Κατάλογος (Μητρώο) ονομάτων των Βουλγάρων Ηγεμόνων
Μέχρι εδώ παρουσίασα τον βασικό κορμό των χρονογράφων που μέσα από τα γραπτά τους κείμενα, κάνουν αναφορά, έστω και περιληπτική, της πρώτης περιόδου της βουλγάρικης ιστορίας. Εκτός από τις ξένες πηγές όταν γίνεται λόγος για κάποια εγχώρια μαρτυρία, σύσσωμη η βουλγάρικη επιστημονική κοινότητα κάνει αναφορά σε ένα κείμενο που ανακαλύφθηκε από τον Ρώσο σλαβιστή και ιστορικό Α. Ποπόφ (Андрей Николаевич Попов, 1841 – 1881), το 1861, και δημοσιεύθηκε, το 1866, στο δίτομο έργο του «Обзор хронографов русской редакции».
Κάτω από τον τίτλο «Χρονικό Ελληνικό και Ρωμαϊκό», ο Ποπόφ ξεχώρισε συλλογές κειμένων βιβλικού – θρησκευτικού περιεχομένου. Σε δύο απ’ αυτές τις συλλογές, που έχουν συνταχθεί στις αρχές του 16ου αι., εμβόλιμα ανάμεσα στα κείμενα, θα ανακαλύψει ένα μικρό (στην μία συλλογή 22 σειρών, ενώ στην άλλη 23 σειρών) χρονικό, σε δύο φύλα περγαμηνής, στο οποίο απαριθμούνται 13 ή 14, Βούλγαροι ηγεμόνες, με συγκεκριμένες πληροφορίες για τον καθένα: το όνομα του, ένα αριθμό (γραμμένο ολογράφως) που δηλώνει τα έτη ηγεμονίας του, το όνομα της γενεάς του, καθώς και μία φράση που είναι από μεταγραφή άγνωστης γλώσσας, που δηλώνει την ημερομηνία ανάληψης της εξουσίας του. Το 1870 ο Κροάτης ιστορικός, Φράνκο Ράτσκι (Franjo Rački, 1828 – 1894), αυτό το κείμενο, θα το ονομάσει «Κατάλογο ή Μητρώο ονομάτων» (Именник), αφού ουσιαστικά πρόκειται για ένα πίνακα – κατάλογο. Έκτοτε ο Κατάλογος θα πάρει διάφορες ονομασίες οι οποίες «προδίδουν» την θέση του συγγραφέα σχετικά με την υιοθετούμενη άποψη του, για την προέλευση των Βουλγάρικων φύλων (βλ. επόμενη δημοσίευση). Έτσι στην ιστοριογραφία ανάλογα με τον τίτλο που δίδεται στον Βούλγαρο αρχηγό (κνιάζ, χαν, κανάς) ο Κατάλογος θα ονομαστεί αντίστοιχα «Κατάλογος ή Μητρώο ονομάτων των Βουλγάρων Κνιαζέ, ή Χάνων ή Κάνων», (Именник на българските князе, или ханове, или канове). Εγώ θα χρησιμοποιήσω τον τίτλο «Άρχων», μιας και είναι ο τίτλος τον οποίο, όπως αναφέρει ο Β. Μπεσεβλίεφ (В. Бешевлиев, 1900-1992), χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί, «О ЕК ΘEOY APХON»1, όταν αναφέρονταν στον αρχηγό των Βουλγάρων, ή έστω ένα πιο ουδέτερο τίτλο, όπως ο «Ηγεμόνας». Ο Ποπόφ όπως είπαμε ανακαλύπτει και παρουσιάζει όχι μία, αλλά δύο συλλογές που περιλαμβάνουν τον Κατάλογο ονομάτων των Βουλγάρων Ηγεμόνων, και σήμερα φυλάσσονται, η μία στην Κρατική Βιβλιοθήκη Σαλτικώφ-Σεντρίν, στην Αγία Πετρούπολη και η άλλη (μάλλον αντίγραφο του πρώτου) στο Κρατικό Ιστορικό Μουσείο, στη Μόσχα. Το 1946 ο Ρώσος ιστορικός Μ.Τιχομίροφ (Михаил Николáевич Тихомиров, 1893 – 1965), δημοσιεύει2, μία τρίτη εκδοχή του Μητρώου, από μία παλαιότερη συλλογή, απ’ τα τέλη του 15ου αιώνα. Και αυτό το αντίγραφο φυλάσσεται στο Κρατικό Ιστορικό Μουσείο, στη Μόσχα.
Ενώ και οι τρεις εκδοχές του Καταλόγου ονομάτων είναι γραμμένες στη ρωσική εκδοχή της παλαιοσλαβικής, το σύνολο των ιστορικών και γλωσσολόγων, συμφωνούν ότι αποτελούν αντιγραφή ενός κοινού, παλαιότερου, μη διασωθέντος, κειμένου – μητρώου που έχει συνταχθεί στην παλαιοσλαβική, ή όπως οι Βούλγαροι την ονομάζουν – παλαιοβουλγαρική γλώσσα, τον 9ο ή 10ο αιώνα. Εφόσον δεν έχει διασωθεί αυτός ο Κατάλογος, η περαιτέρω διερεύνηση της προέλευσης του, στηρίζεται σε εικασίες και εκτιμήσεις αλλά όχι και σε αποδείξεις. Άρα είναι αναμενόμενο, η φαντασία και η «δημιουργική γλωσσολογία», να οργιάσουν.
Παρακάτω παραθέτω το αυθεντικό κείμενο της τρίτης και παλαιότερης εκδοχής του Καταλόγου, ενώ μετά ακολουθεί η μετάφραση και μεταγραφή του στα ελληνικά, από την απόδοση του στα σύγχρονα βουλγάρικα από έκανε ο Μ. Μόσκοφ (Моско Москов, 1927 – 2001):
Το κείμενο στο αριστερό φύλλο περγαμηνής3, ξεκινά απο την 16η σειρά, με τον Αβιτοχόλ και καταλήγει στο δεξιό φύλο στην 10η σειρά, με τον Ουμάρ.

Ελληνική μεταγραφή και μετάφραση:
«Ο Αβιτοχόλ έζησε 300 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού ντιλομ τβιρεμ. Ο Ιρνίκ έζησε 150 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού ντιλομ τβιρεμ. Ο Γκοστούν ενώ ήταν αντικαταστάτης 2 έτη. Το μεν γένος αυτού Έρμη, το δε έτος αυτού ντοχς τβιρεμ. Ο Κούρτ 60 έτη παρέμεινε. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού σεγκορ βετσεμ. Ο Μπεζμέρ 3 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος εκείνου σεγκορ βετσεμ. Αυτοί οι πέντε άρχοντες κρατούσαν την εξουσία απο την απέναντι πλευρά του Δούναβη 515 έτη, με τα κουρεμένα κεφάλια. Μετά απ’ αυτό ήρθε απο την εδώ πλευρά του Δούναβη ο άρχοντας Ισπερίχ (Ασπαρούχ). Το ίδιο μέχρι τώρα. Ο Εσπερίχ ο άρχων 61 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού βερ αλεμ. Ο Τέρβελ 21 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού τεκου τσιτεμ…..τβιρεμ……..(άγνωστος/οι άρχων/ντες) 28 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού ντβανς σεχτεμ. Ο Σεβάρ 15 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού τοχ αλτομ. Ο Κορμισός 17 έτη. Το μεν γένος αυτού Βοκίλ, το δε έτος αυτού σεγκορ τβιρεμ. Ο άρχοντας αυτός αντικατέστησε το γένος Ντούλο, το λεγόμενο Βιχτούν. Ο Βίνεχ 7 έτη. Το μεν γένος αυτού Ούκιλ, το δε έτος αυτού ιμεν σεγκορ αλεμ. Ο Τελέτς 3 έτη. Το μεν γένος αυτού Ουγκάιν, το δε έτος αυτού σομαρ αλτεμ. Και αυτός στη θέση άλλου. Ο Ουμάρ 40 μέρες. Το μεν γένος αυτού Ούκιλ, το δε έτος αυτού ντιλομ τουτομ».
