Στο λαβύρινθο της βουλγάρικης εθνογένεσης
Τα έθνη δημιουργούνται σταδιακά ως αποτέλεσμα της αλληεπίδρασης διαφόρων παραγόντων κοινωνικο-οικονομικής, εδαφικής, πολιτικής, πολιτιστικής φύσης. Ορισμένα «υλικά» από τα οποία φτιάχνεται το έθνος είναι η κοινή γλώσσα, τα κοινά ήθη και έθιμα, η κοινή «ιστορική μνήμη», ο κοινός τόπος, πολλές φορές η κοινή θρησκεία και το κυριότερο, ο αυτοπροσδιορισμός των μελών της ομάδας ότι αποτελούν διακριτή κοινότητα με κοινό παρελθόν και παρόν αλλά που επιδιώκουν και ένα κοινό μέλλον. Όπως αναφέρει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός Ernest Renan (1823-1892), στην διάλεξη του στην Σορβόννη με θέμα «Τι είναι έθνος;», στις 11.3.1882: «Το έθνος είναι μια μεγάλη αλληλεγγύη, αποτελούμενη από το αίσθημα των θυσιών που έχουν γίνει κι εκείνων που είναι διατεθειμένοι να κάνουν ακόμα όσοι ανήκουν σ’ αυτή την κοινότητα…Προϋποθέτει κάποιο παρελθόν, αλλά συνοψίζεται και στο παρόν χάρη σ’ ένα χειροπιαστό γεγονός: τη συγκατάθεση, την καθαρά εκφρασμένη επιθυμία συνέχισης της κοινής ζωής. Η ύπαρξη ενός έθνους είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα…»1. Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσω να συστηματοποιήσω τις διάφορες υποθέσεις, σχετικά με την προέλευση των Βουλγάρων. Καταρχάς των Βουλγάρων, ως έθνους και κατά δεύτερον, των Βουλγάρων ως φυλών, που έδωσαν το ονομά τους στο κράτος και έπειτα στο έθνος.
Σε σχέση με την σύσταση των πληθυσμών που αποτέλεσαν το βουλγάρικο έθνος θα ταξινομήσω τις διάφορες υποθέσεις σε δύο ομάδες: Την πρώτη ομάδα θα την ονομάσω «ομοιογενής» και την δεύτερη «ετερογενής».
Ιστορικά πρώτα κάνουν την εμφανισή τους οι υποθέσεις ομοιογενούς σλαβικής προέλευσης του βουλγάρικου έθνους. Εδώ, δεσπόζουσα θέση στη βουλγάρικη ιστοριογραφία, έχει το έργο «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία», βουλγαριστί: „История славянобългарска” (1762), του πρωτεργάτη της βουλγάρικης εθνικής παλιγγενεσίας, Παΐσιου Χιλανδαρινού (Паисий Хилендарски, 1722–1773). Ποιος Βούλγαρος δεν έχει διαβάσει τα λόγια του Παΐσιου: «Ω, ανόητε λαέ! Γιατί ντρέπεσαι να ονομαστείς Βούλγαρος και δε διαβάζεις και δε μιλάς την δική σου γλώσσα; […] Απ’ όλο το σλάβικο γένος οι πιο δοξασμένοι ήταν οι Βούλγαροι…», βουλγαριστί: «О неразумни юроде! Защо се срамуваш да се наречеш българин и не четеш, и не говориш на своя език?… От целия славянски род най-славни са били българите ….»2. Το 1792 και ο ιερομόναχος Σπυρίδων Γκαμπρόβσκι (Спиридон Габровски, 1740-1824) γράφει την δική του «Ιστορία σύντομη του Βουλγάρικου λαού του Σλαβικού», η οποία βασίστηκε σε ένα προγενέστερο έργο (γράφτηκε μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τον 18ο αι.), αγνώστου συγγραφέα, με τίτλο «Ιστορία σύντομη του Βουλγαροσλαβικού λαού». Αυτή τη προγενέστερη ιστορία επειδή γράφτηκε στην Αθωνική Μονή Ζωγράφου, ο Β. Ζλατάρσκι θα την ονομάσει (και έτσι θα μείνει γνωστή) «Βουλγάρικη ιστορία του Ζωγράφου». Και τα τρία έργα διέπονται απο την αντίληψη ότι ο βουλγαρικός λαός είναι απολύτος ομοιογενής σλαβικός λαός συγγενικός των Ρώσων, Σέρβων κ.ά Για τους τρεις ιστοριογράφους, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους Θράκες, Ιλλυρίους, Σλάβους και Βουλγάρους3
Τον 19ο αιώνα αναπτύσσεται το κίνημα του πανσλαβισμού, που επιδιώκει να θεμελιώσει μια κοινή σλαβική συνείδηση στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Έτσι οι θέσεις των τριών μοναχών παίρνουν μία νέα πνοή μέσα από τα έργα καταξιωμένων σλάβων λογίων όπως του Σέρβου με βουλγάρικη καταγωγή Ιώβαν Ράιτς (Йован Раич, 1726 – 1801) και του Ουκρανού Γιούρι Βενελίν (Юрий Иванович Венелин, 1802 – 1839). Ο δεύτερος στο τρίτομο έργο του: «Οι παλαιοί και οι σύγχρονοι Βούλγαροι και οι πολιτικές, εθνικές, ιστορικές και θρησκευτικές σχέσεις τους με τους Ρώσους», (1829), υποστηρίζοντας την άποψη ότι οι Βούλγαροι εκτός απο την Μοισία, είναι ο κυριότερος λαός που κατοικεί στη Θράκη και στη Μακεδονία και επίσης είναι ο πολυπληθέστερος σλαβικός λαός μετά τους Ρώσους, έκανε ευρύτερα γνωστό το όνομα των Βουλγάρων στην ρωσική κοινωνία και αφύπνισε αρκετούς Βούλγαρους, όπως τον Βασίλ Απρίλοφ (Васил Априлов, 1789 – 1847), να προσδιορίσουν την εθνική τους ταυτότητα. Ο Γκαβριήλ Κρίστεβιτς (Гаврил Кръстевич, 1817 – 1898) στο έργο του «Ιστορία βουλγάρικη» (1869) υποστήριξε την υπόθεση ότι οι Βούλγαροι ήταν Ούνοι, οι οποίοι ήρθαν στα βαλκάνια την τελευταία εικασαετία του 7ου αι., αλλά και αυτοί σε τελευταία ανάλυση ήταν Σλάβοι. Στα πλαίσια των υποθέσεων ομοιογενούς προέλευσης του βουλγάρικου έθνους θα πρέπει να ενταχθεί και η άποψη του Πολωνού Ιωακείμ Λέλεβελ (Joachim Lelewel, 1786 – 1861) σύμφωνα με τον οποίο οι Βούλγαροι είναι Σλάβοι, ένας αυτόχθονος λαός που ταυτίζεται με τους Θράκες. Την άποψη αυτή συμμερίζονταν και οι λόγιοι της βουλγάρικης Αναγένησης Πέτερ Μπερόν (Петър Берон, 1799 – 1871) και Γεόργκι Ρακόβσκι (Г. С. Раковски, 1821 – 1867). Ο τελευταίος μάλιστα ισχυρίστηκε ότι οι Βούλγαροι ήταν οι οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ευρώπης. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι απόψεις του ιστορικού Γκάντσο Τσένοφ (Ганчо Ценов, 1870-1949), σύμφωνα με τον οποίο: «…το βουλγάρικο κράτος έχει ιδρυθεί απο τους Ούννους οι οποίοι δεν είναι Ασιάτες, αλλά Σκύθες, οι οποίοι απο την εποχή του Ηρόδοτου ζούσαν δίπλα στον Δούναβη […] δεν μπορεί να λέγεται ότι οι Ούννοι ήρθαν στους Σλάβους, αλλά το αντίθετο πρέπει να ειπωθεί, ότι οι Σλάβοι ήρθαν στους Ούννους […] Το δεύτερο που εγώ διαπίστωσα είναι ότι μαζί με τον λαό των Ούννων γίνεται αναφορά και για λαό Βουλγάρων νότια του Δούναβη […] Βούλγαροι οι οποίοι ζούσαν απο τα παλαιά χρόνια στην σημερινή τους πατρίδα […] Απ΄αυτό εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι οι Βούλγαροι είναι παλαιοί Θρακο-Ιλλύριοι»4. Οι απόψεις του Γκάντσο Τσένοφ έμειναν στο περιθώριο της βουλγάρικης ιστοριογραφίας, ως γραφικές (οι Βούλγαροι είναι Θράκες, με πολιτισμό πολύ πιο αρχαίο απο τον ελληνικό, οι Βούλγαροι είναι οι πρώτοι ευρωπαίοι που βαπτίσθηκαν απο τους Απόστολους Παύλο και Ανδρέα, κ.ά), αλλά μετά από 80 χρόνια στην αφάνεια, με τις επανεκδόσεις (με την χρηματοδότηση του Βόλεν Σίντεροφ – ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος ΑΤΑΚΑ) των έργων του, βρέθηκαν γραφικοί (και όχι μόνο) τύποι συνεχιστές του.
Η υπόθεση της ομοιογένειας του βουλγάρικου πληθυσμού, στα τέλη του 18ου αι., δέχεται τα πυρά διακεκριμένων ιστορικών όπως του Γερμανού Σλόιζερ (August Ludwig von Schlözer, 1735 – 1809), του Ούγγρου Ένγκελ (Johann Christian (von) Engel, 1770 – 1814), και του Σουηδού Θούνμαν (Johann Erich Thunmann, 1746–1778). Στα έργα των παραπάνω επαγγελματιών ιστορικών για πρώτη φορά υποστηρίζεται η άποψη, ότι οι «Προβούλγαροι» (Urbulgaren, όπως θα ονομαστούν απο τον Θούνμαν, με σκοπό να ξεχωρίζουν απο τους σύγχρονους Βούλγαρους), οι οποίοι κατέβηκαν στην Βαλκανική χερσόνησο τον 7ο αι. δεν ήταν Σλάβοι, αλλά Τατάροι. Έτσι κάνει την εμφάνιση της, η πρώτη ετερογενής υπόθεση, για την προέλευση του βουλγάρικου έθνους και πιο συγκεκριμένα η υπόθεση της σύστασης του έθνους από την ένωση των Προβουλγάρων με τμήμα των εγκαταστημένων, στην βαλκανική χερσόνησο, Σλάβων. Θα ακολουθήσουν και άλλες μελέτες ιστορικού αλλά και γλωσσολογικού περιεχομένου, όπως από τον Σλοβάκο φιλόλογο, εθνογράφο και ιστορικό, Ιωσήφ Σάφαρικ (Pavel Jozef Šafárik, 1795 – 1861) και το Βούλγαρο φιλόλογο και ιστορικό Μαρίν Ντρίνοφ (Марин Стоянов Дринов, 1838 – 1906), που θα καταρρίψουν με επιχειρήματα την «σλαβική θεωρία» προέλευσης των Προβουλγάρων. Έκτοτε οι ετερογενείς υποθέσεις θα διευρυνθούν ως προς τον αριθμό των πληθυσμών που θα συμετέχουν στην διαδικασία της εθνογένεσης, για να φτάσουμε στην πιο διευρυμένη εκδοχή κατά την οποία, το έθνος των Βουλγάρων είναι αποτέλεσμα της ένωσης των Προβουλγάρων, των Σλάβων και των απογόνων του αρχαίου θρακικού πληθυσμού, αλλά και ομάδων Ελλήνων, Ιλλυρίων και Γότθων, που κατοικούσαν την περίοδο του 4ου, 5ου και 6ου αι. στα εδάφη της Μοισίας, της Θράκης και της Μακεδονίας.
Ταυτόχρονα με την εμφάνιση των ετερογενών υποθέσεων συγκρότησης του βουλγάρικου έθνους, ξεκινά και η διερεύνηση της προέλευσης των Προβουλγάρων. Εφόσον οι Προβούλγαροι δεν είναι Σλάβοι ή Θράκες, όπως πίστευαν οι υποστηρικτές της ομοιογένειας του βουλγάρικου έθνους (βλ. παραπάνω), τότε τι είναι; Εκτός από την «οριζόντια» διερεύνηση της διαδικασίας εθνογένεσης, οι ιστορικοί, διαφώνησαν και συνεχίζουν να διαφωνούν, και ως προς την «κάθετη» διερεύνηση της προέλευσης των φυλών εκείνων που έδωσαν το όνομά τους στο έθνος – των Προβουλγάρων.
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να κάνουμε μία βασική παρατήρηση που έχει να κάνει με την ονομασία «Προβούλγαροι» (прабългари) και τις εναλλακτικές ονομασίες που της δόθηκαν. Όπως είδαμε για να ξεχωρίζουν τις βουλγάρικες φυλές από το βουλγάρικο έθνος, στην ιστοριογραφία, άρχισε να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 18ου αι. (βλ. Johann Erich Thunmann), ο συμβατικός όρος «Προβούλγαροι» (прабългари). Σταδιακά άρχισαν να χρησιμοποιούνται και εναλλακτικές ονομασίες όπως «Πρωτοβούλγαροι» (протобългари), «παλαιοί Βούλγαροι» (стари българи) και «αρχαίοι Βούλγαροι» (древни българи). Το τελευταίο – αρχαίοι Βούλγαροι – νομίζω ότι είναι «τραβηγμένο» για έναν πληθυσμό που σε κάθε περίπτωση αναφέρεται πρώτη φορά σε κείμενο (εάν εξαιρέσουμε τον Ανώνυμο χρονογράφο του 354, λόγω αμφιβολιών, ως προς την περίοδο αναφοράς – βλ. μέρος πρώτο, 18/9/2016), απο τον χρονογράφο του 7ου αι., τον Ιωάννη Αντιοχείας. Πιο συγκεκριμένα ο χρονογράφος, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Ζήνων (474-491) συμμάχησε με τους Βούλγαρους εναντίον των Γότθων το 480: «Καὶ ἡ τῶν Θευδερίχων συζυγία αὖθις τὰ Ῥωμαίων ἐτάραττε, καὶ τὰς περὶ τὴν Θρᾴκην πόλεις ἐξεπόρθει, ὡς ἀναγκασθῆναι τὸν Ζήνωνα τότε πρῶτον τοὺς καλουμένους Βουλγάρους εἰς συμμαχίαν προτρέψασθαι»5.
Εάν οι Βούλγαροι είναι αρχαίος λαός μένει να αποδειχθεί, εκτός και εάν υιοθετηθούν οι φαντασιώσεις του γραφικού Γκάντσο Τσένοφ για τον αυτόχθονο χαρακτήρα τους και ταυτιστούν με τους Θράκες, όντως ενός πανάρχαιου πληθυσμού. Βέβαια κάποιοι θα πουν ότι, εφόσον οι Βούλγαροι εμφανίζονται στις βυζαντινές πηγές, ήδη απο τα τέλη του 5ο αι., άρα, την περίοδο που ονομάζεται εκτός από «πρώιμος μεσαίωνας» και «ύστερη αρχαιότητα», μπορούν να ονομάζονται αρχαίος λαός. Ευτυχώς, το να ανήκεις στο πάνθεον των αρχαίων λαών, πιστοποιείται, από τις πυραμίδες, από τον Παρθενώνα, έστω απο το Κολοσσαίο, από τα έργα του Όμηρου, του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Κικέρωνα, του Σενέκα και τόσων άλλων που προσδίδουν ποιοτική και όχι απλά χρονική αξία στην έννοια «αρχαίος». Γι’αυτό το λόγο, θα υιοθετήσω όλους τους παραπάνω όρους, και θα τους χρησιμοποιώ εναλλάξ, εκτός τον όρο – αρχαίοι Βούλγαροι. Τελευταία όλο και περισσότεροι Βούλγαροι μελετητές χρησιμοποιούν τον όρο «Βούλγαροι», μη αποδεχόμενοι τον όρο «Προβούλγαροι» μιας και στα ελάχιστα γραπτά κείμενα αναφέρονται ως «Βούλγαροι» και τα κράτη που ίδρυσαν «Βουλγαρία»6. Κανένας δεν λέει το αντίθετο, όντως οι πενιχρές πηγές κάνουν λόγο για Βουλγάρους, αλλά για ποιους Βουλγάρους; Εάν αποδείξουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι Βούλγαροι που έζησαν, όπου κι αν έζησαν, που μιλούσαν, όποια γλώσσα μιλούσαν, που πίστευαν σε όποιον θεό πίστευαν, που είχαν ήθη και έθιμα, αυτά που είχαν, ήταν οι ίδιοι Βούλγαροι με αυτούς που μετά τον 9ο αι. ζούσαν στα όρια του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους, που έκαναν χρήση της σλάβικης γλώσσας, της γλαγολίτικης και αργότερα της κυριλλικής γραφής, που ήταν χριστιανοί Ορθόδοξοι, που σταδιακά δημιούργησαν κοινές παραδόσεις, κοινές μνήμες, και επιδίωξαν κοινό μέλλον, τότε ναι, να συμφωνήσω. Άλλα επειδή στη διαδικασία της Βουλγάρικης εθνογένεσης, δεν συμμετείχαν μόνο Βουλγαρικά φύλα, καλό θα είναι να χρησιμοποιείται ο επιστημονικά καθιερωμένος όρος «Προ- + Βούλγαροι», ως ο όρος, που δηλώνει τα βουλγαρικά φύλα πριν απο την δημιουργία του βουλγαρικού έθνους.
Ο Βούλγαρος ιστορικός Γ. Μπακάλοφ (Георги Бакалов, 1943-2012), έχει υπολογίσει ότι τα τελευταία 250 χρόνια έχουν εμφανιστεί περίπου 20 υποθέσεις για την καταγωγή των Βουλγάρων και την κοιτίδα τους7. Εγώ θα ταξινομήσω τις διάφορες υποθέσεις, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί στην ιστοριογραφία, σε οκτώ μεγάλες ομάδες: την σλαβική, την θρακική, την τατάρικη, την φιννοουγγρική, την ούννο – αλταϊκή, την τούρκο – αλταϊκή, την ινδοευρωπαϊκή και την μεικτή.
Ήδη έχω αναφερθεί στην σλαβική και θρακική εκδοχή. Ιστορικοί όπως ο Ιώβαν Ράιτς, Γιούρι Βενελίν, Γκαβριήλ Κρίστεβιτς, αλλά και ο Ρώσος αρχαιολόγος Α. Σ. Ουβάροφ (Алексей Сергеевич Уваров, 1825 – 1884), οι Ρώσοι ιστορικοί Π. Γ. Μπούτκοφ (Пётр Григорьевич Бутков, 1775 – 1857), Δ. Ι. Ιλοβάισκι (Дмитрий Иванович Иловайский, 1832-1920), Νικολάι Ντερζάβιν (Николай Севастьянович Державин, 1877 – 1953), είναι της άποψης ότι οι Προβούλγαροι είναι τελικά Σλάβοι. Ο Γκάντζο Τσένοφ, απο την άλλη, ο οποίος εν ζωή, λοιδορήθηκε για τις θέσεις του, απο το σύνολο της βουλγάρικης πανεπιστημιακής κοινότητας, στο έργο του «Προέλευση των Βουλγάρων και η δημιουργία του βουλγάρικου κράτους και εκκλησίας» (1910)8, ταυτίσε τους Προβούλγαρους με τους Θράκες. Είναι ο ίδιος που αργότερα στο έργο του «Η εθνότητα των παλαιών Μακεδόνων» (1938), θα ισχυριστεί ότι, οι Μακεδόνες δεν ήταν Ελληνικά, αλλά Θρακικά φύλα, άρα Βούλγαροι. Ο Τσένοφ βαπτίζοντας τους πάντες, με νερό θρακιώτικο, στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, τους βγάζει εξαγνισμένους και Βούλγαρους.
Ο Σουηδός χαρτογράφος Φίλιπ φον Στράλενμπεργκ (Philip Johan von Strahlenberg, 1676–1747), το 1709, χαρτογραφόντας την Σιβηρία συνέδεσε το εθνόνυμο Βούλγαροι με τον ποταμό Βόλγα και την πόλη Μπουλγκάρ στα εδάφη των Τατάρων στο σημερινό Ταταρστάν. Ο Ρώσος ιστορικός και γεωγράφος Β. Τατίσχτσεφ (Василий Никитич Татищев, 1686 – п. 1750), ο Άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon, 1737 – 1794), καθώς και οι Σλόιζερ, Ένγκελ και Θούνμαν (βλ. παραπάνω), υιοθέτησαν και μέσα απο τα έργα τους έκαναν ευρέως γνωστή την υπόθεση της τατάρικης προέλευσης των Προβουλγάρων. Αυτή η υπόθεση ιστορικά δεν στέκει εφόσον το αντίθετο ισχύει, δηλαδή οι Τάταροι είναι αποτέλεσμα της ανάμιξης των Βουλγάρων του Βόλγα με τους Τουρκομογγόλους της Χρυσής Ορδής. Οι δε Τσουβάς, ένας κλάδος των Τατάρων θεωρείται πως έλκουν απευθείας την καταγωγή τους από τους Βουλγάρους του Βόλγα.
Ο Σλοβάκος Ιωσήφ Σάφαρικ το 1837, στο έργο του «Σλαβικές αρχαιότητες» διατύπωσε την άποψη ότι οι παλαιοί Βουλγάροι ήταν φυλές που κατοικούσαν στα Ουράλια όρη και μιλούσαν κάποια φιννοουγγρική γλώσσα. Την άποψη αυτή την υιοθέτησε και ο Βούλγαρος ιστορικός Μαρίν Ντρίνοφ9 καθώς και ο εγγονός του Σάφαρικ, ο Κοσταντίν Ίρετσεκ, το 1876, στο έργο του «Ιστορία των Βουλγάρων»10.
Το 1826, ο Γερμανός γλωσσολόγος και ιστορικός Ιούλιος Κλάπροθ (Julius Heinrich Klaproth, 1783 – 1835), και λίγο αργότερα, το 1837, ο επίσης Γερμανός ιστορικός Γιόχαν Κάσπαρ Τσόις (Johann Kaspar Zeuß, 1806 – 1856), συνέδεσαν τους παλαιούς Βούλγαρους με τους Ούννους. Όταν η θεωρία αυτή υιοθετήθηκε από τον μεγάλο Βούλγαρο ιστορικό Β. Ζλατάρσκι (Васил Златарски, 1866-1935), το γλωσσολόγο Δ. Ντέτσεφ (Димитър Фердинандов Дечев, 1877-1958), αποτέλεσε την «επίσημη θέση» της βουλγάρικης ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα την περίοδο μέχρι την αλλαγή του κοινωνικό-πολιτικού συστήματος της Βουλγαρίας το 1944. Την επιχειρηματολογία του Ζλατάρσκι υιοθέτησαν και ιστορικοί όπως ο Ρώσος Μιχαήλ Ιλλαριόνοβιτς Αρταμόνοφ (Михаил Илларионович Артамонов, 1898 – 1972) ο Άγγλος Στήβεν Ράνσιμαν (Sir James Cochran Stevenson Runciman, 1903 – 2000), ο Βούλγαρος Πέτερ Μουταφτσίεφ (Петър Стоянов Мутафчиев, 1883 – 1943). Ο Ζλατάρσκι ακολουθώντας την συλλογιστική του Γάλλου συγγραφέα και διπλωμάτη του 18ου αι., Ζόζεφ ντε Λιν (Charles Joseph prince de Ligne 1735-1814), συνδέει τους Ούννους με τους Χιουνγκ-Νου ή Ξιουνγκ-Νου ή Σιονγκ-νου (κινεζικά: 匈奴, pinyin: Xiongnu). Στο βασικό του σύγγραμμα «Ιστορία του Βουλγάρικου κράτους κατά το Μεσαίωνα», το 1918, αναφέρει: «Την πρωταρχική ιστορία των Βουλγάρων αναμφίβολα πρέπει να την ψάξουμε στην ιστορία εκείνων των μεσο-ασιατικών τούρκικων λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί με το όνομα Χιουνγκ-Νου στις κινέζικες χρονογραφίες και Ούννοι στους Ευρωπαίους συγγραφείς, γιατί πολύ συχνά το όνομα Βούλγαροι στους Μεσαιωνικούς συγγραφείς προσδιορίζεται με το όνομα Ούννοι, ενώ στους Βυζαντινούς δημιουργούς του 6ου αι., οι οποίοι βλέπετε δεν γνωρίζουν το όνομα Βούλγαροι, τους προσμετρούν στα ονομαζόμενα Ουννικά έθνη, ακριβώς αυτά τα φύλα που τελικώς θα γίνουν γνωστά με το όνομα Βούλγαροι»11. Όπως είναι γνωστό οι Χιουνγκ-Νου είναι νομάδες της Κεντρικής Ασίας, που υπό την ηγεσία του Mαντού Σανγιού το 209 π.Χ., σχημάτισαν συνομοσπονδία φυλών της Μογγολικής στέπας που εξελίχθηκε σε γιγαντιαία αυτοκρατορία. Η εξουσία τους περιελάμβανε περιοχές της νότιας Σιβηρίας, Μογγολίας, δυτικής Μαντζουρίας καθώς και τις κινεζικές επαρχίες της Εσωτερικής Μογγολίας, Γκανσού και Ξινγιάνγκ. Οι σχέσεις μεταξύ των πρώιμων κινεζικών δυναστειών και των Χιουνγκ-Νου ήταν πολύπλοκες, με επαναλαμβανόμενες περιόδους στρατιωτικών συγκρούσεων και πολιτικής ίντριγκας και περιόδους εμπορικών συναλλαγών, τιμητικών εκδηλώσεων και γαμήλιων συμφωνιών. Κάποιοι ιστορικοί12, μάλιστα πιστεύουν ότι το Σινικό Τείχος, ένα μέρος του οποίου κτίσθει την περίοδο των Δυναστειών Τσιν και Χαν, είχε ως σκοπό ακριβώς να προφυλάξει την Κίνα από τις επιδρομές των Χιουνγκ-Νου. Όμως από το 133 π.Χ. ο Κινέζος αυτοκράτορας Βου υιοθέτησε πιο επιθετική πολιτική και έπειτα από αλλεπάλληλες μάχες τα επόμενα χρόνια, επέκτεινε την κινεζική επιρροή δυτικά και νότια, καταλαμβάνοντας την στρατηγικής σημασίας περιοχή της Κανσού, αποκόπτοντας τους Χιουνγκ-Νου από δυνητικούς συμμάχους από το Θιβέτ. Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ, εντείνονται οι εσωτερικές διαμάχες που φτάνουν και σε εμφύλιες συρράξεις ανάμεσα στους διαδόχους του Mαντού Σανγιού. Γύρω στο 50 μ.Χ., μετά τον δεύτερο εμφύλιο των Χιουνγκ-Νου, οι Νότιοι Χιουνγκ-Νου υποτάχθηκαν στην Κίνα, ενώ οι Βόρειοι Χιουνγκ-Νου παρέμειναν ανεξάρτητοι. Σύμφωνα με τον Ζόζεφ ντε Λιν, ένα τμήμα αυτών των Βορείων Χιουνγκ-Νου, οι λεγόμενοι «Δυνατοί Χιουνγκ-Νου», περίπου στα μέσα του 2ου μ.Χ αιώνα, μεταναστεύουν δυτικά στην περιοχή ανάμεσα στα δύο ποτάμια Ουράλη και Βόλγα, ενώ τον 5ο αι., κάνουν την εμφάνιση τους στην Ευρώπη με την ονομασία «Ούννοι»13. Ο Ζλατάρσκι θα αξιοποιήσει την ανακάλυψη του Καταλόγου Ονομάτων των Βούλγαρων Ηγεμόνων (βλ. μέρος δεύτερο,) ως την γραπτή πηγή που επιβεβαιώνει το αφηγημά του. Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε εδώ, σχετικά με τον Ζλατάρσκι, είναι ότι ο ίδιος σημειώνοντας τις 4 θεωρίες για την προέλευση των Χιουνγκ-Νου, αλλά και των Ούννων (μογγολική, τουρκική, φιννική και σλαβική) δείχνει την προτίμηση του προς την τουρκική αναφέροντας ότι: «Γι’ αυτό αυτή η θεωρία είναι η πιο διαδεδομένη και θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι αυτή έχει κερδίσει την γενική εκτίμηση στην επιστήμη της ιστορίας»14. Άρα σε κάθε περίπτωση αναφερόμενος στους Ούννους τους θεωρεί τουρκικά και όχι μογγολικά φύλα. Είναι επομένως τεχνητή η διαχωριστική γραμμή που επιχειρήθηκε να μπει ανάμεσα στην Ούννο – αλταϊκή, εκδοχή της προέλευσης των Προβουλγάρων που υιοθετεί ο Ζλατάρσκι και στην Τούρκο – αλταϊκή, που θα υποστηρίξουν οι ιστορικοί «νέας κοπής», με την αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος το 1944. Ουσιαστικά η Ούννο – αλταϊκή εκδοχή, είναι υποκατηγορία της Τούρκο – αλταϊκής εκδοχής.
Το νέο καθεστώς μετά την 9η Σεπτέμβρη 1944, κρατά εξαιρετικά αρνητική στάση απέναντι στους καταξιωμένους ιστορικούς επιστήμονες της παλαιάς φρουράς, στους οποίους δόθηκε η ετικέτα των «υπηρετών επιστημόνων της καπιταλιστικής τάξης». Ο Βέλκο Τσερβένκοφ15 (Вълко Вельов Червенков, 1900 – 1980), το 1948 σε μια ομιλία του υπόσχεται «να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία16 από την κοπριά της αστικής ιστοριογραφίας» και να την τοποθετήσει «σε πραγματικές σταθερές και επιστημονικές βάσεις»17. Πρωτεργάτης αυτής της προσπάθειας, ορίστηκε ο ιστορικός Αλεξάντερ Μπούρμοφ (Александър Бурмов, 1911-1965). Το 1948, σε ένα άρθρο του «Σχετικά με το ζήτημα της προέλευσης των προβουλγάρων»18 ασκεί κριτική στην θέση του Ζλατάρσκι για την Ουννική προέλευση των Προβουλγάρων και αντιπροτείνει την υπόθεση της Σαρματικής προέλευσης τους19, που πρώτος είχε διατυπώσει ο Σοβιετικός ιστορικός και φιλόλογος Νικολάι Μαρρ (Николай Яковлевич Марр, 1864 – 1934). Η θέση του Μαρρ είχε αρχικό και ένθερμο υποστηρικτή τον ίδιο τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν (Иосиф Виссарионович Сталин, 1878 – 1953), άρα αποτελούσε επίσημη θέση της Σοβιετικής ιστοριογραφίας και την υποστήριζαν ερευνητές όπως ο Νικολάι Ντερζάβιν (Николай Севастьянович Державин, 1877 – 1953), ο Αλεξέι Σμιρνόφ (Алексей Петрович Смирнов, 1899 – 1974) και ο Βασίλη Σιροτένκο (Василий Трофимович Сиротенко, 1915 – 2006). Όλα αυτά μέχρι τις 20 Ιούνη του 1950, οπότε και δημοσιεύεται στην Πράβντα, ένα άρθρο του Στάλιν με τίτλο: «Ο Μαρξισμός και τα ζητήματα της γλωσσολογίας». Σε αυτό ο απόλυτος ηγέτης ασκεί έντονη κριτική στις ιδέες του Μαρρ. Τον κατηγορεί για «ψευδομαρξισμό και ιδεαλισμό», ενώ η θεωρία του για την «ταξικότητα της γλώσσας», στιγματίστηκε ως «πρωτογονο-αναρχική». Πως θα μπορούσε ο μαρξιστής – λενινιστής ιστορικός Μπούρμοφ, να έρθει σε σύγκρουση με την θέση του Ηγέτη «ιστορικού, γλωσσολόγου, οικονομολόγου, πολιτικού, φιλόσοφου, στρατηγού, πολιτικού μηχανικού……», Στάλιν; Απλά δεν θα μπορούσε. Όχι και από την θέση του καθηγητή και πρόεδρου της έδρας Βουλγαρικής ιστορίας και ιστορίας του Βυζαντίου στην Ιστορικο-φιλολογική σχόλη του Πανεπιστημίου της Σόφιας (1947 – 1965), υπεύθυνου την ίδια περίοδο, του Τμήματος πηγών και βιβλιογραφίας της Βουλγάρικης Ακαδημίας Επιστημών, ιδρυτή και υπεύθυνου έκδοσης, του περιοδικού «Ιστορική ανασκόπηση», και συγγραφέα του κεφαλαίου του δίτομης Ιστορίας της Βουλγαρίας (1954-1955) που αναφέρεται στον μεσαίωνα. Εφόσον δεν μπορούσε να υποστηρίξει την ινδοευρωπαϊκή (Σαρματική) προέλευση των Προβουλγάρων ούτε και την Ουννο-αλταική του «αστού» Ζλατάρσκι και του «φασίστα» Μουταφτσίεφ, η λύση ήταν να αναφερθεί γενικά και αόριστα στην Τούρκο – αλταϊκή προέλευση20, των Προβουλγάρων. Χωρίς να αναφέρεται πουθενά ούτε μέσα στο κείμενο, ούτε στις υποσημειώσεις, ούτε καν στην βιβλιογραφία του πρώτου τόμου της Ιστορίας της Βουλγαρίας, στην επικράτηση αυτής της άποψης, μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι έρευνες Βουλγάρων φιλολόγων, γλωσσολόγων και ιστορικών όπως του Ι. Σισμάνοφ (Иван Шишманов, 1862-1928)21, του Στ. Μλαντένοφ (Стефан Младенов, 1880-1963)22, του Β. Μπέσεβλιεφ (В. Бешевлиев, 1900-1992)23, που τοποθετούν την γλώσσα που ομιλούσαν οι Προβούλγαροι στην τουρκική οικογένεια γλωσσών24. Βέβαια τον καταλυτικό ρόλο για την επικράτηση της Τούρκο – αλταϊκής υπόθεσης, έπαιξε η έγκριση του κόμματος. Έκτοτε και για τα επόμενα 40 χρόνια η Βουλγάρικη ιστορία, στηριζόταν και παρουσιαζόταν μέσα από το δόγμα της Τούρκο – αλταϊκής υπόθεσης.
Για παράδειγμα ο ακαδημαϊκός Β. Γκιουζέλεφ (Васил Гюзелев, 1936 – ) αναφέρει ότι: «το πρόβλημα της προέλευσης και της εθνικής ταυτότητας των Προβουλγάρων, πρέπει να εξετάζεται ως μέρος της διαδικασίας διάλυσης, διαφοροποίησης και διαμόρφωσης ξεχωριστών ομάδων, της άλλοτε ενιαίας Κεντροασιατικής Αλταϊκής εθνο-γλωσσικής κοινότητας […] Τα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η κοιτίδα των αρχαίων Βουλγαρικών φυλών είναι η περιοχή Τουράν25»26. Ο Πέτερ Πετρόφ (Петър Петров, 1924 – ) αναφέρει ότι η πρώτη πατρίδα των Προβουλγάρων είναι τα όρη Αλτάι27, στην οποία δημιουργήθηκε και έζησε για διάστημα πολλών αιώνων η τουρκική εθνο-γλωσσική κοινότητα. Ξεκινώντας από την Μογγολία πότε μόνοι τους και πότε με Ουννικά φύλα κινήθηκαν από την Ασία προς την Ανατολική Ευρώπη28. Επίσης ο Ιβάν Μπόγκντανοφ (Иван Богданов, 1910 – 1992) σημειώνει ότι: «Πλέον ελάχιστοι επιστήμονες εκφράζουν αμφιβολίες σε σχέση με την κατάταξη των Προβουλγάρων στους ονομαζόμενους Τουρανικούς ή Τουρκικούς με την ευρεία έννοια του όρου, λαούς – κρίκος της μεγάλης οικογένειας των Αλταϊκών λαών, των οποίων η κοιτίδα είναι η Κεντρική Ασία»29.
Μετά την αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος το 1989, και την άρνηση σε κάθε τομέα του παλαιού στάτους κβο, ξαναήρθε στην επιφάνεια η υπόθεση της ινδοευρωπαϊκής προέλευση των Προβουλγάρων, μέσω της εκδοχής που υποστηρίζει ο οικονομολόγος με ειδίκευση στην οικονομική ιστορία, Πέτερ Ντόμπρεφ (Петър Добрев, 1943 – ). Σε μια σειρά από δημοσιεύματα και βιβλία που απευθύνονται στο ευρύ κοινό30, ο Ντόμπρεφ, ισχυρίζεται ότι οι Πρωτοβούλγαροι είναι 100% ιρανικός λαός και πολύ πριν έρθουν στην περιοχή βορείως του Καυκάσου ζούσαν ανατολικά, στην περιοχή των ποταμών Αμού Ντάρια και Συρ Ντάρια, στους πρόποδες του όρους Ιμάι ή Ιμεόν (των σημερινών οροσειρών του Παμίρ και του Χίντου Κους)31. Εδώ δεν είναι ο χώρος να αναπτύξουμε τις θέσεις του Ντόμπρεφ, ούτε την κριτική που του κάνουν οι περισσότεροι επαγγελματίες ιστορικοί32, αν και δεν λείπουν και αυτοί που συντάσσονται με τις απόψεις του, όπως ο Γκεόργκι Μπακάλοφ33, και ο Μποζιντάρ Ντιμιτρόφ34.
Ταξινομώντας τις υποθέσεις προέλευσης των Προβουλγάρων θα βάλουμε σε ξεχωριστή ομάδα όλους εκείνους τους ερευνητές που θεωρούν ότι οι παλαιοί Βούλγαροι έχουν προέλθει από την σμίξη διαφόρων φυλών κυρίως τουρκικής και ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Αυτής της άποψης είναι ο Α.Α Κούνικ (А. А. Куник, 1814 – 1899), ο Γ. Μοράφτσικ (Gyula Moravcsik, 1892 – 1972), ο Γκέζα Φέχερ (Fehér Géza, 1890 – 1955), ο Βεσελίν Μπέσεβλιεφ, ο Ράσο Ράσεφ (Рашо Рашев, 1943 – 2008), κ.ά.
Ο Β. Μπέσεβλιεφ αναφέρει «δεν είναι σίγουρο εάν οι Βούλγαροι ήταν ομοιογενείς τουρκόγλωσσες ομάδες ή ετερογενείς. Το τελευταίο φαίνεται να είναι πιθανότερο. Σε κάθε περίπτωση αυτοί δεν είναι Ούννοι, όπως ορισμένοι λανθασμένα, δέχονται. Οι Βούλγαροι ίσως ήταν ένωση διαφόρων τουρκικών φυλών, τα οποία είχαν υιοθετήσει το όνομα της ιθύνουσας φυλής, όπως γινόταν συχνά και με άλλα τούρκικα και συγγενικά φύλα στην απέραντη Κεντρική Ασία»35.
Ο αρχαιολόγος Ράσο Ράσεφ υποστηρίζει ότι η φυλή των Βουλγάρων (Προβουλγάρων) αποτελείται από τρεις εθνο-γλωσσικές ομάδες – ιρανική, ουγγρική και τούρκικη. Η διαμόρφωση της πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια. Καταρχάς μέσα στα πλαίσια της Ουννικής φυλετικής ένωσης, από τον 2ο μέχρι τον 4ο αιώνα, όταν και αυτονομήθηκε ως ανεξάρτητη εθνική μονάδα, διαφορετική από τους Ούννους. Σε ένα δεύτερο στάδιο τον 5ο και 6ο αιώνα, με την ένωση των παραπάνω πληθυσμών, με φυλές που μιλούσαν ιρανικές γλώσσες, στις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης και νέων ουγγρικών ομάδων της Ασίας36. Η γλώσσα του αριστοκρατικού στρώματος των Προβουλγάρων ήταν τουρκική, και όπως ήταν φυσικό στον κρατικο-πολιτικό και πολιτιστικό τομέα, ήταν έντονη η επίδραση του Ουννικού και Δυτικο-τουρκικού χαγανάτου. Ο Ράσεφ όμως τονίζει, ότι θα ήταν λάθος οι αποδείξεις που αναφέρονται στην γλώσσα και στα έθιμα της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας (ηγεμόνας, μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, ανώτατοι αξιωματικοί), όπως γλωσσικά υπολείμματα του Καταλόγου ονομάτων των Βουλγάρων ηγεμόνων, βυζαντινές γραπτές πηγές, βουλγάρικες επιγραφές, και μια σειρά κεντροασιατικής προελεύσεως στοιχεία του υλικού πολιτισμού του Πρώτου Βουλγάρικου κράτους, όπως το ζωδιακό δωδεκαετές ημερολόγιο, η προσωπολατρία προς τον θεό Τάνγκρα ή Τένγκρι, μηχανικά να γενικεύονται για το σύνολο του Προβουλγάρικου πληθυσμού37. Εάν ήταν ομοιογενείς τουρκικός πληθυσμός το σύνολο των Προβουλγάρων γιατί έχουν διασωθεί, σύμφωνα με το γλωσσολόγο Μλαντένοφ, μόνο 14 λέξεις παλαιοτουρκικής προέλευσης στην βουλγαρική γλώσσα (българин, България, бисер, болярин, белег, белчуг, капище, кумир, пашеног, сан, сановник, тояга, чертог, чипаг)38. Εάν σε αυτές προσθέσουμε και ορισμένες επιπλέον λέξεις (балван, книга, кокиче, кутре, куче, мома, момък, момче, сур, сумата, хубав, шаран, шума, κ.ά.), που συμπλήρωσαν άλλοι γλωσσολόγοι40, το συνολό τους, δεν υπερβαίνει τις 40! Σε αυτό υπάρχει λογική εξήγηση: Ο Μλαντένοφ θα το αποδώσει στο ολιγάριθμο των Προβουλγάρων, που πέρασαν τον Δούναβη. Αριθμητική προσέγγιση θα κάνει πρώτος τον 12ο αι., ο χρονογράφος Μιχαήλ ο Σύριος (10 000). Έκτοτε διάφοροι ιστορικοί όπως Κ. Ίρετσεκ, Β. Ζλατάρσκι, Π. Μουταφτσίεφ, Α. Μπούρμοφ, Δ. Άγγελοφ κ.ά. θα ανεβάσουν τον αριθμό σε ορισμένες δεκάδες χιλιάδες. Ο Ράσεφ θα δώσει μια διαφορετική λογική εξήγηση που δεν στηρίζεται στον αριθμό των Προβουλγάρων, αλλά στην ανθρωπολογική ανάλυση των σκελετών στο σύνολο των καταγεγραμμένων μέχρι σήμερα νεκροπόλεων. Το συμπέρασμα που εξάγει είναι ότι τα περισσότερα ταφικά ευρήματα παραπέμπουν σε σαρματικού και αλανικού τύπου ταφικά έθιμα, άρα το μεγάλο ποσοστό των Προβουλγάρων (ο λαός και όχι η αριστοκρατική κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας) δεν ήταν τουρκόγλωσσοι, αλλά ιρανόγλωσσοι40.
Σκοπός της σημερινής ανάλυσης ήταν η παρουσίαση των βασικών μερών της αρχιτεκτονικής του λαβυρίνθου της βουλγάρικης εθνογένεσης, όπως αποτυπώνεται μέσα στην ιστοριογραφία. Δυστυχώς, όπως καταλάβατε δεν έχω να σας προσφέρω τον Μίτο της Αριάδνης, για να μπορέσετε να βρείτε την έξοδο του Λαβυρίνθου. Αν αυτό σας καθησυχάζει πρέπει να ξέρετε ότι εγκλωβισμένοι για πάνω από ένα αιώνα σ’ αυτόν το λαβύρινθο βρίσκονται όλοι όσοι επαγγελματικά ή μη, έχουν ασχοληθεί με την περίοδο της μετάβασης από την προϊστορία στην ιστορία των Βουλγάρων.
Σημειώσεις:
- https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%95%D1%80%D0%BD%D0%B5%D1%81%D1%82_%D0%A0%D0%B5%D0%BD%D0%B0%D0%BD;
- Βλ. Паисий Хилендарски, 2006г. σ. 6;
- Βλ. Ангелов, Д., 1971, σ. 40;
- Βλ. Ценов, Г. 2004, σ. 20;
- Βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ, σ. 82;
- Βλ. Божилов И. & Гюзелев В., 1999г., σσ. 7 – 8;
- Βλ. Μπακάλοφ Γ., Ματάνοφ Χ., Μίτεφ Π., κ.ά., 2015, σ. 24;
- Βλ. Шафарик. П. И. „Славянские древности”, 1837;
- Βλ. Дринов, М. „Поглед върху произхождението на българския народ и началото на неговата история”, 1869;
- Βλ. Иречек, К., 1978, σσ. 143 – 154;
- Βλ. Златарски, В., 2007, σ. 21;
- Βλ. Asimov I., 2011, σ. 128, καθώς και Рашев, Р. σ. 30;
- Ο Αυστριακός ιστορικός Οτο Γ. Μένχεν-Χέλφεν (1894-1969) ήταν ο πρώτος, που αμφισβήτησε την πρόσέγγιση του Ζόζεφ ντε Λιν, δίνοντας έμφαση στη σημασία της αρχαιολογικής έρευνας. Έκτοτε, ο προσδιορισμός των Χιονγκ-νου ως πρόγονων των Ούννων είναι αμφιλεγόμενη;
- Βλ. Златарски, В., 2007, υποσημ. 1, σ. 21;
- Ο Β. Τσερβένκοφ, γαμπρός του Γ. Ντιμιτρόφ, την περίοδο 1949 έως 1954 διετέλεσε Πρώτος/Γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής(Κ.Ε.) του Βουλγάρου Κομουνιστικού Κόμματος (ΒΚΚ) και πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (ΛΔΒ), την περίοδο 1950 – 1956. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, και την προσπάθεια αποσταλινοποίησης του Κομουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ήρθε και η σειρά της σταδιακής αποκαθήλωσης του Β.Τσερβένκοφ από τις εξουσίες που κατείχε μέσα στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό. Τον Ιανουάριο του 1954 καταργείται η θέση του Γενικού γραμματέα της Κ.Ε. του ΒΚΚ και Πρώτος γραμματέας γίνεται ο Τ. Ζίβκοφ. Μετά την Απριλιανή Ολομέλεια του ΒΚΚ, το 1956, ο Τσερβένκοφ κατηγορήθηκε για την καλλιέργεια του κλίματος της προσωπολατρίας και των εκκαθαρίσεων, μέσα στο κόμμα. Στα τέλη του 1961 καθαιρείται από μέλος του Πολιτικού Γραφείου (Π.Γ), ενώ την περίοδο 1962 – 1969, διαγράφεται και από το κόμμα. Πεθαίνει στην Σόφια, στις 21 Οκτώβρη 1980, σε ηλικία 80 ετών;
- Η Κόπρος του Αυγεία ήταν η κοπριά που είχε συγκεντρωθεί στους τεράστιους στάβλους του βασιλιά της Ήλιδος Αυγεία με τα 3.000 βόδια, οι οποίοι δεν είχαν καθαρισθεί επί πολλά (αναφέρεται και 30) χρόνια. Το καθάρισμα αυτών των στάβλων από όλη την κοπριά μέσα σε μία μόνο ημέρα ήταν ο πέμπτος άθλος του Ηρακλή. Στο https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8C%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1;
- Βλ. Марков Г. Половин век институт по история на БАН Στο: http://www.ihist.bas.bg/nachalo_istorija.htm;
- Към въпроса за произхода на прабългарите. София: Бълг. ист. д-во, 1948;
- Οι Σαρμάτες, ήταν αρχαίος νομαδικός πολεμικός λαός ιρανικής καταγωγής που κατά τον 6ο – 4ο αιώνα π.Χ. είχαν εγκατασταθεί στα Ουράλια. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. υπέταξαν τους Σκύθες καταλαμβάνοντας όλη την περιοχή τους. Επί βασιλείας του Νέρωνα οι Σαρμάτες εισέβαλαν στη περιοχή της Μοισίας και συμμαχώντας με διάφορα γερμανικά φύλλα αποτέλεσαν μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. σημαντική απειλή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τον 2ο αιώνα είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Δακία και στη περιοχή του Κάτω Δούναβη αποτελώντας την Σαρματία, μέχρι που τον επόμενο αιώνα συνετρίβησαν από τους Γότθους. Τελικά η Σαρματία, που εκτεινόταν από τα ΒΑ. Βαλκάνια, δυτικά, μέχρι και την Γεωργία ανατολικά, έπαψε να υφίσταται μετά την εισβολή των Ούννων το 370. Όσοι Σαρμάτες επέζησαν του αφανισμού άλλοι κατέφυγαν στη Δύση, άλλοι αναγκαστικά ενώθηκαν με τους Ούννους για να πολεμήσουν τους τελευταίους Γότθους και κάποιοι άλλοι κατέφυγαν στα παράλια της Βαλτικής. Κατά τον 6ο αιώνα οι Σαρμάτες και οι απόγονοι αυτών είχαν πλέον εκλείψει. Στο: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82;
- Βλ. История на България т.І, 1954, σ. 57;
- Βλ. Шишманов И., 1900, Критичен преглед на въпроса за произхода на прабългарите от езиково гледище и етимологиите на името „българин”, СбНУНК, XVI—XVII, σσ. 505—753;
- Βλ. Младенов Ст., 1928. Положението на Аспаруховите българи в реда на тюркския клон от арио-алтайските семейства, БИБ, I, кн. 1, σσ. 49—71;
- Βλ. Бешевлиев, В., 1981;
- Πρόκειται για γλωσσική οικογένεια που περιλαμβάνεται στην αλταϊκή ομάδα γλωσσών. Τουρκικές γλώσσες μιλιούνται από τους τουρκικούς λαούς της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε πολλές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας -Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Κιργιζία, Τουρκμενιστάν και Αζερμπαϊτζάν, από τμήματα του πληθυσμού στο Ιράν, το Αφγανιστάν και τη Μογγολία, καθώς και στην Τουρκία;
- Οι αρχαίοι Πέρσες ονόμαζαν Τουράν την παλαιά λεγόμενη περιοχή του Τουρκεστάν καθώς και τη χώρα των Τατάρων. Στις περσικές μυθικές παραδόσεις πρώτος βασιλιάς του Τουράν ήταν ο Τουρ, γιος του Φεριντούν, απ΄ όπου και έλαβε το όνομα η περιοχή. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η περιοχή, ούτε το Τουρκεστάν ως χώρα, αντ’ αυτών υφίσταται το Τουρκμενιστάν με διαφορετικά όρια. Στο: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AC%CE%BD_(%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%87%CE%AE);
- Βλ. Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999, σ. 82;
- Η οροσειρά Αλτάι η όρη Αλτάι είναι οροσειρά στην Ανατολική-Κεντρική Ασία, στο σημείο όπου συναντώνται η Ρωσία, η Κίνα, η Μογγολία και το Καζακστάν και όπου πηγάζουν οι ποταμοί Ιρτίς και Ομπ. το βορειοδυτικό άκρο της οροσειράς βρίσκεται στις συντεταγμένες 52° N και μεταξύ των 84° και 90° E (όπου συγχωνεύεται με τα όρη Σαγιάν ανατολικά) και εκτείνεται νοτιοανατολικά από 45° N και 99° E, όπου συγχωνεύεται με τα υψίπεδα της ερήμου Γκόμπι. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC_%CE%91%CE%BB%CF%84%CE%AC%CE%B9;
- Βλ. Петров, П., 1981, σ. 77;
- Богданов, И., 1976, σ. 9;
- Η παραγωγικότητα, θα πουν ορισμένοι, ή η φλυαρία, θα πουν οι περισσότεροι, του Ντόμπρεφ είναι μοναδική. Μέσα σε 30 χρόνια έχει εκδόσει 31 βιβλία. Βλ. «Стопанската култура на прабългарите», (1986), «Прабългарите – произход, език, култура», (1991), «Каменната книга на прабългарите», (1992), «Необясненото и необикновеното в ранната българска история», (1993), «Светът на прабългарите», (1994), «Преоткриването на прабългарския календар», (1994), «История на българската държавност», (1995), «Езикът на Аспаруховите и Куберови българи», (1995), «Българи. Тюрки. Славяни», (1996), «Universum Protobulgaricum», (1996), «Сказанието на атиловите хуни», (1997), «Българските огнища на цивилизация на картата на Евразия», (1998), «Царственик на българското достолепие», (1998), «Българите през вековете: По пътя на небесната сърна – Българският щит над Европа», (2000), «Българите през вековете: По пътя на небесната сърна – Българската Троя», (2000), «Мисли пред храма на вековете», (2000), «Кои сме ние българите», (2000), «Непознатата Древна България», (2001), «Българи и арменци – заедно през вековете», (2001) «Името Българи-ключ към древната българска история», (2002), «Да изтръгнеш слово от камъка», (2002), «За държавата и властта» (2003), «Балхара край Памир» (2004), «Сага за древните българи. Прародина и странствания», (2005), «Златният фонд на българската древност» (2006), «Звездната вяра на древните българи», (2007), «Великото историческо тайнство: Κак е възникнал българският народ», (2009), «Древните българи в световната наука», (2010), «Стопанството и цивилизацията на Волжка България», (2010), «Сензациите в историята. Преглед на най-нашумелите истински и фиктивни открития», (2011), «Духът на България: Българите от I до XXI век по най-нови данни» (2016);
- Βλ. Добрев, П., 2005, σσ. 30 – 38;
- Βλ. Войников Ж., 2013, σσ. 20 – 23;
- Βλ. Μπακάλοφ Γ., Ματάνοφ, Χ.,…, 2015, σ. 24;
- Βλ. Димитров, Б., 2005, σ.17 και σ. 23;
- Βλ. Бешевлиев, В., 1981, σ.16;
- Βλ. Рашев, Р., 2005, σ. 27;
- Βλ. Рашев, Р., 1992, σ. 1;
- Βλ. Младенов Ст., 1921. Вероятни и мними остатъци от езика на Аспаруховите българи в новобългарската реч. ГСУ, ИФФ, XVII, σσ. 201 – 228;
- Βλ. Боев Е., 1965. За предтурското тюркско влияние в българския език — още няколко прабългарски думи. БЕ, XV, 1, σσ.1 – 17;
- Όπως είναι γνωστό η μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια είναι η ινδοευρωπαϊκή. Περιλαμβάνει δέκα κύριους κλάδους γλωσσών (Τοχαρικό, Ινδοϊρανικό, Ανατολικό, Ελληνικό, Ιταλικό, Γερμανικό, Κελτικό, Αρμενικό, Βαλτοσλαβικό, Αλβανικό) Ο Ινδοϊρανικός κλάδος περιλαμβάνει τις Ινδικές ή Ινδοάριες γλώσσες και τις Ιρανικές γλώσσες. Στην Ιρανική ομάδα περιλαμβάνονται: η Αρχαία Ιρανική (Αβεστική και Αρχαία Περσική), η Μεσαιωνική Ιρανική και η Νεότερη Ιρανικη. Στην τελευταία περιλαμβάνονται η Νεοπερσική, η Κουρδική, η Αφγανική και η Πάστο. Βλ. Μπαμπινιώτης, Γ., 2010. Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα, Εκδόσεις: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, ΕΠ 34.
Βιβλιογραφία:
- Asimov I., 2011. Το χρονικό του κόσμου. E-book. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης;
- Ангелов, Д., 1971 г. Образуване на българската народност. София: Издателство Наука и изкуство;
- Бешевлиев, В., 1981г. Прабългарски епиграфски паметници. София: Издателство на Отечествен фронт;
- Бешевлиев, В., 1992г. Първобългарски надписи (Второ преработено и допълнено издание). София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Богданов, И., 1976г. Прабългари. Произход, етническо своеобразие, исторически път. София: Издателство Народна просвета;
- Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999г. История на България в три тома. Том І. История на Средновековна България VII-XIV век. София: ИК „Анубис”;
- Василев, В., 2009г. Древните българи. Факти, хипотези, измислици. София: Издателство Изток-Запад;
- Делев, П., Бакалов, Г., Ангелов, П., Георгиева, Цв., Митев, Пл., Илчев, И., Калинова, Е. & Баева, Ис., 2001г. История на България. От древността до наши дни. Учебник за 11. клас. София: Издателство „Планета-3”;
- Димитров, Б., 2005г. 12 мита в българската история. София: Издателство Фондация Ком;
- Добрев, П., 2005г. Сага за древните българи. Прародина и странствания. София: Издателство „Кама”;
- Ernest R., 2009. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΘΝΟΣ-ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΡΟΕΣ;
- Златарски, В., (подъ редакцията), 1909. СЪЧИНЕНИЯ НА М. С. ДРИНОВА. Томъ I. София: Държавна печатница;
- Златарски, В., 2007г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852). Трето фототипно издание. София: Издателство „Захарий Стоянов“ и Университетско издателство „Св. Климент Охридски“;
- Иречек, К., 1978г. История на българите. С поправки и добавки от самия автор. Под ред на П. Петров. София: Издателство „Наука и изкуство“;
- Войников Ж., 2013г. Теории за произхода на древните българи. Глава 1, στο Павлов, Пл. § Владимиров, Г., (Под редакция), Българска национална история. Древните българи, Старата Велика България и нейните наследници в източна Европа през средновековието. Том II. Велико Търново: Издателство „АБАГАР“;
- Паисий Хилендарски, 2006г. История славянобългарска. София: Издателство Дамян Яков;
- Петров П., 1951г. Буржуазно-идеалистическите и реакционно-фашистките възгледи на проф.Петър Мутафчиев. София: сп.Исторически преглед, кн 4-5;
- Петров, П., 1981г. Образуване на българската държава. София: Издателство „Наука и изкуство“;
- Рашев, Р., 1992г. За произхода на прабългарите. Στο: http://www.kroraina.com/bulgar/rashev_bg.html;
- Рашев, Р., 2005г. Прабългарите през V-VII век. София: Издателска къща „ОРБЕЛ“;
- Runciman, S., 1993. История на Първото Българско Царство. София: Издателство „Иван Вазов“/ „Силует“;
- Ценов, Г. 2004г. Кроватова България и покръстването на българите. Трето издание. София: Издателство Хелиопол;
- Ценов, Г. 2014г. Произходът на българите и начало на българската държава и българската църква. Четвърто преработено издание. София: Издателство Хелиопол;
- Чобанов, Т., 2010г. Изследвания върху културата на старите българи. София: Издателство „Тангра ТанНакРа“;
- Μπακάλοφ Γ., Ματάνοφ, Χ., Μίτεφ Π., Ίλτσεφ Ι., Μαρίνοβα – Χριστίδη Ρ., 2015. Ιστορία της Βουλγαρίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο;
- Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ· ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΨΟΖʹ ΕΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΩΣ ΕΤΟΥΣ ΣΤΕʹ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΔΕ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΣΤΚΑʹ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: www.aegean.gr/culturaltec/chmlab;
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20of%20Antioch_PG%2077,132/HISTORIA%20CHRONIKE.pdf.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .