Δεν υπάρχει περίπτωση βλέποντας στην τηλεόραση ή ακούγοντας στο ράδιο, ένα δελτίο ειδήσεων, είτε διαβάζοντας μία εφημερίδα, να μην πληροφορηθείς για κάποια νέα στατιστικά δεδομένα που αναφέρονται στις συνολικές δαπάνες ή στο συνολικό εισόδημα της οικονομίας (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), στο ρυθμό με τον οποίο μεταβάλεται η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών, στο ύψος των δαπανών του Δημοσίου, στο ρυθμό μεταβολής των ιδιωτικών επενδύσεων, στο έλλειμμα ή πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, κ.ά. Έχεις αναρωτηθεί τι είναι όλα αυτά τα δεδομένα και σε τι χρησιμεύουν;
Όλα αυτά τα στατιστικά δεδομένα αποτελούν κομμάτια του παζλ του συστήματος των εθνικών λογαριασμών. Δίνοντας ένα περιεκτικό ορισμό θα λέγαμε ότι το Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών (ΣΕΛ), αποτελεί ένα σύνολο αρχών, κανόνων, ορισμών και δεικτών που χρησιμοποιούνται για την μέτρηση των αποτελεσμάτων από τη συνολική οικονομική δραστηριότητα της εθνικής οικονομίας. Οι σκοποί κατάρτισης των Εθνικών Λογαριασμών είναι: η παρουσίαση μίας συνολικής εικόνας της λειτουργίας της οικονομίας, ο υπολογισμός οικονομικών δεικτών, η παροχή στοιχείων απαραίτητων για το σχεδιασμό και την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικοοικονομικών πολιτικών και βεβαίως η παροχή, μέσα από ένα αναλυτικό πλαίσιο, στοιχείων χρήσιμων στην οικονομική θεωρία1.
Η πορεία προς την κατάρτιση εθνικών λογαριασμών
Οι οικονομολόγοι μελετώντας την οικονομική δραστηριότητα τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1920, δεν είχαν κάποιο μέτρο συναθροιστικής οικονομικής δραστηριότητας πάνω στο οποίο μπορούσαν να στηριχθούν. Έπρεπε να συνενώσουν αποσπασματικές πληροφορίες, προσπαθώντας να βγάλουν συμπεράσματα για το τι συμβαίνει στο σύνολο της οικονομίας.
Στις ΗΠΑ η πρώτη σημαντική σχετική προσπάθεια έγινε από τον Willford King (1880 – 1962) και στην Μ.Βρετανία απο τον A. L. Bowley (1869 – 1957). Πάλι στις ΗΠΑ η πρώτη υπηρεσία που ασχολήθηκε με την κατάρτιση εθνικών λογαριασμών ήταν το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, (National Bureau of Economic Research – NBER), που ιδρύθηκε απο τον Wesley Clair Mitchell (1874 – 1948) τη δεκαετία του 1920. Η έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε το 1921, παρείχε ετήσια στοιχεία για το εθνικό εισόδημα στην περίοδο 1909 – 1919. Οι μετρήσεις αυτές συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 1920, ενώ το 1926 συμπληρώθηκαν απο τις μετρήσεις μιας δεύτερης σχετικής υπηρεσίας, της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου, η οποία, όμως, στην συνέχεια διέκοψε τη λειτουργία της.
Με την οικονομική κατάρρευση του 1929, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να εμπλακεί άμεσα στη διενέργεια των μετρήσεων αυτών. Έτσι οι εθνικοί λογαριασμοί, όπως και η Μακροοικονομική2, οφείλουν την δημιουργία τους στην Μεγάλη Κρίση, καθώς όταν η οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση, οι κυβερνήσεις είδαν την δυνατότητα αντίδρασης τους να παραλύει, όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλων οικονομικών θεωριών αλλά και λόγω της απουσίας κατάλληλης πληροφόρησης. Τον Ιούνιο του 1932, με απόφαση της Γερουσίας, ανατέθηκε στο Τμήμα οικονομικής ανάλυσης του Γραφείου Εξωτερικού και Εσωτερικού Εμπορίου (Economic Research Division of the Department of Commerce’s Bureau of Foreign and Domestic Commerce – BFDC) να παρέχει εκτιμήσεις του εθνικού εισοδήματος για τα έτη 1929, 1930 και 1931. Το 1933, η αρμοδιότητα του Γραφείου ανατέθηκε στον νεαρό Simon Kuznets (1901 – 1985), ο οποίος ήδη στο NBER είχε επεξεργαστεί κάποια σχέδια για τη μέτρηση του εθνικού εισοδήματος και μαζί με την ομάδα του (Robert Martin, Robert Nathan, κ.ά), τα παρουσίασε στο Κογκρέσο, το 1934, σε μια ερευνητική έκθεση με τίτλο «Εθνικό Εισόδημα, 1929 – 1932». ‘Οπως όμως μας πληροφορεί ο Backhouse, εκείνη την εποχή, ακόμα και ο ορισμός του εθνικού εισοδήματος ήταν αμφιλεγόμενος. Ο Kuznets και η ομάδα του δημοσίευσαν δύο σειρές στοιχείων: μία για το «παραγόμενο εθνικό εισόδημα» (το καθαρό προϊόν της συνολικής οικονομίας) και μία για το «εισπραχθέν εθνικό εισόδημα» (τις πληρωμές σε όσους παρήγαγαν το καθαρό προϊόν). Οι μετρήσεις αυτές κάλυπταν μόνο την οικονομία του ιδιωτικού τομέα, με αποτίμηση των αγαθών στην αγοραία αξία τους. Η μεθοδολογία του Kuznets στηριζόταν στη διάκριση ανάμεσα στις καταναλωτικές δαπάνες και το σχηματισμό κεφαλαίου3.
Όπως αναφέρει ο Α. Αγγελόπουλος4, η χρησιμότητα των εθνικών λογαριασμών φάνηκε καθαρά από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν εγκαταλείφθηκε οριστικά η αντιπληθωριστική πολιτική που μέχρι τότε ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις των κυριότερων κρατών και χρειάσθηκε να υιοθετηθούν μέτρα τονώσεως της συνολικής ζήτησης όπου τον κύριο ρόλο έπαιζε πλέον η δημόσια δαπάνη, είτε επρόκειτο για το πρόγραμμα «δημιουργίας απασχολήσεως» του Dr. Schacht στη ναζιστική Γερμανία, είτε για το New Deal του Προέδρου Roosevelt στις ΗΠΑ.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του John Maynard Keynes (1883 – 1946), ιδιαίτερα μετά την δημοσίευση του έργου του: «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», το 1936, στο να τεθεί το εννοιολογικό πλαίσιο των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών (εισόδημα – κατανάλωση – επένδυση – αποταμίευση). Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε στις ΗΠΑ το Ινστιτούτο Brookings, με επικεφαλής τον Clark Warburton (1896 – 1979), ο οποίος παρείχε μετρήσεις του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (όρος που αυτός πρώτος, όπως μας πληροφορεί ο Backhouse, χρησιμοποίησε το 1934)5. Αυτό ορίστηκε ως το σύνολο των τελικών προϊόντων (εξαιρώντας όσα μεταποιούνταν) που διατίθενται στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις. Ως μέγεθος, το ακαθάριστο προϊόν ήταν πολύ μεγαλύτερο του εθνικού εισοδήματος του Kuznets, αφού περιελάμβανε τα κεφαλαιουχικά αγαθά που αγοράζονταν για να αντικαταστήσουν τα παλιά, τις υπηρεσίες του κράτους προς τους καταναλωτές και τις αγορές καταναλωτικών αγαθών απο το κράτος. Στην Βρετανία, ο Colin Clark (1905 – 1989), χρησιμοποίησε την έννοια του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος για να υπολογίσει τους βασικούς παράγοντες της συνολικής ζήτησης (κατανάλωση, επενδύσεις και δημόσιες δαπάνες)6. Το έργο του απέκτησε μεγαλύτερη σημασία όταν, αμέσως μετά την δημοσίευση της Γενικής θεωρίας του Keynes παρουσίασε μετρήσεις για την αξία του πολλαπλασιαστή7. Επίσης, το 1940, ο John Richard Hicks (1904 – 1989) εισήγαγε την εξίσωση που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του εθνικολογιστικού συστήματος: ΑΕΠ= C+I+G δηλ. το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι ίσο με το άθροισμα της κατανάλωσης, των επενδύσεων και των δημοσίων δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες.
Η πίεση για την συμπλήρωση και τελειοποίηση των εθνικών λογαριασμών ήρθε κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι διαμορφωτές της πολιτικής είχαν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη των περιεκτικών μετρήσεων της απόδοσης της οικονομίας. Με την υποστήριξη του Keynes, ο Richard Stone (1913 – 1991) και ο James Meade (1907 – 1994), το καλοκαίρι του 1940, συνέταξαν τους εθνικούς λογαριασμούς της Μεγάλης Βρετανίας για το 1938 – 1940 και τον Προϋπολογισμό για το 1941, στην βάση του θεωρητικού μοντέλου του κεϋνσιανισμού. Οι Stone και Meade διαμόρφωσαν ένα σαφέστερο μεθοδολογικό πλαίσιο για τους εθνικούς λογαριασμούς, παρουσιάζοντάς τους ως ένα λογαριασμό παραγωγής διπλής λογιστικής εγγραφής για το σύνολο της οικονομίας. Στη μια στήλη ήταν οι πληρωμές των συντελεστών παραγωγής (εθνικό εισόδημα) και στην άλλη οι δαπάνες (εθνικές δαπάνες). Όπως συμβαίνει με όλους τους λογαριασμούς διπλής εγγραφής, όταν οι υπολογισμοί είναι σωστοί οι δύο στήλες είναι ισοσκελισμένες8. Το 1944, μάλιστα, δημοσίευσαν τα συμπεράσματα των εργασιών τους, στο βιβλίο τους με τίτλο: «Εθνικό εισόδημα και δαπάνη». Η μέθοδος των Stone και Meade υιοθετήθηκε τελικά και στις ΗΠΑ, από το 1941.
Η ανάγκη του ποσοτικού προσδιορισμού των μέσων που πρέπει να κινητοποιηθούν από το κράτος για να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στον τομέα της παραγωγής και της απασχολήσης, έγινε εντονότερη μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου όταν όλες οι κυβερνήσεις, μεγάλων και μικρών, κρατών επιχειρούσαν να ανασυγκροτήσουν τις οικονομίες τους. Το 1947, μία έκθεση της Κοινωνίας των Έθνων, στην εκπόνηση της οποίας συνέβαλε αποφασιστικά ο Stone, αποτέλεσε το πρότυπο, βάσει του οποίου πολλές κυβερνήσεις άρχισαν να καταρτίζουν τους εθνικούς λογαριασμού τους. Με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να γίνουν και συγκρίσεις μεταξύ χωρών.
Το 1950 ανατέθηκε από τον τότε (1947 – 1958) Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Ο.Ε.Ο.Σ), τον μετέπειτα Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α), σε ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό την καθοδήγηση του Stone, να καταρτιστεί ενιαίο σύστημα λογαριασμών προκειμένου να κατανεμηθεί το σχέδιο Μάρσαλ, όσο το δυνατόν δικαιότερα, αλλά και να αξιολογηθεί η επιτυχία της προσπάθειας οικονομικής ανόρθωσης. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε «Απλοποιημένο Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών». Το 1951, κατόπιν απλούστευσης από τον Stone, το παραπάνω σύστημα δημοσιεύθηκε από τον Ο.Ε.Ο.Σ υπό τον τίτλο «Τυποποιημένο Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών». Το 1952, τα Ηνωμένα Έθνη ανέθεσαν σε ομάδα εμπειρογνωμόνων πάλι με καθοδηγητή τον Stone, να καταρτίσει και να παρουσιάσει διεθνές πρότυπο προσαρμοσμένο στις ανάγκες των αναπτυσσόμενων οικονομιών.Το 1953, το συγκεκριμένο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών εγκρίθηκε από τη Στατιστική Επιτροπή του Οργανισμού και δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών». Το σύστημα αναθεωρήθηκε εν μέρει δύο φορές και στη συνέχεια, μετά από 10ετή προσπάθεια, αναθεωρήθηκε πλήρως το 1968 από τα Ηνωμένα Έθνη. Το Στατιστικό Γραφείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσάρμοσε το σύστημα αυτό στις ανάγκες του ανεπτυγμένου επιπέδου και της δομής των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ) και εισήγαγε αντίστοιχα το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (ΕΣΛ 1970), το οποίο αναθεωρήθηκε στην έκδοση του ΕΣΛ του 1979. Στη δεκαετία του 1990 καταρτίστηκε από τον ΟΗΕ, το ΔΝΤ, την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τον ΟΟΣΑ και τη Διεθνή Τράπεζα, το Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών (ΣΕΛ-SNA) έκδοσης 1993. Στη συνέχεια με βάση αυτό κυκλοφόρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η έκδοση του Εθνικού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΛ) έτους 1995. Έκτοτε ακολούθησε το νέο ΣΕΛ (2008 ΣΕΛ) που δημοσιεύτηκε το 2009 και στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το νέο ΕΣΛ 2010.
ΣΕΛ 2008 και ΕΣΛ 20109
Το ΕΣΛ είναι, σε γενικές γραμμές, συμβατό με το ΣΕΛ, όσον αφορά τους ορισμούς, τους λογιστικούς κανόνες και τις ταξινομήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ του ΕΣΛ 2010 και του ΣΕΛ 2008:
α) διαφορές παρουσίασης: 1) στο ΕΣΛ 2010 υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια για τις συναλλαγές προϊόντων, τις διανεμητικές συναλλαγές και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Αντίθετα, στο ΣΕΛ 2008 οι συναλλαγές αυτές παρουσιάζονται σε κεφάλαια διαμορφωμένα κατά λογαριασμό, π.χ. κεφάλαια για τον λογαριασμό παραγωγής, τον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος, τον λογαριασμό κεφαλαίου και τον λογαριασμό της αλλοδαπής· 2) το ΕΣΛ 2010 περιγράφει μια έννοια παρέχοντας έναν ορισμό και έναν κατάλογο του τι περιλαμβάνεται και τι εξαιρείται. Το ΣΕΛ 2008 περιγράφει συνήθως τις έννοιες πιο γενικά και εξηγεί το σκεπτικό των συνθηκών (δηλ. των κατά σύμβαση κανόνων) που χρησιμοποιούνται·
β) οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 είναι, σε πολλές περιπτώσεις, πιο εξειδικευμένες και πιο ακριβείς από τις αντίστοιχες του ΣΕΛ 2008, π.χ.: 1) το ΣΕΛ 2008 δεν περιλαμβάνει ειδικά κριτήρια για την κατηγοριοποίηση της παραγωγής σε εμπορεύσιμη, για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμη. Ως εκ τούτου, το ΕΣΛ εισήγαγε λεπτομερέστερες διατάξεις, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μια ομοιόμορφη προσέγγιση· 2) το ΕΣΛ 2010 υποθέτει ότι διάφορα είδη παραγωγής αγαθών από νοικοκυριά, όπως η ύφανση και η κατασκευή επίπλων, δεν είναι σημαντικά στα κράτη μέλη και, επομένως, δεν χρειάζεται να καταγράφονται· 3) το ΕΣΛ 2010 κάνει αναφορά σε θεσμικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ΕΕ, όπως το σύστημα Intrastat για την καταγραφή των εντός της ΕΕ ροών των αγαθών και των συνεισφορών των κρατών μελών στην ΕΕ· 4) το ΕΣΛ 2010 περιέχει ειδικές ταξινομήσεις για την ΕΕ, π.χ. την ταξινόμηση των προϊόντων ανά δραστηριότητα (CPA) για τα προϊόντα και τη NACE αναθ. 2 για τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (και οι δύο είναι εναρμονισμένες με τις αντίστοιχες ταξινομήσεις των Ηνωμένων Εθνών)· 5) το ΕΣΛ 2010 περιέχει μια πρόσθετη ταξινόμηση για όλες τις εξωτερικές συναλλαγές: αυτές διαιρούνται σε συναλλαγές μεταξύ μόνιμων κατοίκων της ΕΕ και σε συναλλαγές με μόνιμους κατοίκους χωρών οι οποίες δεν είναι μέλη της ΕΕ· 6) το ΕΣΛ 2010 περιέχει μια αναδιάταξη των υποτομέων του ΣΕΛ 2008 για τον τομέα των χρηματοοικονομικών εταιρειών, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης.
Το ΕΣΛ 2010 μπορεί να είναι πιο εξειδικευμένο από το ΣΕΛ 2008, γιατί το ΕΣΛ 2010 ισχύει πρωτίστως για τα κράτη μέλη.
ΕΣΛ 2010 και ΕΣΛ 9510
Το ΕΣΛ 2010 διαφέρει από το ΕΣΛ 95 τόσο από άποψη πεδίου εφαρμογής όσο και από άποψη εννοιών. Οι περισσότερες από τις διαφορές αυτές αντιστοιχούν στις διαφορές μεταξύ του ΣΕΛ 1993 και του ΣΕΛ 2008. Οι κύριες διάφορες είναι οι ακόλουθες:
α) η αναγνώριση της έρευνας και ανάπτυξης ως σχηματισμού κεφαλαίου που οδηγεί σε περιουσιακά στοιχεία πνευματικής ιδιοκτησίας. Η μεταβολή αυτή πρέπει να καταγράφεται σε δορυφορικό λογαριασμό και να περιλαμβάνεται στους βασικούς λογαριασμούς, αν η αξιοπιστία και η εναρμόνιση των σχετικών μετρήσεων μεταξύ των κρατών μελών είναι επαρκείς·
β) οι δαπάνες για οπλικά συστήματα που εντάσσονται στον γενικό ορισμό των περιουσιακών στοιχείων έχουν ταξινομηθεί ως σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και όχι ως ενδιάμεση ανάλωση·
γ) εισήχθη η αναλυτική έννοια των υπηρεσιών κεφαλαίου για την εμπορεύσιμη παραγωγή, έτσι ώστε μπορεί να καταρτιστεί ένας συμπληρωματικός πίνακας ο οποίος θα τις εμφανίζει ως συνιστώσα της προστιθέμενης αξίας·
δ) το όριο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων επεκτάθηκε, ώστε να διευρυνθεί η κάλυψη των συμβάσεων που αφορούν χρηματοοικονομικά παράγωγα·
ε) νέοι κανόνες για την καταγραφή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Καθιερώθηκε ένας συμπληρωματικός πίνακας στους λογαριασμούς, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η καταγραφή εκτιμήσεων για όλες τις υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων, κεφαλαιοποιητικών ή διανεμητικών. Όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για μια πλήρη ανάλυση παρέχονται σ’ αυτόν τον πίνακα, ο οποίος παρουσιάζει τις υποχρεώσεις και τις σχετικές ροές για όλα τα ιδιωτικά και δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα, κεφαλαιοποιητικά ή διανεμητικά, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης·
στ) η εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την αλλαγή της κυριότητας αγαθών έχει γίνει ενιαία, πράγμα που συνεπάγεται αλλαγές στην καταγραφή του διαμεσολαβητικού εμπορίου και των αγαθών που αποστέλλονται για μεταποίηση, τόσο στην αλλοδαπή όσο και στην εγχώρια οικονομία. Ως εκ τούτου, τα αγαθά που αποστέλλονται για μεταποίηση στην αλλοδαπή καταγράφονται σε καθαρή βάση, σε αντίθεση με το ΣΕΛ 1993 και το ΕΣΟΛ 95, όπου η εν λόγω καταγραφή γινόταν σε ακαθάριστη βάση. Η αλλαγή αυτή έχει σημαντικές συνέπειες για την καταγραφή των εν λόγω δραστηριοτήτων στο πλαίσιο προσφοράς και χρήσης·
ζ) Δίνεται μεγαλύτερη καθοδήγηση σχετικά με τις χρηματοοικονομικές εταιρείες, γενικά, και τις οντότητες ειδικού σκοπού (ΟΕΣ), ειδικότερα. Η αντιμετώπιση των ελεγχόμενων από τη γενική κυβέρνηση ΟΕΣ που δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή άλλαξε, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται από τις ΟΕΣ εμφανίζονται στους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης·
η) Αποσαφηνίστηκε η αντιμετώπιση των υπερβολικών μερισμάτων που πληρώνονται από τις δημόσιες επιχειρήσεις, ήτοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κατ’ εξαίρεση πληρωμές και αναλήψεις από το μετοχικό κεφάλαιο·
θ) Ορίστηκαν οι αρχές για την αντιμετώπιση των συμπράξεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αναλύθηκε η αντιμετώπιση των οργανισμών αναδιάρθρωσης·
ι) Αποσαφηνίστηκαν οι συναλλαγές μεταξύ γενικής κυβέρνησης και δημόσιων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που γίνονται με μέσα τιτλοποίησης, έτσι ώστε να βελτιωθεί η καταγραφή στοιχείων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά το δημόσιο χρέος·
ια) Αποσαφηνίστηκε η αντιμετώπιση των εγγυήσεων δανείων και υιοθετήθηκε νέα αντιμετώπιση για τις τυποποιημένες εγγυήσεις δανείων, όπως οι εγγυήσεις εξαγωγικών πιστώσεων και οι εγγυήσεις φοιτητικών δανείων. Η νέα αντιμετώπιση προβλέπει ότι, σε συνάρτηση με την πιθανή χρήση (κατάπτωση) των εγγυήσεων, πρέπει να αναγνωριστούν στους λογαριασμούς ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο και μια χρηματοοικονομική υποχρέωση.
Οι διαφορές του ΕΣΛ 2010 σε σχέση με το ΕΣΛ 95 δεν περιορίζονται σε εννοιολογικές αλλαγές. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο πεδίο εφαρμογής, με νέα κεφάλαια για τους δορυφορικούς λογαριασμούς, τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης και τους λογαριασμούς της αλλοδαπής. Υπάρχουν επίσης σημαντικές επεκτάσεις στα κεφάλαια τα σχετικά με τους τριμηνιαίους λογαριασμούς και τους περιφερειακούς λογαριασμούς.
Πιο συγκεκριμένα η μεθοδολογία του ΕΣΛ 2010 έχει την ίδια διάρθρωση με το ΕΣΛ 95 όσον αφορά τα πρώτα δεκατρία κεφάλαια, αλλά, στη συνέχεια, έχει ένδεκα νέα κεφάλαια που εξετάζουν πτυχές της συστήματος, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στη μέτρηση των σύγχρονων οικονομιών ή στη χρήση του ΕΣΛ 95 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Το ΕΣΛ 2010 διαρθρώνεται ως εξής:
Το κεφάλαιο 1 καλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος από πλευράς όρων και εννοιών, καθορίζει τις αρχές του ΕΣΛ και περιγράφει τις θεμελιώδεις στατιστικές μονάδες και τις ομαδοποιήσεις τους. Παρέχει μια γενική εικόνα της ακολουθίας λογαριασμών και περιγράφει συνοπτικά τα βασικά συγκεντρωτικά μεγέθη και τον ρόλο των πινάκων προσφοράς και χρήσεων και του πλαισίου εισροών – εκροών.
Το κεφάλαιο 2 περιγράφει τις θεσμικές μονάδες που χρησιμοποιούνται στη μέτρηση της οικονομίας και τον τρόπο με τον οποίο οι μονάδες αυτές ταξινομούνται σε τομείς και σε άλλες ομάδες, έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται αναλύσεις.
Το κεφάλαιο 3 περιγράφει όλες τις συναλλαγές που αφορούν τα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες), καθώς και τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία στο σύστημα.
Το κεφάλαιο 4 περιγράφει όλες τις οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες διανέμουν και αναδιανέμουν το εισόδημα και τον πλούτο στην οικονομία.
Το κεφάλαιο 5 περιγράφει τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στην οικονομία.
Το κεφάλαιο 6 περιγράφει τις μεταβολές που μπορεί να επέλθουν στην αξία των περιουσιακών στοιχείων μέσω μη οικονομικών γεγονότων ή λόγω μεταβολών των τιμών.
Το κεφάλαιο 7 περιγράφει τους ισολογισμούς και το σύστημα ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.
Το κεφάλαιο 8 περιγράφει την ακολουθία των λογαριασμών και τα εξισωτικά μεγέθη κάθε λογαριασμού.
Το κεφάλαιο 9 περιγράφει τους πίνακες προσφοράς και χρήσεων και το ρόλο τους στο συνδυασμό των μεγεθών του εισοδήματος, της παραγωγής και των δαπανών στην οικονομία. Επίσης, περιγράφει τους πίνακες εισροών – εκροών που μπορούν να προκύψουν από τους πίνακες προσφοράς και χρήσεων.
Το κεφάλαιο 10 περιγράφει την εννοιολογική βάση για τα μεγέθη τιμών και όγκου που σχετίζονται με τις ονομαστικές αξίες που βρίσκονται στους λογαριασμούς.
Το κεφάλαιο 11 περιγράφει τα μεγέθη του πληθυσμού και της αγοράς εργασίας, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται με τα μεγέθη των εθνικών λογαριασμών στην οικονομική ανάλυση.
Το κεφάλαιο 12 περιγράφει εν συντομία τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς και εξηγεί τη διαφορά έμφασης των λογαριασμών αυτών σε σχέση με τους ετήσιους λογαριασμούς.
Το κεφάλαιο 13 περιγράφει τους σκοπούς, τις έννοιες και τα ζητήματα κατάρτισης ενός συνόλου περιφερειακών λογαριασμών.
Το κεφάλαιο 14 καλύπτει τη μέτρηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που παρέχονται από ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και χρηματοδοτούνται μέσω της καθαρής είσπραξης τόκων.
Το κεφάλαιο 15, σχετικό με τις συμβάσεις, τις μισθώσεις και τις άδειες, είναι απαραίτητο για την περιγραφή ενός τομέα με αυξανόμενη σημασία στους εθνικούς λογαριασμούς.
Τα κεφάλαια 16 και 17, σχετικά με τις ασφαλίσεις, την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ρυθμίσεις αυτές στους εθνικούς λογαριασμούς, καθώς τα ζητήματα αναδιανομής παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης.
Το κεφάλαιο 18 καλύπτει τους λογαριασμούς της αλλοδαπής, που είναι το ισοδύναμο, στους εθνικούς λογαριασμούς, των λογαριασμών του συστήματος μέτρησης του ισοζυγίου πληρωμών.
Το κεφάλαιο 19, σχετικό με τους ευρωπαϊκούς λογαριασμούς, είναι επίσης νέο και καλύπτει πτυχές των εθνικών λογαριασμών, στις οποίες οι ευρωπαϊκές θεσμικές και εμπορικές ρυθμίσεις δημιουργούν ζητήματα που απαιτούν εναρμονισμένη προσέγγιση.
Το κεφάλαιο 20 περιγράφει τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης, ενός τομέα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς τα ζητήματα δημοσιονομικής σύνεσης εκ μέρους των κρατών μελών εξακολουθούν να έχουν ουσιαστική σημασία για την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ.
Το κεφάλαιο 21 περιγράφει τη σχέση μεταξύ επιχειρηματικών και εθνικών λογαριασμών. Πρόκειται για ένα τομέα αυξανόμενου ενδιαφέροντος, καθώς οι πολυεθνικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) όλων των χωρών.
Το κεφάλαιο 22 περιγράφει τη σχέση των δορυφορικών λογαριασμών με τους κύριους εθνικούς λογαριασμούς.
Τα κεφάλαια 23 και 24 εξυπηρετούν σκοπούς αναφοράς. Πιο συγκεκριμένα, το κεφάλαιο 23 παραθέτει τις ταξινομήσεις που χρησιμοποιούνται για τους τομείς, τις δραστηριότητες και τα προϊόντα στο ΕΣΛ 2010, ενώ το κεφάλαιο 24 παραθέτει την πλήρη ακολουθία λογαριασμών για κάθε τομέα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετέβηκε πλήρως στο σύστημα ΕΣΛ 2010 τον Σεπτέμβριο του 2014. Συνεπώς, τα στοιχεία εθνικών λογαριασμών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση καταρτίζονται από τότε βάσει της νέας μεθοδολογίας.
Σημειώσεις:
- Βλ. Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2011, σ. 3
- Ο όρος «Μακροοικονομική» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το γνωστό Νορβηγό οικονομολόγο Ragnar Frisch το 1933, αλλά απέκτησε ξεχωριστή οντότητα ως κλάδος της Οικονομικής με τη δημοσίευση της “Γενικής θεωρίας περί απασχολήσεως, τόκου και χρήματος” του Κέυνς το 1936. Η Μακροοικονομική εξετάζει τις αρχές λειτουργίας της οικονομίας, την δομή, συμπεριφορά και απόδοση της σαν σύνολο, χρησιμοποιώντας συναθροιστικές μεταβλητές, όπως είναι το επίπεδο του προϊόντος, της απασχόλησης και της ανεργίας, του πληθωρισμού και αποπληθωρισμού, του ισοζυγίου πληρωμών κ.λπ., κατασκευάζοντας τις μεταβλητές αυτές άλλοτε με ομαδοποίηση ατομικών μονάδων (τομέας νοικοκυριών, επιχειρήσεων κ.λπ.), και άλλοτε με λειτουργικό τρόπο (κατανάλωση, επενδύσεις, κ.λπ.). Τα βασικότερα ζητήματα που εξετάζει η μακροοικονομική ανάλυση, είναι η σταθεροποίηση και η ανάπτυξη της οικονομίας. Στα πλαίσια αυτά έχουν διαμορφωθεί ένα σύνολο μακροοικονομικών θεωριών που επιχειρούν να εξηγήσουν σε ένα ολοκληρωμένο και λογικά δομημένο πλαίσιο πώς λειτουργεί μια οικονομία (υπόδειγμα). Το πλαίσιο αυτό αποτελεί την υποδομή, πάνω στην οποία σχεδιάζεται και ασκείται η οικονομική πολιτική.
- Βλ. Backhouse R., 2009, σσ. 290 – 292
- Βλ. Αγγελόπουλος, Α., 1989, 57
- Βλ. Backhouse R., 2009, σ. 293
- Στο ίδιο, σσ. 293 – 294
- Ο «πολλαπλασιαστής», είναι όρος της μακροοικονομικής που καταδεικνύει το μέγεθος της πολλαπλασιαστικής επίδρασης πάνω σε μια μεταβλητή (π.χ. ΑΕΠ, προσφορά χρήματος κ.λπ.) από τη μεταβολή μιας άλλης μεταβλητής (π.χ. επενδύσεις, κρατικές δαπάνες, τραπεζικά αποθέματα κ.λπ.) κατά μια μονάδα.
- Βλ. Backhouse R., 2009, σ. 295
- Βλ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 549/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Μαΐου 2013, σ. 43
- Στο ίδιο σσ. 43 – 44
Βιβλιογραφία:
- Αγγελόπουλος, Α., 1989. Οικονομική Ανάπτυξη. Θεωρία και πολιτική. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΙΤΣΙΛΟΣ
- Backhouse R., 2009. Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης – Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική
- Blaug M., 1998. Големите икономисти след Кейнс. Белико Търново: Издателство „Абагар”
- Burda M. & Wyplosz C., 2008. Ευρωπαϊκή μακροοικονομική Α’ Τόμος, 4η έκδοση, 1η βελτιωμένη ανατύπωση. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
- Krugman & Wells R., 2009. Μακροοικονομική. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο
- Mankiw G. & Ball L., 2013. Μακροοικονομική και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
- Marcuss, R. & Kane, R, 2007. S. National Income and Product Statistics Born of the Great Depression and World War II. Στο: http://www.bea.gov/scb/pdf/2007/02%20February/0207_history_article.pdf
- Stiglitz J. & Walsh C., 2009. Αρχές της μακροοικονομικής. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
- ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2223/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας
- ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 549/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Μαΐου 2013 για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- European Communities, International Monetary Fund, Organisation for Economic Co-operation and Development, United Nations and World Bank, 2009. System of National Accounts, 2008 (2008 SNA)
- Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2011. ΕΛΛΑΣ. Εθνικοί λογαριασμοί. Στο: http://www.statistics.gr/documents/20181/b14d9f2a-d1f1-4e90-a3d2-6fe4199b451e