Ο Ουκρανός ιστορικός Ο. Πρίτσακ (Омелян Йосипович Пріцак, 1919 – 2006), άριστος γνώστης της κυριλλικής αλλά και ελληνικής παλαιογραφίας, μελετώντας μεθοδικά, τα χαρακτηριστικά των γραμμάτων, γραμματοσειρών, τύπων, σημείων στίξεως και των σύνηθων συντομεύσεων, συμπέρανε ότι τα τρία αντίγραφα, δεν διαφέρουν από αντίστοιχα χειρόγραφα του 15ου και 16ου αι. γραμμένα στα παλαιορωσικά. Παρατήρησε ότι οι λέξεις συνήθως γράφονται ενωμένες, ενώ απο τα σημεία της στίξης χρησιμοποιείται κατά κόρον η τελεία (.), χωρίς να τηρείται κάποιος κανόνας. Χρησιμοποιούνται οι τόνοι [η οξεία (′), η βαρεία (‵) και η περισπωμένη (~)], τα πνεύματα [η ψιλή (‘) και η δασεία (‛)]. Επίσης χρησιμοποιείται το βοηθητικό ορθογραφικό σημείο, κορωνίδα (‘) που σημειώνεται στην κράση (δηλαδή όταν γίνεται συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης, προς αποφυγή της χασμωδίας). Από ορθογραφικής άποψης τα τρία κείμενα δεν ακολουθούν κάποιους σταθερούς κανόνες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και στο ίδιο το κείμενο λέξεις σλαβικές, αλλά και λέξεις της άγνωστης γλώσσας γραμμένες με το κυριλλικό αλφάβητο γράφονται με διαφορετικό τρόπο.
Αν και από την ανακάλυψη του Καταλόγου των Βουλγάρων Ηγεμόνων μέχρι σήμερα, έχουν περάσει πάνω από 150 χρόνια, αυτή η γραπτή πηγή, ακόμη διχάζει, ιστορικούς, γλωσσολόγους, φιλόλογους (ειδικούς και μη).
Διχάζει στο πότε γράφτηκε, από ποιον ή ποιους γράφτηκε, σε τι γλώσσα πρωτογράφτηκε. Ο γλωσσολόγος Μ. Μόσκοφ, ομαδοποιεί τις απόψεις των ειδικών σε δύο στρατόπεδα: α) Σε αυτούς που θεωρούν ότι ο Κατάλογος που γράφτηκε στην παλαιοβουλγαρική γλώσσα αποτελεί μετάφραση από τα ελληνικά παλαιότερου κειμένου – καταλόγου που έχει γραφτεί, πάνω σε πέτρινες κολόνες, είτε σε δύο στάδια, στο τέλος του 7ου και τον 8ο αιώνα, (Ι. Μικκολά, Κ. Ίρετσεκ, Β. Ζλατάρσκι, Αλ. Μπούρμοφ, Ο. Πρίτσακ, Ε. Γκεοργκίεφ), είτε σε ένα στάδιο, τον 8ο αι. (Ι. Ντούιτσεφ, Ι. Μπόγκντανοφ). β) Σε αυτούς που θεωρούν ότι το κείμενο – κατάλογος είναι το αρχικό, γραμμένο, στην παλαιοβουλγαρική γλώσσα, τον 9ο ή 10ο αι. (Β. Μπεσεβλίεφ, Ι. Βενεντίκοφ)4.
Διχάζει όμως και η εξήγηση των φράσεων της άγνωστης γλώσσας, ίσως της γλώσσας των παλαιών Βουλγάρων, (για παράδειγμα: диломтвирем = ντιλομτβιρεμ, шегорвечем= σεγκορβετσεμ) και γι’ αυτούς που θεωρούν ότι το αυθεντικό κείμενο είναι γραμμένο στα ελληνικά και έχουν αποδωθεί (οι φράσεις), με το ελληνικό αλφάβητο, και γι’ αυτούς που θεωρούν ότι το αυθεντικό κείμενο είναι γραμμένο στην παλαιοβουλγαρική με κυριλλικό αλφάβητο. Ο Β. Ράντλοφ (Василий Радлов, 1837 – 1918), είναι της άποψης ότι πρόκειται για αριθμούς που απεικονίζουν την ηλικία των ηγεμόνων, ο Ι. Μάρκβαρτ (Йозеф Маркварт, 1864 – 1930) πιστεύει ότι είναι αποφθέγματα για τους ηγεμόνες, ενώ o Ιρλανδός βυζαντινολόγος γλωσσολόγος και ιστορικός, Τζων Μπάνγκελ Μπιούρυ (John Bagnell Bury, 1861 – 1927) σε ένα άρθρο του το 1910, αναφέρει ότι πρόκειται για χρονολογίες ανάληψης της εξουσίας, απο τον κάθε ηγεμόνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Φινλανδός γλωσσολόγος Μικκολά (Jooseppi Julius Mikkola, 1866–1946), συνεχίζοντας τον συλογισμό του Μπιούρυ, και βασιζόμενος στο κινέζικο ζωδιακό κύκλο, αλλά και σε ημερολόγια νομαδικών φύλων (τουρκικά, μογγολικά) που κατοικούσαν γύρω από τα Αλτάια όρη της Κεντρικής Ασίας, πρώτος, διαχωρίζει την φράση σε δύο μέρη (για παράδειγμα: диломтвирем = ντιλομτβιρεμ, σε дилом твирем = ντιλομ τβιρεμ) υποστηρίζοντας ότι το πρώτο μέρος είναι η ονομασία του ζώου, που υποδηλώνει το έτος στο δωδεκαετές ημερολογιακό κύκλο, ενώ το δεύτερο μέρος, είναι η λέξη (τακτικό αριθμητικό) που αντιστοιχεί στην σειρά του μήνα. Έκτοτε, ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Μικκολά, οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι οι χρονολογίες του Καταλόγου προέρχονται από ένα σεληνιακό-ηλιακό ημερολόγιο (Ι. Μπόγκντανοφ, Γ. Φέχερ), ενώ υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι το ημερολόγιο των παλαιών Βουλγάρων είναι μόνο σεληνιακό (Β. Ζλατάρσκι), ή μόνο ηλιακό (Ιορ. Βέλτσεφ). Δεν υπάρχει όμως κοινή θέση ανάμεσα στους μελετητές και για την προέλευση του ημερολογιακού συστήματος που ακολουθείται στον Κατάλογο. Ήταν Αλταϊκό (τούρκικο ή μογγολικό), ή ήταν Κινέζικο, ή Ιρανικό, ή μήπως ένα ξεχωριστό, ίσως και αρχαιότερο από τα προηγούμενα όπως ισχυρίζεται ο Ιορ. Βέλτσεφ; Οι ψυχραιμότεροι θα υιοθετήσουν την άποψη, ότι εντάσσεται στα αλταϊκά ημερολογιακά συστήματα. Τώρα πια είναι αρχαιότερα, τα αλταϊκά ή το κινέζικο, πάλι δεν υπάρχει συμφωνία. Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, θα συμφωνήσω με την άποψη του Ζ. Βοϊνίκοφ, ότι: «το λεγόμενο αρχαιοβουλγαρικό ημερολόγιο δεν είναι τίποτε παραπάνω απο απλοποιημένο αντίγραφο του κινέζικου, όπως είναι στην ουσία τους, τα αρχαιοτουρκικά και τα υπόλοιπα «ζωδιακά ημερολόγια» των αλταϊκών λαών, παρά την παράλογη πατριωτική απολογητική, πάνω στο ζήτημα, η οποία είναι προσφιλές θέμα, για δοκίμια μυθοπλασίας, απο δημιουργούς της παραϊστορίας (фолк-хистори), η οποία ξεκίνησε, ήδη, απο τον καιρό του πρύτανη του είδους, Ιορ. Βέλτσεφ και ολοκληρώνεται απο τον Π. Ντόμπρεφ».5
Παρακάτω παρουσιάζω συγκεντρωτικά δύο πίνακες, με τις επικρατέστερες ερμηνείες που έχουν δοθεί για την αντιστοιχία των λέξεων του Καταλόγου με τα έτη του 12ετούς κύκλου και με τους μήνες, έτσι όπως τις παρουσιάζει ο Μ. Μόσκοφ6
Πιν. 1

Πιν. 2

Ακολουθώντας διάφορους εξισωτικούς πίνακες, με άμεσους ή έμμεσους συνδυασμούς συστημάτων, ανάμεσα στα ημερολογιακά ίχνη του Καταλόγου ονομάτων και διαφόρων ημερολογίων (κινεζικού, τουρκικών, μογγολικών, ιρανικών) πολλοί μελετητές έχουν προτείνει κατά καιρούς διάφορες εκδοχές μετατροπής των χρονολογιών αυτών στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Αναμεσά τους ο Μικκολά, ο Β. Ζλατάρσκι, ο Γ. Φέχερ, ο Ο. Πρίτσακ, ο Ι. Βενεντίκοφ, ο Ι. Μπόγκντανοφ, Ιορ. Βέλτσεφ, Β. Βαπτσάροφ, ο Μ. Μόσκοφ, ο Π. Ντόμπρεφ. Όλοι τους επιχείρησαν να δώσουν μία πειστική, γενικώς αποδεκτή λύση, στον γρίφο της χρονολόγησης των ετών ανάληψης της εξουσίας, του καθένα, εκ των δεκατριών* ηγεμόνων, που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο ονομάτων. Παραθέτω παρακάτω σε συγκεντρωτικό πίνακα τις προτάσεις ορισμένων εξ αυτών. Το έτος 2016 οι προσπάθειες συνεχίζονται…
Πιν. 3

*Στον πίνακα υπάρχει και ο Σαμπίν ο οποίος ήταν Σλάβος και γι αυτό δεν βρίσκεται στον Κατάλογο ονομάτων. Επίσης στον πίνακα περιλαμβάνονται δύο άγνωστοι ηγεμόνες και όχι ένας, όπως οι περισσότεροι μελετητές υποθέτουν, γιατί υπάρχει και η άποψη του Μόσκοφ, που χρησιμοποιώντας τον δικό του μετατροπέα, τοποθετεί στην εξουσία την περίοδο 714 – 721, δηλαδή μετά τον Τέρβελ και πρίν τον Σεβάρ, δύο άρχοντες.
Παρακάτω θα παρουσιάσω αναλυτικά τις προτεινόμενες εναλλακτικές χρονολογήσεις των πρώτων πέντε ονομάτων του Καταλόγου, μιας και ο ίδιος ο συντάκτης του, τους ξεχωρίζει, διακόπτοντας την απαρίθμηση τους ως εξής: «Αυτοί οι πέντε άρχοντες κρατούσαν την εξουσία απο την απέναντι πλευρά του Δούναβη 515 έτη, με τα κουρεμένα κεφάλια. Μετά απ’ αυτό ήρθε απο την εδώ πλευρά του Δούναβη ο άρχοντας Ισπερίχ (Ασπαρούχ). Το ίδιο μέχρι τώρα.». Απ’ αυτά τα 515 έτη, τα πρώτα 450, είναι «ορφανά» από ιστορική τεκμηρίωση. Ουσιαστικά συγκριτική ανάλυση πηγών για την περίοδο των πρώτων δύο ονομάτων του Καταλόγου, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγω της απουσίας γραπτών αναφορών ή/και αρχαιολογικών ευρημάτων. Είναι η εποχή των μύθων και της προϊστορίας.
Κεντρικό θέμα που διχάζει την ιστορική κοινότητα έχει να κάνει με τον τρόπο που θα πρέπει να προσεγγιστεί και να εξηγηθεί η κραυγαλέα μεγάλη διάρκεια εξουσίας των δύο πρώτων αρχόντων, του Αβιτοχόλ και του Ιρνίκ, η οποία αναφέρεται μέσα στο κείμενο του Καταλόγου των ονομάτων και ως περίοδος (300 και 150 έτη, αντίστοιχα), αλλά και από την φράση: ντιλομ τβιρεμ, δηλαδή έτος του Φιδιού, μήνας Ένατος και ντοχς τβιρεμ, δηλαδή έτος του Χοίρου, μήνας Ένατος. Σύμφωνα με τους πίνακες υπολογισμού του Πρίτσακ και του Μόσκοφ, που ακολουθούν σεληνιακό-ηλιακό ημερολόγιο, το έτος του Φιδιού αντιστοιχεί στο Γρηγοριανό ημερολόγιο και στα έτη 153 και 453, ενώ το έτος του Χοίρου στο έτος 603, το έτος ανάληψης της εξουσίας απο τον Γκοστούν και ολοκλήρωσης της, απο τον Ιρνίκ. Ο Ζλατάρσκι επειδή χρησιμοποιεί σεληνιακό ημερολόγιο τα 300 και 150 σεληνιακά έτη, είναι ίσα με 291 και 146, αντίστοιχα ηλιακά έτη, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε διαφορετική χρονολογηση (βλ. πιν. 3).
Σύμφωνα με τον Α. Στόινεφ, ο Αβιτοχόλ και ο Ιρνίκ είναι μυθικά πρόσωπα, ενώ για τον Ι. Μπόγκντανοφ, τα δύο αυτά μυθικά πρόσωπα, σηματοδοτούν δύο περιόδους της προϊστορίας της Βουλγαρίας, και μπορούν να παραλληληστούν με την ιστορία του Ισραήλ, τον Αβραάμ και τον Ισαάκ. Στην απέναντι πλευρά βρίσκεται η θέση του Ντ. Ντέτσεφ, που υποστηρίζει ότι ο Αβιτοχόλ και ο Ιρνίκ δεν είναι μυθικά, αλλά ιστορικά πρόσωπα – οι Ούννοι, ο Αττίλας και ο γιος του Ερνάχ, ενώ για την υπερβολικά μεγάλη περίοδο ηγεμονίας τους, η απάντηση είναι, ότι πρόκειται περι λάθους των Σλάβων μεταφραστών του ελληνικού κειμένου. Για τον Ζλατάρσκι ο Αβιτοχόλ και ο Ιρνίκ είναι επώνυμα (και όχι ιστορικά πρόσωπα), που χαρακτηρίζουν τις δύο ιστορικές περιόδους της μετακίνησης των Ουννικών φυλών απο την Ασία προς την Ευρώπη. Η πρώτη περίοδος της βουλγάρικης ιστορίας, η ονομαζόμενη περίοδος Αβιτοχόλ (143 – 437), χαρακτηρίζεται απο δύο γεγονότα: «…η αρχή αυτής της περιόδου ταυτίζεται με την εμφάνιση των Ούννων στα σύνορα Ευρώπης και Ασίας και το τέλος της, ορίζεται απο ένα άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό γεγονός της ιστορίας τους, την διάλυσή τους σε δύο αυτόνομα κράτη…»7. Το τέλος της περιόδου είναι για τον Ζλατάρσκι και «…η περίοδος της πλήρους εδραίωσης των Βουλγάρων σε αυτή την περιοχή, που τους βρήκε η ιστορία κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, δηλαδή στα ανατολικά της Μαιώτιδας (Θάλασσα του Αζόφ) και του ποταμού Τάναϊς (Ντον). Ποιά ήταν η ιστορία των Βουλγάρων κατά την περίοδο αυτή, εμείς δεν ξέρουμε και δεν την ήξερε, όπως φαίνεται, ούτε ο συντάκτης του Καταλόγου ονομάτων, όπως δεν μας δίνουν πληροφορίες, ούτε οι ξένες πηγές. Προφανώς βρίσκεται κρυμμένη μέσα στην κοινή ιστορία των Ουννικών λαών, γιατί το ίδιο το όνομα Βούλγαροι γίνεται γνωστό στις γραπτές πηγές, όπως και τα νέα για την μοίρα των μεμονομένων Ουννικών φυλών, αρχίζουν να εμφανίζονται, μόνο μετά την αποχώρηση του Αττίλα προς δυσμάς»8. Για την δεύτερη περίοδο της βουλγάρικης ιστορίας, την ονομαζόμενη περίοδο Ιρνίκ (437 – 582) η οποία είναι ίση με 150 σεληνιακά έτη, ο Ζλατάρσκι αναφέρει ότι: «…ταυτίζεται με την περίοδο κατα την οποία ο βουλγάρικος λαός διασπάστηκε σε δύο μέρη, σε δύο κλάδους […] γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην εμφάνιση δύο κρατών, της φυλής των Κουτρίγκουρων (Κουτρίγουρων) και των Ουτίγκουρων (Ουτίγουρων), που απο το 437 ζούσαν ανεξάρτητη πολιτική ζωή με τον δικό τους ξεχωριστό ηγεμόνα ή χάνο»9. Για τον Α. Μπούρμοφ η προσπάθεια του Ζλατάρσκι να ερμηνεύσει τους αριθμούς 300 και 150 χρόνια, σαν ιστορικές περιόδους, είναι σε κάθε περίπτωση υπερβολική. Η συλλογική μνήμη των Βουλγάρων του 7ου αι., υποστηρίζει ο Μπούρμοφ, σίγουρα διατηρούσε στοιχεία της εποχής που ήταν κάτω απο τον ζυγό των Ούννων και των ηγεμόνων τους Αττίλα και Ερνάχ. Ο Κατάλογος ονομάτων, ίσως φτιάχτηκε κατόπιν εντολής του πέμπτου στον πίνακα, του Ισπερίχ (Ασπαρούχ), ο οποίος θέλοντας να προσδώσει αίγλη στο παρελθόν της γενεάς του – Ντούλο, συνέδεσε τα δύο πρώτα θρυλικά πρόσωπα του Καταλόγου με τις ιστορικές μορφές του Αττίλα και του γιού του Ερνάχ. Παρόμοιες απόψεις διατύπωσαν και οι Π.Πετρόφ, Ι. Βενεντίκοφ, Ρ. Ράσεφ. Για τον Μ. Μόσκοφ, τα χρόνια εξουσίας του Αβιτοχόλ (300) και του Ιρνίκ (150), πρέπει να εξετάζονται ως ιστορικές περίοδοι εξουσίας. Πρόκειται για την περίοδο, 153 – 453, με αντιπροσωπευτικό ιστορικό πρόσωπο τον τελευταίο ηγεμόνα, τον Αβιτοχόλ, που δεν είναι άλλος απο τον Αττίλα, ο οποίος πέθανε, όπως μαρτυρούν οι χρονογράφοι και επιβεβαιώνει ο Κατάλογος ονομάτων (βλ. πίνακα , στήλη του Μόσκοφ), το 453 και την περίοδο 453 – 603, με αντιπροσωπευτικό ιστορικό πρόσωπο τον πρώτο ηγεμόνα, τον Ιρνίκ, που δεν είναι άλλος απο τον γιο του Αττίλα, τον Ερνάχ, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία, όπως και πάλι μαρτυρούν οι χρονογράφοι και επιβεβαιώνει ο Κατάλογος ονομάτων, το 45310.
Βλέπουμε ότι πέρα από την διαμάχη ανάμεσα στους ειδικούς, για τον τρόπο προσέγγισης και εξήγησης της χρονικής διάρκειας της εξουσίας των δύο πρώτων ηγεμόνων, στην ιστοριογραφία υπάρχουν διαφορετικές υποθέσεις και για την σύνδεση του Αβιτοχόλ με τον Αττίλα και του Ιρνίκ με τον Ερνάχ. Θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσουμε τις απόψεις σε τρία συμπεράσματα: α) Ο Αβιτοχόλ είναι ο Αττίλας και ο Ιρνίκ είναι ο Ερνάχ (Ι. Μάρκβαρτ, Τζ. Μπιούρυ, Ντ. Ντέτσεφ, Αλ. Μπούρμοφ, Μ. Αρματόνοφ, Ι. Βενεντίκοφ, Ντ. Άγγελοφ, Β. Γκιουζέλεφ, Μ. Μόσκοφ). β) Ο Αβιτοχόλ δεν είναι ο Αττίλας και ο Ιρνίκ είναι ο Ερνάχ (Ι. Μικκολά, Γ. Φέχερ, Ο. Πρίτσακ, Στ. Ράνσιμαν). γ) Ο Αβιτοχόλ δεν είναι ο Αττίλας και ο Ιρνίκ δεν είναι ο Ερνάχ (Β. Ζλατάρσκι, Ι. Μπόγκντανοφ, Π. Ντόμπρεφ, Γκ. Μπακάλοφ). Βεβαίως, θα πρέπει να σημειώσω, ότι ανάμεσα στους ερευνητές που έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, οι συλλογιστικές τους, πολλές φορές, έχουν διαφορετική αφετηρία. Για παράδειγμα, ή απόρριψη της ταύτισης του Αβιτοχόλ με τον Αττίλα και του Ιρνίκ με τον Ερνάχ, για τους Ζλατάρσκι και Μπόγκντανοφ, έχει να κάνει με τις αποκλίσεις της προτεινόμενης χρονολόγησης (βλ. στον πίνακα την πρόταση Ζλατάρσκι) από το ιστορικά επιβεβαιωμένο έτος θανάτου του Αττίλα και ανάληψης της εξουσίας από τον γιο του Ερνάχ, το 453, ενώ για τους Ντόμπρεφ και Μπακάλοφ, έχει να κάνει με την συνολικότερη άποψη τους για την ινδοευρωπαϊκή προέλευση των παλαιών Βουλγάρων και ως εκ τούτου, της απόρριψης της ταύτισης των εξεταζόμενων προσώπων.
Για τους επόμενους τρείς ηγεμόνες του Μητρώου ονομάτων, του Γκοστούν, του Κουρτ και του Μπεζμέρ, αλλά και για τους υπόλοιπους, που ακολουθούν, ευτυχώς υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στους ιστορικούς ότι πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα. Κάπου εδώ όμως σταματά η ταύτιση απόψεων και ξαναρχίζουν οι διαφωνίες. Καταρχήν σε σχέση με την χρονολογική καταγραφή του Μητρώου (βλ. πιν. 3). Στην ανάλυση μας θα ακολουθήσω την χρονολόγηση των Πρίτσακ και Μόσκοφ, γιατί νομίζω ότι «δένει» περισσότερο με τις πληροφορίες άλλων γραπτών πηγών.
Το έτος ανάληψης της εξουσίας από τον Γκοστούν ορίζεται από το έτος θανάτου του Αττίλα και ανόδου του Ερνάχ – το 453 και της πρόσθεσης της συνολικής περιόδου εξουσίας των 150 ετών (περίοδος Ιρνίκ), δηλαδή το έτος 603. Ο Κατάλογος ονομάτων μας αναφέρει ότι ήταν «το δε έτος αυτού ντοχς τβιρεμ». Έτη «ντοχς», μετατρεπόμενα σε Γρηγοριανά έτη την περίοδο, τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αι., είναι τα έτη 579, 591, 603, 615, 627. Το μοναδικό ντοχς έτος, που φυσικά δίνει το σωστό αποτέλεσμα της παραπάνω πρόσθεσης, είναι το έτος 603. Ο μήνας είναι τβιρεμ δηλαδή ο ένατος μήνας. Οι πίνακες του Πρίτσακ και Μοσκόφ δίνουν την απάντηση αυτή, ενώ άλλοι μελετητές βασιζόμενοι σε διαφορετικά συστήματα χρονολόγησης, ή μη παίρνοντας υπόψη καθόλου τον Κατάλογο ονομάτων, αλλά βασιζόμενοι σε άλλες πηγές, προτείνουν άλλες περιόδους. Έτσι πέρα από τις εναλλακτικές προτάσεις των Ζλατάρσκι, Μικκολά, Βενεντίκοφ και Βέλτσεφ, που έχουμε στον πίνακα 3, υπάρχουν και άλλες προτάσεις όπως: του Τζ. Μπιούρυ (567 – 568), του Σ. Ράνσιμαν, του Μπούρμοφ και του Μπόγκντανοφ (582 – 584), του Ντ. Άγγελοφ (589 – 590), του Γ. Φέχερ (597 – 599), του Ι. Μάρκβαρτ (614 – 615), του Β. Γκιουζέλεφ (628 – 630), του Μ. Αρταμόνοφ και του Ιορ. Αντρέεφ (630 – 632), του Π. Πετρόφ (631 – 632). Ο Κατάλογος ονομάτων αναφέρει για τον Γκοστούν επίσης ότι: «…ήταν αντικαταστάτης 2 έτη. Το μεν γένος αυτού Έρμη…». Είναι γνωστό ότι το Χαγανάτο των Τούρκων, αν και με έναν ανώτατο ηγεμόνα, ήταν χωρισμένο σε περιοχές, οι οποίες διοικούνταν συνήθως από τους τοπικούς φύλαρχους που βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης με την κεντρική εξουσία. Ο Γκοστούν ίσως να ήταν ο «αντικαταστάτης» του τοπικού φύλαρχου μέχρι την ενηλικίωση του τελευταίου (του Κούρτ), ή μέχρι την εκλογή νέου (του Κούρτ), λόγω αποβίωσης του προηγούμενου (δεν μας είναι γνωστός). Δεν πρέπει να ήταν αξιωματούχος του Χαγανάτο των Δυτικών Τούρκων, γιατί βρίσκεται στον Κατάλογο ονομάτων των Βουλγάρων ηγεμόνων, αλλά δεν ήταν και του γένους των Ντούλο, όπως οι δύο προηγούμενοι του και ο επόμενος του, που βρίσκονται στο Μητρώο ονομάτων. Υπάρχουν ιστορικοί όπως ο Β. Ζλατάρσκι, που θα ταυτίσουν τον Γκοστούν με τον θείο του Κουρτ (απο την πλευρά της μητέρας), τον Οργκανά (Οργανά)11 τον οποίο αναφέρει ο χρονογράφος Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄, σε αντίθεση με τον Γκοστούν για τον οποίο δεν θα ξέραμε τίποτα, εάν δεν υπήρχε το όνομά του, στον Κατάλογο. Άλλοι πάλι ιστορικοί όπως ο Μπούρμοφ, ο Αρταμόνοφ, ο Πετρόφ θα αποκλείσουν το ενδεχόμενο της ταύτισης, μιας και δεν στηρίζεται σε κανένα γραπτό κείμενο12. Και για να γίνει ακόμα πιο ομιχλώδης και ιστορικά δύσκολα επαληθεύσιμη η εξεταζόμενη περίοδος, θα σημειώσω και την άποψη που εξέφρασαν οι: Ίρετσεκ, Γ. Μάρκβαρτ, και Π. Μουταφτσίεφ, ότι ο Γκοστούν αλλά και ο Μπεζμέρ ήταν Σλάβοι…!
Σχετικά με τον Κουρτ ο Κατάλογος αναφέρει: «Ο Κούρτ 60 έτη παρέμεινε. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος αυτού σεγκορ βετσεμ». Στηριζόμενη στα συστήματα χρονολόγησης των Πρίτσακ και Μόσκοφ έτη «σεγκορ» (δηλαδή έτη Βοδιού), μετατρεπόμενα σε Γρηγοριανά έτη, την περιόδο, τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αι., είναι τα έτη 581, 593, 605, 617, 629. Γνωρίζουμε ότι το έτος ανάληψης της εξουσίας απο τον Κουρτ, ορίζεται απο το έτος θανάτου του Γκοστούν, εάν σε αυτό προστεθούν δύο έτη. Το μοναδικό σεγκορ έτος, που φυσικά δίνει το σωστό αποτέλεσμα της παραπάνω πρόσθεσης, είναι το έτος 605. Ο μήνας είναι βετσεμ δηλαδή ο τρίτος μήνας. Εάν υποθέσουμε ότι ανέλαβε την εξουσία όταν ενηλικιώθηκε, απο τον αντικαταστάτη Γκοστούν, δηλαδή σε ηλικία περίπου 20 ετών, θα πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 585. Ο Κατάλογος ονομάτων αναφέρει και την διάρκεια παραμονής του στην εξουσία – 60 έτη, άρα παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 665, δηλαδή πέθανε σε ηλικία 80 περίπου χρονών.
Πέρα απο τις εναλλακτικές προτάσεις του πίνακα 3, έχουν καταγραφεί και οι προτάσεις των: Τζ. Μπιούρυ (578 – 637), Σ. Ράνσιμαν (619 – 642), Μπούρμοφ (απο 583-589 μέχρι 643-650), Μπόγκντανοφ (584 – 642), του Ντ. Άγγελοφ (590 – 650), Γ. Φέχερ (599 – 657), Ι. Μάρκβαρτ (619 – 678), του Β. Γκιουζέλεφ (631 – 665), του Μ. Αρταμόνοφ (633 – 642), του Π. Πετρόφ (632 – 650), Γ.Μπακάλοφ (632 – δεκαετία 660). Υπάρχει τρόπος να ελέγξουμε την ορθότητα της προτεινόμενης χρονολόγηση των Μοσκόφ και Πρίτσακ; Ναι με την συγκριτική ανάλυση των πληροφοριών που μας δίνουν άλλες γραπτές πηγές.
Αναφορές ονομαστικές στον Κουρτ κάνουν ο Θεοφάνης και ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄. Ο πρώτος τον ονομάζει «Κροβάτο» και «Κούβρατο», ενώ ο δεύτερος «Κοβράτο». Στην Βουλγάρικη ιστοριογραφία επικράτησε η ονομασία Κουμπράτ. Ο Θεοφάνης στην Χρονογραφία του αναφέρει: «Τα χρόνια του Κωσταντίνου, ο οποίος διοικούσε στην Δύση, ο Κροβάτος, κύριος της αναφερθείσας Βουλγαρίας και των κοτράγων, απεβίωσε…»13. O Νικηφόρος Α΄ στην Ιστορία σύντομος αναφέρει: «Τον καιρό του Κωνσταντίνου, ο οποίος πέθανε στην Δύση, κάποιος με το όνομα Κοβράτος, κύριος αυτών των φύλων, όταν πέθανε άφησε πέντε γιους…»14. Στις δύο παραπάνω αναφορές των χρονογράφων στηρίζονται ιστορικοί όπως ο Μποζίλοφ, ο Γκιουζέλεφ όταν αναφέρονται στον θάνατο του Κουρτ, ο οποίος πρέπει να επήλθε την περίοδο που ο Κωνσταντίνος δηλαδή ο Κώνστας Β’ είχε ντε φάκτο μεταφέρει την έδρα της αυτοκρατορίας στη Δύση και συγκεκριμένα στις Συρακούσες από το 663 έως στις 15 Σεπτεμβρίου 668, οπότε και δολοφονήθηκε από ένα θαλαμηπόλο μέσα στο λουτρό του.15 Αυτή η περίοδος (663 – 668), ικανοποιεί και την χρονολόγηση θανάτου που δίνουν οι Μοσκόφ και Πρίτσακ (665). Όμως ο Π. Πετρόφ προτείνει μία διαφορετική ανάγνωση των παραπάνω πληροφοριών των δύο χρονογράφων, από την οποία δεν προκύπτει ότι ο θάνατος του Κουρτ έχει σχέση με την περίοδο διακυβέρνησης (ή θανάτου) του Κώνστα Β’ όταν ήταν στην Δύση (663 – 668). Για τον Πετρόφ οι βυζαντινοί αυτοκράτορες επειδή, εκείνο τον καιρό, δεν έπαιρναν μετά το όνομα κάποιο λατινικό ή ελληνικό αριθμό, πολλές φορές, για να τους ξεχωρίζουν, οι χρονογράφοι τους έδιναν κάποιο προσωνύμιο, ή χαϊδευτικό όνομα, ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό. Έτσι μαθαίνουμε από τον Οστρογκόρσκι, ότι ο γιος του Κωνσταντίνου Γ’, ενώ είχε βαπτισθεί Ηράκλειος (το όνομα του παππού του), κατά την στέψη του, σε ηλικία 11 ετών, ονομάσθηκε Κωνσταντίνος (το όνομα του πατέρα του). Ο λαός τον ονόμαζε Κώνστα, που είναι υποκοριστικό του Κωνσταντίνος, όπως και το όνομα Ηρακλεωνάς (ετεροθαλής αδελφός του πατέρα του) του Ηράκλειος. Αργότερα του δόθηκε το προσωνύμιο «Πωγωνάτος», επειδή στα ώριμα χρόνια του συνήθιζε να τρέφει εξαιρετικά μεγάλη γενειάδα16. Κατά τον Πετρόφ λοιπόν, μετά το όνομα Κωνσταντίνος που χρησιμοποιούν οι Θεοφάνης και Νικηφόρος Α’, για να τον ξεχωρίσουν από άλλους αυτοκράτορες που είχαν το ίδιο όνομα, τον προσδιορίζουν ως εκείνο τον Κωνσταντίνο «ο οποίος διοικούσε (πέθανε) στην Δύση». Εάν ήθελαν σύμφωνα πάντα με τον Πετρόφ – οι χρονογράφοι να δηλώσουν ότι ο Κουρτ πέθανε την περίοδο που ο Κωνσταντίνος ήταν στην Δύση, θα χρησιμοποιούσαν τον χρονικό σύνδεσμο «όταν» [διοικούσε (πέθανε) στην Δύση]. Άρα από τα λεγόμενα των χρονογράφων το μόνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι ο Κούρτ πέθανε την εποχή διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου «ο οποίος διοικούσε (πέθανε) στην Δύση», ή Κώνστα Β’, ή Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, δηλαδή την περίοδο (642 – 668). Ο Πετρόφ, όπως αναφέραμε παραπάνω, τοποθετεί τον θάνατο του Κουρτ, το 65017.
Άλλη ονομαστική αναφορά στον Κουμπράτ (Κούρτ) έχουμε στην Ιστορία σύντομος του Νικηφόρου Α΄, σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν, το 632 και το 634-635. Ο Νικηφόρος Α΄ αναφέρεται στην εξέγερση που οργάνωσε «ο ανηψιός του Οργανά, κύριος των Ουνογουνδούρων, Κούβρατος», το 632, με σκοπό την αποτίναξη της εξάρτησης από τους Δυτικούς Τούρκους (άν και ο χρονογράφος αναφέρεται λανθασμένα στο χαγανάτο των Αβάρων). Αφού εξεδίωξε τον στρατό των Δυτικών Τούρκων απο τα εδάφη του, ο Κούβρατος, έστειλε απεσταλμένους στον Ηράκλειο και σύναψαν μεταξύ τους ειρήνη, το 635, την οποία «διατήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους». Ο δε Ηράκλειος «του έστειλε δώρα και τον τίμησε με τον τίτλο του πατρίκιου»18.
Πέρα απο την ονομαστική αναφορά στο πρόσωπο του Κουμπράτ, στις πηγές υπάρχουν άλλες δύο αναφορές που ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αναφέρονται στον Βούλγαρο ηγεμόνα.
Πάλι ο Νικηφόρος Α΄ σε ένα σημείο του έργου του Ιστορία σύντομος, αναφέρεται στην βάπτιση στην Κωσταντινούπολη, το 619, ενός άγνωστου «των Ούννων κύριος», και της αυλικής του συνοδείας. Άν και αρχικά είχε επικρατήσει η άποψη ότι επρόκειτο για τον Κουμπράτ (Κούρτ), σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί είναι της άποψης, ότι ο Νικηφόρος Α΄, εννοούσε τον θείο του Κουμπράτ, τον Οργανά (Μ. Μόσκοφ, Γ. Ατανάσοφ, Π. Πετρόφ, κ.ά).
Σχετικά με την βάπτιση του Κουμπράτ, την σχέση του με τον Ηράκλειο και την ανάμιξη του στα δρώμενα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου, πολλοί ερευνητές επικαλούνται την μαρτυρία που δίνει ο επίσκοπος Ιωάννης Νικίου, στην χρονογραφία του «Παγκόσμιον χρονικόν». Θα πρέπει βεβαίως να δεχτούμε ότι ο Κετράντες, οι Μουτάνες και ο Κερνάκα, που αναφέρει ο επίσκοπος Ιωάννης Νικίου, στο Παγκόσμιον χρονικόν, είναι ο Κοβράτος, οι Ούννοι και ο Οργανάς, αντίστοιχα, που αναφέρει ο Νικηφόρος Α΄ στην Ιστορία σύντομος. Αυτή την άποψη έχουν ερευνητές, όπως οι: Μαρκβάρτ, Ζλατάρσκι, Αρταμόνοφ, Μπεσεβλίεφ, Πετρόφ, Βενεντίκοφ, Μοσκόφ. Η εξήγηση που δίνει ο Μαρκβάρτ και αποδέχονται οι υπόλοιποι, στηρίζεται στην γλωσσολογική ανάλυση που έκανε στο αντίγραφο του Παγκόσμιον χρονικόν, το οποίο σώζεται στην αιθιοπική γλώσσα, και αποτελεί μετάφραση του κειμένου από την αραβική, που με την σειρά της είναι μετάφραση από το ελληνικό κείμενο, που ίσως με την σειρά του να αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου, μάλλον από την κοπτική γλώσσα! Ο Μαρκβάρτ ισχυρίζεται ότι πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα, τα οποία έχουν άλλα ονόματα, λόγω της μεταγραφής τους, από την μία γραπτή γλώσσα σε διαδοχικά άλλες γλώσσες. Υπάρχουν βέβαια και ερευνητές, όπως οι: Μπούρμοφ, Σμιρνόφ, Μπαλάστσεφ, που δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη και θεωρούν ότι η εξιστόρηση του Ιωάννη Νικίου δεν αφορά τους Βουλγάρους Κοβράτο και Οργανά. Ποια είναι όμως τα γεγονότα που εξιστορεί ο Ιωάννης Νικίου; Ο χρονογράφος αναφέρεται στα γεγονότα του 641, μετά τον θάνατο του Ηράκλειου και την προσπάθεια να κρατήσει την εξουσία μόνος του, ο δευτερότοκος γιος του, ο Ηρακλωνάς, γιος της δεύτερης συζύγους του, της Μαρτίνας19. Σύμφωνα με τον χρονογράφο οι κάτοικοι της Πόλης πίστευαν ότι αυτός που βοηθά την Μαρτίνα και τον 15χρονο γιο της, δεν είναι άλλος από τον Κετράντες, βασιλιά των Μουτάνες, ανιψιό (από την πλευρά της μητέρας), του Κερνάκα, ο οποίος ήταν βαπτισμένος ήδη απ’ τα παιδικά του χρόνια και είχε μεγαλώσει στην αυλή του αυτοκράτορα. Αυτός λοιπόν συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ηράκλειο και συνέχισε να στηρίζει την σύζυγο του, Μαρτίνα και τα παιδιά που είχε αποκτήσει από εκείνη και μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το 641.
Μέσα από τις ελάχιστες, σκόρπιες, άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες που μας δίνουν οι παραπάνω γραπτές πηγές και με αρκετή δόση φαντασίας, θα μπορούσαμε να αναπλάσουμε την προτεινόμενη χρονολόγηση των Μοσκόφ και Πρίτσακ, για τον Κουμπράτ ως εξής:
Ο Κουμπράτ (Κουρτ), γεννήθηκε περίπου το 585. Προέρχεται από την παλαιά γενεά των Ντούλο. Ο πατέρας του, το όνομα του οποίου, δεν μας είναι γνωστό, θα πρέπει να ήταν ο τοπικός φύλαρχος των Βουλγάρων Ουνογοντούρων, στα όρια του Χαγανάτου των Δυτικών Τούρκων. Το 597, ο ανήλικος διάδοχος, φυγαδεύτηκε στην Πόλη, με σκοπό να προφυλαχτεί η ζωή του και να ετοιμαστεί κατάλληλα να αναλάβει τα καθήκοντά του. Βεβαίως και έγινε εγκάρδια δεκτός στην αυτοκρατορική αυλή, γιατί ήταν προς το συμφέρον του Βυζαντίου, να διαπαιδαγωγήσει και ελέγξει τον μελλοντικό ηγέτη. Μάλιστα, την περίοδο εκείνη, βαπτίστηκε χριστιανός και διατηρούσε πολύ καλές φιλικές σχέσεις με τον Ηράκλειο. Το 603, δύο χρόνια πριν την ενηλικίωση του, επέστεψε στα πάτρια εδάφη που κυβερνούσε, ως «αντικαταστάτης», ο θείος του (από την πλευρά της μητέρας), ο Οργκανά (Οργανά), ο γνωστός από τον Κατάλογο ονομάτων ως Γκοστούν. Ο Κουμπράτ από τα 60 έτη που ηγεμόνευσε από το 605 μέχρι το 632, δηλαδή τα πρώτα 27 χρόνια συνέχισε να είναι, όπως και ο πατέρας του, ο τοπικός, υποτελής, ηγέτης – φύλαρχος των Βουλγάρων Ουνογοντούρων, στα όρια του Χαγανάτου των Δυτικών Τούρκων. Ο Κουρτ σε ηλικία 47 ετών, το 632, ηγήθηκε των Βουλγάρων στον αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την ίδρυση του ανεξάρτητου Χαγανάτου της Μεγάλης Βουλγαρίας. (Για την γεωγραφική – εδαφική οριοθέτηση της στρατιωτικο-φυλετικής ένωσης του Κουμπράτ, βλέπε επόμενο άρθρο). Η φιλία του Κουμπράτ με τον Ηράκλειο, συνεχίστηκε και επισφραγίστηκε το 635, όταν ο αυτοκράτορας τον έχρισε πατρίκιο. Το 641, μετά τον θάνατο του Ηράκλειου, στην μάχη της διαδοχής του θρόνου, ο Κουμπράτ προσπάθησε να βοηθήσει την Μαρτίνα (δεύτερη σύζυγο του Ηράκλειου) και τον γιο της Ηρακλωνά να εξοντώσουν το αντίπαλο στρατόπεδο που υποστήριζε τον Κώνστα Β’, εγγονό του Ηράκλειου (από τον πρωτότοκο γιο του, Κωσταντίνο Γ’). Ο Κουμπράτ πέθανε σε ηλικία 80 ετών, το 665, αφήνοντας το Χαγανάτο της Μεγάλης Βουλγαρίας στους πέντε γιούς του. Ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος Α’ αναφέρουν ονομαστικά τους πρώτους τρείς γιούς του: ο πρώτος ονομάζονταν κατά τον Θεοφάνη, Βατβαϊάς, και Βατβαϊγάν, ή Βατβαϊαγάν (Батбаян = Μπατμπαϊάν), ενώ κατά τον Νικηφόρο Α’, Βαϊανός (Баян = Μπαϊάν), ο δεύτερος, Κότραγος (Котраг = Κοτράγκ), και ο τρίτος, Ασπαρούχ (Аспарух).
Οι περισσότεροι ιστορικοί (Ζλατάρσκι, Μουταφτσίεφ, Γκιουζέλεφ, κ.ά) ταύτιζουν τον Βατβαϊάν του Θεοφάνη, ή τον Βαϊανό του Νικηφόρου Α’, με τον πέμπτο ηγεμόνα του Καταλόγου ονομάτων, τον Μπεζμέρ, αλλά υπάρχουν και λίγοι, όπως ο Μπούρμοφ και ο Αρταμόνοφ, που θεωρούν, ότι πρόκειτε για διαφορετικά πρόσωπα. Σχετικά με τον Μπεζμέρ ο Κατάλογος ονομάτων αναφέρει: «Ο Μπεζμέρ 3 έτη. Το μεν γένος αυτού Ντούλο, το δε έτος εκείνου σεγκορ βετσεμ». Στηριζόμενη στα συστήματα χρονολόγησης των Πρίτσακ και Μόσκοφ έτη «σεγκορ», μετατρεπόμενα σε Γρηγοριανά έτη, στα μέσα του 7ου αι., είναι τα έτη 641, 653, 665, 677, 689. Σύμφωνα με τα συστήματα των δύο παραπάνω ερευνητών (βλ. πιν. 3), εφόσον το 653 ήταν στην εξουσία ο Κουρτ (605 – 665) και το 677 ο Ασπαρούχ (668 – 695), το μοναδικό έτος «σεγκορ» είναι το 665. Ο μήνας είναι βετσεμ δηλαδή ο τρίτος μήνας. Πέρα απο τις εναλλακτικές προτάσεις του πίνακα 3, σχετικά με την περίοδο ηγεμονίας του Μπεζμέρ, έχουν καταγραφεί και οι προτάσεις των: Τζ. Μπιούρυ (637 – 640), Σ. Ράνσιμαν (642 – 645), Μπόγκντανοφ και Αρταμόνοφ (642 – 645), Γ. Φέχερ (657 – 660), Ι. Μάρκβαρτ (616 – 619), Β. Γκιουζέλεφ (665 – 668), Π. Πετρόφ (650 – 653).
Ανάμεσα στο όνομα του Μπεζμέρ και του επόμενου, του Ασπαρούχ, γίνεται όπως είπαμε παραπάνω, μία διακοπή της απαρίθμησης των ονομάτων, για να γίνει μία ανακεφαλαίωση των χρόνων ηγεμονίας των πρώτων πέντε αρχόντων, και της γεωγραφικής θέσης της ηγεμονίας τους, σε σχέση με τον έκτο άρχοντα – τον Ισπερίχ. Παρεμβάλεται λοιπόν η αναφορά: «Αυτοί οι πέντε άρχοντες κρατούσαν την εξουσία απο την απέναντι πλευρά του Δούναβη 515 έτη, με τα κουρεμένα κεφάλια. Μετά απ’ αυτό ήρθε απο την εδώ πλευρά του Δούναβη ο άρχοντας Ισπερίχ (Ασπαρούχ). Το ίδιο μέχρι τώρα.».
Όντως, ανάμεσα στην πρώτη χρονιά ηγεμονίας της περιόδου Αβιτοχόλ – 153 και της τελευταίας χρονιάς του πέμπτου ονόματος του Καταλόγου – 668, μεσολαβούν ακριβώς 515 χρόνια, (668 – 153 = 515 έτη), όπως αναφέρεται στο κείμενο του Καταλόγου, εάν δεχτούμε την χρονολόγηση των Πρίτσακ και Μόσκοφ (βλ. πιν. 3). Εάν ακολουθήσουμε την χρονολόγηση του Ζλατάρσκι (643 – 146 = 497 έτη), τότε είτε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το σημείο του Καταλόγου που αναφέρεται στα 515 χρόνια της συνολικής περιόδου είναι λάθος, είτε ότι η χρονολόγηση του Ζλατάρσκι, είναι λάθος. Τα συστήματα χρονολόγησης των Πρίτσακ και Μόσκοφ είναι τα μοναδικά που δίνουν στον Κατάλογο εσωτερική συνοχή.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση μας για την πρώτη περίοδο του Καταλόγου ονομάτων θα ήθελα να παραθέσω την συνολική αξιολόγηση αυτής της πρώτης και μοναδικής βουλγαρικής πηγής όπως την εκφράζουν δυο καταξιωμένοι ερευνητές, ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Μόσκο Μόσκοφ και ο Άγγλος μεσαιωνολόγος Στήβεν Ράνσιμαν.
Από την μία πλευρά ο Μόσκοφ στην μονογραφία του (που ήταν προϊόν της διδακτορικής του διατριβής), «Κατάλογος των Βουλγάρων χάνων. Καινούργια ερμηνεία» (Именник на българските ханове. Ново тълкуване), ανακεφαλαιώνει ως εξής: «Ο Κατάλογος ονομάτων των Βουλγάρων χάνων είναι αξιόπιστη πηγή για την ιστορία της Βουλγαρίας από τον 7ο έως τον 8ο αι. Σε αυτόν δεν υπάρχει ούτε ένα λάθος σε σχέση με τα στοιχεία για κάθε ξεχωριστό ηγεμόνα – όνομα, έτη εξουσίας, γένος, έτος ανάληψης της εξουσίας […] έχει (ο Κατάλογος, Δ. Π) ύψιστη σημασία για την χρονολόγηση των Βουλγάρων ηγεμόνων εκείνης της πρωταρχικής περιόδου και αποτελεί βάση για την ερμηνεία των δεδομένων από τις ξένες πηγές. Όλα αυτά το καταστούν γραπτό μνημείο ανεκτίμητης εθνικής σημασίας για την βουλγάρικη ιστορία και ιστοριογραφία»20.
Από την άλλη πλευρά, όταν το 1981 εκδόθηκε στα βουλγάρικα, (μετά απο 51 χρόνια, από την πρώτη του έκδοση, στην αγγλική), το γνωστό έργο του Ράνσιμαν, «Ιστορία του Πρώτου Βουλγάρικου Βασιλείου», (История на Първото Българско Царство), ο συγγραφέας θεώρησε αναγκαίο, σε ειδικό πρόλογο για εκείνη την βουλγαρική έκδοση, να αναφερθεί με ένα τρόπο απολογητικό, στον Κατάλογο ονομάτων των Βούλγαρων χάνων. Πιό αναλυτικά ο μεγάλος μεσαιωνολόγος αναφέρει: «Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα, εξετάζοντας τον Κατάλογο των παλαιών χρόνων, είναι ότι πρόκειται για αναξιόπιστο έγγραφο, με φιλολογική παρά ιστορική αξία. Φαίνεται ότι έχει συνταχθεί από κάποιον αμόρφωτο Έλληνα, ο οποίος αμυδρά γνώριζε την γλώσσα των Προβουλγάρων. Μπορεί και να προσπάθησε να γράψει σωστά τις προβουλγαρικες λέξεις, αλλά ήταν απρόσεκτος με τους αριθμούς, ενώ στο κείμενο ίσως να εισχώρησαν και επιπλέον λάθη κατά την μετάφραση τους στην Σλαβική γλώσσα – τα ελληνικά αριθμητικά σύμβολα διαβάζονται πολύ δύσκολα, εκτός και αν έχουν γραφτεί πολύ καθαρά. Για αυτό τον λόγο, αν και νομίζω, ότι τα ονόματα των ηγεμόνων, καθώς και οι ημερομηνίες, γραμμένες με προβουλγάρικες λέξεις, είναι μάλλον αξιόπιστες, τώρα, είμαι πεπεισμένος, ότι οι χρονολογίες, που έχουν γραφτεί με ψηφία, είναι τόσο αυθαίρετες που δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτές – και άρα κάθε απόπειρα να στοιχειοθετηθεί μια ολοκληρωμένη και λογική θεωρία για την εξήγηση του Καταλόγου ονομάτων και των ημερομηνιών του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ζητώ συγνώμη για αυτό το απαισιόδοξο συμπέρασμα. Αλλά ένα από τα θλιβερά πράγματα που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί κατά την διάρκεια μιας μακράς πορείας, είναι η απόλυτη αναξιοπιστία των περισσότερων ιστορικών δεδομένων»21.
Από την μία, έχομε την θέση ενός καταξιωμένου στην Βουλγαρία φιλόλογου – γλωσσολόγου και από την άλλη, την θέση ενός παγκοσμίως καταξιωμένου ιστορικού – μεσαιωνολόγου. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, σχετικά με την ιστορική αξία του Καταλόγου ονομάτων των Βουλγάρων Ηγεμόνων, το αφήνω στην κρίση σας.
Σημειώσεις:
- Για την ορθογραφία του «ΑΡΧΟΝ», βλ. Бешевлиев, 1981, σσ. 49 – 50;
- Βλ. Тихомиров, М. Именник болгарских князей, Вестник Древней Истории, 1946, кн. №3, с. 81–90;
- https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%98%D0%BC%D0%B5%D0%BD%D0%BD%D0%B8%D0%BA_%D0%BD%D0%B0_%D0%B1%D1%8A%D0%BB%D0%B3%D0%B0%D1%80%D1%81%D0%BA%D0%B8%D1%82%D0%B5_%D1%85%D0%B0%D0%BD%D0%BE%D0%B2%D0%B5#/media/File:NominaliaOfTheBulgarianKhansUvarovManuscript.jpg;
- Βλ. Москов, М., 1988, σσ. 39 – 51;
- Βλ. Войников Ж. ГОСТУН, ОРГАНА И КУЕРНАК, ДУЛО И ЕРМИ, σ. 3;
- Βλ. Москов, М., 1988, σσ. 81 – 102;
- Βλ. Златарски, В., 2007, σ. 23;
- Βλ. Златарски, В., 2007, σ. 23;
- Βλ. Златарски, В., 2007, σσ. 38 – 39;
- Βλ. Москов, М., 1988, σ. 338;
- Βλ. Златарски, В., 2007 Том I., Част I., σσ. 84 – 86;
- Βλ. Петров, П., 1981, σ. 109;
- Βλ. ГИБИ – ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том III, 1960, σ. 261;
- Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 295;
- Βλ. Острогорски, Г., 1998, σ. 183;
- Βλ. Острогорски, Г., 1998, σ. 173;
- Βλ. Петров, П., 1981, σ. 120;
- Βλ. ГИБИ, том III, 1960, σ. 294;
- Όπως αναφέρει ο Οστρογκόρσκι, ο Ηράκλειος είχε αποκτήσει από την πρώτη του σύζυγο την Φαβία- Ευδοκία, μία θυγατέρα και ένα γιο τον Ηράκλειο Νέο Κωνσταντίνο. Όταν εκείνη πέθανε, το 612, παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαρτίνα. Ο γάμος αυτός προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο, και θεωρήθηκε από την Εκκλησία και τον λαό ως αιμομιξία. Ο Ηράκλειος στην επιθυμία του να κληροδοτήσει ένα μέρος της εξουσίας στους απογόνους της Μαρτίνας, χωρίς όμως να αποστερήσει και τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο από τα δικαιώματα του θρόνου, όρισε διαδόχους του τους δύο πρεσβύτερους γιους του. Παρά τη σημαντική διαφορά ηλικίας (ο Κωνσταντίνος ήταν τότε 28 και ο γιος της Μαρτίνας Ηρακλωνάς 15 χρονών), έπρεπε σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του Ηρακλείου οι δύο ετεροθαλείς αδελφοί να συμβασιλεύσουν ως ισότιμοι βασιλείς. Η διαμάχη ανάμεσα στους δύο κλάδους της βασιλικής οικογένειας οξύνθηκε σε επικίνδυνο βαθμό, όταν δύο κόμματα – το ένα στο πλευρό του Κωνσταντίνου και το δεύτερο στο πλευρό της Μαρτίνας και του Ηρακλωνά – βρέθηκαν αντιμέτωπα. Ο Κωνσταντίνος Γ’ είχε οπωσδήποτε περισσότερους οπαδούς, έπασχε όμως από βαριά ασθένεια, πιθανώς από φθίση, και πέθανε στις 25 Μαΐου του ίδιου χρόνου, ύστερα από τρεις μόλις μήνες βασιλείας. Έτσι έμεινε μόνος ηγεμόνας ο νεαρός Ηρακλωνάς. Στην πραγματικότητα όμως ανέλαβε τα ηνία της κυβερνήσεως η Μαρτίνα, που έστειλε στην εξορία τους πιο επιφανείς οπαδούς του Κωνσταντίνου. Έτσι βαριά σύννεφα είχαν συσσωρευθεί πάνω στα κεφάλια της Μαρτίνας και του Ηρακλωνά από την αρχή της βασιλείας τους. Οι ανώτερες τάξεις της αυτοκρατορίας, η αριστοκρατία των συγκλητικών, η ηγεσία του στρατού καθώς και ο ορθόδοξος κλήρος στράφηκαν εναντίον της κυβερνήσεώς τους και αξίωναν να δοθεί ο θρόνος στον νεαρό γιο του Κωνσταντίνου Γ’. Ένας οπαδός του Κωνσταντίνου Γ’, ο Αρμένιος Βαλεντίνος Αρσακίδης παρακίνησε τα μικρασιατικά στρατεύματα εναντίον της Μαρτίνας και του Ηρακλωνά και τελικά τα οδήγησε στη Χαλκηδόνα. Ο Ηρακλωνάς υποχώρησε στην πίεση και έστεψε συναυτοκράτορα τον γιο του Κωνσταντίνου Γ’, τον Κώνστα Β’, αυτό όμως δεν εμπόδισε την πτώση του στα τέλη Σεπτεμβρίου Με απόφαση της συγκλήτου καθαιρέθηκαν η Μαρτίνα και ο Ηρακλωνάς και η πράξη αυτή επισφραγίσθηκε με το κόψιμο της γλώσσας της Μαρτίνας και της μύτης του Ηρακλωνά. Βλ. Острогорски, Г., 1998г. σσ. 170 – 173;
- Βλ. Москов, М., 1988г., σσ. 364 – 365;
- Βλ. Runciman, S., 1993, σσ. 4 – 12.
Βιβλιογραφία:
- Бешевлиев, В., 1981 г. Прабългарски епиграфски паметници. София: Издателство на Отечествен фронт;
- Богданов, И., 1976 г. Прабългари. Произход, етническо своеобразие, исторически път. София: Издателство Народна просвета;
- Богданов, И., 1981 г. Именник на българските ханове. Критично издание с коментар и обяснителни бележки. София: Отечествен фронт;
- Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999 г. История на България в три тома. Том І. История на Средновековна България VII-XIV век. София: ИК „Анубис”;
- Делев, П., Бакалов, Г., Ангелов, П., Георгиева, Цв., Митев, Пл., Илчев, И., Калинова, Е. & Баева, Ис., 2001 г. История на България. От древността до наши дни. Учебник за 11. клас. София: Издателство „Планета-3”;
- Димитров, Б., 2005 г. 12 мита в българската история. София: Издателство Фондация Ком;
- Дуйчев, И., Цанкова-Петкова, Г., Тъпкова-Заимова, В., Йончев, Л., Тивчев П. 1960 г. ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том III. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Златарски, В., 2007 г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852). Трето фототипно издание. София: Издателство „Захарий Стоянов“ и Университетско издателство „Св. Климент Охридски“;
- Москов, М., 1988г. Именник на българските ханове. Ново тълкуване София: Издателство „Петър Берон“;
- Острогорски, Г., 1998г. История на Византийската държава. София: Издателство „Прозорец“;
- Войников Ж. ГОСТУН, ОРГАНА И КУЕРНАК, ДУЛО И ЕРМИ: http://www.bulgari-istoria-2010.com/booksBG/GOSTUN_ORGANA_I_QUERNAK_DULO_I_ERMI.pdf;
- Петров, П., 1981 г. Образуване на българската държава. София: Издателство „Наука и изкуство“;
- Рашев, Р., 2005 г. Прабългарите през V-VII век. София: Издателска къща „ОРБЕЛ“;
- Runciman, S., 1993. История на Първото Българско Царство. София: Издателство „Иван Вазов“/ „Силует“;
- Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ· ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΨΟΖʹ ΕΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΩΣ ΕΤΟΥΣ ΣΤΕʹ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΔΕ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΣΤΚΑʹ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: www.aegean.gr/culturaltec/chmlab;
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20of%20Antioch_PG%2077,132/HISTORIA%20CHRONIKE.pdf.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .