Όταν στην Ιστορία αναφερόμαστε στους Βουλγάρους, ποιους ακριβώς εννοούμε; Μήπως εννοούμε τον πληθυσμό που κατοικούσε ανά τους αιώνες στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Βουλγαρίας ή τα Βουλγαρικά φύλα, ή μήπως εννοούμε το έθνος των Βουλγάρων; Πρόκειται για τρία διαφορετικά αντικείμενα έρευνας που συνήθως στην βουλγάρικη ιστοριογραφία, παρουσιάζονται σε μια ενιαία ιστορική αφήγηση. Έτσι ξεκινώντας από το βασικότερο έργο του 19ου αιώνα για την βουλγάρικη ιστορία, του Τσέχου ιστορικού Κοσταντίν Ίρετσεκ (Константин Иречек, 1854-1918): «Ιστορία των Βουλγάρων», (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1876) και φτάνοντας στην πολύτομη «Ιστορία της Βουλγαρίας», του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, της Βουλγάρικης Ακαδημίας Επιστημών (Πρώτος τόμος: Πρωτόγονο και δουλοκτητικό σύστημα. Θράκες), η ιστορία της Βουλγαρίας, ξεκινά με την προϊστορία των πληθυσμών που κατοίκησαν τα σημερινά εδάφη της Βουλγαρίας στο απώτερο παρελθόν, και βεβαίως με την προϊστορία των Θρακών. Έπειτα παρουσιάζεται η προϊστορία των φυλών που θα αποτελέσουν το Βουλγάρικο έθνος και εδώ, ανάλογα με τις εκδοχές (θα παρουσιαστούν σε επόμενο κείμενο μου) της προέλευσης τους, θα αναζητηθεί η προϊστορία των φυλών αυτών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρασίας. Ακολουθεί, μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα, η εθνογένεση των Βουλγάρων, στα πλαίσια του Πρώτου Βουλγαρικού Κράτους (Първа българска държава) που ουσιαστικά αποτελεί, κατά την γνώμη μου, και το σημείο στο χωροχρόνο, έναρξης της βουλγάρικης ιστορίας.
Στην βουλγάρικη ιστοριογραφία δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή θεωρία, όχι μόνο για την σύσταση των πληθυσμών που συμμετείχαν στην εθνογένεση των Βουλγάρων, αλλά και για την προέλευση των φυλών που δημιούργησαν το βουλγάρικο έθνος. Ψάχνοντας αρκετό καιρό να βρω εξήγηση, για αυτή την «ανημποριά» της βουλγάρικης ιστορικής επιστήμης «σκόνταψα» στην απάντηση, όταν την έψαξα στα βασικά που μαθαίναμε μικροί στο σχολείο. Θα προτρέξω να σας δώσω την απάντηση με δυο λόγια και έπειτα λίγο πιο αναλυτικά. Το πρόβλημα νομίζω ότι βρίσκεται στην εμμονή να αποδείξεις ότι είσαι αρχαίος λαός, χωρίς να διαθέτεις γραπτές αποδείξεις για τον ισχυρισμό σου, με αποτέλεσμα η υπόθεση σου να αποτελεί ακόμη ένα μύθο, αλλά όχι και Ιστορία. Και τώρα λίγο πιο αναλυτικά.
Πίσω στις πηγές της πρώιμης βουλγάρικης ιστορίας
Γενικά είναι κοινά αποδεκτό ότι αντικείμενο της Ιστορίας είναι η μελέτη του παρελθόντος. Όμως τίθεται ένα ερώτημα: Ο ιστορικός πόσο πίσω στον χρόνο θα πρέπει να γυρίσει και προς τα που στο χώρο θα πρέπει να ψάξει για να βρει την προέλευση μιας φυλής, ενός έθνους, ενός λαού; Στο Γυμνάσιο μαθαίναμε, ότι το σημείο εκκίνησης της Ιστορίας, μέσα στο χώρο και στον χρόνο, είναι κυρίως οι κατανοητές (αποκρυπτογραφημένες) γραπτές πηγές, ενώ το ίδιο σημείο στον χωροχρόνο ορίζει και το σημείο τερματισμού της Προϊστορίας (η πριν την εμφάνιση της γραφής ιστορία). Για παράδειγμα, η ανακάλυψη στις 3 Ιουλίου 1908, από τον Ιταλό αρχαιολόγο Λουΐτζι Περνιέ, του δίσκου της Φαιστού (χρονολογείται πιθανώς στον 17ο αιώνα π.Χ.), φέρνει στο φως ένα ιερογλυφικό σύστημα γραφής που αν και έγιναν αρκετές απόπειρες αποκρυπτογράφησης του, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποδεχθεί καμία και για αυτό, ακόμη και σήμερα, αποτελεί κομμάτι της Προϊστορίας. Το ίδιο θα λέγαμε και για την Γραμμική Α που είναι μια μινωική γραφή (ανακαλύφθηκε στην Κρήτη από τον Άρθουρ Έβανς το 1900, και χρονολογείται πριν την έλευση των Μυκηναίων στην Κρήτη, από το 1800 ως το 1450 π.Χ. περίπου), αλλά παραμένει μη αποκρυπτογραφημένη. Αποδεχόμαστε, λοιπόν, για την περίοδο χρήσης των παραπάνω δύο συστημάτων γραφής, ότι η Κρήτη την περίοδο εκείνη εξακολουθεί να ανήκει στην Προϊστορία, μολονότι διαθέτει γραπτές πηγές, που ακόμη δεν μπορούμε να διαβάσουμε. Βεβαίως τα υλικά ευρήματα πάνω στα οποία έχουν αποτυπωθεί τα δύο συστήματα γραφής, ενώ δεν βρίσκονται στο πεδίο έρευνας της Ιστορίας, αποτελούν τον πυρήνα του αντικειμένου της Αρχαιολογίας, η οποία καλείται να καταγράψει: τη μορφή τους, τις συνθήκες ανακάλυψής τους, το υλικό πάνω στο οποίο διασώθηκαν, τη χρονολόγησή τους, την τεχνική και τα εργαλεία γραφής ή χάραξής τους, τα συνευρήματά τους και τα χαρακτηριστικά του χώρου στον οποίο εντοπίστηκαν1. Εάν και όταν αποκρυπτογραφηθούν θα μετακινηθεί προς τα πίσω στο χρόνο, το σημείο αρχής της Μινωικής ιστορίας. Επίσης πέρα από τον χρόνο και ο χώρος μπαίνει στις σελίδες της Ιστορίας ή της Προϊστορίας. Την ίδια στιγμή (για παράδειγμα τη 2η χιλιετία π.Χ.), που ο χώρος της Κρήτης αποτελεί μέρος της Προϊστορίας, ο χώρος της Αιγύπτου έχει προ πολλού διαβεί το κατώφλι της Ιστορίας. Δηλαδή εφόσον οι γραπτός λόγος δεν υιοθετείται σε κάθε γεωγραφικό χώρο κατά την ίδια χρονική περίοδο η έναρξη των ιστορικών χρόνων είναι διαφορετική για τους διάφορους λαούς. Αυτό ισχύει για όλους, και για τους Βουλγάρους.
Επίσης στο σχολείο μαθαίναμε ότι η καταγραφή του παρελθόντος μέσα από τις γραπτές πηγές αποτελεί την βάση, την πρώτη ύλη για την Ιστορία, μαζί με τις προφορικές και παραστατικές πηγές. Οι γραπτές πηγές ανάλογα με το πότε γράφτηκαν χωρίζονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς πηγές συνετέθησαν ή δημιουργήθηκαν την ίδια εποχή κατά την οποία λάμβανε χώρα το υπό εξέταση γεγονός ή σε ύστερη εποχή αλλά από πρωταγωνιστές ή αυτόπτες μάρτυρες. Πολύ βασικό για την ιστορική ανάλυση είναι το είδος της πρωτογενούς πηγής, εάν πρόκειται για αρχειακή μαρτυρία (νόμοι, διατάγματα, διακρατικές συνθήκες, στατιστικές αναλύσεις, απογραφές, δικαστικές αποφάσεις, κρατική αλληλογραφία, πρακτικά συνεδριάσεων, εκκλησιαστικά έγγραφα και αλληλογραφία, κ.ά.) ή υλικό γραμματείας (ιστοριογραφικά κείμενα, απομνημονεύματα, λογοτεχνικά κείμενα, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, λόγοι, περιηγητικά-ταξιδιωτικά κείμενα, γλωσσολογικά κείμενα, εφημερίδες, περιοδικά κ.ά.), εάν είναι δημοσιευμένα έγγραφα ή αδημοσίευτα ντοκουμέντα. Δευτερογενείς πηγές είναι κείμενα που δημιουργήθηκαν σε μεταγενέστερη περίοδο και παρουσιάζουν γενικεύσεις, αναλύσεις, συνθέσεις, ερμηνείες ή εκτιμήσεις δεδομένων ή πληροφοριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ιστοριογραφικά έργα.
Ελληνικές και λατινικές πηγές για την βουλγάρικη ιστορία
Το νεοϊδρυμένο, το 1947, Ινστιτούτο για την βουλγάρικη ιστορία (μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο ιστορίας το 1960) της Βουλγάρικης Ακαδημίας Επιστημών, έθεσε ως κεντρικό του στόχο την αναζήτηση, συγκέντρωση, μετάφραση στα βουλγάρικα, και έκδοση, όλων εκείνων των πηγών (βυζαντινών, λατινικών, τουρκικών, γερμανικών, εβραϊκών κ.ά.) που είχαν σχέση με την βουλγάρικη ιστορία. Η σειρά ονομάστηκε «Πηγές της Βουλγάρικης Ιστορίας» και όπως ήταν φυσικό οι δύο μεγάλες συλλογές αφορούσαν τις ελληνικές και λατινικές πηγές. Εδώ θα παρουσιάσω πολύ συνοπτικά τα ονόματα όλων εκείνων που μέσα από τα έργα τους έκαναν κάποια μνεία σε λαούς, φυλές, ηγεμόνες, πολέμους, τρόπους ζωής, όλων εκείνων που θα αποτελέσουν τους συστατικούς πυρήνες του βουλγάρικου έθνους. Πιο αναλυτικά σήμερα θα αναφερθώ σε τρεις πηγές, που έχουν ειδικό βάρος στην βουλγάρικη ιστοριογραφία, ενώ στο επόμενο κείμενο μου, θα γίνει ξεχωριστεί αναφορά σε μία τέταρτη πηγή που αποτελεί και το μοναδικό εγχώριο γραπτό μνημείο της πρώιμης βουλγάρικης ιστορίας.
Η συλλογή «Ελληνικές πηγές για την Βουλγάρικη Ιστορία» (ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ – ГИБИ) αποτελείται από 11 τόμους. Οι πρώτοι δύο τόμοι εκδόθηκαν διαδοχικά το 1954, και το 1958 και περιλαμβάνουν την λεγόμενη πρωτοβυζαντινή ιστοριογραφία δηλαδή την περίοδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας από την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ηρακλείου (324-641). Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένοι ιστορικοί και χρονογράφοι που μέσα στα έργα τους κάνουν σποραδικές αναφορές στους νοτιοανατολικούς Σλάβους και στην εμφάνιση στα Βαλκάνια των βουλγαρικών φυλών. Πιο αναλυτικά στον πρώτο τόμο2, τοποθετημένοι κατά χρονολογική σειρά βρίσκονται οι: Ευσέβιος Καισαρείας (263 – 340), Ευνάπιος (349 – 420), Φιλοστόργιος (περ. 368- περ. 439), Σωκράτης ο Σχολαστικός (380 – 440), Σαλαμίνιος Ερμείας Σωζομενός (400 – 450), Θεοδώρητος ο Κύρου (393 – 457), Ολυμπιόδωρος ο Θηβαίος (περίπου 370 – άγνωστο), Πρίσκος ο Θράξ (περίπου 410 – περίπου 470), Μάλχος (άγνωστο – 480), Ζώσιμος (5ος αι. – αρχές 6ου αι.), Ανδρέας Καισαρίας (τέλη 5ου αι. – μέση 6ου αι.), Ευστάτιος Επιφανεύς ( 6ος αι.), Ψευδο-Καισάριος ( 6ος αι.), και Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης ( 6ος αι.). Στον δεύτερο τόμο3 βρίσκονται οι: Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λήδος (490 – περ. 565), Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 – 565), Ιωάννης Μαλάλας (περ. 491 – 578), Αγαθίας ο Σχολαστικός (περί το 530 – 581/582), Θεοφάνης ο Βυζάντιος – (6ος αι.), Μένανδρος Προτήκτωρ (6ος αι.), Ιωάννης Διακρινόμενος (6ος αι.), Ευάγριος Σχολαστικός (536 – μετά το 594), Ψευδο-Μαυρίκιος(6ος αι. – αρχές 7ου αι.) Θεοφύλακτος Σιμοκάτης(6ος αι. – αρχές 7ου αι.).
Η συλλογή «Λατινικές πηγές για την Βουλγάρικη Ιστορία» (ЛАТИНСКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ – ЛИБИ) αποτελείται από 5 τόμους. Ο πρώτος τόμος4 είναι αυτός που μας ενδιαφέρει εδώ, γιατί περιλαμβάνει πηγές της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα από τα μέσα του 3ου αιώνα, μέχρι την ίδρυση του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους, τον 7ο αιώνα. Ορισμένοι απο τους συγγραφείς που αναφέρονται εδώ είναι οι : Λoύκιος Καίλιος Φιρμιανός Λακτάντιος (250 – 325), Αυρήλιος Βίκτωρ (320 – 390), Αμβρόσιος (περ. 340 – άγνωστο), Ευτρόπιος (4ος αι.), Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-400), Ρουφίνος της Ακυληίας (340/45 – 411), Κλαύδιος Κλαυδιανός (περ. 370 – 404), Ιερώνυμος (347 – 420), Κασσιόδωρος (490 – 583), Ιορδάνης (6ος αι.), Πάπας Γρηγόριος Α΄ (540 – 604), Παύλος ο Διάκονος (720 – 797).
Στον ίδιο τόμο βρίσκεται και το περίφημο απόσπασμα των τεσσάρων λέξεων και ενός αριθμού: «77. Ziezi ex quo Vulgares», ελληνιστί: «77. Ζιεζή απ’ τον οποίο (προέρχονται) οι Βούλγαροι», απο μία μικρή συλλογή ποικίλης ύλης, αγνώστου λατίνου συγγραφέα5. Το κύριο μέρος της συλλογής συγγράφηκε το 354 και γι’ αυτό το έργο αυτό ονομάστηκε «Ανώνυμος χρονογράφος του 354». Σε αυτό το γραπτό εκτός από ένα ημερολόγιο, καταλόγους ρωμαίων προξένων, τοπικών αξιωματούχων και επισκόπων, οδηγιών για τις γιορτές και περιγραφή της Ρώμης, υπάρχει και μία σύντομη παγκόσμια χρονογραφία «Liber generationis», ίσως μεταφρασμένη από προγενέστερη ελληνική χρονογραφία. Σε μας έχουν φτάσει δύο εκδοχές της χρονογραφίας, μία του 234, που ονομάστηκε «Liber generationis I», και βρίσκεται στα χειρόγραφα αντίγραφα του 7ου, 8ου, και 9ου αι. και μία του 354 που ονομάστηκε «Liber generationis II» και βρίσκεται στο χειρόγραφο αντίγραφο του 539. Αυτό που ενδιαφέρει την βουλγάρικη ιστοριογραφία βρίσκεται στο αντίγραφο της χρονογραφίας «Liber generationis II» και πιο συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15, στο οποίο απαριθμούνται οι λαοί που είναι απόγονοι του Σημ (του μεγαλύτερου γιού του Νώε) δηλαδή οι λαοί που ζούσαν στην Ασία. Στην τελευταία 77η θέση αναφέρονται οι Βούλγαροι οι οποίοι προέρχονται απο τον Ζιεζή. Τώρα ποιος είναι αυτός ο Ζιεζή, κανείς δεν ξέρει, αν και γίνονται προσπάθειες να «κατασκευαστεί» μία εξήγηση6. Ο Ιβάν Συσμάνοφ (Иван Шишманов, 1862 – 1928), το 1900, θα παρατηρήσει στο έργο του: Критичен преглед на въпроса за произхода на прабългарите от езиково гледище и етимологиите на името „българин“, ότι στην παλαιότερη, πρώτη εκδοχή «Liber generationis I», δεν αναφέρονται οι Βούλγαροι. Η εξήγηση που δίνει ο ιστορικός Αλεξάντερ Μπούρμοφ (Александър Бурмов, 1911 – 1965) είναι απλή: στην προγενέστερη εκδοχή το όνομα των Βουλγάρων λείπει γιατί δεν ήταν γνωστό στον συγγραφέα εκείνου του χειρογράφου, όπως ήταν για τον συγγραφέα της εκδοχής του 3547. Το θέμα είναι ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι η πρώτη αναφορά στο εθνόνυμο Βούλγαροι, γίνεται το 354, γιατί το χειρόγραφο αντίγραφο είναι απο το 539. Ποιος μας διαβεβαιώνει ότι το όνομα δεν «φυτεύθηκε» από τον αντιγραφέα της χρονογραφίας «Liber generationis II», το 539; Ευτυχώς που ορισμένοι ιστορικοί, για παράδειγμα, η συντακτική ομάδα του πρώτου τόμου της συλλογής «Λατινικές πηγές για την βουλγάρικη ιστορία», εκφράζουν τις αμφιβολίες τους και δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η αναφορά για τους Βούλγαρους να είναι μία μεταγενέστερη παρεμβολή8. Παρ’ όλα αυτά στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας9, αλλά και σε πολλά πανεπιστημιακά συγγράμματα10 αναφέρεται ως η «πρώτη αξιόπιστη αναφορά». Είδαμε πόσο αξιόπιστη είναι η πηγή των τεσσάρων λέξεων και ενός αριθμού!
Όσο πιο «φτωχές», ποιοτικός και ποσοτικός, είναι οι πρωτογενείς γραπτές πηγές που διαθέτει ο ιστορικός, τόσο πιο ατεκμηρίωτη και άρα μη επιστημονική είναι η θέση του. Κατά κοινή ομολογία των Βουλγάρων ιστορικών για την περίοδο πριν την ίδρυση της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας το 632 μ.Χ. γνωρίζουμε πολύ λίγα και αυτά που γνωρίζουμε, όπως αναφέρει ο ιστορικός Μποζιντάρ Ντιμιτρόφ (Божидар Димитров, 1945- ): «είναι κατά 90% από Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους, που όπως είναι λογικό […] είναι άκρως μεροληπτικά, […] αλλά αυτό το υλικό διαθέτουμε, με αυτό δουλεύουμε. Άλλο δεν υπάρχει και πολύ δύσκολο είναι να βρεθεί σε διεθνής βιβλιοθήκες και Αρχεία»11. Η άντληση πληροφοριών για την αναδόμηση του βουλγαρικού παρελθόντος, κυρίως μέσα απο βυζαντινές πηγές, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Βασίλ Γκιουζέλεφ (Васил Гюзелев, 1936- ), οδήγησε ορισμένους από τους πρωτοπόρους ιστορικούς της μεσαιωνικής περιόδου, στο θλιβερό συμπέρασμα που με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο διατύπωσε ο επιφανής ιστορικός του Βυζαντίου, Πέτερ Μουταφτσίεφ (Петър Мутафчиев, 1883-1943): «Θα μπορούσε ευθαρσώς και χωρίς επιφύλαξη να ειπωθεί, ότι, εάν η ιστορική έρευνα δεν διέθετε την πληροφόρηση των βυζαντινών συγγραφέων για τους σύγχρονους τους Βουλγάρους, βουλγάρικη ιστορία, ως επιστήμη, σήμερα δεν θα είχαμε. Και μόνο το γεγονός ότι, το υλικό με το οποίο ασχολείται η επιστήμη για το βουλγαρικό παρελθόν είναι ξένης προέλευσης, αυτό ακριβώς εξηγεί, γιατί η ιστορία μας – τέτοια όπως συνήθως την ξέρουμε ως επί το πλείστων παρουσιάζεται ως μία μνημόνευση τσάρων και πολεμιστών, ιστορία άκρως μη ικανοποιητική του κράτους μας, αλλά όχι και του βουλγάρικου λαού. Οι βυζαντινοί και γενικά οι ξένοι ενδιαφέρονταν για εμάς και μας ανέφεραν μόνο στο βαθμό που τα δικά τους κρατικά συμφέροντα διασταυρώνονταν με τα δικά μας. Κατά συνέπεια ανέφεραν μόνο εκείνα τα γεγονότα ή μαρτυρίες από τη ζωή μας, τα/οι οποία/ες είχαν κάποια σχέση με την δική τους ιστορική ζωή. Όπως είναι φυσικό με την ύπαρξη μόνο τέτοιων μαρτυριών, ιστορία της βουλγάρικης ζωής – πνευματικής, κοινωνικής ή πολιτικής, δεν μπορεί να γραφτεί. Ακόμη λιγότερο να γίνουν γενικεύσεις»12. Άρα;
Άρα πορευόμαστε με τις πηγές που έχουμε, όπως είπε και ο Μ. Ντιμιτρόφ, και μέχρι να βρεθούν καινούργιες πηγές, εάν βρεθούν, και χωρίς να τις «φυτεύουμε» ή να τις παραποιούμε, προσπαθούμε να μετατρέπουμε την Ιστορία, από απλή καταγραφή των χρονογράφων, σε επιστήμη, μέσα από τη συστηματική προσπάθεια αναδόμησης και ερμηνείας του παρελθόντος, βασιζόμενοι στην κριτική ανάλυση των πηγών. Αυτό το τελευταίο – κριτική ανάλυση των πηγών – σημαίνει καταρχάς ότι θα πρέπει να ενταχθεί (η πηγή) στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (πότε, που, από ποιόν, για ποιόν, γιατί γράφτηκε), έπειτα θα πρέπει να ταξινομηθεί, να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί.
Είναι γεγονός ότι οι πρώτες γραπτές πηγές που σχετίζονται με την ίδρυση της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας το 632 και του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους, το 680-1, προέρχονται, κατά κύριο λόγο από Βυζαντινούς χρονογράφους και πιο συγκεκριμένα απο τον μοναχό (ηγούμενο) Θεοφάνη τον Ομολογητή (760 – 818) και από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρο Α΄ (758 – 828). Οι Βούλγαροι ιστορικοί από την εποχή του πατριάρχη της βουλγάρικης ιστοριογραφίας, ακαδημαϊκού Βασίλ Ζλατάρσκι (Васил Златарски, 1866-1935), μέχρι σήμερα, βασίζονται, στο έργο «Χρονογραφία» του Θεοφάνη του Ομολογητή και στο έργο «Ιστορία σύντομος από της Μαυρικίου Βασιλείας» του Νικηφόρου Α΄. Μάλιστα ο Β. Ζλατάρσκι στο θεμελιώδες έργο του «Ιστορία του Βουλγάρικου κράτους κατά το Μεσαίωνα», το 1918, αντιπαραβάλλει τα δύο κείμενα, στο πρωτότυπο, καταρχάς για να αποδείξει ότι το ένα δεν είναι αντιγραφή του άλλου και κατά δεύτερον για να αποδείξει ότι και τα δύο κείμενα στηρίζονται σε προγενέστερες πηγές13.
Στην Χρονογραφία του Θεοφάνη, γίνεται εξιστόρηση γεγονότων πεντακοσίων είκοσι εννέα ετών, ξεκινώντας από την βασιλεία του Διοκλητιανού, το έτος 284, και καταλήγοντας στο δεύτερο έτος της βασιλείας του Μιχαήλ Α΄, το 813, ενώ στην Ιστορία σύντομος από της Μαυρικίου Βασιλείας του Νικηφόρου Α΄, είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος της, δηλαδή, μία σύντομη ιστορία του Βυζαντίου εκατόν εξήντα επτά ετών, που αρχίζει με τη βασιλεία του Φωκά το 602 και σταματά το 769 με τον γάμο του Λέοντα Δ’ με την Ειρήνη την Αθηναία. Η συγγραφή της Χρονογραφίας τοποθετείται μεταξύ των ετών 811-814, ενώ αυτή της Ιστορία σύντομος δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, μιας και έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες (ανάμεσα στα 780 και 800), οι οποίες συσχετίζονται πάντα με κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής και της σταδιοδρομίας του Νικηφόρου Α΄. Σε κάθε περίπτωση μιας και η περίοδος συγγραφής της Ιστορία σύντομος είναι προγενέστερη της Χρονογραφίας, δεν υπάρχει περίπτωση, ο Νικηφόρος Α΄ να έχει αντιγράψει από τον Θεοφάνη. Εφόσον όμως τα κείμενα μοιάζουν πολύ, οι μελετητές συμπεραίνουν ότι οι δύο τους χρησιμοποίησαν προγενέστερες κοινές πηγές. Μάλιστα αυτό θα ήταν «βολικό» για την βουλγάρικη ιστοριογραφία, γιατί περίπου ενάμισης αιώνας που χωρίζει την συγγραφή των δύο έργων, με τα γεγονότα της ίδρυσης του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους, «γεφυρώνονται», από πηγή /πηγές που γράφτηκαν από συγγραφείς σύγχρονους των γεγονότων. Ορίστε τι αναφέρει για παράδειγμα ο ιστορικός Πέτερ Πετρόφ (Петър Петров,1924 – ): «Τα γεγονότα που συνδέονται με την ίδρυση του βουλγάρικου κράτους έχουν γραφτεί αναλυτικά σε ένα σύγχρονο έργο το οποίο έχει εξαφανισθεί και δεν έχει φτάσει στις μέρες μας γνωστό με το όνομα Μέγας χρονογράφος [….] Δύο βυζαντινοί χρονογράφοι από το πρώτο μισό του 9ου αιώνα – ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος, έχουν αντλήσει υλικό, από αυτό το έργο, ο καθένας με τον τρόπο του, στη βάση των στόχων που είχε θέση, παρέδωσε, άλλος πιο αναλυτικά και άλλος όχι, το πληροφοριακό υλικό στο δικό του αφήγημα. Έτσι αν και οι δύο χρονογράφοι έζησαν πάνω από ένα αιώνα μετά την ίδρυση του βουλγάρικου κράτους, απόδωσαν τα γεγονότα μέσα από την οπτική γωνία ενός σύγχρονου και αυτό χωρίς αμφιβολία μεγαλώνει την αξία των έργων τους, ως πρωτοβάθμιων πηγών»14. Για να είναι ο ανώνυμος συγγραφέας του Μέγα χρονογράφου σύγχρονος των γεγονότων ίδρυσης του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους, θα έπρεπε να έζησε τον 7ο αιώνα. Όμως, στην καλύτερη περίπτωση, οι περισσότεροι ιστορικοί αναφέρουν ως περίοδο συγγραφής τα τέλη του 8ου αιώνα, ενώ υπάρχουν και ιστορικοί όπως οι Cyril Mango και Roger Scott που είναι της άποψης ότι η συγγραφή του ανάγεται στα μέσα του 9ου αιώνα. Να τι αναφέρει η συντακτική ομάδα στον πρόλογο του τρίτου τόμου, του έργου Ελληνικές πηγές για την βουλγάρικη ιστορία: «Για την ιστορία του 7ου και 8ου αι. οι δύο βυζαντινοί συγγραφείς άντλησαν υλικό από το λεγόμενο Μέγα χρονογράφο που είχε συνταχθεί στα τέλη του 8ου αιώνα και που μόνο μερικώς έχει διασωθεί. Εάν εμείς σήμερα έχουμε την δυνατότητα να αποκαταστήσουμε αρκετές λεπτομέρειες από την βουλγάρικη ιστορία από το 681 μέχρι και τις αρχές του 9ου αιώνα, το οφείλουμε αποκλειστικά στις πληροφορίες που αντλούμε από τους προαναφερθείς βυζαντινούς ιστοριογράφους. Για τα γεγονότα μετά το 769, όταν ο Νικηφόρος σταματά την δική του παρουσίαση, ο Θεοφάνης μένει συχνά η μοναδική μας πηγή και του οποίου την αφήγηση καμιά φορά αναγκαζόμαστε να δεχτούμε περίπου ανεπιφύλαχτα, εφόσον δεν διαθέτουμε άλλες έμμεσες πηγές, για να ελέγξουμε ή να συμπληρώσουμε ορισμένες από τις αναφορές του»15. Άρα δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο συγγραφέας του Μέγα χρονογράφου έζησε τον 7ο αιώνα, εάν μάλιστα δεχτούμε την άποψη ότι έχει συνταχθεί στα μέσα του 9ου αιώνα, τότε είναι μεταγενέστερο των δύο κειμένων, άρα δεν αποτελεί και πηγή τους. Σε ποιες πηγές λοιπόν βασίστηκαν οι δύο συγγραφείς για να εξιστορήσουν τα γεγονότα του 7ου και 8ου αιώνα;
Ο Θεοφάνης, στο προοίμιο της Χρονογραφίας, μας αναφέρει ότι το έργο του αποτελεί συνέχεια του χρονογραφικού έργου του Γεωργίου Συγκέλλου «Εκλογή Χρονογραφίας», στο οποίο εξιστορούνται γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως και το έτος 284 «Ὁ μὲν μακαριώτατος ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ καὶ σύγκελλος γεγονὼς Ταρασίου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, […] σύντομον χρονογραφίαν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Διοκλητιανοῦ, τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων καὶ διώκτου τῶν Χριστιανῶν, ἀκριβῶς συνεγράψατο», και αφού μας πληροφορεί ότι ανάτρεξε, εντόπισε και χρησιμοποίησε πλήθος βιβλίων, εντάσσοντας στο έργο του τα γεγονότα, αποφεύγοντας λάθη και συγχύσεις, δεν μας διαφωτίζει για καμία συγκεκριμένη πηγή: «πολλὰς γὰρ βίβλους καὶ ἡμεῖς ἐκζητήσαντες κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν καὶ ἐρευνήσαντες τόδε τὸ χρονογραφεῖον ἀπὸ Διοκλητιανοῦ μέχρι τῆς βασιλείας Μιχαὴλ καὶ Θεοφυλάκτου, τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τάς τε βασιλείας καὶ τοὺς πατριάρχας καὶ τὰς τούτων πράξεις σὺν τοῖς χρόνοις κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν ἀκριβῶς συνεγραψάμεθα, οὐδὲν ἀφ’ ἑαυτῶν συντάξαντες, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀρχαίων ἱστοριογράφων τε καὶ λογογράφων ἀναλεξάμενοι ἐν τοῖς ἰδίοις τόποις τετάχαμεν ἑκάστου χρόνου τὰς πράξεις, ἀσυγχύτως κατατάττοντες· ἵνα εἰδέναι ἔχωσιν οἱ ἀναγινώσκοντες ἐν ποίῳ χρόνῳ ἑκάστου βασιλέως ποία πρᾶξις γέγονεν, εἴτε πολεμική, εἴτε ἐκκλησιαστική, εἴτε πολιτική, εἴτε δημώδης, εἴτε τις ἑτέρα. οὐ γὰρ μικρὰν ὠφέλειαν, ὡς οἶμαι, καρποῦται τῶν ἀρχαίων τὰς πράξεις ἀναγινώσκων»16. Ενώ υπάρχουν αρκετές υποθέσεις για τους συγγραφείς, τα έργα των οποίων χρησιμοποίησε ο Θεοφάνης, ως πηγές της Χρονογραφίας του, για την περίοδο από τον 3ο μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, (Σωκράτης ο Σχολαστικός, Σαλαμίνιος Ερμείας Σωζομενός, Θεοδώρητος, Πρίσκος, Προκόπιος ο Καισαρεύς, Αγαθίας ο Σχολαστικός, Ιωάννης Επιφανεύς, Ιωάννης Μαλάλας, Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιωάννης Αντιοχεύς, κ.ά), για την περίοδο που μας ενδιαφέρει, δηλαδή την εποχή της ίδρυσης του Βουλγάρικου κράτους, στην ιστοριογραφία όπως είδαμε δεν υπάρχει αξιόπιστη απάντηση. Για την περίοδο που έζησε ο ίδιος ο Θεοφάνης η εξιστόρηση των γεγονότων σίγουρα έγινε από πρώτο χέρι, από έναν αυτόπτη μάρτυρα, και πολλές πληροφορίες σίγουρα τις άντλησε από προφορικές μαρτυρίες.
Όπως είναι γνωστό ο Νικηφόρος Α΄ θέλησε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και έτσι η αφήγησή του ξεκινά ακριβώς από το έτος 602, όπου σταματά η αφήγηση του τελευταίου. Ο Νικηφόρος Α΄ άντλησε πληροφοριακό υλικό για την περίοδο 602-641, σίγουρα από την «Ιστορία Χρονική» του Ιωάννη Αντιοχέως, ενώ έχει πλέον απορριφθεί από το σύνολο των ιστορικών, η άποψη (που εκφράζεται και από τον ιστορικό και μεταφραστή στα βουλγάρικα της Ιστορία σύντομος, Βεσελίν Ιβανόφ17, της συσχέτισης της Ιστορία σύντομος με το λεγόμενο «Πασχάλιο Χρονικό» αγνώστου συγγραφέα, και τα ποιήματα του Γεωργίου Πισίδη. Για την περίοδο 641-668, την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Κώνστας Β΄, δεν γίνεται αναφορά μάλλον γιατί ο συγγραφέας δεν διαθέτει πληροφοριακό υλικό. Για την περίοδο 668-769 χρησιμοποιεί πηγές που όπως είπαμε φαίνεται να είναι κοινές με τις πηγές του Θεοφάνη, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι στηρίζεται στον Μέγα χρονογράφο. Σε κάθε περίπτωση και η «Χρονογραφία» και η «Ιστορία σύντομος» δεν αποτελούν πρωτογενείς, αλλά δευτερογενείς πηγές, για την περιόδο ίδρυσης της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας και του Πρώτου Βουλγάρικου Κράτους. Επαναδιατυπώνουν πληροφορίες (ο Θεοφάνης πιο αναλυτικά, ενώ ο Νικηφόρος, συνοπτικά) από πρωτογενείς ή άλλες δευτερογενείς πηγές, γνωστές και άγνωστες σε εμάς.
Όπως με κάθε θεωρητική επιστήμη, έτσι και με την Ιστορία, δεν υπάρχει η δυνατότητα ελεγχόμενης αποστειρωμένης επανάληψης ενός πειράματος – στην περίπτωση μας – ενός ιστορικού γεγονότος, όπως για παράδειγμα, η συμφωνία ειρήνης του 681, ανάμεσα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και του χανάτου του Ασπαρούχ. Ο ιστορικός, όσο και «αντικειμενικά» να θεωρεί ότι προσεγγίζει ένα ιστορικό γεγονός, δεν μπορεί να αποβάλλει τα παραμορφωτικά («υποκειμενικά») γυαλιά μέσα από τα οποία βλέπει, αναλύει και ερμηνεύει το γεγονός αυτό. Για παράδειγμα η συμφωνία ειρήνης του 681, αποτελεί ένα γεγονός, αλλά το ότι η βουλγάρικη ιστοριογραφία, θεωρεί αυτό το γεγονός, αρχή της βουλγάρικης κρατικής ύπαρξης, είναι μία ερμηνεία του γεγονότος μιας και δεν υπάρχει κάποια ιδρυτική πράξη. Υπάρχουν όμως και τα παραμορφωτικά γυαλιά του/των πρώτου/ων καταγραφέα/ων του γεγονότος και των υπολοίπων που αναπαρήγαγαν τους πρώτους. Στο παράδειγμά μας υπάρχουν τα παραμορφωτικά γυαλιά του άγνωστου ή άγνωστων σε εμάς χρονογράφων, που αποτύπωσαν το γεγονός της συμφωνίας ειρήνης του 681 και τα παραμορφωτικά γυαλιά του Θεοφάνη και του Νικηφόρου Α’ που μέσα από την Χρονογραφία και την Ιστορία σύντομος, αντίστοιχα, μας εξιστόρησαν μετά από εκατό και πλέον χρόνια, την δική τους ιστορία για το γεγονός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το γεγονός τελέστηκε, όπως τελέσθηκε, και από την στιγμή που καταγράφεται από τον άνθρωπο και αυτή η καταγραφή γίνει γνωστή σε μας, τότε αναφέρεται ως ιστορικό γεγονός. Η ιστορική έρευνα έφερε στο φως τις δευτερογενείς πηγές του Θεοφάνη και του Νικηφόρου Α’ και ο ιστορικός σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, επεξεργάστηκε, επαναδιατύπωσε, ερμήνευσε τις πληροφορίες των πηγών. Πόσα άραγε γεγονότα δεν έχουν καταγραφεί, είτε γιατί δεν ήταν γνωστά, είτε γιατί από επιλογή των μελετητών της ιστορικής περιόδου δεν θεωρήθηκαν σημαντικά, ή θεωρήθηκαν σημαντικά αλλά ταυτόχρονα οδυνηρά, ή επιβλαβή για την εθνική μνήμη; Πόσα άραγε γεγονότα δεν διογκώθηκαν τόσο πολύ που να καταλήξουν σε μύθους και πόση μύθοι δεν ειπώθηκαν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά για να καταλήξουν στις σελίδες της Ιστορίας;
Σημειώσεις:
- Βλ. Παπαδόπουλος Ε., 2010, σ. 7.
- ГИБИ – ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том I. София: Издание на Българската Академия на Науките
- ГИБИ, том II. София: Издание на Българската Академия на Науките
- ЛИБИ – ЛАТИНСКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том I. София: Издание на Българската Академия на Науките
- Βλ. ЛИБИ, том I., σ. 82)
- Βλ. Войников Ж., 2013, σσ. 26-27
- Βλ. Рашев, Р., 2005г. σ.15
- Βλ. ЛИБИ, том I, σ. 82
- Βλ. Делев, П., Бакалов, Г., Ангелов, П., Георгиева, Цв., Митев, Пл., Илчев, И., Калинова, Е. & Баева, Ис., 2001 г., История на България. От древността до наши дни. Учебник за 11 клас. София: Издателство „Планета-3”, σ. 33
- Βλ. Богданов, И., 1976г. σ .6
- Βλ. Димитров, Б., 2005г., σσ. 7-8
- Βλ. Гюзелев, В., 2004г., σ.115
- Βλ. Златарски, В., 2007г., том I., част I, σσ.97-98 και 102
- Βλ. Петров, П., 1981г., σ. 4
- Βλ. Дуйчев И., Цанкова-Петкова Г., Тъпкова-Заимова В., Йончев Л., Тивчев П., ГИБИ, том III, σ. 5
- Βλ. Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, σ. 1
- Βλ. Иванов, В., 1997 σ. 13
Βιβλιογραφία:
- Бешевлиев, В., 1954г. (υπευθ. συντάκτης) ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том I. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Богданов, И., 1976г. Прабългари. Произход, етническо своеобразие, исторически път. София: Издателство Народна просвета;
- Божилов, И. & Гюзелев, В., 1999г. История на България в три тома. Том І. История на Средновековна България VII-XIV век. София: ИК „Анубис”;
- Делев, П., Бакалов, Г., Ангелов, П., Георгиева, Цв., Митев, Пл., Илчев, И., Калинова, Е. & Баева, Ис., 2001г. История на България. От древността до наши дни. Учебник за 11. клас. София: Издателство „Планета-3”;
- Димитров, Б., 2005г. 12 мита в българската история. София: Издателство Фондация Ком;
- Дуйчев, И., Цанкова-Петкова, Г., Тъпкова-Заимова, В., Йончев, Л., Тивчев П. 1958г. ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том II. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Дуйчев, И., Цанкова-Петкова, Г., Тъпкова-Заимова, В., Йончев, Л., Тивчев П. 1960г. ГРЪЦКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том III. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Дуйчев, И., Войнов, М., Примов, Б., Велков В. 1958г. ЛАТИНСКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том I. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Дуйчев, И., Войнов, М., Лишев, Стр., Примов Б. 1960г. ЛАТИНСКИ ИЗВОРИ ЗА БЪЛГАРСКАТА ИСТОРИЯ, том II. София: Издание на Българската Академия на Науките;
- Златарски, В., 2007г. История на българската държава през средните векове. Том I., История на Първото българско царство. Част I. Епоха на хуно-българското надмощие (679—852). Трето фототипно издание. София: Издателство „Захарий Стоянов“ и Университетско издателство „Св. Климент Охридски“;
- Иванов, В., 1997г. Никифор, патриарх Константинопоски. Кратка история след царуването на Маврикий. София: Издателство „Зограф“;
- Иречек, К., 1978г. История на българите. С поправки и добавки от самия автор. Под ред на П. Петров. София: Издателство „Наука и изкуство“;
- Петров, П., 1981г. Образуване на българската държава. София: Издателство „Наука и изкуство“;
- Рашев, Р., 2005г. Прабългарите през V-VII век. София: Издателска къща „ОРБЕЛ“;
- Παπαδόπουλος Ε., 2010. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ;
- Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ· ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΨΟΖʹ ΕΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΩΣ ΕΤΟΥΣ ΣΤΕʹ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΔΕ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΣΤΚΑʹ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: www.aegean.gr/culturaltec/chmlab;
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Στο: http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20of%20Antioch_PG%2077,132/HISTORIA%20CHRONIKE.pdf.

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .