Βουλγαρία ἐστὶν ἡ μεγάλη, καὶ οἱ λεγόμενοι Κότραγοι ὁμόφυλοι αὐτῶν καὶ οὗτοι τυγχάνοντες»10.

                                                                                                                                       Χάρτης  2                                       2

   Πρώτος ο Β. Ζλατάρσκι παρατήρησε την ομοιότητα των δύο κειμένων και υπέθεσε, ότι οι δύο χρονογράφοι αντλούν τις αναφορές τους από το ίδιο προγενέστερο κείμενο11. Πιο είναι αυτό, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος (Βούλγαροι – Από πού κρατάει η σκούφια τους; /18.09.2016) δεν μας είναι γνωστό12.

   Σε κάθε περίπτωση η «παλαιά μεγάλη Βουλγαρία» θεωρούνταν «παλαιά» και «μεγάλη» σε σχέση με την σύγχρονη των χρονογράφων, «Βουλγαρία του Δούναβη». Επιπλέον ο χαρακτηρισμός «μεγάλη», θα πρέπει να αποδίδεται στα βουλγαρικά επακριβώς ως «голяма». Οι περισσότεροι Βούλγαροι ιστορικοί, αρχής γενομένης από τον Ζλατάρσκι (με λιγοστές εξαιρέσεις ανάμεσα στις οποίες ο Μπούρμοφ, ο Γκιουζέλεφ, ή ο νεότερος Ν. Χρισίμοφ13) προσδίδουν ποιοτικό (πολιτικο-οικονομικό και πολιτιστικό) χαρακτήρα στην έννοια «μεγάλη» και την μεταφράζουν ως «Велика». Να μεταφραστεί η Μεγάλη Βρετανία ως «Великобритания» και όχι ως  «Голяма Британия» είναι σωστό γιατί ήταν «Велика» και σε μέγεθος (ποσοτικά) αλλά κυρίως ως πολιτικοοικονομική δύναμη (ποιοτικά). Η «μεγάλη Βουλγαρία» που αναφέρουν οι δύο χρονογράφοι δεν έχει να δείξει τίποτα Μεγάλο – Ένδοξο, για να μεταφραστεί ως «Велика». Από την άλλη ποτέ δεν θα χαρακτήριζαν δύο βυζαντινοί χρονογράφοι οποιοδήποτε χαγανάτο ως «μεγάλο», εννοώντας «ένδοξο», γιατί και υποκειμενικά (από την δική τους στρατευμένη θέση) αλλά και αντικειμενικά, η μοναδική μεγάλη αυτοκρατορία ήταν η  Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Να ένα παράδειγμα «εντεταλμένης αποστολής» στο όνομα της εθνικής ανύψωσης, από τους κατά τα άλλα, πολύ καλούς Βούλγαρους μεταφραστές – ιστορικούς των πηγών.

   Όπως  σωστά παρατηρεί ο ιστορικός Π. Πετρόφ και οι δύο χρονογράφοι όταν μιλούν για την στρατιωτικο-φυλετική ένωση του Κουμπράτ, ξεχωρίζουν μέσα σε αυτήν δύο γεωγραφικές περιοχές: την παλαιά μεγάλη Βουλγαρία των Ουννογουνδούρων  Βούλγαρων και τη περιοχή που ζούσαν οι ομόφυλοί τους Κότραγοι: «Για τον λόγο αυτό το ζήτημα των συνόρων της Προβουλγαρικής φυλετικής ενώσεως της οποίας ηγείται ο Κουμπράτ θα πρέπει να εξετάζεται σαν κάτι μεγαλύτερο από την Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία.»14 Σύμφωνα με τον Π. Πετρόφ τα σύνορα αυτής της ένωσης δε θα πρέπει να θεωρούνται σταθερά, μέσα στο χρόνο: «Σε καθε περίπτωση αρχικά αυτή η ένωση εμφανίστηκε στα εδάφη που κατείχαν αρχικά το Χαγανάτο των Δυτικών Τούρκων…. και εφόσον τα δυτικά σύνορα αυτού του Χαγανάτου έφταναν τον Καύκασο, την Μαύρη και Αζοφική θάλασσα και τον ποταμό Ντον, σε αυτή την πιο δυτική πλευρά θα πρέπει να δημιουργήθηκε η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία. Με άλλα λόγια αυτή αποτέλεσε εκείνο τον βασικό πυρήνα γύρω απο τον οποίο ενώθηκαν και άλλα φύλα και αποτέλεσαν την Προβουλγαρική φυλετική ένωση κατά την περίοδο της μέγιστης ισχύος της»15.

   Σχετικά με τα σύνορα της στρατιωτικο-φυλετικής ένωσης του Κουμπράτ, η οριοθέτηση που κάνει ο Θεοφάνης είναι πιο αναλυτική από εκείνη του Νικηφόρου Α’. Στην  Χρονογραφία του αναφέρει:  «ἀναγκαῖον δὲ εἰπεῖν καὶ περὶ τῆς ἀρχαιότητος τῶν Οὐννογουνδούρων Βουλγάρων καὶ Κοτράγων. ἐν τοῖς ἀρκτῴοις περατικοῖς μέρεσι τοῦ Εὐξείνου πόντου, ἐν τῇ λεγομένῃ Μαιώτιδι λίμνῃ, εἰς ἣν εἰσάγεται ποταμὸς μέγιστος ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῦ καταφερόμενος διὰ τῆς τῶν Σαρματῶν γῆς, λεγόμενος Ἄτελ, εἰς ὃν εἰσάγεται ὁ λεγόμενος Τάναϊς ποταμὸς καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν Ἰβηρίων πυλῶν ἐξερχόμενος τῶν ἐν τοῖς τοῖς Καυκασίοις ὄρεσιν, ἀπὸ δὲ τῆς μίξεως τοῦ Τάναϊ καὶ τοῦ Ἄτελ, (ἄνωθεν τῆς προλεχθείσης Μαιώτιδος λίμνης σχιζομένου τοῦ Ἄτελ) ἔρχεται ὁ λεγόμενος Κοῦφις ποταμός, καὶ ἀποδίδει εἰς τὸ τέλος τῆς Ποντικῆς θαλάσσης πλησίον τῶν Νεκροπήλων εἰς τὸ ἄκρωμα τὸ λεγόμενον Κριοῦ Πρόσωπον. ἀπὸ δὲ τῆς προσημανθείσης λίμνης ἴσα ποταμῷ θάλασσα, καὶ εἰσάγεται εἰς τὴν τοῦ Εὐξείνου πόντου θάλασσαν διὰ τῆς γῆς Βοσφόρου καὶ Κιμμερίου, ἐξ οὗ ποταμοῦ ἀγρεύεται τὸ λεγόμενον μουρζοῦλιν καὶ τὰ τούτου ὅμοια, καὶ εἰς μὲν τὰ πρὸς ἀνατολὴν μέρη τῆς προκειμένης λίμνης ἐπὶ Φαναγουρίαν καὶ τοὺς ἐκεῖσε οἰκοῦντας Ἑβραίους παράκεινται ἔθνη πλεῖστα·»16.

  Η περιγραφή του Θεοφάνη, έχει πολλές γεωγραφικές ανακρίβειες, σχετικά με τις συντεταγμένες των τριών ποταμών (Άτελ, Τάναϊς και Κούφις). Σύμφωνα με τον χρονογράφο ο ποταμός Άτελ (Βόλγας), πηγάζει απο τον Καύκασο και εκβάλλει στην Αζοφική θάλασσα «τῇ λεγομένῃ Μαιώτιδι λίμνῃ», ενώ το ορθό είναι ότι πηγάζει από τους Λόφους Βαλντάι, βορειοδυτικά της Μόσχας, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, κάτω από το Άστραχαν. Ο δε Τάναϊς (Ντόν) δεν πηγάζει απο τον Καύκασο, ούτε αποτελεί παραπόταμο του Βόλγα «εἰς ὃν εἰσάγεται ὁ λεγόμενος Τάναϊς ποταμὸς», όπως αναφέρει ο χρονογράφος. Πηγάζει κοντά στην σημερινή πόλη Νοβομοσκόφσκ, (ΝΑ της Μόσχας) και εκβάλλει στη Αζοφική Θάλασσα. Επίσης ο ποταμός Άτελ δεν χωρίζεται στα δύο κάπου πάνω απο την θάλασσα του Αζόφου – εδώ ο χρονογράφος μάλλον εννοεί τον ποταμό Ντον (Τάναϊς), ο οποίος στο σημείο της μέγιστης ανατολικής απόκλισής του κοντά στην περιοχή του σημερινού Βόλγογκραντ πλησιάζει πολύ τον ποταμό Βόλγα, πρίν αλλάξει και πάλι πορεία, προς τα νοτιοδυτικά αυτή τη φορά.  Επίσης ο ποταμός Κούφις (Κουμπάν) δεν πηγάζει απ’ αυτή την θέση «ἀπὸ δὲ τῆς μίξεως τοῦ Τάναϊ καὶ τοῦ Ἄτελ, (ἄνωθεν τῆς προλεχθείσης Μαιώτιδος λίμνης σχιζομένου τοῦ Ἄτελ) ἔρχεται ὁ λεγόμενος Κοῦφις ποταμός», αλλά απο τον Καύκασο, ενώ είναι αδύνατον να εκβάλλει «εἰς τὸ τέλος τῆς Ποντικῆς θαλάσσης πλησίον τῶν Νεκροπήλων εἰς τὸ ἄκρωμα τὸ λεγόμενον Κριοῦ Πρόσωπον», καθώς η περιοχή αυτή βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Κριμαϊκής Χερσονήσου. Ο Κουμπάν από τον Καύκασο, με κατεύθυνση βόρεια, διαρρέει την σημερινή Δημοκρατία των Καρατσάι – Τσερκεσίων και το Κράι Σταυρούπολης, μέχρι την πόλη Νεβινομίσκ. Απο εκεί συνεχίζει βορειοδυτικά στην περιοχή του Κράι Κρασνοντάρ, μέχρι το ύψος του χωριού Ντουχόβσκι, όπου η πορεία του γίνεται δυτική, μέχρι τις εκβολές του. Ο Κουμπάν στο κάτω μέρος του σχηματίζει και τα βόρεια σύνορα της Δημοκρατίας της Αντιγκέα, με το Κρασνοντάρ. Στις εκβολές του στο παρελθόν δημιουργούσε ένα δέλτα από πολλούς βραχίονες, οι περισσότεροι εκ των οποίων  είχαν στόμια, στις νοτιοανατολικές όχθες της Αζοφικής και ορισμένοι, στην Μαύρη θάλασσα. Σήμερα με την αλλαγή του γεωφυσικού ανάγλυφου, οι κύριοι βραχίονες του εναπομείναντα δέλτα (Προτόκα, Πετρουσίνσκι), εκβάλλουν στην Αζοφική θάλασσα, ενώ ο βραχίονας Σταρ (Παλαιός) Κουμπάν, εκβάλλει στην Μαύρη θάλασσα.

                                                                                                                                  Χάρτης 3

3

  Εκτός από την γεωγραφική οριοθέτηση της ηγεμονίας του Κουμπράτ που δίνουν οι δύο Βυζαντινοί χρονογράφοι, η βουλγάρικη ιστοριογραφία χρησιμοποιεί και μία τρίτη πηγή, αυτή την φορά αρμένικη. Πρόκειται για την «Γεωγραφία», του Αρμένιου μαθηματικού, γεωγράφου και φιλόσοφου του 7ου αιώνα, Ανανία του Σιράκ ή Ανανία Σιρακατσί (610 – 685). Ο Αρμένιος χρονογράφος τοποθετεί τους Βούλγαρους στα βόρεια της Ασιατικής Σαρματίας και κάνει λόγο για τέσσερα διπλά ονόματα φύλων, ανάλογα με τα ονόματα των ποταμών όπου οι Βούλγαροι ζούσαν ή από όπου προέρχονταν: Kupi-Bulgar, Duchi-Bulkar, Oghondor (Olhontor)-blkar, Chdar-Bolkar. Σύμφωνα με τον Ι. Μάρκβαρτ και τον Φρ. Βέστμπεργκ, το πρώτο όνομα θυμίζει το όνομα του ποταμού Κουμπάν (Kufis), ενώ το δεύτερο σύμφωνα με τον Μάρκβαρτ θα πρέπει να διαβάζεται «Kuchi» και όχι «Duchi» που παραπέμπει στους «Κότραγους» του Θεοφάνη και του Νικηφόρου Α’. Ο Βέστμπεργκ πιστεύει ότι θα πρέπει να αποδίδεται ως «Kοcho», όπως στην ίδια Γεωγραφία, ονομάζεται ο Δνείπερος. Το τρίτο όνομα «Oghondor (Olhontor)-blkar» ο Μάρκβαρτ, ο Πατκάνοφ και ο Βέστμπεργκ το συνδέουν με τον Βόλγα και τους Ονόγουρους-Βούλγαρους που ζούσαν στα ανατολικά της Αζοφικής Θάλασσας και που ήταν επίσης γνωστοί ως Ουννογούνδουροι. Για το τέταρτο φύλο ο Βέστμπεργκ συμπερασματικά το τοποθετηθεί στην περιοχή του ποταμού Ντον, εφόσον τα τρία πρώτα συνδέονται με τον Κουμπάν, το Δνείπερο και τον Βόλγα. Φαίνεται πως αυτή η «δημιουργική μετάφραση και προσαρμογή» ικανοποιεί την Βουλγάρικη ιστορική κοινότητα και στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρεται ως κύρια πηγή για τον γεωγραφικό προσδιορισμό των Βουλγάρικων φύλων κατά τον 7ο αιώνα. Ευτυχώς που υπάρχουν και κριτικές τοποθετήσεις όπως εκείνη του Β. Ζλατάρσκι17 και του Ρ. Ράσεφ18 που σώζουν τα προσχήματα. Εγώ θα πρότεινα στους πιο απαιτητικούς αναγνώστες να αρκεστούν στους γεωγραφικούς προσδιορισμούς που δίνουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι Θεοφάνης και Νικηφόρος Α’. Για αυτούς που διαθέτουν πολύ φαντασία ας προσθέσουν και τις μαρτυρίες της Γεωγραφίας  του Ανανία Σιρακατσί.

  Σε κάθε περίπτωση με βάση τους δύο Βυζαντινούς χρονογράφους η στρατιωτικο-φυλετική ένωση του Κουμπράτ εκτεινόταν στα νότια μέχρι την Αζοφική  και την Μαύρη Θάλασσα (χωρίς την νότια Κριμαία), στα βόρεια μέχρι το ποταμό Ντονέτσκ, ανατολικά  έφτανε μέχρι το ποταμό Κουμπάν, ενώ στα δυτικά μέχρι το ποταμό Δνείπερο. Βέβαια δεν λείπουν και οι τοποθετήσεις ιστορικών όπως εκείνη του «τηλεοπτικού αστέρα» Μπ. Ντιμιτρόφ που ενώ υποτίθεται ότι ξεσκεπάζει μύθους μέσα στο βιβλίο του «12 мита в българската история», ο ίδιος δημιουργεί καινούργιους, όπως με το να δηλώνει χωρίς να στηρίζεται σε καμία πηγή ότι τα δυτικά σύνορα της «Μεγάλης (Ένδοξης) Βουλγαρίας» (Велика България), έφταναν μέχρι τα Καρπάθια όρη περιλαμβάνοντας τις σημερινές περιοχές της Βλαχίας, Μολδαβίας και Δυτικής Ουκρανίας!!! Σύμφωνα με τον Ντιμιτρόφ από το 635 το κράτος του Κουμπράτ συνορεύει με το Βυζάντιο στον Κάτω Δούναβη19.

  Μιας και αναφερόμαστε σε μύθους, υπάρχει και εκείνος που λέει ότι η πόλη Φαναγορεία, κοντά στην Κριμαία ήταν η πρωτεύουσα του κράτους του Κουμπράτ. Ιστορικοί όπως ο Κ.Π.Πατκάνοφ (ήταν ο πρώτος), ο Π. Πετρόφ , ο Μπ. Ντιμιτρόφ, ο Ν. Μέρπερτ, η Β. Μουταφτσίεβα, υποστηρίζουν αυτό τον μύθο20. Η γνωστή ιστορικός και μετέπειτα ακαδημαϊκός, Β. Μουταφτσίεβα μάλιστα, ως σεναριογράφος της πρώτης μεγάλης κινηματογραφικής σειράς ιστορικών ταινιών, το 1981, της τριλογίας «χαν Ασπαρούχ», ονομάζει το πρώτο μέρος: «Φαναγορεία». Εκεί δραματουργική αδεία, δόθηκε η υπερβολή που ήταν αναγκαία στα πλαίσια του εορτασμού των 1300 χρόνων (681 – 1981) από την ίδρυση του «Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους». Να μην ξεχνάμε ότι την εποχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τέτοιου ειδούς παραγωγές ήταν κρατικές παραγγελίες21. Ευτυχώς που τις περισσότερες φορές η ιστορία γράφεται από ιστορικούς που μελετούν τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα και «λογοδοτούν στην επαγγελματική τους ακεραιότητα και συνείδηση» και όχι από ιστορικούς που «δημιουργούν» ιστορία κατά παραγγελία ή/και για να εξυψώσουν το εθνικό τους φρόνημα. Πραγματικά είναι να απορείς και να απογοητεύεσαι  από ιστορικούς όπως ο Π. Πετρόφ όταν για παράδειγμα γράφει: «Ο Θεοφάνης αναφέρει το όνομα ενός μονάχα κατοικήσιμου χώρου στην περιγραφή του – την Φαναγορεία. Όπως είναι φανερό, στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για την πρωτεύουσα, την κύρια πόλη της Προβουλγαρικής φυλετικής ένωσης»22. Επειδή λοιπόν ο Θεοφάνης δεν αναφέρει άλλη πόλη εκτός την Φαναγορεία, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή ήταν και η πρωτεύουσα !!! Ο Θεοφάνης αναφέρει την Φαναγορεία γιατί ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς ως η μεγαλύτερη σε έκταση ελληνική αποικία στη περιοχή κατά το παρελθόν. Σύμφωνα με τα κεραμικά ευρήματα, η Φαναγορεία ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., από κατοίκους των Αβδήρων με καταγωγή από την Τέω. Παρ΄ ό,τι οι αναφορές στις γραπτές πηγές δεν είναι πολλές, και συνεπώς οι πληροφορίες μας για την πόλη στηρίζονται κυρίως στα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο ο Εκαταίος ο Μιλήσιος όσο και ο Στράβων αναφέρονται στην τοποθεσία και την εμπορική δραστηριότητά της. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η Φαναγορεία ενώθηκε με το Παντικάπαιο και άλλες πόλεις των χερσονήσων Κερτς και Ταμάν και σχημάτισαν το βασίλειο του Βοσπόρου, το οποίο κυβέρνησαν πρώτα οι Αρχαιανακτίδες και στη συνέχεια οι Σπαρτοκίδες. Κατά τον 3ο και 4ο μ.Χ. αώνα, η πόλη παρήκμασε οικονομικά, και τελικά έπεσε στα χέρια των Ούννων23.

                                                                                                                                 Χάρτης 4

4

  Ο διάσημος Βούλγαρος αρχαιολόγος Ρ. Ράσεφ τονίζει ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν εκεί δεν έχουν φέρει στο φως στοιχεία του 7ου αιώνα, που να τα συνδέουν με τους Προβούλγαρους και τον Κουμπράτ. Και συνεχίζει ο Ράσεφ: «Έχοντας υπόψιν τον τρόπο ζωής του πληθυσμού της Μεγάλης Βουλγαρίας πρέπει να υποθέσουμε ότι η «πρωτεύουσα» του Κουμπράτ δεν διαφέρει από τα κέντρα όλων εκείνων των φύλων της στέπας, ο πληθυσμός των οποίων, μετακινούνταν με τα κοπάδια του, ανάλογα με τις εποχές. Μάλλον υπήρχαν δύο διοικητικά κέντρα – χειμερινό κάπου στα παράλια της Μαύρης ή της Αζοφικής θάλασσας (αλλά όχι και στην απομονωμένη χερσόνησο του Ταμάν στην Φαναγορεία), και ένα καλοκαιρινό προς τα βόρεια σύνορα της στέπας. Που ακριβώς όμως βρίσκονταν δεν μας είναι γνωστό»24. Ο ιστορικός Ιβάν Μπόγκντανοφ επίσης ξεκάθαρα αναφέρει: «Να υποστηρίζεται ότι η αρχαία ελληνική πόλη Φαναγορεία στη χερσόνησο του Ταμάν είναι η κεντρική πόλη της Μεγάλης Βουλγαρίας, δεν έχει βάση. Εκτός του ότι βρίσκεται, από στρατηγικής απόψεως, σε πολύ μειονεκτική θέση, αυτή η πόλη δεν παρέχει ζωντανή επαφή με την τεράστια έκταση της Μεγάλης Βουλγαρίας. Πιθανότατα ο χαν Κουμπράτ  στρατοπέδευε κάπου στην κοιλάδα του ποταμού Κούφι ή στους πρόποδες των Ιππικών όρων. Η καθημερινή ζωή των Προβουλγάρικων φυλών της Αζοφικής δεν σχετίζεται με την θάλασσα, αλλά με τις στέπες και όχι τα πλοία, αλλά τα άλογα είναι τα μέσα της μάχης τους. Δεν είναι τα πέτρινα ντουβάρια της Φαναγορείας που αγαλλιάζουν την καρδία του χαν Κουμπράτ και των συμπατριωτών του, αλλά οι απέραντες στέπες. Και αν μερικοί από αυτούς κατέβουν στους Έλληνες αποίκους της Φαναγορείας για να ανταλλάξουν δέρματα και ζώα με όπλα και υφάσματα, βιάζονται να επιστρέψουν στις στέπες τους.»25

  Αφού εξεδίωξε τον στρατό των Δυτικών Τούρκων απο τα εδάφη του, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Α΄, ο Κουμπράτ, έστειλε απεσταλμένους στον Ηράκλειο και σύναψαν μεταξύ τους ειρήνη, το 635, την οποία «διατήρησαν μέχρι  το τέλος της ζωής τους», ο δε Ηράκλειος «του έστειλε δώρα και τον τίμησε με τον τίτλο του πατρίκιου»26. Για την περίοδο διακυβέρνησης του Κουμπράτ, άλλες μαρτυρίες από τον Θεοφάνη και τον Νικηφόρο Α’, δεν έχομε. Όπως όμως αναφέραμε στο δεύτερο μέρος27 πολλοί ιστορικοί όπως οι: Μαρκβάρτ, Ζλατάρσκι, Αρταμόνοφ, Μπεσεβλίεφ, Πετρόφ, Βενεντίκοφ, Μοσκόφ, επικαλούνται την μαρτυρία που δίνει ο επίσκοπος Ιωάννης Νικίου, στην χρονογραφία του «Παγκόσμιον χρονικόν» για την βάπτιση του Κουμπράτ, την σχέση του με τον Ηράκλειο και την ανάμιξη του στα δρώμενα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου. Ο Μαρκβάρτ ισχυρίζεται ότι ο Κετράντες, οι Μουτάνες και ο Κερνάκα, που αναφέρει ο επίσκοπος Ιωάννης Νικίου, στο Παγκόσμιον χρονικόν, είναι ο Κοβράτος, οι Ούννοι και ο Οργανάς, αντίστοιχα, που αναφέρει ο Νικηφόρος Α΄ στην Ιστορία σύντομος. Σύμφωνα με τον  Μαρκβάρτ έχουν άλλα ονόματα, λόγω της μεταγραφής τους, από την μία γραπτή γλώσσα σε διαδοχικά άλλες γλώσσες. Να θυμίσουμε ότι, το κείμενο του Ιωάννη Νικίου, σώζεται στην αιθιοπική γλώσσα, και αποτελεί μετάφραση του κειμένου από την αραβική, που με την σειρά της είναι μετάφραση από το ελληνικό κείμενο, που ίσως με την σειρά του να αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου, μάλλον από την κοπτική γλώσσα. Ποια είναι όμως τα γεγονότα που εξιστορεί ο  Ιωάννης Νικίου; Ο χρονογράφος αναφέρεται στα γεγονότα του 641, μετά τον θάνατο του Ηράκλειου και την προσπάθεια να κρατήσει την εξουσία μόνος του, ο δευτερότοκος γιος του, ο Ηρακλωνάς, γιος της δεύτερης συζύγους του, της Μαρτίνας. Σύμφωνα με τον χρονογράφο οι κάτοικοι της Πόλης πίστευαν ότι αυτός που βοηθά την Μαρτίνα και τον 15χρονο γιο της, δεν είναι άλλος από τον Κετράντες, βασιλιά των Μουτάνες, ανιψιό (από την πλευρά της μητέρας), του Κερνάκα, ο οποίος ήταν βαπτισμένος ήδη απ’ τα παιδικά του χρόνια και είχε μεγαλώσει στην αυλή του αυτοκράτορα. Αυτός λοιπόν συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ηράκλειο και συνέχισε να στηρίζει την σύζυγο του, Μαρτίνα και τα παιδιά που είχε αποκτήσει από εκείνη και μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το 641. Υπάρχουν βέβαια και ερευνητές, όπως οι: Μπούρμοφ, Σμιρνόφ, Μπαλάστσεφ, που δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη και θεωρούν ότι η εξιστόρηση του Ιωάννη Νικίου δεν αφορά τους Βουλγάρους Κοβράτο και Οργανά. Ακόμη και να δεχτούμε ότι η εξιστόρηση αναφέρετε στους Βούλγαρους ηγεμόνες, για την περίοδο της ηγεμονίας του Κουμπράτ δεν έχομε άλλα στοιχεία. Η τελευταία πληροφορία που δίνουν ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος Α’ και αφορά σίγουρα τον Κουμπράτ, είναι η λεγόμενη πολιτική διαθήκη του, με την οποία θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο.

Σημειώσεις 

  1. Βλ. Βούλγαροι – Από πού κρατάει η σκούφια τους; (μέρος τρίτο). Στο λαβύρινθο της βουλγάρικης εθνογένεσης. Στο:https://wordpress.com/post/petinakis.wordpress.com/138
  1. Βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ, σ. 82
  2. Βλ. Василев, В., 2009г, 207,
  3. Βλ. Златарски, В., 2007г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852), σ. 72
  4. Βλ. Runciman, S., 1993, σσ. 33-34
  5. Βλ. Βλ. Βούλγαροι – Από πού κρατάει η σκούφια τους; (μέρος δεύτερο). Κατάλογος (Μητρώο) ονομάτων των Βουλγάρων Ηγεμόνων. Στο: https://petinakis.wordpress.com/2016/10/17/
  6. Βλ. Петров, П., 1981, σ.103
  7. Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 294
  8. Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 295
  9. Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 261
  10. Βλ. Златарски, В., 2007г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852), σσ. 148 – 150
  11. Βλ. Βούλγαροι – Από πού κρατάει η σκούφια τους; (μέρος πρώτο). Στο: https://petinakis.wordpress.com/2016/09/18/
  12. Βλ. Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999, σσ. 111 – 125, Хрисимов, Н., 2013, σ. 249
  13. Βλ. Петров, П., 1981, σ. 107
  14. Πάλι εκεί
  15. Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 261
  16. Βλ. Златарски, В., 2007г. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852), σσ. 153 – 157
  17. Βλ. Рашев, Р., 2005г., σσ. 58 – 59
  18. Βλ. Димитров, Б., 2005г. σσ. 38 – 39
  19. Βλ. Петров, П., 1981, σ. 108, Димитров, Б., 2005г. σ. 38, Podossinov Alexander στο: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12003, Хрисимов, Н., 2013, σ. 252
  20. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η παραγωγή ήταν της Студия за игрални филми „Бояна“. Η σκηνοθεσία ήταν του Людмил Стайков και η πρεμιέρα έγινε στις 19.10.1981.
  21. Βλ. Петров, П., 1981, σ. 108
  22. Βλ. Podossinov A., 2007. Στο: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12003
  23. Βλ. Рашев, Р., 2005г., σ. 57
  24. Βλ. Богданов, И., 1976г., σ. 63
  25. Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 294
  26. Βλ. https://petinakis.wordpress.com/2016/10/17

Βιβλιογραφία

Богданов, И., 1976 г. Прабългари. Произход, етническо своеобразие, исторически път. София: Издателство Народна просвета.

Божилов, И.,1993. България в епохата на Средновековието. България 681–864: държава от «варварски» тип. Корените: българите. Στο: «История на България», με επιστημονικό επιμελητή την А. Нейкова και συγγραφείς τους: Иван Божилов, Вера Мутафчиева, Константин Косев, Андрей Пантев, Стойчо Грънчаров, София: Издателство „Христо Ботев“

Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999 г. История на България в три тома. Том І. История на Средновековна България VII-XIV век. София: ИК „Анубис”.

Войников Ж. ГОСТУН, ОРГАНА И КУЕРНАК, ДУЛО И ЕРМИ: http://www.bulgari-istoria-2010.com/booksBG/GOSTUN_ORGANA_I_QUERNAK_DULO_I_ERMI.pdf

Войников Ж., 2013 г. Теории за произхода на древните българи. Глава 1, στο Павлов, Пл. § Владимиров, Г., (Под редакция), Българска национална история. Древните българи, Старата Велика България и нейните наследници в източна Европа през средновековието. Том II. Велико Търново: Издателство „АБАГАР“

Василев, В., 2009г. Древните Българи. Факти, хипотези, измислици. София: Издателство „Изток Запад“

Делев, П., Бакалов, Г., Ангелов, П., Георгиева, Цв., Митев, Пл., Илчев, И., Калинова, Е. & Баева, Ис., 2001 г. История на България. От древността до наши дни. Учебник за 11. клас. София: Издателство „Планета-3”.

Димитров, Б., 2005 г. 12 мита в българската история. София: Издателство Фондация Ком.

Дуйчев, И., Цанкова-Петкова, Г., Тъпкова-Заимова, В., Йончев, Л., Тивчев П. 1960 г. ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том III. София: Издание на Българската Академия на Науките

Златарски, В., 2007 г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852). Трето фототипно издание. София: Издателство „Захарий Стоянов“ и Университетско издателство „Св. Климент Охридски“

Иванов, В., 1997 г. Никифор, патриарх Константинопоски. Кратка история след царуването на Маврикий. София: Издателство „Зограф“

Петров, П., 1981 г. Образуване на българската държава. София: Издателство „Наука и изкуство“

Рашев, Р., 2005 г. Прабългарите през V-VII век. София: Издателска къща „ОРБЕЛ“.

Рашев, Р., 2013 г. Културата на старата Велика България – Археологически паметници. Глава 2, στο Павлов, Пл. § Владимиров, Г., (Под редакция), Българска национална история. Древните българи, Старата Велика България и нейните наследници в източна Европа през средновековието. Том II. Велико Търново: Издателство „АБАГАР“

Runciman, S., 1993. История на Първото Българско Царство. София: Издателство „Иван Вазов“/ „Силует“

Хрисимов, Н., 2013г. Българската държавност в старата родина (VIIXI): Така наречена Черна България. Глава 3, στο Павлов, Пл. § Владимиров, Г., (Под редакция), Българска национална история. Древните българи, Старата Велика България и нейните наследници в източна Европа през средновековието. Том II. Велико Търново: Издателство „АБАГАР“

Μπακάλοφ Γ., Ματάνοφ, Χ., Μίτεφ Π., Ίλτσεφ Ι., Μαρίνοβα – Χριστίδη Ρ., 2015. Ιστορία της Βουλγαρίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.

Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ· ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΨΟΖʹ ΕΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΩΣ ΕΤΟΥΣ ΣΤΕʹ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΔΕ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΣΤΚΑʹ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο:

http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20of%20Antioch_PG%2077,132/HISTORIA%20CHRONIKE.pdf

Popkonstantinov Kazimir , «Βούλγαροι (Πρωτοβούλγαροι)», Encyclopaedia of the Hellenic World, Black Sea URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12479

Podossinov A., 2007. «Φαναγορία (Αρχαιότητα)», Encyclopaedia of the Hellenic World, Black Sea URL:

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

This entry was posted in Βουλγάρικη ιστορία. Bookmark the permalink.

Leave a comment